ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ΛΟΥΚΑ

Τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου

(Λουκ. 16:19-31).

Ἕνα τέκνο Ἀβραάμ στήν Κόλαση

ὑπό ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Ὅταν κάποιον δέν τόν θεωρεῖς κἄν ἄνθρωπο, θέλεις νά ξεχάσεις τό ὄνομά του. Τό ἴδιο ἔκανε ἐδῶ καί ὁ Χριστός· τόν μέν πτωχό τόν ἀναφέρει μέ τό ὄνομά του (Λάζαρο) τόν δέ πλούσιο, ἐπειδή ἦταν σκληρός σάν πέτρα, ἄρα δέν ἦταν ἄνθρωπος, τόν ἀναφέρει χωρίς ὄνομα, κατά τό λόγο τῆς Γραφῆς: «Οὐ μή μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διά χειλέων μου» (Ψαλμ. 15:4). Καί κάτι ἀκόμα: Ὑπάρχουν πάθη πού ταπεινώνουν τόν ἄνθρωπο, καί πάθη πού τόν «ἀνυψώνουν»· τό πάθος λ.χ. τῆς πορνείας τόν ταπεινώνει, ἐνῶ τό πάθος τῆς φιλαργυρίας τόν «φουσκώνει»· τόν κάνει ἐγωκεντρικό. Καί αὐτός ὁ ἐγωκεντρισμός τόν κάνει, νά καταφρονεῖ τόν συνάνθρωπό του· παράδειγμα ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς. Θά τό δοῦμε.

Ὁ Ἀβραάμ ἦταν γιά τούς Ἰουδαίους τό πιό ἀξιοσέβαστο καί ἀγαπητό τους πρόσωπο. «Εἴμαστε ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ» (Ἰωαν. 8:33), ἔλεγαν μέ καμάρι. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός παρουσιάζει τόν Παράδεισο σάν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ, πού ἦταν ὅτι τό καλύτερο γιά ἕναν Ἰουδαῖο! (Ὁ πλούσιος «εἶδε τόν πτωχό Λάζαρο στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ!» Λουκ. 16:23). Ὅμως αὐτή ἡ αἴσθηση (ὅτι ἦταν ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ), τούς ἔκανε ταυτόχρονα νά πιστεύουν ὅτι ἦταν ἤδη σεσωσμένοι· «ἄν θέλετε νά γλυτώσετε, κάνετε ἔργα πού ταιριάζουν σ’αὐτούς πού πραγματικά μετανοοῦν. Καί μήν αὐταπατάστε λέγοντας, καταγόμαστε ἀπό τόν Ἀβραάμ», τούς ἔλεγε ὁ Πρόδρομος. (Ματ. 3:9). Καί ὁ Χριστός γιά νά τούς συνετίσει, τούς παρουσίασε ἕνα τέκνο τοῦ Ἀβραάμ στήν Κόλαση! Νά παρακαλεῖ ἀπό τήν Κόλαση τόν Ἀβραάμ γιά νά τοῦ στείλει λίγο νερό μέ τό δακτυλάκι τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου, καί ὁ Ἀβραάμ νά τοῦ τό ἀρνεῖται! (Λουκ. 16:24-25). Στέλνοντας ἔτσι τό μήνυμα στούς σκληρόκαρδους καί φιλάργυρους φαρισαίους (Λουκ. 16:14) πού κατέτρωγαν τίς περιουσίες τῶν χηρῶν (Ματ. 23:13), ὅτι καί ἀπό μόνη της ἡ σκληροκαρδία ἦταν ἱκανή νά τούς κολάσει, ἄς ἦταν τέκνα τοῦ Ἀβραάμ! Τό ἴδιο φυσικά ἰσχύει καί γιά κάθε σκληρόκαρδο ἄνθρωπο, ὅποιος καί ὅπου ἄν εἶναι αὐτός! Λειτούργησα (1989) στίς φυλακές Ἁγίου Στεφάνου Πατρῶν. Νεωκόρος τοῦ Ναοῦ ἦταν ἕνας φυλακισμένος, ὀνόματι Περικλῆς, ἀπό χωριό τῆς Ἀρκαδίας. Στό τέλος μοῦ ἀνέφερε ἀναστενάζοντας: «Εἶμαι φυλακισμένος 17 χρόνια! Κάποιος μοῦ «πείραξε» τήν γυναίκα μου. Θόλωσε τό μυαλό μου, πῆρα τό ὅπλο καί τόν σκότωσα καί θά μέ φάει ἡ φυλακή». Μεγάλο κακό νά ἀφαιρεῖς τή ζωή τοῦ ἄλλου! Ὅμως, τή ζωή τοῦ ἄλλου τήν ἀφαιρεῖς καί χωρίς ὅπλα· ὅταν τόν ἀφήνεις νά πεινᾶ καί νά πεθάνει ἀπό τήν πεῖνα! (Οἱ Ἱεροί Κανόνες λένε ὅτι ὅποιος μπορεῖ νά βοηθήσει ἕνα πτωχό καί δέν τόν βοηθᾶ, εἶναι νά σάν σκοτώνει τόν πτωχό!). (ΝΘ΄ Κανών Ἁγίων Ἀποστόλων). Καί ποιός ἀπό τούς δύο εἶναι πιό ἀξιοκατάκριτος (ἄρα πιό ἐπικίνδυνος); Ὁ φυλακισμένος πού σέ ἀναβρασμό ψυχῆς σκότωσε τόν συγχώριανό του ἤ αὐτός (ὁ πλούσιος) πού ἀφήνει τόν ἄλλο νά πεινᾶ καί νά πεθαίνει ἀπό τήν πεῖνα; Καί βέβαια ὁ δεύτερος! Ἔτσι ἀκριβῶς (σκληρόκαρδος) ἦταν καί ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς.

Δέν καταδικάσθηκε δηλαδή, ἐπειδή ἔτρωγε τά καλύτερα φαγητά, οὔτε ἐπειδή ντυνόταν λαμπρά φορέματα, οὔτε ἐπειδή εἶχε μεγάλη βίλα, ἀλλά κολάσθηκε γιά τήν καθημερινή προκλητική ἀδιαφορία, σκληροκαρδία, πού ἐπέδειξε στόν πτωχό συνάνθρωπό του, πού ἦταν συνεχῶς μπροστά του! Ἐπειδή ἔβλεπε μόνο τόν ἑαυτό του καί κανέναν ἄλλο!

Λοιπόν. Ὁ Χριστός στήν συγκεκριμένη παραβολή, τόν φτωχό Λάζαρο δέν τόν ἔβαλε νά κάθεται στούς δρόμους, στίς πλατεῖες κ.λ.π. ἀλλά στήν αὐλόπορτα τῆς βίλας τοῦ πλουσίου. Ἄρα ὁ πλούσιος κάθε φορά πού ἔβγαινε ἀπό τή βίλα του (μπορεῖ νά ἔβγαινε πολλές φορές τήν ἡμέρα), τόν ἔβλεπε μπροστά του! Παρόλο αὐτό δέν νοιάσθηκε οὔτε μία φορά! Προσέξτε τήν σκληροκαρδία του:

Ἔμενε σέ βίλα, ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἔμενε στήν ἐξώπορτα τῆς βίλας του. Ὁ πλούσιος ἦταν ὑγιέστατος, ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἦταν γεμᾶτος πληγές· ἐρχόταν τά σκυλιά καί τοῦ τίς ἄγλειφαν (Λουκ. 16:20). Ὁ πλούσιος φοροῦσε τά πλέον πολυτελῆ καί πανάκριβα ροῦχα (πορφύρα: ἐξωτερικό φόρεμα, βαμμένο ἀπό κόκκινο χυμό κοκχύλης τῆς θαλάσσης τῆς Τύρου. Καί βύσσος, ἐσωτερικό φόρεμα λευκό σάν χιόνι, κατασκευασμένο ἀπό λεπτό λινό αἰγυπτιακοῦ ὑφάσματος!). Ἐνῶ ὁ φτωχός ἦταν σχεδόν γυμνός! Ὁ πλούσιος κάθε μέρα ἔτρωγε τά καλύτερα φαγητά, ἐνῶ ὁ φτωχός προσπαθοῦσε νά χορτάσει ἀπό τά ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέζι τοῦ πλουσίου (Λουκ. 16:21).

Ἦρθε ἡ ὥρα πού καί ὁ πλούσιος καί ὁ πτωχός πέθαναν! (Λουκ. 16:22). (Δέν μποροῦσε νά γίνει ἀλλιῶς!). Τώρα ὁ πτωχός χαιρόταν (Λουκ. 16:22) ἐνῶ ὁ πλούσιος βασανιζόταν (Λουκ. 16:24). Ὅσο ὁ πλούσιος ἦταν ἐπί γῆς, δέν ἔδωσε στόν φτωχό οὔτε μιά σταγόνα ἀπό νερό. Τώρα, πού βρίσκεται μέσα στή φωτιά, ζητάει ἀπό τόν Ἀβραάμ, νά τοῦ στείλει μέ αὐτόν τόν φτωχό Λάζαρο μιά σταγόνα ἀπό νερό! Ὅμως δέν τοῦ ἔγινε ἡ χάρη (Λουκ. 16:24). «Παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀπόλαυσες τά ἀγαθά σου στή ζωή σου, ὅπως καί ὁ Λάζαρος τά κακά», τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἀβραάμ (Λουκ. 16:25). Τά «ἀγαθά σου» τοῦ εἶπε, γιατί ἦταν δική του ἐπιλογή αὐτή ἡ ἀπόλαυση, ἐνῶ γιά τόν φτωχό Λάζαρο εἶπε «τά κακά», γιατί δέν ἦταν ἐπιλογή του (Λουκ. 16:25). Ἀφοῦ δέν τοῦ ἔγινε αὐτή ἡ χάρη, προχώρησε παραπέρα· «εἶπε σέ παρακαλῶ, πατέρα, στεῖλε στό σπίτι τοῦ πατέρα μου, νά προειδοποιήσει τούς πέντε ἀδερφούς μου, ὥστε νά μήν ἔλθουν κι αὐτοί στόν τόπο τῶν βασάνων» (Λουκ. 16:28). Καί τά δυό αἰτήματα πού ζήτησε ὁ πλούσιος ἀπευθύνονταν στόν Λάζαρο! Ἡ σκληροκαρδία του δέν ἄντεχε νά τόν βλέπει στήν ἀγκαλιά τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ· ἤθελε γιά λίγο νά τόν ἀποσπάσει! Ἔτσι εἶναι! Στήν Κόλαση δέν ὑπάρχει ἀγάπη, ἀλλά φοβερή σκληροκαρδία, φοβερός ἀτομικισμός!

Ὁ Θ. Ντοστογιέφσκι (στό βιβλίο του «Ἀδελφοὺς Καραμάζωφ») διασώζει τήν ἑξῆς σχετική, διδακτική ἱστορία: Μιά σκληρόκαρδη λοιπόν γριά ὁδηγήθηκε στήν Κόλαση. Ὁ φύλακας ἄγγελος της ἔκανε τά πάντα γιά νά τήν βγάλει ἀπό ἐκεῖ. Τή μόνη καλὴ πράξη πού τῆς βρῆκε, ἦταν, ὅτι κάποτε εἶχε δώσει ἕνα κρεμμυδόφυλλο σὲ μιὰ ζητιάνα. Ὁ ἄγγελος πῆρε τό κρεμμυδόφυλλο, καί εἶπε στὴ γριά νά πιασθεῖ ἀπό αὐτό καί σιγά-σιγά νά τή βγάλει ἀπό τήν Κόλαση. Καί πραγματικά ἡ γριά ἄρχισε νά βγαίνει! Τήν εἶδαν καί ἄλλοι κολασμένοι καί ἔτρεξαν, καὶ κρεμάστηκαν πάνω της. Καί ἔτσι ὅλοι μαζί ἔβγαιναν ἔξω! Ὅμως ἡ γριά ἄρχιζε νά τούς φωνάζει: «Δικό μου εἶναι τὸ κρεμμύδι, ὄχι δικό σας· ἐμένα βγάζει ὁ ἄγγελος, ὄχι ἐσᾶς!». Καί ἀμέσως τό κρεμμύδι κόπηκε καί ἔτσι ἔπεσαν ὅλοι ξανά στήν Κόλαση! Καί ἡ γριά πῆρε τό μάθημά της, ὅτι ἐκεῖνο πού τήν κόλασε, ἦταν ὅτι ὁ φοβερός ἀτομικισμός της! «Ὅποιος σκέπτεται μόνο τόν ἑαυτό του, (ἔλεγε ὁ Γέροντας Παϊσιος) ἀπομονώνεται καί ἀπό τούς ἀνθρώπους καί ἀπό τό Θεό -διπλῆ ἀπομόνωση- ὁπότε δέν ἔχει τή Θεία Χάρη. Εἶναι ἄχρηστος ἄνθρωπος». Κατάλληλος μόνο γιά τήν Κόλαση! Θεός νά μᾶς φυλάει ἀπό τέτοια σκληροκαρδία!

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ΛΟΥΚΑ

Θεραπεία τοῦ δαιμονιζομένου τῶν Γαδαρηνῶν.

(Λουκ. 8:27-39 & Ματ. 8:28-34, Μαρ. 5:1-20).

Ὁ Χριστός στά Γαδαρηνά

ὑπό ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Ὁ Ματθαῖος ἀναφέρει ὅτι οἱ δαιμονισμένοι στά Γαδαρηνά ἦταν δύο (Ματ. 8:28), ἐνῶ ὁ Λουκᾶς ἀναφέρει ὅτι ὁ δαιμονισμένος ἦταν ἕνας (Λουκ. 8:27). Τελικά, ποιός λέει τήν «ἀλήθεια;». Οἱ δαιμονισμένοι ἦταν δύο· ἁπλά ὁ ἕνας εἶχε μέσα του πολλά δαιμόνια (Λουκ. 8:30) καί ὁ Λουκᾶς ἐπικεντρώνεται σέ αὐτόν τόν ἕναν. Ἐπίσης: Ὁ μέν Ματθαῖος ἀναφέρει ὅτι οἱ δαιμονισμένοι ἦταν στά Γεργεσηνά (Ματ. 8:28), ὁ δέ Λουκᾶς στά Γαδαρηνά (Λουκ. 8:26-27). Τά Γεργεσηνά (ὅπου βρισκόταν ὁ γκρεμός, πού ἔπεσαν τά γουρούνια ), ἀνῆκαν στήν πόλη τῶν Γαδαρηνῶν. Ἑπομένως καί ὁ Ματθαῖος καί ὁ Λουκᾶς μᾶς λένε τό ἴδιο πρᾶγμα. Ἄς δοῦμε λοιπόν πῶς ἔγινε καί αὐτό τό θαῦμα.

Ὁ Χριστός βρισκόταν στήν Καπερναούμ (πρῶτο ἔτος δημοσίου βίου Του). Ἐργαζόταν νυχθημερόν γιά τή σωτηρία τοῦ λαοῦ Του. Καί ἔκρινε ὅτι θά ἔπρεπε νά πάει ἀπέναντι στά Γαδαρηνά, γιά νά θεραπεύσει ἕναν δαιμονισμένο ἄνθρωπο καί νά ἀπαλλάξει τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν τρομακτική παρουσία τῶν δαιμόνων!

Πῆρε τούς μαθητές Του, μπῆκε στό καραβάκι καί κατέπλευσε (μετά ἀπό ἕνα «ἄγριο» ταξίδι) ἀπέναντι στά Γαδαρηνά (Λουκ. 8:22-26). Ὅμως ὁ δαιμονισμένος γύριζε· δέν στεκόταν σπίτι· ἔμενε ἤ στά μνήματα (Λουκ. 8:27) ἤ στίς ἐρημιές (Λουκ. 8:29). Καί ὁ Χριστός ἐρχόταν γιά νά τόν θεραπεύσει! Ποῦ λοπόν νά τόν ἔβρισκε;! Ἄν ἦταν ἄνθρωπος ἁπλός θά ἔπρεπε νά τόν ψάχνει μέσα στά μνήματα καί στίς ἐρημιές καί ἄν θά τόν ἔβρισκε! Ὅμως κάτι τέτοιο δέν ἴσχυε γιά τό Χριστό, γιατί ἦταν Θεός, κύριος τῶν πάντων φυσικά καί τῶν δαιμόνων!

Καί ἐνῶ λοιπόν ὁ δαιμονισμένος ἦταν στά μνήματα (Ματ. 8:28) ἔλαβε ἀπό τόν παντοδύναμο Χριστό ἀόρατη ἐντολή, νά ἀφήσει τά μνήματα, καί νά σπεύσει πρός συνάντησή Του! Καί μόλις ὁ Χριστός βγῆκε στήν ξηρά, ὁ δαιμονισμένος Τοῦ παρουσιάσθηκε μπροστά Του! (Λουκ. 8:27). Καί ἐνῶ «τόν ἔδεναν μέ ἁλυσῖδες, καί τοῦ ἔβαζαν σιδερένια δεσμά στά πόδια, αὐτός ἔσπαζε τά δεσμά, καί τό δαιμόνιο τόν ὁδηγοῦσε στίς ἐρημιές!» (Λουκ. 8:29) τώρα καί μόνο πού εἶδε τό Χριστό, «ἔβγαλε μιά κραυγή καί ἔπεσε στά πόδια Του!» (Λουκ. 8:28). Παραδόθηκε στήν παντοδυναμία Του! (Πόσο θά ἤθελε αὐτή τή στιγμή νά ἔπιανε τίς ἐρήμους καί τά βουνά! Ὅμως ἀκινητοποιήθηκε ἀπό τήν ἀόρατη δύναμη τοῦ Χριστοῦ!). Γονατιστός καί μέ δυνατή φωνή εἶπε στό Χριστό: «Τί δουλειά ἔχεις Ἐσύ μέ μένα Ἰησοῦ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου;» (Λουκ. 8:28). (Παρόλο πού πρώτη φορά ἔβλεπε τό Χριστό, ἤξερε τό ὄνομά Του, ἤξερε καί ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Ὑψίστου! Καί ὅσοι εἶναι τοῦ διαβόλου, μάγοι, μέντιουμ καί λοιποί μποροῦν καί αὐτοί, χάρη στό διάβολο, νά ἔχουν τό «χάρισμα» αὐτό· νά σέ γνωριζουν νά σοῦ λένε, λ.χ. ποιός εἶσαι, τί δουλειά κάνεις, καί τά σχετικά!).

Στή συνέχεια παρακάλεσε τό Χριστό: «Σέ παρακαλῶ, μή μέ βασανίσεις» (Λουκ. 8:28) ἐννοώντας νά μήν τούς στείλει ἀπό τώρα στήν ἄβυσσο (Λουκ. 8:31). Καί ὁ Χριστός τοῦ ἔκανε τή χάρη….!.[1] Ἡ συνέχεια γνωστή: Ὁ διάβολος βγῆκε ἀπό τόν ἄνθρωπο, μπῆκε στά γουρούνια καί τά γουρούνια ὅρμησαν στή θάλασσα καί πνίγηκαν (Λουκ. 8:32-33). Καί οἱ Γαδαρηνοί παρακάλεσαν τό Χριστό νά φύγει ἀπό τήν πόλη τους, «γιατί τούς ἔπιασε μεγάλος φόβος. Ἐκεῖνος μπῆκε στό πλοῖο καί γύρισε πίσω» στήν Καπερναούμ (Λουκ. 8:37). Ἤδη στήν παραλία Τόν περίμενε πολύς κόσμος! (Μαρ. 5:21). Καί κουρασμένος συνέχισε τό ἔργο Του.

Ὁ Χριστός χρειάσθηκε τέσσερις περίπου περίπου ὧρες γιά νά πάει μέ τό καραβάκι ἀπό τήν Καπερναούμ στά Γαδαρηνά, σύν ἄλλες τόσες γιά νά γυρίσει, συνολικά ὀχτώ ὧρες! Τόσες ὧρες διέθεσε γιά νά θεραπεύσει ἕναν δαιμονισμένο ἄνθρωπο· (καί νά φέρει τή γαλήνη σέ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, στήν οἰκογένειά του καί σέ ὁλόκληρο τό χωριό). Ἐνῶ γιά νά ἀναστήσει τόν γυιό τῆς χήρας τῆς Ναϊν, (Λουκ. 7:11-16) διέθεσε μία μέρα γιά νά πάει, καί ἄλλη μία νά γυρίσει, συνολικά δύο μέρες, καί δρόμος κακός! Καί αὐτό ἦταν ἕνα ἐλάχιστο πού ὁ Χριστός ἔκανε γιά τόν ἄνθρωπο σέ σχέση μέ ἐκείνη τή μεγάλη, αἱματηρή καί ἐπώδυνη θυσία πού ἔκανε γιά μᾶς!

 Ὁ Χριστός ἦρθε στή γῆ γιά ἕναν καί μοναδικό σκοπό: Νά ὑπηρετήσει τόν ἄνθρωπο. Τό εἶπε ὁ Ἴδιος: «Ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου δέν ἦρθε γιά νά Τόν ὑπηρετήσουν, ἀλλά γιά νά ὑπηρετήσει καί νά προσφέρει τή ζωή Του λύτρο γιά ὅλους» (Μαρ. 10:45). Καί τό ἔκανε, ὅσο κανένας ἄλλος ἐπί γῆς! Σέ κανέναν δέν ἀρνήθηκε τήν βοήθειά Του! Σέ κανέναν δέν εἶπε, «δέν ἔρχομαι στό σπίτι σου», σέ κανέναν δέν εἶπε «ἐσένα δέν θά σέ κάνω καλά!».

Ναί! Κανένας δέν κοπίασε, δέν ἵδρωσε τόσο πολύ πρός χάρη ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων! Προπαντός κανένας δέν θυσιάσθηκε γι’ αὐτούς! Αὐτό τό ἔκανε μόνο ὁ Χριστός καί πρός χάρη ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν γι’ αὐτό καί μόνο αὐτός ἔχει τό «δικαίωμα», νά λογίζεται ὡς Θεός μας καί ὡς Σωτῆρας μας.

[1]. Ἄν ὁ Χριστός ἄκουσε τίς ἱκεσίες τῶν δαιμόνων πού Τόν παρακαλοῦσαν νά μήν τούς στείλει ἀπό τώρα στήν Κόλαση (Λουκ. 8:28-29) πόσο μᾶλλον θά ἀκούσει τίς προσευχές τῆς Ἐκκλησίας μας, πού γίνονται ὑπέρ ἀναπαύσεως τῶν νεκρῶν μας. Ἀκόμα καί τό πιό ἐλάχιστο, ἕνα «Κύριε ἐλέησον», νά εἰποῦμε γιά τούς νεκρούς, ἕνα κεράκι νά ἀνάψουμε γιά τήν ψυχή τους, ἕνα λεπτό τοῦ εὐρώ νά δώσουμε σέ ἕνα πτωχό γιά τήν ψυχή τους, τό ἔχουν ἀνάγκη καί τό περιμένουν γιά νά δροσισθοῦν! Θυμηθεῖτε: Ὁ πλούσιος στήν Κόλαση ζητοῦσε μιά σταγόνα ἀπό νερό! (Λουκ. 16:28).

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΛΟΥΚΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΕΛΙΣΤΟΥ

Πρὸς Ἐμμαοὺς

Ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, ἑορτάζει καθημερινῶς. Κάθε μέρα εἶνε ἑορτή. Καὶ σήμερα εἶνε ἡ ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Λουκᾶ τοῦ εὐαγγελιστοῦ. Γιὰ τὸν ἅγιο Λουκᾶ λοιπόν, ποὺ ἑορτάζει σήμερα, θὰ μιλήσουμε.

Τί ἦταν ὁ ἅγιος Λουκᾶς; Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ. Μαθητὴς ὅμως ὄχι ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν δώδεκα, ἀλλ᾿ ἀπὸ ἕναν ἄλλο εὐρύτερο κύκλο μαθητῶν, τὸν κύκλο τῶν ἑβδομήκοντα. Ἦταν μαθητὴς ἀφωσιωμένος στὸν κορυφαῖο ἀπόστολο, τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ἦταν Ἕλληνας στὴν καταγωγή. Γεννήθηκε στὴν ἑλληνικωτάτη πόλι τῆς Ἀντιοχείας. Τὸ ἐπάγγελμά του ἰατρός, καὶ ἡ τέχνη του ζωγράφος. Ζωγράφιζε εἰκόνες. Ζωγράφισε, κατὰ τὴν παράδοσι, θαυματουργὲς εἰκόνες τῆς Παναγίας μας. Γι᾿ αὐτὸ στὸν μικρὸ Παρακλητικὸ κανόνα ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει· «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν, τῶν μὴ προσκυνούντων τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτήν, τὴν ἱστορηθεῖσαν ὑπὸ τοῦ ἀποστόλου Λουκᾶ ἱερωτάτου, τὴν ὁδηγήτριαν», δηλαδή· Νὰ χάσουν τὴ λαλιά τους, Παναγία μου, ὅσοι δὲν προσκυνοῦν τὴν εἰκόνα σου, ποὺ ζωγράφισε ὁ ἱερώτατος Λουκᾶς. Ἀπ᾿ ὅλες τὶς εἰκόνες του ποιά ἆραγε εἶνε ἡ πιὸ ὡραία; Δὲν εἶνε ἐκεῖνες ποὺ ζωγράφισε μὲ τὸ πινέλλο του. Δὲν ζωγραφίζει κανεὶς μόνο μὲ τὸ πινέλλο. Ἔτσι κι ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ζωγράφισε καὶ μὲ ἄλλο τρόπο, ζωγράφισε καὶ μὲ τὴν πέννα του. Ἔγραψε τόσο ὡραῖα, μὲ τὴν ἀθάνατη ἑλληνικὴ γλῶσσα –γιατὶ ἦταν ὁ πιὸ μορφωμένος ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους–, ἔγραψε μὲ τόση χάρι, ὥστε ὅποιος ἀνοίξῃ τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο βλέπει μπροστά του μιὰ ζωντανὴ ζωγραφιά. Εἶνε σὰν νὰ βλέπῃ τὸ Χριστὸ ὅπως ἦταν τότε κάτω στὴ γῆ, ὅπως περπατοῦσε στὰ λιβάδια, στοὺς κάμπους, στὰ χωριά. Σὰν νὰ βλέπῃ τὸ Χριστό, ποὺ μάζευε κοντά του τοὺς ψαρᾶδες, τοὺς βοσκούς, τὰ ἀθῷα παιδιά, τὶς γυναῖκες, τοὺς ἄντρες, κάθε ἁμαρτωλό. Διαβάζοντας, βλέπῃς τὸ Χριστό, νὰ τὸν πιάνουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς, νὰ τὸν δένουν οἱ στρατιῶτες τοῦ Πιλάτου, νὰ τὸν ὁδηγοῦν στὸν Κρανίου τόπο, νὰ τὸν ἀνεβάζουν πάνω στὸ σταυρό… Ὁ Λουκᾶς λοιπὸν ἔγραψε τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, καὶ σᾶς συνιστῶ νὰ τὸ διαβάσετε. Ὁ Λουκᾶς, ἀκόμη, ἀκολούθησε τὸν Παῦλο σὲ ὅλες τὶς περιπέτειές του. Ὅταν ἔρριξαν τὸν Παῦλο μέσα στὰ μπουντρούμια τῆς Ῥώμης, ἄλλοι τὸν ἄφησαν· ἕνας ὅμως ἔμεινε κοντά του, ὁ Λουκᾶς ὁ ἰατρὸς καὶ ζωγράφος. Αὐτὸς λοιπὸν πῆρε τὴν πέννα καὶ ἔγραψε δύο βιβλία. Τὸ ἕνα εἶνε ἡ ἱστορία τοῦ Χριστοῦ, εἶνε τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο. Καὶ τὸ ἄλλο βιβλίο εἶνε ἡ ἱστορία τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, εἶνε οἱ Πράξεις τῶν ἀποστόλων. Τέλος ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἔφυγε ἀπ᾽ τὴ ζωὴ ἐδῶ στὴν πατρίδα μας, ἔξω ἀπὸ τὴ Θήβα, ὅπου ὑπάρχει καὶ τὸ μοναστήρι του. Ἐκεῖ κοντά, μέσα σὲ μιὰ σπηλιά, ἔζησε τὶς τελευταῖες ἡμέρες του καὶ ἐκεῖ ἔκλεισε τὰ μάτια του. Αὐτόν λοιπὸν ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας.

Θέλετε τώρα, ἀγαπητοί μου, νὰ δῆτε μιὰ ἀπὸ τὶς ὄμορφες εἰκόνες ποὺ ζωγράφισε ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς; Ὅταν πᾶτε στὸ σπίτι σας καὶ προτοῦ νὰ κοιμηθῆτε, πάρτε στὰ χέρια σας τὸ Εὐαγγέλιο. Πιστεύω ὅλοι νὰ ἔχετε στὰ σπίτια σας Εὐαγγέλιο. Ἀνοῖξτε στὸ 24ο (κδ΄) κεφάλαιο τοῦ Λουκᾶ καὶ διαβάστε ἢ μᾶλλον ἰδέστε μιὰ εἰκόνα, ἀπὸ τὶς πιὸ ὄμορφες εἰκόνες ποὺ ὑπάρχουν σ᾿ αὐτὸ τὸ εὐαγγέλιο, στοὺς στίχους 13 ἕως 35. Γιὰ νὰ καταλάβετε τὴν περικοπὴ αὐτή, πρέπει νὰ ἔχετε ὑπ᾿ ὄψιν, ὅτι ἔξω ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα, σὲ ἀπόστασι 10 χιλιομέτρων, ἦταν ἕνα ὄμορφο χωριουδάκι, ποὺ ὠνομαζόταν Ἐμμαούς. Πάνω στὸ δρόμο αὐτό, τὴν ἡμέρα ποὺ ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, περπατοῦσαν δύο ἄνθρωποι. Καὶ ὅπως συμβαίνει πάντοτε, ὅταν περπατοῦν δύο, κουβεντιάζουν. Ἦταν πολὺ λυπημένοι, «σκυθρωποί» λέει τὸ Εὐαγγέλιο (στ. 17). Ὁ ἥλιος πήγαινε νὰ βασιλέψῃ. Τὴν ὥρα ἐκείνη, νά κάποιος ἄγνωστος. Τοὺς πλησίασε, ἑνώθηκε μὲ τὴν παρέα τους καὶ τοὺς ρωτᾷ· –Τί εἶνε αὐτὰ ποὺ συζητᾶτε μεταξύ σας; Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπαντοῦν· –Καλά, ἐσὺ δὲν ἄκουσες τί ἔγινε; Ἐδῶ ταράχτηκαν τὰ Ἰεροσόλυμα· δὲν ὑπάρχει σπίτι ποὺ νὰ μὴν κουβεντιάζῃ γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἔγιναν. –Ποιά; τοὺς ρωτᾷ (ἔκανε πὼς δὲν ξέρει). Κ᾿ ἐκεῖνοι τοῦ ἀπαντοῦν· –Νά. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας προφήτης καὶ παραπάνω ἀπὸ προφήτης· δυνατὸς στὰ λόγια, δυνατὸς στὰ ἔργα, γεμᾶτος ἀγάπη. Σκορποῦσε στὸ διάβα του τὸ φῶς καὶ τὴ ζωή. Ἀλλὰ τὸ κήρυγμά του δὲν ἄρεσε στοὺς ἀφεντάδες. Καὶ τὸν ἔπιασαν, τὸν ἔδεσαν, τὸν πῆγαν στὸ κριτήριο, τὸν καταδίκασαν, καὶ τέλος τὸν σταύρωσαν. Ἔτσι χάσαμε τὴν ἐλπίδα μας, τὴν παρηγοριά μας, τὸ Θεό μας. Σήμερα μόνο, κάτι ἀκούσαμε. Μερικὲς γυναῖκες λένε, ὅτι ἀναστήθηκε. Μπᾶ, ἀναστήθηκε! δὲν τὸ πιστεύουμε… Γι᾿ αὐτὸ ἀναστενάζουμε.

Τότε ὁ ξένος ὕψωσε τὴ φωνή του ἐλεγκτικὰ καὶ τοὺς λέει· – «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ καρδίᾳ…» (στ. 25-26), γιατί δὲν πιστεύετε σ᾿ αὐτὰ ποὺ λένε οἱ προφῆτες; Γιατί τὸ μυαλό σας εἶνε σκοτεινιασμένο καὶ ἡ καρδιά σας ψυχρή; Δὲν ξέρατε, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔπρεπε νὰ πάθῃ καὶ νὰ σταυρωθῇ, γιὰ ν᾿ ἀναστηθῇ σὲ αἰωνία δόξα; Κουβεντιάζοντας ἔτσι, ἄρχισε ὁ ἄγνωστος νὰ τοὺς ἀναλύῃ ὅλες τὶς προφητεῖες. Πέρασε ἡ ὥρα καὶ ὁ ἥλιος βασίλευε. Ὅταν ἔφθασαν στὴν κώμη νύχτωνε πιά. Τότε ὁ ξένος ἔκανε πὼς θέλει νὰ φύγῃ, νὰ τοὺς ἀποχαιρετίσῃ, νὰ τοὺς πῇ καληνύχτα. Μὰ αὐτοί, μαγεμένοι ἀπὸ τὰ λόγια του, τὸν ἐμπόδισαν. –Ὄχι, δὲν θὰ φύγῃς, τοῦ εἶπαν. Μεῖνε μαζί μας, «ὅτι …κέκλικεν ἡ ἡμέρα» (στ. 29). Μεῖνε κοντά μας, γιατὶ ἔγειρε ὁ ἥλιος καὶ ἡ ἡμέρα κλείνει. Ποῦ νὰ πᾷς τέτοια ὥρα; Τὸν κράτησαν. Κι αὐτὸς ἔμεινε μαζί τους. Μπῆκαν στὸ σπίτι, ἄναψαν λυχνάρι, ἔστρωσαν τραπέζι, ἔφεραν ψωμί. Ὅταν ὅμως ὁ ξένος πῆρε στὰ χέρια του τὸ ψωμὶ νὰ τὸ κόψῃ καὶ ὕψωσε τὰ μάτια του νὰ προσευχηθῇ στὸν οὐράνιο Πατέρα, τότε, λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ἄνοιξαν τὰ μάτια τους καὶ εἶδαν μπροστά τους τὸ Χριστό. Ὤ, ὁ Κύριος εἶνε! εἶπαν. Ἀλλ᾿ ἀμέσως ἐκεῖνος ἔγινε ἄφαντος. Ποιοί ἦταν αὐτοὶ οἱ δυὸ μαθηταί, ποὺ ὅταν συνάντησαν τὸ Χριστό, γέμισαν χαρὰ καὶ αἰσιοδοξία; Ὁ ἕνας λεγόταν Κλεόπας, καὶ ὁ ἄλλος εἶνε ὁ ιδιος ὁ Λουκᾶς ὁ εὐαγγελιστής. Αὐτὴ εἶνε μιὰ εἰκόνα ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ζωγράφισε μὲ τὴν πέννα του ὁ εὐαγγελιστής. Σ᾿ αὐτὴ τὴν εἰκόνα θέλω νὰ ἐπιμείνω.

Ὁ Χριστὸς ἔδωσε στὸ Λουκᾶ καὶ τὸν Κλεόπα χαρὰ καὶ αἰσιοδοξία καὶ δύναμι, γιὰ νὰ συνεχίσουν τὴν πορεία τῆς ζωῆς τους. Κάτι τέτοιο, ἀγαπητοί μου, συμβαίνει καὶ σ᾿ ἐμᾶς. Ὅπως οἱ μαθηταὶ ἐκεῖνοι περπατοῦσαν λυπημένοι, ἔτσι εἶνε καὶ σήμερα ὁ κόσμος. Ἂς φαίνεται εὐχαριστημένος. Οὐδέποτε ὁ ἄνθρωπος ἦταν τόσο λυπημένος ὅσο στὶς ἡμέρες μας. Ἂς γλεντᾶνε, ἂς ἔχουν αὐτοκίνητα καὶ κόττερα καὶ ἀεροπλάνα. Ἡ μελαγχολία καὶ ἡ λύπη εἶνε ἀφάνταστη. Εἶνε αὐτὸ ποὺ λένε οἱ ψυχολόγοι καὶ οἱ γιατροί· ὑπάρχει ἄγχος. Ἡ γενεά μας, ἡ ἐποχή μας, ἔχει ἄγχος. Λυπημένοι περπατοῦν οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ποιός δὲν εἶνε λυπημένος; Λυπημένοι οἱ φτωχοί, ἀλλὰ πιὸ λυπημένοι οἱ πλούσιοι. Λυπημένος ὁ ἐργάτης καὶ ὁ χωριάτης, λυπημένος ὅμως καὶ ὁ ἐργοστασιάρχης. Λυπημένος ὅλος ὁ κόσμος. Μιὰ λύπη βαθειὰ βασιλεύει. Κλαίει ὁ φτωχός, κλαίει κι ὁ πλούσιος· ποιά διαφορά; Ὁ φτωχὸς δὲν ἔχει μαντήλι νὰ σφουγγίσῃ τὰ δάκρυά του, ὁ πλούσιος ἔχει ντουζίνες μεταξωτὰ μαντήλια· νά ἡ διαφορά. Ἀλλὰ τὰ δάκρυα, εἴτε τὰ σφουγγίζεις μὲ μεταξωτὸ μαντήλι εἴτε τ᾿ ἀφήνεις νὰ πέφτουν στὴ γῆ γιατὶ δὲν ἔχεις μαντήλι, εἶνε ἴδια· δὲν ὑπάρχει διαφορά. Ὁ πόνος εἶνε βαθύς, τὸ ἄγχος τῆς ζωῆς συνέχει τὴν ἀνθρωπότητα. Ὅλοι εἴμαστε ἐπάνω στὸ δρόμο ποὺ πάει πρὸς Ἐμμαούς…

Ποιός θὰ μᾶς δώσῃ τὴ χαρά, τὴν αἰσιοδοξία, τὸ κουράγιο; Μόνο ὁ Ξένος, ὁ ἄγνωστος ἐκεῖνος Ξένος. Ναί. Γι᾿ αὐτὸ ἂς ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς ὅπως ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς καὶ ὁ Κλεόπας· «Μεῖνον μεθ᾿ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέραν ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα». Χριστέ, μεῖνε μαζί μας. Μεῖνε μαζί μας τώρα ποὺ βραδιάζει. Μεῖνε μαζί μας τώρα ποὺ ἀκούγονται τὰ τσακάλια. Μεῖνε μαζί μας τώρα ποὺ οἱ κλέφτες καὶ οἱ λῃσταὶ κτυποῦν τὶς πόρτες μας. Σκοτείνιασε ὁ κόσμος. Χριστέ, μεῖνε μαζί μας· ἀμήν.

 (†) Μητροπολίτη Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη