Η μάσκα που «σώζει» τα πρόσωπα

π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος

Η μάσκα, που “σώζει” τα πρόσωπα. Ναι, αγαπητοί μου αδελφοί, παντού πλέον θα χρειάζεται να φοράμε μάσκα στο πρόσωπό μας. Η διάδοση της γνωστής επικίνδυνης ίωσης το κάνει απαραίτητο. Φυσικά κάτι τέτοιο είναι τεχνικό θέμα, χωρίς κανένα πνευματικό συνεπαγόμενο για τους χριστιανούς, γιατί όπως, όταν δεν βλέπουμε καλά φοράμε γυαλιά έτσι και τώρα, πράγμα επίσης πνευματικά αδιάφορο.
Στον Ναό πηγαίνουμε ζητώντας από τον Χριστό να ανοίξει αφ’ ενός τα μάτια της διανοίας μας και αφ’ ετέρου να μας αφαιρέσει κάθε υποκρισία «διπλής όψεως»…
Αυτά είναι ψυχικά θέματα ενδεικτικά του περιεχομένου, δεν είναι συνθήκες εξωτερικών αναγκών. Δεν Του ζητάμε να μας βγάλει τα υλικά γυαλιά και την υφασμάτινη μάσκα… !! Ας μη γελοιοποιούμε τα μέγιστα με χαζές (δήθεν πνευματικές) φοβίες. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.

Ελάτε λοιπόν να ικετεύσουμε τον Χριστό (και με μάσκα… δεν ενοχλείται) να μας ελεήσει, απαλλάσσοντας και μας, χάριν του ελέους Του προς τους εν ανάγκαις αδελφούς μας (όπου γης) που θα υποφέρουν πολλαπλάσια από μας.
Αδελφοί μου είμαστε το αντικείμενο της συνεχούς αιώνιας αγάπης του Θεού.
Μας βλέπει ακόμα και όταν φαίνονται όλα να είναι νύχτα και τα πάντα σκοτεινά.
Είναι ένας ελεήμων Πατέρας. Ακόμα περισσότερο είναι η φιλοστοργότερη Μητέρα.
Ας μάθουμε την αγάπη Του.

Ίσως σ’ αυτό το διάστημα δεν θα είναι δυνατόν να μετέχουμε στη Θ. Λειτουργία. Ας μη μας συγχύζει κάτι τέτοιο. Η θυσία του Χριστού θα προσφέρεται από τον ιερέα και η πλειονότητα των χριστιανών θα απουσιάζουν, όχι αδικαιολόγητα, (πράγμα που τον υπόλοιπο καιρό πολλάκις συμβαίνει, χωρίς να μας ενοχλεί κάτι τέτοιο…!) αλλά δι’ ΕΥΛΟΓΟΝ αιτία. Μια αιτία, που μας αναγκάζει όλους,

α. Να φοράμε μάσκες [άλλος αφελής καημός… Πρόσωπο δεν είναι το δέρμα μας και γι’ αυτό ο Χριστός «οὐ βλέπει εἰς πρόσωπον ἀνθρώπου…» (Ματθ. 22, 16). Στον προφήτη Σαμουήλ που γοητεύτηκε από τον Ελιάβ ο Θεός του είπε: «…Μην εντυπωσιάζεσαι από την όψη του… ο Θεός “βλέπει” με άλλο τρόπο απ᾽ό,τι ο άνθρωπος! Οι άνθρωποι μένουν στην όψη, ο Θεός βλέπει την καρδιά» (Α΄Βασ.16, 7)


β. Να κρατάμε αποστάσεις (χωρίς να θέλουμε να κρυφτούμε από τους αδελφούς μας ούτε να τους αποφύγουμε) που δεν μας αφαιρεί όμως την ελευθερία μας, αλλά αντίθετα μας δίνει την ευκαιρία να ακολουθούμε την διδαχή του Χριστού να αγαπάμε τον πλησίον μας, όπως τον εαυτό μας. «Ὀντας ελεύθεροι, να μη χρησιμοποιείτε την ελευθερία σαν πρόσχημα για να κρύβετε την κακία, αλλά να ζείτε σαν δούλοι του Θεού. Όλους να τους τιμάτε, να αγαπάτε τους αδελφούς σας χριστιανούς, να σέβεστε τον Θεό, να τιμάτε τους άρχοντες» (Α΄Πέτρου 2, 16-17).

Να εμβολιαστούμε κατά του COVID-19 όταν υπάρξει ασφαλές εμβόλιο. Κάτι τέτοιο θα είναι μια παροχή του Θεού, που θα αποτρέψει την ασθένεια όχι μόνο για μας αλλά και για τους ευάλωτους μεταξύ μας. Πρέπει να είμαστε θαρραλέοι στον αγώνα, και οι λιγότερο αδιάφοροι για τους μειονεκτούντες και τους ευάλωτους και όσους βιώνουν διακρίσεις.

Ας προσπαθούμε να διορθώνουμε την παραπληροφόρηση και τις θεωρίες συνωμοσίας, όταν τις ακούμε στα διάφορα μέσα δικτύωσης αλλά και στις παρέες μας. Οι χριστιανοί αγαπούν πάνω απ’ όλα την αλήθεια. Δεν επηρεάζονται (δεν πρέπει) από ψέματα. Ο χριστιανός «Δεν χαίρεται για το στραβό που γίνεται, αλλά μετέχει στη χαρά για το σωστό» (Α΄ Κορ. 13, 6).

Να προωθούμε, δυναμικά, ακριβείς επιστημονικές και σωστές ιατρικά πληροφορίες και να τις παρουσιάζουμε στο χώρο εργασίας μας, φυσικά στο σπίτι μας, και στην Εκκλησία.
Η πίστη μας στον Χριστό μάς καλεί να θυσιάσουμε τον εαυτό μας αν χρειαστεί για τους άλλους. Να αποδεχθούμε τους προσωρινούς περιορισμούς στις ελευθερίες μας, καθώς έχουμε μια μόνιμη και πλήρη ελευθερία «ἐν Χριστῷ» (Εβρ. 10, 34). Η πίστη μας μάς βοηθά να είμαστε ταπεινοί και υπομονετικοί όταν συζητάμε αμφιλεγόμενα θέματα (Εφ. 4, 2- 3). Η πίστη μας (όχι η επιστήμη) ξεπερνά τον φόβο και φέρνει ελπίδα. Ο Χριστός είναι καταφύγιο και δύναμή μας.

