ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΟΦΙΑΣ, ΠΙΣΤΕΩΣ, ΕΛΠΙΔΟΣ & ΑΓΑΠΗΣ 17-9-2022

Οἱ τρεῖς θυγατέρες

Μετά τὴν ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Σταυροῦ ἡ Ἐκκλησία  μας  ἑορτάζει,  ἀγαπητοί μου, τὴ μνήμη τῶν ἁγίων Σοφίας καὶ τῶν τριῶν θυγατέρων της, Πίστεως Ἐλπίδος καὶ Ἀγάπης.

Ἡ ἁγία Σοφία γεννήθηκε, κατὰ τὸ συναξάριο, σὲ μία μεγάλη πόλι τῆς Ἰταλίας. Ἔζησε δὲ στὴν ἐποχὴ τῶν διωγμῶν, ποὺ ὅπως εἶνε γνωστὸ κράτησαν τρεῖς ὁλόκληρους αἰῶνες. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὸ νὰ εἶνε κανεὶς Χριστιανὸς στοίχιζε. Στοίχιζε θέσεις, ἀξιώματα, χρήματα καὶ αὐτὴ τὴ ζωή. Ἑκατομμύρια θυσιάστηκαν τότε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μ᾿ αὐτὸ τὸ ἡρωικὸ πνεῦμα ἔζησε καὶ ἡ ἁγία Σοφία καὶ ἔτσι ἀνέθρεψε τὶς θυγατέρες της.

Δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν προσελκύσῃ τὴν κακία τῶν διωκτῶν. Τὴν συνέλαβαν λοιπὸν μαζὶ μὲ τὶς θυγατέρες της καὶ τὴν ὡδήγησαν ἐμπρὸς στὸν διοικητή. Αὐτὸς τοὺς ἔδωσε προθεσμία τριῶν ἡμερῶν, γιὰ νὰ τοῦ ἀπαντήσουν, ἂν θ᾿ ἀλλάξουν γνώμη. Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴ λῆξι τῶν τριῶν ἡμερῶν ἡ μητέρα καὶ οἱ θυγατέρες ἔμειναν ἀκλόνητες στὴν ἀφοσίωσι πρὸς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν.

Ἡ μητέρα εἶχε ἕνα φόβο, μήπως οἱ θυγατέρες ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό, διότι στὴν ἡλικία ἦταν πολὺ μικρές. Ἡ πρώτη, ἡ Πίστις, ἦταν 12 ἐτῶν. Ἡ Ἐλπὶς ἦταν 10 ἐτῶν. Καὶ ἡ Ἀγάπη ἦταν 9 ἐτῶν. Ἐν τούτοις τὰ ἀσθενῆ αὐτὰ πλάσματα τὰ ἐνδυνάμωσε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπέμειναν τὰ μαρτύρια μὲ θάρρος πρωτοφανές.

Τὶς ἔκλεισαν στὶς φυλακές. Τὶς χτύπησαν μὲ βούνευρα. Τὶς κέντησαν μὲ πύρινες βελόνες. Τὶς ἔρριξαν μέσα σὲ λέβητες μὲ βραστὸ νερό. Ἀλλ᾿ ὅπως οἱ τρεῖς παῖδες μέσα στὴν κάμινο τοῦ πυρός, ἔτσι καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς κόρες ὑμνοῦσαν τὸ Θεὸ καὶ ἀκουγόταν παναρμόνιος ὁ ὕμνος «Τὸν Κύριον ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας» (Δαν. Προσ. 34).

Τέλος, ἀποκεφαλίσθηκαν καὶ οἱ τρεῖς μὲ τὸ ξίφος τοῦ τυράννου. Τὸ μαρτύριό τους ἀκολούθησε καὶ ἡ ἁγία τους μητέρα.

Ἡ ἁγία Σοφία καὶ οἱ τρεῖς θυγατέρες της μᾶς διδάσκουν, ἀγαπητοί μου, ὅτι, ἂν θέλουμε νὰ εἴμαστε πιστοὶ Χριστιανοί, ὁ χριστιανισμὸς θὰ μᾶς στοιχίσῃ· καὶ ὅσο πιὸ πιστοὶ εἴμαστε, τόσο περισσότερο θὰ μᾶς στοιχίζῃ.

Τά ᾿χουμε κατὰ κάποιο τρόπο βολέψει μέσα στὸν κόσμο αὐτόν. Βρίσκουμε μύριους τρόπους νὰ δικαιολογοῦμε τὴν ἐπιεικῆ καὶ σκανδαλώδη στάσι μας. Κ᾽ ἔπειτα νομίζουμε, πὼς εἴμαστε Χριστιανοί. Ἀλλοίμονό μας, ἂν δὲν ἀποκτήσουμε τὸ ἡρωικὸ φρόνημα ποὺ διέκρινε τοὺς ἁγίους μάρτυρες. Τὰ τρία αὐτὰ μικρὰ κοριτσάκια θὰ ἐλέγξουν τὸν κόσμο. Καὶ ἡ μητέρα τους ἡ ἁγία Σοφία θὰ ἐλέγξῃ τὶς μητέρες ἐκεῖνες ποὺ ἀνησυχοῦν καὶ τρέμουν, μήπως τὰ κορίτσια τους ἀπὸ τὴ νηστεία τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀνάγνωσι ὑποστοῦν κάποια μείωσι τῆς σωματικῆς τους δυνάμεως.

Οἱ μάρτυρες εἶνε ὁ μεγαλύτερος ἔλεγχος μιᾶς χλιαρῆς, ἐλεεινῆς καὶ τρισαθλίας χριστιανοσύνης μας.

Ἡ ἁγία Σοφία ὅμως καὶ οἱ τρεῖς θυγατέρες της μᾶς διδάσκουν ὄχι μόνο μὲ τὸ μαρτύριό τους ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ὀνόματά τους.

Τὸ ὄνομα Σοφία τί μᾶς διδάσκει; «Σοφία…», ἀκοῦμε στὴν ἐκκλησία ὅταν ὁ ἱερεὺς κρατάει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ ὑψώνει δείχνοντάς το σὲ ὅλο τὸ πλήρωμα. Τὸ Εὐαγγέλιο δηλαδὴ εἶνε γεμᾶτο σοφία. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο βιβλίο σοφώτερο. Σοφία εἶνε ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Θυμᾶστε τὸ θαυμάσιο ἀποστολικὸ ἀνάγωσμα ποὺ διαβάστηκε πρὸ τριῶν ἡμερῶν, στὴν ἑορτὴ τοῦ σταυροῦ; Ἔλεγε· Ἂν ὁ Χριστὸς εἶνε τὸ σκάνδαλο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, ἂν ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ μωρία γιὰ τοὺς φιλοσοφοῦντας Ἕλληνες, γιὰ τοὺς πιστοὺς ὅμως ὁ Χριστὸς εἶνε «Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ σοφία» (Α΄ Κορ. 1,24). Ὁ Χριστὸς εἶνε ἡ σοφία, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή.

Ἡ ἁγία Σοφία λοιπόν, μὲ τὸ ὄνομά της, μᾶς ὑπενθυμίζει, ὅτι πρέπει νὰ ζητοῦμε ἀπ᾿ τὸ Θεὸ τὴ φώτισι τῆς θείας σοφίας. Τὰ δὲ ὀνόματα τῶν τριῶν θυγατέρων μᾶς ὑπενθυμίζουν τὶς τρεῖς μεγάλες θεολογικὲς ἀρετές.

Πίστις! Τεραστία δύναμις, φῶς, ἀστέρι, θεμέλιο, ῥίζα. Ὤ ἐὰν ὑπῆρχε μέσα στὴν καρδιά μας αὐτὴ ἡ ἀρετή! καὶ τ᾽ ἀστέρια θὰ κατεβάζαμε στὴ γῆ καὶ τὰ βουνὰ θὰ λυώναμε καὶ τὰ μεγαλύτερα ἐμπόδια θὰ διαλύαμε. Ἔχουμε πίστι; Ἂν εἴχαμε πίστι, πίστι 100%, διαφορετικὸς θὰ ἦταν ὁ κόσμος. Μὰ δὲν πιστεύουν σήμερα οἱ ἄνθρωποι οὔτε 1%. Πάρε ὁποιονδήποτε Χριστιανὸ νὰ τὸν ἐξετάσῃς, καὶ θὰ δῇς ὅτι εἶνε ὅλο ἀμφιβολίες, ὅλο «ἐάν…». Ἂν ἔχῃς κάποιο «ἐάν», τότε δὲν ἔχεις πίστι. Πίστις εἶνε νὰ θεωρῇς 100% πραγματικὰ αὐτὰ τὰ ὁποῖα μᾶς διδάσκει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία.

Ἐλπὶς πάλι μᾶς ὑπενθυμίζει, ὅτι στὸν κόσμο αὐτὸν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ζωογόνο ἐλπίδα, ποὺ σὰν ἥλιος θὰ μᾶς θερμαίνῃ. Ὁ Χριστιανὸς ποὺ πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε πατέρας φιλόστοργος, πατέρας παντοδύναμος καὶ πάνσοφος, αὐτὸς πρέπει νὰ ἐλπίζῃ, ὅτι αὐτὰ ποὺ τοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλὰ καὶ ἀπερίγραπτα ἀγαθά, ὁπωσδήποτε θὰ τοῦ τὰ δώσῃ.

Καὶ τέλος ἡ Ἀγάπη μὲ τὸ ὄνομά της μᾶς θυμίζει τὸ συμπλήρωμα καὶ τὴν κορωνίδα τῶν ἀρετῶν. Μέσα στὸν κόσμο αὐτόν, τοῦ μίσους, τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς φιλαρχίας καὶ τῶν ἄλλων κακιῶν, ἡ ἀγάπη σήμερα ἔχει ὑποστῆ ἔκλειψι. Εἶνε τρομερὸ πρᾶγμα, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, νὰ δοῦμε μιὰ μέρα τὸν ἥλιο νὰ σβήνῃ· ἀλλὰ τρομερώτερο θὰ εἶνε ἐὰν σβήσῃ ἡ ἀγάπη. Προτιμότερο νὰ σβήσῃ ὁ ἥλιος παρὰ νὰ σβήσῃ ἡ ἀγάπη, ποὺ εἶνε ὁ ἥλιος τῶν ψυχῶν. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας προφήτευσε, ὅτι θὰ ἔρθῃ μέρα κατηραμένη, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἥλιος τῆς ἀγάπης θὰ σβήσῃ καὶ τὸ κρύο καὶ ὁ παγετὸς θὰ ἐπικρατήσῃ στὴ γῆ (βλ. Ματ. 24,12).

Μιλᾶμε γιὰ τὴν ἀγάπη, ἀλλὰ ἀγάπη δὲν ἔχουμε. Ἡ ἀγάπη εἶνε ἕνα οὐράνιο πρᾶγμα, ποὺ συνδέεται ἀρρήκτως μὲ τὴν ταπείνωσι, τὴν ὑπακοή, τὴν πειθαρχία, τὶς μεγάλες ἀρετές. Δὲν εἶνε κάτι ξεκάρφωτο, ὅπως διδάσκουν οἱ οἰκουμενισταί, ὅπως διδάσκουν οἱ κοσμικοί. Ἀγάπη ἀπὸ ἀγάπη διαφέρει. Ὑπάρχει ἀγάπη σαρκός, ἀγάπη χρήματος, ἀγάπη τῶν μικρῶν καὶ ἀσημάντων. Κι αὐτὴ ἀκόμη ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα καὶ τῆς μητέρας, ἐν τελευταίᾳ ἀναλύσει, περιέχει κάτι τὸ σαρκικό. Ἡ ἀγάπη ὅμως ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο ἔχει φτεροῦγες ἀετοῦ καὶ ἵπταται μέχρι τρίτου οὐρανοῦ· κάνει τὸν ἄνθρωπο χερουβὶμ καὶ σεραφίμ.

Ἀγάπη, λοιπόν, ὄχι μόνο πρὸς τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους, ὄχι μόνο πρὸς τοὺς Χριστιανούς, ἀλλὰ ἀγάπη πρὸς ὅλο τὸν κόσμο. Ἀγάπη καὶ σ᾿ αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς σταυρωτάς! Διότι ἐμεῖς ἔχουμε ὡς πρότυπο τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶνε ἡ ἐσταυρωμένη ἀγάπη. Τέτοια ἀγάπη πρέπει νὰ ἔχουμε κ᾿ ἐμεῖς.

Ἐὰν τώρα, ἀγαπητοί μου, θέλῃ κανεὶς νὰ δῇ ἀπὸ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἀρετὲς ποιά εἶνε ἡ μεγαλυτέρα, μεγαλυτέρα εἶνε ἡ τρίτη, ἡ ἀγάπη. Τὸ κάλλος της εἶνε ἀπερίγραπτο. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ζωγραφίζει ὅλα τὰ ὡραῖα γνωρίσματα τῆς ἀγάπης, ποὺ ἂν δὲν τὰ ἔχουμε τότε ματαιοπονοῦμε. «Ἐάν», λέει, «ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων», ἐὰν καὶ θαύματα ἀκόμη κάνω, καὶ ἐὰν σκορπίσω τὴν περιουσία μου, καὶ ἂν πάω καὶ μαρτυρήσω καὶ χύσω τὸ αἷμα μου, «ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον»· «οὐδέν εἰμι» (Α΄ Κορ. 13,1-2).

Ταῦτα, ἀγαπητοί μου, εἶχα νὰ σᾶς πῶ. Πιστεύετε, στὸν αἰῶνα τῆς ἀπιστίας.  Ἐλπίζετε, στὸν αἰῶνα τῆς ἀπελπισίας. Ἀγαπᾶτε στὸν αἰῶνα τοῦ μίσους. Κρατῆστε προπαντὸς τὴν ἀγάπη, ἡ ὁποία, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μένει αἰωνίως (ἔ.ἀ. 13,7).

Διότι τί εἶνε παράδεισος; Εἶνε ποταμοί, εἶνε κρυστάλλινες πηγές; εἶνε τὰ ᾄσματα τῶν ἀγγέλων, εἶνε τὰ χερουβὶμ καὶ τὰ σεραφίμ, εἶνε οἱ ἅγιοι, εἶνε οἱ μάρτυρες, εἶνε ὅλος ἐκεῖνος ὁ ὡραῖος κόσμος, τὰ ἀγαθὰ ἐκεῖνα τὰ ἀνέκφραστα; Εἶνε καὶ αὐτά. Ἀλλὰ κυρίως εἶνε ἡ ἀγάπη, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ἂν βγάλω τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὸν παράδεισο, ἀμέσως ὁ παράδεισος θὰ γίνῃ κόλασις.

Τὸν παράδεισο αὐτὸν μποροῦμε κ᾿ ἐμεῖς νὰ τὸν ζήσουμε, ἐὰν αἰσθανθοῦμε τὴν αὔρα τῆς ἀγάπης, ἐὰν πιστέψουμε ἀκράδαντα στὸν Κύριο, καὶ ἐὰν ἐλπίζουμε μὲ βεβαιότητα στὶς αἰώνιες ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ.

Τότε στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ, μαζὶ μὲ τὴν ἁγία Σοφία καὶ τὶς τρεῖς θυγατέρες της, τὴν Πίστι τὴν Ἐλπίδα καὶ τὴν Ἀγάπη, θὰ ὑμνοῦμε τὸν Τριαδικὸ Θεὸ λέγοντας· «Τὸν Κύριον ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας» (ἔ.ἀ.).

(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτου

Advertisement

ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 23-8-2022

Τί σημαίνει τὸ «μενοῦνγε…

«Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ  καὶ φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28) 

Θα σᾶς μιλήσω. Ἀλλὰ τὰ δικά μου λόγια δὲν ἔχουν ἀξία. Οἱ ἄνθρωποι συχνὰ σφάλλουμε. Μέσ᾿ στὰ ἑκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων ἕνας μόνο δὲν ἔσφαλε. Ἕνας πού, ὅπως ἀκούσατε σήμερα στὸν ἀπόστολο (βλ. Φιλιπ. 2,5-11), μιὰ μέρα θὰ τὸν ἀναγνωρίσουν καὶ θὰ ὑποταχθοῦν σ᾿ αὐτὸν ὅλοι. Αὐτὸς στέκεται πολὺ ψηλά, ἄστρο αἰώνιο, ἥλιος ἄδυτος. Εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅ,τι εἶπε, βγῆκε σωστό· ὅ,τι προεῖπε, θὰ γίνῃ μέχρι κεραίας.

Ἀπ᾿ τὴ δική του σοφία λοιπὸν θὰ πάρω καὶ θὰ σᾶς παρουσιάσω ἕνα μόνο λόγο, ποὺ ἀκούστηκε πρὸ ὀλίγου. Ποιός εἶνε ὁ λόγος του αὐτός· «Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28). Τί σημαίνουν αὐτά;

Λέει, ἀγαπητοί μου, τὸ εὐαγγέλιο σήμερα (βλ. Λουκ. 10,38-42· 11,27-28), ὅτι ὁ Χριστὸς δίδασκε. Ποιούς δίδασκε, ποιοί τὸν ἄκουγαν; Μήπως σοφοί, γραμματισμένοι, στρατηγοί, βασιλιᾶδες μὲ κορῶνες; Κανένας ἀπ᾿ αὐτούς. Αὐτοὶ ἔκλειναν τ᾿ αὐτιά τους, τὸν κατηγοροῦσαν, καὶ αὐτοὶ τέλος τὸν σταύρωσαν. Ποιοί τὸν ἄκουγαν; Ἐμένα ρωτᾶτε; Ρωτῆστε τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸν ἄκουγαν κάτι ψαρᾶδες ξυπόλητοι, κάτι χωρικοὶ ποὺ μὲ τὸ ἀλέτρι καὶ τὸν ἱδρῶτα τους καλλιεργοῦσαν τὴ γῆ, κάτι ἁπλοϊκὲς γυναῖκες καὶ μερικὰ ἀθῷα παιδάκια ποὺ γι᾿ αὐτὸν ἄφηναν τὰ παιχνίδια τους. Αὐτοὶ ἄκουγαν τὸ Χριστό. Καὶ πῶς τὸν ἄκουγαν; Εἶδες τὸ παιδάκι πῶς κολλάει τὸ στοματάκι του στὸ στῆθος τῆς μάνας καὶ ῥουφάει τὸ γάλα; Εἶδες τὴ μέλισσα πῶς κάθεται πάνω στὸ ἄνθος καὶ τραβάει τὸ νέκταρ; Εἶδες τὸ σφουγγάρι πῶς πίνει τὸ νερό; Ἔτσι κι αὐτοὶ οἱ ἁγνοὶ ἄνθρωποι τὸν ἄκουγαν ἐπὶ ὧρες, κ᾿ ἔλεγαν νὰ μὴ σταματήσῃ.

Τόσο ἐνθουσιασμένος ἦταν αὐτὸς ὁ κόσμος, ὥστε μιὰ γυναίκα πετάχτηκε μέσα ἀπ᾿ τὸ πλῆθος καὶ φώναξε· «Καλότυχη ἡ μάνα ποὺ σὲ γέννησε καὶ οἱ μαστοὶ ποὺ θήλασες!». Καὶ ὁ Χριστὸς τί ἀπήντησε· «Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν».

Αὐτὰ τὰ λόγια πρέπει νὰ τὰ ἐξηγήσουμε. Γιατὶ ἀπ᾿ αὐτὰ ἁρπάζονται οἱ χιλιασταὶ ἢ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, καὶ στήνουν ὁλόκληρο κατηγορητήριο κατὰ τῆς Παναγίας Παρθένου. Τί λένε· –Ἐμεῖς δὲν τιμοῦμε τὴ Μαρία (ἔτσι τὴν ὀνομάζουν), γιατὶ νά καὶ ὁ Χριστὸς δὲν τὴν τίμησε. Ὅταν τοῦ φώναξαν, «Καλότυχη ἡ μάνα ποὺ σὲ γέννησε», αὐτὸς τὸ ἀρνήθηκε καὶ εἶπε «Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν».

