Νοέ. 27 2020 ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΥ Πνευματικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ἄλλους Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ μεγάλη. Ἑορτάζει ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὰς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος. Τί ἦταν ὁ Ἀνδρέας; Ἦταν κανένας βασιλιᾶς, κανένας στρατηγός, κανένας πλούσιος, κανένας ἑκατομμυριοῦχος, κανένας μορφωμένος καὶ ῥήτορας κ᾿ ἐπιστήμονας; ἔβγαλε σχολεῖα καὶ πανεπιστήμια; Τίποτε ἀπ᾿ αὐτά. Ἦταν ἕνας ταπεινὸς ἄνθρωπος τῆς κοινωνίας, ἕνα φτωχαδάκι. Αὐτὰ τὰ φτωχαδάκια ἀγαποῦσε ὁ Χριστός· καὶ τ᾿ ἀγαπάει πάντοτε. Ἡ θρησκεία μας δὲν εἶνε θρησκεία τῶν πλουσίων καὶ τῶν μεγάλων καὶ ἰσχυρῶν τῆς ἡμέρας, ὄχι· εἶνε θρησκεία τῶν ταπεινῶν τῆς γῆς. Ἡ Ἐκκλησία μας ἄρχισε ἀπὸ τοὺς μικροὺς καὶ ταπεινούς, συνεχίζει ἔτσι μέχρι σήμερα, καὶ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων μας ἔτσι θὰ εἶνε. Φτωχαδάκι λοιπὸν ὁ Ἀνδρέας. Τὸ ἐπάγγελμά του; Ψαρᾶς. Ἡ περιουσία του; Μιὰ ψαρόβαρκα. Μ᾿ αὐτὴν κάθε βράδυ ἔβγαινε στὴ λίμνη Γεννησαρὲτ (ἢ θάλασσα τῆς Τιβεριάδος) καὶ ψάρευε ὅλη νύχτα μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του Ἰωνᾶ καὶ τὸν ἀδερφό του Πέτρο. Κοπιαστικὸ ἔργο νὰ ψαρεύῃς νύχτα κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα. Ἔπιαναν ψάρια, τὰ πουλοῦσαν, καὶ ἔτσι ζοῦσαν. Μεροδούλι – μεροφάϊ. Αὐτὸς ἦταν ὁ Ἀνδρέας. Καὶ βλέπεις τώρα αὐτὸς ὁ ψαρᾶς νὰ τιμᾶται ἀπ᾿ ὅλους! Ἄλλοι κατὰ κόσμον ἐπιφανεῖς λησμονήθηκαν. Ἄντε τώρα νὰ μάθῃς, πρὶν ἑκατὸ χρόνια ποιός κυβερνοῦσε; Κανείς δὲ θυμᾶται. Πρέπει ν᾿ ἀνοίξῃς τὴν ἱστορία γιὰ νὰ τὸ βρῇς. Καὶ ὕστερα ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια πάλι θὰ ψάχνουν νὰ βροῦν τοὺς σημερινοὺς κυβερνῆτες. Μηδὲν εἶνε ὅλοι. Σβήνουν τὰ ὀνόματα βασιλέων, αὐτοκρατόρων, πριγκίπων, ἐπιστημόνων… Ἀλλὰ τὸ ὄνομα τοῦ Ἀνδρέα τοῦ ψαρᾶ μένει γνωστὸ στοὺς ὀρθοδόξους καὶ πέρα ἀπὸ αὐτούς. Πῶς ἔγινε αὐτό, τὸ φτωχαδάκι νὰ νικήσῃ ῥήτορες, φιλοσόφους, βασιλεῖς καὶ αὐτοκρατόρες; Τί συνέβη στὴ ζωή του; Μιὰ στιγμή! Ὑπάρχει μιὰ στιγμὴ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ποιά στιγμή; Λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Ἀνδρέας εἶχε καρδιὰ εὐγενῆ. Ἀγαποῦσε τὸ Θεό, διάβαζε τὴ Γραφή, καὶ περίμενε τὴ μεγάλη ἡμέρα, πότε θὰ ἔρθῃ στὸν