ΚΥΡΙΑΚΗ Ε’ ΛΟΥΚΑ (2ο)

Τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου

(Λουκ. 16:19-31)

Του Λαζαρου

Ἡ ἄχρηστη μετάνοια τοῦ πλουσίου

Ὁ πλούσιος ἀπό τά βάθη τῆς Κολάσεως παρακάλεσε τόν καλόκαρδο Ἀβραάμ, νά τοῦ στείλει τόν Λάζαρο μέ λίγο νερό στό δακτυλάκι του, γιά νά τόν δροσίσει, γιατί καιγόταν ἀπό τή φωτιά τῆς Κολάσεως! (Λουκ. 16:24). Δέν ζήτησε ἕνα ποτῆρι νερό, οὔτε ἕνα φλυτζανάκι, ἀλλά νά βουτήξει ὁ Λάζαρος τήν ἄκρη (!) τοῦ δακτύλου μέσα στό νερό, καί ὅ,τι μείνει στήν ἄκρη, νά τοῦ τό φέρει καί νά δροσισθεῖ!

Ὅμως ὁ πλούσιος ἦταν χωμένος μέσα στή φωτιά. Καί ὅταν κάποιος εἶναι χωμένος μέσα στή φωτιά, δέν ζητάει νά πιεῖ λίγο νερό στήν ἄκρη τοῦ δακτύλου, ἀλλά τό πρῶτο πού ζητάει εἶναι νά βγεῖ ἔξω ἀπό τή φωτιά! Καί ὅμως ὁ πλούσιος δέν ζήτησε αὐτό τό αὐτονόητο, ἀλλά ζήτησε νά δροσίσει τά χείλη του μέ τήν ἄκρη (!) τοῦ δακτύλου τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου!

Ἄν αὐτό τό ἀδιανόητο δέν μᾶς τό ἀνέφερε ὁ Χριστός, δέν θά τό πιστεύαμε. Ὅμως μᾶς τό ἀναφέρει ὁ Ἴδιος, ἄρα ἔτσι εἶναι, καί ἄρα ὁ Χριστός κάτι θέλει νά μᾶς εἰπεῖ μέ αὐτό. Ὅτι ὁ πλούσιος κατάλαβε πιά ὅτι ἦταν ἄξιος τῆς τύχης του. Ἔβλεπε σάν σέ video τήν ἐπίγεια ζωή του· (ἄν μετάνιωνε ἐπί γῆς, θά ἐξαφάνιζε τό video, καί θά σωζόταν!)· ἔβλεπε λοιπόν σέ αὐτό τό video-ἐφιάλτη ὅλη του τήν «προσωπική» ζωή· τίς ἁμαρτίες του, τήν σκληροκαρδία του, τά ὡραῖα καί νόστιμα φαγητά πού ἔτρωγε καθημερινά, τόν φτωχό Λάζαρο πού λιμοκτονοῦσε, καί αὐτός τόν καταφρονοῦσε κ.λ.π. κ.λ.π., καί κατάλαβε πιά, ὅτι γιά τό κατάντημά του αὐτό δέν ἔφταιγε ὁ ἀγαθός καί δίκαιος Θεός, ἀλλά ὁ ἑαυτός του καί μόνο ὁ ἑαυτός του! Γι’ αὐτό καί δέν τά ἔβαλε μέ τόν Θεό! Δέν Τόν ἐπέκρινε ὡς ἄσπλαγχνο, ὡς ἄδικο! (Ὅπως κάνουν καί οἱ ἐγκληματίες πού ἔχουν καταδικασθεῖ δικαίως στή φυλακή: Δέν τά βάζουν μέ τή δικαιοσύνη, ἀλλά μέ τόν ἑαυτό τους!) Καί ἐπειδή ὁ πλούσιος ἔνιωθε ὅτι τοῦ ἄξιζε αὐτή ἡ τιμωρία, γι’ αὐτό δέν ζήτησε ἀπαλλαγή ἀπό αὐτή τήν τιμωρία, ἀλλά ζήτησε λίγο νεράκι πάνω στό δακτυλάκι τοῦ φτωχοῦ, ὥστε νά δροσισθοῦν τά χείλη του! Ἄρα οἱ κολασμένοι ἀκόμα καί αὐτή τήν πιό ἀσήμαντη βοήθεια τήν ἔχουν ἀνάγκη! (Περισσότερα: Στή ΙΔ΄ Κυριακή Ματθαίου. β. Τό ἔνδυμα τοῦ Γάμου καί ἡ Κόλαση).

Ὅμως ὁ καλόκαρδος Ἀβραάμ δέν τοῦ ἔκανε οὔτε αὐτή τή χάρη· γιατί μετά θάνατο οἱ ἱκεσίες τῶν νεκρῶν πρός τό Θεό, πέφτουν στό κενό, ὅποιες καί ἄν εἶναι αὐτές, γιατί εἶναι ἐκπρόσθεσμες, ἐκτός χρόνου (θά ἔπρεπε νά τίς εἶχαν κάνει, ὅταν ζοῦσαν ἐπί γῆς!).

Ὁ κολασμένος πλούσιος ζήτησε καί κάτι ἄλλο ἀπό τόν Ἀβραάμ: Νά κάνει κάτι γιά τή σωτηρία καί τῶν πέντε ἀδερφῶν του! (Οἱ κολασμένοι δέν ξεχνοῦν τούς συγγενεῖς τους!). Τοῦ ζήτησε νά στείλει στό πατρικό του σπίτι, τό νεκρό Λάζαρο, νά τούς κάνει κήρυγμα, γιά νά μήν πᾶνε καί αὐτοί στόν τόπο τῆς βασάνου (Λουκ. 16:28), (πέντε ἀδέρφια, ἴσον οἱ πέντε αἰσθήσεις μέσα ἀπό τίς ὁποῖες εἰσέρχεται ἡ ἁμαρτία, καί κολάζεται ὁ ἄνθρωπος).

«Ἔχουν τόν Μωυσῆ καί τούς Προφῆτες· ἄς τούς ἀκούσουν» (Λουκ. 16:19). Ἄν δέν τούς ἀκούσουν, «δέν θά ἀκούσουν οὔτε καί ἄν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπό τούς νεκρούς» (Λουκ. 16:31), τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἀβραάμ. Δηλαδή: Ὅση δύναμη ἔχει τό θαῦμα τῆς ἀναστάσεως ἑνός νεκροῦ, τόση δύναμη ἔχει καί ἡ μελέτη τῶν Γραφῶν. Καί ὁ Χριστός γιά νά τούς πείσει σέ αὐτό (ὅτι ἄν δέν πιστεύουν στίς Γραφές, δέν θά πιστέψουν οὔτε καί μέ τήν ἀνάσταση ἑνός νεκροῦ) ἔδωσε στόν πτωχό τό ὄνομα Λάζαρος. Γιατί εἶχε ὑπόψη Του τήν ἀνάσταση τοῦ φίλου Του Λαζάρου, πού τόν κυνηγοῦσαν νά τόν σκοτώσουν, γιά νά μήν πιστεύει ὁ κόσμος στό Χριστό! (Ἰωαν. 12:10-11). Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Ἀβραάμ δέν ἔστειλε τόν Λάζαρο στά ἀδέρφια τοῦ πλουσίου ἀπό ἀγάπη καί ὄχι ἀπό ἀδιαφορία. Ἄν τά ἀδέρφια του ἤθελαν νά πιστέψουν, εἶχαν τίς Γραφές. Ὁπότε δέν χρειάζονταν τόν Λάζαρο. Ἄν δέν ἤθελαν, καί τόν Λάζαρο νά τούς ἔστελνε, δέν θά πίστευαν. Στήν περίπτωση αὐτή θά εἶχαν μεγαλύτερη ἁμαρτία, γιατί περιφρόνησαν μιά ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε εἰδικά γι’αὐτούς. Ἄν ἦταν νά πιστέψουν, θά ἄδειαζε τήν Κόλαση, καί θά τούς ἔστελνε ὅλους τούς κολασμένους στον Παράδεισο. Τί θά τοῦ κόστιζε;!

Ἄν βλέπαμε μπροστά μας πόσο ὡραῖος, πόσο γλυκύς εἶναι ὁ Παράδεισος, πού ἀπολάμβανε ὁ Λάζαρος, θά ζητούσαμε ἀπό τόν Κύριο νά μᾶς πάρει ἀπό αὐτή τή μάταιη ζωή τό συντομότερο δυνατό. Δέν θά ἀντέχαμε νά ζοῦμε ἄλλο σέ αὐτή τή γῆ! Οὔτε θά φοβούμασταν τόν φοβερώτατο θάνατο, γιατί ἀκριβῶς δέν θά βλέπαμε τό θάνατο, ἀλλά τά καλά τοῦ Παραδείσου, πού μᾶς περιμένουν μετά τό θάνατό μας. Ὅμως ὁ Κύριος ἐπίτηδες μᾶς ἀποκρύβει τά καλά τοῦ Παραδείσου, γιατί θέλει νά ἀγωνιζόμαστε καί νά Τόν ἐμπιστευόμαστε, πώς ὅτι μᾶς λέει εἶναι ἀλήθεια!

