ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ & ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Ευαγγελισμός της Θεοτόκου – Επανάσταση του ‘21: Δύο επαναστάσεις της Ορθόδοξης Πίστης – Ένα κοινό σύνθημα για Ελευθερία!

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είναι το πιο χαρμόσυνο μήνυμα της ανθρωπότητας, άλλα και ο πνευματικός οδηγός της επανάστασης του 1821

Συντάκτης: Ελευθέριος Ανδρώνης

Μεγάλη η σοφία της ελληνικής φυλής να εορτάζει δύο μεγάλες επαναστάσεις μαζί, μια πνευματική και μία εθνική, που στην ουσία της είναι κι εκείνη πνευματική. Η 25η Μαρτίου 1821, ημέρα κήρυξης της ελληνικής επανάστασης «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία», και ημέρα του Ευαγγελισμού.

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είναι η απαρχή της μεγαλύτερης επανάστασης που γνώρισε η ανθρωπότητα. Αυτήν την επανάσταση είχε ως πυξίδα και οδηγό ο ιερός αγώνας της Ελληνορθοδοξίας για να ξεκινήσει το έπος του 1821.

Ο Ευαγγελισμός είναι η χαρμόσυνη είδηση που δόθηκε από τον αρχάγγελο Γαβριήλ προς τη Μαριάμ, για την επικείμενη γέννηση του Ιησού Χριστού, του Θεανθρώπου που σαρκώθηκε για να θέσει σε εφαρμογή το πάνσοφο σχέδιο Του, και ξεκίνησε μια εσωτερική επανάσταση μέσα στις ψυχές, ένα ξεσήκωμα απέναντι στην τυραννία των παθών και τον ζυγό της αμαρτίας, που είναι τα αληθινά αίτια κάθε σκλαβιάς και δυστυχίας.

«Μη φοβού, Μαριάμ- εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ. και ιδού σύλληψη εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το άνομα αυτού Ιησούν. ούτος έσται μέγας και υιός υψίστου κληθήσεται, και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον αυτού του πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος».

Αυτό είναι το μεγάλο σύνθημα του αρχάγγελου Γαβριήλ, η προαναγγελία της επανάστασης απέναντι στο κράτος του θανάτου και του διαβόλου, το σάλπισμα που προμηνύει την απολύτρωση του ανθρώπου από τη συμφορά του Αδαμιαίου θρήνου. Ο Χριστός σήκωσε ολόκληρη την ανθρωπότητα επάνω στον σταυρό Του και άνοιξε τον δρόμο της σωτηρίας. Και ως νέος Αδάμ, έβαλε το θεμέλιο για την αρχή μιας νέας δημιουργίας, την περίοδο της Χάριτος.

«Σήμερον της σωτηρίας ημών το κεφάλαιον και τού απ ‘ αιώνος μυστηρίου ή φανέρωσις ο Υιός τού Θεού Υιός τής Παρθένου γίνεται και Γαβριήλ την χάριν ευαγγελίζεται. Διό και ημείς συν αυτώ τη Θεοτόκω βοήσωμεν, Χαίρε, Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου».

Σήμερα είναι η κυριότερη μέρα της σωτηρίας μας και η φανέρωση του Μυστηρίου, πού ήταν από πολλά χρόνια κρυμμένο: Ο Υιός του Θεού θα γίνει άνθρωπος, Υιός της Παρθένου Μαρίας και ο αρχάγγελος Γαβριήλ αυτό το πασίχαρο μήνυμα φέρνει. Γι’ αυτό και εμείς μαζί μ’ αυτόν ας πούμε ζωηρά στην Παναγία: χαίρε, Κεχαριτωμένη, ο Κύριος είναι μαζί σου, λέει το χαρμόσυνο Απολυτίκιο του Ευαγγελισμού.

Η κυριότερη ημέρα για το σχέδιο σωτηρίας του ανθρώπου, έγινε και κυριότερη ημέρα για τη σωτηρία και την παλιγγενεσία ενός Έθνους. Χαράς ευαγγέλιο ο ερχομός του Χριστού, χαράς ευαγγέλιο και το ξεσήκωμα του ελληνικού λαού που Τον δόξασε όσο κανένας άλλος. Στο τέλος του δρόμου, η Ανάσταση του Θεανθρώπου, άλλα και η ανάσταση ενός ολόκληρου Έθνους που η Εσπερία είχε για πεθαμένο. Λοιπόν, δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο ταιριαστή μέρα για την επανάσταση του βασανισμένου και καταπιεσμένου ραγιά, από τη μέρα του Ευαγγελισμού.

Αγώνας για την Ορθόδοξη πίστη

Μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς, για μια ακόμη φορά η Ρωμιοσύνη αποφάσισε να δώσει αγώνα υπέρ πίστεως και πατρίδος βάζοντας ως αιχμή του απελευθερωτικού αγώνα την χάρη της Παναγίας, όπως είχε κάνει και στο ένδοξο Βυζαντινό παρελθόν, τότε που θριάμβευε κάτω από τη σκέπη της Υπέρμαχου Στρατηγού. Νεκραναστήθηκε στις ψυχές των αγωνιστών το υπερκόσμιο μήνυμα του «εν τούτω νίκα», και ο σταυρός μπήκε μπροστάρης σε όλα τα πεδία των μαχών. Και έτσι μια χούφτα Έλληνες ταπείνωναν μιλιούνια Τούρκων.

Απλοϊκοί άνθρωποι οι αγωνιστές του ‘21, κι όμως είχαν χαραγμένο στη συνείδηση πως δεν νοείται απελευθερωτικός αγώνας, χωρίς αγώνα πίστεως και χωρίς άνωθεν ευλογία. Η πίστη στον Θεό και στην Πατρίδα ήταν αδιαίρετη. Δεν μπορούσε κανείς να διανοηθεί το ένα δίχως το άλλο. Η επανάσταση ήταν πάνω απ’ όλα ξεσηκωμός της Ορθοδοξίας, απέναντι στην μουσουλμανική τυραννία. Ήταν η ύστατη προσπάθεια του Έλληνα να προστατέψει την πίστη του από το θρησκευτικό σκότος των Αγαρηνών.

Με αυτήν την ευλογία του μηνύματος του Ευαγγελισμού, ξεκίνησε το θαύμα της Επανάστασης. Γι’ αυτό η Επανάσταση του ‘21 διαφέρει παρασάγγας από κάθε άλλη επανάσταση της παγκόσμιας ιστορίας, που πάντοτε είχε κίνητρα ταξικά, κοινωνικά ή φυλετικά. Είναι βέβαιο πως αν η ελευθερία του ανθρώπου δεν συνοδεύεται από ελευθερία του πνεύματος, γρήγορα καταλήγει πάλι σε νέες μορφές σκλαβιάς. Δουλεία σε συμφέροντα, αιχμαλωσία σε εσωτερικές έριδες, υποταγή στη διαφθορά ή σκλάβωμα από νέους κατακτητές, φανερούς ή αφανείς.

Το βλέπουμε στην εποχή μας, και ειδικά στη βαβυλωνία της Δύσης όπου οι «ελευθερίες» είναι περισσότερες από ποτέ και παράλληλα οι αλυσίδες που ζώνουν τον άνθρωπο είναι πιο πολλές και πιο σφιχτοδεμένες από κάθε άλλη εποχή. Διότι δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία χωρίς αλήθεια, και κυρίως χωρίς την Αυτοαλήθεια, που είναι ο Χριστός.

Ο συγκλονιστικός όρκος του Ιερού Λόχου που ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και ξεκίνησε την επανάσταση στην Μολδοβλαχία, δείχνει σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια την αναντίρρητη αλήθεια πως οι Έλληνες αποφάσισαν να χύσουν το αίμα τους για την πίστη και την πατρίδα ταυτόχρονα, και πως δεν θα μπορούσε να νοηθεί επανάσταση χωρίς την χάρη της Ορθοδοξίας.

«Ως Χριστιανός ορθόδοξος και υιός της ημετέρας Καθολικής Εκκλησίας, ορκίζομαι στο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Αγίας Τριάδας να μείνω πιστός εις την Πατρίδα μου και εις την Θρησκείαν μου.

Ορκίζομαι να ενωθώ με όλους τους αδελφούς μου Χριστιανούς δια την ελευθερίαν της Πατρίδος μας.

Ορκίζομαι να χύσω και αυτήν την υστέραν ρανίδα του αίματός μου υπέρ της θρησκείας και Πατρίδος μου.

Να αποθάνω μετά των αδελφών μου υπέρ της Ελευθερίας της Πατρίδος και της Θρησκείας μου…»

Έτσι ξεκινούσε, αυτός ο φοβερός όρκος. Με αυτό το πύρινο πνεύμα ρίχτηκαν στη μάχη και αψήφησαν τον θάνατο οι Έλληνες.

Οι ήρωες του ’21 ήταν πεπεισμένοι ότι η μοναδική εγγύηση της επιτυχούς έκβασης του αγώνα τους, ο μοναδικός τρόπος για να ολοκληρωθεί αυτό το θαύμα ήταν η βοήθεια του Τριαδικού Θεού, της Υπεραγίας Θεοτόκου και όλων των Αγίων. Σε αυτό πίστεψαν, αυτό υπηρέτησαν με όλη τη δύναμη της ψυχής τους και έτσι νίκησαν. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά.

Ας ακούσουμε το μήνυμα τους με καθαρή καρδιά και ας το κρατάμε σαν φάρο φωτεινό απέναντι στο μηδενιστικό πνεύμα της εποχής μας, που ζητά να ισοπεδώσει όλα τα ιερά νοήματα που κρατούν αθάνατο το πνεύμα της ευλογημένης Ελλάδας.

sportime.gr,25 Μαρτίου 2023

Advertisement

Χαῖρε, ὀσφράδιον τοῦ πάντων Βασιλέως

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος

Ἀληθινὰ στολίδια τοῦ λόγου ἀποτελοῦν πράγματι οἱ λέξεις καὶ οἱ φράσεις μὲ τὶς ὁποῖες ὁ ὑμνογράφος τοῦ Κανόνος τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου κοσμεῖ τὴν Παναγία Μητέρα μας: «ἔμψυχος βίβλος, τράπεζα, Παράδεισος», «ζῶσα καὶ ἄφθονος πηγή», «χώρα ἀνήροτος» (=ἀκαλλιέργητος, λόγῳ τῆς Παρθενίας της), «πύλη καὶ θύρα τοῦ Παραδείσου», «θρόνος πύρινος», «ὄρος πῖον καὶ τετυρωμένον» (=συμπαγὲς καὶ στερεό), «γέφυρα καὶ κλίμαξ», «οὐρανὸς καὶ πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν», «νυμφὼν καὶ παστάς τοῦ Λόγου», «ἄμπελος ἀληθινή» εἶναι μερικὲς μόνον ἀπὸ τὶς ὑπέροχες ποιητικὲς συλλήψεις τοῦ ἐμπνευσμένου δημιουργοῦ τοῦ Κανόνος στὴν προσπάθειά του νὰ ἀποδώσῃ τὸ ἀσύγκριτο μεγαλεῖο τῆς παρθενικῆς δόξης καὶ τὴν ἀνεκτίμητη προσφορά της στὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

Εἶναι γνωστὴ ἄλλωστε ἡ τακτικὴ τῶν ποιητῶν, ἀπὸ τὸν Ὅμηρο κιόλας, νὰ χρησιμοποιοῦν γιὰ τὴν περιγραφή τους οἰκεῖες ἀπὸ τὴν φύση εἰκόνες, ὥστε νὰ ἐπιτυγχάνουν μεγαλύτερο αἰσθητικὸ ἀποτέλεσμα καὶ νὰ καθιστοῦν τὸ περιγραφόμενο πιὸ προσιτὸ στὸ «κοινό» των.

Εἶναι ὡστόσο ἀξιοθαύμαστο ὅτι, παρ’ ὅλον ὅτι ὁ ὑμνογράφος ἐξαντλεῖ σχεδὸν τὶς ἀναφορές του στὴν φύση, προκειμένου νὰ ζωντανέψῃ καλύτερα τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στὰ μάτια μας, ὁμολογεῖ ἐν τέλει ὅτι «ῥητορεύουσα οὐ σθένει γλῶσσα, Δέσποινα, ὑμνολογῆσαί σε». Παραδέχεται κοινῶς ὅτι καὶ ὁ πλέον δεινὸς ρήτορας καὶ ὁ πλέον θεόπνευστος ὕμνος «ἡττῶνται» στὴν ἀπόδοση τοῦ μυστηρίου τῆς θεϊκῆς συλλήψεως ἀλλὰ καὶ στὴν περιγραφὴ τῆς παρθενικῆς μεγαλειότητος.

Σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐξαίρετες αὐτὲς περιγραφές του ὁ ὑμνογράφος καλεῖ τὴν Παρθένο «ὀσφράδιον τοῦ πάντων Βασιλέως», δηλ. ἄρωμα, εὐωδία τοῦ Βασιλιά τῶν ὅλων Χριστοῦ. Ὡς γνωστὸν τὸ ὀσφράδιον ἦταν ἀρωματικὸ φυτὸ ἤ οὐσία ποὺ ἔφεραν μαζί των οἱ βασιλεῖς στὸ Βυζάντιο, ὅταν εἰσέρχονταν στὸ «ἱπποφόρβιον», στὸν στάβλο τῶν ζώων, γιὰ νὰ ἀντέξουν τὴν δυσοσμία τοῦ χώρου. Ἐπίσης εἶχε ἰατρικὴ χρήση, καθ’ ὅτι, λόγῳ τῆς ἔντονης καὶ εὐχάριστης μυρωδιᾶς του, ἐχρησιμοποιεῖτο γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ τῶν λιποθυμισμένων!

«Ὀσφράδιον» λοιπὸν ἀποκαλεῖται ἡ Παναγία μας, φυτὸ ἀρωματικὸ καὶ εὐωδιαστὸ ποὺ ἀνέπεμψε τὴν εὐωδία του καὶ σκόρπισε τὸ ἄρωμά του μέσα σὲ ἕνα ῥυπαρὸ περιβάλλον, ὅπου βλάστησε καὶ ἄνθισε. Ἀλλὰ πῶς κατάφερε, ἀλήθεια, ἡ Παναγία μας νὰ εὐωδιάσῃ στὸ δύσοσμο καὶ κακόφημο περιβάλλον τῆς Ναζαρέτ; («ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;» Ἰωάν., Α’ 46). Οἱ σύγχρονοι παιδαγωγοὶ ποὺ ἐξαίρουν -ὀρθῶς- τὴν σημασία τοῦ περιβάλλοντος γιὰ τὴν ἀνατροφὴ καὶ τὴν ἐξέλιξη τοῦ νέου ἀνθρώπου θὰ δυσκολεύονταν σίγουρα νὰ δώσουν μιὰν ἀπάντηση!

Ἦταν μάλιστα τόσο μεγάλη ἡ διαφθορὰ καὶ τόσο προχωρημένη ἡ σήψη καὶ στὴν μικρὴ Ναζαρὲτ καὶ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Παλαιστίνης τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὥστε δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος καθαρὸς νὰ ἐνεργήσῃ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων! Καὶ αὐτὸ δὲν ἦταν καθόλου ὑπερβολή, ἐὰν σκεφτοῦμε τὴν κατάσταση ποὺ περιγράφουν οἱ Εὐαγγελιστὲς καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τὴν παρανομία, τὴν ἀσωτεία, τὴν πορνεία καὶ τὶς ἄλλες ἠθικὲς παρεκτροπές, μὲ τὶς ὁποῖες βρέθηκε ἀντιμέτωπος ὁ Κύριος.

Ζώντας μέσα στὶς πραγματικὰ ἀντίξοες αὐτὲς συνθῆκες, πῶς μπόρεσε ἀλήθεια ἡ Μαριὰμ νὰ μὴν παρασυρθῆ καὶ νὰ διατηρηθῆ μακρυὰ ἀπὸ τὶς κακές ἐπιρροές; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἡ Παναγία ἔζησε μέσα στὸν κόσμο ἀλλὰ δὲν ὑπῆρξε μία «ἐκ τοῦ κόσμου», δὲν ἐπηρεάστηκε δηλαδὴ ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας. Σὲ αὐτὸ συνετέλεσαν ἀσφαλῶς τὸ οἰκογενειακό της περιβάλλον καὶ τὸ παράδειγμα τῶν εὐσεβῶν καὶ συνετῶν γονέων της, ὅσο καὶ ἡ φροντίδα των νὰ ἐξασφαλίσουν γιὰ τὸ παιδί των ἕνα ἀντίστοιχο περιβάλλον, ὅταν πλέον ἐκεῖνοι θὰ εἶχαν φύγει ἀπὸ τὴν ζωή. Γι’ αὐτὸ μεταφύτευσαν τὸ βλαστάρι των στὸ πλέον κατάλληλο γιὰ τὸ μεγάλωμά του ὑγιὲς περιβάλλον τοῦ «οἴκου τοῦ Κυρίου», ὅπου ἡ Παναγία διατήρησε καὶ αὔξησε τὶς καλὲς συνήθειες τοῦ σπιτιοῦ της, τὴν προσευχή, τὴν νηστεία καὶ τὰ ἔργα ἐλέους, μὲ ἀποτέλεσμα ὄχι μόνον νὰ μὴν διαφθαρῆ ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς κακὲς συνθῆκες ἀλλὰ καὶ νὰ ἀνθίσῃ καὶ νὰ καρποφορήσῃ ἀκόμα περισσότερο.

Ἔτσι τὸ ἄρωμα ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὰ καλά της ἔργα ἀναδύθηκε «εἰς τὰ ἄνω» καὶ ἡ πνευματική της εὐωδία συγ-κίνησε τὸν οὐράνιο Πατέρα, ὥστε νὰ τὴν ἐπιλέξῃ ὡς Μητέρα τοῦ Κυρίου καὶ ὄχημα τῆς δικῆς μας σωτηρίας. «Δὲν εἶχε ἐκείνη ἡ γενεὰ τῶν ἀνθρώπων κανέναν ἰσάξιο μὲ τὴν καθαρότητα τῆς Μαρίας, γιὰ νὰ δεχθῆ τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Μέγας Βασίλειος). Ἡ καθαρότητα καὶ ἡ ἁγνότητά της ἀλλὰ πρὸ πάντων ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ὑπακοή της στὸ θέλημα τοῦ Οὐρανοῦ εὐαρέστησαν στὸν Θεὸ καὶ προσέλκυσαν τὴν θεία χάρη στὸ πρόσωπό της.

Ἑπομένως, ἐὰν ἡ Παναγία μπόρεσε μὲ τὸν δικό της προσωπικὸ ἀγῶνα καὶ τὴν συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ διατηρήσῃ τὴν εὐοσμία της σὲ ὅλη τὴν ἐπίγεια πορεία της καὶ νὰ καλύψῃ μὲ τὸ ἄρωμα τῆς ψυχῆς της καὶ τὴν ἁγνότητα τοῦ σώματός της τὴν δυσοσμία τοῦ κόσμου τῆς ἁμαρτίας, ἐμεῖς ἄραγε δὲν μποροῦμε νὰ κάνωμε τὸ ἴδιο στὴν ἐποχή μας; Μήπως καὶ ὁ δικός μας κόσμος δὲν ὄζει ἀπὸ τὶς ποικίλες δυσοσμίες καὶ δὲν βρίθει ἀπὸ παράνομα ἔργα καὶ ἀσεβεῖς πράξεις; Πῶς θὰ μπορέσωμε ὅμως νὰ ζήσωμε μέσα σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ νὰ ἀντέξωμε τὴν δυσοσμία του, ἐὰν δὲν καταστοῦμε καὶ ἐμεῖς «ὀσφράδια», ὅπως ἡ Παναγία; Ἐὰν δὲν ξεῥιζώσωμε τὸ μεγαλύτερο καρκίνωμα, τὸ ἐγώ μας, καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους κακοήθεις ὄγκους τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ἀρρωσταίνουν τὴν ψυχή καὶ τὸ σῶμα μας;

Ἐὰν δὲν εὐωδιάσωμε οἱ ἴδιοι ἐσωτερικά, ὥστε τὸ ἄρωμά μας νὰ διαχυθῆ στὸν ἔξω κόσμο καὶ νὰ τὸν ἀρωματίσῃ, πῶς θὰ ὑπομείνωμε τὴν ὅλο καὶ αὐξανόμενη δυσωδία γύρω μας; Ἐὰν δὲν κατευθυνθῆ ἡ προσευχή μας ὡς θυμίαμα πρὸς τὸν Οὐρανό, πῶς θὰ προσελκύσωμε τὴν χάρη Του; Ἐὰν δὲν ἐξαγορευτοῦμε τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ ἐὰν δὲν κοινωνήσωμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου μας «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον», πῶς θὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὸν βόρβορο καὶ τὴν σαπίλα ποὺ μᾶς πνίγει; Ἀπὸ ποῦ θὰ ἀντλήσωμε δύναμη καὶ πῶς θὰ τραφοῦμε, ἐὰν ὄχι ἀπὸ τὶς πλουσιοπάροχες δωρεές Του;

Ἐὰν δὲν θέλωμε νὰ μαραθοῦμε πνευματικὰ καὶ σωματικά, δὲν ἔχομε παρὰ νὰ ἀκολουθήσωμε τὸν δρόμο τῆς Παναγίας μας, ἐκείνης ποὺ ἔγινε «τὸ ρόδον τὸ ἀμάραντον», «τὸ μῆλον τὸ εὔοσμον» καὶ «τὸ ἡδύπνοον κρίνον». Νὰ γίνωμε καὶ ἐμεῖς «Χριστοῦ εὐωδία», ποὺ θὰ ἀναβλύζωμε ἄρωμα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς μετανοημένης μας ψυχῆς, ὥστε νὰ διαχέεται ἔξω μας καὶ γύρω μας ἡ εὐχάριστη μοσχοβολιὰ ποὺ θὰ εἶναι τόσο δυνατὴ καὶ ἔντονη, ὥστε νὰ ὑπερκαλύπτῃ τὶς δυσώδεις ἀποφορὲς τοῦ κόσμου.

Ἔτσι, ἀναζωογονημένοι ἀπὸ τὶς πνευματικὲς ὀσμὲς καὶ ἀπὸ τὶς φυσικὲς μοσχοβολιὲς ποὺ σκορπίζονται στὴν ἀτμόσφαιρα αὐτὴν τὴν περίοδο, θὰ φθάσωμε καὶ στὴν εὐωδία τῆς ἄλλης, τῆς ἀναστημένης ζωῆς, ποὺ εἴθε νὰ μᾶς συμπαρασύρῃ ὅλους στὰ μεθυστικά της ἀρώματα. Γένοιτο!

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (3ο)

Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Δαιμονισμένος καί δαιμονικό φρόνημα

Ὁ δαιμονισμένος ἄνθρωπος πού μᾶς περιέγραψε ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος, ὑπέφερε κυριολεκτικά ἀπό τή βαρβαρότητα τοῦ σατανᾶ, πού «φιλοξενοῦσε» μέσα του. Τόν πετοῦσε στή φωτιά γιά νά τόν κάψει, στό νερό γιά νά τόν πνίξει καί ἄλλα πολλά καί φοβερά! Ὅμως ὁ δαιμονισμένος ὅταν δέν βρίσκεται σέ «κρίση», μπορεῖ νά ἀγωνίζεται γιά τή σωτηρία του, νά προσεύχεται, νά ἐκκλησιάζεται, νά ἐξομολογεῖται, νά κοινωνεῖ, κάτι πού δέν κάνει αὐτός πού εἶναι «ἄπιστος καί διεστραμμένος» (Μτ.17:17). Πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι καλύτερα ἄνθρωπος δαιμονισμένος, παρά  «ἄπιστος καί διεστραμμένος», παρά ἄνθρωπος πού  ἔχει φρόνημα, νοῦ, σκεπτικό τοῦ διαβόλου! Ἄλλον, λοιπόν, δαιμονισμένο νά φοβόμαστε καί νά λυπούμαστε!

«Πές τό ἅγιος Θεός» εἶπαν σέ ἕνα διάβολο. Τό εἶπε. «Πές τό ἅγιος Ἰσχυρός», τό εἶπε. Πές τό «Ἅγιος Ἀθάνατος». Τό εἶπε. «Πές καί τό ἐλέησον ἡμᾶς!». «Ὄχι, δέν τό λέω!». Δέν ἤθελε νά ζητήσει τό ἔλεος τοῦ Κυρίου, γιατί δέν ἤθελε τή σωτηρία του. Εἶναι ταυτισμένος μέ τό θάνατο. Κάτι ἀνάλογο μπορεῖ νά συμβεῖ καί μέ τόν ἄνθρωπο: Νά μή νοιάζεται καί αὐτός οὔτε στό ἐλάχιστο γιά τή σωτηρία του· νά ἔχει διαβολικό φρόνημα. «Ὅταν οἱ δαίμονες κυριαρχήσουν στήν ψυχή μας καί μᾶς σκοτίσουν τόν νοῦ, δέν ὑπάρχει πλέον σέ ἐμᾶς τούς ἀθλίους οὔτε ἐπαγρύπνηση, οὔτε διάκριση, οὔτε αὐτογνωσία, οὔτε ντροπή, ἀλλά ἀναισθησία, τυφλότητα, ἀναλγησία (= ἀσπλαγχνία, σκληροκαρδία) (Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Λόγος 26: 7). Εἶναι ὅ,τι τό χειρότερο μπορεῖ νά κάνει ὁ διάβολος στόν ἄνθρωπο! Μέ ἄλλα λόγια, εἶναι καλύτερα νά σοῦ ἐμφανισθεῖ πρός στιγμή ὁ διάβολος μπροστά σου, αὐτοπροσώπως καί νά σέ κατατρομάξει, παρά νά ἀποκτήσεις τό φρόνημά του. Εἶναι ἀκόμα καλύτερα νά εἰσέλθει (ὁ διάβολος) μέσα στό σῶμα σου, νά γίνεις «δαιμονισμένος» καί νά βασανίζεσαι, ὅπως βασανίζονταν οἱ δαιμονισμένοι πού περιγράφονται στά Ἅγια Εὐαγγέλια ( Μτ. 8:28. Μκ. 9:18. Λκ. 8:29) παρά νά γίνεις ὅμοιος μέ αὐτόν στό «μυαλό» καί στήν «καρδιά».[1]

Αὐτό τό φρόνημα τό ἀποκτοῦν, ὅσοι ὑπηρετοῦν τό διάβολο (μέ τίς βαριές ἁμαρτίες καθώς ἐπίσης μέ τό ξεμάτιασμα, μέ τά μάγια, μέ τά μέντιουμ, εἴτε ἀκόμα μέ τήν ἁπλῆ παρακολούθηση διαφόρων σατανικῶν παιγνιδιῶν κ.λ.π.). Τό ἀποκτοῦν ἀκόμα καί ὅσοι (φεῦ!) ἐργάζονται στήν Ἐκκλησία, χωρίς συναίσθηση καί φόβο, καί πρωτίστως ὅσοι κοινωνοῦν ἀνάξια!   Μάλιστα δέ, ὁ πιό εὔκολος δρόμος γιά νά εἰσέλθει ὁ διάβολος στήν ψυχή τοῦ χριστιανοῦ, εἶναι ἡ ἀνάξια συμμετοχή του στή Θεία Εὐχαριστία· «τοῖς ἀναξίως μετέχουσι τούτοις μάλιστα ἐπιπηδᾶ καί ἐπιβαίνει συνεχῶς ὁ διάβολος» (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἰς τήν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα Α΄ P.G: 49: 380). Παράδειγμα ὁ Ἰούδας: Μόλις κοινώνησε «ἐμπῆκε μέσα του ὁ σατα­νᾶς!» (Ἰω. 13:27)· Ἡ ψυχή του παραδό­θηκε ἐξ ὁλοκλήρου στή «διαχείριση» τοῦ σατανᾶ, ἀποκτώντας ἔτσι «νοῦ», φρόνημα δια­βόλου! Μιά φορά κοινώνησε ἀνάξια, καί ὅμως ὁ διάβολος ἅρπαξε τήν εὐκαιρία καί μπῆκε μέσα του καί τόν νέκρωσε παντελῶς! Ἄν κοινωνοῦσε καί δεύτερη καί τρίτη φορά κ.ο.κ., σκεφθεῖτε πόσο πιό πολύ θά δαιμονιζόταν καί θά νεκρωνόταν ἡ ψυχή του! Σκε­φθεῖτε τώρα πόσο (φεῦ!) «δαιμονίζεται», νεκρώ­νεται, ἀλλοτριώνεται, διαστρέφεται ὁ ὁποιοσδή­ποτε ἤ λαϊκός ἤ μοναχός ἤ διάκονος ἤ ἱερέας ἤ ἀρχιερέας πού πάλιν καί πολλάκις κοινωνεῖ ἀνάξια!

Τό ἴδιο (ἀλλά  σέ λιγότερο βαθμό) ἰσχύει καί ὅταν «μεταχειριζόμαστε» ἀνάξια καί τά ἄλλα «Ἅγια» τῆς Ἐκκλησίας: Ὅταν μπαίνουμε στόν πανάγιο Οἶκο τοῦ Κυρίου μέ τήν ἴδια «εὐλάβεια», πού μπαίνουμε καί σέ ἕνα  super market· ὅταν ἐργαζόμαστε μέσα στόν ἱερό χῶρο τῆς ἐκκλησίας μέ τήν ἴδια ἄνεση, πού δουλεύουμε καί σέ ἕνα cafe bar· ὅταν παρακαλουθοῦμε τό πιό κορυφαῖο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας, τή Θεία Λειτουργία, χωρίς φόβο Θεοῦ· ὅταν, ὅταν, ὅταν· τότε ἀνοίγουμε τήν πόρτα στήν ψυχῆς μας στό διάβολο! Καί αὐτός ἁρπάζει τήν χρυσῆ αὐτή εὐκαιρία, καί εἰσέρχεται μέσα μας! Ἀποκτώντας ἔτσι καί ἐμεῖς πού κινούμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία, φρόνημα διαβόλου! Μέ ἀποτέλεσμα νά μήν νοιαζόμαστε καθόλου γιά τήν ψυχή μας καί γιά  τήν σωτηρία μας! (Ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅτι, τό « ὤ γενεά ἄπιστη καί διεστραμμένη» (Μτ. 17:17), καθώς ἐπίσης καί τά φοβερά «οὐαί» (Μτ. 23:13-33) εἰπώθησαν στούς γραμματεῖς καί φαρισαίους πού ὑπηρετοῦσαν τό Θεό!). «Ποτέ δέν σᾶς γνώρισα σάν δικούς Μου. Χαθῆτε ἀπό μπροστά Μου. Γιατί σεῖς στήν πραγματικότητα ὑπηρετούσατε τήν ἀνομία» (Μτ. 7:23. Λκ. 13:27), θά μᾶς εἰπεῖ ὁ Κύριος ἀνήμερα τῆς Κρίσεως! «Στῶμεν, καλῶς, στῶμεν μετά φόβου», πρός σωτηρία τῶν ψυχῶν ἡμῶν!

[1] «Νά τόν παραδώσουμε στό Σατανᾶ, γιά νά βασανισθεῖ τό σῶμα του, ὥστε νά σωθεῖ τό πνεῦμα του», εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τόν αἱμομίκτη τῆς Κορίνθου  (Α΄ Κορ. 5:5). Πρᾶγμα πού σημαίνει, ὅτι οἱ δαιμονισμένοι ἐπειδή βασανίζονται σωματικά ἀπό τό διάβολο, θά ἔχουν ἔλεος ἀπό τόν Κύριο! Γι’αὐτό καί μερικοί ἀπό τούς Ὁσίους μας Πατέρες, ἀπό τή μεγάλη τους ταπείνωση, εὔχονταν νά δαιμονισθοῦν, γιά νά ἔχουν ἔλεος ἀπό τόν Κύριο!

Δ΄ ΣΤΑΣΙΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΩΝ

Ὁ νοητὸς Ἥλιος

«Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ Ἡλίου» (Ἀκαθ. ὕμν. Φ1α΄)

Ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία ἡ Ὀρθόδοξος ἔχει  θησαυροὺς  ἀνεκτιμήτους. Εἶνε τὰ ἅγια βιβλία ποὺ κρατοῦν οἱ ψάλτες μας· εἶνε τὰ τροπάρια, τὰ ἀπολυτίκια, οἱ καταβασίες, τὰ ὑπέροχα αὐτὰ ποιήματα. Ἕνας τέτοιος θησαυρὸς εἶνε καὶ ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, ποίημα ποὺ συγκινεῖ τὶς ψυχὲς τῶν ὀρθοδόξων. Εἶνε ἕνα στέμμα, μιὰ χρυσῆ ἁλυσίδα, ἕνα περιδέραιο μὲ πολύτιμα πετράδια, ποὺ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία προσφέρει στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Πετράδια εἶνε τὰ «χαῖρε» ποὺ ἀκοῦμε. Ἑκατὸν σαραντατέσσερα (144) τέτοια πετράδια ἔχει ὁ ὕμνος. Ἀπὸ αὐτὰ θὰ σᾶς  παρουσιάσω  ἕνα. Εἶνε ὁ χαιρετισμὸς «Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ Ἡλίου» (Ἀκαθ. ὕμν. Φ 1).

Τί θέλει νὰ ἐκφράσῃ ὁ ποιητὴς μὲ τὸν χαιρετισμὸ αὐτό; Ὁ ἀνώνυμος ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου, γεμᾶτος θαυμασμὸ γιὰ τὸ ἀσύγκριτο μεγαλεῖο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ εἶνε τὸ τιμιώτερο κτίσμα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνο ποὺ ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἄλλα ἀντανακλᾷ λαμπρότερα τὸ φῶς του, ζητεῖ μιὰ εἰκόνα, ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὸ φυσικὸ κόσμο· καὶ ὡς κατάλληλη εἰκόνα διαλέγει τὸν ἥλιο μὲ τὶς ἀκτῖνες του. Καὶ εἶνε ἡ ἐκλογή του πολὺ ἐπιτυχής. Διότι, ἀγαπητοί μου, ἀπ᾿ ὅλα τὰ δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ τὸ πιὸ ἔξοχο, τὸ πιὸ μεγαλοπρεπές, εἶνε ὁ ἥλιος.

Ὁ ἥλιος προσφέρει μεγάλη εὐεργεσία. Μὲ τὶς ἀκτῖνες του ὅλα μεταβάλλονται.

  • Πέφτει ὁ ἥλιος πάνω στὴ γῆ. Καὶ μόλις πέσῃ, ἀμέσως φεύγει τὸ σκοτάδι καὶ γίνεται ἡμέρα. Μᾶς προσφέρει φωτισμὸ καὶ θέρμανσι, ἀπ᾿ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ. Στέλνει ἑκατομμύρια – δισεκατομμύρια κιλοβάτ. Καὶ δὲν εἶνε ὁ ἥλιος σὰν τὶς ἠλεκτρικὲς ἑταιρεῖες τῆς γῆς, ποὺ ἂν ἀργήσῃς τρεῖς – τέσσερις μέρες νὰ πληρώσῃς σοῦ κόβουν τὸ ῥεῦμα· προσφέρει τὸ φῶς του δωρεάν, ἀλλὰ καὶ χωρὶς καμμία διάκρισι. Οἱ ἀκτῖνες του πέφτουν καὶ στὰ ἀνάκτορα καὶ στὴν καλύβα, περνᾶνε ἀκόμα καὶ τὰ κάγκελλα τῆς φυλακῆς καὶ φτάνουν στὸ κελλὶ τοῦ καταδίκου. Φτάνουν παντοῦ. Στέλνει τὸ φῶς του στὸν ἄνθρωπο ἀκόμα καὶ τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς βλαστημάει τὸ Θεό!
  • Πέφτει ὁ ἥλιος πάνω στὴ γῆ. Κι ὅταν ζεστάνῃ τὸ χῶμα, οἱ σπόροι ποὺ εἶνε μέσ᾿ στὸ ἔδαφος ὡριμάζουν καὶ βγαίνει τὸ χορτάρι, ἡ πρασινάδα. Τώρα τὴν ἄνοιξι ἡ γῆ γεμίζει βλάστησι· νομίζεις πὼς εἶνε στρωμένη μὲ πολύχρωμο χαλί, γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ, τοῦ βασιλέως τῆς δόξης.
  • Πέφτει ὁ ἥλιος ἐπάνω στὴ γῆ. Καὶ ἔτσι ὡριμάζουν ὅλοι οἱ καρποί. Τὰ στάχυα κιτρινίζουν καὶ γίνονται σὰν τὸ χρυσάφι, τὰ μῆλα κοκκινίζουν…, γεμίζει ἡ γῆ ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἀγαθά.
  • Πέφτει ἀκόμη ὁ ἥλιος καὶ πάνω στὴ θάλασσα. Τί σπουδαία εὐεργεσία του εἶνε αὐτή! Ἀλλοίμονο ἂν δὲν ἔπεφτε στὴ θάλασσα. Πέφτει, καὶ τὴ ζεσταίνει. Καὶ τὸ νερὸ ἐξατμίζεται, ἀνεβαίνουν ὑδρατμοὶ καὶ γίνονται σύννεφα, καὶ τὰ σύννεφα γίνονται βροχή.
  • Πέφτει ὁ ἥλιος πάνω στὴ γῆ· καὶ στὰ χαμηλὰ ἀλλὰ καὶ στὶς πιὸ ψηλὲς κορυφές, ἐκεῖ ποὺ εἶνε χιόνια ἄλειωτα. Πέφτει, καὶ λειώνει τὰ χιόνια, καὶ ἔτσι σχηματίζονται ῥυάκια καὶ ποτάμια.

