Οἱ «ὀρθόδοξες» ἱέρειες καί ὁ κορυφαῖος Μητροπολίτης

ΕΣΤΙΑ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
ΑΣΤΙΚΗ ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Β. ΗΠΕΙΡΟΥ 47  ΜΑΡΟΥΣΙ
ΤΗΛ.  210 8025211
estiapm@gmail.com

Ἀλγεινή ἐντύπωση προκάλεσαν οἱ ἀπό τηλοψίας δηλώσεις τῆς πρώην ὑπουργοῦ τοῦ ΠΑΣΟΚ, Ἄννας Διαμαντοπούλου, περί ἱερωσύνης γυναικῶν. Μεταξύ ἄλλων, ἡ κ. Διαμαντοπούλου δήλωσε γιά τήν Ἐκκλησία: «Εἶναι ἕνας κόσμος τῶν ἀνδρῶν, μεταξύ τους, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά διαφεντεύουν τά τῆς ἰδιωτικῆς ἀντίληψης τῶν ἀνθρώπων, τῆς θρησκείας, γιατί εἶναι ἰδιωτικός χῶρος τοῦ καθενός, χωρίς νά ὑπάρχει τό βίωμα τῆς μισῆς κοινωνίας. Μέσα στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει ἡ μισή κοινωνία, οἱ γυναῖκες» [1].

Σχετικά μέ τήν ἱερωσύνη τῆς γυναίκας, θά ἀρκοῦσε τό ἐπιχείρημα ὅτι ὁ Χριστός ἀπό τόν Ὁποῖο πηγάζει ἡ Ἱερωσύνη, δέν τήν μετέδωσε σέ μία ἀπό τίς πολλές καί ἀφοσιωμένες μαθήτριές Του, οὔτε κἄν στήν Παναγία Μητέρα Του, ἡ Ὁποία εἶναι ἀνώτερη ὄχι μόνο ἀπό τούς ἄνδρες, ἀλλά καί ἀπό τίς ἀγγελικές δυνάμεις. Ἄν ὁ Κύριος ἤ οἱ φωτισμένοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα Ἀπόστολοι, ἤθελαν νά δοθεῖ Ἱερωσύνη στίς γυναῖκες, θά τό εἶχαν πράξει οἱ ἴδιοι.

Αὐτό φυσικά δέν σημαίνει ὅτι ἡ γυναίκα εἶναι ἀπόβλητη ἤ κατώτερη ἀπό τόν ἄνδρα. Ἔγραφε σχετικά ὁ Μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος:

«Τό σῶμα ἔχει πολλά μέλη καί τό κάθε μέλος ἔχει τή δική του ἀποστολή, πού ἐκπληρούμενη, συμβάλλει μέ τήν ἀξία καί μοναδικότητά της, στή γενική ἁρμονία. Τό νά θέλουν ὅλα τά μέλη νά ἐκτελοῦν τήν ἴδια λειτουργία στό σῶμα ἀποτελεῖ ἔνδειξη σοβαρᾶς ἀσθένειας τῶν ἴδιων καί τοῦ σώματος. «Μή πάντες ἀπόστολοι; μή πάντες προφῆται; μή πάντες διδάσκαλοι; μή πάντες χαρίσματα ἔχουσιν ἰαμάτων; μή πάντες γλώσσαις λαλοῦσι; μή πάντες διερμηνεύουσι;» Στό ὀρθόδοξο ἦθος ὁ σεβασμός τῆς ἰδιαιτερότητος ἀποτελεῖ θεμελιώδη ἀρχή, τήν ὁποία οἱ σύγχρονες δυτικές κοινωνίες δέν ἀποδέχονται εὔκολα. Ἔτσι καί ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς γυναίκας καί τῶν λειτουργημάτων πού ἐπιτελεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία δέν ἔχει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό νόημα τῆς ὑποτιμήσεώς της.

Οἱ ὑποστηρικτές τῆς ἱεροσύνης τῶν γυναικῶν παραγνωρίζουν τό θεολογικό νόημα τῆς ἱεροσύνης. Ὁ ἱερεύς δέν ἐνεργεῖ ὡς ὄργανο ἐξουσιοδοτημένο κατά τήν ἄσκηση τῶν τελετουργικῶν του καθηκόντων, ἀλλά εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ σωματική παρουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ὀρθόδοξη, δηλαδή, θεολογία ταυτίζει τόν λειτουργό ἱερέα μέ τόν Ἱδρυτή τῆς Ἐκκλησίας. Παρίσταται, μέ ἄλλες λέξεις, «εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ», κατά τήν φρασεολογία τῶν Πατέρων. Περαιτέρω, κατά τήν ἀνθρώπινή Του ὑπόσταση, ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν ἄνδρας. Στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα τό πρόσωπό Του λέγεται «θεανδρικό». Αὐτή, λοιπόν, ἡ ταύτιση ἀπετέλεσε τή βάση γιά τήν παροχή τοῦ χαρίσματος τῆς ἱεροσύνης μόνο σέ ἄνδρες» [2].

Ἐπιπλέον, ὑπάρχουν καί πρακτικοί λόγοι γιά τούς ὁποίους οἱ γυναῖκες, ἀδυνατοῦν νά ἀσκήσουν ἐφημεριακά καθήκοντα (περίοδοι ἐγκυμοσύνης, λοχείας, ἔμμηνης ρύσης κ.λπ.). Ἡ γυναίκα δέν μπορεῖ νά γίνει ἱέρεια στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά μπορεῖ νά γίνει Ἁγία. Καί ὡς Ἁγία νά ἐπηρεάσει οὐσιωδέστερα τό βίωμα τῆς Ἐκκλησίας μέ τά ἔργα, τούς λόγους της καί τήν προσευχή της.

Ἀπό τήν ἱερωσύνη δέν ἀποκλείονται μόνο οἱ γυναῖκες, ἀλλά καί ἄνδρες μέ κάποια ἀναπηρία, ἔστω καί ἐλαφριά. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑποτιμᾶ τούς ἀνθρώπους αὐτούς, ἀντιθέτως βλέπει τήν ἀναπηρία τους ὡς ἕνα σταυρό μέσῳ τοῦ ὁποίου μποροῦν νά ἁγιαστοῦν οἱ ἴδιοι καί νά μεταδώσουν ἁγιασμό, ἀλλά καί παράδειγμα ὑπομονῆς στούς ἀρτιμελεῖς. Ἀποκλείονται, ἐπίσης καί ἄνδρες μέ συγκεκριμένα βαριά ἁμαρτήματα, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι καί ἐκεῖνοι εἶναι ἀπόβλητοι ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μέσῳ τῆς μετανοίας, τῆς εἰλικρινοῦς ἐξομολογήσεως καί τῆς σκληρῆς πάλης ἐναντίον τῶν παθῶν τους, μποροῦν νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τίς ψυχικές συνέπειες τῆς ἁμαρτίας καί νά γίνουν ἅγιοι. Ἀκόμα καί γιά ἐγκλήματα πού ἡ κοινωνία δέν συγχωρεῖ, ἡ Ἐκκλησία δέν διστάζει νά τά ἐναποθέσει σάν σταγόνα στό ἄπειρο πέλαγος τούς ἐλέους τοῦ Θεοῦ καί νά δώσει τή μοναδική παρηγοριά καί ἐλπίδα στόν μετανοημένο ἁμαρτωλό. Δέν τοῦ δίνει, ὅμως, τήν ἱερωσύνη, γιά νά προστατεύσει καί τόν ἴδιο ἀπό τήν εὐθύνη, ἀλλά καί τό ποίμνιο ἀπό τό σκανδαλισμό.

Ἄλλωστε, ἡ ἱερωσύνη δέν εἶναι μέσο γιά κοινωνική καταξίωση, ἀλλά πνευματικό διακόνημα μέ βαριά εὐθύνη, καθώς ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πνευματικός πατέρας, δέν θά λογοδοτήσει μόνο γιά τά δικά του παραπτώματα στόν Κύριο, ἀλλά καί γιά τήν ψυχή τοῦ τελευταίου ἀνθρώπου πού τοῦ ἔστειλε ὁ Θεός γιά νά τή βοηθήσει στόν ἀγώνα γιά τή σωτηρία.

Ἡ ὅλη συζήτηση περί ἱερωσύνης γυναικῶν ἐκπορεύεται ἀπό τό φεμινιστικό κίνημα, τό ὁποῖο εἶναι ἄκρως ἐχθρικό πρός τίς ἀξίες τῆς Ἐκκλησίας καί δέν προβλημάτισε ποτέ τούς ἴδιους τούς πιστούς. Καμία ἀπό τίς ἑκατομμύρια Ἁγίες γυναῖκες ἀνά τούς αἰῶνες, γνωστές καί ἄγνωστες, δέν αἰτήθηκε τήν ἱερωσύνη, ἀλλά καί σήμερα καμία εὐλαβής γυναίκα πού μετέχει συνειδητά στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας δέν μπορεῖ νά φανταστεῖ τόν ἑαυτό της στό ρόλο τῆς ἱέρειας.

Εἶναι ἀξιοσημείωτο, ὅτι οἱ γυναῖκες, παρότι δέν χειροτονοῦνται, ἀποτελοῦν τήν πλειοψηφία τοῦ συνειδητοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διαπιστώνεται εὔκολα μέ μία ἐπίσκεψη σέ ἕνα ναό ἐν ὥρᾳ ἀκολουθίας.

Τή στιγμή τῆς Θ. Λειτουργίας, συμμετέχει καί ἡ γυναίκα στά τελούμενα, ὄχι παθητικά, ἀκούγοντας τούς ὕμνους σάν νά βρίσκεται σέ συναυλία, ἀλλά ἐνεργητικά μέ τή θερμή προσευχή της, ἡ ὁποία ἑνώνεται μέ τίς προσευχές ὅλων καί ἀνεβαίνουν μαζί στό θρόνο τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τή μεγαλειώδη στιγμή, δέν ὠφελεῖται περισσότερο ὁ ἱερέας, ὁ ψάλτης, ὁ νεωκόρος, ἀπό τούς ἄλλους πιστούς. Ἀλλά ὁ Κύριος κατεβαίνει γιά ὅλους καί θρονιάζεται, ὄχι σέ ἐκείνους πού ἔχουν ὀφίκια καί θέσεις, ἀλλά σέ ταπεινές καί ἄδολες καρδιές.

Ἡ πρώην Ὑπουργός καί ἄλλοι φορεῖς πού ἐνστερνίζονται παρόμοιες ἀντιδραστικές ἀπόψεις, ὁμιλοῦν σάν ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι φιλανθρωπική ΜΚΟ μέ φιλοσοφικές ἀνησυχίες. Ἡ πίστη καί τό βίωμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως, δέν καθορίζονται ἀπό τόν ἀνθρώπινο παράγοντα, ἀλλά εἶναι καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Θεός δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τά κοινωνικά κινήματα καί τίς τάσεις τῆς μόδας, οὔτε δεσμεύεται ἀπό ἀνθρώπινες ἀντιλήψεις. Ὁ ἴδιος Θεός πού ἔδωσε μόνο στή γυναίκα τήν εὐλογία νά κυοφορεῖ καί νά γεννᾶ, χωρίς νά διαμαρτύρονται οἱ ἄνδρες πού δέν ἔχουν αὐτή τήν τιμή, ἔδωσε καί στόν ἄνδρα τήν εὐλογία νά μπορεῖ νά γίνει ἱερέας.

Τό αἴτημα γιά γυναικεία ἱερωσύνη, ἀποτελεῖ καρπό ὑπερφίαλης ἀλαζονείας, ὅπως καί καθετί πού τοποθετεῖ τίς κοσμικές ἀντιλήψεις πάνω ἀπό τή θεόπνευστη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ὑπερηφάνεια ὁδηγεῖ στήν ἀσέβεια καί ἡ ἀσέβεια ὁδηγεῖ σέ αἰτήματα νά χειροτονοῦνται γυναῖκες, ἀλλά καί ἄνδρες μέ κωλύματα ἱερωσύνης, οἱ ὁποῖοι προξενοῦν μεγάλο κακό στούς ἑαυτούς τους καί στήν Ἐκκλησία, κατά τούς Ὁσίους Ἰάκωβο ἐν Εὐβοίᾳ  καί Ἰωσήφ τόν Ἡσυχαστή.

Ἡ πρώην ὑπουργός ἀπεκάλυψε ὅτι οἱ καινοφανεῖς καί ἀθεολόγητες ἀπόψεις της ἔχουν βρεῖ ἀνταπόκριση στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο ἀπό ἕναν Μητροπολίτη «κορυφαῖο καί νέο». Ὅμως, δέν ἀπεκάλυψε τό ὄνομά του διότι «θά τόν κατασπαράξουν», ὅπως δήλωσε.

Δέν θά μποῦμε στόν πειρασμό νά μαντέψουμε, ἄν καί φωτογραφίζεται συγκεκριμένο πρόσωπο. Θά σχολιάσουμε ἁπλῶς, ὅτι στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο πάντοτε ὑπῆρχαν οἱ πρόθυμοι κληρικοί καί ἀξιωματοῦχοι, συνήθως φιλόδοξοι καί φιλόκοσμοι. Αὐτοί, μέ σύμμαχο τούς ἰσχυρούς τῆς ἡμέρας, φοβοῦνται μή τούς «κατασπαράξουν» οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά δέν προβληματίζονται μήν κατασπαράξουν οἱ ἴδιοι τούς πιστούς μέ τίς ψυχοκτόνες διδασκαλίες τους.

Ζητοῦμε ἀπό τό ὑγιές κομμάτι τῆς Ἱεραρχίας καί ἐν γένει τοῦ Κλήρου, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τή σιωπηλή πλειοψηφία, νά ὀρθώσει ἀντιρρητικό λόγο σέ νέες ψευτοθεολογικές θεωρίες πού σκοπό ἔχουν νά ἀμβλύνουν τήν Ὀρθοδοξία καί τό ἀσκητικό της φρόνημα, μέ τίς «πλάτες» ἀσεβῶν ἀρχόντων. Αὐτή ἡ ἐπιτακτική πνευματική ἀνάγκη, κατά τά πρότυπα τῶν Μεγάλων Πατέρων, δέν θά ὠφελήσει μόνο τούς ἴδιους πού θά ὁμολογήσουν τήν Ἀλήθεια, γιά τήν Ὁποία ἀξίζει κάθε προσωπικό κόστος, ἀλλά θά προστατεύσει καί ἑκατομμύρια πιστούς στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό, οἱ ὁποῖοι μήν ἔχοντας γερές βάσεις, ἄγονται καί φέρονται ἀπό «τυφλούς ὁδηγούς τυφλῶν» [3], μέ ἀποτέλεσμα ἀμφότεροι νά πίπτουν εἰς βόθυνον.

Τέλος, μέ τή νέα παρέμβαση τῆς κ. Διαμαντοπούλου γεννᾶται ἕνας ἀκόμη προβληματισμός. Τί καί ποιοί εἶναι αὐτοί πού τήν κρατοῦν στό προσκήνιο, τή στιγμή πού τήν ἀπέρριψε μέ πάταγο ὁ ἑλληνικός λαός στίς ἐκλογές τοῦ 2012; Παραμένει ἀξέχαστη ἡ θητεία της στό Ὑπουργεῖο Παιδείας. Ἀρκεῖ νά ἀναφέρουμε μόνο ὅτι ἦταν ἐκείνη πού εἶχε εἰσαγάγει πιλοτικά τά ἀντισυνταγματικά καί παράνομα προγράμματα σπουδῶν γιά τά θρησκευτικά τοῦ Σταύρου Γιαγκάζογλου, στρώνοντας τό χαλί στήν κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τῶν ὑπουργῶν Φίλη καί Γαβρόγλου νά τά καθιερώσουν πανελλαδικῶς.

Ἡ κ. Διαμαντοπούλου, ἀλλά καί κάθε νουνεχής ἄνθρωπος, ὀφείλει νά γνωρίζει καί νά ἀναγνωρίζει πώς τό γεγονός ὅτι ἡ γυναίκα εἶναι σήμερα ἰσότιμη μέ τόν ἄνδρα στόν πολιτισμένο κόσμο, ὀφείλεται ἀποκλειστικά στίς ἀρχές τοῦ χριστιανισμοῦ. Ὅποιος ἀδυνατεῖ νά τό κατανοήσει, ἄς μελετήσει ἱστορικά βιβλία γιά τή θέση τῆς γυναίκας, πρίν καί μετά τήν ἐπικράτηση τοῦ χριστιανισμοῦ στόν κόσμο. Ἄν πάλι ἀδυνατεῖ νά μελετήσει ἱστορικά βιβλία, ἄς ἐπισκεφθεῖ σήμερα χῶρες μέ ἐπίσημη θρησκεία τό Ἰσλάμ, τό Βουδισμό, τόν Ἰνδουισμό, γιά νά τό καταλάβει.

 …………………………………………………………………………………….

[1] Άννα Διαμαντοπούλου: «Δεν έχει καμία λογική μία γυναίκα να μην μπορεί να είναι ιερέας» https://enromiosini.gr/arthrografia/anna-diamantopoyloy-den-echei/

[2]  + Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος https://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/woman/woman_church.html

[3] Ματθ. 15, 14

https://www.orthros.eu

Advertisement

Τι είναι ο Μεγάλος Κανόνας, πότε ψάλλεται και γιατί ονομάστηκε έτσι

Η Πέμπτη εβδομάδα των Νηστειών είναι το λειτουργικό αποκορύφωμα της Τεσσαρακοστής. Οι ακολουθίες είναι μακρότερες και εκλεκτότερες. Στη συνήθη ακολουθία των λοιπών εβδομάδων θα προστεθούν δυο νέες μεγάλες ακολουθίες· Την Πέμπτη ο Μεγάλος Κανόνας και το Σάββατο ο Ακάθιστος Ύμνος. Κανονικά το αποκορύφωμα αυτό θα έπρεπε να αναζητηθεί στην επόμενη, στην Έκτη εβδομάδα των Νηστειών, που είναι και η τελευταία της περιόδου αυτής. Αλλά όλα στη λατρεία μας έχουν τακτοποιηθεί από τους πατέρες με πολλή μελέτη και περίσκεψη. Με «διάκριση» κατά την εκκλησιαστική έκφραση. Μετά από την τελευταία εβδομάδα ακολουθεί η Μ. Εβδομάδα, με πυκνές και μακρές ακολουθίες, ανάλογες προς τα μεγάλα εορτολογικά θέματα. Μεταξύ αυτής και του αποκορυφώματος της Τεσσαρακοστής έπρεπε να μεσολαβήσει μια περίοδος σχετικής αναπαύσεως, μια μικρή ανάπαυλα. Το τόσο λοιπόν ανθρώπινα αναγκαίο μεσοδιάστημα είναι η τελευταία εβδομάδα και την έξαρση του τέλους βαστάζει η πρότελευταια.

Πότε ψάλλεται ο Μ. Κανόνας; Ο Μ. Κανόνας ψάλλεται τμηματικά στα απόδειπνα των τεσσάρων πρώτων ημερών της Α΄ Εβδομάδας των Νηστειών και ολόκληρος στην ακολουθία του Όρθρου της Πέμπτης της Ε΄ εβδομάδας. Στις ενορίες συνήθως ψάλλεται ανεξάρτητα από τον όρθρο, σαν μικρή αγρυπνία, το βράδυ της Τετάρτης μαζί με την ακολουθία του αποδείπνου. Έτσι διευκολύνονται περισσότερο οι χριστιανοί στην παρακολούθησή του. Μπορεί να τον βρει κανείς μέσα στο λειτουργικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες της Τεσσαρακοστής, το Τριώδιο, καθώς και σε μικρά αυτοτελή φυλλάδια. Η παρακολούθηση του Κανόνα αυτού κατά την ώρα της ψαλμωδίας του είναι αρκετά δύσκολη, γιατί τα νοήματα είναι πυκνά και ο ρυθμός της ψαλμωδίας γρήγορος. Για τους λόγους αυτούς τα εγκόλπια αυτά είναι ιδιαίτερα απαραίτητα για όσους θέλουν να γνωρίσουν καλύτερα τον ύμνο αυτό. Τα παρακάτω ας αποτελέσουν μια σύντομη εισαγωγή και βοήθεια για την κατανόησή του και μια παρακίνηση για την παρακολούθηση της ψαλμωδίας του εκλεκτού αυτού λειτουργικού κειμένου.

Ποιός ο ποιητής – δημιουργός του Μ. Κανόνα; Τον Μ. Κανόνα συνέθεσε ο άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης. Γεννήθηκε στη Δαμασκό το 660 μ. Χ. από ευσεβείς γονείς. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών η αγάπη του τον φέρνει στα Ιεροσόλυμα όπου οι γονείς του τον αφιερώνουν στον Ναό της Αναστάσεως. Στα Ιεροσύλυμα απόκτησε μεγάλη παιδεία, την «θύραθεν» και τη θεολογική. Ανκαι το έργο του έγινε στην Κωνσταντινούπολη και την Κρήτη φέρει τον τίτλο του «Ιεροσολυμίτη» επειδή πέρασε από την αγία πόλη. Μοναχός της Μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα εγινε γραμματέας του Πατριάρχη Θεόδωρου. Το 685 ήλθε στην Κωνσταντινούπολη για εκκλησιαστική αποστολή. Εκεί παρέμεινε για είκοσι χρόνια και ανέλαβε διάφορες εκκλησιαστικές θέσεις και τέλος γύρω στο 711 ή 712 εκλέγεται αρχιεπίσκοπος Κρήτης.

Στη Κρήτη συμμετέχει στις ταλαιπωρίες του ποιμνίου του που οφείλονταν στις Αραβικές επιδρομές. Εμψυχώνει το λαό στις θλίψεις και προσεύχεται για τη σωτηρία του. Με τις προσευχές του σταματά τη μεγάλη ανομβρία και σταματά τη μάστιγα της πείνας. Ιδρύει μεγάλο «Ξενώνα» στον οποίο περιθάλπονται οι γέροντες και οι άρρωστοι, φιλοξενούνται οι ξένοι και οι φτωχοί διακονώντας ο ίδιος. «Με τα χέρια του υπηρετούσε τους ασθενείς και τους έπλενε τα πόδια και το κεφάλι, καθάριζε τις πληγές τους και τα τραύματα τους. Σ’ αυτό το σημείο τον οδηγούσε η αγάπη του πρός τον Θεό και τον πλησίον» σημειώνει ο βιογράφος του.

Ο άγιος Ανδρέα ο Κρήτης είχε μεγάλη ευλάβεια και ιδιαίτερη αγάπη του πρός την Παναγία. Αφιέρωσε πλήθος ύμνων και εγκωμιαστικών λόγων στις εορτές της. Έκτισε δε μεγαλοπρεπή ναό προς τιμήν της Θεοτόκου που τον ονόμασε «Βλαχέρνες». Φρόντισε δε για την επισκευή των παλαιών και παραμελημένων ναών τους οποίους «ευπρεπώς κατεκόσμησε». Πέθανε στις 4 Ιουλίου 740 στην Ερεσό της Λέσβου, είτε επιστρέφοντας στην Κρήτη μετά από ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, είτε και εξόριστος εκεί – ήταν υποστηρικτής των αγίων εικόνων. Στην παραλία της Ερεσού τιμάται μέχρι σήμερα ο τάφος του, μια μεγάλη σαρκοφάγο, που βρίσκεται πίσω από το άγιο βήμα της ερειπωμένης βασιλικής της Αγίας μάρτυρος Αναστασίας, όπου κατά τους βιογράφους του είχε ταφεί. Η καθιέρωση του ως Αγίου έγινε πολύ νωρίς.

Ο Ανδρέας ήταν λόγιος κληρικός, εκκλησιαστικός ρήτορας και υμνογράφος. Η φιλολογική και υμνογραφική του παραγωγή είναι αξιόλογη Οι λόγοι του είναι κυρίως εγκωμιαστικοί. Σώζονται όμιλίες στις Θεομητορικές και Δεσποτικές εορτές και σε διαφόρους αγίους. Στις ομιλίες του φαίνεται η ρητορική του τέχνη, η άριστη γνώση της αττικής γλώσσας, η βαθιά γνώση της βίβλου, ιδιαίτερα της Π.Δ που ερμηνεύει αλληγορικά. Χαρακτηρίζεται ως ο καλύτερος εκκλησιαστικός ρήτορας της Βυζαντινής εποχής. Τα χαρακτηριστικά των λόγων του είναι η «έντεχνος ρητορική επεξεργασία και τα υψηλά θεολογικά νοήματα». Το υμνογραφικό του έργο είναι πλουσιότερο των ρητορικών του λόγων. Εφεύρε το είδος των Κανόνων που ψάλλονται μέχρι σήμερα και διακρίνονται για την σαφήνεια και το διδακτικό τους χαρακτήρα. Το σπουδαιότερο όμως υμνογραφικό του έργο είναι ο Μ. Κανόνας. Τον έγραψε, όπως φαίνεται από διάφορες ενδείξεις, περί το τέλος της ζωής του, κατά δε την μαρτυρία ενός συναξαρίου, στην Ερεσό, λίγο πριν πεθάνει. Αν η πληροφορία αυτή είναι αληθινή, ο Μ. Κανόνας είναι το κύκνειο άσμα του υμνογράφου μας.

Για να καταλάβουμε την ποιητική του δομή πρέπει να κάνουμε μια μικρή παρέκβαση. Το έργο αυτό ανήκει στο ποιητικό είδος των κανόνων, που κατά πολλούς έχει την αρχή του σ’ αυτόν τον ίδιο τον Ανδρέα. Είναι δε οι κανόνες ένα σύστημα τροπαρίων, που γράφονταν για ένα ορισμένο λειτουργικό σκοπό: να διακοσμήσουν τη ψαλμωδία των 9 ωδών του Ψαλτηρίου, που στιχολογούνταν στον όρθρο. Όλος ο κανόνας ψάλλεται σε ένα ήχο. Κάθε όμως ωδή παρουσιάζει μια μικρή παραλλαγή στη ψαλμωδία κατά τρόπο, που να διατηρείται μεν η μουσική ενότητα στον όλο κανόνα, αφού όλος ψάλλεται στον ίδιο ήχο, αλλά και να σπάει και η μονοτονία με τις παραλλαγές στην ψαλμωδία που παρουσιάζει κάθε μια ωδή.

Γιατί ονομάζεται «Μεγάλος»; Ο Μ. Κανόνας στην μορφή του έχει μια χαρακτηριστική ιδιορρυθμία. Η ιδιορρυθμία του συνίσταται στο ότι συγκρινόμενος προς τους άλλους ομοίους του κανόνες, είναι «μέγας». Μέγας στην απόλυτη του έννοια. Μεγαλύτερος δεν μπορούσε να υπάρξει· και τούτο γιατί ο ποιητής θέλησε να συνθέσει όχι τρία ή τέσσερα τροπάρια για την κάθε ωδή, όπως συνήθως έχουν οι άλλοι κανόνες, αλλά πολύ περισσότερα: τόσα, όσα είναι και όλοι οι στίχοι των ωδών, έτσι ώστε στον καθένα στίχο να αντιστοιχεί και να παρεμβάλλεται κατά την ψαλμωδία από ένα τροπάριο. 250 είναι οι στίχοι των ωδών, 250 και τα τροπάρια του Μ. Κανόνα, ενώ οι συνήθης κανόνες έχουν γύρω στα 30. Σήμερα τα τροπάρια του Μ. Κανόνα είναι κατά 30 περίπου περισσότερα από τα αρχικά. Μεταγενέστεροι υμνογράφοι πρόσθεσαν τροπάρια για την οσία Μαρία την Αιγυπτία και για τον ίδιο τον Ανδρέα.

Ποιο είναι το περιεχόμενο του Μ. Κανόνα; Ο Μ. Κανόνας παρουσιάζει το τραγικό γεγονός της πτώσεως του ανθρωπίνου γένους που κατάστρεψε τη δυνατότητα της κοινωνίας του με τον Θεό. Στον Μ. Κανόνα ο ποιητής θεωρεί και βιώνει το γεγονός της πτώσεως προσωπικά. Με την καθημερινή αμαρτία του ταυτίζεται με τον πρωτόπλαστο Αδάμ του οποίου γίνεται μιμητής. Η ψυχή του ακολουθεί τη πορεία της Εύας. «Αλίμονο, ταλαίπωρη ψυχή! Γιατί μιμήθηκες την πρώτη Εύα; Κοίταξες πονηρά και πληγώθηκες πικρά». Ο άγιος αναφέρεται στην ύπαρξη που κληρονομήσαμε μετά τη πτώση που συνδέεται με τη φθορά και το θάνατο. Με τους πρωτόπλαστους έχουμε οντολογική αλληλεγύη. Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και η ομολογία της σφραγίζει ολόκληρο τον Μ. Κανόνα.

Είναι ένα κύκνειο άσμα, ένας θρήνος προθανάτιος, ένας μακρύς θρηνητικός μονόλογος, είναι ο Αδαμιαίος θρήνος. Ο ποιητής βρίσκεται στο τέλος της ζωής του. Αισθάνεται ότι οι ημέρες του είναι πια λίγες, ο βίος του έχει περάσει. Αναλογίζεται τον θάνατο και την κρίση του δίκαιου κριτή, που τον αναμένει. Και έρχεται να κάνει μια αναδρομή, μια ανασκόπηση του πνευματικού του κόσμου. Κάθεται να συζητήσει με τη ψυχή του. Ο απολογισμός όμως δεν είναι ενθαρρυντικός. Ο βαρύς κλοιός της αμαρτίας στον συμπνίγει. Η συνείδηση τον ελέγχει. Και ο ποιητής θρηνεί διαρκώς για την άβυσσο των κακών τους πράξεων. Στον θρήνο αυτό συμπλέκεται η αναδρομή στην Αγία Γραφή. Αυτό κυρίως δίνει την μεγάλη έκταση στο ποίημα. Ο σύνδεσμος όμως του θρήνου με την Γραφή είναι πολύ φυσικός. Σαν άνθρωπος του Θεού ο ποιητής, ανοίγει το βιβλίο του Θεού για να αξιολογήσει τα πεπραγμένα του. Εξετάζει ένα προς ένα τα παραδείγματα του ιερού βιβλίου. Στις οκτώ πρώτες ωδές παίρνει τα παραδείγματα του από τη Παλαιά Διαθήκη. Στη εννάτη ωδή από την Καινή Διαθήκη. Το αποτέλεσμα της συγκρίσεως είναι κάθε φορά τρομερό και αιτία νέων θρήνων. Έχει μιμηθεί όλες τις κακές πράξεις όλων των ηρώων της ιεράς ιστορίας, όχι όμως και τις καλές πράξεις των αγίων. Δεν του μένει παρά η μετάνοια, η συντριβή και η καταφυγή στο έλεος του Θεού. Και εδώ ανοίγει η αισιόδοξη προοπτική του ποιητή. Βρήκε την πόρτα του παραδείσου, την μετάνοια. Καρπούς μετανοίας δεν έχει να παρουσιάσει· προσφέρει όμως στον Θεό τη συντετριμμένη του καρδιά και την πνευματική του φτώχια. Τα βιβλικά παραδείγματα του Δαυίδ,του προφήτη Ιερεμία, των βασιλέων Μανασσή και Εζεκία από την Π. Δ και του Πέτρου, της Μάρθας και της Μαρίας, της Χαναναίας, του τελώνη, της πόρνης και του ληστή τον ενθαρρύνουν. Πολλές φορές επανέρχεται χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της μετάνοιας της πόρνης και παρακαλεί τον Κύριο να δεχθεί τα δικά του δάκρυα όπως δέχθηκε και τα δικά της και να του συγχωρήσει τις αμαρτίες του. Ο κριτής θα ευσπλαχνισθεί και αυτόν, που αμάρτησε πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους. Ψάλλεται σε ήχο πλ. του β΄. Είναι ήχος γλυκός, κατανυκτικός και εκφραστής του πένθους και της συντριβής.

Μέσα στο πλαίσιο της κατανυκτικής περιόδου της Μ. Τεσσαρακοστής ο γεμάτος κατάνυξη Μ.Κανόνας προσφέρει ένα συγκλονιστικό βίωμα. Μπαίνει στο στόμα του πιστού σαν φωνή, σαν εγερτήριο, σαν αφυπνιστικός σεισμός. Σαν αποστροφή στην κοιμωμένη και ραθυμούσα ψυχή του. Τούτο ανακαιφαλαιώνει το θαυμαστό προοίμιο του Ρωμανού του Μελωδού που συμψάλλεται με τον Μ. Κανόνα:

«Ψυχή μου, Ψυχή μου, ανάστα τι καθεύδεις;

Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι·

ανάνηψον ουν, ίνα φείσηται σου Χριστός ο Θεός,

ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών».

Πηγή: Ι. Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Θεσ/κη, 1971 και Μητρ. Νέας Σμύρνης Συμεών, Αδαμιαίος Θρήνος, Ο Μέγας Κανών Ανδρέου του Κρήτης, Εκδ. Αποστ. Διακονίας – Εισαγωγή – Κείμενο – Μετάφραση – Σχόλια).

Ἀκολουθίες τοῦ Νυχθημέρου καί Μέγα Ἀπόδειπνο

Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

Ἂς δοξάσουμε τὸ Θεό, ἀγαπητοί μου, ποὺ μᾶς ἀξίωσε ἀπόψε ν᾽ ἀκούσουμε τὸ πρῶτο Μέγα Ἀπόδειπνο. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρα­κοστὴ εἶνε ἡ πιὸ ἁ­γία περίοδος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Εἶνε ὁ ἥλιος, ποὺ θερμαίνει τὶς ψυχές μας. Ὅπως ἀ­κοῦ­με στοὺς στίχους τοῦ «Μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός…», «ὁ λαὸς ὁ πορευ­ό­μενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα» (Μέγ. Ἀπόδ. = Ἠσ. 9,2. Ματθ. 4,16). Καὶ ὅπως στὴν Προηγι­ασμένη Λειτουρ­γία ὁ ἱερεὺς λέει «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι», ἔτσι ἀπὸ τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες φῶς ἐ­πέρχε­ται στὴν καρδιὰ κάθε πιστοῦ Χριστιανοῦ.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ψυχὲς ποὺ ἀντιδροῦν, δὲν θέλουν τὸ φῶς τῆς Ἐκκλησίας· θέλουν τὸ σκο­τάδι. Αὐτοί, ὅπως λέει ὁ μέγας Βασίλειος, μοιάζουν μὲ τὶς νυχτε­ρίδες καὶ κουκουβάγιες, ποὺ ἀ­γαποῦν ὄχι τὸ φῶς, ἀλλὰ τὸ σκοτάδι, ἔτσι εἶνε οἱ ἄπιστοι (). «Τὸ φῶς ἦρθε στὸν κόσμο», εἶπε ὁ ἴδι­ος ὁ Χριστός, «καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀγάπησαν περισ­σότερο τὸ σκοτάδι παρὰ τὸ φῶς, γιατὶ τὰ ἔργα τους ἦ­ταν πονηρά» (Ἰω. 3,19). Ἂς μὴ μιλήσουμε ὅμως τώρα γι᾽ αὐ­τούς· ἂς ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὶς ὡραῖ­ες ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀγαπᾷ τὴν προσ­ευχή· καλεῖ τώρα τὰ παιδιά της νὰ προσεύχων­ται ὄχι μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, ἀλλὰ συχνότε­­ρα. Ὁ Δαυ­ῒδ λέει· «Ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ᾔνεσά σε» (Ψαλμ. 118,164)· ἑφτὰ φορὲς τὴ μέρα, Θεέ μου, σὲ δοξολογῶ. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει· «Ἀ­δι­α­λείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. 5,17). Ὁ πιστὸς δὲν περιμένει νὰ ἔρθῃ Κυριακὴ γιὰ νὰ πάῃ στὸ ναὸ νὰ προσευχηθῇ· εἶ­νε διαρκῶς σὲ μιὰ κατάστασι προσευχῆς.
Ὥρισε λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία μας, νὰ προσ­ευχώμαστε ἑπτὰ φορὲς τὴν ἡμέρα καὶ γι᾽ αὐτὸ στὸ ἐκκλησιαστικὸ βιβλίο ποὺ ὀνομάζεται Ὡρολόγιον τὸ μέγα ἔχει ἑ­πτὰ ἀκολουθίες.
• Ἡ πρώτη ἀκολουθία εἶνε τὸ Μεσονυκτικόν. Τὸ κάνουν στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ στὰ μοναστήρια· σπα­νίως σὲ ἐνορίες καὶ σὲ σπίτια. Εἶνε ὡραία ἀκολου­θία, στὴν ὁποία λέγεται καὶ τὸ ἀ­πολυτίκιο «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέ­σῳ τῆς νυκτός…». Σ᾽ ἕνα χωριὸ στὴν Καρατζόβα συνάντησα –τί διαμάντια κρύβει αὐτὴ ἡ κοινωνία!– ἕνα χωρικό, ποὺ δούλευε στὰ χωράφια, καὶ μοῦ λέει·
–Ξέρεις, πάτερ, τί χαρὰ νιώθω ὅταν σηκώνωμαι νύχτα καί, ἐνῷ κοιμοῦνται ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά μου, ἐγὼ διαβάζω ἀπὸ τὸ Ὡρολόγιο τὸ Μεσονυκτικό!…
–Καὶ ποῦ ἔμαθες ἐσὺ αὐτὴ τὴ συνήθεια;
–Ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὸ Ἰκόνιο τῆς Μικρᾶς Ἀσί­ας, καὶ θυμᾶμαι τὸν πατέρα καὶ τὸν παπποῦ μου, ποὺ σηκώνονταν νύχτα καὶ τὸ διάβαζαν.
• Ἡ δευτέρα ἀκολουθία εἶνε ὁ Ὄρθρος. Προτοῦ νὰ βγῇ ὁ ἥλιος, χτυπάει ἡ καμπάνα καὶ οἱ Χριστιανοὶ λένε τὸν Ἑξάψαλμο, τὸ Συναξάριο τῆς ἡ­μέρας, τὸν κανόνα, τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐ­πὶ γῆς εἰρήνη…» (Λουκ. 2,14) καὶ τοὺς αἴνους.
• Μετὰ τὸν Ὄρθρο ἀκολουθεῖ ἡ Πρώτη (Α΄) ὥ­ρα, σύμφωνα μὲ τὸ ἑβραϊκὸ ὡρολόγιο, καὶ εἶνε ἀντίστοιχη μὲ τὴ δική μας 6η πρωινή.
• Ἀργότερα ἔρχεται ἡ Τρίτη (Γ΄) ὥρα, ποὺ ἀν­τιστοιχεῖ μὲ τὴ δική μας 9η πρωινή.
• Μετὰ εἶνε ἡ Ἕκτη (ΣΤ΄) ὥρα, ποὺ συμπίπτει μὲ τὸ μεσημέρι, τὴ δική μας 12η μεσημβρινή.
• Τὸ ἀπόγευμα γίνεται ἡ Ἐνάτη (Θ΄) ὥρα καὶ ἀντιστοιχεῖ μὲ τὶς 3 μ.μ.. Ἡ Ἐνάτη συχνὰ ἑνώνεται μὲ τὸν Ἑσπερινό, ὁ ὁποῖος γίνεται τὴν ὥρα ποὺ δύει ὁ ἥλιος, ὅπως ἀκοῦμε στὸν ἀρ­χαῖο ὕμνο «Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης, ἀθανάτου Πα­τρός, οὐ­ρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλθόν­τες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν…».
• Τέλος μετὰ τὸν Ἑσπερινὸ καὶ τὸ δεῖ­πνο ἀκολουθεῖ τὸ μικρὸ Ἀ­πόδειπνον, τὸ ὁποῖο οἱ Χριστιανοὶ διαβά­ζουν προτοῦ νὰ κοιμηθοῦν.
Τὸ ἀποψινὸ Ἀπόδειπνο ὅμως διαφέρει. Ὀ­νομάζεται Ἀπόδειπνον τὸ μέγα. Εἶνε «τραπέ­ζι» πιὸ πλούσιο. Τί περιέχει; Τὸ Ἀπόδειπνο αὐ­τό, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Τρισάγιο, τὸ «Πάτερ ἡμῶν» κ.λπ., περιέχει δέκα ψαλμούς (τοὺς 4, 6, 12, 24, 30, 90, 50, 101, 69 καὶ 142), τρεῖς σύντομους ὕ­μνους («Μεθ᾽ ἡμῶν ὁ Θεός…», «Ἡ ἀσώ­ματος φύ­σις, τὰ Χερουβίμ…» καὶ «Παναγία Δέσποι­να Θεοτόκε…»)· περιέχει ἀκόμα τὸ «Πιστεύω», κα­τανυκτικὰ τροπάρια, τὴ Δοξολογία· περιέχει ἐ­πίσης μία Εὐχὴ τοῦ μεγά­λου Βασιλείου καὶ μιὰ Προσευχὴ τοῦ βασιλιᾶ Μανασσῆ (βλ. Δ΄ Βασ. 21,1-18. Β΄ Παρ. 33,-20)· αὐτός, ἀφοῦ ἁμάρτησε πολὺ καὶ τιμωρήθηκε, μετανόησε, κ᾽ ἐδῶ ἀ­κοῦ­­με τὴ φωνή του· «Ἐπλήθυναν αἱ ἀνομίαι μου, Κύριε… Ἡ­μάρτηκα…· ἀλλ᾽ αἰτοῦμαι δεόμενος· Ἄ­νες μοι, Κύριε». Ἁμάρτησα, Κύριε, μετανοῶ, συχώ­ρεσέ με. Ὁ πιὸ χαρακτηριστικὸς ὕ­μνος τοῦ Μεγά­λου Ἀποδείπνου εἶνε τὸ γνωστό μας «Κύ­ριε τῶν δυνάμεων, μεθ᾽ ἡμῶν γενοῦ· ἄλ­λον γὰρ ἐκτός σου βοηθὸν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔ­χομεν…».
Ψάλλεται ἐπίσης ἀπόψε ὁ Μέγας Κανών (μέ­ρος, ὄχι ὁλόκληρος), ποὺ ἔγρα­­ψε ὁ ἅγι­ος Ἀν­δρέας Κρήτης, κι ἀκοῦμε τὸ κατανυκτι­κὸ «Ψυ­χή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;…».

Σ᾽ αὐτὲς τὶς ἀκολουθίες, ἀγαπητοί μου, ἔ­τρεχαν ἄλλοτε οἱ Χριστιανοί. Τώ­ρα τρέχουν στὰ γήπεδα καὶ παραληροῦν. Ὅ­πως λέει κάποιος θυμό­σοφος ἐδῶ, μέσα στὴ μπάλλα ἔκλει­σε ὁ διάβολος ὅ­λη τὴν τρέλλα. Θεός τους τώρα εἶνε τὸ μηδέν. Ὅ­ταν ὅμως μηδενίζῃς τὸ Θεό, σὲ μηδενίζει κ᾽ ἐκεῖ­νος, καὶ πέφτεις στὴν ἀν­αρχία, πού ᾽νε μέγα κακό.
Παλαιότερα δὲν εἴχαμε τόσα σχολεῖα· ἡ Ἐκκλη­σία ἦταν τὸ μεγάλο σχολειὸ ποὺ ἐμόρφωνε τὸ λαὸ μὲ λόγια ἁπλᾶ· καὶ οἱ ἄνθρωποι ἁγιάζανε. Δὲν εἶχαν αὐτὰ τὰ μέσα, τὰ κομφὸρ τῆς ζωῆς. Ζοῦσαν σὲ σπιτάκια ταπει­νά, ἀλλὰ μέσα σ᾽ ἐκεῖνες τὶς καλύβες κατοικοῦσαν ἄγγελοι, ἄνθρωποι μεγάλοι καὶ ὑψη­λοί. Ἔρχονταν στὴν ἐκκλησιὰ μὲ καρδιο­χτύπι καὶ τὰ μάτια τους γέμιζαν δάκρυα.
Καὶ ὄχι μόνο οἱ δικοί μας πρόγονοι· καὶ σ᾽ ὅ­λα τὰ Βαλκάνια, Σέρβοι, ῾Ρουμᾶνοι, Βούλγαροι, τ᾽ ὁ­μο­λογοῦν· Ὅ,τι εἴμαστε τὸ ὀφείλουμε στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, τὴ γλυκειὰ μάνα ποὺ μᾶς μάζεψε στὴν ἀγκαλιά της καὶ σπόγγιζε τὰ δάκρυά μας. Πῶς σταθήκαμε κάτω ἀπ᾽ τὴν Τουρ­κιὰ πεντακόσα ὁλόκληρα χρόνια, περιφρονημένοι ἀπὸ τὴν Εὐ­ρώπη τῶν Φράγκων, καὶ κρα­τήσαμε πίστι, γλῶσσα, ἐθνικὴ συνεί­δησι! Εὐγνωμονοῦμε τοὺς δύο Ἕλ­ληνες ἱεραποστόλους, Κύριλλο καὶ Μεθόδιο.
Ἐκεῖνα τὰ χρόνια ἡ Ἐκκλησία κρατοῦσε τὸ λαὸ κοντά της. Καὶ πῶς; Μὲ τὸ Ψαλτήρι, τ᾽ Ὀ­κτωήχι, τὴ λατρεία της· μὲ τ᾽ Ἀπόδειπνα, τὸν Ἀ­κάθιστο ὕμνο, τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ…», τὸ «Ἄ­σπιλε ἀμόλυντε…», τὸ «Κύριε τῶν δυνάμεων…».
Γιωρτάζουμε τὴν ἐπέτειο τῆς Ἑλληνικῆς ἐ­παναστάσεως. Ἔβγαλε καὶ ἡ Ἐθνικὴ Τράπεζα ἕνα σπουδαῖο Λεύκωμα, ἀπ᾽ τὸ ὁποῖο κάτι θὰ σᾶς μεταφέρω. Ἀλλ᾽ ἀμφιβάλλω ἂν νιώθουμε τί ἦταν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι. Πῶς τόλμησαν νὰ ξεσηκωθοῦν! Τότε σ᾽ ὅλο τὸν κόσμο θαύμαζαν τὴν πατρίδα μας· ὅπου ἔβρισκαν Ἕλληνα, στὸ Παρίσι, Σικάγο, Νέα Ὑόρκη, Μόσχα, Στάλινγκραντ, Βερολῖνο, τὸν σή­κωναν στὰ χέ­ρια. Λίγο πρὶν τὴ ναυμαχία τοῦ Ναυ­αρίνου (1827), ἡ κυβέρνησι τῆς Γαλλίας ἔστειλε τρι­άντα ἀξιωματικοὺς μὲ ἐν­τολή· Πηγαίνετε στὴν Ἑλ­λάδα καὶ ἐξετάστε τί λαὸς εἶν᾽ αὐτός, ποιό εἶ­νε τὸ μυστικὸ τῆς δυνάμεώς του… Καὶ ἦρ­θαν. Πῆ­γαν σὲ διάφορα μέρη. Μέρες περπατοῦσαν στὸ Μοριά, σὲ κατεστραμμένη γῆ.
Νύχτωνε ὅταν φτάσαμε, λέει ἕνας Γάλλος ἀ­ξιωματικός, σ᾽ ἕνα χωριουδάκι ἑφτακόσα μέ­τρα ὑψόμετρο. Χτυπᾶμε σ᾽ ἕνα σπιτάκι, μᾶς ἀ­­νοίγουν καὶ μὲ νεύματα μᾶς καλοῦν νὰ φιλο­ξε­νηθοῦμε. Δὲν εἶχαν ὅμως τίποτα. Ἄναψαν ἕ­να δᾳδὶ γιὰ φῶς. Εἶχαν ἕξι – ἑφτὰ παιδιὰ στὸ κα­λυβάκι. Τρέχουν ἀ­μέσως, μαζεύουν χόρτα, ἡ μάνα τά ᾽­βρασε, τά ᾽βα­λε σ᾽ ἕνα ξύλινο πιάτο, καὶ καθήσαμε καταγῆς ὀκλαδόν – ποῦ καρέκλα! Φάγαμε τὰ χόρτα μὲ καμμιὰ ἐ­λιά, δυὸ κρεμ­μύδια καὶ μαῦρο ψωμὶ κριθάρινο. Καὶ μετὰ τὸ φαγητὸ πῆγαν γιὰ προσευχή. Τὰ μικρὰ ἦ­ταν γύρω – γύρω στὸ κρεβάτι. Τὸ μεγάλο ἀγοράκι, καμμιὰ δεκαριὰ ἐτῶν, ἄρχισε νὰ ψάλλῃ τὸ «Κύριε τῶν δυνάμεων, μεθ᾽ ἡμῶν γενοῦ…». Καὶ κάθε φορὰ ὅλοι ἔκαναν μετάνοιες…
Γονάτισε κι ὁ Γάλλος. Καὶ εἶπε μέσα του· Νά τὸ μυστικὸ τῆς δυνάμεώς τους, εἶνε λαὸς ποὺ πιστεύει στὸ Θεό! Ναί. Ἄντε τώρα πηγαί­νετε στὰ σπίτια πλουσίων καὶ φτωχῶν καὶ ψάξ­τε νὰ βρῆτε τέτοιο μεγαλεῖο.

Ὅταν ἐλευθερωθήκαμε καὶ ἦρθε ὁ Ὄθωνας, κάποιοι κακοῦργοι ἔκαναν ἐγκλήματα κι ὁ βασιλιᾶς εἶπε, νὰ τιμωρηθοῦν μερικοὶ παραδει­γματικὰ μὲ τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου, γιὰ νὰ ἡσυχάσῃ ὁ τόπος. Παρήγγειλαν λοιπὸν στὴν Ἰταλία καρμανιό­λα, καὶ τὴν ἔφεραν γιὰ ν᾽ ἀ­ποκεφαλί­ζουν αὐτοὺς ποὺ σκότωσαν ἄνθρωπο. Τὴν ἔ­στησαν στὸ Ναύπλιο καὶ προκήρυξαν τὴ θέσι· Ποιός θέλει νὰ γίνῃ δήμιος, νὰ δουλεύῃ τὴν καρ­μανιόλα; Κανείς δὲν ἀ­πήντησε. Ποιός; ξα­­ναφώ­­ναξαν. Τίποτα. Διπλασί­α­σαν, τριπλασί­ασαν τὸ μισθό. Δὲν βρέθηκε οὔτε ἕ­νας Ἕλ­ληνας! Ἀ­­­ναγ­κάστηκαν κ᾽ ἔφεραν ξένο, Ἰ­ταλό, κ᾽ ἔ­κοψε τὰ πρῶτα κεφάλια κακούργων. Ἔ, δὲν μπό­ρεσε νὰ μείνῃ ἕνα μῆνα. Δὲν τοῦ μιλοῦσε καν­είς. Σηκώθηκε κ᾽ ἔφυγε (βλ. Δήμιος δὲν εὑρίσκετο, «Σπίθα» φ. 52/20-9-1946, καὶ στὰ βιβλία Ἐκ τοῦ Ἀνεσπέρου Φωτός, σ. 52 καὶ Φλογέρα Β΄ σ. 9). Αὐτὴ ἦταν ἡ πατρίδα μας.
Πῶς τώρα, μιὰ Ἑλλάδα ποὺ οἱ ἄνθρωποι σέ­βον­ταν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ μυρμήγκι δὲν πατοῦσαν, ὕστερα ἀδέρφια μεταξύ τους ἔστη­σαν καρμανιόλες κ᾽ ἔκοψαν κεφάλια; Ἔβγαλαν τὸ Θεὸ μέσ᾽ ἀ­πὸ τὶς καρδιές, κι ὅταν βγῇ ὁ Θεὸς μπαίνει ὁ διάβολος, ὁ «ἀνθρωποκτόνος» (Ἰω. 8,44· βλ. & Α΄ Ἰω. 3,15), καὶ κάνει καὶ τὸν ἄνθρωπο ὅμοιό του. Πῶς ἔφυγε ὁ Θεός, ἡ χάρις, ἡ προσευχή, ἡ ἀ­γάπη; Στὸ διάστημα ποὺ μεσολάβησε, ὁ σατα­νᾶς ἔσπει­ρε παντοῦ σπόρο ἀ­πιστίας. Καὶ ὅ,τι σπεί­ρῃ κανείς, αὐτὸ θερίζει. Ἀγκάθια ἔ­σπειρε, ἀγκά­θια βρῆκαν. Ὅσοι Ἕλληνες ἀ­φανίστηκαν ἀπὸ χέρια ἀδελφικὰ στὰ νεώτερα χρόνια, δὲν ἀφανίστηκαν οὔτε ἀπὸ Βουλγάρους οὔτε ἀπὸ Γερμανούς· μεταξύ μας σκοτωθήκαμε.

Αὐτά, ἀδελφοί μου, εἶχα νὰ σᾶς πῶ. Τὰ νιώθετε. Κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας, μὴν ἀκοῦτε τί λένε ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις. Ἐλᾶτε στὴν Ἐκ­κλησιὰ ὅ­πως οἱ πρόγονοί μας. Ἂν ζήσουμε ὡς ἔθνος, θὰ ζήσουμε μόνο μὲ τὴν Ὀρθοδοξία μας.
Ἐμπρός, νὰ κοπιάσουμε. Κι ἂν ἐγὼ χαθῶ, κι ἂν πάω ἐξορία, δὲν πειράζει· ἕνα μ᾽ ἐνδιαφέρει, ὁ λαός μας νὰ πιστεύῃ στὸ Χριστὸ καὶ ν᾽ ἀγαπᾷ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν πατρίδα μας.
Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβει­ῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἂς εἶνε πάντα μαζί μας.

Μεγάλη Τεσσαρακοστή και Θεία Κοινωνία

Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Από τον 4ον αιώνα και μετά «βασική προϋπόθεση για την Θ. Κοινωνία, ήταν η εν μετανοία και νηστεία πνευματική περισυλλογή και η Εξομολόγηση» (Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄ Ἀθῆναι 1992, σελ. 910).

Επειδή η Μ. Τεσσαρακοστή ήταν περίοδος αυστηράς νηστείας και πνευματικής περισυλλογής, γι’αυτό θεσπίσθηκαν οι Προηγιασμένες Λειτουργίες (και γι’αυτό τέτοιες Λειτουργίες γίνονται μόνο την Μ. Τεσσαρακοστή και σε καμία άλλη περίοδο νηστείας).

Δεν θεσπίσθηκαν με το σκεπτικό, να κοινωνούν συχνά οι χριστιανοί (αυτό ήταν το αποτέλεσμα), αλλά με το σκεπτικό, ότι εφόσον νήστευαν και έκαναν ένα τόσο μεγάλο αγώνα, σε όλα τα επίπεδα, γιατί να μην κοινωνούν συχνά; Βέβαια, αυτό για τους σύγχρονους χριστιανούς είναι αδιανόητο, γιατί έχει πια εκλείψει ο ασκητικός χαρακτήρας της Μ. Τεσσαρακοστής. Περιληπτικά:

Τότε, Μ. Τεσσαρακοστή σήμαινε μια πραγματικά άλλη ζωή. Οι χριστιανοί απείχαν από κάθε κοσμική εκδήλωση. Δεν επιτρεπόταν λ.χ. να πάνε στο ιπποδρόμιο. (Θα λέγαμε στη σύγχρονη γλώσσα, «κόψιμο» η τηλεόραση, το ραδιόφωνο, το θέατρο, το γήπεδο).

Όταν μερικοί τόλμησαν να πάνε στο ιπποδρόμιο , ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τους ήλεγξε δριμύτατα: «βγάλατε από την ψυχή σας την ιερότητα της Μ. Τεσσαρακοστής, και παραδώσατε τον εαυτό σας στα δίκτυα του διαβόλου!» (P.G. 53: 54).

Το ίδιο έκανε, όταν εκτός Μ. Τεσσαρακοστής, ημέρα Παρασκευή, ημέρα που σταυρώθηκε ο Χριστός γι’αυτό και ημέρα νηστείας, μερικοί αντί να πάνε στην εκκλησία, πήγαν στο ιπποδρόμιο! Τους είπε επί πλέον, πως αν το ξαναέκαναν, θα τούς άφηνε ακοινώνητους….! (P.G. 56: 264, 268).

Η συνέχεια: Δεν επιτρεπόταν (κατά την Μ. Τεσσαρακοστή) να πάνε στα δημόσια λουτρά ( δεν είχαν τότε στα σπίτια τους λουτρά) και να πλυθούν.

«Έχω γεμίσει από ψώρα και δεν αντέχω την αλουσία», διαμαρτύρονταν στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. (P.G. 50: 433). Και ο Άγιος Ιωάννης σιωπούσε! (Δεν είναι τυχαίο ότι ο καρνάβαλος, που σημαίνει αποκριές, γίνεται πριν αρχίσει η Μ. Τεσσαρακοστή. Γιατί η ασκητικότητά της είχε απλωθεί σε όλη την χριστιανική Ευρώπη. Γι’αυτό και λίγο πριν, το έριχναν στις διασκεδάσεις).

Αποκορύφωμα όλων ήταν η αυστηρώτατη νηστεία. Ειδικά τήν πρώτη εβδομάδα την περνούσαν, όσο το δυνατόν, άσιτοι και άνυδροι, γι’αυτό και λέγεται «Καθαρά Εβδομάδα». Τις Προηγιασμένες τις άρχιζαν από την Καθαρά Τετάρτη! «Ου γαρ παρελάβομεν ποιείν Προηγιασμένην μέχρι της Τετάρτης δια το νηστεύειν εκ παραδόσεως» (Τριώδιον εκδόσεις «Φως» 1983, σελ.90). Για να μην φάνε λίγο αντίδωρο και «χαλάσουν» το τριήμερο….!

Στις υπόλοιπες εβδομάδες ξηροφαγούσαν η κάθε μέρα (απόγευμα) η μέρα παρά μέρα….! «Υπάρχουν μεταξύ σας χριστιανοί που συναγωνίζονται ποιός θα νηστέψει περισσότερο! Άλλοι τρώνε κάθε απόγευμα λίγο ψωμί και πίνουν λίγο νερό, ενώ άλλοι δεν κάνουν ούτε αυτό, αλλά μένουν τελείως νηστικοί και δυό μέρες!». (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, P. G. 49: 68). (Αυτοί ήταν «οι νηστεύσαντες».

«Οι μη νηστεύσαντες», δεν ήταν αυτοί που έκαναν κατάλυση εις πάντα, αλλά αυτοί που ξηροφαγούσαν νωρίτερα από το απόγευμα· και μπορεί να έτρωγαν κάτι παραπάνω).

Αυτή η άκρα και πολύμορφη ασκητική ζωή που «χρωμάτιζε» την Μ. Τεσσαρακοστή, έφερε σαν φυσιολογικό καρπό τη συχνή Θ. Κοινωνία, γιατί ακριβώς η Θ. Κοινωνία είχε συνδυασθεί με έντονο ασκητικό αγώνα.

Οι Προηγιασμένες καθιερώθηκαν κατά τον 7ον αιώνα (ΝΒ τῆς ΣΤ ), ενώ η Μ. Τεσσαρακοστή αρχές περίπου 4ου αιώνα. Υπήρχε δηλαδή εποχή (4-7 αι.) που δεν γίνονταν Προηγιασμένες. Και κάθε πότε κοινωνούσαν;

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (4ος αι.) κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή (387 μ.Χ.) εξεφώνησε στην Αντιόχεια τους περίφημους «εις Αδριάντας» λόγους.

Ακούστε λοιπόν τι έλεγε τότε ( που δεν είχαν θεσπισθεί οι Προηγιασμένες). Κατά την Β Ἑβδομάδα: «αν νηστεύετε και ορκίζεσθε και επιορκείτε, γιατί νηστεύετε; Πως θα ατενίσουμε το Πάσχα; Πως θα δεχθούμε την αγία Θυσία; Πως θα κοινωνήσουμε;» (P. G. 49:126).

Προς το τέλος της Μ. Τεσσαρακοστής: «τελειώνει η Τεσσαρακοστή. Ας επιτείνουμε τον αγώνα· η νηστεία, οι συνάξεις, οι προσευχές, τα κηρύγματα έχουν σαν σκοπό να καθαρίσουν την ψυχή μας από τις αμαρτίες για να κοινωνήσουμε αξίως.

Αν κοινωνήσουμε αναξίως, ματαίως κοπιάσαμε τόσο πολύ» (P. G. 49:197). Και πάλι: «ο καθένας ας εξετάσει τον εαυτό του, για να ιδεί ποιό ελάττωμα διόρθωσε, ποιά αρετή απέκτησε, ποιά αμαρτία έκοψε, που έγινε καλύτερος. Και αν μεν βρει, ότι κάτι κέρδισε από τη νηστεία, ας κοινωνήσει» (το Πάσχα!). (P. G. 49:197).

Συμπεραίνεται λοιπόν ότι τότε οι χριστιανοί στην Αντιόχεια νήστευαν την Μ. Τεσσαρακοστή για να κοινωνήσουν το Πάσχα και μόνο το Πάσχα! Και αυτό με τις «ευλογίες» του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου! Ακόμα και ο συντάκτης του πασχαλιάτικου Κατηχητικού Λόγου (ανήκει στα spuria, νόθα κείμενα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου), συνδυάζει τη νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής με την Θ. Κοινωνία, που θα γινόταν ανήμερα του Πάσχα.

«ει τις έκαμε νηστεύων, απολαυέτω νυν το δηνάριον» (P. G. 59:722).Το ίδιο κάνει και ο ιερός υμνωδός: «επανάγωμεν προς μετάνοιαν, και τας αισθήσεις εκκαθάρωμεν, προς ας ο πόλεμος, επεισόδιον τήν νηστείαν ποιούμενοι· (…) και βρωθήσεται ημίν ο Αμνός του Θεού, εν τη ιερα και φωτοφόρω νυκτί της Εγέρσεως» (Τριώδιον, Κυριακή Απόκρεω εσπέρας, ιδιόμελον).

Βέβαια σήμερα ισχύουν άλλα πράγματα. Η Θ. Κοινωνία έχει αποκοπεί από την νηστεία και από τον εν γένει ασκητικό αγώνα. Οι περισσότεροι, με την ίδια προετοιμασία (άνεση!) που παίρνουν το αντίδωρο, λαμβάνουν και τήν Θ. Κοινωνία…!

Η κατωτέρω επισήμανση του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου (+1994) θα πρέπει να μας αφυπνίσει: «οι χριστιανοί παλαιά είχαν πιο πολλή ευλάβεια στο αντίδωρο, από ο,τι πολλοί μοναχοί σήμερα στη Θ. Κοινωνία!». (Σκεφθείτε τι γίνεται με λαϊκούς!).

(Από την ασκητική και ησυχαστική αγιορείτικη παράδοση, Άγιον Όρος 2011,σελ. 690). Είναι και αυτό ένα από τα «σημεία των καιρών!».

Romfea.gr (16/02/2015)

 Ἡ ἀκολουθία τοῦ «καιροῦ»

ὑπό ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

«Παίρνω καιρό», λέει ὁ Ἱερέας, λίγο πρίν ἐνδυθεῖ τά ἄμφια καί ἀρχίσει τή Λειτουργία. Εἶναι μιά σύντομη ἀκολουθία, προσευχή. Εἶναι ὡς νά ζητεῖ ἀπό τόν Κύριο «καιρό», παράταση ζωῆς, γιά νά τελειώσει τή Λειτουργία. Εἶναι ὡς νά δεσμεύει τό Θεό, γι’αὐτό στό τέλος λέει στό Θεό: «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον Σου».

Ἄν ὁ Ἱερέας εἶναι μέσα στό Ἱερό, βγαίνει ἀπό τό Ἱερό, στέ­κεται μπροστά στό Τέμπλο, καί παίρνει «καιρό», καί μπαίνει στό «Ἱερό», λέγοντας, «εἰσελεύσομαι εἰς τόν οἶκον Σου», ἐνῶ ἤδη ἐξ’ἀρχῆς εἶχε εἰσέλθει στό Ἱερό! Κατάλοιπο τῆς ἀρχαίας παραδόσεως, τότε πού τό Ἱερό χρησιμοποιεῖτο ἀποκλειστικῶς πρός ἐπιτέλεση τῆς Θ. Εὐχαρίστιας.

Ὁ «καιρός» εἶναι ἡ μόνη ἀκολουθία, πού γίνεται χωρίς ὁ Ἱε­ρέας νά φορεῖ κανένα ἄμφιο· οὔτε τό ἐπιτραχήλιο. Ἀκόμα, καί ἄν ἐκείνη τή στιγμή φορεῖ τό ἐπιτραχήλιο, τό βγάζει, καί παίρνει «καιρό» χωρίς αὐτό. Εἶναι καί αὐτό κατάλοιπο τῆς ἀρχαίας παραδόσεως. Οἱ Ἱερεῖς ἐνδύονταν τά ἄμφια ἀποκλειστικῶς πρός ἐπιτέλεση τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Γι’αὐτό καί οἱ «εὐχές» ἑκάστου ἀμφίου, π.χ. τοῦ ἐπιτραχηλίου «εὐλογητός ὁ Θεός, ὁ ἐκχέων τήν χάριν αὑτοῦ ἐπί τούς ἱερεῖς αὐτοῦ», λέγονται ὅταν πρόκειται νά τελεσθεῖ ἡ Εὐχαριστία· δέν λέγονται στήν Προηγιασμένη Λειτουργία, γιατί τό Μυστήριο ἔχει ἤδη τελεσθεῖ.

Ἡ εὐχή τοῦ «καιροῦ» εἶναι σέ πρῶτο ἑνικό, γιατί ἀφορᾶ ἀποκλειστικῶς τόν Προεστῶτα, πού θά ἐπιτελέσει τό Μυστήριο· γιά τόν ἴδιο λόγο καί ἡ εὐχή τοῦ χερουβικοῦ εἶναι σέ πρῶτο ἑνικό (ἐνῶ οἱ λοιπές εὐχές εἶναι σέ πρῶτο πληθυντικό, γιατί ἀφοροῦν τούς συλλειτουργοῦντες Ἱερεῖς). Δηλαδή, ὅσοι Ἱερεῖς καί ἄν συλλειτουργοῦν, ἕνας, ὁ Πρῶτος κάνει τό Μυστήριο, ὁ Προεστώς. Μέ αὐτό τό δεδομένο, ὅταν γίνεται ἱερατικό συλ­λείτουργο, τό πλέον ὀρθό, θά ἦταν, νά παίρνει «καιρό» ὁ Προ­εστώς. Στό ἀρχιερατικό συλλείτουργο ἄλλος Ἀρχιερέας παίρνει «καιρό», ἄλλος (!) ἐπιτελεῖ τό Μυστήριο!

Τέλος, οἱ Διάκονοι, ὅταν παίρνουν «καιρό» μέ τούς Ἱερεῖς, δέν στέκονται δίπλα ἀπό τούς Ἱερεῖς, ἴδια «εὐθεία», ἀλλά πίσω ἤ πλάγια, γιατί δέν ἔχουν τό ἴδιο βαθμό Ἱερωσύνης. Τό ἴδιο ἰσχύει καί ὅταν, κατά τή Θ. Λειτουργία, στέκονται ἐνώπιον τοῦ Θυσιαστηρίου.Τό ἴδιο, φυσικά, ἰσχύει καί γιά τόν Ἱερέα, ὅταν συλλειτουργεῖ μέ Ἀρχιερέα.

Εἶναι «ἀταξία» νά βλέπουμε λ.χ. σέ ἀρχιερατικό συλλεί­τουργο, τόν Προεστώτα Ἀρχιερέα νά στέκεται στό κέντρο τῆς Ὡραίας Πύλης, καί δίπλα του, δεξιά – ἀριστερά νά στέκονται οἱ Διάκονοι· μετά οἱ λοιποί συλλειτουργοῦντες Ἀρχιερεῖς, καί μετά οἱ Ἱερεῖς. Δηλαδή, οἱ Διάκονοι νά στέκονται σέ τιμητική θέση δεξιά, ἀριστερά ἀπό τόν Προεστώτα, καί οἱ Ἀρχιερεῖς καί Ἱερεῖς σέ θέση ὑποδεέστερη. «Πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν γινέσθω» (Α Κορ.14: 40), προπαντός κατά τήν ἐπιτέλεση τῆς Θ. Εὐχαριστίας.

Πηγή: https://anastasiosk.blogspot.com (1/2/2023)