Ας προσευχόμαστε για την θεραπεία των ασθενών, για παρηγορία των οικογενειών που έχουν νεκρούς, για τους ερευνητές, για τους γιατρούς, για τους νοσηλευτές, για τους εθελοντές, για τις ψυχές όσων έφυγαν. Ας προσευχόμαστε να είμαστε αληθινοί, γαλήνιοι και ήρεμοι σ’ όλη μας τη ζωή, αλλά και σ’ όλο το διάστημα που θα χρειαστεί ώσπου να βγούμε από αυτήν την έρημο της πανδημίας που περνάμε. Με ευχές για ταχεία…απελευθέρωση.

«Η πανούκλα και ο covid-19» Μητροπολίτου Αργολίδος κ. Νεκταρίου

 

Με την εμφάνιση του COVID 19 , το βιβλίο του Α. Καμύ «Η πανούκλα» ήρθε ξαφνικά στην επικαιρότητα και στις μέρες μας διαβάστηκε πολύ.

Παρά το ότι είναι ένα βιβλίο αλληγορικό, μέσα απ’ το οποίο ο συγγραφέας φωτογραφίζει τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, οι σημερινοί αναγνώστες, ανακαλύπτουν εκπληκτικές ομοιότητες με την κατάσταση που ζούμε τους τελευταίους μήνες. Θα ήθελα να επισημάνω μερικά σημεία.

Το 1940 η πανούκλα εμφανίζεται στην Αλγερία και συγκεκριμένα στην πόλη Οράν. Τα κρούσματα και οι θάνατοι αυξάνουν με γεωμετρική πρόοδο.

Η πρώτη αντίδραση των κατοίκων, είναι η άρνηση, ακριβώς αυτό που βλέπουμε και σήμερα: Άρνηση και υποτίμηση του κινδύνου. Οι πολίτες στρουθοκαμηλίζουν, κλείνουν τα μάτια στην τραγωδία που εξελίσσεται, δεν θέλουν να παραδεχτούν την σκληρή πραγματικότητα. Γράφει ο Καμύ.

«Οι μάστιγες είναι βέβαια κάτι το συνηθισμένο, δύσκολα όμως τις παραδέχεσαι όταν σου έρθουν κατακέφαλα. Η οικουμένη γνώρισε τόσες πανούκλες όσους και πολέμους.

Κι ωστόσο, πανούκλες και πόλεμοι βρίσκουν πάντα τους ανθρώπους το ίδιο απροετοίμαστους.

Ο γιατρός Ριέ ήταν απροετοίμαστος, σαν όλους τους συμπολίτες μας, κι έτσι μόνο μπορούμε να καταλάβουμε τους δισταγμούς του καθώς και την αμφιταλάντευσή του ανάμεσα στην ανησυχία και τη σιγουριά.

Όταν ξεσπάει ένας πόλεμος, οι άνθρωποι λένε: «Δεν θα κρατήσει πολύ, είναι ανοησία».

Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας πόλεμος είναι ασφαλώς μεγάλη ανοησία, όμως αυτό δεν τον εμποδίζει να κρατήσει πολύ.

Η ανοησία είναι πάντα ανθεκτική, κι αυτό θα το διαπιστώναμε αν σταματούσαμε να σκεφτόμαστε συνέχεια τον εαυτό μας. Ως προς αυτό, οι συμπολίτες μας όπως κι όλος ο κόσμος, σκέφτονταν μόνο τον εαυτό τους, μ’ άλλα λόγια ήταν ανθρωπιστές: δεν πίστευαν στις μάστιγες.

Η μάστιγα δεν είναι στα μέτρα του ανθρώπου, και γι’ αυτό συμπεραίνουμε πως είναι κάτι εκτός πραγματικότητας, ένας εφιάλτης που θα περάσει.

Όμως δεν περνάει πάντα και από κακό όνειρο σε κακό όνειρο, οι άνθρωποι πεθαίνουν, και πρώτοι απ’ όλους οι ανθρωπιστές, γιατί δεν έλαβαν τα μέτρα τους.

Οι συμπολίτες μας δεν ήταν πιο ένοχοι από άλλους, λησμονούσαν όμως τη μετριοφροσύνη, αυτό είν΄ όλο, και σκέφτονταν πως όλα ήταν δυνατά γι’ αυτούς, πράγμα που σήμαινε πως ήταν αδύνατο να υπάρξουν συμφορές.

Εξακολουθούσαν ν’ ασχολούνται με τις επιχειρήσεις τους, να σχεδιάζουν ταξίδια και να εκφράζουν τη γνώμη τους. Πώς να σκεφτούν την πανούκλα, που εξαφανίζει το μέλλον, τις μετακινήσεις, τις συζητήσεις; Πίστευαν πως ήταν ελεύθεροι, αλλά ποτέ δεν θα ‘ναι κανείς ελεύθερος όσο υπάρχουν μάστιγες.»

Η πόλη μπαίνει σε καραντίνα. Το εμπόριο νεκρώνεται. Αλλά και πάλι οι κάτοικοι δυσκολεύονται να αποδεχτούν την πραγματικότητα.

