Ὁ Ἰούδας καί ἡ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ

Ὁ Χριστός καί οἱ μαθητές, ὡς  ἄνθρωποι,  χρειάζονταν χρήματα  γιά τίς προσωπικές τους ἀνάγκες, εἴτε γιά εἰσιτήρια στό καραβάκι  εἴτε γιά φαγητό· ὅταν λ.χ. ἦταν στή Σαμάρεια, καί πεινοῦσαν,  «οἱ  μαθητές  πῆγαν  γιά νά ἀγοράσουν τρόφιμα» (Ἰω.4:8).   Ὁ Ἰούδας  κρατοῦσε  τό «ταμεῖο».  (Ἰω. 12: 6). Ἔτσι, ἄν   ὁ Χριστός   ἤθελε κάτι, ζητοῦσε χρήματα ἀπό τόν Ἰούδα ἤ   ἐλεγε «Ἰούδα, ἀγόρασέ Μου αὐτό». Τό ἴδιο γινόταν, καί ἄν οἱ μαθητές Του ἤθελαν νά ἀγοράσουν κάτι. Ζητοῦσαν ἀπό τόν Ἰούδα. Καί  ἄν κάποιος ἤθελε νά δώσει χρήματα στήν «ὁμάδα» τοῦ Χριστοῦ, τά ἔδινε στόν Ἰούδα. Ὅμως, «ἦταν κλεφτης, καί βαστοῦσε αὐτά πού τοῦ ἔδιναν»  (Ἰω. 12: 6).  Καί  ἀπό  τή στιγμή πού ἄφησε τόν ἑαυτό του νά κλέβει,  ἡ σπίθα τῆς φιλαργυρίας μεγάλωνε, ὥσπου  ἔγινε φωτιά, πού τόν ἔκαψε ὁλόκληρο. Δέν στάθηκε ἱκανός νά σβήσει (στήν ἀρχή) μιά σπίθα, θά ἔσβηνε μετά ὁλόκληρη φωτιά;   .

Μ. Τετάρτη. Ὁ Ἰησοῦς ἦταν στή Βηθανία. Τό μεσημέρι γευμάτισε στὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος, πατέρα τοῦ Λαζάρου  (Μτ.26:6. Λκ.7:36). Ἦρθε  καί μία πόρνη,  μέ ἕνα δοχεῖο μύρο, και Τοῦ ἔπλυνε τά πόδια (Λκ. 7:37-38).  Στό  «τραπέζ» ἦταν καί οἱ  μαθητές Του, μαζί τους καί ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος ἄφησε   τήν Βηθανία, καί ἔτρεξε στά Ἱεροσόλυμα  γιά νά συναντήσει  τούς Ἀρχιερεῖς καί λοιπούς, γιά  νά τούς βοηθήσει στήν σύλληψη τοῦ Χριστοῦ! Δηλαδή, ἀπό μόνος του πῆρε τήν πρωτοβουλία….! «Τί σκοπεύετε νά μοῦ δώσετε, νά φροντίσω ἐγώ νά σᾶς τόν παραδώσω;» (Μτ. 26:15), τούς  εἶπε. « Καί αὐτοί τοῦ ὑποσχέθηκαν τριάντα ἀργύρια» (Μτ. 26:15). Ὅσο ἦταν ἡ τιμή ἑνός δούλου (Ἐξ.  21:32). Καί ὁ Ἰούδας δέχθηκε.

Ὅμως, ἀπό τή μεριά του ὑπῆρχε  πρόβλημα. Ἔβλεπε στό  παρελθόν τούς φαρισαίους  καί λοιπούς νά  προσπαθοῦν νά  συλλάβουν τόν Χριστό,  ἀλλά Αὐτός τούς  ξέφευγε μέσα ἀπό τά χέρια τους καί γινόταν ἄφαντος (Ἰω.10:39). Ὑπῆρχε λοιπόν περίπτωση, μόλις συλλάβουν τόν Χριστό, νά τούς ξεφύγει, ὁπότε ὁ Ἰούδας θά  ἔχανε τά ἀργύρια.  «Συζήτησε μέ τούς ἀρχιερεῖς καί τούς γραμματεῖς μέ ποιόν τρόπο θά τούς παρέδιδε τόν Ἰησοῦ» (Λκ. 22:4). Τό συζήτησε καί «μέ τούς διοικητές  τῆς ἀστυνομίας τοῦ Ναοῦ» (Λκ. 22:4). Εἶχαν ἀποφασίσει, νά στείλουν ὁλόκληρο στρατό (!)  γιά νά  συλλάβουν ἕναν  ἄοπλο ἄνθρωπο….!    Θά  πήγαινε ἡ ρωμαϊκή σπεῖρα,  κάπου τριακόσιοι    (τό λιγότερο) στρατιῶτες, μαζί μέ τόν χιλίαρχό τους   (Ἰω.18: 12),  καί ἡ ἀστυνομία τοῦ Ναοῦ.  Ὅλοι αὐτοί   θά ἁπλώνονταν  γύρω ἀπό τό Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ὥστε σέ περίπτωση πού ὁ Ἰησοῦς ἐξαφανιζόταν,  νά  μπορέσουν Τόν συλλάβουν.

Νύχτα, Μ. Πέμπτη, «μέ λυχνάρια, φῶτα καί ὅπλα» (Ἰω. 18:3),  καί «μέ ρόπαλα καί μέ μαχαίρια» (Μτ. 26:55) ἀνέβησαν στόν Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν,  γιά νά συλλάβουν τό  Φῶς τοῦ κόσμου  (Ἰω. 8:12).

Φθάνοντας στόν Ὄρος,  ὁ Ἰούδας  ἀπό τό φόβο του,  μήπως ὁ Ἰησοῦς ἐξαφανισθεῖ ἀπό μπροστά τους,  ἔτρεξε καί Τόν φίλησε (Μκ. 14:15).   «Φίλε, γιά νά Μέ φιλήσεις ἦρθες ἐδῶ;» (Μτ. 26:50),   τοῦ εἶπε μέ νόημα ὁ Ἰησοῦς.  Στή συνέχεια  ρώτησε τόν ὄχλο:  «Ποιὸν ψάχνετε;». «Τὸν Ἰησοῦ τὸ  Ναζωραῖο», Τοῦ ἀπάντησαν. «Ἐγὼ εἶμαι» (Ἰω.18:4-5). Ἀντί  νά ὁρμήσουν πάνω Του, «πισωδρόμησαν καί ἔπεσαν καταγῆς»(Ἰω. 18: 5), μαζί τους καί  ὁ Ἰούδας.   Ὁ Ἰησοῦς, ἄν ἤθελε, μποροῦσε νά ἐξαφανισθεῖ ἀπό μπροστά τους, νά χαθεῖ μέσα στό σκοτάδι, καί  νά ἀποφύγει τόν σταυρικὀ   Του θάνατο. Ἀλλά, δέν τό ἔκανε, γιατί ἦρθε στή γῆ γιά νά σταυρωθεῖ. Καί τώρα ἦρθε ἡ ὥρα τῆς σταυρώσεώς Του.   «Ποιὸν ψάχνετε;» τούς ξαναρώτησε. Ἀπάντησαν: «Τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζωραῖο». «Σᾶς τὸ εἶπα. Ἐγὼ εἶμαι!» (Ἰω. 18:7-8). Ἐννοώντας: «ἐφόσον σᾶς  εἶπα «Ἐγώ εἶμαι», γιατί δέν Μέ συλλάβετε;!». Καί γιά νά καταλάβουν ὅτι παραδίδεται ἀπό μόνος Του, τούς  ὑπενθύμισε τίς προσπάθειες πού ἔκαναν στόν  Ναό γιά νά Τόν συλλάβουν. «Κάθε μέρα καθόμουνα στόν Ναό καί δίδασκα,  κι ὅμως δέν Μέ συλλάβατε»  (Μτ. 26:55). Ἦταν  ἀκόμα κάτω, «ξαπλωτοί»  καί Τόν ἄκουγαν….!    Μέ τήν ἄδειά Του, σηκώθηκαν ὄρθιοι καί «Τόν συνέλαβαν Τόν ἔδεσαν μέ ἁλυσῖδες»(Ἰω. 18:12), καί Τόν ὁδήγησαν δεμένο στόν Ἀρχιερέα Ἄννα. Ἦταν νύχτα Μ. Πέμπτης.

Λίγες ὧρες μετά, Μ. Παρασκευή πρωί (Ἰω. 18:28), βλέποντας (ὁ Ἰούδας)  τόν Ἰησοῦ   νά Τόν πηγαίνουν δεμένο στόν Πιλάτο (Μτ. 27:2), «μετανοιωμένος ἐπέστρεψε τά τριάντα ἀργύρια στούς ἀρχιερεῖς» (Μτ. 27: 3-4), διακηρύσσοντας: «Ἁμάρτησα. Ἐξ αἰτίας μου θά χυθῆ αἷμα ἀθῶον» (Μτ. 27: 4). Στή συνέχεια πῆγε σ’ ἕνα χωράφι, ἔδεσε τό λαιμό του καί κρεμάσθηκε ἀπό ἕνα δένδρο· «ἔπεσε μέ τό πρόσωπό του στή γῆ, σχίστηκε ἡ κοιλιά του καί χύθηκαν ὅλα τά σπλάγχνα του» (Πρ. 1: 18). Αὐτό ἦταν τό τέλος του, πού  προσπάθησε νά «φτιάξει» τή ζωή του, «πουλώντας» τόν Χριστό. Ποιός ξέρει, ἄν οἱ ἀρχιερεῖς, τή στιγμή πού τούς πέταξε τά ἀργύρια, τοῦ ἔλεγαν ἕναν  παρήγορο λόγο ἤ τόν καλοῦσαν πρός συζήτηση, μπορεῖ νά μήν ἔφθανε στήν αὐτοκτονία.

Καί ἐφόσον ὁ Χριστός ἤξερε ὅτι ὁ Ἰούδας θά γινόταν προδότης Του, γιατί τόν κάλεσε γιά μαθητή Του;

Δέν τόν κάλεσε γιά προδότη Του, ἀλλά γιά μαθητή Του. Καί φυσικά ὁ Χριστός δέν ἔκανε λάθος. Τό λάθος ἦταν τοῦ Ἰούδα, πού ἀπό μαθητής, ἔγινε προδότης. Οὔτε πάλι «ἔφταιγε» ὁ Χριστός, πού τόν διόρισε ταμία (Ἰω. 12:6).  Καί ταμίας νά μήν διοριζόταν, ἡ κακή του διάθεση  θά ἔβρισκε τρόπο νά ὑποδουλωθεῖ στή φιλαργυρία. Τό μεγάλο «σκάνδαλο» εἶναι ἐδῶ, πώς ὁ Ἰούδας ὄντας   κοντά στόν Χριστό, κολάσθηκε, γιατί  κοντά Του ἦταν μόνο σωματικά….!

ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!

Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Αναστασιος (04-04-2018)

Οι Αρχιερείς και η σταύρωση του Χριστού

Στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ, ἡ Παλαιστίνη ἦταν ὑπό τήν κατοχή τῶν Ρωμαίων. Οἱ κατακτητές εἶχαν δώσει στούς θρησκευτικούς της  ἡγέτες καί κοσμική  ἐξουσία. Μποροῦσαν νά  δικάζουν, νά φυλακίζουν ἤ  νά σκοτώνουν τούς ἐνόχους (ἐκτός ἀπό τό νά τούς σταυρώνουν, γιατί  χρειαζόταν ἄδεια ἀπό τόν κατακτητή). Ὅμως, ὡς θρησκευτικοί ἡγέτες εἶχαν καί τόν ἀρχηγό τους. Ἦταν   ὁ Ἀρχιερέας τοῦ «ἐνιαυτοῦ» (τοῦ ἔτους), ὁ ὁποῖος ἦταν  καί Πρόεδρος τοῦ Ἀνωτάτου Δικαστηρίου (=Μεγάλου Συνεδρίου) καί κατά τήν Σταύρωση τοῦ  Χριστοῦ ἦταν ὁ Καϊάφας. Αὐτός ἔδωσε ἐντολή νά συλλάβουν τόν Χριστό. Αὐτός Τόν παρέδωσε στόν Πιλᾶτο γιά νά ἐγκρίνει τήν ἀπόφαση (Σταύρωση Χριστου),  πού πῆραν κατά τή σύγκλιση  τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου. «Αὐτός (ὁ Καϊάφας)  πού Μέ παρέδωσε σέ σένα ἔχει μεγαλύτερη ἁμαρτία ἀπό σένα», εἶπε ὁ Ἰησοῦς στόν Πιλᾶτο (Ἰω.19:11). Θά πρέπει λοιπόν  νά συνειδητοποιήσουμε, πώς  ὁ Χριστός δέν σταυρώθηκε ἀπό εἰδωλολάτρες, οὔτε ἀπό τούς  ἀπίστους, οὔτε ἀπό  ληστές καί ἐγκληματίες, ἀλλά ἀπό τόν Ἀρχιερέα Καϊάφα, πού σύχναζε στό Ναό, πού ἔμπαινε στά  Ἅγια τῶν Ἁγίων, πού διάβαζε τίς Γραφές, πού ἔκανε κηρύγματα περί πίστεως στό Θεό!

«Τά ράσα δέν κάνουν τόν παπᾶ», λέει ὁ λαός μας, ἐννοώντας:  Δέν σημαίνει πώς ἐπειδή φόρεσες  τά ράσα,  «φόρεσες» ταυτόχρονα καί τήν ἁγιότητα. Ἡ ἁγιότητα δέν ἀποκτᾶται φορῶντας ράσα, ἀλλά  μετά ἀπό προσωπικό ἀγώνα ἐνάντια στά πάθη τῆς ψυχῆς, μῖσος, μνησικακία, φιλαργυρία, ἀρχομανία, φθόνος κ.λ.π.,  καί τοῦ σώματος, γαστριμαργία κ.λ.π. Διαφορετικά (ἄν δηλαδή δέν ἀγωνίζεσαι), τότε, ὅπως ἔγινες  μαῦρος ἀπέξω, θά γίνεις  καί ἀπό μέσα. Ἄν καί μόνο  τό πάθος τῆς γαστριμαργίας  κάνει τόν ἄνθρωπο νά μήν ἔχει «καρδιά», διάθεση γιά τήν ἀρετή, «πρός δέ τά ἀγαθά οὐδέν ἄμεινον τῶν νεκρῶν διακείμενος» (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ  Χρυσόστομος P.G.53:84), ἄς σκεφθοῦμε πόσο ἀναίσθητος (ὡς πρός τήν  ἀρετή) γίνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν  αἰχμαλωτισθεῖ σέ  χειρότερο  πάθος, ὅπως εἶναι  φθόνος, πού ὑποδουλώθηκε ὁ Καϊάφας  (Μτ.27:18). Καί ἄν ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἔχει νά κάνει μόνο μέ τόν ἑαυτό του, τότε λίγο τό κακό, ἄν ὅμως κρατάει τό τιμόνι τῆς Ἐκκλησίας, τότε, ὤ τί συμφορά….!  (Προσοχή: Μπορεῖ, ἄς ὑποθέσουμε,  κλῆρος καί  λαός νά  «χαλάσουν»,   ὅμως αὐτό δέν σημαίνει πώς καί  ἡ Ἐκκλησία, ὡς κιβωτός σωτηρίας  θά «χαλάσει». Ἡ Ἐκκλησία θά παραμένει  πάντα «σῶα καί ἀβλαβής». Ἄρα πάντα θά ὑπάρχει σωτηρία. Ἄς μήν  ψάχνουν μερικοί γιά «ἄλλοθι»…).  Συνέχεια