κόσμο ὁ Μεσσίας, ὁ Λυτρωτὴς τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ νά, ἦρθε ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Ἔστησε τὸ βῆμα του στὸν Ἰορδάνη καὶ καλοῦσε τὸν κόσμο νὰ πιστέψῃ στὸ Χριστὸ ποὺ ἔρχεται. Μεταξὺ τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰωάννου ἦταν κι ὁ Ἀνδρέας· ἀκολουθοῦσε τὸν Πρόδρομο. Καὶ μιὰ μέρα εἶδαν ἐκεῖ κοντὰ νὰ περνάῃ ὁ Χριστός. Τότε ὁ Πρόδρομος λέει στὸν Ἀνδρέα· Νά, αὐτὸς εἶνε ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου! Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὁ Ἀνδρέας ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Ἔμεινε κοντά του τρία ὁλόκληρα χρόνια. Μαθήτευσε, ἄκουσε τὰ λόγια του, εἶδε τὰ θαύματά του, θαύμασε τὴ ζωή του. Ἔτσι ἔγινε μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ εἶνε ὁ πρῶτος ποὺ κάλεσε ὁ Χριστὸς κοντά του. Μετὰ τὴν ἀνάστασι καὶ τὴν ἀνάληψι τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἀνδρέας πῆρε ἕνα ῥαβδί, τίποτε ἄλλο, καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ κήρυγμα. Οὔτε πορτοφόλι εἶχε, οὔτε ἄλλα πράγματα. Περιώδευσε πολλὰ μέρη. Καὶ ποῦ δὲν πῆγε αὐτὸς ὁ ψαρᾶς! Ἔφυγε ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη καὶ πῆγε στὴ Βιθυνία, στὸν Εὔξεινο Πόντο, στὴν Προποντίδα, στὴ Χαλκηδόνα, στὸ Βυζάντιο, στὴ Μακεδονία, στὴ Θεσσαλία τῆς Ἑλλάδος, στὴ Θρᾴκη· ἔφτασε μέχρι καὶ τὴ Χερσῶνα τῆς Ῥωσίας. Ἔπειτα ἐπανῆλθε στὸ Βυζάντιο, ὅπου χειροτόνησε ἐπίσκοπο τὸν Στάχυ, καὶ τέλος κατέληξε στὴν Πάτρα τῆς Πελοποννήσου. Ἐκεῖ, ἐνῷ κήρυττε τὸ Χριστό, τὸν ἔπιασε ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης, καὶ τὸν σταύρωσε. Πῶς τὸν σταύρωσε; Ἀνάποδα, μὲ τὸ κεφάλι καὶ τὰ χέρια πρὸς τὰ κάτω καὶ τὰ πόδια πρὸς τὰ πάνω! Δὲν γόγγυσε, δὲν παραπονέθηκε. Τὰ τελευταῖα λόγια του ἦταν· Σ᾿ εὐχαριστῶ, Χριστέ μου, ποὺ μὲ ἀξίωσες νὰ σταυρωθῶ κ᾽ ἐγὼ ὅ πως σταυρώθηκες ἐσύ. Ἔτσι ἔκλεισε τὰ μάτια στὸ μάταιο κόσμο. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τιμᾶται καὶ στὸ οἰκουμενικὸ πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ καὶ στὴ Ῥωσία· παντοῦ ἑορτάζεται. Τί μᾶς διδάσκει; Πολλὰ πράγματα. Ἕνα ἐγὼ θέλω νὰ ἐντυπώσω στὴ διάνοιά σας. Πίστεψε ὁ Ἀνδρέας. Καὶ αὐτὸ ποὺ πίστεψε δὲν τὸ κράτησε μυστικὸ μέσ᾿ στὴν καρδιά του. Τὸ κήρυξε, τὸ μετέδωσε, προσπάθησε νὰ τὸ μάθουν