«Δέν ὑπάρχει Ἱ. Κανόνας!»

Θεία-Κοινωνία

ὑπό Ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Ἕνα ἀπό τά σχόλια πού ἀναρτήθηκε μέ ἀφορμή τό ἄρθρο μας «Θ. Λειτουργία & Θ. Κοινωνία» (anastasiosk.blogspot.com) ἦταν: «Από ότι γνωρίζω δεν υπάρχει κάποιος κανόνας ο οποίος ορίζει την νηστεία προ της Θ. Κοινωνίας. Όσα βιβλία σχετικά έχω διαβάσει ούτε σε ένα δεν έχω δει. Όλα λένε ότι αυτό επαφίεται στην διακριτική ευελιξία του Πνευματικού. Αυτό μου είχε πει και ο Πνευματικός μου όταν τον ρώτησα (26 Μαΐου 2021 – 11:15 π.μ.).

Θεολόγοι καί Ἱερεῖς, παντοῦ, στήν Ἑλλάδα, Ρωσία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία, Ἀμερική, κ.λ.π., προκειμένου νά στηρίξουν τή μοντέρνα ἄποψη, ὅτι δέν ἀπαιτεῖται νηστεία πρό τῆς Θ. Κοινωνίας, φέρουν ὡς μοναδικό (!) ἐπιχείρημα «δέν ὑπάρχει Ἱ. Κανόνας

Οἱ Κανόνες θεσπίζονταν, ὅταν προέκυπτε κάποιο πρόβλημα, γιά νά λυθεῖ τό πρόβλημα. Π.χ. ὑπῆρχαν χριστιανοί πού νήστευαν μαζί μέ τους Ἰουδαίους. Θεσπίσθηκε Κανόνας πού ἀπαγόρευσε μιά τέτοια νηστεία.[1] Ὑπῆρχαν χριστιανοί πού νήστευαν Κυριακή καί Σάββατο. Θεσπίσθηκε Κανόνας πού ἀπαγόρευσε καί αὐτή τή νηστεία[2] κ.λ.π.

Καί στή μακρόχρονη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας δέν προέκυψε πρόβλημα, ἄν θά πρέπει νά νηστεύουν πρό τῆς Θ. Κοινωνίας, γιατί ἤδη (ἀπό τόν 4ον αἰ.), νήστευαν. Ἄν ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἀντίθετη μέ αὐτή τή νηστεία, κάποια Οἰκουμενική Σύνοδος, τουλάχιστον ἡ Πενθέκτη (691 μ.Χ.) θά θέσπιζε Κανόνα, γιά νά τήν ἀκυρώσει. Ὅμως, καμία Σύνοδος δέν τήν ἀκύρωσε. Πῶς, λοιπόν, ἀκυρώνουμε μιά παράδοση, πού ἦταν ὑπό τήν ἔγκριση τῆς Ἐκκλησίας;

Ὑπάρχει Κανόνας γιά τό ἀπόρρητο τῆς ἐξομολογήσεως; Ὄχι! Ἰσχύει ἤ ὄχι τό ἀπόρρητο; Ἰσχύει! Μά δέν ὑπάρχει Κανόνας! Ὑπάρχει παράδοση, πού κατά τόν Μ. Βασίλειο ἔχει ἰσχύ νόμου, δηλαδή Ἱ. Κανόνος.[3]

Ὑπάρχει Κανόνας γιά τή νηστεία τοῦ Σταυροῦ (14 Σεπτεμβρίου); Ὄχι! Ὑπάρχει παράδοση.

Ὑπάρχει Κανόνας γιά τίς νηστεῖες τῶν Χριστουγέννων, Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῆς Παναγίας; Ὄχι! Ὑπάρχει παράδοση.

Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τή νηστεία πρό τῆς Θ. Κοινωνίας. Ὑπάρχει παράδοση, πενθήμερης (!) καί ἑπταήμερης (!) νηστείας πρό τῆς Θ.Κοινωνίας! [4]

«Ἡ πρό τῆς θείας κοινωνίας νηστεία τριῶν ἤ περισσοτέρων ἡμερῶν ἐπαφίεται εἰς τήν εὐλάβειαν τῶν πιστῶν», ἦταν ἡ ἀπόφαση τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τῆς Κρήτης (2016). Καί ἄν ἡ εὐλάβεια τῶν πιστῶν δέν φανεῖ στό κορυφαῖο αὐτό Μυστήριο, ποῦ θά φανεῖ; «Μπορεῖς νά νηστέψεις ἀπό κρέας, γαλακτερά καί ψάρι;» εἶπα (1989) σέ μιά γριούλα, πού ζήτησε νά κοινωνήσει. «Τί λές παππούλη μου; Γιά τό Χριστό, ἀνάλαδη νά μείνω γιά μιά ὁλόκληρη ἑβδομάδα!», ἦταν ἡ ἀπάντησή της!

Τό θέμα, λοιπόν, δέν εἶναι, ἄν ὑπάρχει Κανόνας πρό τῆς Θ. Κοινωνίας, ἀλλά ἄν ὑπάρχει διάθεση (φιλότιμο!) γιά τόν ἀγώνα τῆς νηστείας. Διαφορετικά, καί Κανόνας νά ὑπῆρχε, ἡ κοιλιά μας θά εὕρισκε τρόπο, νά τόν καταφρονήσει! «Ἡ νηστεία δέν εἶναι ἀπό τή φύση της βαριά, ἀλλά ἐμεῖς εἴμαστε χαμηλά πνευματικά, γι’αὐτό μᾶς φαίνεται βαριά», λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.[5] Καί ὁ λόγος του αὐτός θά πρέπει νά μᾶς προβληματίσει…

[1] Ο΄ Ἁγίων Ἀποστόλων

[2] ΞΔ΄ Ἁγίων Ἀποστόλων

[3] ΠΖ΄ Mεγάλου Βασιλείου

[4] Ἅγιος Συμεών ὁ Θεσ/νίκης. Ἅπαντα. Παράρτημα. Μέρος Δεύτερο. Κεφἀλαιο ΙΒ σελ. 479.

[5] Ὁμιλία Λ΄ εἰς τό κατά Ματθαῖον P.G. 57: 366

Πηγή: Αναστασιος (31/05/2021)

 

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΣΧΑ

Τῆς Σαμαρείτιδος

(Ιωαν. 4:5-42)

Η Σαμαρειτιδα

Ἐπάγγελμα Χριστοῦ: Σωτῆρας!

ὑπό Ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Ὁ καθένας μας ἔχει τό ἐπάγγελμά του, μέ τό ὁποῖο ἀσχολεῖται· ἄλλος εἶναι δάσκαλος, ἄλλος τεχνίτης, ἄλλος γιατρός, ἄλλος φαρμοκοποιός κ.λ.π. Καί ὁ Χριστός ἔχει τό δικό Του ἐπάγγελμα: Σωτῆρας! «Ἰδού, στέκομαι μπροστά στήν πόρτα καί χτυπῶ!» (Ἀποκ. 3:20). Αὐτὀ κάνει ὁ Χριστός· στέκεται ἀπέξω ἀπό τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας, καί μᾶς κτυπᾶ! Δέν ἀνοίγει ὅμως τήν πόρτα, γιατί φρόντισε ὁ Ἴδιος, ὥστε τό κλειδί νά εἶναι ἀπό μέσα, καί ὄχι ἀπέξω (ἀπό σεβασμό στήν ἐλευθερία μας!). Οὔτε τήν παραβιάζει. Ἁπλά γυρίζει συνεχῶς, μέρα νύχα, χωρίς νά σταματᾶ οὔτε ἕνα δευτερόλεπτο, ἀπό πόρτα σέ πόρτα· καί παρακαλεῖ τόν καθένα νά τοῦ ἀνοίξει, γιά νά εἰσέλθει μέσα του καί νά τόν σώσει! Παρακολουθεῖ, βλέπει τίς κρυφές κινήσεις τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός, καί ἀναλόγως ἐνεργεῖ!
Μιά καλή διάθεση νά δείξει ὁ ἄνθρωπος γιά τή σωτηρία του, ἕνα βῆμα, τό πρῶτο καί βασικό νά κάνει, χίλια βήματα θά κάνει ἀπό τήν πλευρά Του ὁ Χριστός. Ἀλλά γιά νά κάνει αὐτά τά χίλια βήματα ὁ Χριστός, θά πρέπει πρῶτα ὁ ἄνθρωπος νά κάνει αὐτό τό πρῶτο βῆμα. Μέ ἄλλα λόγια, ὅταν ὁ Χριστός ἰδεῖ μέσα στήν καρδιά τοῦ ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου ἕνα φωτάκι μετανοίας, «κινεῖ γῆ καί οὐρανό», γιά νά τό φουντώσει, νά τό κάνει προβολέα. Ἔτσι, ὅταν εἶδε ὅτι ὁ ἁμαρτωλός Ζακχαῖος «ἐζήτει ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν τίς ἐστί» (Λουκ. 19:3) πέρασε ἐπίτηδες ἀπό τήν Ἱεριχώ (Λουκ. 19:1) γιά νά τόν ἁλιεύσει ἀπό τό βυθό τῆς ἁμαρτίας (Λουκ. 19:1-10).
Κάτι ἀνάλογο ἔκανε καί μέ τήν μοιχαλίδα Σαμαρείτιδα: Πέρασε ἐπίτηδες μέσα ἀπό τήν ἐχθρική γιά τούς Ἰουδαίους Σαμάρεια γιά νά τήν συναντήσει. «Χρειάσθηκε νά περάσει μέσα ἀπό τήν Σαμάρεια», σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης (Ἰωαν. 4:4). Καί προκειμένου νά πετύχει πιό καλά τόν στόχο Του, δέν τήν ἀναζήτησε οὔτε στό σπίτι της, οὔτε στά στέκια τῆς ἁμαρτίας, οὔτε στούς δρόμους πού γυρνοῦσε, ἀλλά τήν περίμενε σέ ἕνα ἥσυχο, ἱστορικό καί ἱερό τοπίο, στό χωράφι πού ὁ πατριάρχης Ἰακώβ ἔδωσε στό γυιό του Ἰωσήφ. Πρᾶγμα πού μᾶς λέει ὅτι ἀκόμα καί ὁ τόπος πού θά ρίξουμε τό «δίχτυ» γιά νά πιάσουμε τόν ἁμαρτωλό ἔχει σημασία. «Ἔρχεται λοιπόν σέ μιά πόλη τῆς Σαμάρειας, πού τήν λένε Συχάρ, κοντά στό μέρος, πού ἔδωκε ὁ Ἰακώβ στόν υἱό του Ἰωσήφ. Στό μέρος αὐτό ὑπῆρχε ἕνα πηγάδι· καί ὁ Ἰησοῦς ὅπως ἦταν κουρασμένος ἀπό τήν ὁδοιπορία, ἐκάθισε μέ ἁπλότητα ἐπάνω στό πηγάδι. Καί ἔρχεται μιά γυναίκα ἀπό τήν Σαμάρεια νά πάρει νερό» (Ἰωαν. 4:5-7). «Ἦν δέ ὡσεί ὥρα ἕκτη» (Ἰωαν. 4:6)· δώδεκα τό μεσημέρι· τέτοια ὥρα ἁμάρτησε ὁ Ἀδάμ καί τέτοια ὥρα σταυρώθηκε· ἦταν δηλαδή «ὥρα σημαδιακή»
Ἀξίζει νά δοῦμε τό διάλογο πού ἔκανε ὁ Χριστός μέ αὐτή τή μοιχαλίδα γυναίκα. Πῶς ξεκίνησε τή συζήτηση, πῶς καί ποῦ τήν ὁδηγοῦσε καί ποῦ τήν ἔφθασε. Ἀρχικά (ὥσπου νά πετύχει τόν στόχο Του) τῆς μίλησε γιά τό φυσικό νερό. Ταίριαζε ἀπόλυτα μέ τήν περίπτωση (γιατί ἡ γυναίκα ἦρθε γιά νερό). «Δός μου νερό νά πιῶ», τῆς εἶπε (Ἰωαν. 4:8). Σιγά-σιγά, καί μέ θέμα τό νερό ὠθοῦσε τή συζήτηση στά πνευματικά (Ἰωαν. 4:8-13). (Ἀκόμα δέν ἔκανε νύξη γιά τίς ἁμαρτίες της). Τῆς εἶπε: «Ὅποιος πιεῖ νερό ἀπό αὐτό, θά διψάσει πάλι· ἐνῶ ὅποιος πιεῖ ἀπό τό νερό, πού θά τοῦ δώσω Ἐγώ, θά γίνει μέσα του μιά πηγή, πού θά ἀναβλύζει τήν αἰώνιο ζωή» (Ἰωαν. 4:13). Ἡ Σαμαρίτιδα «τσίμπησε»: «Δός μου αὐτό τό νερό γιά νά μήν διψῶ πιά, καί νά μή χρειάζεται πιά νά ἔρχομαι ἐδῶ νά βγάζω νερό» (Ἰωαν. 4:15). Εἶπαν καί ἄλλα πολλά (Ἰωαν. 4:15-25). «Ξέρω, ὅτι ἔρχεται ὁ Μεσσίας, πού Ἑλληνικά λέγεται Χριστός, καί ὅτι Ἐκεῖνος, ὅταν θά ἔλθει, θά μᾶς τά ἐξηγήσει ὅλα», τοῦ εἶπε κάποια στιγμή ἡ γυναίκα (Ἰωαν. 4:25). «Ἐγώ εἶμαι· Ἐγώ πού μιλάω μαζί σου», τῆς ἀπάντησε εὐθέως ὁ Χριστός (Ἰωαν. 4:26). (Ἦταν ἡ πρώτη φορά πού ἀποκάλυψε εὐθέως τήν «ἰδιότητά» Του! Καί τήν ἀποκάλυψε σέ γυναίκα μοιχαλίδα!).
Καί ἡ μοιχαλίδα, ἄφησε τή στάμνα της (ξέχασε ἀκόμα καί τό φαγητό) «ἔτρεξε στήν πόλη, καί λέει στούς ἀνθρώπους: ἐλᾶτε νά ἰδεῖτε ἕναν ἄνθρωπο, πού μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔχω κάμει. Μήπως εἶναι ὁ Χριστός;» (Ἰωαν. 4:29). Ἐνῶ εἶχε πάρει ἀπό τό Χριστό τή διαβεβαίωση, ὅτι «Ἐγώ εἶμαι ὁ Μεσσίας» αὐτή ἔλεγε στόν κόσμο «Μήπως εἶναι ὁ Μεσσίας;». Ἄν τούς τό ἔλεγε, ὅτι βρῆκα τό Μεσσία, πιθανόν νά μήν τήν πίστευαν, γιατί ἦταν γνωστή σάν μοιχαλίδα! Τούς ἔβαλε λοιπόν σέ ἀγωνία, ὥστε νά ἔρθουν ἀπό μόνοι τους γιά νά τό ἐξετάσουν. Καί τούς κατάφερε! (Ἰωαν. 4:30). «Καί ἐπίστευσαν κιόλας σ’ Αὐτόν πολλοί, Σαμαρεῖτες» (Ἰωαν. 4:39). (Βλ. καί Κυριακή ΙΔ΄Ματθαίου. Κεφ. Β΄).
«Ραββί, φάγε», Τοῦ εἶπαν οἱ μαθητές (Ἰωαν. 4:31), πού εἶχαν πάει στήν πόλη γιά νά ἀγοράσουν τρόφιμα (Ἰωαν. 4:8), (πού σημαίνει ὅτι ὁ Δάσκαλός τους ἦταν νηστικός!). «Ἔχω ἐγώ νά φάω ἕνα φαγητό πού σεῖς δέν τό ξέρετε» (Ἰωαν. 4:32). «Μή καί Τοῦ ἔφερε κανείς κάτι νά φάει;» ἔλεγαν μεταξύ τους οἱ μαθητές. «Ἐμένα φαγητό Μου εἶναι, νά κάμω τό θέλημα Ἐκείνου πού Μέ ἀπέστειλε· καί νά τελειώσω τό ἔργο Του» (Ἰωαν. 4:34). Καί τό ἔργο Του ἦταν νά σωθεῖ ὁ κόσμος! Τό εἶπε ὁ ἴδιος στόν Νικόδημο: «Γιατί ὁ Θεός τόν Υἱό Του δέν Τόν ἔστειλε στόν κόσμο, γιά νά κρίνει τόν κόσμο, ἀλλά γιά νά μπορέσει νά σωθεῖ ὁ κόσμος χάρις σ’ Αὐτόν» (Ἰωαν. 4:17). «Ἄν Μέ ἀγαπᾶς, ποίμαινε τά πρόβατά Μου», εἶπε στόν Πέτρο (Ἰωαν. 21:15-17).
Συμπέρασμα: Τήν ἀγάπη μας πρός τόν Χριστό τήν ἐκφράζουμε, ὅταν φροντίζουμε γιά τή σωτηρία τῶν λογικῶν Του προβάτων, (ἀρχίζοντας πρῶτα ἀπό τή δική μας σωτηρία). Εἶναι τό μεγαλύτερο δῶρο πού μποροῦμε νά Τοῦ κάνουμε. Γιατί αὐτό (ἡ σωτηρία μας) εἶναι εἶναι ὁ μεγάλος Του «καϋμός». Γι’αὐτό ἀνέβηκε στό Σταυρό. Ἄς ἐργαζόμαστε λοιπόν μέ φόβο καί μέ τρόμο (Φιλ. 2:12) γιά τή σωτηρία, τή δική μας καί τοῦ πλησίον μας, εὐφραίνοντας τόν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ!

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (Ἰω.7:14-30)

Μεσοπεντηκοστη

Ἡ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ εἶνε ἐκ Θεοῦ «Ἡ ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμή, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με»

(Ἰωαν. 7:16)

Ἑορτή, ἀγαπητοί μου, σήμερα. Μὰ τί θὰ πῇ ἑορτή; Ἑορτὴ εἶνε νὰ γλεντήσουμε καὶ νὰ ἀσωτεύσουμε; Ὄχι δά. Ἑορτὴ εἶνε· νὰ πᾷς στὴν ἐκκλησία, ν᾽ ἀνάψῃς κερί, νὰ προσκυνήσῃς τὴν εἰκόνα, ν᾽ ἀκούσῃς μὲ προσοχή τὸν ἀπόστολο καὶ τὸ εὐαγγέλιο, νὰ κάνῃς τὸ σταυρό σου, νὰ πῇς ἕνα «Κύριε, ἐλέησον», ἕνα «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ἕνα «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», νὰ κοινωνήσῃς τὰ ἄχραντα μυστήρια μὲ φόβο πίστι καὶ ἀγάπη, νὰ πάρῃς τὸ ἀντίδωρο· αὐτὸ εἶνε ἑορτή. Καὶ κάτι ἄλλο ἀκόμα· νὰ διαβάσῃς τὸν βίο τοῦ ἁγίου καὶ νὰ τὸν μιμηθῇς. Γιατὶ ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος «ἑορτὴ ἁγίου ἴσον μίμησις ἁγίου». Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἑορτὲς ἁγίων, τῶν ἀγγέλων, τῆς Θεοτόκου, τῶν ἁγίων πατέρων. Πάνω ἀπ᾽ ὅλα ἔχουμε τὶς δεσποτικὲς ἑορτές, καὶ ἡ πιὸ μεγάλη εἶνε τὸ Πάσχα, ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, ἡ ῥίζα καὶ τὸ θεμέλιο τῆς πίστεώς μας. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἡμέρα «ἣν ἐποίησεν ὁ Κύριος· ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. 117,24). Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια τὴν ἑώρταζαν 40 μέρες καὶ ἀντὶ ἄλλου χαιρετισμοῦ ἔλεγαν «Χριστὸς ἀνέστη» – «Ἀληθῶς ἀνέστη». 40 μέρες μετὰ τὸ Πάσχα εἶνε ἡ Ἀνάληψις, καὶ στὶς 50 μέρες ἡ Πεντηκοστή. Ἂν τώρα μοιράσουμε τὸ 50 στὸ μέσον, στὶς 25 ἡμέρες, εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα. Θέλω τώρα νὰ πῶ λίγα λόγια ἐπάνω στὸ εὐαγγέλιο τῆς σημερινῆς ἡμέρας (βλ. Ἰω. 7:14-30).

Στὴν ἀρχὴ τὸ εὐαγγέλιο λέει, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὁ Χριστὸς δίδασκε καὶ τὸν ἄκουγαν ὅλοι, μικροὶ – μεγάλοι, καὶ «ἐθαύμαζον» (ἔ.ἀ. 7,15). Ἔλεγαν μὲ ἀπορία· –Ποῦ ξέρει αὐτὸς αὐτὰ τὰ πράγματα; Ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι εἶνε ἕνας φτωχός, ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ φτωχὴ μάνα, σχολεῖο δὲν πῆγε, ἔμαθε ἀπὸ μικρὸς τὴν τέχνη τοῦ μαραγκοῦ καὶ ζοῦσε μ᾽ ἕνα μεροκάματο. Δὲν ἔμαθε γράμματα· πῶς τώρα λέει τέτοια πράγματα ποὺ πρώτη φορὰ τ᾽ ἀκοῦμε;… Ἀπαντώντας ὁ Χριστὸς στὴν ἀπορία τους εἶπε· –Ναί, σχολειὸ δὲν πῆγα· αὐτὰ λοιπὸν ποὺ σᾶς λέω δὲν εἶνε δικά μου, εἶνε τοῦ οὐρανίου Πατρός· «ἡ ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμή, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με» (ἔ.ἀ. 7,16). Ἡ διδασκαλία μου δὲν εἶνε ἀνθρώπινη, εἶνε θεία διδασκαλία.

  • Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πράγματι εἶνε θεϊκά, ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ὄχι ἀπὸ τὴ γῆ. Ἐδῶ πολλοὶ δάσκαλοι εἶπαν διάφορα πράγματα (Σωκράτης, Πλάτων, Ἀριστοτέλης, Μάρξ, Λένιν κ.ἄ.) καὶ τοὺς θαύμασαν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ οἱ διδασκαλίες τους μιὰ μέρα θὰ σβήσουν· ἡ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ μένει ἀθάνατη. Χρόνια, αἰῶνες, χιλιετίες θὰ περάσουν, μὰ τὰ λόγια του πάντα θ᾽ ἀγγίζουν τὶς καρδιές. Ὁ Χριστὸς εἶνε σὰν τὸν ἥλιο, ποὺ ἐνῷ ὅλα ἀλλάζουν αὐτὸς δὲν ἀλλάζει, δὲν ἀλλοιώνεται· εἶνε «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8). Ὅπως δηλαδὴ δὲν ἀλλάζει ὁ ἥλιος, ἔτσι δὲν ἀλλάζει καὶ ἡ διδασκαλία του. Κι ὅταν ὁ ἥλιος μιὰ μέρα σβήσῃ –γιατὶ θὰ σβήσῃ–, ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ θὰ μείνῃ. Τὸ εἶπε ὁ ἴδιος· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35).
  • Ἀθάνατη ἡ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ· εἶνε ἀκόμη ἀναγκαία γιὰ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους, ἀνεξαρτήτως φύλου, χρώματος, φυλῆς, ἐποχῆς, κοινωνικῆς καταστάσεως· ὅπως ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη τὸν ἥλιο, ἔτσι καὶ γιὰ νὰ σωθοῦν ἔχουν ἀνάγκη τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.
  • Ἡ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶνε μόνο εὐχάριστη, γλυκειὰ σὰν τὸ μέλι καὶ δροσερὴ σὰν τὸ νερό, εἶνε καὶ ἀποτελεσματική· εἶνε σὰν τὸ φάρμακο ποὺ τὸ παίρνεις καὶ θεραπεύεσαι. Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ φέρνει μεγάλα ἀποτελέσματα. Τὸ βλέπουμε αὐτὸ π.χ. στὴν Ἀφρική. Ἐκεῖ ἰθαγενεῖς ἀνθρωποφάγοι ἄλλαξαν! Ποιός τοὺς ἄλλαξε; Ὁ Χριστός. Πῶς τοὺς ἄλλαξε; Πῆγαν ἐκεῖ μακριὰ ἱεραπόστολοι, κήρυκες δηλαδή, ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν πατρίδα, πλησίασαν, κατήχησαν τοὺς ἀγρίους καὶ τοὺς βάπτισαν Χριστιανούς (κάποτε ἡ Ἑλλάδα ἦταν χώρα ἱεραποστόλων· ἀπὸ ἐδῶ ἔφυγαν καὶ πῆγαν στὴ ῾Ρουμανία, στὴ Σερβία, στὴ Βουλγαρία, στὴ ῾Ρωσία· ἂν εἶνε σήμερα Χριστιανοὶ οἱ ῾Ρῶσοι, οἱ ῾Ρουμᾶνοι, οἱ Βούλγαροι, τὸ ὀφείλουν στοὺς Ἕλληνες ἱεραποστόλους). Τώρα τὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος πᾶνε στὴν Ἀμερικὴ γιὰ δολλάρια, στὴ Γερμανία γιὰ μάρκα, στὴν Ἀγγλία γιὰ λίρες· δὲν πᾶνε ἐκεῖ ὡς ἱεραπόστολοι. Πῆγε λοιπὸν καὶ στοὺς ἀγρίους τῆς Ἀφρικῆς ἕνας ἱεραπόστολος, τοὺς δίδαξε, καὶ ἄλλαξαν· καὶ τὸ βράχο, ποὺ πάνω του ἔσπαζαν τὰ κεφάλια ἀνθρώπων κ᾽ ἔτρωγαν τὰ μυαλά, ἐκεῖνο τὸ βράχο τὸν σκάλισαν καὶ τὸν ἔκαναν κολυμβήθρα νὰ βαπτίζωνται Χριστιανοί! Ἄλλαξαν, τοὺς ἄλλαξε ἡ ἀθάνατη διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μὴν πῇ κανεὶς ὅτι αὐτὰ γίνονταν «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», στὰ χρόνια τὰ παλιά. Ὅποιος ἀμφιβάλλει, ἂς δοκιμάσῃ νὰ δῇ. «Ἐάν τις θέλῃ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περὶ τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ᾽ ἐμαυτοῦ λαλῶ» (ἔ.ἀ. 7,17)· ἂν θέλῃς, λέει, νὰ μάθῃς ὅτι τὰ λόγια ποὺ λέω δὲν εἶνε δικά μου ἀλλὰ ἔχουν θεϊκὴ τὴν προέλευσι, τότε προσπάθησε νὰ τὰ ἐφαρμόσῃς στὴ ζωή σου.

Δῶστε μου ἕναν ἄνθρωπο, μιὰ οἰκογένεια, ἕνα χωριό, μιὰ κοινωνία, μιὰ ἀνθρωπότητα ποὺ ὅλοι νὰ πιστεύουν καὶ νὰ ὑπακούουν στὸ Χριστό, καὶ θὰ δῆτε νά ᾽νε εὐτυχισμένοι. Ἡ εὐτυχία δὲν εἶνε στὶς ἀνέσεις καὶ στὶς γνώσεις, στὰ μέσα καὶ κέντρα διασκεδάσεως καὶ στὰ πανεπιστήμια. Μακριὰ ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ὅλα τὰ ἐπιτεύγματα γίνονται φαρμάκι. Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ ῥαδιόφωνα, τὰ τηλέφωνα, τὶς τηλεοράσεις, τὰ λεφτά, τὶς γυναῖκες καὶ τὰ γλέντια, ὅταν στὸν οὐρανὸ παρουσιαστοῦν τὰ «μαυροπούλια» ποὺ εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, τ᾽ ἀεροπλάνα ποὺ ἀπὸ τὶς οὐρές τους θὰ σπέρνουν θάνατο… Νά ἡ κατάληξις. Ὅπως εἶπε ὁ Παπουλάκος, ἕνας ἄλλος προφήτης, «τὰ ἄθεα γράμματα θὰ καταστρέψουν τὸν κόσμο».

Δὲν ὑπάρχει λοιπόν, ἀγαπητοί μου, καμμιά ἄλλη διδασκαλία ἀνώτερη ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Κι ἂν ἀκόμα ὑποτεθῇ ὅτι στὰ ἄστρα κατοικοῦν ἄλλα λογικὰ ὄντα, κ᾽ ἐκεῖ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχουν ἄλλη διδασκαλία ἀνώτερη ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τί ὑπολείπεται· νὰ τὴν ἐφαρμόσουμε. Πάρε λοιπὸν στὰ χέρια σου τὸ Εὐαγγέλιο. Ἂν εἶσαι τόσο φτωχὸς ποὺ δὲν ἔχεις χρήματα νὰ τὸ ἀγοράσῃς, ἐν ἀνάγκῃ πούλησε τὸ πουκάμισό σου καὶ πάρε ἕνα Εὐαγγέλιο – τόσο ἀναγκαῖο νὰ τὸ θεωρῇς. Καὶ ἄρχισε νὰ τὸ μελετᾷς. Διάβαζέ το τὸ πρωί, τὸ μεσημέρι, τὸ βράδυ, τὴ νύχτα. Μὴ μοῦ πῇς, ὅτι δὲν ἔχεις χρόνο. Μπορεῖς νὰ ἐξοικονομήσῃς χρόνο. Ἄφησε κατὰ μέρος ἄλλα πράγματα, περιττὰ ἢ καὶ βλαβερά, ποὺ τώρα σὲ δεσμεύουν. Καὶ πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα ἐλευθερώσου ἀπὸ τὴν τηλεόρασι, αὐτὸ τὸ δαίμονα.

Κάποια προφητεία ἔλεγε, ὅτι θὰ ᾽ρθῇ καιρὸς ποὺ ὁ διάβολος θὰ βρῇ ἕνα κουτὶ καὶ θὰ τρελάνῃ μ᾽ αὐτὸ τὴν ἀνθρωπότητα. Νά τὸ κουτὶ τοῦ διαβόλου ποὺ τρέλανε τὴν ἀνθρωπότητα. Ρώτησα ἕνα παιδὶ στὴ Φλώρινα· –Πόσο διαβάζεις; –Ἔ, καμμιὰ ὥρα. –Παραπάνω; –Ὄχι, λέει. –Πόση ὥρα παίζεις; –Δυὸ ὧρες. –Καὶ πόση ὥρα βλέπεις τηλεόρασι; –Πέντε ὧρες… Πέντε ὧρες! ἀποβλακώθηκαν τὰ παιδιά. Καὶ ἕνας μικρὸς ἀπὸ τὶς Πρέσπες ἔβλεπε στὴν τηλεόρασι σπαθιά, κουμπούρια, σκοτωμούς. Μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶδε καὶ κάποιον νὰ τὸν κρεμᾶνε. Καὶ αὐτὸ ποὺ εἶδε ἐκεῖ, ἤθελε νὰ τὸ ἀναπαραστήσῃ· πῆρε λοιπὸν ἕνα καλώδιο, κλείστηκε σὲ μιὰ ἀποθήκη στὴν Πτολεμαΐδα καὶ τὸ ἀπομιμήθηκε· τὸν βρῆκαν κρεμασμένο!… Ἀνάθεμα στὴν τηλεόρασι! Εἶνε ἡ χειρότερη τηλεόρασι στὸν κόσμο, γιατὶ κυβερνᾶνε ἄθεοι.

Φταῖνε λοιπὸν αὐτοί, οἱ καλικάντζαροι τοῦ διαβόλου, φταίει ἡ κυβέρνησι· ἀλλὰ φταῖς κ᾽ ἐσύ, ποὺ χαζεύεις μπροστά της. –Καὶ τί νὰ κάνω; θὰ πῇς, πῶς θὰ περάσω τὴν ὥρα μου; Ν᾽ ἀνοίξῃς ἄλλη τηλεόρασι. Θὰ σοῦ δείξω ἐγὼ μιὰ ἄλλη τηλεόρασι, πάμφθηνη, ποὺ ἂν τὴν ἀνοίξῃς θὰ δῇς ἐκεῖ θαυμάσια – ἔξοχα πράγματα! Ποιά εἶνε ἡ τηλεόρασι αὐτή; Ἡ ἁγία Γραφή. Ἂν τὴν ἀνοίξῃς, βλέπεις ἐκεῖ τὸ Χριστὸ σὲ ὅλη τὴ δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο του. Σὲ κάθε σπίτι νὰ ὑπάρχῃ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τώρα τὸ ἔχουμε καὶ ὀρθόδοξα ἑρμηνευμένο. Ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, ἐκεῖ εἶνε ἡ ἀλήθεια, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἐλευθερία, ἡ ἀγάπη, ἡ εἰρήνη, ὁ παράδεισος· ὅπου λείπει ὁ Χριστός, ἐκεῖ τὸ ψέμα, ἡ ἀδικία, σκλαβιά, τὸ μῖσος, ὁ πόλεμος, ἡ καταστροφή, ἡ κόλασι. Καὶ κόλασι γίναμε, γιατὶ φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό. Καὶ ἕνα μόνο θὰ μᾶς σώσῃ, νὰ ἐπιστρέψουμε σ᾽ αὐτόν. Σᾶς ὁρκίζω, ἀδέρφια μου, μὲ ὠμοφόριο στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ· κλεῖστε τὶς τηλεοράσεις! γιατὶ ἂν δὲν τὶς κλείσετε, θὰ θρηνήσουμε κι ἄλλα θύματα. Κλεῖστε τις, κι ἀνοῖξτε τὸ Εὐαγγέλιο. Διαβάστε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ θὰ πεισθῆτε ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀνώτερο ἀπὸ τὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῶν ἁγίων τῆς πίστεώς μας εἴθε νὰ σκέπῃ καὶ νὰ φυλάῃ τὸν τόπο μας· ἀμήν.

(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη

Θ. Λειτουργία & Θ. Κοινωνία

gre22392541

ὑπό Ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Ὁ ἀρχικός σκοπός τῆς Θ. Λειτουργίας, ἦταν ἡ συμμετοχή τῶν πιστῶν στή Θ. Εὐχαριστία. Ὅσοι δέν κοινωνοῦσαν, μόλις τελείωνε ἡ Θ. Λειτουργία τῶν Κατηχουμένων, ἔφευγαν ἀπό τό Ναό. Ὅσοι ἔμεναν, ἔμεναν γιά νά κοινωνήσουν. Ὅμως, παρόλο αὐτό δέν κοινωνοῦσαν.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού οἱ Ἱεροί Κανόνες ἀφόριζαν τούς πιστούς, πού παρέμεναν στό Μυστήριο χωρίς νά κοινωνοῦν. «Πάντας τούς εἰσιόντας εἰς τήν ἐκκλησίαν… ἀποστρεφομένους τήν ἁγίαν μετάληψιν…,ἀποβλήτους γίνεσθαι τῆς ἐκκλησίας»[1]

Καί αὐτό εἶχε ὑπόψη του ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅταν ἔλεγε: «Πές μου; Καλεῖσαι σέ τραπέζι, καί πᾶς, ἀλλά δέν τρῶς, σηκώνεσαι καί φεύγεις! Λοιπόν; Δέν θά ἦταν καλύτερα νά μήν πᾶς; Δέν προσβάλεις μέ αὐτό τόν οἰκοδεσπότη; Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά σένα πού παραμένεις στη Λειτουργία (τῶν Πιστῶν) καί δέν κοινωνεῖς!».[2] Καί ὁ Ἅγιος συνεχίζει:

«Φίλε πῶς μπῆκες ἐδῶ, ἀφοῦ δέν ἔχεις ἔνδυμα γάμου;» (Μτ. 22:12), ρώτησε ὁ βασιλιάς τόν «καλεσμένο» πού πῆγε στό γάμο, χωρίς νά φοράει τήν εἰδική ἐνδυμασία, πού φοροῦσαν οἱ καλεσμένοι. Ὁ βασιλιάς δέν τοῦ εἶπε, γιατί δέν κάθισες νά φᾶς, ἀλλά γιατί ἦρθες στό γάμο, χωρίς νά φορᾶς τήν εἰδική στολή; Δηλαδή, πῶς ἦρθες στό Μυστήριο χωρίς νά ἔχεις προετοιμασθεῖ πρός Θ. Κοινωνία.[3]

Τά πράγματα ἄλλαξαν. Εἰσήχθη ἡ μυστική ἐξομολόγηση (4ος αἰ.). Ἔτσι, ὅσοι ἔπεφταν σέ βαριά ἁμαρτήματα ἤ ἦταν σέ ἐπιτίμιο, παρέμεναν μέν στή Λειτουργία (τῶν Πιστῶν) ἀλλά, δέν κοινωνοῦσαν. Εἰσήχθη καί ἡ νηστεία (4ος αἰ.) ὡς προϋπόθεση τῆς Θ. Κοινωνία.[4] Ὁπότε οἱ χριστιανοί γιά νά κοινωνήσουν, ἔπρεπε προηγουμένως νά νηστέψουν. Ὅσοι δέν νήστευαν, παρέμεναν στή Λειτουργία (τῶν Πιστῶν), χωρίς νά κοινωνοῦν. Καί ὁ ἀριθμός τῶν χριστιανῶν, πού παρέμενε στή Λειτουργία (τῶν Πιστῶν), χωρίς νά κοινωνεῖ, μεγάλωνε, καταλύοντας ἔτσι τὀν ἀρχικό σκοπό τῆς Θ. Λειτουργίας.

Δηλαδή, μέχρι τότε (4ος-5ος αἰ.) ἡ συμμετοχή στή Θ. Κοινωνία, ἦταν ὑποχρεωτική. Τώρα κατέστη προαιρετική ἡ συμμετοχή στή Θ. Κοινωνία καί ὑποχρεωτική ἡ παρακολούθηση τῆς Θ. Λειτουργίας. Τότε Κανόνες ἀφόριζαν τούς πιστούς, πού παρακολουθοῦσαν τή Θ. Λειτουργία, χωρίς νά κοινωνοῦν[5], τώρα τούς ἀφορίζουν, ὅταν χωρίς σοβαρό λόγο, ἐπί τρεῖς συνεχόμενες Κυριακές, μένουν ἀλειτούργητοι, καί ὄχι ἀκοινώνητοι..![6] Γιά νά κοινωνήσουν, ἔπρεπε προηγουμένως νά νηστέψουν.[7] Αὐτό ἦταν ἄγραφος νόμος γιά τήν Ἐκκλησία, καί γι’αὐτό οἱ περισσότεροι κοινωνοῦσαν σέ περιόδους νηστειῶν.

Κοινωνώντας ὁ πιστός σέ κάθε Λειτουργία, καί ἄνευ προετοιμασίας, ὑπάρχει κίνδυνος νά λαμβάνει τή Θ. Κοινωνία μέ τήν ἴδια εὐκολία, πού λαμβάνει τό ἀντίδωρο, καταφρονώντας τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί καταδικάζοντας (κολάζοντας!) τόν ἑαυτόν του!

Ἄν κοινωνώντας, λέει ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, νιώθουμε ὡς νά τρῶμε ψωμί καί ὡς νά πίνουμε κρασί, εἶναι ἀπόδειξη ἀναισθησίας![8] Ἄν ἔχουμε συναίσθηση, προπαντός ταπείνωση, αὐτό θά πρέπει νά μᾶς προβληματίσει.

[1] Κανόνας 2ος Ἀντιοχείας & 9ος Ἁγίων Ἀποστόλων

[2] Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὁμιλία 3η πρός Ἐφεσίους. P.G. 62: 29

[3] Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὁμιλία 3η πρός Ἐφεσίους. P.G. 62: 29

[4] Βλασίου Φειδᾶ. Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἐκκλησιαστική Ἱστορία. Τόμος 1ος. Ἀθῆναι 1994, σελ. 910.

[5] Κανόνες 9ος Ἁγίων Ἀποστόλων καί 2ος τῆς Ἀντιοχείας.

[6] Κανόνας 80ος τῆς Πενθέκτης. Περισσότερα: Γ. Ράλλη-Μ. Πότλη, Σύνταγμα Θείων καί Ἰερῶν Κανόνων, τόμος Β΄, σελ. 489-490.

[7] Ἤδη ἀπό τόν 10ον αἰ. νήστευαν προηγουμένως μιά ἑβδομάδα πρό τῆς Θ. Κοινωνίας! (Βλασίου Φειδᾶ. Αὐτόθι, σελ. 963). Κάτι πού συνεχίσθηκε ἀνά τούς αἰῶνες! (Ἅγιος Συμεών ὁ Θεσ/νίκης. Ἅπαντα. Παράρτημα. Μέρος Δεύτερο. Κεφἀλαιο ΙΒ σελ. 479). Ἴσχυε καί στήν πατρίδα μας, μέχρι περίπου στή δεκαετία τοῦ 1980, τότε πού ἡ εὐσέβεια, σέ σχέση μέ τό σήμερα, ἦταν σέ ψηλά ἐπίπεδα.

[8] Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, λόγος 17, περί ἀναισθησίας, 5

Πηγή: Αναστασιος (24/05/2021)

 

Μέγας Κωνσταντίνος

megas_konstantinos

ὑπό Ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Πολλά έχουν γραφεί για τον Μεγάλο Αυτοκράτορα Άγιο Κωνσταντίνο (287-337).

Εν όψει της μνήμης του (21 Μαιου), ας πάρουμε μια γεύση από το μεγαλείο του.

Αυτόν τον (πρώην) ειδωλολάτρη (!) (και μετέπειτα Άγιο της Εκκλησίας) διάλεξε ο Θεός για να εκχριστιανίσει (!) την οικουμένη!

Και τον διάλεξε, γιατί είχε καρδιά μικρού παιδιού, ήταν ανεξίκακος και ταπεινός (Τέτοιους ηγέτες θέλει ο Θεός!).

Όταν νίκησε τον Μαξέντιο (312) , και έμπαινε στη Ρώμη, οι οπαδοί του Μαξεντίου, πανικοβλήθηκαν. Ο Κων/νος θα τους εκδικείτο!

Όμως, ο Κων/νος έδωσε εντολή στους στρατιώτες του, να τους συμπεριφερθούν με καλωσύνη!

Προστάτεψε ακόμα και αυτούς που οι πολίτες απαιτούσαν τον θάνατό τους! (Εberhard Horst, Μέγας Κων/νος, εκδόσεις Ωκεανίδα, σελ.249).

Όταν εξεστράτευσε στην Άνω Ιταλία (313), και κατέκτησε την πόλη Σενούσιο, και πάλι δεν επέτρεψε στους στρατιώτες του να κάνουν βανδαλισμούς στην πόλη.

Μάλιστα δε, οι κάτοικοι εξεπλάγησαν, όταν είδαν τους στρατιώτες του, να τρέχουν να σβήσουν μια φωτιά, που θα έκαιγε τα σπίτια τους (των κατοίκων!).

Η φήμη του καλόκαρδου Κων/νου διαδόθηκε αστραπιαία, και πολλές πόλεις άνοιξαν τις πύλες τους και τον υποδέχονταν ως σωτήρα τους! (Εberhard Horst, σελ. 218-219).

Μπαίνοντας στην «αίθουσα», όπου γινόταν η Α΄Οικουμενική Σύνοδος (325, Νίκαια Βιθυνίας), και βλέποντας τους Επισκόπους, άλλον με κομμένο χέρι, άλλον με κομμένο πόδι, άλλον με το μάτι βγαλμένο, από τους διωγμούς, άρχισε να κλαίει!

Έσκυψε και τους ασπάσθηκε! Είχε τέτοια υπομονή (και ταπείνωση!), ώστε τους χαιρέτησε έναν- έναν!

Χρειάσθηκε (το λιγότερο) κάπου τρεις ώρες για να ασπασθεί και τους 318 Επισκόπους! (Ποιος ξέρει τι αγαλλίαση ένιωθε η ταπεινή ψυχή του με αυτή την ταπεινή του κίνηση!).

Και προτίμησε ως Αυτοκράτορας, να καθίσει στην «αίθουσα» της Συνόδου, σε μια απλή καρέκλα, παρά στον περίλαμπρο, αυτοκρατορικό θρόνο, που του είχαν ετοιμάσει!

Η προσφορά του στο Χριστιανισμό, και μάλιστα σε μια δύσκολη εποχή (εποχή διωγμών) είναι ανεκτίμητη!

Είναι άλλο πράγμα, να ανάψεις έναν προβολέα, μεσημέρι και σε ηλιόλουστη ημέρα, και άλλο, μέσα στο σκοτάδι!

Αυτό, το δεύτερο, έκανε ο Μέγας Κωνσταντίνος, διάδοχος (!) του Διοκλητιανού..!

Άναψε μέσα στο σκοτάδι έναν προβολέα, που φώτισε τον κόσμο, αλλάζοντας τον ρούν της ιστορίας.

Με το θεόπνευστο διάταγμα της ανεξιθρησκείας (313 μ.Χ.), έπαυσε ουσιαστικά τους διωγμούς.

Και μόνο αυτό, ήταν αρκετό ώστε να κληθεί Μέγας! Όμως, δεν έκανε μόνο αυτό.

Έκανε και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό, αλλά και τολμηρό! Κατήργησε τους απάνθρωπους νόμους των προκατόχων του, και τους αντικατάστησε με νόμους σύμφωνα με την χριστιανική διδασκαλία!

Και τότε ο χριστιανισμός κάλυπτε το 10% των κατοίκων της Αυτοκρατορίας του! Τέτοια τόλμη!

Ήταν η δύναμη του Χριστού, που τον ενδυνάμωνε! Και έτσι άλλαξε εκ θεμελίων τη δομή της Αυτοκρατορίας, αλλά και ολοκλήρου της ανθρωπότητος!

Πεθαίνοντας (337) το σώμα του μυρόβλησε, αλλά και ο τάφος του έγινε πηγή θαυμάτων.

Και πως να μην μυρόβλιζε και να μην θαυματουργούσε, τη στιγμή, που στήριξε την Εκκλησία του Χριστού, όταν οι προκαταχοί του, την καταδίωκαν σκληρώς;

«Εστήριξας την Εκκλησίαν του Θεού, Ορθοδόξων Βασιλέων πατήρ, ου και η λάρναξ ιάσεις βρύει» (Εσπερινός ΚΑ΄ Μαιου. Δόξα Αποστίχων). «Άγιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών».

Πηγή: Romfea (21-05-2021)