ΣΗΜΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΡΑΤΑ

π. Δημητρίου Μπόκου

«Έχουσι Μωυσέα και τους προφήτας. Ακουσάτωσαν αυτών». Εναγώνια έκκληση προς τον Αβραάμ απευθύνει από τον Άδη ο πλούσιος για τα πέντε αδέλφια του που ακόμα ζουν. Ικετεύει να επιτραπεί στον φτωχό Λάζαρο να ξαναγυρίσει στη γη, να τα προειδοποιήσει ότι υπάρχει και μετά θάνατον ζωή. Να μην καταλήξουν στον Άδη σαν αυτόν. Ο Αβραάμ όμως απαντά: «Ας ακούσουν τον Μωυσή και τους προφήτες». Ό,τι έχει αποκαλύψει δι’ αυτών ο Θεός. Στην ένσταση του πλουσίου ότι, αν δουν νεκρό να ανασταίνεται, θα πιστέψουν οπωσδήποτε, ο Αβραάμ ανταπαντά: «Όχι! Δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο. Αν είναι κουφοί στα λόγια του Θεού, το ίδιο θα είναι, ακόμα κι αν τους τα πει κάποιος νεκραναστημένος» (Κυριακή Ε΄ Λουκά).

Φοβερό! Ο Αβραάμ προειδοποιεί για κάποια σκλήρυνση, που κάνει την καρδιά του ανθρώπου αναίσθητη στα μηνύματα του Θεού, τα μάτια του να μη βλέπουν, τα αυτιά του να μην ακούν. Ο άνθρωπος αυτός, λέει ο Χριστός, είναι κιόλας νεκρός. «Όνομα έχεις ότι ζης , και νεκρός ει» (Αποκ. 3, 1. Πρβλ. και Ματθ. 8, 22. Α΄ Τιμ. 5, 6). Ο αδελφόθεος Ιούδας παρομοιάζει τους ανθρώπους αυτούς με δένδρα φθινοπωρινά, άκαρπα, που έχουν μόνο γυμνά κλαδιά (Ιούδ. 12).

Ο Χριστός επαληθεύει τα λόγια του Αβραάμ, επισημαίνοντας ότι οι Ιουδαίοι δεν πιστεύουν σ’ αυτόν, τον Υιό του Θεού, επειδή ακριβώς δεν πιστεύουν ούτε στον Μωυσή. «Έστιν ο κατηγορών υμών Μωυσής». Δεν θα σας κατηγορήσω εγώ στον Πατέρα μου, λέει. Άλλος σας κατηγορεί, ο Μωυσής, που τον θεωρείτε ελπίδα σας, στήριγμά σας, καύχημά σας. Ο Μωυσής έγραψε για μένα. Αν πιστεύατε στον Μωυσή, θα πιστεύατε και σε μένα. Αν όμως δεν πιστεύετε σε όσα έγραψε ο Μωυσής για μένα, πώς θα πιστέψετε στα δικά μου λόγια; (Ιω. 5, 45-47).

Οι Εβραίοι πρόβαλλαν την αυτονόητη δήθεν και λογική απαίτηση να τους δείξει «σημείον εξ ουρανού», τρανταχτό, εντυπωσιακό θαύμα, για να πιστέψουν. «Τί σημείον δεικνύεις ημίν, …ίνα ίδωμεν και πιστεύσωμέν σοι;» Ο Χριστός όμως θεωρεί υποκριτική και πονηρή την αξίωσή τους. Το έκαναν αυτό «πειράζοντες», επειδή ήταν «πονηρά αυτών τα έργα». Δεν ήθελαν να πιστέψουν, αλλά να τον βάλουν σε πειρασμό. Γι’ αυτό τους ονομάζει «γενεά σκολιά και διεστραμμένη… Η γενεά αύτη πονηρά εστι. Σημείον ζητεί… Εάν μη ίδητε σημεία και τέρατα, ου μη πιστεύσητε». Αλλά δεν θα τους δώσει τέτοια σημεία ο Χριστός. Τίποτε που να οδηγεί σε αναγκαστική πίστη, παρά τη θέλησή τους. Τίποτε που να καταργεί την ελευθερία τους (Ιω. 2, 18. 4, 48. 6, 30. Λουκ. 11, 16. 29. Δευτ. 32, 5).

Γι’ αυτό και τους ξαναφέρνει στη σωστή βάση. Ερευνάτε βέβαια τις Γραφές, λέει, αλλά εξωτερικά, επιπόλαια. Μέσα σ’ αυτές ο Πατέρας μου «μεμαρτύρηκε περί εμού». Δεν χρειάζονται περισσότερες μαρτυρίες και σημεία. Αλλά δεν δέχεστε τον λόγο του. Έτσι, απορρίπτετε και τον Λόγο του, εμένα, που ο Πατέρας απέστειλε στον κόσμο. Και όμως οι Γραφές μαρτυρούν για μένα. Και παρά τη μαρτυρία τους, δεν θέλετε να έλθετε προς εμένα, ώστε να έχετε ζωή αιώνια. Ο Χριστός θεωρεί επαρκή μαρτυρία για τον εαυτό του τα όσα είχαν αποκαλυφθεί διά των προφητών. Γι’ αυτό και πορευόμενος εις Εμμαούς μετά του Λουκά και του Κλεόπα, αλλά και στους λοιπούς μαθητές του και σε όλους μας διαχρονικά, εκθέτει απλώς «πάντα τα γεγραμμένα εν τω νόμω Μωυσέως και προφήταις και ψαλμοίς περί εαυτού» (Ιω. 5, 37-40. Λουκ. 24, 27. 44). Λοιπόν; Θέλουμε, «ως ανόητοι και βραδείς τη καρδία», σημεία και τέρατα για να πιστέψουμε; Ο Μωυσής και οι προφήτες και όλη η Αγία Γραφή δεν μας φτάνουν;

Πηγή: «Αντιύλη». Ι. Ν. Αγ. Βασιλείου, Πρέβεζα Τηλ. 26820 23075/25861/6980 898 504. E-mail: antiyli.gr@gmail.com

Επιλεγόμενα εις την 28ην Οκτωβρίου

π. Αθανάσιος Μυτιληναίος [εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 27-10-1985]    

Αγαπητοί μου, η αγρυπνία που επιτελούμε απόψε, είναι στη μεγάλη εκείνη ευεργεσία του Θεού, που έδωσε τη νίκη και την ελευθερία στον ελληνικό μας Έθνος. Όλοι τότε νόμισαν ότι η Ελλάς θα πέθαινε, υποκύπτουσα στον κατακτητή. Εκείνη η μικρή Ελλάς των επτά εκατομμυρίων· ότι θα συνετρίβετο μπροστά σε έναν όγκο σαράντα εκατομμυρίων. Για να προστεθεί ύστερα από λίγους μήνες ένας άλλος όγκος άλλων σαράντα εκατομμυρίων, μπροστά στη μικρή μας Ελλάδα. Η Ελλάδα όμως δεν απέθανε. Ο Κύριος που ανέστησε την κόρη του Ιαείρου, Εκείνος είπε και δια την Ελλάδα: «Οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει»Δεν πέθανε, αλλά κοιμάταιΜόνος αγαπητοί μου, ο Χριστός είναι Εκείνος που όταν απλώνει το ζωογόνο χέρι Του, όλα τα σώζει και όλα τα ζωοποιεί. Τότε είμεθα εγγύς βαράθρου, εγγύς θανάτου. Κι όμως ο Κύριος, ο Θεός μάς έβγαλε από εκείνα τα βάραθρα της εθνικής αλλά και της πνευματικής μας απωλείας, παρά τους γέλωτας των αντιφρονούντων. Γελούσαν οι εχθροί. Κι έλεγαν: «Είναι δυνατόν;». Κι όμως δείξαμε στον κόσμον το θαύμα του Θεού και της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Ο Κύριος  «διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν», έδωσε την εντολή να φάει. Ποιος; Τότε η κόρη του Ιαείρου. Αλλά και η Ελλάς έπρεπε να φάει. Και το φαΐ που έπρεπε να φάει ήταν η τροφή του Ευαγγελίου, η τροφή των μυστηρίων της Εκκλησίας, με τα οποία έπρεπε να τραφεί και να ξαναζήσει η πατρίδα μας. Γι΄αυτό, αγαπητοί, όταν αποδίδομε τις ευχαριστίες μας στον Κύριον, Τον χρεώνομε -μην το ξεχνούμε- με νέες ευεργεσίες. Όταν Του λέμε το «ευχαριστώ» μας, μας δίνει καινούριες ευεργεσίες. Και όταν ζούμε τις εντολές Του, τότε έχομε αμέριστη τη δική Του την ευλογία.

Τελευταία όμως η πατρίδα μας φέρεται ως αχάριστη, στους πολλούς της ανθρώπους, στους πολλούς της συμπατριώτες μας. Φέρεται ως αχάριστη. Αλλά και παραπαίουσαΔείχνει ότι αγνοεί τον Θεό. Ότι άλλοι παράγοντες συνετέλεσαν να κερδίσομε τότε τον πόλεμο. Και να ελευθερωθούμεΚαι μάλιστα, αν θέλετε, η Ελλάς, έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην Ιστορία, να αλλαχθεί η πορεία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Τα ξέρετε, δεν θα κάνω Ιστορία τώρα. Και αυτή η αλλαγή της πορείας του 2ου Παγκοσμίου πολέμου, που άλλαξε εντελώς τα πράγματα, οφείλεται στην Ελλάδα. Το «γιατί», αν διαβάσουμε την Ιστορία, εκεί το μαθαίνομε. Αλλά η Ελλάς όμως εξέχασε τον Θεό. Και παραπαίει. Και δεν ευχαριστεί τον Θεό. Αν Τον ευχαριστεί, ίσως ακόμα κάπως έτσι, μόνον τύποιςκάποιες γιορτές, που ίσως ίσως οι πολλοί δεν τις πιστεύουν. Και τις θεωρούν ενοχλητικές. Για τα μάτια ίσως των κάποιων, τις κάνουν τις γιορτές αυτές. Αλλά δεν είναι διατεθειμένοι να ευχαριστήσουν τον Θεό. Δεν είναι. Αυτό βεβαίως είναι ένα δυστύχημα. Γι΄αυτό θα πρέπει να ανανήψομε. Να μην μας τιμωρήσει ο Κύριος. Πρέπει να μετανοήσουμε. Πρέπει να ξαναγυρίσομε εις τον Κύριον. Για να δεχθούμε νέες ευεργεσίες. Διότι εκεί έχομε την ασφάλειά μας, και μόνον εκεί έχομε την ασφάλειά μας. Αν δεν θέλομε να χαθούμε σαν λαός, σαν έθνος. Αν πρέπει να μείνουμε, μόνον κοντά στον Κύριο θα μείνουμε. Όλα τ’ άλλα, οι εγγυήσεις και οι ασφάλειες Οργανισμών και Συμμαχιών πίπτουν εις το κενόν. Δεν έχουν καμία αξία και καμία σημασία. Θυμηθείτε, θυμηθείτε, ο Θεός δίνει εντολή δια των προφητών Του: «Δεν θα συμμαχήσετε ούτε με τους Σύρους, ούτε με τους Αιγυπτίους», είπε στους Εβραίους. «Εγώ είμαι ο σύμμαχός σας». Οι Εβραίοι όμως ορθολογίζοντες, είπαν: «Και τι θα κάνομε; Πρέπει να συμμαχήσομε και με τους γειτόνους μας προς Βορράν και με τους γειτόνους μας προς Νότον». Και την έπαθαν. Γιατί ακριβώς δεν πίστεψαν ότι η ασφάλειά των ήτο Αυτός ο Θεός.

Είναι θέμα πίστεως. Απ’ την στιγμή που θα πιστέψομε ότι είναι αληθής ο Κύριος, τότε δεν έχομε παρά να εμπιστευθούμε στην αγάπη τη δική Του την εγγύηση  και την ασφάλεια και την ευημερία της πατρίδος μας. Αρκεί να είμαστε κοντά Του. Αρκεί να είμεθα κάτω από την ευλογία Του. Αρκεί να εφαρμόζομε τις εντολές Του. Καιρός λοιπόν αγαπητοί, καιρός να ανανήψομε, καιρός να μετανοήσουμε, καιρός να επιστρέψομε. Κι όπως λέγει σε έναν του λόγο ο απόστολος Πέτρος: «ὅπως ἂν ἔλθωσιν καιροὶ ἀναψύξεως ἀπὸ προσώπου τοῦ Κυρίου».

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
  • Ομιλία στην Κυριακή Ζ΄Λουκά (ευαγγελική περικοπή για την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου) που εκφωνήθηκε στις 27-10-1985, ηχητικό απόσπασμα από 23΄37’’ έως 30΄21’’.
  • http://www.arnion.gr/mp3/omilies/p_athanasios/omiliai_kyriakvn/omiliai_kyriakvn_295.mp3

Απόσπασμα από το βιβλίο «Τα χρόνια που σίγησαν οι καμπάνες» 

Ιωάννης Κωτσάκης

14 Μαρτίου 1941 πολεμούσαμε στα βουνά της Βορείου Ηπείρου, σε μια δύσβατη τοποθεσία μεταξύ Τρεμπεσίνας και Μπούμπεσι.

Μια οβίδα έσκασε δίπλα στον σωρό με τα πτώματα των Ιταλών κι ένα από αυτά εκτινάχτηκε σε ύψος δέκα μέτρων και ξανάπεσε στον σωρό διαμελισμένο. Αυτή ήταν και η τελευταία σκηνή που αντίκρισα. Την ίδια στιγμή ένιωσα να σκάει ένα καζάνι ζεματιστό νερό στα πόδια μου κι αμέσως γέμισαν τα σωθικά μου αέρα καθώς πεταγόμουνα έξω από το χαράκωμα. Χίλια καρφιά τρυπούσαν το σώμα μου κι αιμορραγούσα. Δεν πονούσα τόσο πολύ. Ένα γενικό μούδιασμα, όμως, με είχε παραλύσει. Σαν συνήλθα λιγάκι, έστρεψα το βλέμμα μου δεξιά, παρασυρμένος από τις άγριες κραυγές πόνου που έρχονταν από γειτονικό χαράκωμα. Στα εξήντα μέτρα περίπου κειτόταν πεσμένος στο χώμα ένας δικός μας φαντάρος, που το ωστικό κύμα της έκρηξης τον είχε πετάξει έξω από το χαράκωμα, όπως κι εμένα. Δίπλα του, σε μικρή απόσταση, το αριστερό του πόδι αποκομμένο από το γόνατο. Ούρλιαζε από τους πόνους! Οι κραυγές του μου μάτωσαν την καρδιά και προς στιγμή ξέχασα το δικό μου χάλι και κοιτούσα συμπονετικά προς το μέρος του.

Ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν με την ίδια ένταση. Σκέφτηκα, καθώς κολυμπούσα στο αίμα μου που είχε μουσκέψει τη στολή μέχρι έξω, πως έφτασε το τέλος μου. Ήρθε αστραπιαία στον νου μου η μορφή της μάνας μου, του μόνου συγγενούς που μου είχε απομείνει. Και τότε… Τότε… Την είδα!

Ήταν μια πανύψηλη, μαυροντυμένη γυναίκα που έτρεχε εδώ κι εκεί με θαυμαστή ταχύτητα, σαν να μην πατούσε στη γη. Γύρω της ο χαλασμός του κόσμου από οβίδες και σφαίρες, που δεν τολμούσε κανείς να βγάλει το δαχτυλάκι του έξω από το χαράκωμα. Μα Εκείνη άτρωτη, πλησίαζε τους τραυματίες κι έκανε πάνω στο σώμα τους το σημείο του σταυρού. Πλησίασε και τον φαντάρο που ούρλιαζε και μόλις τον σταύρωσε σταμάτησε αμέσως τα ουρλιαχτά και φώναξε ανθρωπινά στους συναδέλφους του «ελάτε να με πάρετε από ’δω». Εγώ δεν κατάλαβα πότε αν με σταύρωσε, αλλά κάποια στιγμή πλημμύρισε την ύπαρξή μου μια υπέροχη ευωδία που ποτέ στη ζωή μου δεν ξανάνιωσα. Όλα γύρω μου μοσχοβόλησαν και αμέσως οι πόνοι, που εν τω μεταξύ δυνάμωναν, περιορίστηκαν αισθητά. Μέσα μου απλώθηκε μια ηρεμία, μια χαλάρωση κι εκείνη τη στιγμή λιποθύμησα. Ήταν τόσο μεγάλο το σοκ που έπαθα από εκείνο που είδα, πολύ μεγαλύτερο κι από τον πολλαπλό τραυματισμό μου, που δεν έχανα ευκαιρία να διηγούμαι το περιστατικό στους συναδέλφους, στους γιατρούς και το προσωπικό του νοσοκομείου. Άλλοι με πίστευαν. Οι περισσότεροι, όμως, κουνούσαν δύσπιστα το κεφάλι και ίσως πολλοί απ’ αυτούς να απέδιδαν τις διηγήσεις μου σε ψυχολογικές επιδράσεις που μου προκάλεσαν τα τραύματά μου

Το μυαλό μου, όμως, φωτίστηκε και ξεκαθάρισαν μέσα μου πολλά και σημαντικά πράγματα. Πιστεύω, χωρίς καμιά αμφιβολία, πως ο άνθρωπος είναι πολύ μεγάλο δημιούργημα για να βρέθηκε τυχαία πάνω στη Γη ή να είναι προϊόν εξέλιξης. Είναι πολύ μεγάλο δημιούργημα για να προορίζεται να χαθεί ολοκληρωτικά στη σκοτεινιά του τάφου. Γιατί δεν είναι μονάχα σώμα που λιώνει με τον θάνατο. Είναι και ψυχή και μάλιστα αθάνατη. Είναι, λοιπόν, φοβερό και αδιανόητο, γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, τα πλάσματά Του να βρίζουν τον Δημιουργό τους! Γι’ αυτό εξαγριώνομαι όταν ακούω να βρίζουν τα Θεία και ιδιαίτερα την Παναγία μας!

Πηγή: Έαρ

ΗΤΑΝ ΚΙ ΑΥΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ

π. Δημητρίου Μπόκου

«Η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της» 
(Νικηφ. Βρεττάκος).

Δεν ήταν μόνο η Σπαρτιάτισσα μάνα που προέπεμπε τον γιο της στον πόλεμο δίνοντάς του την ασπίδα και λέγοντας: «Ή ταν ή επί τας». Ή θα την φέρεις πίσω (νικητής) ή θα σε φέρουν πάνω σ’ αυτήν (νεκρό). Δεν ήταν μόνο η Σουλιώτισσα που πολέμησε ισοδύναμα στο πλευρό του άντρα της με το σπαθί και το τουφέκι. Δεν ήταν μόνο η Μεσολογγίτισσα που άντεξε το αφόρητο μαρτύριο της πείνας και στην ηρωική έξοδο, με το παιδί στην αγκαλιά και το σπαθί στο χέρι, εξόρμησε για ελευθερία ή θάνατο.

Ήταν και η Ελληνίδα του ’40. Που κράτησε τη σκυτάλη μιας ιστορίας μακράς και ένδοξης επάξια, με υψηλό φρόνημα φιλοπατρίας και βαθύ αίσθημα ανθρωπιάς. Δεν πολέμησαν μόνο οι στρατιώτες μας στα χιονισμένα της Ηπείρου βουνά. Το έθνος ολόκληρο στάθηκε στο πλευρό τους. Και πιο πολύ οι γυναίκες. Από τη μια άκρη της γης μας ως την άλλη. Αλλά περισσότερο και ηρωικότερα από όλες, οι γυναίκες της Πίνδου. Που βρέθηκαν κι αυτές στης μάχης τη φωτιά, στην πρώτη σχεδόν γραμμή με τους φαντάρους.

Είναι αυτές που κράτησαν ζωντανή τη γραμμή του ανεφοδιασμού, όταν κάθε άλλο μέσο αποδείχτηκε ατελέσφορο. Κατάφεραν να περάσουν φορτωμένες βαριά εκεί που δεν μπορούσε να περάσει τίποτε άλλο, ούτε το μουλάρι. Με κόπο ανείπωτο μέσα στα χιόνια. Αποστάσεις μισής ή μιας ώρας τις έκαναν σε διπλάσιο ή και περισσότερο χρόνο. Δεν ήταν μόνο οι αδιάβατες ανηφόρες και το βαρύ φορτίο με τα πυρομαχικά και τα τρόφιμα. Ήταν και οι σφαίρες και οι οβίδες. Γίνονταν μάχες εκεί κοντά που περνούσαν. «Κάθε τόσο σταματούσαμε για να προφυλαχτούμε», διηγούνται. «Στην αρχή φοβόμασταν. Έπειτα πια συνηθίσαμε και τις πολλές εκρήξεις από οβίδες και τα σφυρίγματα από σφαίρες. Γελούσαμε και πειραζόμασταν η μια με την άλλη, που μας έτυχε να πολεμάμε». Ακόμα και μια 88χρονη κουβάλησε!

Συνήθως όμως έτρεχαν οι νιες, που είχαν μικρά παιδιά. Άλλη τρία, άλλη τέσσερα. «Εγώ είχα πέντε, και το μεγαλύτερο μόλις οχτώ χρονών! Τα παρατήσαμε όμως και πήγαμε στη μεταφορά. Μία κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει τον στρατό. Μένοντας τα παιδιά μας μόνα τους έβαλαν τα κλάματα. Οι κρότοι από τις οβίδες και τα πολυβόλα τα φόβισαν περισσότερο. Σφίξαμε όμως όλες την καρδιά μας. Παρατήσαμε τα παιδιά μας στον φόβο και στο κλάμα και πήγαμε να βοηθήσουμε τα άλλα τα παιδιά. Αυτά που πολεμούσαν. Δεν τα ξέραμε, αλλά ήταν κι αυτά παιδιά δικά μας». Αλήθεια, ποιος θα μπορούσε να νικήσει τέτοιες ψυχές;

«Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν», λέει έξοχα ο ποιητής. Σκαρφάλωναν σε κορφές 2.000 και 2.500 μέτρων φορτωμένες πολεμοφόδια. Και στο κατέβασμα κουβαλούσαν τραυματίες. Τραυματίες δικούς μας, αλλά που και που και Ιταλούς, που έμεναν με το στόμα ανοιχτό μπροστά στην τόση ανθρωπιά. Θαύμα απίστευτο γι’ αυτούς που τράφηκαν με την απανθρωπιά του φασισμού. Καταλάβαιναν πως δεν νικιέται ο λαός, που μέσα του χτυπάει μιας τέτοιας μάνας η καρδιά. Της μάνας που έχει τη δύναμη να βλέπει και τον εχθρό ακόμα σαν δικό της παιδί. Που δεν έμαθε να μεταφράζει τη γνήσια φιλοπατρία σε φυλετισμό.

Η Ελληνίδα του ’40 έδωσε μαθήματα λαμπρού ηρωισμού, βαθειάς ανθρωπιάς. Απλώνει όμως τώρα τη σκυτάλη του γένους σε μας. Έχουμε το σθένος να την κρατήσουμε;

Πηγή: «Αντιύλη». Ι. Ν. Αγ. Βασιλείου, Πρέβεζα Τηλ. 26820 23075/25861/6980 898 504. E-mail: antiyli.gr@gmail.com

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ (3ο). Τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου (Λουκ. 16:19-31)

ὑπό ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη 

Ὁ δρόμος πρός τήν Κόλαση

«Μέ ὁδηγό τά κοράκια φθάνεις στά ψοφίμια» λέει μιά σοφή μας παροιμία. Καί μέ ὁδηγό τά πάθη μας, φθάνουμε στήν κόλαση! 

«Ἔλα νά σοῦ δείξω, πῶς εἶναι ὁ Παράδεισος καί πῶς εἶναι ἡ Κόλαση», εἶπε ὁ διάβολος σέ ἕναν δικό του ἄνθρωπο. Καί τόν πῆγε στόν Παράδεισο. Εἶδε ἀγγέλους καί ἀνθρώπους νά κάνουν συνεχῶς προσκυνήματα καί δοξολογίες! «Ὤχ! (μουρμούρισε). Ἐδῶ πάω στήν ἐκκλησιά, καί λέω πότε νά ξεμπερδέψω! Γιά σκέψου νά κάνω αἰώνια τέτοια πράγματα! Νά μοῦ ἔλιπε ὁ Παράδεισος!». «Γρήγορα! Δεῖξε μου τήν Κόλαση», εἶπε  στόν διάβολο, καί αὐτός τόν ἔφερε στήν Κόλαση.  Καί εἶδε μετ’ ἐκπλήξεως ἄλλους νά τρῶνε, ἄλλους νά πίνουν, ἄλλους  νά  χορεύουν, ἄλλους νά τραγουδᾶνε, νά πίνουν κρασί, ἄλλους νά πορνεύουν· εἶδε  κοπέλες γυμνές νά τόν  περιτριγυρίζουν καί νά τόν προκαλοῦν!  «Τώρα σέ ἀφήνω νά ἐπιλέξεις ἀπό μόνος σου!», τοῦ εἶπε ὁ διάβολος! Καί αὐτός ὅλος χαρά τοῦ ἀπάντησε: «Ἀλλιῶς φανταζόμουν τήν Κόλαση! Αὐτοί οἱ παπάδες κάτω στή γῆ μᾶς τρομοκρατοῦν! Μᾶς λένε ὅτι ἡ Κόλαση εἶναι φωτιά πού καίγονται οἱ ἄνθρωποι..! Μά τώρα βλέπω μέ τά μάτια μου ὅτι ἡ Κόλαση εἶναι ὡραία! Ἐδῶ θά ἔρθω!» (Ἐπίπεδο χριστιανοῦ…! Ἀκόμα  στήν ἄλλη ζωή ἤθελε, νά τρώει, νά πίνει, νά γλεντᾶ, παρά νά λατρεύει καί νά προσκυνεῖ τόν Κύριο! Ἐσύ  τί θά προτιμοῦσες;!).

Εὐχαρίστησε λοιπόν  τό διάβολο πού τόν ἀπελευθέρωσε ἀπό τά «ταμποῦ» πού τοῦ ἔφτιαξαν οἱ παπάδες, καί ὅλος χαρά συνέχισε τήν ἐπίγεια ζωή του, ζώντας σάν τόν πλούσιο τῆς  παραβολῆς.

Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νά πεθάνει, ὁ διάβολος τοῦ πῆρε τήν ψυχή, καί τήν ὁδήγησε στήν Κόλαση. Καί ἔπαθε μεγάλο σόκ! Ἄλλα περίμενε νά ἰδεῖ καί ἄλλα εἶδε! Εἶδε ἀνθρώπους νά τηγανίζονται σέ τηγάνια, νά κοχλάζουν σέ καζάνια, νά ψήνονται σέ πυρωμένα κρεββάτια καί νά βογγᾶνε ἀπό τούς ἀφορήτους πόνους! Τρόμαξε…! Ζήτησε τόν λόγο ἀπό τόν διάβολο: «Καλά,ἐσύ ἄλλα μοῦ ἔδειξες! Τί εἶναι αὐτά πού τώρα βλέπω;» Καί αὐτός ὅλος χαιρεκακία  τοῦ ἀπάντησε: «Βρέ, κουτέ, ἐκεῖνα πού σοῦ ἔδειξα, ἦτανδιαφήμιση! Καί ὅπως βλέπεις ἡ διαφήμιση ἔπιασε! Βλέπεις, πόσο καλά κάνω τή δουλειά μου! Ἄντε τώρα καί μεῖνε γιά πάντα στά κατάβαθα τῆς Κολάσεως!».

Μά δέν εἶναι ὁ πρῶτος πού ξεγελάσθηκε! Ὅλοι οἱ κολασμένοι ξεγελάσθηκαν· εἴτε ἀπό τή γνώση τους (ἐγώ τά ξέρω ὅλα) εἴτε ἀπό τήν αὐτοδικαίωσή τους (εἶμαι ἐντάξει, δέν ἔκανα κανένα κακό), εἴτε ἀπό τή σιγουριά τους (ἔλα, δέν ὑπάρχει τίποτε, ἐδῶ εἶναι ἡ Κόλαση, ἐδῶ καί ὁ Παράδεισος) καί τά σχετικά καί πεθαίνοντας βρέθηκαν πρός σοκαριστικῆς ἐκπλήξεως!

Τό ἴδιο ἔπαθε (ξεγελάσθηκε) καί ὁ πλούσιος τῆς σημερινῆς παραβολῆς· κάπου «κόλλησε» τό μυαλό του. Μπορεῖ λ.χ. νά ἔλεγε: «Δέν ἀδίκησα ἄνθρωπο· τήν περιουσία μου τήν ἀπέκτησα  τίμια, ἤ ἔστω τήν κληρονόμησα δίκαια ἀπό τόν πατέρα μου». Καί ὅταν ἀγόρασε καί φοροῦσε ἐκεῖνα τά πολυτελῆ ἐνδύματα, κατασκευασμένα ἀπό τά πιό ἀκριβά ὑλικά τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (πορφύρα καί βύσσο) ἔβρισκε καί πάλι τρόπους νά δικαιολογήσει τόν ἑαυτό του: «Τά χρήματα εἶναι δικά μου, ὅ,τι θέλω τά κάνω». Καί ὅταν ἔτρωγε καθημερινά τά καλύτερα φαγητά καί πάλι θά δικαιολογοῦσε τόν ἑαυτό του: «Ἐφόσον ἔχω χρήματα, γιατί νά μήν τρώω καλά; Πτωχός εἶμαι;». Πιθανόν νά ἐλεεινολογοῦσε τό Λάζαρο, πού τόν ἔβλεπε νηστικό, ἄρρωστο, σκελετωμένο καί νά ἔλεγε: «Ὁ  Θεός μέ φύλαξε ἀπό αὐτό τό κατάντημα» καί νά δόξαζε τό Θεό! Ἀλλά, καί ἄν τότε τοῦ ἔλεγε κάποιος «κοίταξε λίγο τήν ψυχή σου», θά εἶχε ἕτοιμη τήν ἀπάντησή του: «Δέν σκότωσα κανέναν, δέν ἀδικῶ, τά χρήματά μου ξοδεύω». Μπορεῖ ἀκόμα νά ἔλεγε, «ἐδῶ εἶναι ὁ Παράδεισος καί ἡ Κόλαση» καί  ἔτσι πορευόταν! Βάδιζε τήν ὁδό τῆς Κολάσεως ἔχοντας τήν αἴσθηση ὅτι βαδίζει τήν ὁδό τοῦ Παραδείσου!

Καί ὅμως πόσο ξεγελάσθηκε! Τό κατ’ αὐτόν σωστό σκεπτικό, ἔγινε θηλειά στόν λαιμό του πού τόν ἔσυρε καί τόν ὁδήγησε στό πῦρ τῆς Κολάσεως! «Ὑποφέρω μέσα σέ αὐτή τή φωτιά», ἔλεγε (Λουκ. 16:24). Πόσο σοφό καί ρεαστικό εἶναι τό ρηθέν: «Ὁ δρόμος πρός τήν Κόλαση εἶναι στρωμμένος μέ καλές προθέσεις».

Ἄν δέν ξέραμε ὅτι 1+1=2, θά λέγαμε μέ σιγουριά: 1+1=11, (γιατί ἔτσι φαίνεται μέ τά μάτια μας). Ἐπειδή ὅμως ξέρουμε ὅτι 1+1=2, τό 1+1=11 μᾶς φαίνεται παράλογο. Ὅμως τήν λογική αὐτή (1+1=11) τήν χρησιμοποιοῦμε σέ ἄλλα πράγματα καί παγιδευόμαστε. «Ὑπάρχουν δρόμοι στή ζωή,  πού  στά μάτια μας φαίνονται ἴσιοι. Καί ὅμως τό τέρμα τους ὁδηγεῖ  στά κατάβαθα τοῦ ἅδου!» (Παρ. 16:25). Οἱ δρόμοι αὐτοί στά δικά μας μάτια φαίνονται ἴσοι· ἡ φαντασία μας, ἡ ἐπιθυμία μας τούς κάνει ἴσους, καί ὄμως εἶναι στραβοί!! (Εἶναι ἡ χρήση τῆς λογικῆς 1+1=11!). «Τρέχουμε ξέγνοιαστοι πρός τόν γκρεμό, ἀφοῦ πρίν, βάλουμε κάποιο ἐμπόδιο μπροστά μας, πού νά μᾶς ἐμποδίζει νά βλέπουμε τό βάραθρο!» (Πασκάλ, Σκέψεις, Α΄, 183).

Ρώτησαν ἕναν ἐρημίτη: «Γέροντά μου, φοβᾶσαι τό θάνατο;!». «Ὄχι!». «Τότε τί φοβᾶσαι;». «Τή ζωή…!». «Μά γιατί;». «Μήπως στή ζωή καταφρονήσω τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί πεθαίνοντας, πάω στήν Κόλαση!». Καί ἐμεῖς τή ζωή μας νά φοβούμαστε!