Ὅταν κανεὶς σκεφτῇ πόσα καλά, πόσες εὐεργεσίες προσφέρει ὁ  ἥλιος, τὸ δημιούργημα αὐτὸ τοῦ Θεοῦ, γεμίζει ἡ καρδιά του ἀπὸ εὐγνωμοσύνη καὶ λέει· «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τὸ φῶς» (δοξολ. καὶ Ἠσ. 53,11). Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, Θεέ, ποὺ μᾶς ἔδωσες τὸν ἥλιο.

Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἥλιο αὐτὸ τὸν φυσικό, ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, καὶ κάποιος ἄλλος ἥλιος. Εἶνε αὐτὸς ποὺ λέει σήμερα ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, «Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ Ἡλίου», ὁ «νοητὸς Ἥλιος». Ἔχουμε λοιπὸν δυὸ ἥλιους· τὸν φυσικό, καὶ τὸν νοητό, δηλαδὴ ὑπερφυσικὸ καὶ πνευματικό. Καὶ ὁ νοητὸς ἥλιος εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.

Νοητὸς ἥλιος ὁ Χριστός. Ἔτσι τὸν ὀνομάζει ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ποὺ λέει· Χριστέ, θα ᾿ρθῃς στὸν κόσμο σὰν ἕνα μεγάλο  φῶς (Ἠσ. 9,2), καὶ «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου…, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς» (ἔ.ἀ. 26,9). Εἶνε ἥλιος ὁ Χριστός.

Εἶνε γεγονὸς ὅτι στὴν ἱστορία παρουσιάστηκαν μεγάλα πνεύματα· προφῆτες καὶ πατριάρχες στὸν Ἰσραήλ, σοφοὶ καὶ φιλόσοφοι ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, φωτεινὰ μετέωρα. Παρ᾿ ὅλη ὅμως τὴ λάμψι τους, μπροστὰ στὸ Χριστὸ εἶνε μικρὰ φῶτα, λυχνάρια μπροστὰ στὸν ἥλιο. Δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν. Γιατὶ κανεὶς ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲν κατώρθωσε νὰ διώξῃ τὸ σκοτάδι, νὰ κάνῃ τοὺς ἀνθρώπους ν᾿ ἀρνηθοῦν τὰ εἴδωλα καὶ νὰ βροῦν τὸν ἀληθινὸ Θεό.

Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ νοητὸς ἥλιος. Τὰ ἁπλᾶ λόγια του, ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ καταλάβῃ κ᾿ ἕνα μικρὸ παιδὶ καὶ μιὰ ἀγράμματη γυναίκα, εἶνε γεμᾶτα φῶς. Κάθε ψηφίο τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε ἕνας ἥλιος πνευματικός. Τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια τὰ πήραν οἱ ἀγράμματοι ψαρᾶδες καὶ τὰ σκόρπισαν σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ ὅσοι πίστεψαν σ᾿ αὐτὰ καὶ δέχτηκαν τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, βγῆκαν ἀπὸ τὸ σκοτάδι, εἶδαν πνευματικὸ φῶς, καὶ εἶπαν· Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστοῦμε. Ἀντιθέτως ἄλλοι, ἄνθρωποι ὑπερήφανοι ποὺ περιφρόνησαν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας καὶ διάβασαν ἄλλα βιβλία, αὐτοὶ ἔζησαν μέσ᾿ στὸ σκοτάδι. Ἀπέτυχαν στὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς τους. Γιατὶ ἔξω ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ἔξω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ὁ κόσμος αὐτὸς καὶ ἡ ζωὴ εἶνε αἴνιγμα ἄλυτο. Κάποιος ἀπ᾿ αὐτούς, ποὺ ἐθεωρεῖτο ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους ποιητὰς τοῦ κόσμου, ὅταν πλησίασε ν᾿ ἀποθάνῃ, ζήτησε – τί; Φῶς. «Δῶστε μου φῶς· γύρω μου εἶνε σκοτάδια…». Δὲν εἶχε φῶς, γιατὶ δὲν εἶχε πιστέψει στὸ Χριστό. Καὶ εἶπε καὶ κάτι ἄλλο· «Ὕστερα ἀπὸ τόσα φῶτα», ἀπὸ τόσα βιβλία καὶ τόση γνῶσι δηλαδή, «ἐγὼ εἶμαι τυφλὸς πάλι ὅπως πρῶτα». Εἶνε γεγονὸς λοιπόν, ὅτι ὁ Χριστὸς σκορπίζει φῶς μέσα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.

– Μά, θὰ μοῦ πῆτε, γιατί ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν τὸν πιστεύουν; γιατί ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν ἀνοίγουν τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν πατοῦν στὴν Ἐκκλησία, τὸν μυκτηρίζουν, τὸν περιφρονοῦν, ἐμπαίζουν τὰ θεῖα καὶ τὰ ἱερά; γιατί ὑπάρχουν τόσοι βλάστημοι καὶ ἄπιστοι στὸν κόσμο; Ποιά εἶνε ἡ αἰτία;

Ἡ αἰτία εἶνε οἱ ἴδιοι. Αὐτοὶ μοιάζουν σὰν τὶς κουκουβάγιες, ποὺ δὲν εὐχαριστοῦνται στὸ φῶς. Ὅπως τὰ νυκτόβια πουλιὰ κρύβονται καὶ βγαίνουν ἔξω μόλις γίνῃ σκοτάδι, ἔτσι κι αὐτοὶ μισοῦν τὸ φῶς καὶ περιμένουν νὰ ζήσουν μέσ᾿ στὴ νύχτα. Μοιάζουν ἀκόμη σὰν κάποιους ποὺ βγαίνει ὁ ἥλιος κι αὐτοὶ κλείνουν τὰ παράθυρα, τὶς πόρτες, τοὺς φεγγῖτες, γιὰ νὰ κοιμοῦνται. Μεσουρανεῖ ὁ ἥλιος, κι αὐτοὶ θέλουν νὰ ζοῦν στὸ σκοτάδι. Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· «Τὸ φῶς ἦρθε στὸν κόσμο, κι ὅμως οἱ ἄνθρωποι μίσησαν τὸ φῶς, γιατὶ τὰ ἔργα τους εἶνε πονηρά», καὶ δὲν θέλουν νὰ ἔρθουν «στὸ φῶς, γιὰ νὰ μὴ ἐλεγχθοῦν τὰ ἔργα τους» (βλ. Ἰω. 3,19-21).

Ἀγαπητοί μου! Οἱ ἀρχαῖοι Αἰγύπτιοι εἶχαν μιὰ παρόμοια εἰκόνα γιὰ τὸ θεό τους. Τὸν παρουσίαζαν σὰν ἕναν ἥλιο, ἀπ᾿ τὸν ὁποῖο ἔβγαιναν τρεῖς ἀκτῖνες· ἡ μία ἔπεφτε πάνω στὸν πάγο καὶ τὸν ἔκανε νὰ λειώνῃ, ἡ ἄλλη ἔπεφτε ἐπάνω στὸ βράχο καὶ τὸν ἔκανε κομμάτια, καὶ ἡ τρίτη ἔπεφτε πάνω σ᾿ ἕνα νεκρὸ καὶ τὸν σήκωνε ἀπὸ τὸν τάφο.

Αὐτό, ποὺ ἐκεῖνοι τὸ εἶχαν ὡς εἰκόνα καὶ σύμβολο, ἐδῶ στὴν Ἐκκλησία μας εἶνε πραγματικότης. Ἥλιος ὁ Χριστός, καὶ τὰ λόγια του ἀκτῖνες θαυματουργές. Ἕνας λόγος του πέφτει σὲ μιὰ καρδιὰ παγόβουνο, φανατισμένη καὶ ἀσυγκίνητη, καὶ τὴν κάνει θερμή, σὰν τὴν καρδιὰ τοῦ Παύλου. Ἄλλος λόγος του πέφτει σὲ μιὰ καρδιὰ σκληρὴ καὶ πωρωμένη σὰν τὸ γρανίτη, καὶ τὴν κάνει κομμάτια, καρδιὰ εὐγενική, σὰν τοῦ Ζακχαίου. Κ᾿ ἕνας ἄλλος λόγος του πέφτει πάνω σὲ πνευματικὰ νεκρούς, σὰν τὸν ἄσωτο υἱό, καὶ τοὺς ἀνασταίνει. Αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός μας.

Ἂς φωνάζουν, ἂς λυσσοῦν, ἂς ὑβρίζουν οἱ ἐχθροί του, ἂς λένε καὶ ἂς κάνουν ὅ,τι θέλουν. Ἕνα εἶνε γεγονός, ὁ λόγος του μένει ἀδιάψευστος· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35). Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ θὰ ὑπάρχῃ αἰωνίως. Ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ πνευματικὸς ἥλιος. Καὶ τὸ συμπέρασμά μας; Ἐλᾶτε, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, μικροὶ – μεγάλοι, ἀγρότες – ἐπιστήμονες, ὅλος ὁ κόσμος, ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ποτάμια, γῆ, βουνά, ἄβυσσοι, «δεῦτε προσκυνήσωμεν καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ», τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, στὸν ὁποῖον ἁρμόζει τιμὴ καὶ δόξα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (3ο)

Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Πόσο ἀξίζει ἡ ζωή μας;

Κάποτε ὁ ἐθνικός ποιητής τῆς Σκωτίας, Ρόμπερτ Μπέρνς (1759-1796) ἔκανε βόλτα σέ μιά παραλία. Δίπλα του ἕνας κύριος παραπάτησε καί ἔπεσε στή θάλασσα. Κολύμπι δέν ἤξερε. Ὁ ποιητής βούτηξε στή θάλασσα, τόν ἔβγαλε ἔξω, τοῦ πρόσφερε τίς πρῶτες βοήθειες, τεχνητές ἀναπνοές, καί ὅτι ἄλλο μποροῦσε νά τοῦ κάνει, τοῦ τό ἔκανε. Ὁ «ναυαγός» σιγά-σιγά ἄνοιγε τά μάτια του, ὥσπου συνῆλθε παντελῶς! Στό τέλος ἔβγαλε ἀπό τό ἐσφραγισμένο δερμάτινο καί γεμᾶτο ἀπό λεφτά πορτοφόλι του, καί τοῦ ἔδωσε ἕνα ἀσήμαντο ποσό (θά λέγαμε ἕνα εὐρώ) σάν δεῖγμα εὐγνωμοσύνης, πού τόν ἔσωσε. Ὅσοι τόν εἶδαν, ἀγρίεψαν! Καί ὅρμησαν γιά νά τόν ξαναρίξουν στή θάλασσα, καί νά τόν πνίξουν! Μέ τό σκεπτικό: Τέτοιοι ἄνθρωποι εἶναι ἀνάξιοι γιά νά ζοῦν! «Ἀφῆστέ τον! (τούς εἶπε ὁ ποιητής). Ξέρει αὐτός καλύτερα ἀπό ἐμᾶς, πόσο πραγματικά ἀξίζει ἡ ζωή του!».

Ὁ Χριστός μᾶς εἶπε: «Τί θά ὠφεληθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἄν κερδίσει ὁλόκληρο τόν κόσμο, ἀλλά ὑποστεῖ ζημία στήν ψυχή του;» (Μκ. 8:36). Ὅσο ἀξίζει μιά ψυχή δέν ἀξίζει ὁλόκληρος ὁ κόσμος. Καλύτερα νά γίνει ἐρείπιο ὁλόκληρο τό σύμπαν, παρά νά ζημιωθεῖ σέ κάτι ἡ ψυχή μας!  «Τί μπορεῖ νά δώσει ὁ ἄνθρωπος σάν ἀντάλλαγμα γιά τήν ψυχή του;» (Μκ. 8:37). Λέμε βέβαια ὅτι ἡ ζωή μας (ἡ ψυχή μας) εἶναι ἀνεκτίμητη, ὅμως μέ τά ἔργα μας δείχνουμε ὅτι ἀξίζει ἕνα «εὐρώ». Μέ τά λόγια μας λέμε ὅτι ἡ ζωή μας εἶναι πρᾶγμα ἱερό, ἐνῶ μέ τά ἔργα μας δείχνουμε ὅτι εἶναι (ἡ ζωή μας) πρᾶγμα ἀνίερο.

Ὅμως, ἐφόσον ἡ ζωή μας εἶναι πρᾶγμα ἱερό, θά πρέπει καί τά ἔργα μας νά εἶναι ἀνάλογα μέ τήν ἱερότητα τῆς ζωῆς μας. Δέν μπορεῖ δηλαδή ἀπό τή μιά μεριά νά λέμε ὅτι ἡ ζωή μας εἶναι πρᾶγμα ἱερό καί ἀπό τήν ἄλλη νά ζοῦμε ἁμαρτωλή ζωή! Εἶναι νά σάν κρατᾶμε στά χέρια μας ἕνα κύπελο (σάν αὐτό πού κρατᾶνε οἱ ὁμάδες ποδοσφαίρου, ὅταν βγαίνουν νικητές), νά φωνάζουμε στόν κόσμο καί νά λέμε ὅτι αὐτό τό κύπελο εἶναι εἶναι ἱερό καί τήν ἴδια στιγμή νά τό γεμίζουμε μέ σκουπίδια!

Μπορεῖ βέβαια μέ αὐτό νά κάνουμε τό κέφι μας, ἀλλά ἔτσι ὑποβιβάζουμε καί χαραμίζουμε τό κύπελο! Ἄν τό προσέχουμε σάν τά μάτια μας καί τό γεμίζουμε μέ πράγματα ἀντάξια τῆς ἀξίας του, τότε τό «ἀναβαθμίζουμε» καί τό διασώζουμε.

Κάτι ἀνάλογο λέει καί ὁ Χριστός γιά τή ζωή μας: Ὅποιος στή ζωή αὐτή καταφρονεῖ τίς ὁδηγίες Του καί ἐπιλέγει νά ζήσει ὅπως ὁ ἴδιος θέλει, αὐτός σκοτώνει τή ζωή του. «Ὅποιος θέλει νά σώσει τή ζωή του, θά τή χάσει» (Μκ. 8:35). Ἀντίθετα, ὅποιος τηρεῖ τίς  σωτήριες ὁδηγίες Του, ὅποιος δηλαδή στερεῖται τίς ἐφάμαρτες ἡδονές τοῦ κόσμου, αὐτός σώζει, ἁγιάζει τή ζωή του. «Ὅποιος ὅμως χάσει τή ζωή του ἐξαιτίας Μου καί ἐξαιτίας τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτός θά τή σώσει» (Μκ. 8:35). Ὁ  ἐκ δεξιῶν  ληστής μπορεῖ νά ἔζησε στή γῆ καί σαράντα καί πενῆντα χρόνια. Ὅμως ἀπό ὅλα αὐτά τά χρόνια, ἀξία εἶχαν μόνο τά τελευταῖα του λεπτά πού πέρασε πάνω στό σταυρό του! Τότε πού ἐστράφη πρός τόν Κύριο, ζητώντας τό ἔλεός Του. Καί πέθανε μέ εἰρήνη καί ἐλπίδα! Ὡραῖος, ὁ καλύτερος θάνατος· ἄς ἦταν καρφωμένος στόν σταυρό!

Ζεῖς κατά Χριστόν; Ἔχεις θάνατο κατά Χριστόν· θάνατο μέ ἐλπίδα! Ἡ ζωή σου «φτιάχνει» τόν θάνατό σου! «Τέλος καλό, ὅλα καλά!». Ζεῖς κατά κόσμον; Θά ἔχεις θάνατο χωρίς ἐλπίδα! Θάνατο ἀπελπισιᾶς! «Τέλος κακό, ὅλα κακά!». Ὁ Vlad. Komarov ἦταν ὁ μοιραῖος ἐπιβάτης τοῦ διαστημόπλοιου «ΜΙR» πού ἀπό στιγμή σέ στιγμή περίμεναν νά πάρει φωτιά καί νά γίνει κάρβουνο. «Σύντροφε, Komarov! Ὁλόκληρη ἡ Σοβιετική Ἕνωση εἶναι ὑπερήφανη γιά σένα!», τοῦ ἔλεγε ὁ σοβιετικός ἡγέτης Alexei Kosygin. «Σύντροφοι! Κάντε ὅ,τι μπορεῖτε γιά μένα! Δέν θέλω νά πεθάνω!», τοῦ ἀπαντοῦσε ὁ Komarov. Σέ λίγο τό διαστημόπλοιο «ΜΙR» ἔπιασε φωτιά! (1967). Καί ἄκουσαν τίς κραυγές ὀργῆς καί ἀπελπισίας τοῦ Komarov γι’ αὐτόν τόν θάνατο χωρίς ἐλπίδα! «Τέλος κακό, ὅλα κακά!». Τί ὡραῖα πού θά ἦταν νά ἔλεγε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, πάρε με στήν ἀγκαλιά σου!».

Θά πρέπει νά τό συνειδητοποιήσουμε, ὅτι σάν χριστιανοί ἔχουμε ἅπαντες κληθεῖ, μοναχοί καί λαϊκοί νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες τοῦ Χριστοῦ· ὅτι δέν ἔχουμε δυό Εὐαγγέλια· ἄλλο γιά τούς λαϊκούς καί ἄλλο γιά τούς μοναχούς, ἀλλά ἔχουμε ἕνα «κοινό» Εὐαγγέλιο, πού ἀπευθύνεται σέ ὅλες τίς κατηγορίες ἀνθρώπων. Ἡ διαφορά εἶναι στούς ἀνθρώπους  καί ὄχι στό Εὐαγγέλιο. Ἄλλοι ἀγωνίζονται μέ «πάθος» γιά νά τό ἐφαρμόσουν, ὅσο τό δυνατόν, σέ ἀπόλυτο βαθμό, νά μήν παραλείψουν οὔτε ἕνα «ἰῶτα» οὔτε μιά «κεραία» (Μτ.5:18), (εἶναι «τά φιλότιμα παιδιά τοῦ Θεοῦ», ὅπως ἔλεγε ὁ π. Παϊσιος) καί ἄλλοι λένε, «ναί, αὐτό εἶναι γιά μᾶς, ὄχι, αὐτό δέν εἶναι γιά μᾶς, ἀλλά εἶναι γιά τούς μοναχούς» καί ἄλλα σχετικά.

Καί στήν ἐποχή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ὀκνηροί πού ἔλεγαν τέτοια πράγματα. «Δέν εἴμαστε μοναχοί, ἄρα δέν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ζοῦμε μέ στερήσεις», ἔλεγαν στόν Ἅγιο Ἰωάννη! Καί ὁ μεγάλος Ἅγιος γινόταν ἔξω φρενῶν! «Τί λὲς βρὲ ἄνθρωπε; Μόνο οἱ μοναχοὶ ὑποχρεοῦνται νὰ εὐαρεστήσουν τὸν Θεόν;» (KA΄ εἰς Γένεση P.G. 53: 183). «Διετάχθηκες νὰ βαδίζεις τὴν τεθλιμμένη ὁδό, καὶ ψάχνεις γιὰ ἀνάπαυση; Ἔχεις ἐντολὴ νὰ περάσεις ἀπὸ πόρτα στενή, καὶ σὺ ψάχνεις γιὰ εὐρύχωρη; Τί πιὸ χειρότερο καὶ πιὸ «στραβό» ἀπ’ αὐτό; Ἐνῶ πρόκειται ν’ ἀνεβεῖς στὸν οὐρανό, καὶ νὰ ἀποκτήσεις τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ρωτᾶς ἂν ὑπάρχει καθ’ ὁδὸν καμμία δυσκολία;! Δὲν ντρέπεσαι; Δὲν κοκκινίζεις; Δὲν ἐξαφανίζεσαι ἀπὸ προσώπου γῆς; Ποτὲ κανέναν, ἀγαπητέ μου, δὲν τὸν κατέλαβε καθὼς πρέπει ἡ ἐπιθυμία τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν. Ἂν τὸν κατελάμβανε, τότε ὅλα ὅσα τοῦ φαίνονται δυσάρεστα (καὶ ἡ νηστεία!..) «σκιὰν ἐνόμισε καὶ γέλωτα πολύν» (Πρός Δημήτριον μονάζοντα P.G.47:403)