Ἀπάντηση σέ σχολιαστή

Ὑπό Ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Τήν 1η Μαρτίου, ὁ φιλόξενος ἱστότοπος «anastasios», ἀνήρτησε τό ἄρθρο μας «Πορεία κατιοῦσα…», καί ἕνας ἀνώνυμος  σχολιαστής ἔγραψε: «Αξιοσημείωτο: Ο π. Βασίλειος για όλες τις αυξομοιώσεις των ημερών στις νηστείες έχει παραπομπές σε πατερικά κείμενα και σε κανόνες. Μόνο τον ισχυρισμό του ότι τον 8ο αι. οι ημέρες της νηστείας προ της Θ. Κοινωνίας αυξήθηκαν σε μια εβδομάδα δεν παραπέμπει πουθενά, ούτε σε πατερικά κείμενα ούτε σε κανόνες»
Ἐπειδή τό θέμα εἶναι σοβαρό, ἔχει σχέση μέ τό πῶς μεταλαμβάνουμε, ἀπαντᾶμε.
Ὁ  ΞΣΤ΄ τῆς Πενθέκτης ἐπιτρέπει τήν ἄνευ νηστείας καθημερινή μετάληψη, ἀλλά γιά τή Διακαινήσιμο Ἑβδομάδα, ἡ ὁποία λογίζεται ὡς μία μέρα· προηγήθηκε ἄλλωστε καί ἡ ξηροφαγία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς· καί τήν ἐπιτρέπει μέ τήν προϋπόθεση: «τήν ὅλην ἑβδομάδα ἐν ταῖς ἁγίαις ἐκκλησίαις δεῖ σχολάζειν ἀπαραλείπτως τούς πιστούς».

Δέν ἔχουμε Κανόνα πού νά ὁρίζει νηστεία πρό τῆς Θ. Κοινωνίας, γιατί οἱ Κανόνες θεσπίζονταν, ὅταν προέκυπτε πρόβλημα, καί ἐπέλυαν τό πρόβλημα. Ὅμως, οὐδέποτε, ἐκτός ἀπό τή σύγχρονη ἐποχή, προέκυψε πρόβλημα στήν Ἐκκλησία, ἄν οἱ πιστοί θά πρέπει νά νηστεύουν πρό τῆς Θ. Κοινωνίας, γιατί ἤδη νήστευαν. Ἄν θά ἔπρεπε νά θεσπισθεῖ Κανόνας, θά ἔπρεπε νά καταργήσει τή συγκεκριμένη νηστεία, ἀλλά τέτοιος Κανόνας οὐδέποτε θεσπίσθηκε.
Καθηγητής  Βλάσιος Φειδᾶς: «Βασική προϋπόθεση ὡς πρός τήν προπαρασκευή τῶν πιστῶν γιά τή Θ. Κοινωνία ἦταν (4ον αἰ. καί μετά) ἡ ἐν μετανοίᾳ καί νηστείᾳ πνευματική περισυλλογή καί ἐξομολόγηση» (Ἐκκλησιαστική Ἱστορία. Τόμος Β΄, Δεύτερη ἔκδοση, Ἀθῆναι 1994 σελ. 910). «Γιά τούς ἁπλούς πιστούς ἦταν ἀναγκαία μόνο μιά ἑβδομάδα νηστεία πρό τῶν τεσσάρων μεγάλων ἑορτῶν προφανῶς ὡς πνευματική προετοιμασία» (Αὐτόθι, σελ. 963).

Τά ἀνωτέρω ἐπιβεβαιώνονται καί ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες.
Ὁ Ἅγιος Συμεών Ἀρχιεπίσκοπος Θεσ/νίκης  στήν «Ἐγκύκλιο» «περί τοῦ πῶς χρεωστεῖ ὁ ἱερεύς καί ὁ διάκονος νά ὑπηρετῶσιν εἰς τήν Ἐκκλησία», ἡ ὁποία «Ἐγκύκλιος» εἶχε τήν ἔγκριση τῆς Πατριαρχικῆς Συνόδου, γράφει γιά τό θέμα:  «Ἐάν δέ θελήσωσιν (οἱ πιστοί) νά κοινωνήσωσι καί ἄλλοτε ἐκτός τῶν ἁγίων Τεσσαρακοστῶν… εἰς ἀνάγκην νά νηστεύωσιν καί τρεῖς ἡμέρας μόνο» (Ἅπαντα, σελ. 462,479). 
   Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Οἱ δυνάμενοι δέ νηστεύειν πρό αὐτῆς καί ὁλόκληρον ἑβδομάδα καλῶς ποιοῦσιν» (Σχόλο στόν ΙΓ’ τῆς Πενθέκτης). Ὑπῆρχαν, δηλαδή, χριστιανοί πού νήστευαν καί  ὁλόκληρη ἑβδομάδα. Συνεπῶς, ὑπῆρχαν χριστιανοί, πού δέν νήστευαν ὁλόκληρη τήν ἑβδομάδα, ἀλλά νήστευαν καί αὐτοί.
Ὀρθόδοξη Ὁμολογία Πέτρου Μογίλα   Μητροπολίτου Κιέβου: «Ἡ ἑτοιμασία πρός τήν Μετάληψιν τῶν Φρικτῶν τούτων Μυστηρίων πρέπει νά γίνεται κατά τήν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν τῆς Ὀρθοδόξου, ἤγουν μέ καθαράν ἐξομολόγησιν καί νηστείαν καί κατάνυξιν». (Ἰωάννου Καρμίρη. Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα, Β΄ σελ. 638).
Ὁ William Hepworth Dixon  ἐν ἔτει 1869 ἐπισκέφθηκε τή Ρωσία, καί εἶδε ἰδίοις ὄμμασιν, ὅτι οἱ ρῶσοι, πρίν κοινωνήσουν, νήστευαν αὐστηρῶς μιά ἑβδομάδα· δέν ἐπιτρεπόταν νά καπνίζουν, νά τρῶνε γλυκά, καί φαγητά μαγειρεμένα! (https://www.gutenberg.org).
Τό ἴδιο ἰσχύει   (μετά ἀπό ἔρευνα πού κάναμε) καί στίς Ἐκκλησίες τῆς Σερβίας, τῆς Ρουμανίας, τῆς Βουλγαρίας, τό ἴδιο καί στήν πατρίδα μας μέχρι περίπου τή δεκαετία τοῦ 1980. Αὐτόπτες μάρτυρες οἱ παππούδες καί  οἱ γιαγιάδες μας. Ἦταν μακρόχρονη Πανορθόδοξη Παράδοση.
«Προκαλῶ» τόν ἀγαπητό σχολιαστή, καί τόν ὁποιονδήποτε, νά παραθέσει ἔστω καί ἕνα ἁγιοπατερικό λόγο ἤ Κανόνα πού νά λέει ξεκάθαρα ὅτι δέν χρειάζεται νηστεία πρό τῆς Θ. Κοινωνίας. Ἀναμένουμε.

https://anastasiosk.blogspot.com (6/03/2023)

Advertisement

Πορεία κατιοῦσα…

Ὑπό Ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

 «Εἰσήλθαμε ἤδη  στή Μ. Τεσσαρακοστή. Καί οὐσία  τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς εἶναι ἡ (αὐστηρή) νηστεία. «Σαρακοστεύω», ἔλεγαν οἱ  πατέρες μας, ὅταν νήστευαν,  ἐνῶ ὅταν κατέλυαν,  ἔλεγαν: «Μαγαρίσθηκα…!»

 Ἡ νηστεία εἶχε τέτοια ἱερότητα στή συνείδησή  τους, ὥστε, κατά τόν Συνταγματολόγο καθηγητή  καί πρώην Ὑπουργό Γεώργιο Κατρούγκαλο, ὅταν ἐπί Ὄθωνος γίνονταν  συζητήσεις (1844),  γιά τή θέσπιση Συντάγματος, ἐτέθη καί τό θέμα ἄν θά πρέπει νά θεσπισθεῖ διάταξη γι’ὅσους καταφρονοῦν τή νηστεία! (Youtube. Ἀναθεώρηση Συντάγματος καί Ἐκκλησία. Συμβουλή σέ ἕναν ἀνοικτο διάλογο). Ἡ νηστεία ἀκόμα καί κοσμικούς κύκλους  θεωρεῖτο πρᾶγμα ἀπαράβατο. 

Ἡ νηστεία πρό τοῦ Πάσχα δέν ἦταν ἐξ ἀρχῆς σαράντα μέρες. Ἀρχικῶς, (1ον αἰ.), ἦταν δύο μέρες, Παρασκευή, Σάββατο. Ὅμως, τότε νηστεία σήμαινε ὁλοήμερη ἀσιτία καί ἀνυδρία.

Μετά (2ο αἰ.) ἡ νηστεία ἀνέβηκε στίς ἑπτά μέρες (P.G. 1:899).  Μετά (3ο αἰ.) ἀνέβηκε στίς σαράντα μέρες ( P.G. 56:139 & 63:132). Σαράντα μέρες κοπιαστικῆς, ἐπώδυνης  νηστείας! Μεγάλο ἅλμα! Ἄν σήμερα γινόταν κάτι τέτοιο, πῶς θά ἀντιδρούσαμε;

Τότε τό σύνολο τῶν χριστιανῶν διακατείχετο  ἀπό ἀγωνιστικό φρόνημα· ἀπό ἐπιθυμία νά κάνει κάτι παραπάνω γιά τό Χριστό. Εἶχε, ὅπως θά ἔλεγε ὁ Ὅσιος Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης, φιλότιμο, ἀρχοντική ἀγάπη γιά τό Χριστό. Ἡ συνέχεια.

Ἡ  Μ. Ἑβδομάδα ἦταν ἐντός Μ. Τεσσαρακοστῆς (ΚΘ’  Πενθέκτη & Ν΄  Λαοδικείας.).  Στή συνέχεια (8ο περίπου αἰ.)  ἀποκόπηκε ἀπό τή Μ. Τεσσαρακοστή,  καί ἔγινε ξεχωριστό «κομμάτι», αὐξάνοντας ἔτσι κατά μία ἑβδομάδα, τίς ἡμέρες  τῆς νηστείας.

Καί ἡ Μ. Ἑβδομάδα  ἔκλεινε μέ διήμερη πεῖνα, Μ. Παρασκευή, Μ. Σάββατο, (ΠΘ’ Πενθέκτης) ἐνῶ ἡ Μ. Τεσσαρακοστή ἄνοιγε μέ τριήμερη πεῖνα· μέ τό γνωστό «τριήμερο».   

Σύν τῷ χρόνῳ (8ος περίπου αἰ.) εἰσῆλθε καί ἡ ἑπταήμερη νηστεία πρός τῆς Θ. Κοινωνίας. Εἰσῆλθαν  καί οἱ νηστεῖες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τοῦ «Δεκαπενταύγουστου». Εἰσῆλθε καί ἡ (προαιρετική) νηστεία τῆς Δευτέρας. Ἡ δέ νηστεία τῶν Χριστουγέννων ἀπό ἑπτά μέρες πού ἦταν, ἔγιναν σαράντα μέρες!

Ἡ νηστεία στήν  παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἀκολουθοῦσε μιά ἀνιοῦσα πορεία· συνεχῶς «ἀναβαθμιζόταν». Στήν ἐποχή μας γίνεται  τό ἀντίθετο! Ἀκολουθεῖται μιά κατιοῦσα πορεία, χωρίς νά ξέρουμε ποῦ θά καταλήξει.  

Ὅμως, ὅταν χαλαρώνεται ἡ νηστεία, χαλαρώνεται καί ἡ εὐλάβεια· ὅπως ἐπίσης, ὅταν χαλαρώνεται ἡ εὐλάβεια,  χαλαρώνεται καί ἡ νηστεία.  Καί ἐμεῖς ἐπιζητοῦμε μέσα ἀπό τή χαλάρωση  μιά ἄνετη, ἄνευ κόπου ὀρθόδοξη πνευματική ζωή.

Χρόνια πρίν, μιά κυρία εἶχε κάνει τάμα νά πάει ξυπόλυτη στό Μοναστήρι τοῦ Προδρόμου Στεμνίτσας (Ἀρκαδίας). Πῆγε βέβαια ξυπόλυτη, ἀλλά καβάλα σ’ἄλογο…!

Καλή Μ. Τεσσαρακοστή.  

https://anastasiosk.blogspot.com/2023/03/blog-post_95.html#more (1/03/2023)

Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον

1.           Ἡ νηστεία εἶναι θεία ἐντολή (Γεν. β’, 16-17). Κατά τόν Μ. Βασίλειον, «συνηλικιῶτίς ἐστι τῆς ἀνθρωπότητος· νηστεία γάρ ἐν τῷ παραδείσῳ ἐνομοθετήθη» (Περί νηστείας, 1, 3. PG 31, 168A). Εἶναι μέγα πνευματικόν ἀγώνισμα καί ἡ κατ’ ἐξοχήν ἔκφρασις τοῦ ἀσκητικοῦ ἰδεώδους τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπαρεγκλίτως στοιχοῦσα εἴς τε τά ἀποστολικά θεσπίσματα καί τούς συνοδικούς κανόνας καί εἰς τήν καθ’ ὅλου πατερικήν παράδοσιν, διεκήρυξε πάντοτε τήν ὑψίστην ἀξίαν τῆς νηστείας διά τόν πνευματικόν βίον τοῦ ἀνθρώπου καί τήν σωτηρίαν αὐτοῦ. Εἰς τόν κύκλον τῆς λατρείας τοῦ ἐνιαυτοῦ τοῦ Κυρίου προβάλλεται ἡ ὅλη περί τῆς νηστείας πατερική παράδοσις καί διδασκαλία διά τήν συνεχῆ καί ἀδιάπτωτον ἐγρήγορσιν τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἐπίδοσιν αὐτοῦ εἰς τούς πνευματικούς ἀγῶνας. Διό καί ὑμνεῖται εἰς τό Τριῴδιον ὡς χάρις πολύφωτος, ὡς ὅπλον ἀκαταμάχητον, ὡς πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή, ὡς καλλίστη τρίβος ἀρετῶν, ὡς τροφή ψυχῆς, ὡς πηγή φιλοσοφίας ἁπάσης, ὡς ἀφθάρτου διαγωγῆς καί ἰσαγγέλου πολιτείας τό μίμημα, ὡς μήτηρ τῶν ἀγαθῶν ἁπάντων καί πασῶν τῶν ἀρετῶν.
2.           Ἡ νηστεία ὡς ἀρχαιότατος θεσμός ἀπαντᾷ ἤδη εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην (Δευτ. θ’, 18. Ἠσ. νη’, 4-10. Ἰωήλ β’, 15. Ἰωνᾶς γ’, 5-7), βεβαιοῦται δέ ὑπό τῆς Καινῆς. Αὐτός ὁ Κύριος ἐνήστευσεν ἐπί τεσσαράκοντα ἡμέρας πρό τῆς ἐνάρξεως τῆς δημοσίας δράσεως αὐτοῦ (Λουκ. δ’, 1-2) καί ἔδωκεν ὁδηγίας ὡς πρός τόν τρόπον ἀσκήσεως τῆς νηστείας (Ματθ. στ’, 16-18). Εἰς τήν Καινήν Διαθήκην γενικώτερον συνιστᾶται ἡ νηστεία ὡς μέσον ἐγκρατείας, μετανοίας καί πνευματικῆς ἀνατάσεως (Μάρκ. α’, 6. Πράξ. ιγ’, 2. ιδ’, 23. Ρωμ. ιδ’, 21). Ἡ Ἐκκλησία, ἀπό τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς, διεκήρυξε τήν ὑψίστην σημασίαν τῆς νηστείας καί ὥρισε τήν Τετάρτην καί τήν Παρασκευήν ὡς ἡμέρας νηστείας (Διδαχή η’, 1), ὡς ἐπίσης καί τήν πρό τοῦ Πάσχα νηστείαν (Εἰρηναῖος Λουγδούνου, ἐν: Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία ε’, 24. PG 20, 497B-508AB). Βεβαίως, εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν πρᾶξιν, τήν ἀνά τούς αἰῶνας μαρτυρουμένην, ὑπῆρξε ποικιλία οὐχί μόνον εἰς τήν ἔκτασιν τῆς νηστείας πρό τοῦ Πάσχα (Διονυσίου Ἀλεξανδρείας, Ἐπιστολή πρός Βασιλείδην ἐπίσκοπον, ΡG 10, 1277), ἀλλά καί ὡς πρός τόν ἀριθμόν καί τό περιεχόμενον τῶν ὑπολοίπων περιόδων νηστείας, αἵτινες διεμορφώθησαν ὑπό τήν ἐπιρροήν ποικίλων παραγόντων, πρωτίστως λειτουργικῶν καί μοναστικῶν, προκειμένου νά συντελῆται μεταξύ ἄλλων καί ἡ κατάλληλος προετοιμασία πρό τῶν μεγάλων ἑορτῶν. Οὕτως, ὁ ἄρρηκτος δεσμός νηστείας καί λατρείας παρέχει τό μέτρον καί τόν σκοπόν τῆς νηστείας καί ἀναδεικνύει τόν πνευματικόν χαρακτῆρα αὐτῆς, διό καί ἅπαντες οἱ πιστοί καλοῦνται νά ἀνταποκριθοῦν, ἕκαστος κατά τήν ἰδίαν αὐτοῦ δύναμιν καί δυνατότητα, χωρίς ὅμως νά παρέχηται καί ἐλευθερία καταφρονήσεως τοῦ ἱεροῦ τούτου θεσμοῦ: «ὅρα μὴ τις σὲ πλανήσῃ ἀπὸ ταύτης τῆς ὁδοῦ τῆς διδαχῆς… Εἰ μὲν γὰρ δύνασαιβαστάσαι ὅλον τὸν ζυγόν τοῦ Κυρίου, τέλειος ἔσει· εἰ δὲ οὐ δύνασαι, ὃ δύνῃ τοῦτο ποίει. Περὶ δὲ τῆς βρώσεως, ὃ δύνασαι, βάστασον» (Διδαχή στ’, 1-3).
3.           Ἡ ἀληθής νηστεία, ὡς πνευματικόν ἀγώνισμα, συνδέεται πρός τήν ἀδιάλειπτον προσευχήν καί τήν εἰλικρινῆ μετάνοιαν. «Μετάνοια χωρὶς νηστείας ἀργή» (Μ. Βασιλείου, Περί νηστείας 1, 3. PG 31, 168A), ὡς ἐπίσης καί νηστεία ἄνευ ἔργων εὐποιΐας εἶναι νεκρά, ἰδίᾳ δέ κατά τήν σύγχρονον ἐποχήν, καθ’ ἥν ἡ ἄνισος καί ἄδικος κατανομή τῶν ἀγαθῶν στερεῖ καί αὐτοῦ τοῦ ἐπιουσίου ἄρτου ὁλοκλήρους λαούς. «Νηστεύοντες ἀδελφοίσωματικῶς, νηστεύσωμεν καὶ πνευματικῶς· λύσωμεν πάντα σύνδεσμον ἀδικίας· διαρρήξωμεν στραγγαλιάς βιαίων συναλλαγμάτων· πᾶσαν συγγραφὴν ἄδικον διασπάσωμεν· δώσωμεν πεινῶσιν ἄρτον, καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἰσαγάγωμεν εἰς οἴκους»(Στιχηρόν, Ἰδιόμελον Τετάρτης, Α’ Ἑβδομάδος Νηστειῶν. Πρβλ. Ἠσαΐου νη’, 6-7). Ἡ νηστεία δέν ἐξαντλεῖται εἰς ἁπλῆν καί τυπικήν ἀποχήν ἔκ τινων μόνον καθωρισμένων τροφῶν. «Οὐ μέντοι ἐξαρκεῖ καθ’ ἑαυτήν ἡ ἀποχὴ βρωμάτων πρὸς τὴν ἐπαινετὴν νηστείαν, ἀλλὰ νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ. Ἀληθὴς νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια νηστεία ἐστὶν ἀληθής. Ἐν τούτοις μὲν ἡ νηστεία καλόν» (Μ. Βασιλείου, Περί νηστείας 2, 7. PG 31, 196D). Ἡ κατά τήν νηστείαν ἀποχή ἔκ τινων καθωρισμένων τροφῶν καί ἡ κατ’ αὐτήν ὀλιγάρκεια, οὐ μόνον κατά τό εἶδος, ἀλλά καί κατά τήν ποσότητα τῶν μεταλαμβανομένων τροφῶν, ἀποτελοῦν τό αἰσθητόν στοιχεῖον τοῦ πνευματικοῦ ἀγωνίσματος. «Ἡ νηστεία ἀποχὴ τροφῆς ἐστι κατὰ τὸ σημαινόμενον. Τροφὴ δὲ οὐδὲν δικαιοτέρους ἡμᾶς ἢ ἀδικωτέρους ἀπεργάζεται· κατὰ δὲ τὸ μυστικὸν δηλοῖ ὅτι, ὥσπερ τοῖς καθ’ ἕνα ἐκ τροφῆς ἡ ζωή, ἡ δὲ ἀτροφία θανάτου σύμβολον, οὕτω καὶ ἡμᾶς τῶν κοσμικῶν νηστεύειν χρή, ἵνα τῷ κόσμῳ ἀποθάνωμεν, καὶ μετὰ τοῦτο, τροφῆς θείας μεταλαβόντες, Θεῷ ζήσωμεν» (Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Ἐκ τῶν Προφητικῶν Ἐκλογαί. ΡG 9, 704D-705A). Oὕτως, ἡ ἀληθής νηστεία ἀναφέρεται εἰς τήν καθ’ ὅλου ἐν Χριστῷ ζωήν τῶν πιστῶν καί κορυφοῦται διά τῆς συμμετοχῆς αὐτῶν εἰς τήν θείαν λατρείαν καί ἰδίᾳ εἰς τό μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
4.           Ἡ τεσσαρακονθήμερος νηστεία τοῦ Κυρίου κατέστη ὑπόδειγμα τῆς νηστείας τῶν πιστῶν, ἡ ὁποία ἐνεργοποιεῖ τήν μετοχήν αὐτῶν εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Κυρίου, ἵνα δι’ αὐτῆς, «ὃ μὴ φυλάξαντες ἀποβεβλήκαμεν, φυλάξαντες ἀπολάβωμεν» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΜΕ’,Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα,28. PG 36, 661C). Ἡ χριστοκεντρική κατανόησις τοῦ πνευματικοῦ χαρακτῆρος τῆς νηστείας, ἰδίᾳ τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, κανών εἰς τήν καθ’ ὅλου πατερικήν παράδοσιν, συγκεφαλαιοῦται χαρακτηριστικῶς ὑπό τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «Ἐάν οὕτω νηστεύῃς, οὐ μόνον συμπάσχων ἔσῃ καὶ συννεκρούμενος, ἀλλὰ καὶ συνανιστάμενος καὶ συμβασιλεύων Χριστῷ εἰς αἰῶνας τοὺς ἀπεράντους· σύμφυτος γὰρ γεγονὼς διὰ τῆς τοιαύτης νηστείας τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, καὶ τῆς ἀναστάσεως κοινωνὸς ἔσῃ καὶ τῆς ἐν αὐτῷ ζωῆς κληρονόμος» (Ὁμιλία ΙΓ’, τῇ Ε’ Κυριακῇ τῶν Νηστειῶν. ΡG 151, 161AB).
5.           Κατά τήν ὀρθόδοξον παράδοσιν, τό μέτρον τῆς πνευματικῆς τελειώσεως εἶναι τό «μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. δ’, 13) καί ἕκαστος ὀφείλει, ἄν θέλῃ νά φθάσῃ εἰς αὐτό, νά ἀγωνισθῇ καί ὑψωθῇ ἀναλόγως. Ἀκριβῶς δέ διά τοῦτο, ἡ ἄσκησις καί ὁ πνευματικός ἀγών δέν ἔχουν τέλος ἐν τῷ παρόντι βίῳ, ὅπως καί ἡ τελειότης τῶν τελείων. Πάντες καλοῦνται νά ἀνταποκρίνωνται, ὅση δύναμις αὐτοῖς, εἰς τάς ἐπιταγάς τοῦ ὀρθοδόξου ὑψηλοῦ μέτρου μέ σκοπόν τήν κατά χάριν θέωσιν. Καί αὐτοί, παρ’ ὅτι πράττουν πάντα τά διατεταγμένα, οὐδέποτε ὑψηλοφρονοῦν, ἀλλ’ ὁμολογοῦν ὅτι «δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὃ ὀφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ’17, 10). Πάντες ἔχουν – κατά τήν ὀρθόδοξον περί πνευματικῆς ζωῆς ἀντίληψιν – χρέος νά μή ἐγκαταλείπουν τόν καλόν τῆς νηστείας ἀγῶνα, ἀλλ’ ἐν αὐτομεμψίᾳ καί συναισθήσει τῆς ταπεινότητος τῆς καταστάσεως αὐτῶν, νά ἐπαφίενται διά τάς παραλείψεις των εἰς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, καθ’ ὅσον Ὀρθόδοξος πνευματική ζωή εἶναι ἀνεπίτευκτος χωρίς τόν πνευματικόν ἀγῶνα τῆς νηστείας.
6.           Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὡς φιλόστοργος μήτηρ, ὥρισε τά εἰς σωτηρίαν συμφέροντα καί προέταξε τούς ἱερούς καιρούς τῆς νηστείας ὡς θεοδώρητον «φυλακτήριον» τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τῶν πιστῶν κατά πάσης ἐπιβουλῆς τοῦ ἀλλοτρίου. Στοιχοῦσα τοῖς θείοις Πατράσι, φυλάσσει, ὡς καί πρότερον, τά ἱερά ἀποστολικά θεσπίσματα, τούς συνοδικούς κανόνας καί τάς ἱεράς παραδόσεις, προβάλλει πάντοτε τάς ἱεράς νηστείας ὡς ἀρίστην ἐν τῇ ἀσκήσει τρίβον πνευματικῆς τελειώσεως καί σωτηρίας τῶν πιστῶν καί κηρύσσει τήν ἀνάγκην τηρήσεως ὑπ’ αὐτῶν τῶν τεταγμένων νηστειῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ τοῦ Κυρίου, ἤτοι τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τῆς Τετάρτης καί τῆς Παρασκευῆς, αἵτινες μαρτυροῦνται ὑπό τῶν ἱερῶν κανόνων, ὡς καί τῶν νηστειῶν τῶν Χριστουγέννων, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, καί τῶν μονοημέρων τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων καί τῆς ἀποτομῆς τῆς τιμίας κεφαλῆς Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, πρός τούτοις δέ καί πασῶν τῶν κατά ποιμαντικήν μέριμναν ὁριζομένων ἑκάστοτε νηστειῶν ἤ τῶν κατά τήν προαίρεσιν τῶν πιστῶν τηρουμένων.
7.           Ἡ Ἐκκλησία ὅμως ἔθετο ἅμα, κατά ποιμαντικήν διάκρισιν, καί ὅρια φιλανθρώπου οἰκονομίας τοῦ καθεστῶτος τῆς νηστείας. Διό καί προέβλεψε τήν δι’ ἀσθένειαν τοῦ σώματος ἤ δι’ ἀδήριτον ἀνάγκην ἤ καί διά τήν χαλεπότητα τῶν καιρῶν ἀνάλογον ἐφαρμογήν τῆς ἀρχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας κατά τήν ὑπεύθυνον κρίσιν καί ποιμαντικήν μέριμναν τοῦ σώματος τῶν ἐπισκόπων τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν.
8.           Εἶναι γεγονός, ὅτι σήμερον πολλοί πιστοί δέν τηροῦν ἁπάσας τάς περί νηστείας διατάξεις, εἴτε ἐξ ὀλιγωρίας εἴτε λόγῳ τῶν ὑπαρχουσῶν συνθηκῶν ζωῆς, οἱαιδήποτε κἄν ὦσιν αὗται. Ἅπασαι ὅμως αἱ περιπτώσεις αὗται τῆς χαλαρώσεως τῶν περί νηστείας ἱερῶν διατάξεων, εἴτε εἶναι γενικώτεραι, εἴτε ἀτομικαί, δέον ὅπως τυγχάνουν τῆς ποιμαντικῆς μερίμνης ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὁ Θεός «οὐ θέλει τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν» (πρβλ. Ἰεζ. λγ’, 11)χωρίς ὅμως νά περιφρονῆται ἡ ἀξία τῆς νηστείας. Ὅθεν διά τούς ἔχοντας δυσκολίαν εἰς τήν τήρησιν τῶν ἰσχυουσῶν περί νηστείας διατάξεων εἴτε ἐκ λόγων ἀτομικῶν (ἀσθένεια, στράτευσις, συνθῆκαι ἐργασίας κ.λπ.) εἴτε γενικωτέρων (εἰδικαί συνθῆκαι ἐπικρατοῦσαι εἴς τινας χώρας ἀπό πλευρᾶς κλίματος, καθώς καί κοινωνικο-οἰκονομικαί ἰδιαιτερότητες τινῶν χωρῶν λ.χ. ἀδυναμία εὑρέσεως νηστησίμων τροφῶν) ἐπαφίεται εἰς τήν διάκρισιν τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νά καθορίσουν τήν φιλάνθρωπον οἰκονομίαν καί ἐπιείκειαν, ἀπαλύνουσαι, κατά τάς εἰδικὰς ταύτας περιπτώσεις, τὸ τυχὸν «στυφόν» τῶν ἱερῶν νηστειῶν. Πάντα δέ ταῦτα ἐντός τῶν πλαισίων τῶν ὡς ἄνω λεχθέντων καί ἐπί τῷ σκοπῷ νά μή ἀτονήσῃ ποσῶς ὁ ἱερός θεσμός τῆς νηστείας. Ἡ φιλάνθρωπος αὕτη συγκατάβασις πρέπει νά ἀσκηθῇ ὑπό τῆς Ἐκκλησίας μετά πάσης φειδοῦς, ὁπωσδήποτε δέ ἐπί τό ἐπιεικέστερον διά τάς νηστείας ἐκείνας, δι’ ἅς δέν ὑπάρχει ὁμοιόμορφος πάντοτε καί εἰς ἁπάσας τάς περιπτώσεις παράδοσις καί πρᾶξις ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. «… Καλόν τὸ νηστεύειν πᾶσαν ἡμέραν, ἀλλ’ ὁ μή ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω. Ἐν τοῖς τοιούτοις οὐ νομοθετεῖν, οὐ βιάζεσθαι, οὐκ ἀναγκαστικῶς ἄγειν τὸ ἐγχειρισθὲν προσήκει ποίμνιον, πειθοῖ δὲ μᾶλλον, καὶ ἠπιότητι, καὶ λόγῳ ἅλατι ἠρτυμένῳ..»(Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Περί τῶν ἁγίων νηστειῶν, 3. PG 95, 68B).
9.           Ἡ πρό τῆς θείας κοινωνίας νηστεία τριῶν ἤ περισσοτέρων ἡμερῶν ἐπαφίεται εἰς τήν εὐλάβειαν τῶν πιστῶν, συμφώνως καί πρός τά λόγια τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου «… μ’ ὅλον ὁποῦ ἀπὸ τοὺς θείους Κανόνας νηστεία πρὸ τῆς Μεταλήψεως οὐ διορίζεται· οἱ δυνάμενοι δὲ νηστεύειν πρὸ αὐτῆς καὶ ὁλόκληρον ἑβδομάδα, καλῶς ποιοῦσι» (Ἑρμηνεία εἰς τὸν κανόνα ιγ’ τῆς Στ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου,Πηδάλιον191). Ὅμως, τό σύνολον τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλει νά τηρῇ τάς ἱεράς νηστείας καί τήν ἀπό μεσονυκτίου ἀσιτίαν προκειμένου νά προσέρχηται τακτικῶς εἰς τήν θείαν Μετάληψιν, ἥτις εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἔκφρασις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀντότητος, νά ἐθισθῇ δέ ὥστε νά νηστεύῃ εἰς ἔνδειξιν μετανοίας, εἰς ἐκπλήρωσιν πνευματικῆς ὑποσχέσεως, πρός ἐπίτευξιν ἱεροῦ τινος σκοποῦ, εἰς καιρούς πειρασμοῦ, ἐν συνδυασμῷ πρός αἰτήματα αὐτοῦ παρά τοῦ Θεοῦ, πρό τοῦ βαπτίσματος (διά τούς προσερχομένους εἰς τό βάπτισμα ἐνηλίκους), πρό τῆς χειροτονίας, εἰς περιπτώσεις ἐπιτιμίων, κατά τάς ἱεράς ἀποδημίας καί εἰς ἄλλας παρομοίας περιστάσεις.

Απόσπασμα από τα επίσημα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου  εις το Κολυμπάρι της Κρήτης  16-25/6/2016. Κεφ. 6. «Η σπουδαιότης της νηστείας και η τήρησις αυτής σήμερον».

ΝΗΣΤΕΙΑ;

π. Εφραὶμ Τριανταφυλλόπουλος

Ἀκοῦστε τὴν ἑξῆς «ἔξυπνη» ἀρλούμπα:

[Τί νὰ τὸ κάνεις νὰ νηστεύεις καὶ νὰ τρῶς τὸν διπλανό σου; Δὲν χρειάζεται ἡ νηστεία. Καλὸς ἄνθρωπος νὰ εἶσαι. Νὰ κοιτᾶς τὰ ἐξερχόμενα, ἄσε τὰ εἰσερχόμενα].

Πόσο ὑποκριτικὸ μήνυμα!

Ποῦ τὰ βρήκατε αὐτά, ἐσεῖς οἱ «καλοὶ ἄνθρωποι», ἀλλὰ μακριὰ ἀπὸ «νηστεῖες καὶ τέτοια»;

1) Νηστεύω γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ Κεῖνος τὸ ἔκανε γιὰ 40 μέρες καὶ μάλιστα, χωρὶς τίποτα νὰ φάει ἢ νὰ πιεῖ, γιὰ νὰ κάνουμε καὶ μεῖς τὸ κατὰ δύναμιν ἔχοντας τὸ ὑπόδειγμα Ἐκείνου.

2) Νηστεύω καὶ ξεφεύγω ἀπὸ τὸν ἐγωπαθὴ ἑαυτό μου γιὰ νὰ κάνω κάτι γιὰ κάποιον Ἄλλο, ποὺ νὰ μοῦ στοιχίσει. Τὸν σκέπτομαι… Τὸ ἔχει ὑπόψη Του καὶ Κεῖνος καὶ ἐπεμβαίνει στὴ ζωή μου.

3) Δὲν νήστεψα στὸν Παράδεισο καὶ τὸν ἔχασα.

4) Δὲν μπορεῖς νὰ νηστέψεις ἀπὸ τὸ κρέας καὶ τὸ γάλα καὶ νηστεύεις ἀπὸ τὰ κακὰ ἔργα καὶ τὶς κακὲς σκέψεις; Πέτυχες τὸ δύσκολο καὶ δὲν μπορεῖς ἢ περιφρονεῖς τὸ εὔκολο; Δὲν μπορεῖς νὰ δαμάσεις τὰ εἰσερχόμενα ὑλικά, καὶ μπορεῖς νὰ δαμάσεις τὰ ἐξερχόμενα πνευματικά; Ποιόν κοροϊδεύεις πλανημένε ἀδελφούλη;

5) Καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὸν ὁποῖο μὲ τόση ἀπαξίωση λέτε ὅτι νηστεύει ἀλλὰ τρώει τὸν διπλανό του, γιατί δὲν κάνετε τὸν καλὸ λογισμὸ ὅτι ἂν δὲν νήστευε μποροῦσε νὰ εἶχε φάει καὶ σᾶς τοὺς ἴδιους, ἀλλὰ ἡ νηστεία ποὺ τόσο περιφρονεῖτε, τὸν «φρέναρε» καὶ σᾶς γλύτωσε; Ἔ; Γιατί;

Καλὴ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ φίλοι καὶ ἀδελφοί μου!

https://anastasiosk.blogspot.com

H τριήμερος τελεία νηστεία, το ‘’τριμέρι’’

Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

Ενθυμούνται οι παλαιότεροι από το σκλαβωμένο χωριό μου τη Ζώδεια, την Ορθόδοξη συνήθεια κάποιοι χωριανοί να τηρούν το λεγόμενο «τριμέρι», κατά τις τρεις πρώτες μέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Από τη Μεγάλη Δευτέρα έκαναν τριήμερη νηστεία, χωρίς φαγητό και νερό. Η ευλογημένη αυτή Ορθόδοξη συνήθεια εφαρμόζεται σήμερα κυρίως σε Μοναστήρια. 
 
Αυτοί οι ευλογημένοι άνθρωποι δεν ήθελαν να διαφέρουν από τους υπόλοιπους συγχωριανούς. Μαζί στα χωράφια δούλευαν, γιατί αυτή ήταν και η κύρια ασχολία των, αχάραδα (πριν χαράξει δηλ. πριν ανατείλει ο ήλιος), δούλευαν μέχρι το σούρουπο, χωρίς να επαίρονται για την προσπάθειά τους. Μόνο που στο μικρό καφενείο του χωριού δεν πήγαιναν καθόλου. Την Τετάρτη της Καθαρής Εβδομάδας κατά το σούρουπο, οι υπόλοιποι χωριανοί περίμεναν τους «τριμερίτες», που αυτές τις μέρες απουσίαζαν για να τους κεράσουν τσάϊ. Φυσικά και οι υπόλοιποι νήστευαν, αλλά το “τριμέρι” λίγοι το τηρούσαν.
 
Οι ευλογημένοι αυτοί άνθρωποι ταίριαζαν την νηστεία με τις άλλες χριστιανικές αρετές. Αυτό που ψάλλομε «Της Νηστείας τη θεία απαρχή», ήταν κανών ζωής και για την άσκηση των άλλων χριστιανικών αρετών.

https://anastasiosk.blogspot.com