Διδακτικά (4ο Μέρος)

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ

Μία ὁμάδα 50 ἀνθρώπων συμμετεῖχε σ’ ἕνα συνέδριο. Ξαφνικά, ἕνας ὁμιλητῆς ἀποφάσισε νά κάνει ἕνα ὁμαδικό πείραμα. Ἔδωσε σέ κάθε σύνεδρο ἀπό ἕνα μπαλόνι, καί ζήτησε ἀπό τόν κάθε ἕνα νά γράψει ἐπάνω, μέ μαρκαδόρο, τό ὄνομά του. Ἔπειτα, μεταφέρθηκαν ὅλα τά μπαλόνια σέ ἄλλο δωμάτιο. Ἀκολούθως, οἱ σύνεδροι κλήθηκαν νά πᾶνε στό δωμάτιο ἐκεῖνο καί νά βροῦν, μέσα σέ πέντε λεπτά, τό μπαλόνι μέ τό ὄνομά τους. Ἔγινε πανζουρλισμός. Ὁ ἕνας ἔσπρωχνε τόν ἄλλον, συγκρούονταν μεταξύ τους, ἀλληλοδιαμαρτύρονταν, σκέτος χαμός. Ὅταν πέρασαν τά 5 λεπτά, κανένας δέν εἶχε βρεῖ τό μπαλόνι του. Ἔτσι, ὁ ὁμιλητῆς ζήτησε ἀπό τόν καθένα νά πάρει στά χέρια τοῦ ἕνα μπαλόνι στήν τύχη, καί νά τό δώσει σέ ὅποιον εἶχε τό ὄνομα πού ἦταν γραμμένο πάνω του. Μέσα σέ ἐλάχιστα λεπτά, ὅλοι κρατοῦσαν τό δικό τους μπαλόνι. Καί στό σημεῖο αὐτό, ὁ ὁμιλητῆς ἄρχισε ἐπιτέλους νά ἐκφωνεῖ τόν λόγο του: «Αὐτό πού ἔγινε τώρα, εἶναι αὐτό ἀκριβῶς πού συμβαίνει στήν ζωή μας. Ὅλοι γυρεύουν καί κυνηγοῦν παντοῦ μετά μανίας τήν εὐτυχία, χωρίς νά ξέρουν πού βρίσκεται. Ἐγώ λέω, λοιπόν, ὅτι ἡ δική μας εὐτυχία, αὐτή πού ἀφηνιάζουμε νά τήν ἀνακαλύψουμε, βρίσκεται στήν εὐτυχία τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Δῶστε τούς χαρά, καί θά τήν βρεῖτε καί ἐσεῖς. Αὐτός γιά μένα, τόσο ἁπλά, εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς».

 

ΜΠΑΜΠΑ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΟΥ ΔΑΝΕΙΣΕΙΣ 25 ΕΥΡΩ;

Ἡ παρουσία τοῦ γονιοῦ εἶναι τό πιό σημαντικό καί ὄχι τά ἀγαθά. Ὁ χαμένος χρόνος δέν μπορεῖ νά ἐπανέλθει καί οἱ παιδικές ἀναμνήσεις εἶναι πάντα χαραγμένες στό μυαλό τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνας ἄντρας γυρίζει ἀργά στό σπίτι ἀπό τήν δουλειά, κουρασμένος καί ἐκνευρισμένος καί βρίσκει τόν 5χρονο γιό του νά τόν περιμένει στήν πόρτα. – Μπαμπά, μπορῶ νά σέ ρωτήσω κάτι; – Ναί βεβαίως, τοῦ ἀπάντησε ὁ ἄντρας. – Μπαμπά, πόσα χρήματα βγάζεις σέ μία ὥρα; – Αὐτό δέν εἶναι δουλειά σου καί γιατί μέ ρωτᾶς; είπε ὁ ἄντρας θυμωμένα. – Θέλω μόνο νά ξέρω. Παρακαλῶ πές μου, πόσα βγάζεις σέ μία ὥρα; – Ἐάν πρέπει νά ξέρεις, βγάζω 50 εὐρώ τήν ὥρα. – Ὤ! Ἀπάντησε τό παιδί, μέ τό κεφάλι κάτω. – Μπαμπά, μπορεῖς σέ παρακαλῶ νά μοῦ δανείσεις 25 εὐρώ; Ὁ πατέρας ἐξαγριωμένος τοῦ λέει, «ἐάν ὁ λόγος πού μου ἔκανες αὐτή τήν ἐρώτηση εἶναι γιά νά δανειστεῖς χρήματα καί νά ἀγοράσεις κάποιο ἀνόητο παιχνίδι ἤ κάποια ἄλλη ἀηδία, τότε ἐξαφανίσου καί πήγαινε ἀμέσως στό κρεβάτι στό δωμάτιό σου. Σκέψου γιατί νά εἶσαι τόσο ἐγωιστής. Δέν ἐργάζομαι σκληρά κάθε μέρα γιά τέτοιες παιδαριώδεις ἐπιπολαιότητες». Τό μικρό παιδί πῆγε ἥσυχα στό δωμάτιό του καί ἔκλεισε τήν πόρτα. Ὁ ἄντρας ὅσο σκεφτόταν τήν ἐρώτηση τοῦ γιοῦ τοῦ τόσο περισσότερο θύμωνε. Πῶς τόλμησε νά τοῦ κάνει αὐτή τήν ἐρώτηση, μόνο καί μόνο γιά νά πάρει κάποια χρήματα; Μετά ἀπό μία περίπου ὥρα, καί ἐνῶ ὁ ἄντρας εἶχε ἠρεμήσει τό ξανασκέφτηκε: Ἴσως νά ὑπάρχει κάτι πού πρέπει πραγματικά νά ἀγοράσει μέ αὐτά τά 25 εὐρώ καί ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι δέν ζητάει χρήματα συχνά. Ὁ ἄντρας πῆγε στό δωμάτιο τοῦ παιδιοῦ καί ἄνοιξε τήν πόρτα. «Κοιμᾶσαι γιέ μου;» ρώτησε. «Ὄχι μπαμπά, εἶμαι ξύπνιος», ἀπάντησε τό ἀγόρι. «Σκεφτόμουν ὅτι ἴσως ἤμουν πάρα πολύ σκληρός μαζί σου νωρίτερα», εἶπε ὁ ἄντρας. «Εἶχα μία δύσκολη ἡμέρα καί ἔβγαλα τήν κούρασή μου σέ σένα. Ἐδῶ εἶναι τά 25 εὐρώ πού μου ζήτησες». Τό μικρό ἀγόρι ἔτρεξε κατευθείαν ἐπάνω του χαμογελώντας. «Ώ, εὐχαριστῶ μπαμπά!», φώναξε. Στή συνέχεια, πῆγε στό μαξιλάρι του καί ἔβγαλε ἀπό κάτω μερικά τσαλακωμένα χρήματα. Ὁ ἄντρας εἶδε ὅτι τό παιδί εἶχε ἤδη κάποια χρήματα καί ἄρχισε νά νευριάζει καί πάλι. Τό μικρό ἀγόρι ἄρχισε νά μετράει σιγά τά χρήματά του καί στή συνέχεια κοίταξε τόν πατέρα του. «Γιατί θέλεις περισσότερα χρήματα, ἀφοῦ ἤδη ἔχεις;», γκρίνιαξε ὁ πατέρας του. «Ἐπειδή δέν εἶχα ἀρκετά, ἀλλά τώρα ἔχω», ἀπάντησε τό μικρό παιδί. «Μπαμπά τώρα ἔχω 50 εὐρώ. Μπορῶ νά ἀγοράσω μία ὥρα ἀπό τόν χρόνο σου; Σέ παρακαλῶ, ἔλα νωρίς αὔριο σπίτι. Θά ἤθελα πολύ νά φᾶμε μαζί». Ὁ πατέρας συνετρίβη. Ἀγκαλίασε τόν μικρό του γιό καί τόν ἱκέτευσε νά τόν συγχωρέσει. Δέν πρέπει νά ἀφήνουμε τόν χρόνο νά περνάει χωρίς νά ἀφιερώνουμε κάποιο σημαντικό κομμάτι του μέ ἐκείνους πού πραγματικά σημαίνουν κάτι γιά ἐμᾶς, ἐκείνους πού βρίσκονται μέσα στήν καρδιά μας. Σκεφτεῖτε μόνο πόσοι πέφτουμε μέ τά μοῦτρα στή δουλειά καί ὄχι στήν οἰκογένειά μας μέ τή δικαιολογία ὅτι τό κάνουμε γιά τό καλύτερο μέλλον τῶν παιδιῶν μας…

 

ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΙΑ

  • Οἱ ἄνθρωποι, πού δέν μποροῦν νά κυριαρχοῦν στήν καρδιά τους, ἀκόμα λιγότερο μποροῦν νά κυριαρχοῦν στή γλῶσσα τους.
  • Οἱ ἄνθρωποι, πού δέν μποροῦν νά βάλουν τάξη στήν ζωή τους, ἀκόμα λιγότερο μποροῦν νά βάλουν τάξη στό κράτος.
  • Οἱ ἄνθρωποι, πού δέν μποροῦν νά δοῦν κόσμο μέσα τους, ἀκόμα λιγότερο μποροῦν νά δοῦν τόν ἑαυτό τους στόν κόσμο.
  • Οἱ ἄνθρωποι, πού δέν μποροῦν νά συμμετέχουν στόν πόνο τοῦ ἄλλου, ἀκόμα λιγότερο μποροῦν νά συμμετέχουν στή χαρά τοῦ ἄλλου.
  • Κράτα ὅλα τά πράγματα στήν κατάλληλη ἀπόσταση, μόνο τήν ψυχή σου πλησίασε ὅσο περισσότερο στόν Θεό.
  • Ἐάν χύσεις νερό στήν φωτιά, δέν θά ἔχεις οὔτε νερό οὔτε φωτιά.
  • Ἐάν ἐπιθυμήσεις τό ξένο, θά μισήσεις τό δικό σου καί θά χάσεις καί τά δύο.
  • Ἐάν πλησιάσεις τήν ὑπηρέτρια ὅσο καί τήν γυναῖκα σου, δέν θά ἔχεις οὔτε ὑπηρέτρια οὔτε γυναῖκα.
  • Ἐάν πίνεις συχνά στήν ὑγεία τοῦ ἄλλου, θά χάσεις τή δική σου.
  • Ἐάν ἀσταμάτητα μετρᾶς χρήματα τοῦ ἄλλου, ὅλο καί λιγότερο θά ἔχεις δικά σου.
  • Ἐάν ἀσταμάτητα μετρᾶς τίς ἁμαρτίες τοῦ ἄλλου, οἱ δικές σου θά αὐξάνονται!

 Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

 

ΠΟΥ ΠΑΡΑΔΙΝΟΜΑΣΤΕ;

  • Τήν ζωή μας τήν ἔχουμε κάνει παιδικό παιχνίδι. ὄχι ὅμως ἀθῶο, ἀλλά ἁμαρτωλό. Γιατί, ἐνῶ γνωρίζουμε τόν σκοπό τῆς ζωῆς μας, τόν παραμελοῦμε καί ἀσχολούμαστε μέ μάταια καί ἄσκοπα ζητήματα.
  • Παραδινόμαστε στήν ἀπόλαυση τῶν ἐνδυμάτων, ἀντί νά σκεπάζουμε ἄνετα καί εὐπρεπῶς τό σῶμα μας καί ἔτσι νά τό προστατεύουμε ἀπό ἐπιβλαβεῖς ἐπιδράσεις.
  • Παραδινόμαστε στήν ἀπόλαυση τῶν κατοικιῶν μας. Ἀντί νά ἔχουμε ἁπλῶς ἀσφαλή, ἄνετη καί εὐπρεπή στέγη γιά τήν προστασία μας ἀπό τά στοιχεῖα τῆς φύσης.
  • Παραδιδόμαστε στήν ἀπόλαυση τῶν διανοητικῶν μας χαρισμάτων, τοῦ νοῦ καί τῆς φαντασίας καί τά μεταχειριζόμαστε γιά νά ὑπηρετήσουμε ἁπλῶς τήν ἁμαρτία καί τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου. Ἀντί νά χρησιμοποιήσουμε αὐτά, πρό παντός, γιά νά γνωρίσουμε τόν Πάνσοφο Δημιουργό τοῦ σύμπαντος κόσμου γιά προσευχή, γιά ἱκεσία γιά δοξολογία τοῦ Θεοῦ καί γιά νά ἐσωτερικεύσουμε ἀμοιβαία ἀγάπη καί σεβασμό.
  • Παραδινόμαστε στήν ἀπόλαυση τῆς γνώσεως τῆς κοσμικῆς ματαιότητας καί γιά τήν ἀπόκτηση τῆς γνώσεως αὐτῆς δαπανοῦμε πολύτιμο καιρό, ὁ ὁποῖος μᾶς δόθηκε γιά νά ἑτοιμασθοῦμε γιά τήν αἰωνιότητα.
  • Παραδινόμαστε στήν ἀπόλαυση ὡραίων ἀνθρωπίνων προσώπων καί πολλές φορές τά μεταχειριζόμαστε γιά ἱκανοποίηση τῶν παθῶν μας.
  • Παραδινόμαστε, τέλος, στήν ἀπόλαυση τῶν ἑαυτῶν μας, μέ τό νά θεωροῦμε εἴδωλα τούς ἑαυτούς μας, ἐνώπιον τῶν ὁποίων ὑποκλινόμαστε (καί θαυμάζουμε!). Καί, ἐπιπλέον, περιμένουμε (καί κάποτε ἀπαιτοῦμε!) καί οἱ ἄλλοι νά ὑποκλίνονται).
  • Ποιός μπορεῖ, μέ τρόπο ἱκανοποιητικό, νά περιγράψει καί νά θρηνήσει τή μεγάλη ματαιότητα καί ἀθλιότητα, στίς ὁποῖες ἑκούσια ρίχνουμε τούς ἑαυτούς μας;

Αγίου Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης

 

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΙΣΑ

Τό παρακάτω περιστατικό συνέβη σ’ ἕνα ὀρφανοτροφεῖο στή Ρωσία, ὅπου περιθάλπονται μικρά παιδάκια, ἐγκαταλελειμμένα καί κακοποιημένα. Στό ὀρφανοτροφεῖο, λοιπόν, αὐτό, πῆγε παραμονές Χριστουγέννων ἕνας καθηγητής νά μιλήσει στά παιδιά γιά τή μεγάλη αὐτή γιορτή. Τά περισσότερα ἀπ’ αὐτά ἄκουγαν γιά πρώτη φορά γιά τό Χριστό καί γιά τή Γέννησή του. ῞Ενα ἀγοράκι ἕξι χρονῶν, ὁ Μίσα, ἄκουγε μέ ἰδιαίτερη προσοχή τά λόγια τοῦ καθηγητῆ. Στή συνέχεια δόθηκαν στά παιδιά ὑλικά γιά νά φτιάξουν τή σπηλιά, τή φάτνη καί ὅλα τά σχετικά. Παρακολουθώντας ὁ καθηγητής τά χειροτεχνήματα τῶν παιδιῶν, πρόσεξε κάτι πού τοῦ ἔκαμε ἐντύπωση σέ ἐκεῖνο τοῦ Μίσα. Μέσα στή φάτνη τοποθέτησε δύο μωρά.

– Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Χριστός, τοῦ εἶπε ὁ καθηγητής. Ποιό εἶναι τό ἄλλο παιδάκι στήν κούνια; Τότε ὁ μικρός Μίσα ἄρχισε νά τοῦ λέγει τήν ἱστορία τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ πού πρίν λίγο εἶχε ἀκούσει ἀπό τό στόμα τοῦ καθηγητῆ, προσθέτοντας, ὅμως, καί κάτι δικό του. Ὅταν ἔφτασε στό σημεῖο ὅπου ἡ Θεοτόκος τοποθέτησε τό βρέφος στή φάτνη συνέχισε μέ αὐτά τά λόγια: «Τότε ὁ μικρός Χριστός γύρισε, μέ κοίταξε καί μέ ρώτησε ἄν εἶχα ἕνα μέρος νά μείνω. Ἐγώ τοῦ εἶπα ὅτι δέν ἔχω οὔτε μητέρα, οὔτε πατέρα, οὔτε πουθενά γιά νά μείνω. Τότε ὁ Χριστός μοῦ εἶπε νά μείνω μαζί του. Ἐγώ τότε σκέφτηκα πώς δέν εἶχα κανένα δῶρο νά τοῦ δώσω, ὅπως οἱ ἄλλοι. Πῶς θά μέ κρατοῦσε μαζί του; Τό μόνο δῶρο πού μποροῦσα νά τοῦ προσφέρω ἦταν νά τόν κρατήσω ζεστό. Γι’ αὐτό τόν ρώτησα: – Ἄν σέ κρατάω ζεστό, εἶναι γιά σένα αὐτό ἕνα καλό δῶρο; Ὁ Ἰησοῦς μοῦ ἀπάντησε: – Ἄν μέ κρατήσεις ζεστό, αὐτό θά εἶναι τό καλύτερο δῶρο πού μοῦ ἔχει δώσει κανείς ποτέ. Ἔτσι μπῆκα στή μικρή κούνια, κι ἀφοῦ γύρισε καί μέ κοίταξε ὁ Ἰησοῦς μοῦ εἶπε ὅτι μποροῦσα νά μείνω μαζί του γιά πάντα». Ὅταν τέλειωσε τήν ἱστορία ὁ μικρός Μίσα, τά μάτια του ἦταν γεμᾶτα δάκρυα πού ἔτρεχαν ἀσυγκράτητα στά μαγουλάκια του. Ἔσκυψε πάνω στό τραπέζι, κάλυψε τό πρόσωπο μέ τό χέρι κι ἔκλαιγε γοερά. Τό μικρό ὀρφανό εἶχε βρεῖ, ἐπί τέλους, κάποιον πού δέ θά τόν ἐγκατέλειπε ποτέ, πού δέν θά τόν κακοποιοῦσε. Κάποιον πού θά τοῦ ἔλεγε νά μείνει μαζί του γιά πάντα.

 

Ο ΠΡΥΤΑΝΙΣ ΤΩΝ ΗΛΙΘΙΩΝ

Λένε, ὅτι ὁ βασιλιὰς τῆς Γαλλίας Κάρολος Θ΄ (1560-1574) εἶχε ἕνα γελωτοποιό, ποὺ κάθε ἡµέρα ἔλεγε καὶ ἔκανε τόσα «χαζά» ἀστεῖα, ὥστε ὁ βασιλιὰς καὶ οἱ αὐλικοὶ του ξεκαρδίζονταν στά γέλια διασκεδάζοντας µὲ τὴν «χαζοµάρα» του, χωρὶς νά σκέπτονται, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος πού ξέρει καὶ κάνει κάθε ἡµέρα καινούργια «χαζά» ἀστεῖα, δέν µπορεῖ νά εἶναι τόσο χαζός, ὅσο φαίνεται. Ἐνθουσιασµένος λοιπὸν ἀπὸ τὰ «χαζά» του ἀστεῖα ὁ βασιλιάς τοῦ ἀπένειµε τίτλο εὐγενείας! Τὸν ὀνόµασε «πρύτανη τῶν ἠλιθίων».

Τοῦ ἔδωκε µάλιστα καὶ σὰν διάσηµο ἕνα εἰδικὸ σκῆπτρο! Καὶ τοῦ εἶπε: Σὲ ἀναγορεύω «πρύτανη τῶν ἠλιθίων». Καὶ σὰν σύµβολο τοῦ τίτλου σου, ποὺ τὸν ἀπέκτησες ἐπάξια µὲ τὶς τόσες χαζοµάρες σου, σοῦ δίνω καὶ αὐτὸ τὸ σκῆπτρο. Κράτησέ το. Σοῦ ἀνήκει δικαιωµατικά. Μὰ ἂν βρῆς ἄλλον ἄνθρωπο πιὸ χαζὸ ἀπὸ σένα, τοῦ τὸ δίνεις!

Ἐπέρασε καιρὸς ἀπό τότε. Καὶ νά, ὁ βασιλιὰς εἶναι βαριὰ ἄρρωστος. Πεθαίνει. Κοντὰ του εἶναι διάφοροι ἀξιωµατοῦχοι του. Καὶ ὁ «πρύτανις τῶν ἠλιθίων».

Καὶ ἀρχίζει ὁ διάλογος:

-Τὶ κάνεις, Μεγαλειότατε;

-Φεύγω, ἀγαπητὲ «πρύτανη»!

-Για ποῦ, βασιλιά µου;

-Δέν ξέρω γιά ποῦ! Μὰ γιά πολὺ µακρυά!…

-Καὶ πότε ἀναχωρεῖς;

-Δέν ξέρω πότε ἀκριβῶς!

-Καὶ πότε θὰ γυρίσεις;

-Ποτὲ πιά! Θὰ µείνω ἐκεῖ γιά πάντα!…

-Καὶ τὶ θὰ βρῆς, ἐκεῖ;

-Δέν ξέρω! Τίποτε!

-Τουλάχιστον εἰδοποίησες; Σὲ περιµένουν ἐκεῖ φίλοι;

-Ὄχι, κανένας!…

-Ἔκαµες τουλάχιστον τίς ἀπαραίτητες προετοιµασίες καὶ προµήθειες γιά ἕνα τέτοιο ταξίδι;

-Ὄχι. Τίποτε!…

Ἔξυσε τὸ κεφάλι του ὁ γελωτοποιὸς καὶ εἶπε:-Τότε, βασιλιά µου, νά µοῦ ἐπιτρέψεις νά σοῦ δώσω τὸ σκῆπτρο τοῦ «πρύτανη τῶν ἠλιθίων»! Σοῦ ἀνήκει. Δικαιωµατικά. Ἐγὼ δέν θὰ ἔκανα ποτέ τέτοια χαζοµάρα. Εἶσαι πιὸ χαζὸς ἀπὸ µένα. Εἶσαι ὁ πιὸ χαζὸς ἄνθρωπος πού ἔχω συναντήσει στήν ζωή µου!

+Μητροπολίτου Νικοπόλεως & Πρεβέζης, Μελετίου Καλαμαρᾶ

 

Η ΑΜΕΛΕΙΑ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΑΝΟΜΒΡΙΑ

Η αμέλεια μοιάζει με ανομβρία, που δεν αφήνει να φυτρώσει τίποτε. Η κενοδοξία βλάπτει όσους έχουν καρπό, όσους έχουν προχωρήσει, ενώ η αμέλεια ζημιώνει όλους. Εμποδίζει αυτούς που θέλουν να ξεκινήσουν και σταματά αυτούς που προχώρησαν. Δεν επιτρέπει την μάθηση σε αυτούς που αγνοούν και εμποδίζει την επιστροφή σε αυτούς που πλανήθηκαν. Δεν αφήνει να σηκωθούν όσοι έπεσαν και γενικά είναι όλεθρος για όσους αιχμαλωτίζονται από αυτήν.

Γέρων Ιωσήφ Ησυχαστής

 

ΝΑΙ! ΟΙ ΠΑΠΑΔΕΣ ΠΑΝΕ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ

Ναι! Οι παπάδες πάνε σούπερ μάρκετ. Είναι αλήθεια. Πηγαίνουν σούπερ μάρκετ όπως πάει όλος ο κόσμος. Επίσης, πηγαίνουν στο μανάβη, στο χασάπη, στη λαϊκή, στον ψαρά. Οι παπάδες δεν ήρθαν από άλλο πλανήτη κι έχουν τις ίδιες ανάγκες που έχουμε όλοι οι άνθρωποι.

Το ράσο προσελκύει τα βλέμματα. Στο σούπερ μάρκετ, αφού ο κόσμος δει το ράσο, μετά θα κοιτάξει μονομιάς μες στο καλάθι του παπά, να δει τι ψωνίζει. Μια φορά, ένας καλός έγγαμος ιερέας, είχε πάει σούπερ μάρκετ και ήταν Σαρακοστή. Αγόρασε γάλα για το ενός έτους αγοράκι του και τότε μια κυρία, με κότσο και αυστηρότητα, γύρισε στεντορεία τη φωνή και τον καταδίκασε «γάλα; γάλα Σαρακοστή; Ωραίο παράδειγμα δίνεις πάτερ στον κόσμο». Ο αδελφός έσκυψε το κεφάλι κι έφυγε μη θέλοντας να δώσει έκταση στο γεγονός.

Αρκετοί θεωρούν τους ιερείς παλιομοδίτες και ότι η αισθητική τους ανήκει στον προπερασμένο αιώνα ή επίσης νομίζουν το ότι επειδή είναι ιερείς, είναι και χαζοί. Λες και τη διδασκαλία του Ευαγγελίου ο Χριστός την ανέθεσε τυχαία!

Κάθε μέρα περνούν απ’ τον έλεγχο των άλλων, ενώ ο κόσμος πάνω στους παπάδες εκδηλώνει την περιέργειά του. Μια άλλη φορά, ένας τύπος γύρισε στην ουρά της τράπεζας και ρώτησε ένα νεαρό ιερέα: «καλά.. τι πλύση εγκεφάλου σας κάνουν και γίνεστε παπάδες νέοι άνθρωποι»;

Οι ιερείς μες την Εκκλησία ζουν τη Ζωή που τους δίνει ο Χριστός απλόχερα και δίνουν τη ζωή τους στο να ταξιδέψουν αυτή τη Ζωή στους άλλους. Αυτό ζουν. Ας τους δίνει δύναμη ο Θεός, σ’ αυτό να τελειώσουν.

Μητρόπολη Ν. Ιωνίας και Φιλαδελφείας

 

Ο ΒΑΤΡΑΧΟΣ

«Μερικές φορές, καθώς ἀντλούσαμε νερό ἀπό τίς πηγές, ἀντλήσαμε μαζί μέ αὐτό, χωρίς νά τό καταλάβωμε, καί ἕναν βάτραχο. Παρόμοια πολλές φορές, καθώς καλλιεργοῦμε τίς ἀρετές, ὑπηρετοῦμε καί τίς κακίες πού χωρίς νά φαίνωνται εἶναι συμπεπλεγμένες μαζί τους. Ἐπί παραδείγματι: Μέ τήν φιλοξενία συμπλέκεται ἡ γαστριμαργία, μέ τήν ἀγάπη ἡ πορνεία, μέ τήν διάκρισι ἡ δεινότης, μέ τήν φρόνησι ἡ πονηρία, μέ τήν πραότητα ἡ ὑπουλότης καί ἡ νωθρότης καί ἡ ὀκνηρία καί ἡ ἀντιλογία καί ἡ ἰδιορρυθμία καί ἡ ἀνυπακοή. Μέ τήν σιωπή ἡ διδασκαλική ὑπεροψία, μέ τήν χαρά ἡ οἴησις, μέ τήν ἐλπίδα ἡ ὀκνηρία, μέ τήν ἀγάπη πάλι ἡ κατάκρισις, μέ τήν ἡσυχία ἡ ἀκηδία καί ἡ ὀκνηρία, μέ τήν ἁγνότητα ἡ πικρή συμπεριφορά, μέ τήν ταπεινοφροσύνη ἡ παρρησία. Σέ ὅλα δέ αὐτά ἀκολουθεῖ ὡσάν κοινό κολλύριο ἤ μᾶλλον δηλητήριο, ἡ κενοδοξία». 

Άγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης

 

ΟΙ ΔΥΟ ΛΥΚΟΙ (ΤΑ ΠΑΘΗ)

Ένα βράδυ ένας γέρος (ινδιάνος) της φυλής Τσερόκι, μίλησε στον εγγονό του για τη μάχη που γίνεται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων. Είπε: «Γιέ μου, η μάχη γίνεται μεταξύ δυο ‘λύκων’ που υπάρχουν μέσα σε όλους μας» Ο ένας είναι το Κακό. – Είναι ο θυμός, η ζήλια, η θλίψη, η απογοήτευση, η απληστία, η αλαζονεία, η αυτολύπηση, η ενοχή, η προσβολή, η κατωτερότητα, τα ψέματα, η ματαιοδοξία, η υπεροψία, και το εγώ.

Ο άλλος είναι το Καλό. – Είναι η χαρά, η ειρήνη, η  αγάπη, η ελπίδα, η ηρεμία, η ταπεινοφροσύνη,  η ευγένεια, η φιλανθρωπία, η συμπόνια, η  γενναιοδωρία, η αλήθεια, η ευσπλαχνία και η πίστη στο Θεό.’

Ο εγγονός το σκέφτηκε για ένα λεπτό και μετά ρώτησε τον παππού του: «Ποιος λύκος νικάει;» Ο γέρος Ινδιάνος Τσερόκι απάντησε απλά …  «Αυτός που ταΐζεις.»

 

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΦΙΛΙΑ

Δύο ταξιδιώτες φίλοι περνούσαν κάποτε από το δάσος και συνάντησαν μια αρκούδα.
Ο ένας έτρεξε γρήγορα και ανέβηκε σε ένα δέντρο, ενώ ο άλλος δεν τα κατάφερε.  Αναγκάστηκε, λοιπόν, να πέσει στο έδαφος και να κάνει τον νεκρό για να τον αγνοήσει η αρκούδα. Όντως, η αρκούδα, αφού τον μύρισε για λίγο στο αυτί, έφυγε. Τότε ο σύντροφος του κατέβηκε από το δέντρο και τον ρώτησε:  «Τί έκανε στο αυτί σου η αρκούδα;». Ο άλλος απάντησε:  «Μου είπε να μην εμπιστεύομαι τον φίλο που με εγκαταλείπει όταν τον χρειάζομαι».  Η αμοιβαία εμπιστοσύνη και πίστη αποτελούν τους θεμέλιους λίθους της φιλίας.

 

ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΛΑΣΗ;

(Οσίου π.  Παϊσίου αγιορείτου)

-Γέροντα, πως είναι η κόλαση;

Θα σου πω μια ιστορία που έχω ακούσει:

Κάποτε ένας απλός άνθρωπος παρακαλούσε τον Θεό να του δείξει πως είναι ο Παράδεισος και η κόλαση.

Ένα βράδυ λοιπόν στον ύπνο του άκουσε μια φωνή να του λέει: «Έλα, να σου δείξω την κόλαση».

Βρέθηκε τότε σε ένα δωμάτιο, όπου πολλοί άνθρωποι κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι και στην μέση ήταν μια κατσαρόλα γεμάτη φαγητό. Όλοι όμως οι άνθρωποι ήταν πεινασμένοι, γιατί δεν μπορούσαν να φάνε. Στα χέρια τους κρατούσαν από μία πολύ μακριά κουτάλα. Έπαιρναν από την κατσαρόλα το φαγητό, αλλά δεν μπορούσαν να φέρουν την κουτάλα στο στόμα τους. Γι’ αυτό άλλοι γκρίνιαζαν, άλλοι φώναζαν, άλλοι έκλαιγαν…

Μετά άκουσε την ίδια φωνή να τού λέει: «Έλα τώρα να σου δείξω και τον Παράδεισο».

Βρέθηκε τότε σε ένα άλλο δωμάτιο όπου πολλοί άνθρωποι κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι ίδιο με το προηγούμενο και στην μέση ήταν πάλι μια κατσαρόλα με φαγητό και είχαν τις ίδιες μακριές κουτάλες. Όλοι όμως ήταν χορτάτοι και χαρούμενοι, γιατί ο καθένας έπαιρνε με την κουτάλα του φαγητό από την κατσαρόλα και τάιζε τον άλλον.

Κατάλαβες τώρα κι εσύ πώς μπορείς να ζεις από αυτήν την ζωή τον Παράδεισο;

Οποίος κάνει το καλό, αγάλλεται, διότι αμείβεται με θεϊκή παρηγοριά. Όποιος κάνει το κακό υποφέρει και κάνει τον επίγειο παράδεισο επίγεια κόλαση.

Έχεις αγάπη, καλοσύνη; Είσαι άγγελος και, όπου πας ή σταθείς μεταφέρεις τον Παράδεισο. Έχεις πάθη, κακία; Έχεις μέσα σου τον διάβολο και, όπου πας ή σταθείς, μεταφέρεις την κόλαση.

Από εδώ αρχίζουμε να ζούμε τον Παράδεισο ή την κόλαση.

 

Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Εννέα Νοεμβρίου γιορτή του Αγ. Νεκταρίου. Η μέρα βροχερή, χλομή. Η ώρα πλησίαζε μία το μεσημέρι, όταν με σταμάτησε ένας κύριος χαμογελαστός, με ευγενική φυσιογνωμία. Κρατούσε στο ένα του χέρι μια τσάντα, που είχε μέσα δύο μεγάλα κουτιά από ζαχαροπλαστείο και στο άλλο μια μεγάλη μαύρη ομπρέλα. Μου είπε πού ήθελε να τον πάω και ξεκινήσαμε.

Σε λίγα δευτερόλεπτα άνοιξε το ένα κουτί και μου πρόσφερε γλυκό.
-Σήμερα γιορτάζω.
-Χρόνια πολλά κι ευλογημένα, να είστε υγιής και χαρούμενος, όπως σας βλέπω σήμερα!
-Ευχαριστώ πολύ!

-Θα κάνετε γιορτή στο σπίτι σας; τον ρώτησα.
-Ναι! και πριν από λίγο με πήρε η γυναίκα μου στο κινητό, για να πάρω επιπλέον γλυκά. Όλα τα υπόλοιπα τα έχει οργανώσει για το βράδυ. Θα βρεθούμε με καλούς φίλους και συγγενείς. Είναι μια ευκαιρία να ιδωθούμε, να πούμε τα νέα μας, να φάμε και να χαρούμε.

-Μακάρι να μπορούσαμε να το κάνουμε πιο συχνά αυτό, και όχι μόνο σε γιορτές, σε γάμους, σε βαφτίσια ή σε κηδείες!
-Σε βαφτίσια! μονολόγησε- εδώ με πόνεσες!
-Σε πόνεσα; γιατί;
-Γιατί δεν έχουμε παιδιά.
-Νέος είσαι ακόμη, θα κάνεις!

-Είμαι σαράντα ετών, δέκα χρόνια παντρεμένος! Το όνειρο μου να αποκτήσω παιδί, έχει ναυαγήσει. Και η πληγή που έχω, δεν λέει να κλείσει.
-Δεν κατάλαβα, γιατί πληγή; Επειδή δεν έχεις παιδί;
Για λίγα λεπτά επικρατεί σιωπή. Τον ρώτησα:
-Τη γυναίκα σου την αγαπάς;
-Την αγαπώ πολύ.
-Εκείνη σε αγαπάει;

-Ναι, πάρα πολύ.
-Τότε δεν βλέπω για ποιο λόγο να αισθάνεσαι τόσο πληγωμένος.
-Ε, αν είχαμε ένα παιδί, πιο όμορφη δε θα ‘ταν η ζωή μας;
-Αυτό μην το λες! Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί στον καθένα. Έχεις σκεφθεί, αν είχες κάνει ένα παιδί και είχε κάποια αναπηρία, ή μπλεκόταν στα δίχτυα των ναρκωτικών ή του αλκοόλ ή της πορνείας, τι προβλήματα και τι στενοχώρια θα είχες;

-Όχι, αυτό δεν το έχω σκεφθεί- η αλήθεια είναι ότι έχουμε μια πολύ καλή σχέση με τη γυναίκα μου. Και οικονομικά στεκόμαστε πάρα πολύ καλά. Συχνά-πυκνά σκεφτόμαστε το θέμα του παιδιού, που δεν μπορούμε να αποκτήσουμε, και μελαγχολούμε.
-Με τι ασχολείσαι;
-Καθηγητής Πανεπιστημίου.
-Μάλιστα! Η γυναίκα σου εργάζεται;

-Ναι, είναι γιατρός.
-Δηλαδή τα έχετε όλα και σας λείπει ένα παιδί!
-Ακριβώς, όπως το λες, μας λείπει ένα παιδί!
-Μου επιτρέπεις να σε ρωτήσω κάτι;
-Ό,τι θέλεις!

-Έχετε ποτέ ευχαριστήσει τον Θεό, για την αγάπη, την υγεία, την οικονομική σας επιφάνεια και όλα τα καλά που έχετε;
Δεν μου απάντησε αμέσως, το σκεφτόταν…
-Όχι! δεν Τον έχουμε ευχαριστήσει ποτέ, για να σου πω την αλήθεια, Τον έχουμε ξεχάσει. Ξέρεις, από τα παιδικά μας χρόνια ούτε η γυναίκα μου ούτε εγώ αντιμετωπίσαμε δυσκολίες.

Μμμ τον Θεό τον θυμόμαστε μόνο στις δυσκολίες, μονολόγησα.
-Έχεις σκεφθεί ότι αυτό που εσύ θεωρείς ακατόρθωτο, αδύνατο να γίνει, για τον Θεό είναι δυνατό; Πόσες και πόσες φορές έχουμε ακούσει περιπτώσεις ασθενών, που οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια ψηλά, αλλά έπειτα κάτι έγινε και η κατάληξη υπήρξε θετική;Αρκεί η πίστη, η πίστη στον Θεό.

Όταν πιστεύεις στον Θεό, όλα είναι δυνατόν να γίνουν. Ακόμη και τα πιο ακατόρθωτα να γίνουν κατορθωτά. Όπως μου είπες, έχεις καλή σχέση με τη σύζυγο σου-σκέψου να βάλετε ανάμεσα σας τον Θεό- τότε θα νιώσετε τη δύναμη της ευτυχίας, της χαράς, της αγάπης, να ξεχειλίζει την ψυχή σας. Σε πάω ίσως σ’ άλλα χωράφια που δεν γνωρίζεις, αλλά πιστεύω πως, αν περάσεις απ’ αυτά, θα γευθείς γλυκύτατους καρπούς, άγνωστους ως τώρα σε σένα.

Μιλήσαμε πολύ για το μυστήριο της Εξομολόγησης, της Θείας Κοινωνίας, για τις χαρές της χριστιανικής ζωής. Κάποια στιγμή του είπα: Σκεφθήκατε αν η αγάπη του Θεού δεν θέλει να σας δώσει δικό σας παιδί και θέλει να υιοθετήσετε ένα παιδάκι, που οι γονείς του για κάποια αιτία το άφησαν σε κάποιο ίδρυμα, και αυτό το καημένο ζητάει μια οικογένεια, να του δώσει την αγάπη, που του στέρησαν οι άνθρωποι, που το έφεραν στη ζωή;

Ξέρεις πόσα παιδιά έχουν ανάγκη από μία ζεστή αγκαλιά, από ένα τρυφερό χάδι, από στοργή και αγάπη; Τα ορφανοτροφεία είναι γεμάτα από παιδιά, που περιμένουν να βρουν μια μαμά και ένα μπαμπά, να αποκτήσουν μια οικογένεια. Και αφού έχετε οικονομική και κοινωνική επιφάνεια, δεν θα δυσκολευτείτε και πολύ στην υιοθεσία.

Εξάλλου, γονιός δεν γίνεσαι μόνο και μόνο, επειδή γεννάς ένα παιδί. Γονιός γίνεσαι, όταν μεγαλώνεις και διαπαιδαγωγείς σωστά ένα παιδί. Όταν καρδιοχτυπάς στην αρρώστια του, όταν το βλέπεις να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, όταν το βοηθείς να κάνει τα πρώτα του βήματα, όταν ακούς τις πρώτες του λεξούλες μαμά-μπαμπά.

Ακούγοντας αυτά τον είδα να χαμογελάει πάλι- το πρόσωπο του έλαμψε.

-Έχεις δίκιο, γονιός δεν γίνεσαι μόνο όταν γεννάς. Θα σκεφθώ σοβαρά το θέμα της υιοθεσίας, αν και το είχαμε απορρίψει. Εσύ τώρα με έκανες να το δω πιο αγαπητικά. Όπως και να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Θεό, που έχω ξεχάσει. Και να προσπαθήσω να Τον βάλω μέσα στη ζωή μας. Όμως φτάσαμε! Η συζήτηση μας ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Λες και ξέθαψες από τα σκοτεινά υπόγεια του μυαλού μου τον Θεό και με έκανες να αισθανθώ πως είμαι πολύ αδύναμος μπροστά Του και πως έχω την ανάγκη Του.
-Δηλαδή πίστευες πως είσαι πολύ δυνατός;

-Ναι! Γιατί έχω τη δύναμη του χρήματος και, όπως γνωρίζεις, με το χρήμα μπορείς να αγοράζεις τα πάντα!
-Υπάρχει όμως και κάτι, που δεν το αγοράζεις με όλο το χρυσάφι της γης. Τον Θεό!
-Έχεις δίκιο! Τον Θεό δεν Τον αγοράζεις!

-Λοιπόν, να ‘σαι καλά, ο Θεός μαζί σου! Και μην ξεχάσεις ότι συζητήσαμε.
-Να είσαι σίγουρος πως δεν θα τα ξεχάσω, όπως δεν θα ξεχάσω κι εσένα.

Ανταλλάξαμε τηλέφωνα, με την υπόσχεση να τα ξαναπούμε. Μετά από επτά μήνες με κάλεσε στη βάφτιση της θετής κορούλας του. Ήταν και οι δυο τους πολύ ευτυχισμένοι!

Πορφυρίας Μοναχής

 

Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Μια πολύ γλυκιά κυρία, μου διηγήθηκε τα παρακάτω:

Τον άνδρα μου τον παντρεύτηκα με προξενιό. Όμως χωρίς να το ξέρω, εκείνος αγαπούσε και είχε χρόνια δεσμό με μια κοπέλα, που οι δικοί του δεν την ήθελαν, αλλά αυτός δεν έπαψε ποτέ να την αγαπά.

Παντρευτήκαμε. Η μέρα του γάμου ήταν πολύ όμορφη. Όμως οι όμορφες μέρες ήταν μόνο τρεις. Από την τέταρτη μέρα και επί δέκα επτά χρόνια η ζωή μου δίπλα του ήταν μια κόλαση. Όταν τον ρώτησα γιατί μου φερόταν τόσο άσχημα, μου αποκάλυψε πως αγαπούσε άλλη γυναίκα κι όχι εμένα. Έπεσα από τα σύννεφα!

«-Τότε γιατί με παντρεύτηκες;» «-Γιατί με πίεσαν οι γονείς μου. Εκείνη, βλέπεις, δεν την ήθελαν». «-Και εγώ τι φταίω να μου φέρεσαι έτσι;» «-Σήκω και φύγε, άμα δεν σου αρέσει».

«-Που να πάω; Ντρέπομαι τα αδέλφια μου και τον κόσμο». «-Ε! Τότε κάτσε εδώ και βούλωστο».

Αυτή ήταν η απάντησή του. Μαζί κοιμόμασταν, όταν τσακωνόταν με την άλλη. Ωστόσο έμεινα έγκυος!

Μόλις του το είπα, έγινε θηρίο έτοιμο να με κατασπαράξει! Μου ζήτησε να το ρίξω. Εγώ όμως, δεν το κάνα. Για κανέναν και για τίποτε δεν θα σκότωνα το παιδί μου. Μ’ αυτόν τον τρόπο γέννησα τρία κορίτσια.

-Εργάζεστε;

-Ναι! Έχω δικό μου κομμωτήριο. Ποτέ όμως οι πελάτισσές μου δεν με είδαν κλαμένη ή πικραμένη. Ούτε και τα παιδιά μου. Την πίκρα μου την έκρυβα βαθιά μες’ στην ψυχή μου, τη μοιραζόμουν μόνο με τον Θεό. Ξέρεις τι σημαίνει να κοιμάσαι με τον άνδρα σου, όποτε τσακώνεται με τη φιλενάδα του;

-Δεν το έχω ζήσει, όμως μπορώ να σε καταλάβω. Καλά, αυτή δεν βρήκε κάποιον να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια;

-Παντρεύτηκε, έχει και δύο παιδιά. Αλλά με τον άνδρα μου δεν χώρισαν ποτέ.

-Ο άνδρας της δεν το έχει καταλάβει;

-Δεν ξέρω.

-Τα παιδιά σας δεν έχουν καταλάβει τίποτε;

-Όχι! Πάντα τον δικαιολογούσα, τον κάλυπτα. Αλλά και ποτέ δεν μαλώσαμε. Γιατί ποτέ δεν τον ρώτησα ούτε πού ήταν ούτε γιατί άργησε ούτε αν ήταν με αυτήν. Τίποτα! Όποια ώρα κι αν ερχόταν, αν ήταν μπροστά τα παιδιά, του έλεγα: Καλώς τον Δημητράκη Και ετοίμαζα το τραπέζι για να φάει.

-Πώς το άντεχες αυτό;

-Δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς. Έπρεπε να δώσω το καλό παράδειγμα στα παιδιά μου. Ήθελα να μάθουν την αξία του σεβασμού, την αξία της αγάπης, την αξία της υπομονής.

-Και, δόξα τω Θεώ, εσύ διαθέτεις πολλή υπομονή.

Εδώ χαμογέλασε. Συνέχισα:

-Τα παιδιά σου, ποιος σου τα κρατούσε, τις ώρες που εσύ εργαζόσουν;

-Η μητέρα μου. Και ξέρεις πώς τους περνούσα τα μηνύματα για οτιδήποτε ήθελα να αποφύγουν;

-Πώς;

-Τους τα έγραφα σε κασέτα. Από τον καιρό που ήταν μωρά, έγραφα κάθε μέρα κάτι στην κασέτα, την έδινα στη μητέρα μου και της έλεγα να τους βάζει να την ακούνε. Έτσι δεν ένιωθαν πολύ την απουσία μου.

Αυτό γινόταν επί δεκαεπτά χρόνια. Ότι μήνυμα ήθελα να τους περάσω, το παρουσίαζα πως το είχα ακούσει στο κομμωτήριο. Για τα ναρκωτικά, ας πούμε, τους έλεγα πως είχε έρθει μία πελάτισσα στο μαγαζί, που ήταν πολύ πικραμένη, γιατί το παιδί της είχε μπλέξει με κάποιους φίλους, που τον παρέσυραν στα ναρκωτικά” ή άλλοτε πως γνώρισα κάποιο κορίτσι, που έμπλεξε με κάποιο αγόρι και έμεινε έγκυος και από την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη τής προέκυψαν πολλά δυσεπίλυτα προβλήματα.

Όταν μεγάλωσαν, δεν πήγαιναν στη γιαγιά τους, αλλά προτιμούσαν να καθίσουν σπίτι να διαβάσουν. Τους έλεγα πως, όταν έρθει ο πατερούλης, έπρεπε να του σερβίρουν το φαγητό, να τον περιποιούνται, αφού εκείνος αγωνίζεται για μας, γιατί μας αγαπάει πολύ. Έτσι, κάθε μέρα γυρίζοντας από το σχολείο, θα έβαζαν πρώτα να ακούσουν το μήνυμα της μαμάς.

-Συγγνώμη. Όλα αυτά πώς τα άντεχες;

-Σου είπα: Την πίκρα μου τη μοιραζόμουν με το Θεό, γι’ αυτό και άντεχα. Αν συζητούσα με κάποια φίλη τα προβλήματά μου, σίγουρα θα είχα χωρίσει. Άκου τη συνέχεια, για να δεις την κατάληξη.

-Είμαι όλη αφτιά! Ακούω.

-Λοιπόν! Επί δεκαεπτά χρόνια, διακοπές πήγαινα μόνη με τα παιδιά μου. Εκείνος δεν ήρθε ποτέ, με όσα παρακάλια κι αν του έκαναν τα παιδιά. Μια χρονιά, γυρνώντας από τις διακοπές μας, βρήκα μια κασέτα στο κομοδίνο μου, που έγραφε πάνω «Σ’ αγαπώ». Παραξενεύτηκα! Τι κασέτα ήταν αυτή; Σκέφθηκα πως θα ήταν για τη φιλενάδα του. Όταν το βράδυ κοιμήθηκαν τα παιδιά, έβαλα να την ακούσω. Εδώ γέλασε.

Γιατί γελάτε; τη ρώτησα περίεργα.

-Γιατί η κασέτα ήταν γραμμένη από τον άνδρα μου για μένα!

-Τι έλεγε η κασέτα;

-Πριν σου πω τι έλεγε η κασέτα, θα σου πω τι έκανε πριν.

-Τι έκανε;

-Είχε μαλώσει άσχημα με τη φιλενάδα του και χώρισαν. Πήγε σπίτι και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο των παιδιών. Γνώριζε πως τους γράφω κασέτες, πήρε μια στην τύχη και την άκουσε. Κι ύστερα κι άλλες… Έτσι άκουσε τι έλεγα στα παιδιά και συγκινήθηκε. Πήρε λοιπόν και αυτός μια κασέτα και μου έγραψε:

«Συγχώρεσε με για ότι σου έχω κάνει. Τώρα καταλαβαίνω πόσο πολύ σ’ έχω πληγώσει, πόσο πολύ σ’ έχω ταπεινώσει. Και εσύ ούτε μία άσχημη κουβέντα δεν είπες ποτέ, πάντα τρυφερή και γλυκιά μαζί μου. Άκουσα μερικές κασέτες σου, που μιλάς στα παιδιά μας. Δεν με κατηγόρησες ποτέ. Μόνο καλά λόγια έβγαιναν από τα χείλη σου. Τώρα κατάλαβα γιατί μ’ αγαπούν τόσο πολύ τα παιδιά μας. Σε παρακαλώ, συγχώρεσε με, και σου υπόσχομαι, ότι σου στέρησα όλα αυτά τα χρόνια, να σου τα δώσω απλόχερα από εδώ και πέρα.

Θα είσαι η βασίλισσα της καρδιάς μου. Σε παρακαλώ, συγχώρεσε με. Αυτή την ώρα που σου μιλάω, πίστεψέ με πως αισθάνομαι πολλή αγάπη για σένα, μου λείπεις. Σ’ αγαπώ».

Ακούγοντάς τα όλα αυτά, ένιωσα όμορφα, δυσκολευόμουν όμως να τα πιστέψω. Στη σκέψη μου ήρθαν, σαν κινηματογραφική ταινία, όσα μου έκανε και όσα μου έλεγε. Έτσι με πήρε ο ύπνος.

Όταν γύρισε το βράδυ, τον άκουσα, μα δεν σηκώθηκα, όπως έκανα πάντα, για να του βάλω φαγητό. Έκανα πως κοιμόμουν. Εκείνος ήρθε και ξάπλωσε δίπλα μου, σιγά-σιγά, για να μη με ξυπνήσει και με πήρε αγκαλιά, για πρώτη φορά στα δεκαεπτά μας χρόνια. Και όχι μια απλή αγκαλιά, αλλά πολύ τρυφερή… Με φίλησε απαλά στην πλάτη και ψιθύρισε: «Συγχώρεσε με, σ’ αγαπώ!»

Από εκείνη την βραδιά η ζωή μου άλλαξε τελείως. Ο Δημήτρης έγινε άλλος άνθρωπος… Τρυφερός, στοργικός, δεν μου χάλασε ποτέ χατίρι. Με λίγα λόγια γίναμε οικογένεια.

Να ξέρεις πως στη ζωή, όταν αγωνίζεσαι, θα χάνεις μάχες, μα στο τέλος τον πόλεμο εσύ θα τον κερδίσεις. Και κάτι άλλο: Χωρίς πίστη στον Θεό, δεν έχεις όπλα να παλέψεις!”.

Πορφυρίας Μοναχής