Καί ἄν κάθε πρωί πού ξυπνᾶμε, βλέπαμε μπροστά μας τόν πλούσιο νά καίγεται στήν φωτιά τῆς Κολάσεως, βλέπαμε τίς φρικτές καί ἀτέλειωτες τιμωρίες τῆς Κολάσεως, θά προτιμούσαμε νά μᾶς σφάξουν, παρά νά ἁμαρτήσουμε! Καί ἄν ἔστω ἁμαρτάναμε, πανικόβλητοι θά μέναμε ξάγρυπνοι καί νηστικοί, ἐκζητώντας ἀπό τόν Κύριο τή συγχώρηση! Καί ἔτσι ὅλοι μας θά σωζόμασταν! Ὅμως ὁ Κύριος δέν μᾶς κάνει αὐτή τή χάρη! Γιατί δέν θέλει νά μᾶς σώσει μέ αὐτόν τόν ἐκβιαστικό τρόπο· οὔτε θέλει νά μᾶς ψυχοπλακώνει καί νά μᾶς τρομάζει καθημερινά. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει, ὅτι θά πρέπει ἐμεῖς ἀπό τή μεριά μας νά ἐφησυχάζουμε. Γιατί, εἴτε βλέπουμε τήν Κόλαση, εἴτε ὄχι, ἡ οὐσία παραμένει: Ἡ Κόλαση εἶναι μιά πραγματικότητα, καί περιμένει τούς «πελάτες» της. Καί ὅποιος ἔχει τά λογικά του, κάνει τά πάντα γιά νά μήν κολασθεῖ, τηρώντας ἐκ καρδίας τίς σωτήριες ὁδηγίες τοῦ Κυρίου. Μία τέτοια ὁδηγία εἶναι, καί ἡ εὐσπλαγχνία στόν πλησίον μας, κάτι πού δέν εἶχε ὁ πλούσιος, καί γι’αὐτό κολάσθηκε. Μακάρι τό πάθημά του νά γίνει μάθημα σέ μᾶς, πρός σωτηρία μας.

ὑπό Ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

 

ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΚΕΠΗΣ ΠΕΜΠΤΗ 28-10-2021

Αγία Σκέπη

Τί σημαίνει Σκέπη

Μὲ τὴν 28η Ὀκτωβρίου, ἀγαπητοί μου, ἀνατέλλει μεγάλη ἑορτή, ποὺ ἔχει καὶ θρησκευτικὸ καὶ ἐθνικὸ χαρακτῆρα. Διότι γιὰ μᾶς θρησκεία καὶ πατρίδα εἶνε ἀρρήκτως συνδεδεμένα, ὅπως τὸ κρέας μὲ τὸ νύχι. Θὰ ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὴ θρησκευτικὴ σημασία τῆς ἡμέρας. Θὰ ἐξηγήσουμε μία λέξι. Διότι φτάνει καὶ μία λέξι νὰ μᾶς φωτίσῃ, νὰ μᾶς ἐνισχύσῃ, νὰ μᾶς παρηγορήσῃ. Θὰ ἐξηγήσουμε τὴ λέξι σκέπη.

Τί σημαίνει σκέπη; Εἶνε λέξι τῆς ὡραίας ἑλληνικῆς γλώσσης, μὲ τὴν ὁποία ἐκφράζονται καὶ οἱ λεπτότερες σκέψεις τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας. Ἀνήκει στὴν ἀρχαία μας γλῶσσα καὶ ἔχει δύο ἔννοιες. Ἡ μία ἔννοια εἶνε ἡ πραγματική, ἡ δὲ ἄλλη εἶνε ἡ πνευματική.

Προτοῦ λοιπὸν νὰ ποῦμε ποιά εἶνε ἡ πνευματικὴ ἔννοια, θὰ ποῦμε ποιά εἶνε ἡ πραγματικὴ ἔννοια. Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν πρώτη ἔννοια σκέπη = σκεπή. Ἡ δὲ σκεπὴ συνδέεται μὲ τὴ λέξι οἰκοδομή. Οἰκοδομὴ δὲν εἶνε ἕνα πρᾶγμα ἀλλὰ πολλὰ πράγματα. Οἰκοδομὴ εἶνε τὸ θεμέλιο, εἶνε οἱ τοῖχοι, εἶνε τὰ παράθυρα καὶ οἱ πόρτες, εἶνε ἡ σκάλα…· οἰκοδομὴ τέλος εἶνε καὶ τὸ ἐπιστέγασμα, ἡ στέγη, ἡ σκεπή. Ἀναγκαία ἡ σκεπὴ ὅσο ἀναγκαῖο εἶνε καὶ τὸ θεμέλιο. Δὲν ὑπάρχει σπίτι χωρὶς στέγη. Καὶ ὅταν ἡ στέγη ἀπὸ βάρος ἢ ἀπὸ σεισμὸ κάνῃ ῥωγμὲς καὶ πέφτουν μέσα στὸ σπίτι τὰ νερά, τότε, ὅσο ὡραῖο κι ἂν εἶνε τὸ σπίτι, δὲν εἶνε πλέον καταφύγιο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ εἶνε μιὰ παγίδα γι᾿ αὐτὸν καὶ μένει ἀκατοίκητο. Μία ἔννοια τῆς σκέπης εἶνε αὐτή, ἡ πραγματική· καὶ ὅλοι ἐμεῖς τὸ βράδι κάτω ἀπὸ μιὰ στέγη θὰ στεγαστοῦμε. Ἂν καὶ ὡραιότερη στέγη εἶνε ἡ στέγη τοῦ οὐρανοῦ, κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα. Κοιμηθήκατε ποτὲ κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα; Ἐγὼ κοιμήθηκα. Ὅταν βρισκόμουν στὸ μέτωπο τῆς πατρίδος, μαζὶ μὲ τὰ ἡρωικὰ παιδιὰ τῆς Ἑλλάδος, πόσες φορὲς δὲν κοιμηθήκαμε στὸ ὕπαιθρο κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα! Σκέπη μας ἦταν ὁ οὐρανός…

Σκέπη λοιπὸν μὲ τὴν ἔννοια τὴν πραγματικὴ εἶνε ἡ σκεπή, ἡ στέγη. Ἀλλ᾿ ὅπως εἶπε ἕνας φιλόσοφος, «οἱ ἄνθρωποι σήμερα εἶνε ἄστεγοι». Τί ἐννοεῖ λέγοντας «ἄστεγοι»; Μπορεῖ νὰ κάθεσαι στὸ ὡραιότερο σπίτι, νά ᾿χῃς ὅλα τὰ κομφόρ, νά ᾿χῃς ὅ,τι σοῦ χρειάζεται· μπορεῖ τὸ σπίτι σου νὰ εἶνε ἀντισεισμικό, νὰ εἶνε τὸ ὡραιότερο σπίτι, καὶ ὅμως νὰ εἶσαι ἄστεγος· ἄστεγος ὑπὸ ἔννοια πνευματική. Διότι ὅπως τὸ σῶμα ἔχει ἀνάγκη στέγης, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή. Καὶ οἱ ἄνθρωποι σήμερα εἶνε ἄστεγοι καὶ ἀνέστιοι. Ἀπὸ στέγη λοιπὸν ἔχει ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος, στέγη πνευματική. Διότι τὰ αἰσθητὰ καὶ ὁρατὰ εἶνε σύμβολα τῶν ἀοράτων πραγμάτων. Νομίζω ὅτι μὲ ἀντιλαμβάνεσθε, ἂν καὶ ἡ γλῶσσα εἶνε κάπως ποιητικὴ καὶ φιλοσοφικὴ ἐδῶ· ἀλλὰ θέλω νὰ εἰσέλθω σὲ βαθύτερα νοήματα. Θέλω νὰ πῶ, ὅτι καὶ ὡς πρὸς τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο ἡ Ἐκκλησία μας, γιὰ νὰ παρουσιάσῃ τὸ μεγαλεῖο τῆς Παρθένου, παίρνει εἰκόνες ἀπὸ τὰ βουνά, ἀπὸ τὴ θάλασσα, ἀπὸ τὴν ἔρημο, ἀπὸ τὰ ἄστρα, ἀπὸ τὸν βίο μας, καὶ τὰ κάνει σύμβολα. Ἔτσι λοιπὸν παίρνει καὶ τὴν εἰκόνα τῆς στέγης καὶ τὴν χρησιμοποιεῖ ὡς σύμβολο μεγάλης ἐννοίας. Στέγη, προστασία καὶ βοήθεια, γιὰ τὰ μικρὰ παιδιά, τὰ νήπια καὶ τὰ ἀνήλικα, εἶνε ὁ πατέρας καὶ ἡ μάνα· κάτω ἀπὸ τὰ φτερὰ τῆς ἀγάπης τους στεγάζονται. Στέγη γιὰ ἄλλους εἶνε τὰ μεγάλα καὶ ἰσχυρὰ πρόσωπα, ποὺ ἔχουν ἀξιώματα καὶ δύναμι. Στέγη γιὰ ἄλλους εἶνε ὁ ἀπαίσιος μαμωνᾶς. Ἔχω καταθέσεις, σοῦ λέει, δὲν ἔχω κανέναν ἀνάγκη· τὸ χρῆμα εἶνε τὸ πᾶν…