Ἔχουν δίκιο; Ὄχι. Διαστρεβλώνουν τὸ ῥητό, γιατὶ ἔχουν πλάνη καὶ γιατὶ δὲν ξέρουν τὰ ἐλληνικά. Ἄλλη εἶνε ἡ ἔννοιά του. Τί σημαίνει τὸ «μενοῦνγε»; Πρῶτον σημαίνει· Ἀλήθεια, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι, καλότυχη εἶνε ἡ μάνα ποὺ μὲ γέννησε. Ἀλλ᾿ ὄχι μόνο ἐκείνη· κοντὰ στὴ μάνα μου εἶνε κι ἄλλοι καλότυχοι. Ἀγαποῦσε ὁ Χριστὸς τὴ μητέρα του. Πῶς νὰ μὴν ἀγαπᾷ μιὰ μάνα πονεμένη καὶ βασανισμένη, ποὺ τὸν πῆρε βρέφος στὴν ἀγκαλιὰ κ᾿ ἔφυγε νύχτα στὴν ἐξορία τῆς Αἰγύπτου; Τὴν ἀγαποῦσε. Ἀπόδειξις, ὅτι καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἦταν καρφωμένος ἐπάνω στὸ σταυρὸ δὲν τὴν ξέχασε· τὴ θυμήθηκε καὶ φρόντισε. Γι᾿ αὐτὴν εἶπε στὸν Ἰωάννη «Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου» (Ἰωαν. 19,27). Κι ἀπὸ τότε ὁ Ἰωάννης παρέλαβε ὑπὸ τὴν φροντίδα του τὴν Παναγία. Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἀγαποῦσε τὴ μητέρα του. Ἀλλὰ εἶπε· Εἶνε καλότυχη ἡ μάνα μου, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. Καλότυχη ὅμως, ὄχι γιατὶ ἁπλῶς μὲ γέννησε· καλότυχη, γιατὶ καὶ ἡ ἴδια, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκε μέχρι τὴν ὥρα ποὺ κοιμήθηκε καὶ παρέδιδε τὸ πνεῦμα της στὸν οὐράνιο Πατέρα, ἔκανε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐκείνη εἶπε· «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου» (Λουκ. 1,38), ἂς γίνῃ σ᾿ ἐμένα ὅ,τι ὁρίζει τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου.

Εἶνε λοιπὸν καλότυχη, γιατὶ ἐξετέλεσε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ᾿ ἐγώ, λέει ὁ Χριστός, ἦρθα στὸν κόσμο αὐτὸ γιὰ νὰ κάνω εὐτυχισμένη ὄχι μόνο τὴ μάνα μου. Αὐτὸ εἶνε ἐγωισμὸς καὶ φιλαυτία, νὰ θέλῃς νὰ εὐτυχῇ μόνο ἡ μάνα σου καὶ τ᾿ ἀδέρφια σου. Δίπλα σου ὑπάρχουν κι ἄλλοι. Ἀλλοίμονο σ᾿ αὐτὸν ποὺ κοιτάζει μόνο τὸ στενό του κύκλο. Πρέπει νὰ κοιτάζῃ τὸ σύνολο, τὴν κοινωνία, τὸν κόσμο ὁλόκληρο, νὰ σκορπίζῃ σὰν τὸν ἥλιο τὶς ἀκτῖνες του σὲ ὅλους.

Αὐτὸ μᾶς λέει ἐδῶ ὁ Χριστός, ὄχι αὐτὰ ποὺ λένε οἱ χιλιασταί. Ἀλήθεια λές –ἀπαντᾷ–, εἶνε πράγματι εὐτυχισμένη ἡ μάνα μου· ἀλλ᾿ ἐγὼ ἦρθα γιὰ νὰ κάνω εὐτυχισμένο ὅλο τὸν κόσμο. Καλότυχη ἡ μάνα μου, ποὺ ἀκούει καὶ τηρεῖ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ· καλότυχοι ὅμως κ᾿ ἐσεῖς ὅλοι, ἂν κάνετε τὸ ἴδιο. Ἂν μ᾿ ἀκούσετε κ᾿ ἐφαρμόσετε τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, θὰ γίνετε κ᾿ ἐσεῖς μακάριοι κ᾿ εὐτυχισμένοι ὅπως ἡ μητέρα μου. Αὐτὸ λοιπὸν σημαίνει τὸ «μενοῦνγε». Συνεπῶς δὲν ἔχουν δίκιο οἱ χιλιασταί. Γενικῶς οἱ αἱρετικοὶ διαστρεβλώνουν τὰ χωρία τῆς Γραφῆς. Νὰ σᾶς πῶ πῶς μοιάζουν τὰ λόγια τους; Τὸ κρέας δὲν θεωρεῖται ἡ καλύτερη τροφή; Ἀλλ᾿ ἐὰν πάρῃς κιμᾶ καὶ τὸν ζυμώσῃς μὲ φαρμάκι, τότε γίνεται φόλα. Τὸ τρώει τὸ καημένο τὸ σκυλὶ καὶ ψοφάει. Ἔτσι κάνουν οἱ αἱρετικοί. Τὰ λόγια τους εἶνε φόλες. Παίρνουν κρέας – λόγια τῆς Γραφῆς, τ᾿ ἀνακατεύουν μὲ φαρμάκι – πλάνες, κ᾿ ἐμεῖς σὰν τὸ ἀνόητο σκυλὶ δὲν ὑποπτευόμεθα τὸ δηλητήριο τῆς αἱρέσεως.

Γιὰ νὰ συμπληρωθῇ τώρα ἡ ἑρμηνεία τοῦ ῥητοῦ «Μενοῦνγε μακάριοι…», ἂς ἐξηγήσουμε καὶ τί σημαίνει τὸ «μακάριοι». «Μακάριοι» θὰ πῇ εὐτυχισμένοι, καλότυχοι. Ἄλλη ὅμως ζυγαριὰ ἔχει ὁ κόσμος καὶ ἄλλη ὁ Χριστός, ἄλλο λεξικὸ ὁ κόσμος καὶ ἄλλο ὁ Χριστός. Κατὰ τὸ λεξικὸ τοῦ κόσμου εὐτυχισμένος εἶνε αὐτὸς ποὺ ἔχει λεπτά, αὐτὸς ποὺ πάντρεψε τὸ κορίτσι του μὲ πλούσιο, αὐτὸς ποὺ ἔγινε μεγάλος (νομάρχης, στρατηγὸς κ.τ.λ.), αὐτὸς ποὺ ἔμαθε γράμματα στὸ πανεπιστήμιο, ἔγινε ἐπιστήμονας, αὐτὸς ποὺ κληρονόμησε σπίτια… Αὐτὰ τὸ λεξικὸ τοῦ κόσμου. Τοῦ Χριστοῦ τὸ λεξικό; «Μακάριοι» ὄχι οἱ πλούσιοι, ὄχι οἱ μεγιστᾶνες, ὄχι οἱ βασιλεῖς, ὄχι οἱ στρατηγοί, ἀλλὰ «μακάριος» – ποιός; Θὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ ἕνα ἱστορικὸ πρόσωπο πάλι ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή. Ζοῦσε στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἕνας βασιλιᾶς πολὺ πλούσιος· εἶχε χρυσάφι ἄφθονο. Καὶ μόνο χρυσάφι; Εἶχε καὶ δόξα. Γιατὶ τρία πράγματα εἶνε μαγνῆτες τοῦ διαβόλου ποὺ τραβοῦν τὸν ἄνθρωπο· τὰ λεπτά, ἡ δόξα, καὶ οἱ ἔρωτες. Ἀπὸ λεπτὰ λοιπόν; εἶχε στέρνα γεμάτη χρυσᾶ νομίσματα. Ἀπὸ δόξα; δὲν ἦταν ἄλλος πιὸ ἔνδοξος· παντοῦ ἀκουγόταν τ᾿ ὄνομά του, ξεκινοῦσαν ἀπὸ τὰ ἄκρα τοῦ κόσμου νὰ πᾶνε ν᾿ ἀκούσουν τὴ σοφία του. Κι ἀπὸ ἔρωτες; ὅπως ἀλλάζεις ἐσὺ τὸ πουκάμισό σου, ἔτσι αὐτὸς ἄλλαζε τὶς γυναῖκες. Λένε, ὅτι εἶχε ἑπτακόσες γυναῖκες, τὶς ὡραιότερες τοῦ κόσμου. Γλεντοῦσε καὶ διασκέδαζε. Καὶ ζοῦσε χρόνια· ποτέ του δὲν ἀρρώστησε. Χόρτασε λοιπὸν ἀπ᾿ ὅλα. Ὅταν γέρασε καὶ πλησίαζε καὶ γι᾿ αὐτὸν τὸ τέλος, τὸν ρώτησαν· –Βασιλιᾶ, ἐσὺ ποὺ ἀπήλαυσες τὰ πάντα, γιὰ πές μας τί κατάλαβες; Καὶ τότε αὐτὸς πῆρε τὴν πέννα κ᾿ ἔγραψε κάτι λόγια, ποὺ ἐγὼ ἀκόμα δὲν τὰ κατάλαβα. Ὅποιος τὰ κατάλαβε, βρῆκε τὸ κλειδί. Ἂν εἶνε κανένας ἐπιστήμονας· τὰ λόγια αὐτὰ εἶνε ἄλγεβρα, τὸ πιὸ δύσκολο μάθημα. Ἔγραψε λοιπόν, καὶ τὰ λόγια του μένουν αἰώνια· «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Ποιός τά ᾿πε; Ὁ Σολομῶν. Ὁ πλουσιώτερος, ὁ σοφώτερος τοῦ κόσμου, αὐτὸς ποὺ γλέντησε τὴ ζωὴ ὅσο κανένας ἄλλος. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης». Μηδὲν τὰ πλούτη, μηδὲν τὰ ἀξιώματα, μηδὲν ἡ σοφία, μηδὲν ἡ ἐπιστήμη, μηδὲν οἱ ἔρωτες, μηδὲν τὰ πάντα. Ἕνα σὲ κάνει εὐτυχῆ· «Τὸν Θεὸν φοβοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ φύλασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς ἄνθρωπος» (ἔ.ἀ. 12,13). Αὐτὰ εἶπε ὁ Σολομῶν. Αὐτὰ εἶνε καὶ τὰ ζύγια καὶ τὸ λεξικὸ τοῦ Χριστοῦ.

Ἀγαπητοί μου! «Μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν». Ἂν τὸ πιὸ μεγάλο κακὸ στὸν κόσμο εἶνε ἡ ἁμαρτία καὶ ἂν ὁ μεγαλύτερος βασανισμὸς εἶνε οἱ τύψεις γιὰ τὶς ἁμαρτίες, τότε τὸ μεγαλύτερο καλὸ εἶνε ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἡ λύτρωσι ἀπὸ τὶς τύψεις. Αὐτὸ κάνει τὸν ἄνθρωπο «μακάριο», ἀληθινὰ εὐτυχισμένο.

Γι᾿ αὐτὸ ὄχι κόντρα, ἀλλὰ κοντὰ στὸ Θεό. Τὸ νὰ πᾷς κόντρα μὲ τὸ Θεό, αὐτὸ εἶνε ἡ μεγαλύτερη δυστυχία. Ὅποιος πάει κόντρα μὲ τὸ Θεό, θὰ γίνῃ στάχτη. Διότι «ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ…» (Ἐφ. 5,6. Κολ. 3,6). Μείνετε, λοιπόν, κοντὰ στὸν Κύριο ἀκούγοντας καὶ φυλάσσοντας τὶς ἐντολές του.

Εἴθε ὁ Θεὸς διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων νὰ ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ ἡμᾶς· ἀμήν.

(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη

                                                  

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ

(Β΄ Πέτρ. 1,10-19)

Ὑπόμνησις «Δίκαιον ἡγοῦμαι, ἐφ᾿ ὅσον εἰμὶ ἐν τούτῳ τῷ σκηνώματι, διεγείρειν ὑμᾶς ἐν ὑπομνήσει» (Β΄ Πέτρ. 1,13)

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἔλαμψε πάνω στὸ Θαβὼρ ἀπὸ θεϊκὴ δόξα ἐνώπιον τῶν μαθητῶν του.

Οἱ τρεῖς μαθηταί, ὁ Πέτρος ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν –ὅσο μποροῦσαν– τὴ δόξα του, δὲν τὴν λησμόνησαν πλέον ποτέ. Αὐτὸ ποὺ ἔζησαν τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἦταν τόσο μεγάλο, ὥστε τοὺς στήριξε στὶς δύσκολες στιγμὲς τῶν πειρασμῶν, τῶν διωγμῶν, τοῦ μαρτυρίου. Ἀπὸ αὐτὸ ἀντλοῦσαν δύναμι γιὰ νὰ στηριχθοῦν οἱ ἴδιοι, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ στηρίξουν τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτὸ λέει σήμερα ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς θεατὰς τῆς Μεταμορφώσεως, ὁ Πέτρος, στὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ διαβάστηκε. Εἶνε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴν Δευτέρα καθολική του Ἐπιστολή, στὸ ὁποῖο λέει· Ὅσο ζῶ, θεωρῶ καθῆκον μου νὰ σᾶς ξυπνῶ καὶ νὰ σᾶς ὑπενθυμίζω τὴν κλῆσι σας στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ. Διότι δὲν σᾶς διδάξαμε τὸ Χριστὸ στηριζόμενοι σὲ πλαστοὺς μύθους· σᾶς δείξαμε τὴ δύναμι καὶ παρουσία του, ἀφοῦ εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας τὸ μεγαλεῖο του τὴν ἡμέρα ἐκείνη πάνω στὸ ὄρος καὶ ἀκούσαμε μὲ τ᾿ αὐτιά μας τὴν τιμητικὴ φωνὴ τοῦ δοξασμένου οὐρανίου Πατέρα νὰ λέῃ γι᾿ αὐτόν· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, εἰς ὃν ἐγὼ εὐδόκησα» (Β΄ Πέτρ. 1,17).

Μὲ ἀφορμὴ τὴν ὑπενθύμισι τοῦ Πέτρου ἂς μιλήσουμε κ᾿ ἐμεῖς σήμερα περὶ ὑπομνήσεως.

‘Ενας, ἀγαπητοί μου, ἕνας ποὺ χρωστάει σὲ κάποιον δὲν ξεχνάει τὸ χρέος του. Τὸ θυμᾶται καὶ προσπαθεῖ νὰ τὸ ἐξοφλήσῃ. Ἀλλ᾿ ἂν τὸ ξεχάσῃ καὶ περάσῃ ἡ προθεσμία τῆς ἐξοφλήσεως, ἡ τράπεζα τοῦ στέλνει ἕνα χαρτί, ποὺ λέγεται «ὑπόμνησις»· τοῦ ὑπενθυμίζει δηλαδὴ τὸ χρέος ποὺ ξέχασε καὶ τὸν καλεῖ νὰ τὸ ἐξοφλήσῃ. Γιατὶ ἂν δὲν τὸ ἐξοφλήσῃ ἐγκαίρως, θὰ ἔχῃ ὡρισμένες συνέπειες.

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὰ χρέη, ποὺ χρωστοῦν οἱ ἄνθρωποι σὲ διάφορα πρόσωπα, τράπεζες καὶ ὀργανισμούς, ὑπάρχουν κι ἄλλα χρέη. Χρέη, ποὺ ἔχουν ὅλοι γενικὰ οἱ ἄνθρωποι. Καὶ τὸ περίεργο εἶνε, ὅτι ὅσο κανεὶς γίνεται πιὸ πλούσιος, τόσο καὶ τὰ χρέη του αὐξάνουν.

Χρέη εἶνε οἱ ὑποχρεώσεις, τὰ καθήκοντα ποὺ ἔχουμε ἀπέναντι στὸν ἑαυτό μας, στὸν πλησίον μας, καὶ στὸ Θεό. Χρέος εἶνε ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, δηλαδὴ νὰ πιστέψουμε, νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ κλάψουμε γιὰ ὅσα ἁμαρτήματα ἔχουμε κάνει. Χρέος μας εἶνε νὰ διορθώσουμε τὸ χαρακτῆρα μας, ν᾿ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ κακίες καὶ ἐλαττώματα, καὶ νὰ προοδεύουμε στὴν ἀρετή. Χρέος μας εἶνε ἡ σωτηρία τοῦ πλησίον, ἡ βοήθεια δηλαδὴ ποὺ πρέπει νὰ προσφέρουμε στοὺς συνανθρώπους μας στὶς διάφορες ὑλικὲς καὶ πνευματικὲς ἀνάγκες. Χρέος μας εἶνε νὰ κλάψουμε μαζὶ μὲ τὸν πονεμένο, χρέος μας εἶνε νὰ χαροῦμε στὶς χαρές του. Χρέος μας εἶνε ἡ διάδοσι καὶ ἐξάπλωσι τοῦ εὐαγγελίου σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Χρέος μας εἶνε νὰ συγχωροῦμε κι αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς ἐχθρούς μας. Ἀπέναντι δὲ στὸ Θεὸ ἔχουμε χρέος νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε ἀπ᾿ ὅλα τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας μέρα καὶ νύχτα γιὰ ὅλα τὰ καλὰ ποὺ μᾶς δίνει, νὰ τὸν δοξολογοῦμε γιὰ ὅλα τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ πράγματα ποὺ βλέπουμε μέσα στὸ φυσικὸ καὶ πνευματικὸ κόσμο. Χρέος μας εἶνε νὰ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ συγχωρήσῃ τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ νὰ μᾶς δώσῃ τὴ χάρι του γιὰ νὰ ἐκτελοῦμε τὸ θέλημά του μὲ προθυμία καὶ ζῆλο. Χρέος…

Ὤ, ὅλο χρέη, ὅλο ὑποχρεώσεις εἶνε ὁ ἄνθρωπος! Καί, ὅπως εἴπαμε, ὅσο γίνεται πιὸ πλούσιος, πιὸ δυνατός, πιὸ ἔνδοξος, τόσο καὶ τὸ χρέος του αὐξάνει. Οἱ φτωχοί, οἱ ἀγράμματοι καὶ οἱ ἄσημοι λίγες ὑποχρεώσεις ἔχουν· ἔνῷ αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὰ ἑκατομμύρια, αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἀνεβῆ στὰ μεγάλα ἀξιώματα, αὐτοὶ ἔχουν μεγάλες ὑποχρεώσεις.

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ θυμοῦνται τὶς ὑποχρεώσεις τους καὶ φροντίζουν νὰ εἶνε συνεπεῖς. Ἀλλὰ δυστυχῶς οἱ πιὸ πολλοὶ ξεχνοῦν τὶς ὑποχρεώσεις τους καὶ ζοῦν ἀδιάφοροι. Παραμελοῦν τὸν ἑαυτό τους· ἀφήνουν τὸ γείτονα νὰ πεθάνῃ ἀπ᾿ τὴν πεῖνα καὶ τὴ δυστυχία· τὸ Θεὸ ποτέ δὲν τὸν θυμοῦνται. Τί πρέπει νὰ γίνῃ μὲ τοὺς ἀνθρώπους αὐτούς; Νὰ μείνουν ἔτσι; νὰ ζοῦν ἀδιάφοροι καὶ ἀσυναίσθητοι; Ὄχι. Πρέπει νὰ βρεθοῦν ἄλλοι, ποὺ νὰ τοὺς θυμίζουν τὰ καθήκοντά τους.

Αὐτὸ τὸ καθῆκον, ποὺ ἔχουν οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ἀπέναντι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, τονίζει ὁ ἀπόστολος Πέτρος στὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ διαβάστηκε σήμερα, ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως. Τί ἦταν ὁ Πέτρος; Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶχε πάρει ἀπ᾿ τὸ Χριστὸ τὴν ἐντολὴ νὰ κηρύξῃ σὲ ὅλο τὸν κόσμο τὸ εὐαγγέλιο. Καὶ τὴν ἐντολὴ αὐτὴ δὲν ἔπαυσε νὰ τὴν ἐκτελῇ. Συνεχῶς ὁ Πέτρος δίδασκε, προέτρεπε καὶ ἤλεγχε τὸν κόσμο. Δὲν θὰ πάψω, γράφει στοὺς Χριστιανούς, νὰ σᾶς θυμίζω τὶς ὑποχρεώσεις σας. Γιατὶ ἤξερε ὁ Πέτρος πόσο εὔκολα ὁ ἄνθρωπος ξεχνάει τὸ καλὸ ποὺ ἀκούει. Ἐνῷ τὸ κακό, μιὰ φορὰ νὰ τὸ ἀκούσῃ κανείς, φτάνει γιὰ νὰ τὸ τυπώσῃ ζωηρὰ στὸ μυαλό του κι ἀπὸ ᾿κεῖ νὰ μὴν ξεκολλᾷ. Τὸ ἄκουσε ὅταν ἦταν παιδί, καὶ τὸ θυμᾶται τώρα ποὺ γέρασε. Ἐνῷ τὸ καλὸ ποὺ ἀκούει εὔκολα τὸ ξεχνάει. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει ὁ πατέρας, ἡ μάνα, ὁ δάσκαλος, ὁ ἱερεύς, ὁ κήρυκας συχνὰ νὰ ὑπενθυμίζουν στὰ παιδιὰ τὴν καλὴ διδασκαλία. Δὲν θὰ πάψω, λέει ὁ Πέτρος στοὺς Χριστιανούς, νὰ σᾶς θυμίζω τὰ ὅσα σᾶς ἔχω διδάξει. Ὄχι ἁπλῶς νὰ σᾶς θυμίζω, ἀλλὰ νὰ σᾶς διεγείρω, νὰ σᾶς μιλῶ δηλαδὴ μὲ ζωηρότητα, γιὰ νὰ σᾶς ξυπνῶ καὶ νὰ σᾶς παρακινῶ στὸ καλό. Κάτι παρόμοιο ἔλεγε κ᾿ ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφος τῆς πατρίδος μας, ὁ Σωκράτης. Ἐγώ, ἔλεγε ὁ Σωκράτης στοὺς ἀρχαίους Ἀθηναίους, εἶμαι σὰν μιὰ βουκέντρα. Τί κάνει ἡ βουκέντρα; Τὰ βόδια, ποὺ κάθονται ὀκνηρὰ στὸ στάβλο, ὁ γεωργὸς τὰ κεντάει μὲ τὴ βουκέντρα καὶ τὰ κάνει νὰ βγοῦν ἀπ᾿ τὸ στάβλο καὶ νὰ μποῦν στὸ ζυγὸ καὶ νὰ κάνουν ἀλέτρι. Ὅταν ὀργώνῃ ὁ γεωργός, δὲν λείπει ἀπ᾿ τὰ χέρια του ἡ βουκέντρα. Ἅμα λείψῃ, τὰ βόδια θὰ σταματήσουν. Τὸ κέντρισμα, βλέπετε, εἶνε ἀναγκαῖο. Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ κάνει ὁ γεωργὸς στὰ βόδια, κάνω κ᾿ ἐγὼ σ᾿ ἐσᾶς, λέει ὁ Σωκράτης. Βουκέντρα εἶνε τὰ λόγια μου· ὅσο αὐστηρὰ καὶ πικρὰ κι ἂν φαίνωνται, γίνονται ἀφορμὴ γιὰ νὰ δῇ ὁ καθένας τὴν ἄγνοιά του, τὴν κακία καὶ τὴ διαφθορά του, καὶ νὰ φροντίσῃ νὰ διορθωθῇ. Ἐσεῖς βέβαια ἐνοχλεῖσθε ἀπ᾽ τὸν ἔλεγχό μου καὶ θέλετε νὰ πάψω νὰ σᾶς διδάσκω καὶ νὰ σᾶς ἐλέγχω. Θέλετε, δηλαδή, νὰ σπάσω τὴ βουκέντρα. Εἶστε ἕτοιμοι νὰ μὲ καταδικάσετε σὲ θάνατο. Ἂν μὲ θανατώσετε, τότε πιὰ δὲν θὰ ὑπάρχῃ ἄλλος νὰ σᾶς ξυπνάῃ καὶ νὰ σᾶς ὑπενθυμίζῃ τὰ καθήκοντά σας. Τότε χωρὶς βουκέντρα θὰ ζῆτε ἀδιάφοροι καὶ θὰ κοιμᾶστε σὰν τὰ ζῷα μέσ᾿ στοὺς στάβλους. Θὰ κοιμᾶστε, ἕως ὅτου ὁ καλὸς Θεὸς σᾶς λυπηθῇ καὶ σᾶς στείλῃ κάποιον ἄλλον, ποὺ θὰ ἔρθῃ γιὰ νὰ σᾶς ξυπνήσῃ.

Διαρκὴς λοιπὸν διδασκαλία, διαρκὴς ὑπόμνησις χρειάζεται. Γίνεται; Δυστυχῶς ὄχι. Αὐτοὶ ποὺ εἶνε ὑποχρεωμένοι νὰ διδάσκουν, νὰ κατηχοῦν καὶ νὰ ἐλέγχουν τὸ λαό, παραμελοῦν τὰ καθήκοντά τους. Ἕνας Πέτρος καὶ ἕνας Παῦλος στὴ φυλακὴ ἦταν, κι ἀπὸ μέσα ἀπ᾿ τὴ φυλακὴ δὲν ἔπαυαν νὰ στέλνουν γράμματα καὶ μὲ ζωηρὸ τρόπο νὰ ὑπενθυμίζουν τὸ κήρυγμά τους στοὺς Χριστιανούς. Ἐμεῖς, οἱ σημερινοὶ διδάσκαλοι καὶ διάδοχοι στὸ ἕργο τους, τί κάνουμε; Ὑπενθυμίζουμε διαρκῶς τὰ καθήκοντα στοὺς Χριστιανούς μας; Οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς νομίζουμε, πὼς μὲ μιὰ ὁμιλία –κι αὐτὴ ὄχι ζωντανή, ἀλλὰ χλιαρή–, ποὺ κάνουμε μιὰ φορὰ τὴ βδομάδα ἢ καὶ ἀραιότερα, νομίζουμε πὼς ἐκπληρώσαμε τὸ καθῆκον μας. Ἀλλοίμονό μας! Πόσο ὑστεροῦμε, πόσο μακριὰ ἀπ᾽ τὸ καθῆκον μας εἴμαστε! Στὴν ἐποχή μας, ποὺ εἶνε ὅπως ἡ ἐποχὴ Σοδόμων καὶ Γομόρρας, χρειάζονται βούκεντρα πολλά, χρειάζονται κηρύγματα ζωηρὰ καὶ ἐλεγκτικά, χρειάζονται διαρκῶς ὑπομνήσεις, ποὺ θ᾿ ἀπευθύνωνται πρὸς ὅλους ἀνεξαιρέτως, ὑπομνήσεις γραμμένες μὲ πόνο καὶ δάκρυα καὶ αἷμα ἀκόμη, μὲ αἷμα σὰν τὸ αἷμα ποὺ ἔχυσαν οἱ μάρτυρες τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος γιὰ νὰ ξυπνήσουν τὶς συνειδήσεις τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τῶν ἐνόχων.

Ἅγιε Πέτρε! Ἐσύ, ποὺ πάνω στὴν κορυφὴ τοῦ Θαβὼρ ἀξιώθηκες νὰ δῇς τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ μας, σὲ παρακαλοῦμε, παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ δίνῃ δύναμι στοὺς κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου, νὰ μὴν κουραστοῦν, ἀλλὰ συνεχῶς καὶ ζωηρὰ νὰ ὑπενθυμίζουν στὸ λαὸ τὰ πνευματικὰ χρέη, νὰ κηρύττουν τὴν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελίου μέχρι θανάτου.

(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη

ΑΓΙΟΥ ΙΑΜΑΤΙΚΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ 27-7-2022

Διδάγματα ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἑορτάζει ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους ἀθλητὰς τῆς πίστεώς μας, ὁ ἅγιος Παντελεήμων. Τὰ ἐγκώμια ποὺ τοῦ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία εἶνε πολλά. Ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο ἐγκώμιο νομίζω ὅτι εἶνε τὸ ἴδιο τὸ ὄνομά του, τὸ ὄνομα Παντελεήμων.

Δὲν δίνει ἡ Ἐκκλησία τυχαίως τὸ ὄνομα στὸν καθένα μας. Ὅλοι ἔχουμε ὀνόματα· δὲν εἴμαστε μὲ νούμερα. Σὲ ἄλλα κράτη εἶνε μὲ νούμερα. Θά ᾿ρθῃ ἐποχὴ ποὺ θὰ σβήσουν τὰ ὀνόματα καὶ οἱ ἄνθρωποι θά ᾿νε μὲ νούμερα. Ἀλλὰ ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶνε μὲ νούμερα. Ἐδῶ ἔχει ὁ καθένας τὸ ὄνομά του. Ἄλλος λέγεται Γεώργιος, ἄλλη Μαρία… Εἴμαστε λοιπὸν ὑποχρεωμένοι νὰ τιμήσουμε τὸ ὄνομά μας μὲ τὴ ζωή μας. Μὴ μᾶς ποῦν οἱ ἅγιοι, ὅταν πᾶμε πάνω στοὺς οὐρανούς, Τί σχέσι εἴχατε σεῖς μαζί μας; Καθένας ἐδῶ νὰ τιμήσῃ τὸ ὄνομά του, ὅπως τὸ τίμησε ὁ ἅγιος Παντελεήμων καὶ ἀποτελεῖ αὐτὸ ἐγκώμιό του.

Τὸ εἰδωλολατρικὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου ἦταν Παντολέων, καὶ τοῦ τὸ ἔδωσαν ἄνθρωποι (ὁ πατέρας, ἡ μάνα, οἱ συγγενεῖς, ὅπως συνήθως). Τὸ ὄνομα Παντελεήμων τοῦ τὸ ἔδωσε ὁ οὐρανός, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅπως στὸν κορυφαῖο μαθητὴ εἶπε, Σύ, Σίμων, θὰ ὀνομάζεσαι Πέτρος (βλ. Ματθ. 16,18), ἔτσι κ᾿ ἐδῶ· ὅταν ὁ Παντολέων πίστεψε καὶ ἦρθε τὸ τέλος του, ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο ὠνομάστηκε Παντελεήμων. Καὶ δικαίως. Διότι εἶχε καρδιὰ ποὺ ἐλεοῦσε τοὺς πάντας καὶ ἀγαποῦσε ὅλο τὸν κόσμο, χωρὶς ἐξαίρεσι καὶ διάκρισι.

Αὐτὸ τὸν ἔνδοξο μεγαλομάρτυρα ἑορτάζουμε σήμερα. Δὲν θὰ διηγηθοῦμε τὸ βίο του. Ἂν θέλετε τὸ βίο του, πηγαίνετε στὰ συναξάρια, τὰ ἅγια αὐτὰ βιβλία, ποὺ τώρα ἐμεῖς τὰ κλείσαμε καὶ τὰ σφραγίσαμε. Ἀνοῖξτε τὰ συναξάρια, πού ᾿νε γεμᾶτα διαμάντια, μαργαριτάρια. Ἄχ χρόνια παλιά, εὐλογημένα! Δὲν ὑπῆρχαν τότε σχολεῖα καὶ πανεπιστήμια. Μὰ στὶς καλύβες τους οἱ Ἕλληνες εἶχαν τὴ συνήθεια τὰ βράδια ν᾿ ἀνοίγουν τὸ συναξάρι καὶ νὰ διαβάζουν τὸν βίο τοῦ ἁγίου τῆς ἡμέρας. Καὶ ἄκουγαν τὰ παιδιά, καὶ βούρκωναν τὰ μάτια· γιατὶ ἔβλεπαν τὰ μαρτύρια, τὰ αἵματα, τὶς θυσίες γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας. Καὶ μετὰ ἔκαναν τὴν προσευχή τους καὶ σὰν ἄγγελοι πήγαιναν γιὰ ὕπνο. Τώρα; Εἶνε ζήτημα ἂν σὲ κάθε ἐνορία μιὰ οἰκογένεια διαβάζῃ συναξάρι. –Βίους τῶν ἁγίων τώρα θὰ διαβάζουμε;… Ἄ! τώρα τὰ κορίτσια δὲν ξέρουν τὸν βίο τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, τῆς ἁγίας Ἑλένης, τῆς ἁγίας Μαρκέλλας, καὶ τ᾿ ἀγόρια τὸ βίον τοῦ ἁγίου Νικολάου, τοῦ ἁγίου Δημητρίου, καὶ ἄλλων μαρτύρων· τὰ ξέχασαν αὐτά. Ξέρουν κάτι ἄλλα· ξέρουν τὰ ὀνόματα τῶν παικτῶν ποὺ δίνουν κλωτσιὲς μέσα στὰ γήπεδα· κι ἀντὶ νὰ ἔχουν εἰκόνες ἁγίων, ἔχουν φωτογραφίες ἠθοποιῶν. Αὐτοὺς θαυμάζουν κι αὐτοὺς ἔχουν ὡς ὑποδείγματα. Ὕστερα ἀποροῦμε γιὰ τὰ ἐγκλήματα; Ἰδού τ᾿ ἀποτελέσματα· κλείσαμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὰ συναξάρια, καὶ γέμισαν οἱ φυλακὲς καὶ τὰ ψυχιατρεῖα καὶ τὰ φρενοκομεῖα. Κι ἀκόμα εἴμαστε στὸ ἄλφα.

Ἀδελφοί μου, δὲν θὰ σᾶς διηγηθῶ τὸ βίο τοῦ ἁγίου. Θὰ κόψω 3 – 4 λουλούδια ἀπὸ τὸ περιβόλι του, καὶ θὰ σᾶς τὰ δώσω γιὰ νὰ εὐωδιάζεσθε πνευματικῶς τὴν ἅγια τούτη μέρα.

Πρῶτα – πρῶτα, πῶς ἔγινε Χριστιανός; Λένε μερικοί· Ἄ, ἐγὼ γιὰ νὰ πιστέψω θέλω νὰ δῶ θαῦμα… Μὰ ὁ ἅγιος Παντελεήμων δὲν πίστεψε μὲ θαῦμα, πίστεψε μὲ διδαχή. Κοντὰ στὸ σπίτι του καθόταν ἕνας Χριστιανὸς ἱερεύς, ὁ Ἑρμόλαος. Σχολεῖα τότε δὲν ὑπῆρχαν. Ὁ Ἑρμόλαος ἔκανε κάθε βράδυ τὸ σπιτάκι του σχολεῖο. Σὰν τὴν κλῶσσα φώναζε ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς καὶ τοὺς ἔκανε μάθημα. Καὶ τὰ παιδιὰ ἔτρεχαν. Καὶ ἀνάμεσα στὰ ἄλλα παιδιὰ μιὰ μέρα ἦρθε καὶ ὁ Παντολέων. Ὁ Ἑρμόλαος τοὺς ἔλεγε γιὰ τὸ Χριστό, πῶς τὸν σταύρωσαν οἱ Ἑβραῖοι καὶ πῶς ἀναστήθηκε. Ὁ Παντολέων ἄκουγε καὶ τὰ μάτια του βούρκωσαν. Γέμισε χαρά. Στὸ τέλος ὁ Ἑρμόλαος τὸν πῆρε ἰδιαιτέρως, τὸν κατήχησε, καὶ σὲ τρεῖς βδομάδες τὸν βάπτισε. Τί μᾶς διδάσκει αὐτό; Σὲ κάθε ἐνορία πρέπει νὰ ὑπάρχῃ καὶ σχολεῖο, καὶ κάθε παπᾶς νὰ γίνῃ Ἑρμόλαος νὰ διδάσκῃ. Ἂν οἱ Χριστιανοὶ ἔχουν ἄγνοια, φταῖμε ἐμεῖς οἱ κληρικοί. Τὸ κατηχητικὸ σχολεῖο ἔχει μεγάλη ἀξία.

Ὁ Παντολέων εἶχε κλίσι στὰ γράμματα καὶ στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Φοίτησε στὴ σχολὴ ποὺ δίδασκε ἕνας σπουδαῖος ἰατρός, ὁ Εὐφρόσυνος. Ἀρίστευε στὰ μαθήματα καὶ ἔγινε ἰατρὸς ἐπιστήμονας. Ἐπιστήμονας ὅμως πιστός, ὄχι ἄπιστος. Τί δείχνει αὐτό; Λένε μερικοί, ὅτι ἡ θρησκεία εἶνε ἐμπόδιο στὴν ἐπιστήμη. Λάθος. Ἡ πίστι μας δὲν ἔχει νὰ φοβηθῇ τίποτα ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη. Ἔχουμε καὶ στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἐπιστήμονες ποὺ ἦταν πιστοί. Ἐπιστήμονες ἦταν ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς καὶ Δαμιανός, ὁ ἅγιος Παντελεήμων, καὶ τόσοι ἄλλοι. Δὲν τοὺς ἐμπόδισε ἡ ἐπιστήμη νὰ πιστεύουν στὸ Θεό. Καὶ σήμερα ὑπάρχουν πιστοὶ ἐπιστήμονες σὲ ὅλους τοὺς κλάδους (ἀστρονόμοι, μαθηματικοί, φυσικοί…), καὶ ἐδῶ καὶ διεθνῶς. Ὑπάρχουν δύο ἐπιστῆμες· μία ποὺ γράφεται μὲ ἔψιλον μικρὸ (ἐ) καὶ εἶνε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ μία ποὺ γράφεται μὲ ἔψιλον κεφαλαῖο (Ἐ) καὶ γονατίζει μπροστὰ στὸ Θεό.

Ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο μᾶς διδάσκει ὁ ἅγιος Παντελεήμων. Ἐκεῖνος δὲν ἔγινε ἐπιστήμων γιὰ νὰ παίρνῃ χρήματα καὶ νὰ «γδύνῃ» τὸν κόσμο. Τώρα σπουδάζουν μὲ σκοπὸ τὸ κέρδος. Ποιός σπουδάζει σήμερα γιὰ νὰ ὑπηρετήσῃ τὴν κοινωνία; Ἐπιστήμονας θὰ πῇ ὑπηρέτης τοῦ λαοῦ, ὄχι ἐκμεταλλευτὴς τῶν φτωχῶν. Ὁ ἅγιος Παντελεήμων ἔγινε γιατρὸς γιὰ νὰ ὑπηρετῇ ὅλους. Τὸν ἔβλεπες νὰ τρέχῃ στὰ παλάτια ἀλλὰ καὶ στὶς καλύβες, παντοῦ. Καὶ δὲν ἔπαιρνε τίποτα· ἦταν τελείως ἀνάργυρος. Ἀλλὰ εἶχε καὶ ἕνα μεγάλο μυστικό, ποὺ σήμερα σπανίως τὸ βρίσκεις. Διάβαζε μὲν μέρα – νύχτα τὰ βιβλία του καὶ ἤξερε ὅλα τὰ φάρμακα, τὰ βότανα καὶ τὶς συνταγές· ἀλλ᾿ ὅταν σὲ κάποιες περιπτώσεις ἔβλεπε, ὅτι κανένα φάρμακο δὲν φέρνει ἀποτέλεσμα, τότε τί ἔκανε; Νήστευε, γονάτιζε κοντὰ στὸ κρεβάτι τοῦ ἀρρώστου καὶ ἔλεγε· Χριστέ μου, ὅ,τι μπόρεσα τὸ ἔκανα, τώρα κάνε σὺ τὸ θαῦμα σου… Εἶχε τὸ καλύτερο φάρμακο, τὴν προσευχή.

Καὶ μὲ τὴν προσευχή του ἔκανε θαύματα. Τώρα ποιός γιατρὸς εἴδατε νὰ γονατίζῃ καὶ νὰ προσεύχεται; Ὑπερηφάνεια, ἐγωισμός… Καλοὶ οἱ γιατροὶ καὶ καλὰ τὰ φάρμακα, ἀλλὰ πάνω ἀπ᾿ ὅλα εἶνε ὁ Χριστός μας.

Τέλος ὁ ἅγιος Παντελεήμων ἐπιβεβαιώνει καὶ τὸ θεόπνευστο λόγο ποὺ λέει, ὅτι «πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ. 3,12). Ὅσοι θέλουν χαρὲς καὶ διασκεδάσεις, ἂς πᾶνε μὲ τὸ διάβολο. Ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστό, ἕνα νὰ ξέρουν· ὅτι ὅποιος θὰ ἐφαρμόσῃ σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ διωχθῇ. Θὰ διωχθῇ ὅπως ὁ ἅγιος Παντελεήμων. Διώχθηκε ἀπὸ συγγενεῖς ποὺ δὲν πίστευαν. Ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο διωγμὸ τὸν εἶχε ἀπὸ τοὺς συναδέλφους του ἰατρούς. Δὲν ὑπέφεραν ν᾿ ἀκοῦνε τὴ φήμη του, ὅτι εἶνε ὁ καλύτερος γιατρός. Μέσα στὴν καρδιά τους γεννήθηκε φθόνος, κακία μεγάλη· καὶ πῆγαν καὶ τὸν μήνυσαν, γιατὶ θεράπευε τοὺς ἀνθρώπους· τὸν μήνυσαν γιὰ τὸ καλὸ ποὺ ἔκανε! Μιὰ παροιμία λέει· «Στοῦ διαβόλου τὸ χωριὸ μὴν κάνεις ποτέ καλό». Καὶ διαβόλου χωριὸ εἶνε σήμερα ὁ κόσμος. Κι ὅποιος πάει μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ ξέρῃ ὅτι θὰ δοκιμαστῇ. Ἡ τίμια γυναίκα θὰ δῇ τὴν ἄτιμη γυναῖκα νὰ νικᾷ, νὰ τὴ χωρίζῃ ἀπὸ τὸν ἄντρα της καὶ νὰ μένῃ ἐκείνη στὸ σπίτι της· αὐτὴ θὰ κλαίῃ, καὶ ἡ ἄτιμη θὰ πανηγυρίζῃ. Καὶ ὁ Χριστιανὸς νέος, ποὺ δὲν κάνει ἀτιμίες στὴν κοινωνία, θὰ εἶνε κάτω χαμηλά· ἐπάνω ψηλά, στὰ μεγάλα ἀξιώματα, θὰ εἶνε οἱ ἄτιμοι, ποὺ μὲ τὰ ψέματα θὰ κυβερνοῦν τὸν κόσμο. Ἀλλὰ θάρρος, Χριστιανοί! Ἂς ἔχουν ἐκεῖνοι τὰ ἀξιώματά τους, ἂς ἔχουν τὰ πλούτη τους, ἂς ἔχουν τὰ γλέντια τους· Θεὸ δὲν ἔχουν. Κι ἀφοῦ δὲν ἔχουν Θεό, δὲν ἔχουν τίποτα.

Ἄντρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, ὅσοι πιστοί! Στὸν αἰῶνα αὐτὸ λιγοστεύει ἡ πίστι. Θά ᾿ρθῃ μέρα, λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ποὺ μέσα στοὺς χίλιους ἢ στοὺς δέκα χιλιάδες ἕνας θὰ πιστεύῃ. Θά ᾿ρθῃ μέρα ποὺ μέσα σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο λίγοι θὰ πιστεύουν. Μ᾿ αὐτοὺς νὰ εἴμαστε κ᾿ ἐμεῖς. Μὲ τοὺς λίγους αὐτούς, κοντὰ στὸ Χριστὸ καὶ κοντὰ στοὺς ἁγίους, νὰ δώσουμε τὴ μάχη καὶ νὰ νικήσουμε τὸ διάβολο. Ὅλοι μὲ τοῦ Χριστοῦ τὴ δύναμι! Τότε θὰ εἶνε πραγματικὰ κοντά μας ἡ βοήθεια τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος, ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι θὰ σκεπάζουν τὸν τόπο μας καὶ ὅλο τὸν κόσμο, καὶ θὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη

ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ 26-7-2022

Γυναῖκες, στολισθῆτε!

Ἑορτή καὶ πανήγυρις, ἀγαπητοί μου, σήμερα. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἑορτάζει τὴ μνήμη τῆς ἁγίας Παρασκευῆς. Προβάλλει τὸ παράδειγμά της καὶ μᾶς καλεῖ νὰ τὴ μιμηθοῦμε.

Ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἐπιβεβαιώνει, ὅτι ἡ γυναίκα μπορεῖ σωματικῶς νὰ εἶνε «ἀσθενέστερον σκεῦος», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος (Α΄ Πέτρ. 3,7), καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ κάποιες ἐργασίες, ἀλλὰ ψυχικῶς σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἀναδεικνύεται ἀνώτερη ἀπὸ τὸν ἄντρα. Γυναίκα ποὺ πιστεύει στὸ Θεὸ κ᾽ εἶνε στολισμένη μὲ ἀρετὲς καὶ χάριτες, ἡ Χριστιανὴ γυναίκα, νικᾷ ὄχι μόνο τὸν ἄντρα ἀλλ᾽ ἀκόμα καὶ τοὺς ἀγγέλους· φθάνει σὲ ὕψος πολὺ μεγάλο, μέχρι τὸν οὐρανό. Κορυφαῖο παράδειγμα ἡ Παναγία, ἡ πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, ποὺ λάμπει περισσότερο κι ἀπ᾽ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου. Παράδειγμα ἀκόμα εἶνε καὶ ἡ ἁγία Παρασκευή, τῆς ὁποίας ἑορτάζουμε τὴν ἱερὰ μνήμη.

Γεννήθηκε στὴν πρωτεύουσα τοῦ τότε κόσμου, τὴ ῾Ρώμη, τὸν δεύτερο αἰῶνα ἐπὶ βασιλέως Ἀντωνίνου (138-160 μ.Χ.). Οἱ γονεῖς της, ὁ Ἀγάθων καὶ ἡ Πολιτεία, ἦταν εὐσεβεῖς ἀλλὰ ἄτεκνοι. Παρακαλοῦσαν τὸ Θεό, νὰ τοὺς δώσῃ παιδὶ κι αὐτοὶ νὰ τοῦ τὸ ἀφιερώσουν. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὶς προσευχὲς τοῦ εὐσεβοῦς ἀνδρογύνου καὶ τοὺς χάρισε ἕνα κοριτσάκι. Κ᾽ ἐπειδὴ τὸ κοριτσάκι γεννήθηκε ἡμέρα Παρασκευή, τὸ ὠνόμασαν Παρασκευή. Μεγαλώνοντας ἔμαθε γράμματα, ἔγινε σοφή, πρὸ πάντων στὴ γνῶσι τῶν ἁγίων Γραφῶν. Ἦταν πιστὴ καὶ ἀφωσιωμένη στὸν Κύριο. Μετὰ τὸ θάνατο τῶν γονέων της, ἀφοῦ μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της σὲ φτωχούς, ἀσπάσθηκε τὴν ἀφιερωμένη ζωὴ καὶ ἄρχισε νὰ κηρύττῃ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Γιὰ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς της ἀξιώθηκε νὰ κάνῃ καὶ θαύματα. Σήμερα δὲν γίνονται θαύματα. Γιατί; Διότι δὲν ζοῦμε σὰν τὴν ἁγία Παρασκευή. Πῶς νὰ γίνουν τώρα θαύματα; Οἱ ἄνθρωποι εἶνε ἄπιστοι, ἄθεοι, ὑπερήφανοι, διεφθαρμένοι. Δὲν γίνονται θαύματα ὄχι διότι ἀδυνάτισε ὁ Θεός ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἴδιος· ἐμεῖς εἴμαστε ἀνάξιοι νὰ δοῦμε καὶ ν᾽ ἀπολαύσουμε θαύματα.

Ἡ ἁγία Παρασκευὴ θαυματουργοῦσε. Θεράπευε τυφλοὺς καὶ κουφούς, ἀκόμα καὶ νεκροὺς ἀνέστησε. Καὶ μὲ τὰ θαύματα, τὴ διδασκαλία καὶ τὸ παράδειγμά της πολὺς κόσμος πίστευε στὸ Χριστό. Αὐτὸ ὁ διάβολος δὲν τὸ ὑπέφερε. Γι᾽ αὐτὸ ἔβαλε δυὸ Ἑβραίους, πῆγαν καὶ τὴν κατηγόρησαν ὅτι κάνει προπαγάνδα, ὑβρίζει τοὺς θεούς, προξενεῖ ζημιὰ στὸ κράτος. Τὴν συνέλαβαν λοιπὸν καὶ τὴν ὡδήγησαν μπροστὰ στὸν βασιλέα Ἀντωνῖνο. Ἐκεῖνος, ὅταν τὴν εἶδε, ἔμεινε ἔκθαμβος ἀπὸ τὴν ὀμορφιά, τὴν εὐφυΐα καὶ τὴ μόρφωσί της.

– Ἀρνήσου τὸ Χριστό, τῆς εἶπε, καὶ θά ᾽χῃς ἀπὸ μένα πλῆθος δῶρα.

– Δὲν τὸν ἀρνοῦμαι, ἀπαντᾷ ἐκείνη. Παρακαλῶ μάλιστα τὸ Θεό, κ᾽ ἐσὺ ν᾽ ἀφήσῃς τὴν εἰδωλολατρία καὶ νὰ ἔρθῃς στὴν ἀλήθεια.

– Σοῦ δίνω τρεῖς μέρες νὰ σκεφτῇς, εἶπε ὁ Ἀντωνῖνος. Ἐὰν μετὰ ἀπὸ αὐτὲς δὲν θυσιάσῃς στὰ εἴδωλα, σὲ περιμένουν μαρτύρια.

