(Λουκ. 6:31-36 & Ματ. 5:38-48)
Ἡ τελεία ἀγάπη
Ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (6ος αἰ.) λέει τό ἑξῆς βαρυσήμαντο: Πέντε εἶναι οἱ λόγοι πού κάνουν τούς ἀνθρώπους νά ἀγαπᾶνε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ὁ πρῶτος εἶναι γιά χάρη τοῦ Κυρίου. Ὁ δεύτερος εἶναι ἀπό φυσική αἰτία· εἶναι ἡ (φυσική) ἀγάπη πού ἔχουν οἱ γονεῖς πρός τά παιδιά τους· ὁ τρίτος εἶναι ἀπό κενοδοξία (ἀγαπᾶς κάποιον ἐπειδή ἔχει μιά μεγάλη κοινωνική θέση, εἶναι ὑπουργός, στρατηγός κ.λ.π. καί ἔτσι προβάλεσαι καί σύ)· ὁ τέταρτος εἶναι ἀπό φιλαργυρία (ὁ πτωχός ἀγαπάει τόν πλούσιο, ἐπειδή ἐλπίζει στή βοήθειά του)· καί ὁ πέμπτος ἀπό φιληδονία· (ὁ φίλος ἀγαπάει τή φίλη του ἐπειδή ἱκανοποιεῖ τή σάρκα του). Ὁ πρῶτος τρόπος (ἀγάπη σέ ὅλους χάρη τοῦ Κυρίου) εἶναι ἀξιέπαινος· ὁ δεύτερος (φυσική ἀγάπη) δέν εἶναι οὔτε ἀξιέπαινος οὔτε ἀξιοκατάκριτος, οἱ ὑπόλοιποι τρόποι εἶναι ἐμπαθεῖς (Β΄ Ἑκατοντάδα, περί ἀγάπης, 9, ἐλεύθερη ἀπόδοση).
Ἡ τελεία ἀγάπη εἶναι αὐτή πού γίνεται χάρη τοῦ Χριστοῦ· πού γίνεται χωρίς ὅρια καί χωρίς ὅρους καί πρός τόν ὁποιοδήποτε ἄγνωστο, ξένο ἄνθρωπο, φυσικά καί πρός τόν ἐχθρό μας! «Ἄν ἀγαπᾶτε αὐτούς πού σᾶς ἀγαποῦν, ποιά εὔνοια περιμένετε ἀπό τόν Θεό; Ἀφοῦ και οἱ ἁμαρτωλοί ἀγαποῦν αὐτούς πού τούς ἀγαποῦν», μᾶς εἶπε ὁ Χριστός (Λουκ.6:32).
Ὁ Ὅσιος Ἀγάθωνας (4ος αἰ. μνήμη του 8 Ἰανουαρίου) ἔλεγε: «Ἄν ἦταν δυνατόν νά βρῶ κάποιον λεπρό καί νά τοῦ δώσω τό σῶμα μου καί νά πάρω τό δικό του, θά μοῦ ἦταν εὐχάριστο. Γιατί αὐτό εἶναι ἡ τέλεια ἀγάπη!» (Γεροντικό, τοῦ Ἀββᾶ Ἀγάθωνος, κστ’). Βέβαια αὐτό δέν μποροῦσε νά γίνει στήν πράξη (νά ἄλλαζε τό σῶμα του μέ σῶμα λεπροῦ), ὅμως ἡ οὐσία εἶναι ὅτι αὐτό τό ἤθελε ἐκ καρδίας. Ἐκεῖ τόν ὁδηγοῦσε ἡ ἀγάπη του γιά τόν πλησίον του. [1]
Κάποια φορά χρειάσθηκε νά κατεβεῖ στήν πόλη (Ἀλεξάνδρεια) γιά νά πουλήσει τό ἐργόχειρο, (μέσῳ τοῦ ὁποίου ἐξοικονομοῦσε τά ἀπαραίτητα γιά τήν ἐπιβίωσή του). Καί στήν ἄκρη τοῦ δρόμου συνάντησε ἕναν λεπρό…! «Ποῦ πηγαίνεις;» ρώτησε τόν Ὅσιο. «Στήν πόλη, γιά νά πουλήσω αὐτά τά πράγματα», τοῦ ἀπάντησε ὁ Ὅσιος. «Κάνε μου τή χάρη· σήκωσέ με καί πήγαινέ με πρός τήν πόλη!», τοῦ εἶπε ὁ λεπρός. Ὁ Ὅσιος τόν σήκωσε καί σιγά-σιγά τόν μετέφερε στήν πόλη (τόν λεπρό…!) ἔχοντας μαζί του καί τά ἐργόχειρα πού θά πουλοῦσε στήν ἀγορά. Ἔφθασαν στήν πόλη. Ὅμως ὁ λεπρός δέν ἔλεγε νά φύγει ἀπό τόν Ὅσιο· «κόλλησε» ἐπάνω του! «Βάλε με δίπλα ἀπό τά πράγματα, πού ἔχεις γιά πούλημα», τοῦ εἶπε τώρα ὁ λεπρός. Καί ὁ Ὅσιος τό ἔκανε. Ὅταν ὁ Ὅσιος πούλησε τό πρῶτο ἐργόχειρο, ὁ λεπρός τόν ρώτησε: «Πόσο τό πούλησες;». «Τόσα…». «Ἀγόρασέ μου μιά μικρή πίττα!». Τό ἔκανε. Πούλησε καί δεύτερο ἐργόχειρο. «Πόσο τό πούλησες;». «Τόσα…». «Ἀγόρασέ μου αὐτό ἐδῶ». Τό ἔκανε! Κάθε φορά πού ὁ Ὅσιος πωλοῦσε καί ἕνα ἐργόχειρο, ὁ ἄρρωστος τοῦ ἔλεγε: «Πάρε μου ἐκεῖνο». Καί ὁ Ὅσιος τοῦ τό ἔκανε, χωρίς νά γογγύζει («Ἡ ἀγάπη ὅλα τά ἀνέχεται, ὅλα τά ὑπομένει· ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει»). (Α΄Κορ.13:7-8). Ὁ Ὅσιος πούλησε ὅλα τά ἐργόχειρα, χωρίς νά βάλει στήν τσέπη του οὔτε ἕνα «εὐρώ», πού τόσο τό εἶχε ἀνάγκη γιά νά ἀγοράσει τά ἀπαραίτητα γιά τήν ἐπιβίωσή του!
Ὁ Ὅσιος ἑτοιμάσθηκε νά φύγει. «Φεύγεις;». Τοῦ εἶπε ὁ ἄγνωστος. «Φεύγω!». «Κάνε μου τή χάρη καί πήγαινέ με ἐκεῖ ποῦ μέ βρῆκες!». Τό ἔκανε. «Εἶσαι εὐλογημένος ἀπό τόν Κύριο, ἐν οὐρανοῖς καί ἐπί γῆς, τοῦ εἶπε ὁ ἄγνωστος φθάνοντας στόν προορισμό του, καί ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε. Ἦταν ἄγγελος Κυρίου πού ἦρθε γιά νά ἐξετάσει τόν Ὅσιο Ἀγάθωνα! (Γεροντικό, ἀββᾶ Ἀγάθωνος, λ΄). Ὁ ἄγγελος ἤθελε νά δοκιμάσει τόν Ἀγάθωνα, κατά πόσο τηρεῖ τήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ. Τό ἴδιο κάνει καί σέ μᾶς ὁ φύλακας ἄγγελος, πού ἔχουμε δίπλα μας, καί μᾶς φυλάει νυχθημερόν: Μᾶς παρακολουθεῖ ἐναγωνίως καί μέ ἀγάπη· γιά τό πῶς συμπεριφερόμαστε στόν πλησίον μας· ἰδιαίτερα ὅταν αὐτός γίνεται ἐχθρός μας· ἄν προσευχόμαστε γι’αὐτόν, ἄν λέμε γι’αὐτόν καλά λόγια (Λουκ.6:27-28).
Ἐπιστημονικές ἔρευνες ἔχουν ἀποδείξει, ὅτι ὅταν στήν καρδιά μας ἔχουμε μῖσος ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας, ἡ κατάσταση αὐτή βασανίζει καί ἀρρωσταίνει ὄχι μόνο τήν ψυχή μας, ἀλλά καί τό σῶμα μας. Ἀντίστροφα, ὅταν στήν καρδιά μας ἔχουμε ἀγάπη πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, αὐτό κάνει καλό καί στήν ψυχή μας καί στό σῶμα μας. Πρᾶγμα πού ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι στή φύση μας νά ἀγαπᾶμε (τό ζητάει ὁ «ὀργανισμός» μας!) γιατί ἀκριβῶς δημιουργός μας εἶναι ὁ Θεός πού εἶναι Ἀγάπη. Καί γι’αὐτό ὅταν δείχνουμε ἔμπρακτα τήν ἀγάπη μας, ἰδιαίτερα στόν ἐχθρό μας, νιώθουμε ἀγαλλίαση, ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπό αὐτή πού νιώθουν οἱ μεγάλοι τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ὅταν τρῶνε καί κοιμοῦνται στά καλύτερα ξενοδοχεῖα τοῦ κόσμου αὐτοῦ!
Ὅμως χαρά νιώθεις καί σύ πού δέχεσαι ἀγάπη ἀπό τόν ἄλλο, γι’αὐτό καί ἐπιζητεῖς τήν ἀγάπη του (καί ὄχι τό μῖσος του). Ἴδια ἐξήγηση: Ἔτσι, γιά νά δέχεσαι ἀγάπη, σέ ἔπλασε ἡ Ἀγάπη, ὁ Θεός. Ἀγάπη δεχόταν ὁ Ἀδάμ στόν Παράδεισο ἀπό τήν Εὔα καί ἡ Εὔα ἀπό τόν Ἀδάμ, καί οἱ δυό τους δέχονταν ἀγάπη ἀπό τόν Θεό. Ἔτσι, ἀγάπη εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Κυρίου, ἐν ἀντιθέσει μέ τήν Κόλαση πού εἶναι τό βασίλειο τοῦ μῖσους. Ἄς ἀγωνισθοῦμε λοιπόν νά ἀποκτήσουμε τήν τελεία ἀγάπη, γιά νά γίνουμε μέλη τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
[1] Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος στό περίφημο βιβλίο του «Κλίμακα», τήν ἀρετή τῆς ἀγάπης τήν θέτει στό τριακοστό, στό τελευταῖο, στό πιό ψηλό σκαλοπάτι τῆς κλίμακας τῶν ἀρετῶν! Πρᾶγμα πού σημαίνει, ὅτι γιά νά ἀποκτήσεις τήν τελεία ἀγάπη, θά πρέπει πρῶτα νά ἔχεις ἀποκτήσει ὅλες τίς προηγούμενες, εἰκοσιεννέα ἀρετές, (ἀοργησία, ταπείνωση, κ.ἄ.). Τότε θά ἀγαπᾶς τόν ἐχθρό σου, χωρίς νά ἀγωνίζεσαι καί χωρίς νά σοῦ τό εἰπεῖ κανένας, γιατί αὐτό θά ἀναβλύζει ἀπό μέσα σου ἀπό μόνο του. (Εἶναι μίμηση τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου!).