κι ἄλλοι. Ἔδειξε πνευματικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ἄλλους. Θυμοῦμαι ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς πατριῶτες μου νὰ λένε τὸ ἑξῆς. Κατὰ τὴ Μικρασιατικὴ ἐκστρατεία (1919-1922), ὅταν οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες πέρασαν τὸ Σαγγάριο ποταμὸ καὶ τὴν Ἁλμυρὰ Ἔρημο κ᾿ ἔφτασαν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα, τοὺς ταλαιπωροῦσε ἡ δίψα. Δὲν ὑπῆρχε νερό. Περπατοῦσαν περπατοῦσαν, ἀλλὰ νερὸ πουθενά. Τότε κάποιος φαντάρος ἀνακάλυψε μιὰ πηγή. Ἀμέσως τότε ἔτρεξε καὶ εἰδοποίησε ὅλους, γιὰ νὰ ἔρθουν νὰ πιοῦν καὶ νὰ δροσιστοῦν. Ὅπως λοιπὸν ὁ διψασμένος στὴν ἔρημο, ὅταν βρῇ νερό, εἰδοποιεῖ τοὺς ἄλλους, ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Ἀνδρέας μέσα στὸν τότε διψασμένο κόσμο. Βρῆκε πηγή, βρῆκε θησαυρό! Γιατὶ ὄντως θησαυρὸς καὶ πηγή, ποὺ ῥέει ἀενάως ῥήματα ζωῆς, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν. Ὅποιος βρῆκε τὸ Χριστό, εἶνε εὐτυχής, κι ἂς εἶνε ὁ πιὸ φτωχὸς ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Βρῆκες τὸ Χριστό, τὸν πιστεύεις, τὸν ἔχεις μέσ᾿ στὴν καρδιά σου; Πλοῦτο καὶ θησαυρὸ ἔχεις! Ἂν δὲν ἔχης τὸ Χριστό, καὶ τὰ ἑκατομμύρια τοῦ Ὠνάση νὰ ἔχῃς, καὶ πάνω σὲ θρόνους καὶ μεγαλεῖα νὰ βρίσκεσαι, δυστυχισμένος εἶσαι. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἀνδρέας φώναξε στὸν ἀδερφό του τὸν Πέτρο· «Εὑρήκαμεν» (Ἰω. 1,42), βρήκαμε τὸ θησαυρό, βρήκαμε τὸ Χριστό! Καὶ ὄχι μόνο τὸν Πέτρο, ἀλλὰ καὶ ἄλλους κάλεσε. Καὶ τοὺς πρώτους Ἕλληνες ὡδήγησε στὸ Χριστό (βλ. ἔ.ἀ. 12,20-23), καὶ ὅλο τὸν κόσμο ἔκανε νὰ πιστεύουν στὸ Χριστό. Ἕνας αὐτός, χιλιάδες κόσμο ἔφερε στὴν πίστι. Ἀπὸ ψαρᾶς τῆς λίμνης ἔγινε «ἁλιεὺς ἀνθρώπων» (Ματθ. 4,19) ὁ ἀγράμματος αὐτὸς ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ μας. Πρέπει κ᾿ ἐμεῖς νὰ τὸν μιμηθοῦμε. Ἔχουμε ἕνα μεγάλο ἁμάρτημα. Ποιό; Δὲν μιλᾶμε γιὰ τὸ Χριστό. Πιστεύεις στὸ Χριστό; Ἂν πιστεύῃς, μίλα γι᾿ αὐτόν. Εἶνε μεγάλη ἡ ἐνοχή μας. Ἔχεις γλῶσσα; Μεγάλο προνόμιο. Γλῶσσα ἔχουν καὶ τὰ ζῷα, μὰ δὲ μιλᾶνε, διότι δὲν ἔχουν μυαλό. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει καὶ μυαλὸ καὶ γλῶσσα. Τοῦ ᾿δωσε γλῶσσα ὁ Θεὸς γιὰ ἕνα μεγάλο σκοπό. Σοῦ ᾿δωσε γλῶσσα, ὄχι γιὰ νὰ λὲς ψέματα ἢ νὰ ὁρκίζεσαι ἢ νὰ συκοφαντῇς ἢ νὰ κουτσομπολεύῃς ἢ νὰ βλαστημᾷς. Σοῦ ᾿δωσε γλῶσσα, γιὰ νὰ μιλᾷς στοὺς ἄλλους γι᾿ αὐτόν. Λοιπόν, ἔχεις γλῶσσα; μίλα γιὰ τὸ Χριστό. Εἶσαι πατέρας; εἶσαι μάνα; Μάζεψε τὰ παιδιά σου καὶ μίλησέ τους γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Καὶ νά ᾿σαι βέβαιος, τὰ λόγια σου τὸ παιδὶ θὰ τὰ θυμᾶται. Ἐγὼ γέρασα, καὶ θυμοῦμαι τὴν ἀγράμματη γιαγιά μου. Χρυσᾶ λόγια μοῦ ᾿λεγε. Πανεπιστήμιο πῆγα, πολλοὺς ἄκουσα, βιβλία διάβασα. Πολλὰ τὰ ξεχνῶ· τὰ λόγια τῆς γιαγιᾶς μου τὰ θυμᾶμαι, καὶ συγκινοῦμαι. Ἡ καλύτερη δασκάλα εἶνε ἡ μάνα καὶ ἡ γιαγιά· ὅσο ἀξίζει αὐτή, δὲν ἀξίζουν ἑκατὸ δασκάλοι. Αὐτὸ συνέβη καὶ στὴ Ῥωσία τὰ χρόνια τῆς ἀθεΐας. Ἐκεῖ, τὴν ἔλλειψι κηρύγματος καὶ διδασκαλίας στὶς ἐκκλησίες ἀναπλήρωσε στὸ σπίτι ἡ Ῥωσίδα γιαγιά! Αὐτὴ μέσ᾿ στὸ σπίτι δασκάλα, ἱεροκήρυκας, δεσπότης, τὰ πάντα. Ἔτσι ὑπάρχει ζωντανὸς χριστιανισμὸς μέσα στὸ Ῥωσικὸ λαό· ἀπὸ μία γιαγιά! Εἶσαι δάσκαλος; Μίλα στὰ παιδιὰ γιὰ τὸ Χριστό. Μὴ διδάσκεις ἐσὺ ὅπως οἱ ἄλλοι. Γιατὶ τώρα γέμισαν τὰ σχολεῖα ἀθέους δασκάλους. Πᾶνε τὰ παιδιὰ νὰ μάθουν γράμματα καὶ ἀλήθειες, κ᾿ οἱ περισσότεροι δάσκαλοι διδάσκουν ψέματα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἀπὸ τὸν οὐρακοτάγκο καὶ τὴ μαϊμοῦ. Δίδασκε σὺ γιὰ τὸ Θεό! Εἶσαι ἀξιωματικός; Μίλα στοὺς στρατιῶτες σου γιὰ τὸ Χριστό· ὅπως ὁ Πλαστήρας, κοντὰ στὴν Ἄγκυρα, τοὺς καλοῦσε κάθε βράδυ καὶ μιλοῦσε γιὰ τὸ Χριστό. Μίλα γιὰ τὸ Χριστό! Εἶσαι ἱερεύς; Ὤ τότε ἡ γλῶσσα σου ἂς γίνῃ κιθάρα. Μέρα – νύχτα μὲ δάκρυα νὰ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστό. Ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν κληρικῶν μας ἐλάχιστοι μιλοῦν γιὰ τὸ Χριστό· οἱ ἄλλοι τίποτα. Ἄ, ἔτσι; Ἀφοῦ λοιπὸν δὲ μιλᾷς ἐσύ, μιλάει ὁ χιλιαστής, μιλάει ὁ μασόνος, μιλάει ὁ ἄθεος, μιλοῦν αὐτοί· πριόνι ἡ γλῶσσα τους… Ἀγαπητοί μου! Ἂς δείξουμε ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς ψυχές. Ὅλοι νὰ μιλοῦμε γιὰ τὸ Χριστό. Καὶ θὰ μιλοῦμε, ἐὰν πιστεύουμε σ᾿ αὐτόν. Τὸ εἴπαμε, τὸ ἐπαναλαμβάνουμε· κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσῃ παρὰ μόνο ὁ Χριστός. Τὰ ἄλλα; Χαλίκια εἶνε, σκουπίδια εἶνε. Ἕνας εἶνε ὁ Σωτὴρ τῶν ψυχῶν, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν. (†) Μητροπολίτη Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη AdvertisementShare this:TwitterFacebookΜου αρέσει αυτό:Μου αρέσει! Φόρτωση... Σχετικά