Συνέχεια

ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΥ

Πνευματικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ἄλλους

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ μεγάλη. Ἑορτάζει ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὰς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος. Τί ἦταν ὁ Ἀνδρέας; Ἦταν κανένας βασιλιᾶς, κανένας στρατηγός, κανένας πλούσιος, κανένας ἑκατομμυριοῦχος, κανένας μορφωμένος καὶ ῥήτορας κ᾿ ἐπιστήμονας; ἔβγαλε σχολεῖα καὶ πανεπιστήμια; Τίποτε ἀπ᾿ αὐτά. Ἦταν ἕνας ταπεινὸς ἄνθρωπος τῆς κοινωνίας, ἕνα φτωχαδάκι. Αὐτὰ τὰ φτωχαδάκια ἀγαποῦσε ὁ Χριστός· καὶ τ᾿ ἀγαπάει πάντοτε. Ἡ θρησκεία μας δὲν εἶνε θρησκεία τῶν πλουσίων καὶ τῶν μεγάλων καὶ ἰσχυρῶν τῆς ἡμέρας, ὄχι· εἶνε θρησκεία τῶν ταπεινῶν τῆς γῆς. Ἡ Ἐκκλησία μας ἄρχισε ἀπὸ τοὺς μικροὺς καὶ ταπεινούς, συνεχίζει ἔτσι μέχρι σήμερα, καὶ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων μας ἔτσι θὰ εἶνε.
Φτωχαδάκι λοιπὸν ὁ Ἀνδρέας. Τὸ ἐπάγγελμά του; Ψαρᾶς. Ἡ περιουσία του; Μιὰ ψαρόβαρκα. Μ᾿ αὐτὴν κάθε βράδυ ἔβγαινε στὴ λίμνη Γεννησαρὲτ (ἢ θάλασσα τῆς Τιβεριάδος) καὶ ψάρευε ὅλη νύχτα μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του Ἰωνᾶ καὶ τὸν ἀδερφό του Πέτρο. Κοπιαστικὸ ἔργο νὰ ψαρεύῃς νύχτα κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα. Ἔπιαναν ψάρια, τὰ πουλοῦσαν, καὶ ἔτσι ζοῦσαν. Μεροδούλι – μεροφάϊ. Αὐτὸς ἦταν ὁ Ἀνδρέας.
Καὶ βλέπεις τώρα αὐτὸς ὁ ψαρᾶς νὰ τιμᾶται ἀπ᾿ ὅλους! Ἄλλοι κατὰ κόσμον ἐπιφανεῖς λησμονήθηκαν. Ἄντε τώρα νὰ μάθῃς, πρὶν ἑκατὸ χρόνια ποιός κυβερνοῦσε; Κανείς δὲ θυμᾶται. Πρέπει ν᾿ ἀνοίξῃς τὴν ἱστορία γιὰ νὰ τὸ βρῇς. Καὶ ὕστερα ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια πάλι θὰ ψάχνουν νὰ βροῦν τοὺς σημερινοὺς κυβερνῆτες. Μηδὲν εἶνε ὅλοι. Σβήνουν τὰ ὀνόματα βασιλέων, αὐτοκρατόρων, πριγκίπων, ἐπιστημόνων… Ἀλλὰ τὸ ὄνομα τοῦ Ἀνδρέα τοῦ ψαρᾶ μένει γνωστὸ στοὺς ὀρθοδόξους καὶ πέρα ἀπὸ αὐτούς. Πῶς ἔγινε αὐτό, τὸ φτωχαδάκι νὰ νικήσῃ ῥήτορες, φιλοσόφους, βασιλεῖς καὶ αὐτοκρατόρες; Τί συνέβη στὴ ζωή του;
Μιὰ στιγμή! Ὑπάρχει μιὰ στιγμὴ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ποιά στιγμή; Λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Ἀνδρέας εἶχε καρδιὰ εὐγενῆ. Ἀγαποῦσε τὸ Θεό, διάβαζε τὴ Γραφή, καὶ περίμενε τὴ μεγάλη ἡμέρα, πότε θὰ ἔρθῃ στὸν κόσμο ὁ Μεσσίας, ὁ Λυτρωτὴς τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ νά, ἦρθε ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Ἔστησε τὸ βῆμα του στὸν Ἰορδάνη καὶ καλοῦσε τὸν κόσμο νὰ πιστέψῃ στὸ Χριστὸ ποὺ ἔρχεται. Μεταξὺ τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰωάννου ἦταν κι ὁ Ἀνδρέας· ἀκολουθοῦσε τὸν Πρόδρομο. Καὶ μιὰ μέρα εἶδαν ἐκεῖ κοντὰ νὰ περνάῃ ὁ Χριστός. Τότε ὁ Πρόδρομος λέει στὸν Ἀνδρέα· Νά, αὐτὸς εἶνε ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου!
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὁ Ἀνδρέας ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Ἔμεινε κοντά του τρία ὁλόκληρα χρόνια. Μαθήτευσε, ἄκουσε τὰ λόγια του, εἶδε τὰ θαύματά του, θαύμασε τὴ ζωή του. Ἔτσι ἔγινε μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ εἶνε ὁ πρῶτος ποὺ κάλεσε ὁ Χριστὸς κοντά του. Μετὰ τὴν ἀνάστασι καὶ τὴν ἀνάληψι τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἀνδρέας πῆρε ἕνα ῥαβδί, τίποτε ἄλλο, καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ κήρυγμα. Οὔτε πορτοφόλι εἶχε, οὔτε ἄλλα πράγματα. Περιώδευσε πολλὰ μέρη. Καὶ ποῦ δὲν πῆγε αὐτὸς ὁ ψαρᾶς! Ἔφυγε ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη καὶ πῆγε στὴ Βιθυνία, στὸν Εὔξεινο Πόντο, στὴν Προποντίδα, στὴ Χαλκηδόνα, στὸ Βυζάντιο, στὴ Μακεδονία, στὴ Θεσσαλία τῆς Ἑλλάδος, στὴ Θρᾴκη· ἔφτασε μέχρι καὶ τὴ Χερσῶνα τῆς Ῥωσίας. Ἔπειτα ἐπανῆλθε στὸ Βυζάντιο, ὅπου χειροτόνησε ἐπίσκοπο τὸν Στάχυ, καὶ τέλος κατέληξε στὴν Πάτρα τῆς Πελοποννήσου.
Ἐκεῖ, ἐνῷ κήρυττε τὸ Χριστό, τὸν ἔπιασε ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης, καὶ τὸν σταύρωσε. Πῶς τὸν σταύρωσε; Ἀνάποδα, μὲ τὸ κεφάλι καὶ τὰ χέρια πρὸς τὰ κάτω καὶ τὰ πόδια πρὸς τὰ πάνω! Δὲν γόγγυσε, δὲν παραπονέθηκε. Τὰ τελευταῖα λόγια του ἦταν· Σ᾿ εὐχαριστῶ, Χριστέ μου, ποὺ μὲ ἀξίωσες νὰ σταυρωθῶ κ᾽ ἐγὼ ὅ πως σταυρώθηκες ἐσύ. Ἔτσι ἔκλεισε τὰ μάτια στὸ μάταιο κόσμο. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τιμᾶται καὶ στὸ οἰκουμενικὸ πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ καὶ στὴ Ῥωσία· παντοῦ ἑορτάζεται.
Τί μᾶς διδάσκει; Πολλὰ πράγματα. Ἕνα ἐγὼ θέλω νὰ ἐντυπώσω στὴ διάνοιά σας. Πίστεψε ὁ Ἀνδρέας. Καὶ αὐτὸ ποὺ πίστεψε δὲν τὸ κράτησε μυστικὸ μέσ᾿ στὴν καρδιά του. Τὸ κήρυξε, τὸ μετέδωσε, προσπάθησε νὰ τὸ μάθουν κι ἄλλοι. Ἔδειξε πνευματικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ἄλλους. Θυμοῦμαι ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς πατριῶτες μου νὰ λένε τὸ ἑξῆς. Κατὰ τὴ Μικρασιατικὴ ἐκστρατεία (1919-1922), ὅταν οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες πέρασαν τὸ Σαγγάριο ποταμὸ καὶ τὴν Ἁλμυρὰ Ἔρημο κ᾿ ἔφτασαν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα, τοὺς ταλαιπωροῦσε ἡ δίψα. Δὲν ὑπῆρχε νερό. Περπατοῦσαν περπατοῦσαν, ἀλλὰ νερὸ πουθενά. Τότε κάποιος φαντάρος ἀνακάλυψε μιὰ πηγή. Ἀμέσως τότε ἔτρεξε καὶ εἰδοποίησε ὅλους, γιὰ νὰ ἔρθουν νὰ πιοῦν καὶ νὰ δροσιστοῦν.
Ὅπως λοιπὸν ὁ διψασμένος στὴν ἔρημο, ὅταν βρῇ νερό, εἰδοποιεῖ τοὺς ἄλλους, ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Ἀνδρέας μέσα στὸν τότε διψασμένο κόσμο. Βρῆκε πηγή, βρῆκε θησαυρό! Γιατὶ ὄντως θησαυρὸς καὶ πηγή, ποὺ ῥέει ἀενάως ῥήματα ζωῆς, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν. Ὅποιος βρῆκε τὸ Χριστό, εἶνε εὐτυχής, κι ἂς εἶνε ὁ πιὸ φτωχὸς ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Βρῆκες τὸ Χριστό, τὸν πιστεύεις, τὸν ἔχεις μέσ᾿ στὴν καρδιά σου; Πλοῦτο καὶ θησαυρὸ ἔχεις! Ἂν δὲν ἔχης τὸ Χριστό, καὶ τὰ ἑκατομμύρια τοῦ Ὠνάση νὰ ἔχῃς, καὶ πάνω σὲ θρόνους καὶ μεγαλεῖα νὰ βρίσκεσαι, δυστυχισμένος εἶσαι. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἀνδρέας φώναξε στὸν ἀδερφό του τὸν Πέτρο· «Εὑρήκαμεν» (Ἰω. 1,42), βρήκαμε τὸ θησαυρό, βρήκαμε τὸ Χριστό!
Καὶ ὄχι μόνο τὸν Πέτρο, ἀλλὰ καὶ ἄλλους κάλεσε. Καὶ τοὺς πρώτους Ἕλληνες ὡδήγησε στὸ Χριστό (βλ. ἔ.ἀ. 12,20-23), καὶ ὅλο τὸν κόσμο ἔκανε νὰ πιστεύουν στὸ Χριστό. Ἕνας αὐτός, χιλιάδες κόσμο ἔφερε στὴν πίστι. Ἀπὸ ψαρᾶς τῆς λίμνης ἔγινε «ἁλιεὺς ἀνθρώπων» (Ματθ. 4,19) ὁ ἀγράμματος αὐτὸς ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ μας. Πρέπει κ᾿ ἐμεῖς νὰ τὸν μιμηθοῦμε. Ἔχουμε ἕνα μεγάλο ἁμάρτημα. Ποιό; Δὲν μιλᾶμε γιὰ τὸ Χριστό. Πιστεύεις στὸ Χριστό; Ἂν πιστεύῃς, μίλα γι᾿ αὐτόν. Εἶνε μεγάλη ἡ ἐνοχή μας.
Ἔχεις γλῶσσα; Μεγάλο προνόμιο. Γλῶσσα ἔχουν καὶ τὰ ζῷα, μὰ δὲ μιλᾶνε, διότι δὲν ἔχουν μυαλό. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει καὶ μυαλὸ καὶ γλῶσσα. Τοῦ ᾿δωσε γλῶσσα ὁ Θεὸς γιὰ ἕνα μεγάλο σκοπό. Σοῦ ᾿δωσε γλῶσσα, ὄχι γιὰ νὰ λὲς ψέματα ἢ νὰ ὁρκίζεσαι ἢ νὰ συκοφαντῇς ἢ νὰ κουτσομπολεύῃς ἢ νὰ βλαστημᾷς. Σοῦ ᾿δωσε γλῶσσα, γιὰ νὰ μιλᾷς στοὺς ἄλλους γι᾿ αὐτόν. Λοιπόν, ἔχεις γλῶσσα; μίλα γιὰ τὸ Χριστό.
Εἶσαι πατέρας; εἶσαι μάνα; Μάζεψε τὰ παιδιά σου καὶ μίλησέ τους γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Καὶ νά ᾿σαι βέβαιος, τὰ λόγια σου τὸ παιδὶ θὰ τὰ θυμᾶται. Ἐγὼ γέρασα, καὶ θυμοῦμαι τὴν ἀγράμματη γιαγιά μου. Χρυσᾶ λόγια μοῦ ᾿λεγε. Πανεπιστήμιο πῆγα, πολλοὺς ἄκουσα, βιβλία διάβασα. Πολλὰ τὰ ξεχνῶ· τὰ λόγια τῆς γιαγιᾶς μου τὰ θυμᾶμαι, καὶ συγκινοῦμαι. Ἡ καλύτερη δασκάλα εἶνε ἡ μάνα καὶ ἡ γιαγιά· ὅσο ἀξίζει αὐτή, δὲν ἀξίζουν ἑκατὸ δασκάλοι. Αὐτὸ συνέβη καὶ στὴ Ῥωσία τὰ χρόνια τῆς ἀθεΐας. Ἐκεῖ, τὴν ἔλλειψι κηρύγματος καὶ διδασκαλίας στὶς ἐκκλησίες ἀναπλήρωσε στὸ σπίτι ἡ Ῥωσίδα γιαγιά! Αὐτὴ μέσ᾿ στὸ σπίτι δασκάλα, ἱεροκήρυκας, δεσπότης, τὰ πάντα. Ἔτσι ὑπάρχει ζωντανὸς χριστιανισμὸς μέσα στὸ Ῥωσικὸ λαό· ἀπὸ μία γιαγιά!
Εἶσαι δάσκαλος; Μίλα στὰ παιδιὰ γιὰ τὸ Χριστό. Μὴ διδάσκεις ἐσὺ ὅπως οἱ ἄλλοι. Γιατὶ τώρα γέμισαν τὰ σχολεῖα ἀθέους δασκάλους. Πᾶνε τὰ παιδιὰ νὰ μάθουν γράμματα καὶ ἀλήθειες, κ᾿ οἱ περισσότεροι δάσκαλοι διδάσκουν ψέματα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἀπὸ τὸν οὐρακοτάγκο καὶ τὴ μαϊμοῦ. Δίδασκε σὺ γιὰ τὸ Θεό!
Εἶσαι ἀξιωματικός; Μίλα στοὺς στρατιῶτες σου γιὰ τὸ Χριστό· ὅπως ὁ Πλαστήρας, κοντὰ στὴν Ἄγκυρα, τοὺς καλοῦσε κάθε βράδυ καὶ μιλοῦσε γιὰ τὸ Χριστό. Μίλα γιὰ τὸ Χριστό!
Εἶσαι ἱερεύς; Ὤ τότε ἡ γλῶσσα σου ἂς γίνῃ κιθάρα. Μέρα – νύχτα μὲ δάκρυα νὰ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστό. Ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν κληρικῶν μας ἐλάχιστοι μιλοῦν γιὰ τὸ Χριστό· οἱ ἄλλοι τίποτα. Ἄ, ἔτσι; Ἀφοῦ λοιπὸν δὲ μιλᾷς ἐσύ, μιλάει ὁ χιλιαστής, μιλάει ὁ μασόνος, μιλάει ὁ ἄθεος, μιλοῦν αὐτοί· πριόνι ἡ γλῶσσα τους…
Ἀγαπητοί μου! Ἂς δείξουμε ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς ψυχές. Ὅλοι νὰ μιλοῦμε γιὰ τὸ Χριστό. Καὶ θὰ μιλοῦμε, ἐὰν πιστεύουμε σ᾿ αὐτόν. Τὸ εἴπαμε, τὸ ἐπαναλαμβάνουμε· κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσῃ παρὰ μόνο ὁ Χριστός. Τὰ ἄλλα; Χαλίκια εἶνε, σκουπίδια εἶνε. Ἕνας εἶνε ὁ Σωτὴρ τῶν ψυχῶν, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
 (†) Μητροπολίτη Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ΛΟΥΚΑ

Τοῦ πλουσίου ἄρχοντα

(Λουκ. 18:18-27 & Ματ. 19:16-30, Μαρ. 10:17-31)

Χριστιανός καί πλούσιος ἄρχοντας

ὑπό ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Ἕνας πλούσιος ἄρχοντας πλησίασε τό Χριστό, γονάτισε μπροστά Του (Μαρ. 10:17) καί Τόν ρώτησε κάτι πού πρέπει νά ἀπασχολεῖ κάθε λογικό ἄνθρωπο, ἰδιαίτερα τόν χριστιανό: «Τί νά κάνω γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια Ζωή» (Λουκ. 18:18). «Νά τηρεῖς τίς ἐντολές», τοῦ εἶπε ὁ Χριστός. «Τίς τηρῶ ἀπό τά νειᾶτα μου», τοῦ ἀπάντησε. (Λουκ. 18:18-21). Τώρα ὁ ἄρχοντας αὐτός θά ἔπρεπε νά φύγει, γιατί πῆρε τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημά του. Ὅμως δέν ἔφυγε. «Σέ τί ὑστερῶ;», ἐπέμεινε (Ματ. 19:20). Καί ἦταν πλούσιος ἄρχοντας! (Ἐμεῖς σάν χριστιανοί ἔχουμε ποτέ θέσει ἕνα τέτοιο ἐρώτημα στόν Πνευματικό μας Πατέρα; Τοῦ ἔχουμε ποτέ εἰπεῖ, «τί ἄλλο νά κάνω γιά τήν ψυχή μου; Σέ τί ὑστερῶ;» Ἄρα στό σημεῖο αὐτό ὁ πλούσιος ἄρχοντας ἦταν καλύτερος ἀπό ἐμᾶς τούς χριστιανούς!).

Τί τοῦ ἀπάντησε ὁ Χριστός, ὅταν τοῦ εἶπε, «τί ὑστερῶ;». Δέν τοῦ εἶπε «αὔξησε τήν προσευχή σου, τίς νηστεῖες σου κ.λ.π.», ἀλλά τόν πῆγε κατευθείαν στά βαθιά: «Ἄν θέλεις νά γίνεις τέλειος» (Ματ. 19:21) «πούλησε ὅλα ὅσα ἔχεις, καί δῶσε τά χρήματα στούς φτωχούς, κι ἔτσι θά ἔχεις θησαυρό κοντά στό Θεό, καί ἔλα νά μέ ἀκολουθήσεις! Μόλις ἐκεῖνος τ’ἄκουσε αὐτά, πολύ στενοχωρήθηκε, γιατί ἦταν πάμπλουτος» (Λουκ. 18:22-23). Καί ὁ Κύριος ἤξερε ἐκ τῶν προτέρων, ὅτι μέ αὐτό πού θά τοῦ ἔλεγε, θά πάθαινε (ὁ πλούσιος) «ψυχρολουσία»! Μά γι’ αὐτό ἀκριβῶς τοῦ τό εἶπε! Γιατί ὁ πλούσιος περίμενε νά ἀκούσει: «Ἐφόσον τηρεῖς ὅλες τίς ἐντολές ἀπό τά νειάτα σου, δέν ἔχω τίποτε ἄλλο νά σοῦ εἰπῶ! Εἶσαι τέλειος! Ἄντε στό καλό!». Καί ὁ Χριστός τοῦ εἶπε, «ἄν θέλεις νά γίνεις τέλειος κ.λ.π.» (Ματ. 19:21). Καί ἔτσι πῆρε τό μήνυμα, ὅτι δέν ἦταν τέλειος!

Ἐμεῖς ἀπό τήν πλευρά μας σάν χριστιανοί, βλέποντας αὐτόν τόν πλούσιο, νά ἀπαρνεῖται τήν τιμητική πρόταση πού τοῦ ἔκανε ὁ Χριστός, τόν καταδικάζουμε! Λέμε, ὅτι δέν ἔκανε καλά. Καί βέβαια δέν ἔκανε καλά. Εἶχε ὅμως ἕνα μεγάλο, ἐλαφρυντικό (πού δέν τό ἔχουμε ἐμεῖς): Θεωροῦσε τό Χριστό σάν ἕναν καλό, σοφό καί θαυματουργό διδάσκαλο («σάν ἕνα μεγάλο Γέροντα») καί τίποτε ἄλλο. Δέν ἤξερε δηλαδή ὅτι ὁ Χριστός ἦταν Θεός, ὅπως τό ξέρουμε ἐμεῖς καί τό πιστεύουμε. Οὔτε εἶχε ἀκόμα ἰδεῖ τή μεγάλη Του ταπείνωση κατά τά φρικτά Του Πάθη· τόν φρικτό Του θάνατο πάνω στόν Σταυρό, τήν Ταφή Του, τήν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασή Του καί τήν ἔνδοξη Ἀνάληψη Του στούς Οὐρανούς! Εἶχε μεσάνυχτα γύρω ἀπό αὐτά, ἐν ἀντιθέσει μέ ἐμᾶς πού ἔχουμε καταμεσήμερο! «Ἄδικα», λοιπόν, τόν κατακρίνουμε.

Τόν ἑαυτόν μας θά πρέπει νά κατακρίνουμε! Γιατί δέν θέτει κἄν αὐτό τό σωτήριο ἐρώτημα, «τί νά κάνω γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνια ζωή;», ἀλλά μεριμνᾶ καί τυρβάζει περί πολλῶν. Ὅμως «ἑνός ἐστί χρεία». (Λουκ. 10:42). Αὐτό εἶναι σκάνδαλο! «Ἐγώ (ἔλεγε ἕνας Ὅσιος) δέν «σκανδαλίζομαι», ὅταν ἀκούω ὅτι κάποιοι ἄφησαν τά πλούτη τους, τά νειάτα τους, τήν καριέρα τους χάρη τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἀλλά σκανδαλίζομαι, ὅταν δέν τό κάνουν! Ὅταν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει αἰώνια Ζωή καί ζοῦν σέ αὐτή τή γῆ σάν νά μήν ὑπάρχει αἰώνια Ζωή!» «Τί εἶναι παράλογο; Νά πιστεύεις στό αἰώνιο, καί νά μήν ἀγωνίζεσαι γιά τήν κατάκτησή του!» (Ἀλ. Καμύ).

Ἕνας ἀθηναῖος κύριος μέ «ὄνομα» στήν κοινωνία, ταξίδευε, στή δεκαετία τοῦ 1960, μέ τό αὐτοκίνητό του ἀπό Ἀθήνα γιά Θεσ/νίκη· ἔκανε καθ’ὁδόν μιά παράκαμψη καί στή συνέχεια χάθηκε μέσα στά χωράφια, μήν μπορώντας πιά νά βρεῖ τό δρόμο γιά Θεσ/νίκη. Καί βράδυαζε! (Τότε δύσκολα ἔβρισκες ἀκόμα καί σταθερό τηλέφωνο!). Κατά καλή του τύχη ἐρχόταν ἕνας βοσκός μέ τά πρόβατά του. «Μήπως ξέρετε, πῶς μπορῶ ἀπό ἐδῶ νά πάω γιά Θεσ/νίκη;», τόν ρώτησε ὁ ἀθηναῖος. «Δέν ξέρω!», τοῦ ἀπάντησε. «Τότε, μήπως ξέρεις, πῶς πᾶνε γιά τή Λάρισα;». «Δέν ξέρω!». «Τότε, μήπως ξέρεις πῶς πᾶνε γιά Βόλο;». «Δέν ξέρω!». «Μά ἐσύ δέν ξέρεις τίποτε!», τοῦ ἀπάντησε μέ καταφρόνηση ὁ ἀθηναῖος. Καί ὁ βοσκός: «Ἐγώ βέβαια δέν ξέρω τίποτε, ἀλλά ἐσύ εἶσαι ὁ χαμένος!».

Σάν χαμένος στή νύχτα μέσα στή ἐρημιά (χωρίς ἐλπίδα, χωρίς φῶς) εἶναι καί ὁ ἄνθρωπος, ἰδιαίτερα ὁ χριστιανός πού δέν ἔχει βάλει σάν στόχο τήν «ἀπόκτηση» τοῦ αἰωνίου· πού ἔχει χάσει τό δρόμο του καί δέν ξέρει ποῦ πηγαίνει, ζώντας μέσα σέ αὐτόν τόν κόσμο. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἔλεγε στό κήρυγμά του: «Αὐτή ἐδῶ ἡ γῆ εἶναι γιά τά ἄλογα ζῶα· γιά τά ψάρια, γιά τά ζῶα καί λοιπά. Ἡ δική μας πατρίδα εἶναι ὁ Οὐρανός, καί γι’αὐτή πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε σέ αὐτή τή ζωή. Καί ἄν σάν ἄνθρωποι ἔχουμε σάν στόχο νά τρῶμε, νά πίνουμε, νά ἁμαρτάνουμε, νά στολίζουμε καί περιποιούμαστε αὐτό τό σῶμα μας, πού αὔριο θά τό φᾶνε τά σκουλήκια, σέ τί λοιπόν διαφέρουμε ἀπό τά ζῶα; Γι’ αὐτό, ἄν θέλουμε νά λεγόμαστε ἄνθρωποι, ἄς φροντίζουμε γιά τήν ἀθάνατη ψυχή μας». Καί ρώτησε τό ἀκροατήριό του: «Ἐσεῖς πῶς θέλετε νά λέγεστε; Ἄνθρωποι ἤ ζῶα;». «Ἄνθρωποι!», τοῦ ἀπάντησαν. «Λοιπόν κάνετε τό σῶμα σας δοῦλο τῆς ψυχῆς, και τήν ψυχή σας κυρία τοῦ σώματος, καί τότε θά λέγεστε ἄνθρωποι» (Διδαχή Α1,ἐλεύθερη ἀπόδοση).

«Τά ἄνω φρονεῖτε, μή τά ἐπί γῆς» (Φιλ.3:2) αὐτό σημαίνει χριστιανός!

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ΛΟΥΚΑ

Τοῦ ἄφρονος πλουσίου

(Λουκ. 12:13-21).

Προσοχή στήν πλεονεξία

ὑπό ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Μικρή, σύντομη ἡ παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ἀλλά πλούσια σέ μηνύματα! Δέν γινόταν διαφορετικά, γιατί ὁ Ἰησοῦς εἶπε τήν παραβολή. Μακρυά ἀπό τήν ψυχασθένεια τῆς πλεονεξίας! Πού σέ κάνει νά μή βλέπεις πέρα ἀπό τή μύτη σου· ἀλλά καί νά μήν χορταίνεις, ἔστω καί ἄν ἀποκτήσεις ὁλόκληρο τόν κόσμο! «Ὁ ἅδης καί ὁ θάνατος δέν χορταίνουν ἀπό νεκρούς. Τό ἴδιο καί τά μάτια τῶν (πλεονέκτων) ἀνθρώπων: Δέν χορταίνουν!». (Παρ. 27:20). Ἄς δοῦμε σύντομα τήν παραβολή.

Ὁ Χριστός πρός τό τέλος τοῦ βίου Του ἐκλήθη σέ «τραπέζι» ἀπό ἕναν φαρισαῖο πού συμπαθοῦσε στό Χριστό (Λουκ.11:37). Καί ἦταν συνήθεια τῶν Ἰουδαίων, ὅταν ἔκαναν «τραπέζια», νά ἔχουν τίς πόρτες τοῦ σπιτιοῦ τους ἀνοιχτές, ὥστε ὅποιος θέλει νά μπαίνει. Καί ὅπου πήγαινε ὁ Χριστός, γινόταν κοσμοσυρροή…! Ἔτσι, λοιπόν, καί στό σπίτι αὐτοῦ τοῦ φαρισαίου,πού ἔκανε «τραπέζι» στό Χριστό, «μαζεύθηκε πολύς κόσμος, ἔτσι, πού ὁ ἕνας νά πατάει στόν ἄλλο» (Λουκ.12:1).

Ἀνάμεσα στό πλῆθος ἦταν καί ἕνας Ἰουδαῖος πού «τρωγόταν» μέ τόν ἀδερφό του γιά τά περιουσιακά. Ἤθελε νά μοιρασθεῖ τήν πατρική περιουσία ἐξίσου μέ τόν μεγαλύτερο ἀδερφό του. (Ὁ νεώτερος ἔπαιρνε τό 1/3 τῆς περιουσίας, ἐνῶ ὁ μεγαλύτερος τά 2/3, γιατί θά γηροκομοῦσε τούς γονεῖς του). (Δευτ.21:17) Τό κήρυγμα πού ἔκανε ὁ Χριστός δέν ἄγγιζε τόν νεώτερο ἀδελφό. Ἡ ψυχή του εἶχε κολλήσει στήν περιουσία. Καί χωρίς νά ντραπεῖ, πετάχθηκε καί ρώτησε τόν Χριστό: «Πές στόν ἀδερφό μου, νά μοιραστεῖ τήν κληρονομιά μαζί μου» (Λουκ.12:13). Τοῦ ἀπάντησε: «Ἐγώ δέν εἶμαι δικαστής γιά νά χωρίζω τήν περιουσία σας!» (ἔχω ἄλλη ἀποστολή). Κοίταξε πρός τό πλῆθος (ὄχι πρός τόν ἔνοχο ἀδερφό) καί εἶπε: «Νά προσέχετε καί νά φυλάγεστε ἀπό κάθε πλεονεξία, γιατί τά πλούτη, ὅσα περίσσια κι ἄν εἶναι, δέν δίνουν τήν ἀληθινή ζωή στόν ἄνθρωπο!» (Λουκ.12:13-16).

Στή συνέχεια εἶπε τή γνωστή παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου (Λουκ.12:13-21) δίδοντας ἔμφαση στόν φοβερό ἐγωκεντρισμό τοῦ πλουσίου: «Τί νά κάνω; Δέν ἔχω μέρος νά συγκεντρώσω τά γεννήματά μου! Θά γκρεμίσω τίς ἀποθῆκες μου (δέν εἶχε μία ἀποθήκη, ἀλλά πολλές καί ἦταν ἕνας!) καί θά χτίσω μεγαλύτερες γιά νά συγκεντρώσω ἐκεῖ ὅλη τή σοδειά μου καί τ’ αγαθά μου. Καί τότε θά εἰπῶ στόν ἑαυτό μου: Τώρα ἔχεις πολλά ἀγαθά, πού ἀρκοῦν γιά χρόνια πολλά· ξεκουράσου, τρῶγε, πίνε, διασκέδαζε!» (Λουκ.12:17-19). Ὅμως αὐτή ἡ ἐγωκεντρική συμπεριφορά του, ἄνοιξε δρόμο πρός τόν διάβολο· τοῦ ἔδωσε δικαιώματα! Καί ἀκοῦστε τήν κατάληξη: Ἐκεῖ πού κατά τά μεσάνυκτα βρῆκε τή λύση (γιά τό πῶς θά βόλευε τά πλούτη του) ἄκουσε τό Θεό νά τοῦ λέει: «Ἀνόητε! Αὐτή τή νύχτα ἀπαιτοῦν ἀπό σένα τή ζωή σου» (Λουκ.12:20). (Οἱ δαίμονες ἀπαιτοῦσαν τήν ψυχή του· ὄχι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Ἄν ἦταν δυνατόν οἱ ἅγιοι ἄγγελοι νά ἀπαιτοῦσαν τήν ψυχή ἑνός ἀνθρώπου, πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός τόν χαρακτήρισε «ἀνόητο»!).

«Αὐτά δέ, πού ἑτοίμασες τίνος θά εἶναι;» συμπλήρωσε ὁ Θεός (Λουκ.12:20). Σάν νά τοῦ ἔλεγε: Γιά ποιό λόγο σέ ὅλη σου τή ζωή κουραζόσουν; Γιά ποιό λόγο σέ ὅλη σου τή ζωή ξενυκτοῦσες; Γιά ποιό λόγο ἔκανες αὐτή τήν τεράστια περιουσία; Γιά νά σοῦ πάρουν οἱ δαίμονες τήν ψυχή σου; Ἄν ὅλα τά ὑπάρχοντά σου τά διαμοίραζες στούς πτωχούς, θά ἦταν ὅλα δικά σου, ἐνῶ τώρα πού τά κράτησες ὅλα δικά σου, δέν ἔχει πιά μείνει τίποτε δικό σου, ἀλλά καί τήν ψυχή σου θά τήν παραλάβουν οἱ δαίμονες! Ἐνῶ ἄν τά μοίραζες στούς πτωχούς, τήν ψυχή σου θά τήν ἔπαιρναν οἱ ἄγγελοι! «Αὐτά λοιπόν παθαίνει, ὅποιος μαζεύει πρόσκαιρους θησαυρούς, καί δέν πλουτίζει τόν ἑαυτό του μέ ὅ,τι θέλει ὁ Θεός», εἶπε ὁ Κύριος (Λουκ.12:21). Καί ἐκείνη τή στιγμή ὁ πλούσιος πέθανε ἐπί τόπου· χωρίς νά προλάβει νά γράψει οὔτε τή διαθήκη του· (νύχτα ἀπέξω, νύχτα καί ἀπό μέσα του). Ἔχασε καί τήν ἐπίγεια ζωή, ἀλλά καί προπαντός τήν αἰωνια!

Ἡ ἐνασχόληση μέ τόν πλοῦτο μοιάζει μέ ἀγκάθι πού καρφώνει (φέρνει ἄγχος, ἀγωνίες, ξενύκτια καί τά σχετικά). Ἔτσι, «ἀγκάθι» ἀποκαλεῖ ὁ Χριστός τήν ἐνασχόληση μέ τόν πλοῦτο (Ματ.13:12-22). Τήν ἀποκαλεῖ καί «ἀπάτη» (Ματ.13:22) γιατί ἐξαπατᾶ, τρελαίνει τόν ἄνθρωπο. Τοῦ δημιουργεῖ τήν ψευδαίσθηση ὅτι ἀποκτώντάς τον, θά πλέει σέ πελάγη εὐτυχίας, ἐνῶ στήν πραγματικότητα συμβαίνει τό ἀντίθετο. Εἶπαν: «μέ τό χρῆμα μπορεῖς νά ἀγοράσεις: ἕνα κρεβάτι, ἀλλά ὄχι καί τόν ὕπνο. Βιβλία, ἀλλά ὄχι καί τήν νοημοσύνη. Καλά φαγητά, ἀλλά ὄχι καί τήν ὄρεξη · στολίδια, ἀλλά ὄχι καί τήν ὀμορφιά!».

Ρώτησαν ἕνα σοφό: «Τί σέ ἐκπλήσσει πιό πολύ σέ αὐτόν τόν κόσμο;». Ἀπάντησε: «Ὁ ἄνθρωπος! Γιατί θυσιάζει τήν ὑγεία του γιά νά ἀποκτήσει πλούτη· μετά θυσιάζει τά πλούτη, γιά νά ἀποκτήσει τήν ὑγεία του. Καί εἶναι τόσο ἀγχωμένος γιά τό μέλλον του, πού δέν μπορεῖ νά ζήσει τό παρόν, ὁπότε δέν ζεῖ οὔτε στό παρόν οὔτε στό μέλλον. Ζεῖ χωρίς νά πρόκειται νά πεθάνει ποτέ, καί μετά πεθαίνει χωρίς νά ἔχει ζήσει». Αὐτό ταιριάζει ἀπόλυτα μέ τόν ἄφρονα πλούσιο τῆς παραβολῆς, ἀλλά καί μέ κάθε ἄνθρωπο πού ἔχει τά «μυαλά» τοῦ ἄφρονα πλουσίου.

Ἐμεῖς ἄς γίνουμε πλούσιοι σέ ἄφθαρτα ἀγαθά· στίς ἀρετές· στήν καλωσύνη, στήν ἀγάπη, στήν ἐλεημοσύνη· ἄς γκρεμίσουμε τίς ἀποθῆκες τῆς ἀχανοῦς ψυχῆς μας· ἄς τίς μεγαλώσουμε, καί ἄς συνάξουμε ἐκεῖ μέσα ὅλα τά ἄφθαρτα ἀγαθά μας, γιά νά τά ἀπολαμβάνει αἰώνια ἡ ψυχή μας.