Καὶ ἡ ἁγία τοῦ ἀποκρίνεται·

– Μὴν περιμένεις. Ὅ,τι ἔχεις νὰ κάνῃς κάν᾽ το τώρα. Ὅσες μέρες κι ἂν περάσουν, ἐγὼ θὰ εἶμαι ἡ ἴδια. Τὸν Κύριό μου δὲν τὸν ἀρνοῦμαι. Τότε ὁ τύραννος διέταξε ν᾽ ἀνάψουν φωτιὰ καὶ νὰ ζεστάνουν καζάνι γεμᾶτο λάδι καὶ πίσσα. Κι ὅταν πλέον κόχλασε, ἔρριξαν μέσα τὴν ἁγία, ἐνῷ ἐκείνη ἔκανε τὸ σταυρό της. Μὰ τὸ καζάνι –ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε– ἔγινε γι᾽ αὐτὴν δροσερό! Περνοῦσε ἡ ὥρα, κ᾽ ἐκείνη δὲν πάθαινε τίποτα. Ὁ βασιλιᾶς ἀπόρησε καὶ τῆς εἶπε νὰ τὸν ῥαντίσῃ ἀπ᾽ τὸ ὑγρό. Ἡ ἁγία τοῦ πέταξε λίγο μὲ τὶς φοῦχτες, μὰ μόλις ἔπεσε στὸ πρόσωπό του αὐτὸς τυφλώθηκε. Ἄρχισε νὰ φωνάζῃ καὶ νὰ τὴν παρακαλῇ νὰ τὸν κάνῃ καλά. Ἡ ἁγία μέσα ἀπ᾽ τὸ καζάνι προσευχήθηκε κι ὁ Ἀντωνῖνος εἶδε πάλι τὸ φῶς του, πίστεψε στὸ Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκε μὲ ὅλους τοὺς σωματοφύλακές του.

Κατόπιν ἡ ἁγία Παρασκευὴ πῆγε σὲ ἄλλα μέρη, κήρυξε, καὶ τέλος μαρτύρησε δι᾽ ἀποκεφαλισμοῦ ἐπὶ τῆς ἐποχῆς ἄλλου βασιλέως.

Αὐτὸ εἶνε σύντομα τὸ συναξάρι τῆς ἁγίας.

Μᾶς καλεῖ νὰ μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμά της ὅλοι, καὶ ἰδιαιτέρως οἱ γυναῖκες.

  • Κάθε Χριστιανὴ νὰ γίνῃ μιὰ μικρὴ ἁγία Παρασκευή. Νὰ τὴ μιμηθῇ πρῶτον στὴν ἐνδυμασία, ὅπως τὴ βλέπουμε στὴν εἰκόνα. Ἐκείνη, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες ἅγιες γυναῖκες καὶ ἡ Παναγία, εἶχαν σκεπασμένα τὸ σῶμα, τὰ χέρια, τὰ πόδια τους. Σήμερα ἡ γυναίκα εἶνε ξεγυμνωμένη, ξεμπρατσωμένη, ἀδιάντροπη. Γυμνὴ στοὺς δρόμους, στὶς πλάζ, στὰ λουτρά, στὰ κέντρα, παντοῦ. Καὶ εἶνε αὐτὸ ἕνα σημάδι μεγάλης διαφθορᾶς τοῦ αἰῶνος μας. Κάποιος ἅγιος προφήτευσε· Ὅταν δῆτε τὴ γυναῖκα στὸ δρόμο γυμνή, τότε φθάνει τὸ τέλος τοῦ κόσμου.
  • Δὲν εἶνε ὅμως μόνο ἡ ἐξωτερικὴ ἐμφάνισι. Ἔχει κι αὐτὴ σημασία, ἀλλὰ πρὸ παντὸς σημασία ἔχει ὁ ἐσωτερικὸς κόσμος τῆς γυναίκας. Πολλὲς γυναῖκες ἐξωτερικῶς εἶνε σὰν ἄγγελοι, ἀλλ᾽ ὁ ἐσωτερικός τους κόσμος εἶνε ἄκοσμος. Καὶ τί πρέπει νὰ κάνουν; Νὰ στολίζωνται. Ναί, νὰ στολίζωνται. Δὲν ἐννοῶ τὰ συνηθισμένα αὐτὰ στολίδια, στὰ ὁποῖα ῥέπει ἡ γυναικεία φιλαρέσκεια. Ἐννοῶ στολίδια πνευματικὰ καὶ μεγάλα. Ποιά εἶνε τὰ στολίδια αὐτά; Γυναῖκες ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε! ξοδεύετε τόσα γιὰ φτειασίδια, βαφὲς καὶ κοσμήματα. Ἐγώ, μὲ βάσι ὅσα λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς ἐγκωμιάζοντας τὴν ἁγία Παρασκευή, θὰ σᾶς ὑποδείξω μερικὰ καλλυντικὰ ἄλλου εἴδους.

Πολλὲς γυναῖκες βάφουν τὰ μάτια ἢ τὰ φρύδια τους. Ἂς ἀναλογισθοῦν, ὅτι ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἔβαφε τὰ δικά της μάτια ὄχι μὲ τέτοια χρώματα ἀλλὰ μὲ δάκρυα, ποὺ ἔχυνε τὴ νύχτα ὅταν προσευχόταν. Γυναίκα ποὺ κλαίει καὶ χύνει δάκρυα, γιὰ τὶς ἁμαρτίες της καὶ γιὰ τοὺς γύρω της, ἔχει τὰ ὡραιότερα μάτια.

Κάποιες κρεμοῦν στ᾽ αὐτιά τους σκουλαρίκια. Θέλετε νὰ σᾶς δείξω τὰ σκουλαρίκια τῆς ἁγίας Παρασκευῆς; Ἐκείνη στόλιζε τὰ αὐτιά της κρατώντας τα ἀνοιχτὰ καὶ προσηλωμένα στὰ θεῖα λόγια. Στολίστε κ᾽ ἐσεῖς τὰ αὐτιά σας ἀκούγοντας μὲ προσοχὴ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.

Συχνὰ οἱ γυναῖκες κρεμοῦν στὸ λαιμὸ περιδέραιο – κορδόνι τὸ λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, κολλιὲ τὸ λένε σήμερα. Τὸ ἀνεκτίμητο ὅμως περιδέραιο ποὺ φοροῦσε ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἦταν ἡ νηστεία, ποὺ ἔκανε τὸ λαιμό της νὰ λάμπῃ μὲ ἄλλη χάρι. Φορέστε το κ᾽ ἐσεῖς.

Ἂν ἐπίσης σᾶς ἀρέσῃ νὰ φορᾶτε δακτυλίδια, κοιτάξτε τὰ δακτυλίδια τῆς ἁγίας Παρασκευῆς· εἶνε οἱ κόμποι στὰ δάχτυλά της ἀπὸ τὶς πολλὲς μετάνοιες ποὺ ἔκανε. Σεῖς ἔχετε;

Στὴ μέση οἱ γυναῖκες φοροῦν ζώνη. Ἐλᾶτε ὅμως νὰ δῆτε καὶ τὴ ζώνη τῆς ἁγίας Παρασκευῆς· εἶνε ἡ παρθενία της, τὴν ὁποία ἐφύλαξε σὲ ὅλη της τὴ ζωή, σπάνιο κόσμημα.

Ἂν τέλος συνηθίζετε νὰ φορᾶτε μεταξωτὰ καὶ ἄλλα πολύτιμα ροῦχα, ἐγὼ σᾶς δείχνω καὶ τὸ φόρεμα τῆς ἁγίας Παρασκευῆς, φτειαγμένο ἀπὸ μετάξι ἀγγέλων· εἶνε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ντροπὴ ποὺ τὴν σκέπαζαν πάντοτε, ἀπαραίτητα γιὰ κάθε γυναῖκα.

Αὐτὰ εἶνε ὁ ἐσωτερικὸς στολισμός, ποὺ προτείνει σὲ κάθε γυναῖκα ἡ ἁγία Παρασκευή. Μιμηθῆτε την. Μιμηθῆτε ἀκόμα τὴν πίστι της, μιὰ πίστι βουνό. Ἄφοβη ἔμεινε καὶ μέσα στὸ καζάνι καὶ κάτω ἀπ᾽ τὸ σπαθί. Δὲν φοβήθηκε. Ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ δὲν φοβᾶται τίποτα καὶ κανέναν! Οὔτε τοὺς δαίμονες φοβᾶται. Ἦρθε προχθὲς μιὰ γυναίκα στενοχωρημένη καὶ κλαμένη. Ἔτρεμε. Τί εἶχε; Φοβόταν τὰ μάγια. Ἂν πιστεύῃς στὸ Χριστό, τῆς εἶπα, μὴ φοβᾶσαι· ὅλοι οἱ δαίμονες νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν κόλασι, δὲν μποροῦν νὰ σὲ βλάψουν. Ὁ Χριστὸς εἶνε παραπάνω ἀπ᾽ ὅλους.

Μιμηθῆτε λοιπόν, γυναῖκες, τὴν ἁγία Παρασκευὴ στὴν ἐνδυμασία, στὶς ἀρετὲς τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου, στὴν πίστι της. Νὰ τὴ μιμηθῆτε ἀκόμη στὸ θάρρος καὶ τὴν ὁμολογία της. Μπροστὰ στοὺς τυράννους καὶ τὸ βασιλιᾶ διακήρυξε τὴν πίστι στὸ Χριστὸ κ᾽ ἔκανε τὸ σταυρό της. Ἐμεῖς ντρεπόμαστε νὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας· κι ὅταν τὸν κάνουμε, δὲν τὸν κάνουμε κανονικά. Ὅταν πᾶνε στὴν ἐκκλησία οἱ ἐπίσημοι, δὲν εἶνε σταυρὸς αὐτὸ ποὺ κάνουν· ἀντὶ σταυρὸ κάνουν μιὰ κίνησι ποὺ μοιάζει σὰ νὰ παίζουν βιολί. Ὄχι! αὐτὸ εἶνε ἐμπαιγμός. Σεῖς νὰ κάνετε παντοῦ τὸ σταυρό σας, κανονικὰ – ὀρθόδοξα, ὅπως τὸν ἔκανε ἡ ἁγία Παρασκευή. Κι αὐτὸς ὁ σταυρὸς κάνει θαύματα.

Χριστιανὲς γυναῖκες, μικρὲς καὶ μεγάλες, κι αὐτὲς ποὺ ἔχετε ἄσπρα μαλλιὰ κι ὅσες εἶστε νέες, γίνετε μικρὲς Παρασκευές. Κι ὅταν ἐσεῖς γίνετε σὰν τὴν ἁγία Παρασκευή, τότε θὰ δοῦμε καλύτερες ἡμέρες.

Εἴθε ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ἁγίας Παρασκευῆς νὰ σκέπῃ καὶ νὰ φυλάττῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.

(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη