Τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου
(Λουκ. 16:19-31)
Ἡ ἄχρηστη μετάνοια τοῦ πλουσίου
Ὁ πλούσιος ἀπό τά βάθη τῆς Κολάσεως παρακάλεσε τόν καλόκαρδο Ἀβραάμ, νά τοῦ στείλει τόν Λάζαρο μέ λίγο νερό στό δακτυλάκι του, γιά νά τόν δροσίσει, γιατί καιγόταν ἀπό τή φωτιά τῆς Κολάσεως! (Λουκ. 16:24). Δέν ζήτησε ἕνα ποτῆρι νερό, οὔτε ἕνα φλυτζανάκι, ἀλλά νά βουτήξει ὁ Λάζαρος τήν ἄκρη (!) τοῦ δακτύλου μέσα στό νερό, καί ὅ,τι μείνει στήν ἄκρη, νά τοῦ τό φέρει καί νά δροσισθεῖ!
Ὅμως ὁ πλούσιος ἦταν χωμένος μέσα στή φωτιά. Καί ὅταν κάποιος εἶναι χωμένος μέσα στή φωτιά, δέν ζητάει νά πιεῖ λίγο νερό στήν ἄκρη τοῦ δακτύλου, ἀλλά τό πρῶτο πού ζητάει εἶναι νά βγεῖ ἔξω ἀπό τή φωτιά! Καί ὅμως ὁ πλούσιος δέν ζήτησε αὐτό τό αὐτονόητο, ἀλλά ζήτησε νά δροσίσει τά χείλη του μέ τήν ἄκρη (!) τοῦ δακτύλου τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου!
Ἄν αὐτό τό ἀδιανόητο δέν μᾶς τό ἀνέφερε ὁ Χριστός, δέν θά τό πιστεύαμε. Ὅμως μᾶς τό ἀναφέρει ὁ Ἴδιος, ἄρα ἔτσι εἶναι, καί ἄρα ὁ Χριστός κάτι θέλει νά μᾶς εἰπεῖ μέ αὐτό. Ὅτι ὁ πλούσιος κατάλαβε πιά ὅτι ἦταν ἄξιος τῆς τύχης του. Ἔβλεπε σάν σέ video τήν ἐπίγεια ζωή του· (ἄν μετάνιωνε ἐπί γῆς, θά ἐξαφάνιζε τό video, καί θά σωζόταν!)· ἔβλεπε λοιπόν σέ αὐτό τό video-ἐφιάλτη ὅλη του τήν «προσωπική» ζωή· τίς ἁμαρτίες του, τήν σκληροκαρδία του, τά ὡραῖα καί νόστιμα φαγητά πού ἔτρωγε καθημερινά, τόν φτωχό Λάζαρο πού λιμοκτονοῦσε, καί αὐτός τόν καταφρονοῦσε κ.λ.π. κ.λ.π., καί κατάλαβε πιά, ὅτι γιά τό κατάντημά του αὐτό δέν ἔφταιγε ὁ ἀγαθός καί δίκαιος Θεός, ἀλλά ὁ ἑαυτός του καί μόνο ὁ ἑαυτός του! Γι’ αὐτό καί δέν τά ἔβαλε μέ τόν Θεό! Δέν Τόν ἐπέκρινε ὡς ἄσπλαγχνο, ὡς ἄδικο! (Ὅπως κάνουν καί οἱ ἐγκληματίες πού ἔχουν καταδικασθεῖ δικαίως στή φυλακή: Δέν τά βάζουν μέ τή δικαιοσύνη, ἀλλά μέ τόν ἑαυτό τους!) Καί ἐπειδή ὁ πλούσιος ἔνιωθε ὅτι τοῦ ἄξιζε αὐτή ἡ τιμωρία, γι’ αὐτό δέν ζήτησε ἀπαλλαγή ἀπό αὐτή τήν τιμωρία, ἀλλά ζήτησε λίγο νεράκι πάνω στό δακτυλάκι τοῦ φτωχοῦ, ὥστε νά δροσισθοῦν τά χείλη του! Ἄρα οἱ κολασμένοι ἀκόμα καί αὐτή τήν πιό ἀσήμαντη βοήθεια τήν ἔχουν ἀνάγκη! (Περισσότερα: Στή ΙΔ΄ Κυριακή Ματθαίου. β. Τό ἔνδυμα τοῦ Γάμου καί ἡ Κόλαση).
Ὅμως ὁ καλόκαρδος Ἀβραάμ δέν τοῦ ἔκανε οὔτε αὐτή τή χάρη· γιατί μετά θάνατο οἱ ἱκεσίες τῶν νεκρῶν πρός τό Θεό, πέφτουν στό κενό, ὅποιες καί ἄν εἶναι αὐτές, γιατί εἶναι ἐκπρόσθεσμες, ἐκτός χρόνου (θά ἔπρεπε νά τίς εἶχαν κάνει, ὅταν ζοῦσαν ἐπί γῆς!).
Ὁ κολασμένος πλούσιος ζήτησε καί κάτι ἄλλο ἀπό τόν Ἀβραάμ: Νά κάνει κάτι γιά τή σωτηρία καί τῶν πέντε ἀδερφῶν του! (Οἱ κολασμένοι δέν ξεχνοῦν τούς συγγενεῖς τους!). Τοῦ ζήτησε νά στείλει στό πατρικό του σπίτι, τό νεκρό Λάζαρο, νά τούς κάνει κήρυγμα, γιά νά μήν πᾶνε καί αὐτοί στόν τόπο τῆς βασάνου (Λουκ. 16:28), (πέντε ἀδέρφια, ἴσον οἱ πέντε αἰσθήσεις μέσα ἀπό τίς ὁποῖες εἰσέρχεται ἡ ἁμαρτία, καί κολάζεται ὁ ἄνθρωπος).
«Ἔχουν τόν Μωυσῆ καί τούς Προφῆτες· ἄς τούς ἀκούσουν» (Λουκ. 16:19). Ἄν δέν τούς ἀκούσουν, «δέν θά ἀκούσουν οὔτε καί ἄν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπό τούς νεκρούς» (Λουκ. 16:31), τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἀβραάμ. Δηλαδή: Ὅση δύναμη ἔχει τό θαῦμα τῆς ἀναστάσεως ἑνός νεκροῦ, τόση δύναμη ἔχει καί ἡ μελέτη τῶν Γραφῶν. Καί ὁ Χριστός γιά νά τούς πείσει σέ αὐτό (ὅτι ἄν δέν πιστεύουν στίς Γραφές, δέν θά πιστέψουν οὔτε καί μέ τήν ἀνάσταση ἑνός νεκροῦ) ἔδωσε στόν πτωχό τό ὄνομα Λάζαρος. Γιατί εἶχε ὑπόψη Του τήν ἀνάσταση τοῦ φίλου Του Λαζάρου, πού τόν κυνηγοῦσαν νά τόν σκοτώσουν, γιά νά μήν πιστεύει ὁ κόσμος στό Χριστό! (Ἰωαν. 12:10-11). Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Ἀβραάμ δέν ἔστειλε τόν Λάζαρο στά ἀδέρφια τοῦ πλουσίου ἀπό ἀγάπη καί ὄχι ἀπό ἀδιαφορία. Ἄν τά ἀδέρφια του ἤθελαν νά πιστέψουν, εἶχαν τίς Γραφές. Ὁπότε δέν χρειάζονταν τόν Λάζαρο. Ἄν δέν ἤθελαν, καί τόν Λάζαρο νά τούς ἔστελνε, δέν θά πίστευαν. Στήν περίπτωση αὐτή θά εἶχαν μεγαλύτερη ἁμαρτία, γιατί περιφρόνησαν μιά ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε εἰδικά γι’αὐτούς. Ἄν ἦταν νά πιστέψουν, θά ἄδειαζε τήν Κόλαση, καί θά τούς ἔστελνε ὅλους τούς κολασμένους στον Παράδεισο. Τί θά τοῦ κόστιζε;!
Ἄν βλέπαμε μπροστά μας πόσο ὡραῖος, πόσο γλυκύς εἶναι ὁ Παράδεισος, πού ἀπολάμβανε ὁ Λάζαρος, θά ζητούσαμε ἀπό τόν Κύριο νά μᾶς πάρει ἀπό αὐτή τή μάταιη ζωή τό συντομότερο δυνατό. Δέν θά ἀντέχαμε νά ζοῦμε ἄλλο σέ αὐτή τή γῆ! Οὔτε θά φοβούμασταν τόν φοβερώτατο θάνατο, γιατί ἀκριβῶς δέν θά βλέπαμε τό θάνατο, ἀλλά τά καλά τοῦ Παραδείσου, πού μᾶς περιμένουν μετά τό θάνατό μας. Ὅμως ὁ Κύριος ἐπίτηδες μᾶς ἀποκρύβει τά καλά τοῦ Παραδείσου, γιατί θέλει νά ἀγωνιζόμαστε καί νά Τόν ἐμπιστευόμαστε, πώς ὅτι μᾶς λέει εἶναι ἀλήθεια!
Καί ἄν κάθε πρωί πού ξυπνᾶμε, βλέπαμε μπροστά μας τόν πλούσιο νά καίγεται στήν φωτιά τῆς Κολάσεως, βλέπαμε τίς φρικτές καί ἀτέλειωτες τιμωρίες τῆς Κολάσεως, θά προτιμούσαμε νά μᾶς σφάξουν, παρά νά ἁμαρτήσουμε! Καί ἄν ἔστω ἁμαρτάναμε, πανικόβλητοι θά μέναμε ξάγρυπνοι καί νηστικοί, ἐκζητώντας ἀπό τόν Κύριο τή συγχώρηση! Καί ἔτσι ὅλοι μας θά σωζόμασταν! Ὅμως ὁ Κύριος δέν μᾶς κάνει αὐτή τή χάρη! Γιατί δέν θέλει νά μᾶς σώσει μέ αὐτόν τόν ἐκβιαστικό τρόπο· οὔτε θέλει νά μᾶς ψυχοπλακώνει καί νά μᾶς τρομάζει καθημερινά. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει, ὅτι θά πρέπει ἐμεῖς ἀπό τή μεριά μας νά ἐφησυχάζουμε. Γιατί, εἴτε βλέπουμε τήν Κόλαση, εἴτε ὄχι, ἡ οὐσία παραμένει: Ἡ Κόλαση εἶναι μιά πραγματικότητα, καί περιμένει τούς «πελάτες» της. Καί ὅποιος ἔχει τά λογικά του, κάνει τά πάντα γιά νά μήν κολασθεῖ, τηρώντας ἐκ καρδίας τίς σωτήριες ὁδηγίες τοῦ Κυρίου. Μία τέτοια ὁδηγία εἶναι, καί ἡ εὐσπλαγχνία στόν πλησίον μας, κάτι πού δέν εἶχε ὁ πλούσιος, καί γι’αὐτό κολάσθηκε. Μακάρι τό πάθημά του νά γίνει μάθημα σέ μᾶς, πρός σωτηρία μας.
ὑπό Ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη