Ὁ ἀναμορφωτὴς
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἑορτάζει ὁ κορυφαῖος τῶν ἱεροκηρύκων ὅλων τῶν αἰώνων· ἑορτάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Πολλὲς εἶνε πλευρές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες μπορεῖ νὰ ἐξετασθῇ ἡ ζωὴ καὶ τὸ κήρυγμά του. Μία πλευρὰ θ᾿ ἀναπτύξω στὴν ἀγάπη σας. Καὶ αὐτὴ εἶνε· Χρυσόστομος ὁ ἀναμορφωτής.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἤθελε τὴν κοινωνία ἰδεώδη. Μιὰ κοινωνία, στὴν ὁποία νὰ ἐπικρατῇ ἀπολύτως τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου πατρός, μιὰ κοινωνία βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἔλεγε ὅπως ἀκοῦς σήμερα· Ὤχ ἀδερφέ, ἐγὼ θὰ διορθώσω τὸ Ῥωμαίικο;… Πίστευε ὅτι, καὶ ἕνας ἀκόμη ἄνθρωπος, ὅταν μέσα του ἔχῃ φωτιά, μπορεῖ νὰ συντελέσῃ στὴν ἀνόρθωσι τῆς κοινωνίας. Καὶ ἀγωνιζόταν χωρὶς ὑποχωρήσεις καὶ συμβιβασμούς.
Ὅπλο του ἦταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ῥομφαία τοῦ πνεύματος. Ἔκανε καλὴ διάγνωσι καὶ ἄρχισε θεραπεία. Ὄχι ἀπὸ τὰ φύλλα καὶ τὰ κλαδιά· βρῆκε τὶς ῥίζες τῆς κοινωνίας, καὶ ἐστράφη πρὸς αὐτές. Καὶ ποιές εἶνε οἱ ῥίζες;
Εἶνε πρῶτον ἡ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Ἀπὸ ᾿κεῖ ἄρχισε ὁ Χρυσόστομος. Πίστευε, ὅτι ὁ γάμος εἶνε μυστήριο, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ ἑνώνει ἄνδρα καὶ γυναῖκα δὲν εἶνε τὰ κούφια λόγια, τὸ σωματικὸ κάλλος, τὸ χρῆμα, ἀλλὰ ἡ ἀρετή. Οἱ περισσότεροι νέοι κοιτάζουν νὰ βροῦν πλούσια νύφη· ὄχι «εὔτροπον», λέει, ἀλλὰ «εὔφορον» γυναῖκα. Ἐκεῖνος ἦταν ἐναντίον τῆς προίκας, ἐναντίον τῶν προικοθηρῶν, ἐναντίον τῶν ἐθίμων ἐκείνων ποὺ μετατρέπουν τὸ μυστήριο τοῦ γάμου σὲ ἐμπορικὴ πρᾶξι. Ἦταν ἀκόμα ἐναντίον τῆς παρατεταμένης μνηστείας. Ἀποφάσισες, λέει, νὰ παντρέψῃς τὴν κόρη σου; Γρήγορο γάμο! Τὰ ἀρραβωνιάσματα ποὺ βαστᾶνε μῆνες καὶ χρόνια δὲν εἶνε καλά. Τὰ ἔμπα – ἔβγα εἶνε τοῦ διαβόλου. Ἔστρεψε ἐπίσης τὴν προσοχή του στὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν. Δὲν θὰ σὲ ὀνομάσω μάνα, λέει, γιατὶ γεννᾷς. Γεννοῦν καὶ τὰ ζῷα. Θὰ σὲ ὀνομάσω μάνα, ἂν αὐτὸ ποὺ γέννησες τὸ κάνῃς ἄγγελο, ἂν τὸ παιδί σου τὸ μάθῃς νὰ κάνῃ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἡ πρώτη λέξι ποὺ θὰ πῇ νὰ εἶνε «Θεός». Καὶ κάτι ἄλλο. Μέσα ἀπ᾽ τὸ σπίτι πολλὰ μποροῦν νὰ λείψουν. Ἐκεῖνο, λέει, ποὺ δὲν θέλω νὰ λείπῃ ἀπὸ κανένα σπίτι εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο. Ὄχι ἁπλῶς χρυσοδεμένο στὶς εἰκόνες, ἀλλὰ κάθε βράδι ἀνοῖξτε καὶ διαβάστε μιὰ σελίδα καὶ προσπαθῆστε νὰ τὰ ἐφαρμόσετε. Ὅπου διαβάζεται καὶ ἐφαρμόζεται Εὐαγγέλιο, ἐκεῖ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ σταθῇ.
Δὲν φτάνει ὅμως νὰ προσπαθοῦν μόνο ἡ μάνα καὶ ὁ πατέρας, πρέπει νὰ βοηθήσῃ καὶ ἡ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Ἀλλὰ ἡ κοινωνία διαφθείρεται. Καὶ τὸ πιὸ εὐαίσθητο μέρος τῆς κοινωνίας εἶνε τὰ παιδιά. Δυὸ πράγματα προσέξτε στὰ παιδιά· τὰ αὐτάκια τους καὶ τὰ ματάκια τους. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Χρυσοστόμου ὑπῆρχαν θέατρα. Ἐκεῖ γύναια ἁμαρτωλὰ χόρευαν ἀνήθικους χορούς. Τί κηρύγματα ἔκανε κατὰ τῶν θεάτρων καὶ τῶν χορῶν! Θὰ μείνῃ ἱστορικὸς ἐκεῖνος ὁ λόγος ποὺ εἶπε· «Ὅπου χορός, ἐκεῖ διάβολος». Μιὰ ἄλλη πληγὴ τῆς κοινωνίας ἦτο ἡ πλεονεξία καὶ φιλαργυρία. Αὐτή, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶνε «ῥίζα πάντων τῶν κακῶν» (Α΄ Τιμ. 6,10). Πόσο ἀγωνίστηκε ὁ Χρυσόστομος! Οἱ πλούσιοι ἀκόμα καὶ τὰ ἀγγεῖα τῆς νυκτὸς τὰ εἶχαν ἀπὸ χρυσάφι. Ὅταν τό ᾽μαθε αὐτό, μίλησε σκληρά. Προειδοποίησε, ὅτι θὰ γίνῃ σεισμὸς στὴν Ἀντιόχεια· καὶ ὄντως ἔγινε. Πάνω στὴν προσπάθειά του νὰ ξερριζώσῃ τὴ φιλαργυρία, λέει κάπου· Ξέρετε πότε θὰ πάψῃ τὸ κακὸ στὸν κόσμο; ὅταν ὅλοι πάψουμε νὰ λέμε τὸν κατηραμένο λόγο «Αὐτὸ εἶνε δικό μου, αὐτὸ εἶνε δικό σου». Τὰ πάντα κοινά!
Στράφηκε καὶ πρὸς τὸ ΚΡΑΤΟΣ. Ἦρθε σὲ σύγκρουσι. Ἀπ᾿ ἐδῶ ἀρχίζει τὸ δρᾶμα του. Πίστευε, ὅτι ὁ ἄρχοντας πρέπει νά ᾽νε φύλακας τοῦ δικαίου καὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Μ᾿ αὐτὰ τὰ δύο σταθμὰ ζύγιζε τοὺς ἄρχοντες. Ἡ ζυγαριά του ἦταν δίκαιη, καὶ τὸ ἀπέδειξε. Λέει κάπου· Ἂν ὁ ἄρχοντας δὲν εἶνε φύλακας τοῦ δικαίου, τότε εἶνε χειρότερος ἀπὸ ἕνα λῃστή· γιατὶ ὁ λῃστὴς κάνει μικρὸ κακό, ἐνῷ αὐτὸς ποὺ ἔχει ἐξουσία κάνει μεγάλο κακό.
Στὴν Ἀντιόχεια μεσολάβησε ὑπὲρ τῶν ἀδυνάτων. Στοὺς δρόμους εἶχαν ἀγάλματα ποὺ παρίσταναν τὸ βασιλιᾶ καὶ τὴ βασίλισσα. Μιὰ μέρα ὁ λαὸς ξεσηκώθηκε, δὲν μποροῦσε ν᾿ ἀντέξῃ τὴ φορολογία· ἔσπασαν τὰ ἀγάλματα τοῦ αὐτοκράτορα. Τότε ὁ Θεοδόσιος διέταξε καὶ περικύκλωσαν τὴν πόλι. Συνέλαβαν χίλια περίπου φτωχαδάκια καὶ τά ᾽ρριξαν στὰ μπουντρούμια. Θρῆνος καὶ κοπετός· ἔκλαιγαν μανάδες, γυναῖκες, οἱ πάντες. Καὶ ἐνῷ ἦταν ἕτοιμοι νὰ τοὺς ἐκτελέσουν, στάθηκε μπροστὰ ὁ Χρυσόστομος μὲ τοὺς καλογήρους του καὶ εἶπε· Θὰ πατήσετε πάνω μας, μὰ δὲν θὰ σᾶς ἀφήσουμε νὰ ἐκτελέσετε τὰ φτωχαδάκια· ἐκτελέστε ἐμᾶς… Καὶ ζήτησε χάρι, ν᾿ ἀναβάλουν γιὰ ἕνα μῆνα τὴν ἐκτέλεσι. Μέσα στὸ μῆνα ὁ Χρυσόστομος κίνησε γῆ καὶ οὐρανό, καὶ τοὺς ἔσωσε. Τότε ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα καὶ ἔκανε εἰκοσιμία (21) ὁμιλίες, μία κάθε βράδι. Παρηγόρησε καὶ ἐμψύχωσε μέσα στὴ φοβερὴ ἐκείνη δοκιμασία.
Ἄλλη περίπτωσι ποὺ ἦρθε σὲ σύγκρουσι μὲ τὴν ἐξουσία ἦταν στὴν Κωνσταντινούπολι, ὅταν ἤλεγξε τὴν ἀσέβεια τῶν ἰσχυρῶν. Αὐτοκράτειρα ἦταν τότε ἡ Εὐδοξία. Μιὰ Κυριακὴ ὁ Χρυσόστομος, καθὼς πήγαινε στὴν ἐκκλησία, ὅταν πλησίασε στὸ ναὸ ἄκουσε «νταούλια». Πρωὶ – πρωὶ εἶχαν μαζευτῆ ὅλοι, ἄρχοντες, στρατηγός, ὕπατος. Τί γινόταν; Ἔκαναν τὰ ἀποκαλυπτήρια μιᾶς προτομῆς. Εἶχαν φτειάξει χρυσὸ ἄγαλμα στὴν Εὐδοξία, γιὰ νὰ τὴν κολακεύσουν. Ποῦ νὰ κάνῃ λειτουργία ὁ Χρυσόστομος! ἦταν ἀδύνατο. Ἀνέβηκε λοιπὸν στὸν ἄμβωνα καὶ ἤλεγξε δριμύτατα.
Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ζητήματα ἐνδιαφέρθηκε ὁ Χρυσόστομος· ἀλλὰ πολὺ περισσότερο ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν ἀναγέννησι τῆς ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ποὺ τότε ἦταν σὲ ἀθλία κατάστασι. Τὰ κακὰ τοῦ κλήρου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦταν δύο, φιλαργυρία καὶ ἀνηθικότης. Ἐπάνω σ᾿ αὐτὰ τὰ δύο ἔδωσε σκληρὸν ἀγῶνα.
Ὁ Χρυσόστομος ἤθελε, οἱ ποιμένες νὰ μπαίνουν στὸ μαντρὶ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν θύρα. Ἡ δὲ θύρα εἶνε μία· «ψήφῳ κλήρου καὶ λαοῦ». Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐξελέγησαν ὁ ἅγιος Νικόλαος, ὁ μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ἅγιος Σπυρίδων, καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Σήμερα ὁ δεσπότης ἐκλέγει τὸ διᾶκο, τὸν παπᾶ, τοὺς ἐπισκόπους, τὸν ἡγούμενο. Ὁ λαὸς ἀγνοεῖται. Ἐμεῖς πιστεύουμε σὲ μία ἀρχή· ἐκ τοῦ λαοῦ, διὰ τοῦ λαοῦ καὶ διὰ τὸν λαὸν οἱ ποιμένες. Κ᾿ ἐγὼ θ᾿ ἀγωνισθῶ μέχρι τελευταίας μου ἀναπνοῆς, καὶ θὰ χαρῇ ἡ ψυχή μου ὅταν δῶ μιὰ Ἐκκλησία ζῶσα καὶ ἐλευθέρα.
Ἀγαπητοί μου! Ἡ δρᾶσις –εἶνε νόμος– προκαλεῖ ἀντίδρασι. Ἅμα δὲν πειράζῃς κανένα, εἶσαι καλός. Ἀλλὰ τὸ Εὐαγγέλιο λέει «Οὐαὶ ὅταν καλῶς ὑμᾶς εἴπωσι πάντες οἱ ἄνθρωποι» (Λουκ. 6,26). Καὶ ἡ δρᾶσι τοῦ Χρυσοστόμου προκάλεσε ἀντίδρασι. Ποιοί ἀντέδρασαν; Πρῶτα – πρῶτα ὅσοι ἤθελαν τὰ θέατρα καὶ τοὺς χορούς. Δεύτερον οἱ πλούσιοι, ποὺ τὰ κηρύγματά του γι᾿ αὐτοὺς ἦταν φοβερά. Τρίτον οἱ γυναῖκες ποὺ ἀγαποῦσαν τὴν πολυτέλεια. Τέταρτον οἱ φαῦλοι κληρικοί. Πέμπτον οἱ γυναῖκες τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς. Ἔκτον οἱ ἰσχυροὶ τῆς ἡμέρας, ὁ αὐτοκράτωρ Ἀρκάδιος καὶ ἡ αὐτοκράτειρα Εὐδοξία. Δὲν σᾶς εἶπα ὅμως τίποτε. Ὅλους αὐτοὺς θὰ τοὺς νικοῦσε. Ἀλλὰ δὲν ἔπεσε γιατὶ πολέμησε αὐτούς· ἔπεσε γιατὶ πολέμησε τοὺς ἐπισκόπους! Τὸ λέει ὁ ἴδιος· «Οὐδὲν δέδοικα ὡς ἐπισκόπους πλὴν ἐνίων», τίποτα δὲν φοβήθηκα ὅπως τοὺς ἐπισκόπους ἐκτὸς ἐλαχίστων.
Ἔτσι τὸν συνέλαβαν, τὸν πέρασαν ἀπέναντι στὴν Ἀσία, τὸν ὡδήγησαν μὲ τὰ πόδια πέρα ἀπ᾿ τὸ Σαγγάριο, ἔφτασε στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας. Ἐκεῖ ἔδωσαν νέα διαταγή, νὰ βαδίσῃ πρὸς τὰ Κόμανα. Εἶχε καταπονηθῆ.
Ἦταν παραμονὴ τοῦ Σταυροῦ. Δὲν μποροῦσε πλέον νὰ βαδίσῃ. Σὰν τὸ ὥριμο μῆλο ἔπεσε. Τὸν πῆγαν σ᾽ ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Βασιλίσκου. Τὴ νύχτα ποὺ κοιμήθηκε εἶδε ὅραμα τὸν ἅγιο Βασιλίσκο νὰ τοῦ λέῃ· «Ἀδελφὲ Ἰωάννη, θάρσει· αὔριο θὰ εἶσαι μαζί μας». Τὸ πρωὶ ξημέρωνε 14 Σεπτεμβρίου. Σηκώθηκε. Ὅ,τι εἶχε, τὰ μοίρασε στοὺς φτωχούς. Ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Καὶ μετά, ὁ ἅγιος αὐτὸς ἐπίσκοπος, τὸ ἀηδόνι τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἀθάνατος ἱεράρχης, ἔκλεισε ἐκεῖ τὰ μάτια του. Τὰ τελευταῖα του λόγια ἦταν· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Καὶ μ᾿ αὐτὰ ἡ ἁγία του ψυχὴ φτερούγισε στὰ οὐράνια, γιὰ νὰ εἶνε ἐκεῖ ἱεράρχης «ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος» (Ἑβρ. 7,26), πρεσβεύων ὑπὲρ ἡμῶν· ἀμήν.
(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτου