Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΡΗ ΣΕΡΒΕΤΑΛΗ

«Τα παιδικά μου χρόνια χωρίς ιδιαίτερα βιώματα από εκκλησιαστική ζωή. Στη διάρκεια των σπουδών μου, ένταξη στο χώρο της δογματικής αριστεράς, η οποία – τουλάχιστον τότε – περιλάμβανε στο ¨πακέτο¨ και τη μαχητική αθεΐα. Με κλονισμένη την πίστη, γνωρίζω έναν ομοϊδεάτη συνάδελφο και παντρεύομαι….

Γεννιέται η κόρη μας με σπάνιο-σοβαρότατο καρδιολογικό πρόβλημα. Μεγάλος πόνος, που δίνει & τη χαριστική βολή στα τελευταία ψίχουλα της πίστης μου. Πώς να χωρέσει το μυαλό μου ότι αυτό το πανέμορφο λεπτεπίλεπτο πλάσμα έχει μόνο μερικούς μήνες ζωής;

Στο κόμμα μου λένε: Τα βλέπεις; Πού είναι ο Θεός; Φυσικά το παιδί μας δεν το βαφτίσαμε & ήμασταν περήφανοι με τον πατέρα του ότι σταθήκαμε συνεπείς στις αρχές μας. Του δώσαμε το όνομα Μαρία, όταν το δηλώσαμε στο ληξιαρχείο.

Παρά τις προβλέψεις η Μαρία δε «φεύγει» στους πρώτους μήνες. Μεγαλώνει με το πρόβλημα της καρδούλας της, με μαρτυρικές κρίσεις άπνοιας, με επιπλοκές. Συμβαίνει όμως κάτι το θαυμαστό. Παρόλο που ζούσε σε μαχητικά αθεϊστικό περιβάλλον, είχε μια ανεξήγητη πίστη στο Θεό, μια ηρεμία, μια καρτερικότητα.

Αντί να τη στηρίζουμε εμείς, μας στήριζε εκείνη!

Οκτώ ετών η Μαρία & σε μια απέλπιδα προσπάθεια θεραπείας την πάμε στην Αμερική. Εκεί απλώς επιβεβαιώνεται ότι η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη. Γυρίζουμε πίσω χωρίς καμιά πλέον ελπίδα. Όμως το ταξίδι δεν πήγε τελείως χαμένο, γιατί εκεί γνωρίσαμε μια ομάδα Ελλήνων μεταπτυχιακών φοιτητών, που ήταν συνειδητοί χριστιανοί. Ήταν εθελοντές στον νοσοκομείο.

Μας συμπαραστάθηκαν & το κυριότερο, ανάπτυξαν μια πολύ δυνατή φιλία με τη Μαρία μας. Εγώ κι ο άντρας μου τους βλέπαμε με συμπάθεια & κατανόηση.

Δεν μας φαινόταν «φυσιολογικό», άνθρωποι με τέτοια μόρφωση να θρησκεύουν. Γυρίζοντας στην Ελλάδα η Μαρία συνεχίζει να προσεύχεται & να χαίρεται, όταν η γιαγιά της την πηγαίνει στην Εκκλησία.

Πάει στο γυμνάσιο, Άριστη μαθήτρια. Γλυκύτατο πλάσμα.

Εγώ, μ΄ ένα μόνιμο μαχαίρι στην καρδιά! Κάποια μέρα στο σχολείο, σε μια ελεύθερη συζήτηση στο μάθημα των θρησκευτικών, μπροστά σε όλα τα παιδιά, λέει στο θεολόγο:

-Κύριε, δεν είμαι βαφτισμένη, & θέλω τόσο πολύ να βαπτιστώ! Μπορείτε να με βοηθήσετε;

Άφωνος ο καθηγητής.

Τα παιδιά την πειράζουν:

Καλά εσένα σου δώσανε το όνομα όπως στα σκυλάκια!

Όχι τους είπε.

Οι γονείς μου με σεβάστηκαν & μου είπαν να επιλέξω εγώ πότε θα βαπτιστώ.

Και τώρα το θέλω πάρα πολύ!

Ο θεολόγος με καλεί στο σχολείο & δειλά με ρωτάει, αν έχω αντίρρηση για τη βάφτιση.

Σκίζεται η καρδιά μου στα δύο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήμουν η αιτία να είναι πικραμένο το κοριτσάκι μου, που ποτέ δεν μου είχε ζητήσει τίποτε.

Και τώρα – μέσω του καθηγητή της – μου ζητούσε μόνο να βαφτιστεί!

Πώς μπορούσα να είμαι τόσο εγωίστρια & εγκλωβισμένη σε ιδεολογίες;

Γυρνάω σπίτι, την αγκαλιάζω κλαίγοντας & της υπόσχομαι ότι θα βαπτιστεί όσο πιο γρήγορα γίνεται. Παρακάμπτοντας θαυματουργικά τη λυσσαλέα αντίρρηση του πατέρα της, βαφτίζεται, σ΄ ένα μυστήριο που συγκλόνισε τους λίγους παριστάμενους. Έφτιαξε μόνη της τη λιτή λαμπάδα της,

απάγγειλε το «Πιστεύω», συμμετείχε…

Δύο χρόνια μετά η Μαρία είναι στα 14 & η υγεία της επιδεινώνεται ραγδαία.

Λόγω πνευμονικής υπέρτασης παθαίνει κρίσεις με συνεχείς αιμοπτύσεις.

Ένας μαρτυρικός μήνας στο Ωνάσσειο με εξανεμισμένες όλες πια τις ελπίδες.

Το παιδί γαλήνιο, καρτερικό, προσευχόμενο.

Κι εγώ απογοητευμένη απ΄ όλες τις ιδεολογίες και τα πολιτικά σχήματα, απλώς είμαι δίπλα της, χωρίς να μπορώ να κατανοήσω, από πού αντλεί δύναμη.

Οι γιατροί σηκώνουν τα χέρια ψηλά.

Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει. Την παίρνω σπίτι.

Το ήθελε και η ίδια.

 Οι αιμοπτύσεις συνεχίζονται.

Εγώ δίπλα της, μόνο να κλαίω μπορούσα, όταν κοιμόταν.

Σε μια έντονη αιμόπτυση μου λέει:

-Μανούλα, όταν γίνεται κάτι πολύ κακό, ο Θεός δίνει κάτι πολύ μεγάλο. Κι εγώ τώρα περνάω κάτι πολύ κακό, αλλά ο Θεός μου ετοιμάζει κάτι πολύ μεγάλο!

Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε! Η ώρα 11 το βράδυ, 12 Νοεμβρίου 1995.

Μια νέα αιμόπτυση την εξάντλησε.

Δύσπνοια και δυσφορία. Η Μαρία μου σταυροκοπιόταν.

Εγώ παρακαλούσα (δεν ξέρω ποιόν) να μην βασανίζεται άλλο.

Στις δύο τα ξημερώματα παθαίνει εγκεφαλικό. Γέρνει το κεφαλάκι της και αλλοιώνονται τα χαρακτηριστικά της. Βλέποντάς την να έχει χάσει κάθε επαφή με το περιβάλλον, ουρλιάζω: – «Δεν υπάρχει Θεός; Πού είναι ο Θεός;»

Και τότε ανοίγει τα μάτια της, μου ρίχνει ένα κουρασμένο, γαλήνιο βλέμμα και ψιθυρίζει: – Μαμά υπάρχει Θεός!

Και ξανακλείνει τα μάτια της για πάντα, στην αγκαλιά μου.

Στην αγκαλιά του Θεού, ξεκούραστη πια, βαφτισμένη!

Δεν θα περιγράψω την πορεία μου μετά.

Η Μαρία μου έγινε η πνευματική μου μητέρα, ο άγγελος που μεταμόρφωσε την οικογένειά μου, η μεσίτριά μου στον Ουρανό.

Αυτή με βοήθησε να αναστηθώ από τον πνευματικό μου θάνατο. Από τότε η ζωή μου, μόνο με θαύμα μπορεί να παρομοιαστεί.

Οι δωρεές του Θεού τόσο πλούσιες, που δεν τις αντέχω….»

Ξανθίππη και Άρης Σερβετάλης.

Advertisement

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ… ΜΑΚΡΟΖΩΪΑΣ!

π. Γεώργιος Δορμπαράκης

Δεν είναι η μακροζωία βεβαίως η προοπτική και ο στόχος ενός πιστού χριστιανού

– αυτό συνιστούσε και συνιστά προοπτική ανθρώπου που έχει εξολοκλήρου δέσει την ύπαρξή του με τον κόσμο αυτόν τον παρερχόμενο. Όμως και ο πιστός επιζητεί τη μακροζωία, αφενός γιατί αναγνωρίζει ότι η ζωή αποτελεί δώρο του ίδιου του Δημιουργού, καθώς ψαύει τις ενέργειές Του στα πάντα, όπως και στον ίδιο τον εαυτό του, την ψυχή και το σώμα του, και αφετέρου γιατί αγωνίζεται αδιάκοπα στον αγώνα της μετανοίας, την οποία βλέπει ότι δεν μπορεί να την κατορθώσει στην πληρότητά της όσο χρόνο και καιρό κι αν έχει. Θυμάται κανείς τον όσιο αββά του Γεροντικού που έκλαιγε έστω και στο τέλος της ζωής του, ζητώντας περισσότερο χρόνο από τον Κύριο για να ολοκληρώσει τη μετάνοιά του. Η μετάνοια άλλωστε δεν είναι ο σκοπός για τον οποίο ο Κύριος παρατείνει την παραμονή μας στον κόσμο τούτο;  «Έδωσα χρόνο στον άνθρωπο για να μετανοήσει» λέει το Πνεύμα του Θεού στην Αποκάλυψη του Ιωάννου. Λοιπόν, θέλουμε τον χρόνο και την παράταση της ζωής, για να μπορούμε να βαθαίνουμε αδιάκοπα τη σχέση μας με τον Κύριο. Κι αυτό σημαίνει ότι ήδη ανοίγουμε τις προοπτικές της βιώσεως της αιώνιας ζωής και μέσα στον παρερχόμενο και φθειρόμενο τούτον κόσμο.

Και να, μερικές πράγματι σοφές συμβουλές:

– Να τρώμε το μισό από όσο ίσως θα θέλαμε να φάμε – μία άσκηση εγκρατείας που προβάλλει η Εκκλησία μας ιδίως με τη νηστεία που καθορίζει, ανεξάρτητα από τη νηστεία της ποιότητας των τροφών τις εποχές των Νηστειών. Γιατί και η ιατρική το τονίζει κατά κόρον: ο κόρος και η πλήρωση του στομάχου με τα φαγητά είναι ό,τι χειρότερο για την υγεία του ανθρώπου.

– Να περπατάμε διπλά από ίσως περπατάμε καθημερινά, με την έννοια ότι η σωματική άσκηση είναι αυτή που ασκεί μεν το σώμα, αλλά και την ψυχή, γιατί ο άνθρωπος κινητοποιούμενος έτσι αντιμετωπίζει τη φθοροποιό κατάσταση της ακινησίας ως αργίας και τεμπελιάς. Δεν είναι τυχαίο ότι ο απόστολος Παύλος σημειώνει πως «υποπιάζει» το σώμα του προκειμένου να το έχει σε ετοιμότητα διακονίας του συνανθρώπου του, αλλά και υπακοής στο θέλημα του Θεού. Χωρίς την άσκηση αυτή θα φανώ, λέει, αδόκιμος στην πίστη μου. Το βλέπουμε και στους ασκητές και μοναχούς και όχι μόνο: καθημερινώς ασκούν το σώμα τους όχι μόνο με τη νηστεία, αλλά και με τη σωματική κινητοποίηση μέσα από τις μετάνοιες, μικρές και ιδίως μεγάλες. Και η ιατρική βεβαίως κατεξοχήν μας προειδοποιεί: άνθρωπος, ανεξάρτητα από τα πιστεύω του, που δεν κινείται και δεν ασκείται, που δεν περπατάει το λιγότερο, με μαθηματική ακρίβεια θα αναπτύξει πολλές ασθένειες, όχι μόνο σωματικής φύσεως αλλά και ψυχικής.

– Να γελάμε τριπλά. Να αγωνιζόμαστε δηλαδή να βρισκόμαστε σε κατάσταση ψυχικής ευφορίας, σε κατάσταση που γελά ιδίως η ψυχή μας, γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει να φροντίζουμε την εσωτερική κατάσταση της καρδιάς μας. Γιατί το γέλιο ως ευφρόσυνη διάθεση αναφέρεται στην καρδιά του ανθρώπου και όχι βεβαίως σε μία εξωτερική σύσπαση μόνο των μυώνων του προσώπου του. Οπότε, χρειάζεται να διαφυλάσσει κανείς την καρδιά του από ό,τι της προκαλεί θλίψη και στενοχώρια, που θα πει να τη διαφυλάσσει από την πηγή της θλίψης που είναι η αμαρτία. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος» αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, γι’ αυτό και κάθε πιστός εν επιγνώσει εκεί ρίχνει το βάρος της πνευματικής του ζωής: να κρατάει την κάθε ημέρα του όσο μπορεί αναμάρτητη, για να μπορεί να διακρατεί τη χάρη του Θεού που είναι ταυτοχρόνως και χαρά. Στην περίπτωση αυτή όχι μόνο ο άνθρωπος γελά τριπλά, αλλά πολλαπλά και έτι πλέον, έστω κι αν οι εξωτερικές συνθήκες της ζωής του είναι συχνά οδυνηρές.

– Κι ασφαλώς το τελευταίο είναι το κριτήριο: να αγαπάμε ατελείωτα, χωρίς διακοπές, όπως το σημειώνει και πάλι ο απόστολος: «Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει». Πρόκειται για την αγάπη όπως την δίδαξε και την έδειξε ο ίδιος ο Κύριος, ως ανιδιοτελές άνοιγμα της ψυχής μας σε κάθε συνάνθρωπό μας, στο πρόσωπο του οποίου «διαβάζουμε» τη δική Του παρουσία. «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου, εμοί εποιήσατε». Και λέμε ότι η αγάπη συνιστά το κριτήριο, γιατί χωρίς την αγάπη του Χριστού ούτε την καρδιά μας μπορούμε να κρατήσουμε καθαρή, συνεπώς χαρούμενη, ούτε και η όποια άσκησή μας, είτε ως σωματική γυμνασία είτε ως νηστεία, θα έχει το οποιοδήποτε νόημα.

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ… ΜΑΚΡΟΖΩΪΑΣ! (yiorgosthalassis.blogspot.com)

Διατί παραμένει ἀνέγγιχτος ἡ παπικὴ κακοδοξία περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα;

 Ἰδοῦ μία ἀκόμη παραδοξότητα τῆς «Οἰκουμενικῆς Κινήσεως», ἡ φρικτὴ παπικὴ αἵρεση περὶ «ἀλαθήτου τοῦ Πάπα», παραμένει ἀνέγγιχτη! Οὐδέποτε τέθηκε, ὡς θέμα συζήτησης, στοὺς διαλόγους! Γιατί ἆραγε;

Διότι ἀποτελεῖ τὴν πεμπτουσία τοῦ Παπισμοῦ! Διότι, δι’ αὐτῆς ὁ «μαχαραγιὰς» τοῦ Βατικανοῦ καπηλεύεται τὸν ἴδιο τὸ Χριστό, «λειτουργώντας» ὡς «Χριστὸς ἐπὶ γῆς»!

Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἔδωσε τὴ σωστὴ δογματικὴ διάσταση (καὶ) αὐτῆς τῆς κακοδοξίας: «Τὸ ἀλάθητον εἶναι φυσικὸν θεανθρώπινον ἰδίωμα καὶ φυσικὴ θεανθρώπινη λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας ὡς Θεανθρωπίνου Σώματος τοῦ Χριστοῦ… Διὰ τοῦ δόγματος περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα εἰς τὴν πραγματικότητα ὁ πάπας ἀνεκηρύχθη εἰς Ἐκκλησίαν καὶ ὁ πάπας-ἄνθρωπος κατέλαβε τὴ θέση τοῦ Θεανθρώπου. Αὐτὸς εἶναι ὁ τελικὸς θρίαμβος τοῦ οὑμανισμοῦ, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ “ὁ δεύτερος θάνατος’’ (Ἀποκ. 20,14. 21,8) τοῦ παπισμοῦ, μέσῳ δὲ αὐτοῦ καὶ τοῦ κάθε  οὑμανισμοῦ.  …τὸ  δό­γμα περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα εἶναι ὄχι μόνο αἵρεσις, ἀλλὰ παν­αίρεσις. Διότι καμμία αἵρεσις δὲν ἐξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικῶς καὶ τόσον ὁλοκληρωτικῶς κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του, ὡς ἔπραξε τοῦτο ὁ παπισμὸς διὰ τοῦ δόγματος περὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα – ἀνθρώπου. Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία· τὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι ἡ αἵρεσις τῶν αἱρέσεων, μία ἄνευ προηγουμένου ἀνταρσία κατὰ τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Τὸ δόγμα αὐτὸ εἶναι φεῦ! Ἡ πλέον φρικτὴ ἐξορία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν γῆν»!

 Οἱ «δικοί» μας λοιπὸν δὲν διανοοῦνται νὰ θίξουν αὐτὴ τὴν παπικὴ κακοδοξία, διότι γνωρίζουν καλὰ πὼς ἔτσι θὰ ἀμφισβητοῦ­σαν αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τοῦ Παπισμοῦ καὶ θὰ «ἐξανέμιζαν» τὶς περὶ «ἀδελφῆς ἐκκλησίας» ἀντιλήψεις τους! Γι’ αὐτὸ παραμένει ἀνέγγιχτη! Δυστυχῶς!

Ορθόδοξος Τύπος

http://aktines.blogspot.com/2023/03/blog-post_39.html#more

Η προσευχή που δεν απαντήθηκε

Ο Άντονι Μπλούμ, αυτός ο επίσκοπος που έζησε στην Αγγλία κι έχει γράψει πολλά ωραία περί προσευχής, γράφει σ’ ένα βιβλίο του τα εξής: Κάποιος, λέει, είχε το πάθος του θυμού με ένα συγκεκριμένο γείτονά του, ερχόταν πολύ συχνά σε λόγια, τσακώνονταν άσχημα, οπότε προσευχόταν πάρα πολύ να σταματήσει αυτή η κατάσταση.   

 Μια μέρα λοιπόν προσευχήθηκε πάρα πολύ το πρωί : «Κύριε, σε παρακαλώ βοήθησε με μ’ αυτόν τον άνθρωπο να μην τσακωθώ σήμερα» κτλ.. Ε, βγαίνει μετά από το σπίτι τον συναντάει στο δρόμο, κουβέντα στην κουβέντα γίνανε μαλλιά – κουβάρια . Γύρισε πίσω ράκος στο σπίτι. << Γιατί;>> λέει στον Θεό, «Αφού Σου το ζήτησα ειδικά, η προσευχή που έκανα σήμερα ήταν τόσο πολλή, γιατί το επέτρεψες αυτό;» Και του απαντάει ο Θεός : «Μου ζήτησες να απαλλαγείς από το πάθος του θυμού. Πώς φαντάστηκες ότι θα απαλλαγείς αν δεν τον συναντάς;» Όντως, θα ήταν αυτό θεραπεία του πάθους;
Δηλαδή είναι άλλη η λογική του Θεού, δεν είναι η δική μας, που θα θέλαμε να αίρονται τα εμπόδια διαρκώς ,για να μην φαίνονται τα πάθη μας τελικά. Πως θα το ήξερα ότι έχω αυτό το πραγματικό πρόσωπο αν δεν εκτεθώ σε κάποιες συνθήκες, αν φυσικά μιλάμε για θεραπεία των παθών κι όχι απλώς να κοιμούνται τα πάθη κι εγώ να μένω στις αυταπάτες μου.

—————————

Από το βιβλίο: Ο έξω χρόνος και ο μέσα καιρός, εκδόσεις Αρμός