Ὦ ἄνθρωποι, ἑτοιμόρροπη εἶνε ἡ στέγη σας· στεγάζεσθε κάτω ἀπὸ ἑτοιμόρροπη στέγη, καὶ τρέμω γιατὶ θὰ πέσῃ… Γνώρισα μιὰ οἰκογένεια, ποὺ πέθανε ὁ πατέρας, πέθανε ἡ μητέρα, κ᾿ ἔμειναν τὰ παιδιὰ πεντάρφανα καὶ κλαίγανε· ἔπεσε ἡ «στέγη» τους κ᾿ ἔμειναν ἄστεγα πνευματικῶς. Βλέπεις τὸν ἄλλο, ποὺ στέγη του ἔκανε τὰ ἰσχυρὰ πρόσωπα, πλουσίους συγγενεῖς, καὶ ἀπογοητεύεται. Ἕνας νέος μοῦ ἔλεγε· –Θὰ πάω στὴν Αὐστραλία. –Κάτσε, βρὲ παιδάκι μου, ἐδῶ. –Ὄχι, θὰ πάω· ἐκεῖ ἔχω μπάρμπα μὲ τεράστια περιουσία· αὐτὸς θὰ εἶνε ὁ προστάτης μου. –Μὴ φεύγεις, τοῦ ξαναλέω. Δὲν ἄκουσε, ἔφυγε. Πετάει καὶ φτάνει στὴν Αὐστραλία. Καὶ μόλις ἔφτασε ἐκεῖ τί ἔμαθε; Ὁ προστάτης του πέθανε ἀπὸ συγκοπή! Νά ἡ στέγη, ἔπεσε… Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν στέγη ἀσφαλής. Ὅλα εἶνε ἑτοιμόρροπα. Γι᾿ αὐτὸ ἔχει δίκιο ὁ ψαλμῳδὸς ποὺ λέει· «Ἀγαθὸν πεποιθέναι ἐπὶ Κύριον ἢ πεποιθέναι ἐπ᾿ ἄνθρωπον» (Ψαλμ. 117,8). Μὴν ἔχῃς τὴν πεποίθησι κ᾿ ἐλπίδα σου σὲ ἀνθρώπους, οὔτε σὲ πράγματα ὑλικά, οὔτε σὲ θεωρίες καὶ πολιτικὲς καταστάσεις.

Ὅλα πέφτουν καὶ ἀλλάζουν ὅπως ἡ σελήνη. Ὅλα τὰ ἀνθρώπινα ἀλλοιώνονται. Ἀλλ᾿ ὑπάρχει μία στέγη στερεὰ καὶ ἀσάλευτη, ποὺ κανένας σεισμὸς δὲν μπορεῖ νὰ τὴ σείσῃ. Καὶ ἡ στέγη αὐτὴ εἶνε ἕνας καὶ μόνο· ὁ Θεός! Αὐτὸς εἶνε ἡ στέγη ὅλων· «ὀρφανὸν καὶ χήραν ἀναλήψεται καὶ ὁδὸν ἁμαρτωλῶν ἀφανιεῖ» (ἔ.ἀ. 145,9). Κι ἂν μ᾿ ἀφήσῃ ἡ μάνα μου, κι ἂν μ᾿ ἀφήσῃ ὁ πατέρας μου, κι ἂν μείνω φτωχὸς καὶ ῥακένδυτος, κι ἂν δὲν ἔχω καλύβι νὰ στεγαστῶ, κι ἂν δὲν ἔχω μοῖρα στὸν ἥλιο, κι ἂν δὲν ἔχω τίποτα στὸν κόσμο αὐτόν, «ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾿ ὁ Θεός μου, πῶς ἠμπορῶ ν᾿ ἀπελπισθῶ;». Πίστι χρειάζεται. Ἔσβησε ἡ πίστι; τὸ θεμέλιο καὶ ἡ στέγη ἔπεσε. Λίγοι ἔχουν πίστι.

Οἱ περισσότεροι μέσα μας εἴμαστε ἄστεγοι, διότι δὲν ὑπάρχει τὸ καταφύγιο τὸ ἰσχυρό, δὲν ὑπάρχει ἡ δυνατὴ πίστι. Σκέπη μας λοιπὸν εἶνε ὁ Θεός, ὁ Πατὴρ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ἁγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον κ᾿ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς. Σκέπη μας εἶνε καὶ οἱ ἅγιοι, ποὺ βρίσκονται κοντύτερα στὸ Θεό. Σκέπη μας εἶνε οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, οἱ φύλακές μας. Ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ αὐτοὺς προστάτης, μετὰ τὸ Θεό, εἶνε ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος· αὐτὴ εἶνε ἡ σκέπη μας. Δὲν εἶνε μῦθος ἡ θρησκεία μας, δὲν εἶνε κούφια καρύδια. Αὐτὸ φάνηκε τὴν 28η Ὀκτωβρίου 1940. Ὁ ἀγώνας τότε ἦτο ἄνισος· ὁ Δαυῒδ πολεμοῦσε μὲ τὸ Γολιὰθ καὶ ὁ Νέστωρ μὲ τὸ Λυαῖο. Ἡ Παναγία ἦταν ἡ σκέπη μας. Δακρύζω ὅταν τὸ ἀναφέρω, διότι τὸ αἰσθάνομαι. Ὑπῆρξα αὐτόπτης καὶ αὐτήκοος. Ἔβλεπες παιδιὰ νὰ φεύγουν γιὰ τὸ μέτωπο μὲ χαρὰ καὶ οἱ δικοί τους νὰ τοὺς λένε μὲ δάκρυα· «Ἡ Παναγία μαζί σας!». Καὶ εἶχαν στὶς τσέπες τους μὰ περισσότερο στὰ στήθη καὶ στὶς καρδιές τους τὴ μορφή της. Μία μικρὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἔδινε τότε ὁ Χρύσανθος, ὁ ἀλησμόνητος ἡρωικὸς ἐκεῖνος ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν ὁ ἀπὸ Τραπεζοῦντος. Συνάντησα τέτοια ἁγνὰ παιδιά, ποὺ εἶχαν βαθειὰ πίστι καὶ ἔλεγαν, ὅτι μιὰ νύχτα εἶδαν πάνω στὶς κορυφὲς νὰ περπατᾷ μιὰ μαυροφόρα… Ἦταν ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ σκέπη τοῦ γένους μας, ἡ σκέπη τοῦ λαοῦ μας, ἡ σκέπη τοῦ ἔθνους μας. Παναγία μας, εἶσαι ἡ σκέπη τοῦ κόσμου καὶ τῆς πατρίδος μας!

Στέγη σήμερα, κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία στεγάζονται οἱ ἄνθρωποι, δὲν εἶνε ὁ Θεὸς καὶ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος· προτιμοῦν ἄλλες στέγες, στέγες ἑτοιμόρροπες ποὺ τοὺς ἀφήνουν ἄστεγους. Πές μου, ποιά στέγη ἔχεις, ποιόν δηλαδὴ ἔχεις προστάτη; Ἄνθρωποι, μὴν εἶστε ἄστεγοι. Καὶ μὴ προτιμᾶτε ἄλλες στέγες, γιατὶ θὰ πέσουν καὶ θὰ σᾶς πλακώσουν. Μιὰ στέγη παραμένει ἀκλόνητη. Καὶ αὐτὴ δὲν εἶνε τὰ κόμματα, ποὺ τὰ κάναμε θεούς· ὄχι. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου, ὅσο μεγάλοι καὶ ἂν εἶνε, δὲν μποροῦν νὰ μᾶς προστατεύσουν. Σκέπη ἰσχυρὰ καὶ ἀκατάλυτος καὶ αἰωνία, μάνα, γλυκειά μας μάνα, εἶνε ἡ Παναγία. Καὶ ἂν ἀγαποῦμε μιὰ φορὰ τὴ μάνα μας, χίλιες φορὲς ν᾿ ἀγαποῦμε τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Γι᾿ αὐτὸ εἶνε ἀνάξιοι ὅσοι δὲν τιμοῦν τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶχα νὰ πῶ. Ἑρμήνευσα μὲ ῥεαλιστικὴ καὶ μὲ πνευματικὴ γλῶσσα τὴν ἔννοια ποὺ περικλείει ἡ λέξι σκέπη. Νὰ εἶστε βέβαιοι, ὅτι ἡ Παναγία θὰ μᾶς προστατεύσῃ. Θά ᾿χαμε σβήσει ἀπὸ τὸ χάρτη, ἂν ἡ Παναγία δὲν ἦταν ἡ σκέπη τοῦ γένους μας. Μείνετε πιστοί, μείνετε ἀφωσιωμένοι· ὄχι μὲ τὰ χείλη, ἀλλὰ μὲ τὴν καρδιά σας. Καὶ στὸν τόπο τοῦτο νὰ μὴν ἀκούγεται οὔτε μιὰ βλαστήμια· ὄχι μόνο ἐναντίον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων τῆς πίστεώς μας. Μόνο ἔτσι ἡ μικρή μας πατρίδα θὰ προχωρήσῃ πρὸς τὰ ἐμπρός, μὲ σύμβολο τὸν τίμιο σταυρὸ καὶ ἀρχηγὸ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν· ἀμήν.

(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη

ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΟΥ ΜΥΡΟΒΛΗΤΟΥ ΤΡΙΤΗ 26-10-2021

Αγιος Δημητριος

Ἀγάπη, μῖσος, νίκη

«Ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 15,17)

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ καὶ πανήγυρις, ἑορτάζει ὁ μεγαλομάρτυς ἅγιος Δημήτριος. Ἑορτάζουν πολλοὶ ναοὶ καὶ ἐξωκκλήσια καὶ χιλιάδες ἄντρες καὶ γυναῖκες, ποὺ φέρουν τὸ ὄνομά του. Πάνω ἀπ᾽ ὅλους γιορτάζει ἡ Θεσσαλονίκη μας ποὺ ἔχει πολιοῦχο τὸν ἅγιο Δημήτριο. Πανελλήνιος ἑορτὴ λοιπόν. Νὰ ποῦμε τὸν βίο τοῦ ἁγίου; Τὸν ξέρουν καὶ τὰ μικρὰ παιδιά. Γι᾿ αὐτὸ θὰ συνδυάσω τὴν ἑρμηνεία τοῦ εὐαγγελίου μὲ τὸν βίο τοῦ ἁγίου. Ἀκούσατε τί μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο; Ἂν θέλαμε νὰ τὸ συνοψίσουμε, θὰ σημειώναμε 3 λέξεις· ἀγάπη, μῖσος, νίκη. Ἀρκοῦν αὐτές.

Ἀγάπη. Πῶς ἀρχίζει τὸ εὐαγγέλιο; «Ταῦτα ἐντέλλομαι». Τί θὰ πῇ «ἐντέλλομαι»; Διατάζω. Ποιός διατάζει; Τὸ παιδὶ ὑπακούει στὸν πατέρα, ὁ μαθητὴς στὸ δάσκαλο, ὁ ἀσθενὴς στὸ γιατρό, ὁ στρατιώτης στὸ στρατηγό. Ὅλο ἐντολὲς εἶνε αὐτὴ ἡ κοινωνία. Ἂν δὲν θέλῃς ἐντολές, ἄντε σ᾽ ἕνα ξερονήσι, νὰ ζήσῃς μόνος· ἐφ᾽ ὅσον ζῇς μέσα σὲ κοινωνία, θὰ πειθαρχήσῃς. Ἀλλὰ τί εἶνε ὁ πατέρας ἢ ὁ δάσκαλος ἢ ὁ γιατρὸς ἢ ὁ στρατηγὸς ἢ κι ὁ βασιλιᾶς μπροστὰ στὸ Χριστὸ τὸν Ἀφέντη μας; Καὶ αὐτοὺς μὲν τοὺς ὑπακοῦμε, ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ αὐτοὺς εἶνε ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ τί λέει ἡ ἐντολή του· «Ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», ν᾽ ἀγαπᾷ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο (Ἰω.15,17).

Ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου, ἄλλη ἐντολὴ ἀνώτερη; Ὅποιος ἀγαπάει, κακὸ δὲν κάνει. Παράδειγμα ἡ μάνα. Μπορεῖ ποτὲ ἡ μάνα νὰ θέλῃ ἢ νὰ κάνῃ κακὸ στὸ παιδί; Καὶ ὅταν ἀκόμα ἀναγκάζεται νὰ τὸ δείρῃ, πονάει πρῶτα αὐτὴ κ᾽ ἔπειτα τὸ παιδί. Ὅπως λοιπὸν ἡ μάνα, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς. Ἂν εἴχαμε τὴν ἀγάπη τῆς μάνας, τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τότε ἡ γῆ αὐτὴ ποὺ κατοικοῦμε θὰ ἦταν παράδεισος. Γιατὶ αὐτὴ ἡ γῆ, ἂν καλλιεργηθῇ σωστά, φτάνει –τὸ λένε ἐπιστήμονες– νὰ θρέψῃ τριπλάσιο πληθυσμό. Ἂν ὅλα τὰ ἔθνη εἴχαμε τὴν ἀγάπη ἀναμεταξύ μας, ἀνεξαρτήτως χρώματος ἐθνότητος κοινωνικῶν καταστάσεων, σήμερα θὰ βασίλευε εἰρήνη· τὰ δικαστήρια θὰ εἶχαν κλείσει, οἱ δικηγόροι θὰ ἄλλαζαν ἐπάγγελμα, οἱ φυλακὲς θὰ γίνονταν σχολειά, ὁ πόλεμος θὰ εἶχε σβήσει. Ἐνῷ τώρα, ὁ Θεὸς νὰ φυλάῃ! Δὲν θέλω νὰ σᾶς λυπήσω, ἀλλὰ τὰ σημάδια δὲν εἶνε καλά. Ἐμεῖς, ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μας, ποὺ ἀνεβήκαμε στὰ ψηλὰ βουνὰ καὶ πολεμήσαμε καὶ ὑποφέραμε, ξέρουμε τί θὰ πῇ πόλεμος – ἡ νέα γενεὰ δὲν ξέρει.

Ὁ πόλεμος δὲν εἶνε «νὰ σπᾷς ἀβγὰ νὰ κάνῃς ὀμελέττα», εἶνε φοβερὸ πρᾶγμα. Εἴδαμε τὸν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο, εἴδαμε τὸν Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο· ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεὸ νὰ μὴ δοῦμε τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, γιατὶ αὐτὸς θά ᾽νε ὁ τελευταῖος, ἡ καταστροφὴ καὶ πανωλεθρία ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος. Κι αὐτὰ γιατί; Διότι ὅλοι, καὶ κόκκινοι καὶ πράσινοι καὶ ἄσπροι καὶ μαῦροι καὶ ὅλα τὰ ἔθνη, κλείσαμε τ᾽ αὐτιά μας καὶ δὲν ἀκοῦμε τὸ Χριστὸ ποὺ μᾶς λέει «ἀγαπᾶτε».

Ὁ ἅγιος Δημήτριος ὅμως ἐξετέλεσε – ἐφήρμοσε τὴν ἐντολὴ αὐτή. Ἦταν ὅλος ἀγάπη, ἀγαποῦσε. Ἦταν ἀξιωματικός, ἀλλ᾽ ὄχι μὲ βούρδουλα γιὰ νὰ χτυπάῃ. Ἦταν εὐγενής. Πολλοὶ ἀξιωματικοὶ ἦταν τότε στὴ Θεσσαλονίκη, ἀλλ᾽ αὐτὸς ὑπερεῖχε ἀπ᾽ ὅλους· ὄχι μόνο στὴν ἀνδρεία, στὴ μόρφωσι, στὴν τεχνικὴ ἐκπαίδευσι, ἀλλὰ πρὸ παντὸς στὴν εὐγένεια. Οἱ στρατιῶτες τὸν λάτρευαν. Γιατὶ ἀγαποῦσε στρατιῶτες, συναδέλφους, τὸ βασιλιᾶ, ὅλο τὸν κόσμο. Μέσα στὴν καρδιά του δὲν ὑπῆρχε μῖσος. Πάνω ἀπ᾽ ὅλους ὅμως ἀγαποῦσε τὸ Χριστό, ὁ Χριστὸς βασίλευε στὴν καρδιά του. Καὶ ἀπόδειξις τὸ ἑξῆς. Ἡ Θεσσαλονίκη δὲν ἦταν τότε ὅπως εἶνε τώρα. Στοὺς ἑκατὸ κατοίκους οἱ ἐνενήντα ἦταν εἰδωλολάτρες καὶ οἱ δέκα μόνο Χριστιανοί. Καὶ ὁ ἅγιος Δημήτριος στενοχωριόταν γι᾽ αὐτό. Καὶ τί ἔκανε; Ἔβγαινε κάθε μέρα στὴν παραλία, στὶς φτωχοσυνοικίες, παντοῦ, καὶ μὲ τὸ καλό του παράδειγμα, τὰ λόγια, τὴν προσευχὴ καὶ τὰ δάκρυά του ἔπειθε κάθε μέρα ἕναν εἰδωλολάτρη νὰ γίνῃ Χριστιανὸς καὶ τὸν βάπτιζε. Τὸ εἶχε τάμα. Ἔτσι σχηματίστηκε γύρω του καὶ μία ἕνωσι νέων ποὺ διακρίνονταν γιὰ τὴν πίστι καὶ ἀγάπη τους στὸ Χριστό.

Ἀλλ᾽ ἐνῷ αὐτὸς εἶχε ἀγάπη, κάποιοι ἄλλοι εἶχαν μῖσος. Αὐτὸς ἀγαποῦσε, ἐκεῖνοι μισοῦσαν. Ποιοί ἦταν; οἱ Ἑβραῖοι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες· ἄκουγαν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ κ᾽ ἔβγαζαν ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα, ἤθελαν εἰ δυνατὸν νὰ πνίξουν, ν᾽ ἀφανίσουν τὸ χριστιανικὸ ὄνομα. Ὅπως τὰ νυκτόβια πουλιὰ (νυχτερίδες, κουκουβάγιες) δὲν θέλουν τὸ φῶς, ἔτσι αὐτοὶ μισοῦσαν τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς Χριστιανούς, ὅπως λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο (βλ. Ἰω. 15,18). Προπαντὸς ἤθελαν νὰ χτυπήσουν τὸν ἅγιο Δημήτριο. Καὶ δόθηκε εὐκαιρία. Ὅταν ἦρθε στὴ Θεσσαλονίκη ὁ εἰδωλολάτρης αὐτοκράτορας Μαξιμιανός, παρουσιάστηκαν σ᾽ αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπαν· Βασιλιᾶ, χανόμαστε! ἂν ἀφήσῃς τὸ Δημήτριο στὸ ἀξίωμά του καὶ ἐλεύθερο, δὲν θὰ μείνῃ οὔτε ἕνας εἰδωλολάτρης ἢ Ἑβραῖος, ὅλη ἡ Θεσσαλονίκη θὰ γίνουν Χριστιανοί, θὰ τοὺς βαφτίσῃ ὅλους στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Συλλαμβάνουν λοιπὸν τὸν ἅγιο Δημήτριο, τὸν ὁδηγοῦν μπροστὰ στὸ βασιλιᾶ, κι αὐτὸς τὸν ρωτάει· –Εἶσαι Χριστιανός; (τώρα ἡ Χριστιανικὴ ἰδιότητα δὲν στοιχίζει τίποτα, ἀλλὰ κάποτε θά ᾽ρθῃ ὥρα ποὺ μέσα σὲ χίλιους εἶνε ζήτημα ἂν δέκα θὰ ποῦν «Εἶμαι Χριστιανός»). Στὴν ἐρώτησι «Εἶσαι Χριστιανός;», ἂν ὁ ἅγιος Δημήτριος ἔλεγε Ὄχι, θὰ εἶχε ὅλα τὰ μεγαλεῖα καὶ θὰ ὑψωνόταν σὲ ἀκόμη μεγαλύτερα ἀξιώματα. Αὐτὸς ἀπήντησε –Ναί. –Δὲν μετανοεῖς; –Ὄχι. –Σοῦ δίνω προθεσμία τρεῖς ἡμέρες. –Ὄχι τρεῖς, βασιλιᾶ· καὶ τριακόσες ἡμέρες νὰ μοῦ δώσῃς, δὲν ἀλλάζω· θὰ μείνω καὶ θὰ πεθάνω Χριστιανός. Τοῦ ξηλώνουν ἀμέσως τὰ γαλόνια, τοῦ ἀφαιροῦν ὅλα τὰ διακριτικὰ τοῦ ἀξιώματος, τὸν καθαιροῦν ἐπὶ τόπου καί, ἀπὸ στρατηγὸς ποὺ ἦταν, γίνεται ὑπόδικος. Τὸν δένουν, τὸν βάζουν μέσ᾽ στὶς φυλακές (ποὺ σῴζονται. Διότι στὸν Ἅγιο Δημήτριο ἡ φωτιὰ τὰ ἔκαψε ὅλα, μὰ δὲν ἔκαψε τὴ φυλακή του, τὴ σεβάστηκε. Κατεβῆτε ἐκεῖ, νὰ δῆτε τὸ σκοτεινὸ μέρος ποὺ ἦταν κλεισμένος ὁ ἅγιος τρεῖς μῆνες).

Καὶ τί συνέβη; Μὲ τὴν παρουσία τοῦ αὐτοκράτορος γίνονταν τελετὲς μεγάλες στὴν πόλι. Πηγαίνει τότε στὴ φυλακὴ ὁ Νέστωρ, ἕνα παιδὶ 17 ἐτῶν ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἶχε κατηχήσει καὶ βαπτίσει ὁ ἅγιος Δημήτριος. –Τί θέλεις, παιδί μου; –Δὲν ὑποφέρω, δάσκαλε· στὸ στάδιο παρουσιάστηκε ἕνας ἄντρας τρία μέτρα, ἕνα βουνὸ ἀπὸ σάρκες, καὶ προκαλεῖ, ὅποιος Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ παλέψῃ μαζί του. Θέλω νὰ πολεμήσω μαζί του, ἀλλὰ ἦρθα νὰ πάρω τὴν εὐχή σου. Ἔχω τὴν εὐλογία σου;

Ὁ ἅγιος Δημήτριος προσευχήθηκε, τὸν σταύρωσε μὲ τὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου καὶ λέει· –Πήγαινε, παιδί μου· καὶ τὸν Λυαῖον νικήσεις καὶ ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρήσεις. Καὶ ὄντως ἔτσι ἔγινε. Πῆγε στὸ στάδιο. Κι ὅταν εἶπαν, –Ποιός θέλει νὰ παλέψῃ μὲ τὸ Λυαῖο; ὁ Νέστωρ φώναξε· –Ἐγώ. Τὸν εἶδαν νεαρό, καὶ τὸν περιγέλασαν βέβαιοι ὅτι θὰ νικηθῇ. Ἀλλὰ μόλις δόθηκε τὸ σύνθημα, ὁ νεαρὸς φωνάζει «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι», ὁρμᾷ σὰν βέλος πάνω στὸν σιδηρόφρακτο γίγαντα, τὸν χτυπάει κατάκαρδα μὲ τὸ μικρὸ μαχαίρι του καὶ τὸν ῥίχνει κάτω μὲ γδοῦπο. Ὅλο τὸ στάδιο ἀλάλαξε. Ἡ φωνὴ ἐκείνη μαρτύρησε, ὅτι ὁ Νέστωρ εἶνε Χριστιανός. Ἀμέσως τὸν συλλαμβάνουν. Μὲ διαταγὴ τοῦ Μαξιμιανοῦ πηγαίνουν στὴ φυλακὴ καὶ τρυποῦν μὲ λόγχες τὸν ἅγιο Δημήτριο στὴν πλευρά, καὶ ἀποκεφαλίζουν τὸν ἅγιο Νέστορα μὲ ξίφος. Ὅπου ἔπεσε τὸ αἷμα τοῦ ἁγίου Δημητρίου –δὲν εἶνε παραμύθι, εἶνε γεγονός– ἀνέβλυσε εὐωδιαστὸ μύρο, καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ ἐπίθετο μυροβλύτης.

– Αὐτὰ «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ», θὰ πῇ κάποιος. Λάθος κάνεις, κύριε. Ὁ Χριστὸς εἶνε «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8). Ὅσοι ἔχουμε κάποια ἡλικία κι ἀνεβήκαμε στὰ ψηλὰ βουνὰ τὸ ᾽40, εἴδαμε τὸ θαῦμα. Ἕνας νέος Λυαῖος (ὁ Μουσσολίνι τῆς Ἰταλίας) νικήθηκε ἀπὸ ἕνα μικρὸ Νέστορα (τὴν Ἑλλάδα). Πῶς; μὲ κανόνια, ἀεροπλάνα καὶ πολεμικὰ μέσα; Ὄχι, ἀφοῦ ἤμασταν σχεδὸν ἄοπλοι. Ὁ ἐχθρὸς νικήθηκε μὲ τὴν πίστι «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι». Τὰ συντάγματα, ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης –δὲν εἶνε ψέμα– παρακαλοῦσαν· «Ἅγιε Δημήτριε, βοήθησέ μας, νὰ μὴ σκλαβωθῇ πάλι ἡ πατρίδα μας». Καὶ ἔφευγαν γιὰ τὸ μέτωπο ἔχοντας στὸν κόρφο τους τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Καὶ εἶδαν τὸ θαῦμα. Γι᾽ αὐτό, ἀγαπητοί μου, νὰ πιστεύετε πάντοτε, καὶ σήμερα καὶ αὔριο. Στὴν πατρίδα μας δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχῃ ἄπιστος καὶ βλάστημος. Ὅλοι, ἄντρες-γυναῖκες, μιὰ ψυχή – ἕνας λαός, πιστοὶ καὶ ἀφωσιωμένοι νὰ βαδίσουμε ἐμπρός. Καὶ ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Δημητρίου καὶ πάντων τῶν ἁγίων νὰ εἶνε μαζί μας· ἀμήν.

(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ Θεραπεία τοῦ δαιμονιζομένου τῶν Γαδαρηνῶν (2ο)

 

Δαιμονισμενος Γεργεσηνων

Διάβολος: Βασανιστής ἀνθρώπων

Ἡ εὐαγγελική περικοπή (Λουκ.8:27-39) μᾶς «ζωγραφίζει» μέ τά πιό μελανά χρώματα τό διάβολο· πῶς συμπεριφέρεται στόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί πῶς (ὁ διάβολος) θέλει τόν ἄνθρωπο.

Ὁ δαιμονισμένος τῶν Γαδαρηνῶν «ροῦχο δέν ντυνόταν» (Λουκ.8:27) ἀλλά γύριζε γυμνός! Ἔτσι (γυμνό) θέλει ὁ διάβολος τόν ἄνθρωπο νά γυρίζει στίς πλατεῖες καί στούς δρόμους! Γι’αὐτό καί τά «ὄργανά» του, μάγοι καί λοιποί κάνουν τίς ἐπικλήσεις τους πρός τό σατανᾶ ὁλόγυμνοι! Ὁλόγυμνοι φτιάχνουν τά «μαγικά» τους! Τό ἴδιο κάνουν · καί οἱ σατανιστές: Ὁλόγυμνοι λατρεύουν τό διάβολο!

Ὁ δαιμονισμένος τῶν Γαδαρηνῶν «δέν ἔμεινε στό σπίτι, ἀλλά ζοῦσε στά μνήματα» (Λουκ.8:27). Καί ὅταν «τόν ἔδεναν μέ ἁλυσῖδες, καί τοῦ ἔβαζαν σιδερένια δεσμά στά πόδια· αὐτός ἔσπαζε τά δεσμά, καί τό δαιμόνιο τόν ὁδηγοῦσε στίς ἐρημιές!» (Λουκ.8:29). Ἀδυναμία του ἦταν τά μνήματα καί οἱ ἐρημιές, δηλαδή ἐκεῖ πού ὑπάρχει νέκρα, θάνατος! Γιατί ὁ ἴδιος ὁ διάβολος εἶναι ἐνσάρκωση τοῦ (πνευματικοῦ) θανάτου. Γι’αὐτό καί οἱ δικοί του (μάγοι, σατανιστές καί ἄλλοι) ὅ,τι κάνουν γι’αὐτόν, τό κάνουν ἤ στά μνήματα ἤ στίς ἐρημιές, γι’αὐτό καί ἔχουν σάν σημαία τους τίς νεκροκεφαλές! Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός προκειμένου νά πολεμήσει τό διάβολο πῆγε στό «σπίτι» του· στήν ἐρημιά (Ματ.4:1). Καί γι’αὐτό, μέ τήν «ἐγκατοίκηση» τῶν μοναχῶν στίς ἐρημιές, βλέποντας (ὁ διάβολος ὅτι ἔχανε τά «οἰκόπεδά» του) ξεσποῦσε κατά τῶν μοναχῶν! Δέν τούς ἄφηνε σέ ἡσυχία! «Χαλοῦσε» τόν κόσμο ἀπό τίς ἀγριοφωνές, ἀπό τά πετροβολητά, κ.λ.π, ἀναγκάζοντάς τους (τούς μοναχούς) νά προσεύχονται ἀνά βάρδιες ὅλη τή νύκτα! (Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, Συνομιλίες μέ τούς πατέρες τῆς ἐρήμου, «Ἑτοιμασία» τ. Α΄ σελ. 215).

 «Λεγεώνα» ἦταν ἀπόσπασμα τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, πού ἀποτελεῖτο ἀπό 4.200-6.000 στρατιῶτες! Σύν 300 ἄλογα πολέμου! Σκεφθεῖτε τή δύναμή τους! Τόσα δαιμόνια εἶχε μέσα του ὁ δαιμονισμένος τῶν Γαδαρηνῶν (Λουκ.8:30). Σκεφθεῖτε πόσο βασάνιζαν τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί ὁλόκληρο τό χωριό! Καί τώρα βλέποντας ὅτι ἔρχεται τό «τέλος» τους, ἤθελαν νά ἐκδικηθοῦν τό χωριό, καταστρέφοντας τήν περιουσία του! Καί τό ἔκαναν! Μπῆκαν στά γουρούνια (πού οἱ χωρικοί ζοῦσαν τίς οἰκογένειές τους) καί τά γουρούνια ὅρμησαν στή θάλασσα καί πνίγηκαν (Λουκ.8:33). Προσέξτε τίς «λεπτομέρειες»: Τά γουρούνια δέν πῆγαν ἄλλα πίσω, ἄλλα δεξιά, ἄλλα ἀριστερά ὥστε νά ἀποφύγουν τή θάλασσα, ἀλλά ἑνώθηκαν ὅλα μαζί, ἔγιναν ἕνα σῶμα καί αὐτό τό σῶμα πῆγε τρέχοντας (ὄχι σιγά-σιγά) πρός τήν καταστροφή! Ὅρμησε στό γκρεμό, ἔπεσε στή θάλασσα καί πνίγηκε! Καί ἦταν κάπου 2.000 γουρούνια! Θέαμα φρικτό! Νά βλέπεις δύο χιλιάδες νεκρά σώματα ἀπό γουρούνια νά πλέουν πάνω στή θάλασσα! Ἰδού τό ἔργο τῶν δαιμόνων! Καταστροφή καί θάνατος!

 Ὁ Χριστός ἐπέτρεψε τούς δαίμονες, νά μποῦν στά γουρούνια καί νά ὁρμήσουν πρός τή θάλασσα, γιά νά καταλάβουν οἱ Γαδαρηνοί τί κίνδυνο, τί «πυρηνική βόμβα» εἶχαν τόσα χρόνια στό χωριό τους. Καί νά σκεφθοῦν, ὅτι αὐτό πού ἔκαναν τά δαιμόνια στά γουρούνια, θά μποροῦσαν νά τό κάνουν καί σέ αὐτούς τούς ἴδιους τούς κατοίκους ἤ καί στά παιδιά τους ἤ καί στά ἐγγόνια τους. Καί τώρα ὁ Χριστός, τούς ἀπάλλαξε ἀπό αὐτόν τόν ἐφιάλτη! Ἔπρεπε λοιπόν νά τρέξουν στό Χριστό να Τόν εὐχαριστήσουν, καί νά Τόν παρακαλᾶνε νά μείνει γιά πάντα μαζί τους. Πῆγαν βέβαια κοντά Του, ἀλλά ὄχι γιά νά Τόν εὐχαριστήσουν. «Τόν παρακαλοῦσαν νά φύγει ἀπό κοντά τους, γιατί τούς ἔπιασε μεγάλος φόβος» (Λουκ.8:37). Τί φοβήθηκαν; Ποιός ξέρει τί σκέφθηκε τό ἄρρωστο μυαλό τους! Τόν δαιμονισμένο τόσα χρόνια τόν ἀνεχόνταν στό χωριό τους, τό Χριστό δέν τό ἀνέχονταν νά μείνει οὔτε μία ὥρα παραπάνω!

Ὁ Χριστός ἀπό τή μεριά Του δέν κάθισε νά τούς «ἀπολογηθεῖ», νά τούς ἐξηγήσει, «ὅτι εἶμαι ἀγαθός καί φιλάνθρωπος»· ὅ, τι καί νά τούς ἔλεγε, δέν θά τό καταλάβαιναν· οὔτε θύμωσε μαζί τους· οὔτε τούς ἀπείλησε: «Καθῖστε καλά, γιατί εἴδατε πόση δύναμη ἔχω, ὄχι δέν φεύγω· θά καθίσω καί ἄν τολμεῖστε, διῶξτε Με» (ἔτσι κάνουν ὅσοι ἔχουν δύναμη, χωρίς ἀγάπη καί φιλανθρωπία) ἀλλά χωρίς κἄν νά τούς εἰπεῖ κουβέντα «μπῆκε στό πλοιάριο γιά νά γυρίσει πίσω» (Λουκ. 8:37). (Πάντοτε ἀγαθός καί ἀνεξίκακος ὁ Κύριος!).

Ἐν τῷ μεταξύ ὁ πρώην δαιμονισμένος, μόλις θεραπεύθηκε, ἔτρεξε σπίτι του, ντύθηκε, γύρισε στό Χριστό καί κάθισε δίπλα Του (Λκ.8:35). Καί μόλις ὁ Χριστός ξεκίνησε νά φύγει, τόν παρακαλοῦσε νά τόν πάρει μαζί του (Λουκ.8:38). (Ἐνῶ οἱ συγχωριανοί του είπαν στόν Χριστό νά φύγει ἀπό κοντά τους!). «Γύρισε στό σπίτι σου καί διηγήσου ὅσα ἔκανε γιά σένα ὁ Θεός» (Λουκ.8:39). Ναί! Ὁ Κύριος θέλει νά διηγούμαστε τά θαυμάσιά Του, γιά νά δοξάζεται τό ἅγιο ὄνομά Του, νά καταισχύνεται ὁ διάβολος καί νά ἐνδυναμώνεται ἡ πίστη μας.

ὑπό Ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

 

ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 23-10-2021

 

Αγιος Ιακωβος Αδελφοθεος

Πικρὸς θάνατος

«Ὑπὲρ τοῦ ῥυσθῆναι ἡμᾶς ἀπὸ πάσης θλίψεως, ὀργῆς, κινδύνου, ἀνάγκης καὶ πικροῦ θανάτου τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»

(θ. Λειτ. Ἰακ.)

Ἑορτή, ἀγαπητοί μου, ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Ἰακώβου. Ἀλλ᾿ ἐὰν ἀνοίξουμε τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸ Ὡρολόγιο καὶ τὰ Μηναῖα, θὰ δοῦμε, ὅτι τὸ ὄνομα Ἰάκωβος τὸ ἔχουν πολλοί. Πόσοι νομίζετε; Δεκαοκτὼ Ἰάκωβοι εἶνε! Ἄλλοι εἶνε ἐπίσκοποι, ἄλλοι ἀσκηταί, ἄλλοι μάρτυρες, ἄλλοι νεομάρτυρες, ἄλλοι ποιμένες, ἄλλοι κήρυκες τοῦ εὐαγγελίου, ἄλλοι ἱεραπόστολοι. Κάθε Ἰάκωβος εἶνε κ᾿ ἕνα ἀστέρι, ποὺ σελαγίζει στὸν οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας μας. Μεταξὺ αὐτῶν ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ λαμπρὰ ἀστέρια εἶνε ὁ ἅγιος ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα καὶ ὁ ὁποῖος πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὀνομάζεται Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος.

Ἀκούγοντας κανεὶς τὴ λέξι «ἀδελφόθεος» μπορεῖ νὰ σκανδαλισθῇ καὶ νὰ πῇ· πῶς λέγεται «ἀδελφόθεος»; εἶνε ἀδελφὸς τοῦ Θεοῦ, τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ σάρκα; Ὄχι βέβαια. Αὐτὸ εἶνε βλασφημία ἀκόμη καὶ νὰ τὸ σκεφτοῦμε· διότι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς γεννήθηκε, ὅπως γνωρίζουμε, ὑπερφυσικῶς, ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ ἀπὸ τὰ πάναγνα αἵματα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Καὶ ἡ Θεοτόκος, ἡ Παναγία μας, εἶνε παρθένος. Παρθένος πρὸ τοῦ τόκου, προτοῦ νὰ γεννήσῃ· παρθένος κατὰ τὸν τόκον, ὅταν γεννοῦσε· παρθένος καὶ μετὰ τὸν τόκον, μετὰ τὴ γέννησι. Αὐτὸ εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Οἱ πατέρες λένε, ὅτι ὅπως ὁ ἥλιος περνάει τὸ τζάμι καὶ φωτίζει τὸ δωμάτιο ἀλλὰ τὸ τζάμι δὲν σπάει, ἔτσι καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο πέρασε ἀπὸ τὸ πάναγνο σῶμα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, τὸ ὁποῖο ἦταν κρύσταλλος ἁγνότητος, καὶ δὲν ἔφερε καμμία ζημία στὴν παρθενία της.

Παρθένος, ἐπαναλαμβάνω, πρὸ τοῦ τόκου, κατὰ τὸν τόκον, καὶ μετὰ τὸν τόκον, δηλαδὴ ἀειπάρθενος. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς γεννήσεώς της μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς ἁγίας κοιμήσεώς της ὑπῆρξε παρθένος. Μοναδικὸ ὑπόδειγμα καὶ πρότυπο παρθενικῆς ζωῆς. Αὐτὸ κηρύττει ἡ Ἐκκλησία μας, ἡ ὁποία ἐγκωμιάζει τὴν Θεοτόκο Μαρία, στηλιτεύει δὲ καὶ ἀφορίζει ὅλους τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ δὲν παραδέχονται τὴν ἀειπαρθενία της. Τότε γιατί ὁ Ἰάκωβος ὀνομάζεται «ἀδελφόθεος»; Ὀνομάζεται ἀδελφόθεος, διότι κατὰ τὴν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ δίκαιος Ἰωσήφ, ὁ μνηστὴρ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀπὸ προηγούμενο γάμο εἶχε ἀποκτήσει τέσσερα ἀγόρια, καὶ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶνε ὁ Ἰάκωβος. Καὶ ἐπειδὴ κατὰ τὸ Μωσαϊκὸ νόμο ὁ ἀρραβωνιαστικὸς ἐθεωρεῖτο ἄνδρας τῆς μνηστευμένης, γι᾿ αὐτὸ ὁ υἱός του Ἰάκωβος, ὡς ἀδελφὸς κατὰ τὸ νόμο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὀνομάζεται καταχρηστικῶς «ἀδελφόθεος».

Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ἦταν εὐγενὴς ὕπαρξις. Εἶχε μεγάλη ἀγάπη στὸ Θεό. Ἔφτασε σὲ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς. Ἦταν ἄνθρωπος τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (βλ. Α΄ Θεσ. 5,17). Ἀπὸ τὶς πολλὲς γονυκλισίες τὰ γόνατά του εἶχαν κάνει κάλους, ὅπως τῆς καμήλας ποὺ διαρκῶς γονατίζει γιὰ νὰ τὴ φορτώνουν. Ἦταν κῆρυξ τῆς πίστεως στὸ Θεὸ καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον. Αὐτὸ βλέπουμε στὴ θεόπνευστη Ἐπιστολή του· εἶνε ἡ πρώτη ἀπὸ τὶς ἑπτὰ καθολικὲς ἐπιστολές, ποὺ ὀνομάζονται ἔτσι διότι ἀπευθύνονται ὄχι σὲ μία ἐκκλησία ἀλλὰ στὸ σύνολο τῶν Χριστιανῶν ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν καὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν.

Σᾶς συνιστῶ σήμερα, τὴν ἅγια αὐτὴ ἡμέρα, νὰ τὴ διαβάσετε, γιατὶ ἔχει πολύτιμα θεόπνευστα διδάγματα. Ἐκεῖ τονίζει τὴν πίστι. Δὲν σῴζεται ὁ ἄνθρωπος, λέει, χωρὶς τὴν πίστι, καὶ συμφωνεῖ μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ τῶν ἄλλων ἀποστόλων. Ἀλλὰ ὁ Ἰάκωβος κάνει μιὰ διάκρισι· ἐννοεῖ τὴν πίστι συνδεδεμένη μὲ τὴν ἀγάπη· ὅπως τὸ νύχι εἶνε ἑνωμένο μὲ τὸ κρέας, ἔτσι καὶ ἡ πίστις πρέπει νὰ εἶνε ἑνωμένη μὲ τὴν ἀγάπη. Πρέπει νὰ ὑπάρχῃ συνέπεια μεταξὺ πίστεως καὶ ζωῆς. «Πιστεύεις;», λέει, «δεῖξόν μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου» (Ἰακ. 2,18). Κι «ὅπως τὸ σῶμα χωρὶς τὴν ψυχὴ εἶνε νεκρό, ἔτσι καὶ ἡ πίστι χωρὶς τὰ ἔργα», ἔργα ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας, «εἶνε νεκρά» (ἔ.ἀ. 2,26), λόγια σπουδαιότατα, ποὺ δυστυχῶς τὰ ἔχουμε λησμονήσει καὶ ἀρκούμεθα μόνο σὲ μία ξηρὰ πίστι.

Λέμε ὅτι πιστεύουμε, κ᾿ ἔχουμε τὸ Χριστὸ στὸ στόμα, ἐνῷ στὴν καρδιὰ ἔχουμε τὸ διάβολο. Λέει ἀκόμα· Χτυπάει ἕνας φτωχὸς τὴν πόρτα σου· μὴν τοῦ πῇς, Ὁ Θεὸς νὰ σ᾿ ἐλεήσῃ. Εἶσαι ψεύτης καὶ ὑποκριτής. Νὰ κάνῃς ἐσὺ γι᾿ αὐτὸν ὅ,τι θὰ ἔκανε ὁ Χριστὸς ἂν ἦταν ἀκόμη ἐπὶ τῆς γῆς. Πεινάει; δός του νὰ φάῃ. Διψάει; δός του νὰ πιῇ. Εἶνε γυμνός; δός του ροῦχο νὰ σκεπαστῇ. Εἶνε ξένος; νὰ τὸν περιποιηθῇς (βλ. ἔ.ἀ. 2,15-16). Εἶνε ὀρφανὸ καὶ χήρα; νὰ τὸν συνδράμῃς. Θρησκεία ἀληθινή, τονίζει σ᾿ ἕνα ὑπέροχο χωρίο, ποιά εἶνε; Οἱ λαμπάδες, τὰ κεριά, τὰ θυμιάματα; Κι αὐτὰ ἀσφαλῶς εἶνε· δὲν τὰ ἀπορρίπτουμε. Ἀλλὰ θρησκεία ἀληθινὴ εἶνε τὸ «ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν», καὶ «ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου»(ἔ.ἀ. 1,27).

Αὐτὸς λοιπὸν εἶνε ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος. Κῆρυξ τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φιλανθρωπίας, ὅπως ἀκοῦμε καὶ στὴ Λειτουργία του, ποὺ γίνεται μιὰ φορὰ τὸ χρόνο. Διότι ἔχει καὶ δική του λειτουργία. Τρεῖς εἶνε οἱ λειτουργίες· πρώτη τοῦ Ἰακώβου ποὺ εἶνε ἡ μεγαλύτερη, δεύτερη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, καὶ τρίτη τοῦ Χρυσοστόμου ποὺ εἶνε ἡ συντομώτερη καὶ ἡ συνηθέστερη. Ἡ λειτουργία τοῦ Ἰακώβου ἔχει ὡραῖα λόγια. Ἀγκαλιάζει ὅλους τοὺς δυστυχισμένους. Πολλὲς κατηγορίες δυστυχισμένων ἀναφέρει. Παρακαλεῖ ὑπὲρ τῶν ἀσθενῶν, ὑπὲρ τῶν γερόντων, ὑπὲρ τῶν ἐξορίστων, ὑπὲρ τῶν αἰχμαλώτων, ὑπὲρ ὅλων ὅσοι βρίσκονται σὲ δεινὴ θέσι. Σ᾿ ἕνα σημεῖο μεταξὺ ἄλλων παρακαλεῖ· «Ὑπὲρ τοῦ ῥυσθῆναι ἡμᾶς ἀπὸ πάσης θλίψεως, ὀργῆς, κινδύνου, ἀνάγκης καὶ πικροῦ θανάτου τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Νὰ μᾶς σώσῃ ὁ Κύριος ἀπὸ πικρὸ θάνατο. Τί σημαίνει αὐτό;

Κάθε θάνατος εἶνε πικρός. «Ὦ θάνατε, ὡς πικρόν σου τὸ μνημόσυνον…» (Σ. Σειρ. 41,1), πικρὴ ἡ ἐνθύμησί σου, πικρὸ τὸ ποτήριό σου. Καὶ ὁ Χριστὸς στὴ Γεθσημανῆ εἶπε· «Παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο» (Ματθ. 26,39). Πικρὸς εἶνε ὁ θάνατος. Γιατί; Διότι εἶνε ἀντίθετος μὲ τὸν προορισμὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπ᾿ τὸ Θεὸ ἀθάνατος, νὰ μὴν πεθαίνῃ ποτέ. Ἀλλὰ «φθόνῳ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον» (Σ. Σολ. 2,24) καὶ οἱ ἄνθρωποι πεθαίνουν. Γι᾿ αὐτὸ φρικιοῦμε ἐμπρὸς στὸ πικρὸ ποτήριο τοῦ θανάτου, ποὺ ὅλοι καλούμεθα νὰ πιοῦμε. Ἀλλ᾿ ὑπάρχουν μερικὰ εἴδη θανάτου ποὺ εἶνε ἰδιαιτέρως πικρά. Εἶνε ὁ σκληρὸς θάνατος καὶ πρὸ παντὸς ὁ αἰφνίδιος, ὁ ξαφνικός, ὁ πρόωρος, ὁ θάνατος ποὺ βρίσκει τὸν ἄνθρωπο ἀπροετοίμαστο. Πικρὸς θάνατος εἶνε λ.χ. ὁ θάνατος ἀπὸ σεισμό. Τὴν ὥρα ποὺ τρῶς ἢ κοιμᾶσαι ἢ κουβεντιάζεις μὲ τὴ γυναῖκα σου ἢ θωπεύεις τὸ παιδάκι σου, τὴν ὥρα ποὺ ἡ μάνα κρατάει στὴν ἀγκαλιὰ τὸ νήπιό της ἢ τὸ ἔχει στὴν κούνια καὶ τὸ νανουρίζει, ξαφνικὰ νὰ τραντάζεται ἡ γῆ καὶ νὰ πέφτουν ὅλα. Γνώρισα ἕνα παιδὶ στὴν Ἀθήνα, ποὺ ὅταν ἔγινε ὁ μεγάλος σεισμὸς στὴν Κεφαλονιὰ τὸν εἶχε βρέφος στὴν ἀγκαλιὰ ἡ μητέρα του· ἔπεσε τὸ σπίτι, ἡ μητέρα τὸ σκέπασε –ὤ ἀγάπη μάνας!– καὶ ἐκείνη μὲν βρέθηκε σκοτωμένη, ἀλλὰ τὸ παιδάκι σκεπασμένο μὲ τὸ σῶμα τῆς μάνας σώθηκε. Τέτοιες ὧρες οἱ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι χρειάζονται συμπαράστασι. Καὶ ἂν θέλουμε νὰ τιμήσουμε τὸν ἅγιο Ἰάκωβο ποὺ ἀγαποῦσε τοὺς φτωχούς, ἂς τοὺς θυμηθοῦμε. Στὴ θεία λειτουργία ὁ ἱερεὺς μνημονεύει ὅλους· ζῶντας, νεκρούς, συγγενεῖς, φίλους, ἁγίους, ἀσκητάς, ἱεράρχας κ.τ.λ.. Ἰδιαιτέρως δὲ προσεύχεται ὑπὲρ τῶν «μεμνημένων τῶν πενήτων». Θεέ μου, λέει, νὰ θυμηθῇς αὐτοὺς ποὺ θυμοῦνται τοὺς φτωχούς.

Θέλεις, ἀγαπητέ μου, ἀσφάλεια; νὰ ἀσφαλίσῃς τὸ σπίτι σου, τὴ γυναῖκα σου, τὰ παιδιά σου; Ἀσφάλεια εἶνε ἡ ἐλεημοσύνη. Δίνε λοιπόν. Λίγο ὠφελεῖται αὐτὸς ποὺ δέχεται τὴν ἐλεημοσύνη, πολὺ ὠφελεῖται αὐτὸς ποὺ δίνει τὴν ἐλεημοσύνη. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος εἶπε· «Μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν» (Πράξ.20,35). Νὰ χαίρεσαι, λέει, παραπάνω ὅταν εἶσαι σὲ θέσι νὰ δίνῃς. Ταῦτα, ἀγαπητοί· ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου, ἂς εἶνε ἵλεως εἰς ὅλους ἡμᾶς.

(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη