“Ο μικρός πρίγκιπας και η πολιορκία της αγάπης”

Του Μητροπολίτου Αργολίδος Νεκταρίου

Οι εικόνες από την πολιορκία και την καταστροφή της Μαριούπολης, μόνο φρίκη μπορούν να προκαλέσουν. και δεν είναι μόνο τα κτήρια, αλλά οι κατεστραμμένες ζωές, ο πόνος και η οδύνη εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που επιτείνουν αυτό το αίσθημα. Δεν ξέρω πώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα βρουν το κουράγιο να επιστρέψουν στην κατεστραμμένη πατρίδα τους και να ξαναστήσουν τη ζωή τους και βέβαια να αποδεχθούν ή ακόμη περισσότερο να συμφιλιωθούν και να συμβιώσουν με τους “απελευθερωτές” τους…

Βλέποντας όλες αυτές τις εικόνες από την πολιορκία της Μαριούπολης, θυμήθηκα μια άλλη πολιορκία με διαφορετικό τέλος. Πρόκειται για την πολιορκία του Μούρομ, μιας πόλης που βρίσκεται ανατολικά της Μόσχας σε απόσταση 300 χιλιομέτρων. Τον 11ο αιώνα οι κάτοικοι του Μούρομ παρά τις προσπάθειες των Ρώσων ηγεμόνων και ιεραποστόλων, παρέμεναν ειδωλολάτρες.

Η θρησκεία τους ήταν πρωτόγονη και χοντροκομμένη. Προσκυνούσαν τα ποτάμια, τις λίμνες, τα πηγάδια, τα δέντρα. Το χειρότερο όμως ήταν πως θυσίαζαν τα παιδιά τους στους ψεύτικους θεούς.

Το 1097 ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος δισέγγονος του Αγίου Βλαδίμηρου, ξεκίνησε με τα στρατεύματα του για το Μούρομ. Είχε μαζί του τη σύζυγό του Ειρήνη και τους δύο γιους του Μιχαήλ και Θεόδωρο. Με μια στρατηγική κυκλωτική κίνηση ο Κωνσταντίνος ανάγκασε τις ειδωλολατρικές φυλές να υποχωρήσουν και να κλειστούν στο κάστρο. Περικυκλωμένοι από το στρατό του Κωνσταντίνου οι κάτοικοι δεν μπορούσαν να βγουν από το κάστρο, αλλά ούτε να πάρουν κάποια βοήθεια ή τροφή. Για τον πρίγκιπα Κωνσταντίνο όλα ήταν θετικά πλέον. Μπορούσε να περιμένει λίγο καιρό ώσπου να εξαντληθούν τα τρόφιμα, ώστε η πείνα, η μιζέρια και η απόγνωση να αναγκάσουν τους κατοίκους να παραδοθούν. Όμως ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος πίστευε στον Χριστό, στο Ευαγγέλιο. Πίστευε ότι το καλύτερο όπλο δεν είναι τα ξίφη και τα τόξα αλλά η αγάπη. Οι άνθρωποι αυτοί τον θεωρούσαν εχθρό, αλλά γι’ αυτόν δεν ήταν εχθροί, διότι για τον χριστιανό δεν υπάρχουν εχθροί, αλλά όλοι είναι αδέλφια, πλασμένα από τον ίδιο το Θεό.

Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι οι κάτοικοι της πόλης, οι γυναίκες, οι νέοι, τα παιδιά, τα μικρά και οι γενναίοι πολεμιστές θα πέθαιναν από την πείνα. Γνώριζε ότι ο καθένας από αυτούς είναι πολύτιμος στα μάτια του Θεού. Ότι και γι’ αυτούς ο Θεός έγινε άνθρωπος και θυσιάστηκε πάνω στο σταυρό. Γι’ αυτό αποφάσισε να τους προτείνει ειρήνη στο όνομα του Χριστού.

Έστειλε, λοιπόν, εκπροσώπους και τους πρότεινε ειρήνη χωρίς όρους, χάριν του ονόματος του Χριστού. Όμως εκείνοι ήταν ειδωλολάτρες, δεν πίστευαν στον Θεό των χριστιανών, στον Θεό της αγάπης. Πίστευαν πως πίσω από αυτή την πρόταση υπάρχει κάποιο στρατήγημα, κάποιο ύπουλο παιχνίδι κρυμμένο. Έκαναν λοιπόν μια συνεδρίαση. Καταλάβαιναν ότι δεν είχαν άλλη λύση. Σύντομα η πείνα θα τους οδηγούσε στο θάνατο. Θέλησαν λοιπόν να επωφεληθούν και πρότειναν στον Κωνσταντίνο μια συμφωνία.

– Θα δεχτούμε, είπαν, την προσφορά σου μ έναν όρο: Να μας στείλεις όμηρο στο κάστρο μας έναν από τους γιούς σου!

Υπολόγιζαν ότι αν ο Κωνσταντίνος τους πρόδιδε και δεν τηρούσε τη συμφωνία, να πάρουν εκδίκηση με το να σκοτώσουν το παιδί μπροστά στα ίδια του τα μάτια.

Ο Κωνσταντίνος βρέθηκε σε φοβερό δίλημμα. Το βράδυ περπατούσε με αγωνία πάνω-κάτω στη σκηνή του, χωρίς να μπορεί να αποφασίσει. Ο μικρός γιος του Μιχαήλ, 10 χρονών παρακολουθούσε τον πατέρα του κι έβλεπε την αγωνία του. Κάποια στιγμή, σηκώθηκε και ρώτησε τον πατέρα του, τι του συμβαίνει. Ο πατέρας απαντούσε με μισόλογα. Ο Μιχαήλ επέμενε και τελικά έμαθε την αλήθεια. Μέ σταθερότητα είπε στόν πατέρα του.

– Πατέρα μου, δεν το βλέπεις πως μπορούμε τώρα κι εμείς να κάνουμε αυτό που είχαν κάνει ο Θεός-Πατέρας με τον Γιο Του Ιησού Χριστό;

Σταμάτησε λίγο, κοίταξε στα μάτια τον πατέρα του και συνέχισε:

– Αν με στείλεις σ εκείνη την πόλη, ακόμη κι αν με σκοτώσουν, εσύ θα έχεις μιμηθεί τον Θεό Πατέρα κι εγώ τον Γιο Του, Ιησού Χριστό. Θα εκπληρώσω την επιθυμία σου, όπως ακριβώς ο Χριστός εκπλήρωσε την επιθυμία του Πατέρα Του. Θα έρθω ως ειρηνοποιός. Εσύ δεν με έχεις μάθει πως πρέπει να μιμούμαστε όλες τις πράξεις του Ιησού, του Σωτήρα μας;

Ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Πείστηκε τελικά και αποφάσισε να στείλει τον Μιχαήλ ως όμηρο στο κάστρο.

Την επόμενη μέρα, με την ανατολή του ηλίου, το δεκάχρονο αυτό αγόρι ξεκίνησε μόνο του, όλο εμπιστοσύνη, προετοιμασμένο για να θυσιαστεί όπως ο Χριστός. Περπάτησε μέσα στο σκοτεινό δάσος. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε. Σε λίγο άφηνε το πυκνό δάσος και βγήκε σ ένα μακρύ ξέφωτο. Οι ματιές όλων είχαν καρφωθεί στον μικρό πρίγκιπα. Έβλεπαν ένα μικρό παιδί, μόνο του, να πηγαίνει να συμφιλιώσει δύο εχθρικούς λαούς, διότι και ο ίδιος και ο πατέρας του πίστευαν βαθιά στον Χριστό. Και οι χριστιανοί στρατιώτες, αλλά και οι ειδωλολάτρες κάτοικοι στο φρούριο είχαν συγκινηθεί από την ομορφιά κι την απλοχεριά της καρδιάς του.

Και όμως. Μέσα στο φρούριο ήταν κάποιος που δεν είχε συγκινηθεί, που το μίσος είχε κυριεύσει ολοκληρωτικά την καρδιά του. Πήρε το τόξο και σημάδεψε τον μικρό πρίγκιπα. Το βέλος πήγε κατευθείαν στο ανυπεράσπιστο παιδί και το χτύπησε στην καρδιά. Ο μικρός Μιχαήλ έπεσε στο έδαφος, πληγωμένος θανάσιμα. Το αίμα του πότισε στο χώμα του Μούρομ, αλλά μαζί πότισε και τον σπόρο για να ανθίσει το δέντρο της χριστιανικής πίστης, της αγάπης και της ειρήνης.

Θα νόμιζε κανείς ότι όλα πια είχαν τελειώσει. Ότι ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος θα συνέτριβε τους εχθρούς του, παίρνοντας εκδίκηση για το αίμα του παιδιού του. Ότι η θυσία του παιδιού πήγε χαμένη. Ότι το μίσος θριάμβευσε. Όμως όχι. Αντίθετα. Νίκησε η αγάπη. Και να πώς.

Συνέβη τότε το αναπάντεχο. Όλοι οι άνδρες του πρίγκιπα, χωρίς προφυλάξεις, έτρεξαν προς τον μικρό Μιχαήλ. Αλλά το ίδιο συνέβη και με τον ειδωλολατρικό λαό της πόλης. Χωρίς να λογαριάσουν τον κίνδυνο που τους απειλούσε, να βρεθούν στα χέρια των εχθρών, βγήκαν γρήγορα από το κάστρο κι έτρεξαν με αγωνία στο πληγωμένο παιδί. Τι καταπληκτική σκηνή! Έτρεχαν και οι δύο λαοί, όχι για να συγκρουστούν, αλλά για να δουν αν ο μικρός πρίγκιπας είχε πεθάνει ή αν υπήρχε ακόμα ελπίδα. Στριμώχτηκαν πάνω από το σώμα του, ο ένας έσπρωχνε τον άλλον με αγωνία. Το παιδί όμως είχε αφήσει την τελευταία του πνοή.

Άρχισαν όλοι να κλαίνε. Και τότε οι ειδωλολάτρες αλλά και οι χριστιανοί ξαφνικά θυμήθηκαν πως ήταν σε πόλεμο! Όταν όμως είδαν τους στρατούς τους αναμεμειγμένους, κατάλαβαν πως δεν ήταν πια εχθροί. Ήταν απλώς άνθρωποι με δάκρυα στα μάτια και πόνο στην καρδιά, που στέκονταν με φρίκη μπροστά στη ασπλαχνία και το μίσος. Ο μικρός πρίγκιπας, ο παιδομάρτυρας Μιχαήλ, με τη θυσία και τον θάνατο του τους είχε ενώσει, τους είχε φέρει την ειρήνη. Η αγάπη είχε νικήσει. Η πολιορκία έληξε ειρηνικά. Οι κάτοικοι του Μούρομ δέχθηκαν την Ορθόδοξη πίστη. Στην πόλη ο Κωνσταντίνος έχτισε το ναό του Ευαγγελισμού.

Εκεί ενταφιάστηκε ο παιδομάρτυρας Μιχαήλ και αργότερα όλα τα μέλη της οικογένειας. Το 1553 τα λείψανα τους βρέθηκαν άφθαρτα και σήμερα βρίσκονται μέσα στο ναό. Στον τόπο που σκοτώθηκε ο Μιχαήλ στήθηκε μεγάλος σταυρός και μια αναμνηστική πλάκα. Η μνήμη του γιορτάζεται στις 21 Μαΐου.

Για τον ορθολογιστή άνθρωπο του 21ου αιώνα, που στηρίζεται στα σύγχρονα οπλικά συστήματα, στη βία, την καταπίεση, την καταστροφή, τέτοιες ιστορίες τις θεωρεί παραμύθια της…Χαλιμάς.

Η γλώσσα και το ήθος του μικρού πρίγκιπα Μιχαήλ είναι ξένα με τη δική μας “γλώσσα” και το (άηθες) ήθος μας. Ιδιαίτερα είναι ξένα με τη γλώσσα της εξουσίας.

«Η εξουσία είναι δηλητήριο γνωστό από χιλιάδες χρόνια . Μακάρι να μην μπορούσε ποτέ κανένας να αποκτήσει υλική εξουσία πάνω σε άλλους ανθρώπους! Για έναν άνθρωπο που πιστεύει σε κάποια δύναμη ανώτερη από όλους εμάς και γι’ αυτό καταλαβαίνει ότι τα δικά του όρια είναι περιορισμένα, η εξουσία δεν είναι θανατηφόρα. Για ανθρώπους όμως που δεν έχουν καμία ανώτερη σφαίρα, ή εξουσία είναι πτωμαΐνη! Και από αυτή τη μόλυνση δεν υπάρχει σωτηρία». ( Αλ. Σολζενίτσιν)

Χτες ήταν το Άουσβιτς, το Βιετνάμ, το Αφγανιστάν, η Συρία. Σήμερα η Μαριούπολη, το Χάρκοβο, η Χερσώνα. Αύριο κάτι άλλο «και ο Θεός να μας φυλάει από τυράννους οργισμένους και βάρβαρους, οι οποίοι, επειδή δεν πιστεύουν στον Θεό, νομίζουν πως είναι οι ίδιοι Θεοί». (Ν. Στάϊνχαρτ)

«Οἴδατε ὃτι οἱ ἂρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν και οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. Οὒχ οὓτως ἒσται ἐν ὑμῖν…» (Ματθ. 20,25)

Πηγή: http://anastasiosk.blogspot.com

Διακόσια χρόνια από την ατιμώρητη σφαγή της Χίου της 30ης Μαρτίου 1822: Επαναλήφθηκε στη Σμύρνη το 1922 και επαναλαμβάνεται σήμερα…

Θεοφάνης Μαλκίδης

Η έκρηξη της Επανάστασης βρήκε το πολυπληθές ελληνικό στοιχείο της Χίου να ευημερεί (123.000 έναντι 3.000 Οθωμανών Τούρκων ). Με τον στόλο τους, την ικανότητά τους στο εμπόριο και τη διπλωματία τους, οι Έλληνες της Χίου κυριαρχούσαν στον Εύξεινο Πόντο, το Αιγαίο και τη Μεσόγειο.

Στις 10 Μαρτίου 1822 ο Σάμιος Επαναστάτης Λυκούργος Λογοθέτης, με την προτροπή του Χιώτη Αντωνίου Μπουρνιά, αποβιβάστηκε στο νησί με 1.500 άνδρες και πέτυχε να συνεγείρει τους ντόπιους και ειδικότερα τους κατοίκους της υπαίθρου. Οι 3.000 Τούρκοι του νησιού πρόλαβαν να κλειστούν στο Κάστρο της πρωτεύουσας, η πολιορκία τους όμως δεν έφερε κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα, καθώς οι άνδρες του Λογοθέτη ήταν ανεπαρκώς εξοπλισμένοι.

Μόλις έφθασε η είδηση της εξέγερσης ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β’ διέταξε αμέσως να φυλακιστούν όλοι οι Χιώτες της Κωνσταντινούπολης και εξήντα από αυτούς να αποκεφαλιστούν. Στη συνέχεια έδωσε την εντολή στον αντιναύαρχο Καρά-Αλή πασά να καταπλεύσει στον νησί και να τιμωρήσει παραδειγματικά τους εξεγερθέντες.

Η διαταγή του Σουλτάνου ήταν να σφάξουν βρέφη έως τριών ετών, αγόρια και άνδρες άνω των δώδεκα ετών, γυναίκες άνω των σαράντα, να αιχμαλωτίσουν κορίτσια και γυναίκες από τρία έως σαράντα ετών και αγόρια από τρία έως δώδεκα ετών !

Στις 30 Μαρτίου 1822 και μετά από ισχυρό κανονιοβολισμό, ο Καρά-Αλή αποβίβασε 7.000 άνδρες και με τη συνδρομή της τουρκικής φρουράς της Χίου κατέστειλε την εξέγερση.

Στη συνέχεια πυρπόλησε όλα τα περίχωρα και την πρωτεύουσα του νησιού και επιδόθηκε σε ανήκουστες σφαγές. Από τις 124.000 Ελληνίδες και Έλληνες του νησιού δολοφονήθηκαν 50.000, αιχμαλωτίσθηκαν 52.000, διέφυγαν και σώθηκαν 20.000 και επέζησαν στη Χίο μόνο 1800- 2000 !

Ο τότε τοποτηρητής της Χίου Βαχίτ πασά, αναφέρει ότι «τους μεν ηλικιωμένους επέρασαν (οι μουσουλμάνοι) γενναιότατα εν στόματι μαχαίρας, παρομοίως και τας ηλικιωμένας γραίας, την δε κινητήν περιουσίαν αυτών ελεηλάτησαν … τας δε ωραίας κόρας των και τους τρυφερούς νεανίσκους των ηχμαλώτισαν. Το αίμα έρρευσε ποταμηδόν …». Όταν ο ίδιος απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη αναφορά για την ανακατάληψη του νησιού, απέστειλε μαζί και πέντε φορτία με κομμένα κεφάλια και δύο φορτία κομμένα αυτιά. Καταμετρώντας τους νεκρούς αναφέρει κεφάλια ιερέων, προεστών και ανταρτών 1.109, «τελειωθέντες εν στόματι μαχαίρας» 25.000, σκλαβωμένα αγόρια και κορίτσια 5.

Ο Ολλανδός διπλωμάτης στην Κωνσταντινούπολη Gaspar Testa έγραψε προς τον υπουργό του των εξωτερικών: «Το πιο σπαρακτικό θέαμα είναι τα σκλαβωμένα γυναικόπαιδα που έφεραν από τη Χίο … Αγόρια και κορίτσια σέρνονται στους δρόμους δεμένα το ένα με το άλλο και οδηγούνται στα σκλαβοπάζαρα».

Στην εφημερίδα Courrier Francais της 10-7-1822 αναφέρεται ότι μουσουλμάνοι αγόραζαν το θύμα τους για τριάντα γρόσια και το έσφαζαν για να κερδίσουν μια θέση στον παράδεισο. Πολλές γυναίκες αυτοκτόνησαν κατά την μεταφορά και άλλες πέθαναν από απεργία πείνας για να γλυτώσουν τον εξευτελισμό. Στην Allgemeine Zeitung δημοσιεύτηκε η είδηση ότι μικρά παιδιά κάτω των 7 ετών που ήταν ακατάλληλα για το εμπόριο δένονταν και ρίχνονταν στη θάλασσα. Το σκηνικό του δουλεμπορίου περιγράφει και ο ιερέας της αγγλικής πρεσβείας R. Walsh αναφέροντας ότι από την 1η Μαΐου 1822 εκδόθηκαν 41.000 έγγραφα ιδιοκτησίας δούλων και ότι 5.000 πουλήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την εφημερίδα της Σμύρνης Spectateur Oriental, έως την 10-5-1822 στο τελωνείο της Σμύρνης είχαν καταβληθεί δασμοί για 40.000 σκλάβους.

Τα παιδιά οδηγούνταν κατά ομάδες για εξισλαμισμό. Ο Άγγλος κληρικός Walsh γράφει ότι «μέσα σε μια μέρα έγιναν περισσότεροι προσηλυτισμοί από το Ευαγγέλιο στο Κοράνι απ’ όσοι απ’ το Κοράνιο στο Ευαγγέλιο σε έναν αιώνα».

Οι αγοραπωλησίες σταμάτησαν στις 19 Ιουνίου 1822 ύστερα από επέμβαση της αδελφής του σουλτάνου, στην οποία ανήκε η Χίος ως φέουδο.

Τα ιερά κόκκαλα πολλών θυμάτων της σφαγής της Χίου βρίσκονται σήμερα στις οστεοθήκες στη Νέα Μονή και στη Μονή του Αγίου Μηνά.

Το ολοκαύτωμα της Χίου προκάλεσε αλγεινή εντύπωση στην Ευρώπη. Η κοινή γνώμη ξεσηκώθηκε και οι τάξεις των φιλελλήνων πύκνωσαν. Αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψαν τις φρικιαστικές σκηνές στις εφημερίδες, ζωγράφοι (Ντελακρουά) τις απεικόνισαν και ποιητές (Ουγκώ, Χέμανς, Πιέρποντ, Χιλ, Σιγκούρνεϊ) έψαλλαν τη θλιβερά καταστροφή.

Η Νέμεσιςγια τη σφαγή της Χίου θα έλθει σύντομα, με την ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας του Καρα-Αλή από τον Κωνσταντίνο Κανάρη (6 – 7 Ιουνίου 1822).

Υ. Γ. Δυστυχώς, το φρικιαστικό έγκλημα στη Χίο δεν τιμωρήθηκε και εκατό ακριβώς χρόνια αργότερα επαναλήφθηκε στην ίδια περιοχή, στη Σμύρνη. Ένα ακόμη δυστύχημα είναι ότι οι δολοφόνοι του χθες ως ατιμώρητοι Γκρίζοι Λύκοι του σήμερα επαναλαμβάνουν τα εγκλήματά τους και ανερυθρίαστα εμφανίζονται ως ειρηνοποιοί στην πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας και ως πειρατές σε μία νέα λεηλασία στο Αιγαίο, στην Κύπρο, στη Θράκη !

Πηγή: http://aktines.blogspot.com

Γιορτή είναι η προσφορά, μια συγκινητική ιστορία…

Ο μικρός μας Εφραίμ

Όταν σκέφτομαι τον Εφραίμ έρχεται στο μυαλό μου η γλυκιά φατσούλα του. Δυο έξυπνα εκφραστικά μάτια και ένα στόμα που έλεγε τις πιο όμορφες ψευδές λεξούλες.

Δεν πίστευες ότι ένα παιδί τόσο μικρό και με τόσα πολλά προβλήματα υγείας θα μπορεί να ανταποκρίνεται και να αντιδρά και να επικοινωνεί τόσο καλά.

Όλοι τον αγαπούσαν στο Νοσοκομείο. Οι νοσηλεύτριες, η τραπεζοκόμος, η καθαρίστρια, μέχρι και ο κύριος που μετέφερε τα φαγητά από την κουζίνα στην κλινική. Σε όλους μιλούσε και χαμογελούσε. Και όλοι περνούσαν από το δωμάτιό του να τον χαιρετήσουν. Φυσικά ήταν ο αγαπημένος όλων των εθελοντών της “Διακονίας” που είχαμε την ευλογία να σταθούμε κοντά του.

Είχα κι εγώ τη χαρά να βρεθώ δίπλα του σε αρκετές φάσεις της νοσηλείας του στο “Παίδων”. Τον γνώρισα ενώ ήταν μόλις λίγων μηνών. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και συνδεδεμένος με τα διάφορα μηχανήματα θυμάμαι πως κλαψούριζε ζητώντας αγκαλιά. Τον πήρα στα χέρια μου πιάνοντάς τον πολύ προσεκτικά να μην του πειράξω κάποιο από τα σωληνάκια ή την παροχέτευση που είχε… Νέα τότε εθελόντρια προσπαθούσα να εξοικειωθώ με την εικόνα του διαφορετικού σώματός του.

Το βλέμμα του όμως δεν μου επέτρεπε να σταθώ για πολλή ώρα στα ατροφικά ποδαράκια και χεράκια του. Με τραβούσε σαν μαγνήτης και με τις υπέροχες εκφράσεις του προσώπου του μπορούσα να καταλάβω τι ήθελε και τι όχι.

Θυμάμαι πως σιγά σιγά εξοικειώθηκα και τον έπιανα πιο εύκολα. Όταν άρχισε να τρώει κρεμούλες δυσανασχετούσε λίγο αλλά σε κάθε κουταλιά που τον πίεζα λίγο να φάει, μου έκανε τη χάρη και άνοιγε το στόμα του και μετά κλαψούριζε πάλι. Ακόμη και το κλάμα του ήταν ευγενικό, όχι απαιτητικό.

Όταν αποσυνδέθηκε από το μηχάνημα και μπορούσε να βγαίνει βόλτες στο διάδρομο της κλινικής γελούσε σε όλους, κοιτούσε τις ζωγραφιές στους τοίχους και μάθαινε τα πάντα. Χρώματα, αριθμούς, τραγούδια…

Σε άλλη περίοδο της ζωής του στο νοσοκομείο, μετά από μία ακόμη εγχείρηση που είχε κάνει, τον συνάντησα και κατάλαβα πόσο είχε μεγαλώσει. Είχε πυρετό και δεν μας επέτρεψαν να βγει από το δωμάτιο. Παίξαμε με τα παιχνίδια που είχε στο κρεβάτι του και μετά τον σήκωσα λίγο και τον πήρα αγκαλιά. Κοιτούσαμε από το παράθυρο του δωματίου και βλέπαμε τον ακάλυπτο. Τι ενδιαφέρον να έχει αυτό; Κι όμως για πολλή ώρα παρακολουθούσαμε τα οχήματα που ήταν παρκαρισμένα εκεί. Ήξερε το φορτηγό, το μηχανάκι, το αυτοκίνητο και τα χρώματά τους.

Όταν κουράστηκε μου ζήτησε να τον βάλω πάλι στο κρεβάτι και να βάλω μουσική. Είχε ένα cd player και του άρεσε να ακούει παιδικά τραγούδια και να τα τραγουδάει.

Πολλές φορές έχω σκεφτεί για τον μικρό Εφραίμ, ότι είχε τη χαρά να γνωρίσει τον κόσμο μέσα από τα μάτια των εθελοντριών, αφού δεν είχε βγει ποτέ από το νοσοκομείο. Και φαίνεται πως το έκαναν αυτό με τόση αγάπη που εκείνος έδειχνε σαν να τα έχει ζήσει πραγματικά όλα αυτά για τα οποία μιλούσε.

Ήταν ευλογία που τον γνώρισα και έστω για λίγο στάθηκα πλάι του…

Πηγή: http://anastasiosk.blogspot.com

Χρήστες του Χριστού

Οι περισσότεροι από τους χριστιανούς, αν και είμαστε μέλη της Εκκλησίας, βιώνουμε την πίστη μας θρησκευτικά.

Δοξάζοντας τον Θεό και λατρεύοντάς Τον, επιδιώκουμε να καρπωνόμαστε προφύλαξη από τον θάνατο, την αρρώστια, τη φτώχεια, την κοσμική αποτυχία και όλα τα σχετικά δεινά που απειλούν την επίγεια ευδαιμονία μας.

Είμαστε χρήστες του Χριστού και όχι ομόζυγοι Χριστού. Κάθε φορά πού νομίζουμε ότι Εκείνος δεν φροντίζει για τη διατήρηση της επίγειας ευτυχίας μας, Τον αφήνουμε και αναζητούμε επικερδή υποκατάστατα που θα μας βοηθήσουν να κτίσουμε τον επίγειο παράδεισό μας. Προσκυνούμε τον σταυρωμένο Κύριο και Του ζητούμε να μας απαλλάξει από τον προσωπικό σταυρό μας, δηλαδή να μην επιτρέψει να επιτύχουμε τη χριστοποίησή μας.

Αλλά αν δεν περάσουμε χριστοειδώς την προσωπική δοκιμασία μας, στην προσωπική μας Γεθσημανή, αν αυτοπροαίρετα δεν επιλέξουμε να πληρώσουμε με τον υπαρξιακό αφανισμό μας την εν Χριστώ υπόστασή μας, δεν είναι δυνατό να έχουμε σωτήρια ζωή καί σωτήριο θάνατο.

ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ
π. Αντώνιος Ρωμαίος
Eκδόσεις Εν Πλω

Πηγή: http://anastasiosk.blogspot.com

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΝΗΣΤΕΙΩΝ (2ο)

Σταυροπροσκυνήσεως.[1]

(Μαρ. 8:34-38, 9:1)

Συνειδητοί χριστιανοί

Πολλές συνειδητές ἐνέργειές μας ἔχουν σάν κίνητρο σκοτεινά (ἄγνωστα) κίνητρα. (Σ. Φρόϋντ). Ἔτσι σύμφωνα μέ τόν ψυχίατρο πρωτοπρεσβύτερο π. Βασίλειο Θερμό, οἱ χριστιανοί πού ἐκκλησιάζονται, χωρίζονται σέ τρεῖς κατηγορίες (ἀνάλογα μέ τά «κίνητρα» τους).

Ἡ πρώτη κατηγορία εἶναι ὅσοι ἐκκλησιάζονται ἀπό ψυχολογικά αἴτια· εἴτε ἀπό κατάθλιψη, εἴτε ἀπό μοναξιά, εἶτε ἀπό κάποια ἄλλη ψυχική αἰτία. Προσπαθοῦν λοιπόν νά καλύψουν αὐτό τό ψυχολογικό κενό, πηγαίνοντας στήν ἐκκλησία. Μήπως εἶναι αὐτό κακό; Ὄχι βέβαια! Ἀλίμονο! Γιατί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν πᾶνε σέ στέκια ἁμαρτωλά, ἀλλά πᾶνε στήν ἐκκλησία· στή σωτηρία! Ἀνάγεται στήν δική μας (τῶν ἱερέων) ποιμαντική εὐαισθησία γιά νά τούς καλλιεργήσουμε σωστά.

Ἡ δεύτερη, ὅσοι ἐκκλησιάζονται ἀπό συνήθεια. «Ὅπως ἔχω συνηθίσει νά πηγαίνω στό καφενεῖο, ἔτσι ἔχω συνηθίσει νά πηγαίνω καί στήν ἐκκλησία», μοῦ ἔλεγε ἕνας ἡλικιωμένος χριστιανός. Φυσικά οὔτε καί αὐτό εἶναι κακό. Μακάρι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά εἶχαν τέτοιες καλές συνήθειες! Θά γέμιζαν τά «Ἅγια Σπίτια» (Ναοί). Καί αὐτοί λοιπόν οἱ χριστιανοί εἶναι καλοδεχούμενοι! Καί πάλι: Ἀνάγεται στήν δική μας (τῶν ἱερέων) ποιμαντική εὐαισθησία νά καλλιεργήσουμε καί αὐτούς σωστά. (Ἀλλά καί ὅσοι δέν πᾶνε στήν ἐκκλησία καί αὐτοί ἀπό συνήθεια δέν πᾶνε· συνήθεια δευτέρα φύση, πού σημαίνει ὅτι εἶναι δύσκολο νά ὑπερβοῦν αὐτή τή δευτέρα φύση).

Ἡ τρίτη κατηγορία εἶναι ἡ ἀνώτερη ὅλων· εἶναι ὅσοι χριστιανοί πηγαίνουν στήν ἐκκλησία συνειδητά· μέ ταπείνωση, μέ εὐλάβεια, μέ γνώση καί συναίσθηση, ὅτι πηγαίνουν στό Ἅγιο Σπίτι τοῦ Κυρίου. Ὅπως ἀκριβῶς ἔνιωθε καί ἔκανε ὁ ἅγιος Προφήτης Δαβίδ. Ἔλεγε: «Κύριε μου καί Θεέ μου, προσεύχομαι ἀπό τά χαράματα! Σέ διψᾶ, Σέ ποθεῖ ἡ ψυχή μου! Πόσες φορές ἀκόμα καί αὐτό τό σῶμα μου, σέ αὐτή τήν ἄνυδρο καί δύσβατο χώρα, πόθησε νά ἰδεῖ τόν Ναό Σου! Μέ αὐτή τήν δίψαν ἐμφανιζόμουν (νοερῶς) στόν Ναό Σου γιά νά τόν ἰδῶ, καί νά δῶ τή δύναμή Σου καί τή δόξα Σου» (Ψαλ. 62:2-3).

Αὐτοί οἱ χριστιανοί εἶναι τά παλικάρια τοῦ Χριστοῦ! Μέ τά καρφιά τῆς νηστείας καί τῆς προσευχῆς «ἔχουν σταυρώσει τήν σάρκα τους μαζί μέ τίς ἐπιθυμίες της» (Γαλ.5:24)· ἔκαναν τήν σάρκα τους ὅμοια μέ τήν σάρκα ἑνός νεκροῦ ἀνθρώπου, πού δέν σαγηνεύεται ἀπό τίποτε τό κοσμικό, ὅσο ὡραῖο καί ἄν εἶναι αὐτό! Καί τό μόνο πού τούς νοιάζει, εἶναι «αὐτό» πού φέρουν στόν καρδιά τους: Τόν Ἰησοῦ Χριστό! Τό βλέπουμε καθαρά στόν Ἅγιο Ἰγνάτιο τό Θεοφόρο ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας (+117).

Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Τραϊανός πῆγε στήν Ἀντιόχεια ἔδωσε ἐντολή στούς στρατιῶτες του, νά τόν ὁδηγήσουν δέσμιο στή Ρώμη «πρός τέρψιν τοῦ δήμου» (νά τόν φᾶνε τά λιοντάρια, καί νά διασκεδάζει ὁ κόσμος μέ τό θέαμα!), ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ἀρνεῖτο τό Χριστό. Πηγαίνοντας, λοιπόν, γιά τή Ρώμη, μέ τή συνοδεία στρατιωτῶν, εἶχε μάθει ὅτι οἱ χριστιανοί στή Ρώμη, ἔβαζαν «μέσο» γιά νά τόν γλυτώσουν ἀπό τό μαρτύριο. Καί τούς ἔγραψε: «Χίλια καλά νά ἔχουν τά θηρία πού εἶναι ἑτοιμασμένα (νηστικά) γιά μένα. Θά τά κολακεύω γιά νά μέ καταφάγουν συντόμως! Νά μήν συμβεῖ αὐτό πού ἔγινε σέ μερικούς, πού τά θηρία δείλιασαν καί δέν τούς ἄγγιξαν! Ἔτσι, λοιπόν, ἄν τά θηρία δέν θελήσουν νά μέ φᾶνε, ἐγώ θά τά ἀναγκάσω. Φωτιά καί σταυρός, θηρία, τομές, μαχαιριές, διασκορπισμός ὀστέων, διαμελισμός τοῦ σώματος, ἄλεσμα ὁλοκλήρου τοῦ σώματος καί κόλαση τοῦ διαβόλου, ἄς ἔρθουν ὅλα ἐπάνω μου. Μόνο νά πάω κοντά στόν Χριστό! Τί καλό γιά μένα νά πεθάνω γιά τόν Χριστό! Ἐκεῖνον ζητῶ, πού πεθανε καί ἀναστήθηκε γιά μένα. Μή μέ ἐμποδίσετε νά φθάσω στή Ζωή! Μή θελήσετε νά πεθάνω, γιατί γιά μένα θάνατος εἶναι ζωή χωρίς τόν Χριστό. Σᾶς τό γράφω: Ποθῶ τόν ὑπέρ Χριστοῦ θάνατον» ( Ἐπιστολή πρός Ρωμαίους P.G. 5:801- 813).

Καί πράγματι τά θηρία τοῦ ἔκαναν τή χάρη: Τόν κατεσπάραξαν! Τοῦ ἔφαγαν ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος, ἐκτός ἀπό τήν καρδιά του. Αὐτή τήν ἄφησαν ἄθικτη. «ΧΡΙΣΤΟΣ!» ἔγραφε ἐπάνω της! Καί τί ἄλλο νά ἔγραφε; Ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ, ἡ δική μας καρδιά τί ἐπιγραφή φέρνει ἐπάνω της; «Χριστός»; «Κόσμος»; «Ἁμαρτία»; Σίγουρα σάν χριστιανοί θά θέλαμε νά φέρνει τήν ἐπιγραφή «Χριστός».

Ἄς ἀρχίσουμε ἀπό τώρα νά χαράζουμε στήν ψυχή μας τό σωτήριο ὄνομα «Χριστός», ἐφαρμόζοντας τόν σωτήριο λόγο Του: «Ὅποιος θέλει νά Μέ ἀκολουθήσει, ἄς ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του· ἄς σηκώσει τό σταυρό του, κι ἄς Μέ ἀκολουθεῖ. Γιατί ὅποιος θέλει νά σώσει τή ζωή του, θά τή χάσει· ὅποιος ὅμως χάσει τή ζωή του ἐξαιτίας Μου καί ἐξαιτίας τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτός θά τή σώσει» (Μαρ. 8:35).

ὑπό ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

[1] Τέτοιες περίπου μέρες ἡ Ἁγία Ἑλένη βρῆκε τόν Τ. Σταυρό (συναξάριον 6ης Μαρτίου), καί γι’αὐτό προβάλλεται σήμερα πρός προσκύνηση ὁ Τ. Σταυρός. Στή συνέχεια ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔκτισε στόν Γολγοθᾶ τόν Ναό τῆς Ἀναστάσεως. Στίς 13 Σεπτεμβρίου 335 ἔγιναν τά Ἐγκαίνια, ὅπου γιορτάζονταν κάθε χρόνο. Ὅμως οἱ πιστοί πού ἐρχόνταν γιά τήν γιορτή τῶν Ἐγκαινίων, παρέμεναν καί τήν ἑπομένη, 14 Σεπτεμβρίου γιά νά προσκυνήσουν τόν Τ. Σταυρό. Ἀπό τότε (335) ἡ 14 Σεπτεμβρίου καθιερώθηκε σάν μέρα προσκυνήσεως τοῦ Τ. Σταυροῦ. Οἱ Πέρσες μπαίνουν στά Ἱεροσόλυμα (615) καί ἁρπάζουν τόν Τ. Σταυρό. Ὁ Βασιλιάς Ἡράκλειος (610-636) ἐκστρατεύει κατά τῶν Περσῶν καί φέρνει τόν Τ. Σταυρό στά Ἱεροσόλυμα (14 Σεπτεμβρίου 629). Καθώς ὁ Βασιλιάς Τόν παρουσίαζε στά πλήθη, σηκώνοντάς Τον ψηλά (ἐξ οὗ καί Ὕψωση τοῦ Σταυροῦ), τά πλήθη τόν χειροκροτοῦσαν, ψέλνοντας ταυτόχονα τό «Σῶσον Κύριε τόν λαόν Σου», πού ἦταν καί ὁ Ἐθνικός Ὕμνος τοῦ «Βυζαντίου». Τό γεγονός αὐτό γιορτάζεται στήν Ἐκκλησία μας στίς 14 Σεπτεμβρίου.