Προσεγγίσεις στην Ορθόδοξη Αγιογραφία

(Νεότερες αναρτήσεις στο κάτω μέρος της σελίδας)

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ

Δεκτή ή απαράδεκτη;

Αγια Τριας 1Αγια Τριας 2

Πάρα πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί στο παρελθόν, από έγκριτους θεολόγους για την απεικόνιση της Αγίας Τριάδας κι έχει κατ’ επανάληψη αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων και έντονων διαξιφισμών και υπάρχει μία σύγχυση μεταξύ των χριστιανών. Η παρούσα προσπάθεια δεν διεκδικεί κάποια πρωτοτυπία αλλά μόνο μια προσπάθεια για ένα ξεκαθάρισμα και κάποιες σημαντικές επισημάνσεις εν συντομία, με βάση την διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της Παράδοσης της Εκκλησίας μας.

Πρόκειται για την εικόνα της Αγίας Τριάδος που εικονίζει τον Άναρχο Πατέρα ως Παλαιό των Ημερών, τον Υιό όπως φανερώθηκε με την ανθρώπινη υπόστασή Του και το Άγιο Πνεύμα εν είδη περιστεράς, όπως απεκαλύφθη στον Τίμιο Πρόδρομο κατά την Βάπτιση του Κυρίου μας. Εδώ ενδεικτικά και μόνο καταχωρούμε όπως θα δει ο αναγνώστης, κάποιους εικονικούς τύπους της Αγίας Τριάδος, όπως συνήθως τις βλέπουμε να προβάλλουν σε ιερά προσκυνητάρια και στις τοιχογραφίες ιερών ναών.

Πρέπει εξ αρχής να τονίσουμε ότι και τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος κατά την Θεία Φύση τους (ή Ουσία), είναι αδύνατον να εικονισθούν ως παντελώς ακατάληπτα, ανίδεα, αόρατα και ασχημάτιστα.[1] Την Θεία Φύση κανείς άνθρωπος όσο άγιος και αν ήταν, αλλά ούτε και άγγελος δεν την έχει αντικρύσει έως τώρα. Η Αγία Γραφή μαρτυρεί δια στόματος του Απ. Ιωάννου του Θεολόγου: «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε» (Ιωαν. 1:18)[2]

Πώς λοιπόν οι προφήτες της Π. Διαθήκης μας λέγουν ότι είδαν τον Θεό; Πώς αναφέρεται στην Αγ. Γραφή ότι οι άγιοι άγγελοι ακαταπαύστως ατενίζουν το πρόσωπο του Θεού; (Βλ. Ματ.18:10). Πώς στους αποστόλους και τους προφήτες, ο Θεός φανερωνόταν και τους απεκάλυπτε υπερφυσικές αλήθειες;

Σχολιάζοντας ο Ιερός Χρυσόστομος το ανωτέρω εδάφιο λέγει: «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε· ὁ Μονογενὴς Υἱός, ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ Πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο… Τί οὖν ἐροῦμεν τῷ μεγαλοφωνοτάτῳ Ἠσαΐᾳ λέγοντι· Εἶδον τόν Κύριον καθήμενον ἐπί θρόνου ὑψηλοῦ καί ἐπηρμένου; Τί δέ τῷ Ἰωάννῃ προσμαρτυροῦντι αὐτῷ ὅτι ταῦτα εἶπεν, ὃτε εἶδε τήν δόξαν αὐτοῦ; Τί δέ τῷ Ἰεζεκιήλ; Καί γάρ καί αὐτός ἐπί τῶν Χερουβίμ καθήμενον αὐτόν ὁρᾷ. Τί δέ καί τῷ Δανιήλ; καί γάρ αὐτός φῃσιν· Ὁ Παλαιός τῶν ἡμερῶν ἐκάθητο… Καί ἕτεροι δέ αὐτόν ἑωράκασι. Πῶς οὖν ὁ Ἰωάννης εἶπεν, Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε; Δηλῶν ὃτι πάντα ἐκεῖνα συγκαταβάσεως ἦν, οὐκ αὐτῆς τῆς οὐσίας … Καί τοῦτο διά προφήτου τινός ὁ Θεός καί Πατήρ ἐμφαίνων ἔλεγεν· Ἐγώ ὁράσεις, φησίν, ἐπλήθυνα, καί ἐν χερσί Προφητῶν ὡμοιώθην, τουτέστι, συγκατέβην, οὐ τοῦτο ὅπερ ἤμην ἐφάνην».[3]

Το κλειδί για την κατανόηση των φαινομενικά αντιφατικών μαρτυριών, βρίσκεται στην συγκατάβαση του Θεού προς τον άνθρωπο, δια των θείων (ακτίστων) ενεργειών Του.

«Τί δέ ἐστι συγκατάβασις; Ὅταν μὴ ὡς ἔστιν ὁ Θεὸς φαίνηται, ἀλλ᾿ ὡς ὁ δυνάμενος αὐτὸν θεωρεῖν οἷός τέ ἐστιν οὕτως ἑαυτὸν δεικνύῃ, ἐπιμετρῶν τῇ τῶν ὁρώντων ἀσθενείᾳ τῆς ὄψεως τὴν ἐπίδειξιν».[4] Δηλ. Συγκατάβασης είναι το να μη φαίνεται ο Θεός όπως είναι, αλλά να δείχνει τον εαυτό Του, (δια των θείων ενεργειών Του), κατά τρόπο ανάλογο προς την δεκτικότητα, αυτού ο οποίος τον βλέπει, ρυθμίζοντας την αποκάλυψη της όψεως του, συμφώνως με την ασθένεια αυτών που τον βλέπουν..

Το οραθέν λοιπόν της κάθε Θεοφανείας, δεν είναι η φύσις του Θεού, αλλά η αΐδιος φυσική Του άκτιστη δόξα, η οποία καθ΄εαυτήν ευρίσκεται υπεράνω όλων των αισθητών και νοητών και μόνον χάριν συγκαταβάσεως του Θεού προς τον άνθρωπο, καθίσταται ορατή μέσω σχημάτων, εικόνων και συμβόλων.

Για τον λόγο αυτό ο ίδιος ο Θεός δίδει κατ’ επανάληψη εντολή στους αγίους του, να καταγράψουν τα όσα τους αποκαλύπτει, ώστε να μην έχουμε παντελή άγνοια των ασωμάτων και πνευματικών πραγματικοτήτων. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στα εδάφια: Αββακ. 2:2, Αποκ. 1:10-11 & 1:19.

Γι’ αυτό λοιπόν τις αποκαλύψεις από τις οράσεις των προφητών η Αγία Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, μας παρέχει το δικαίωμα όπως φανερώνονται και περιγράφονται στην Αγία Γραφή, έτσι ακριβώς και να τις εικονίζουμε. Άρα ό,τι είδαν και κατέγραψαν οι προφήτες, αγιογραφείται και οι αρνούμενοι τις εικόνες που προκύπτουν από τις αγιογραφικές διηγήσεις (όπως οι οράσεις των προφητών) αναθεματίζονται. [5]

Αυτά εκφράζει και αποδέχεται και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο Ιερό Πηδάλιο όπου γράφει: «Η παρούσα Σύνοδος εις την επιστολήν, όπου στέλλει εις την Αλεξανδρέων εκκλησίαν, μακαρίζει μεν εκείνους όπου ηξεύρουν και αποδέχονται, επομένως δε και εικονίζουν και τιμώσι τας οράσεις, και Θεοφανείας των προφητών, καθώς ο Θεός εσχημάτισεν ταύτας και ετύπωσεν εις το ηγεμονικόν αυτών, αναθεματίζει δε εξ εναντίας εκείνους, όπου δεν δέχονται τας εικονογραφίας των τοιούτων οράσεων προ της σαρκώσεως του Θεού Λόγου».[6]

Τα πρόσωπα λοιπόν της αγίας Τριάδος εφ΄όσον έχουν φανερωθεί συγκαταβατικώς στην Αγ. Γραφή μπορούν και να εικονισθούν.

Στο βιβλίο του προφήτη Δανιήλ διαβάζουμε: «ἐθεώρουν ἕως ὅτου οἱ θρόνοι ἐτέθησαν, καὶ παλαιὸς ἡμερῶν ἐκάθητο, καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών, καὶ ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ὡσεὶ ἔριον καθαρόν, ὁ θρόνος αὐτοῦ φλὸξ πυρός, οἱ τροχοὶ αὐτοῦ πῦρ φλέγον· …… καὶ ἰδοὺ μετὰ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ ὡς υἱὸς ἀνθρώπου ἐρχόμενος ἦν καὶ ἕως τοῦ παλαιοῦ τῶν ἡμερῶν ἔφθασε καὶ ἐνώπιον αὐτοῦ προσηνέχθη. καὶ αὐτῷ ἐδόθη ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ βασιλεία, καὶ πάντες οἱ λαοί, φυλαί, γλῶσσαι αὐτῷ δουλεύσουσιν· ἡ ἐξουσία αὐτοῦ ἐξουσία αἰώνιος, ἥτις οὐ παρελεύσεται, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ οὐ διαφθαρήσεται.» (Δαν. 7:9-14).

Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι στην όραση αυτή του Προφήτη Δανιήλ που έγινε με τη Χάρη και τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, ο Άναρχος Πατήρ εμφανίζεται ως Παλαιός των Ημερών, με τις τρίχες της κεφαλής Του «ὡσεὶ ἔριον καθαρόν», δηλ. ολόλευκες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι γέροντας κατά την ηλικία. Μη γένοιτο! Απλά έτσι θέλησε ο Θεός να καταγραφεί συγκαταβατικώς η υπόστασή του (η μορφή του Ανάρχου Πατρός) στο ηγεμονικό του προφήτη. Στη συνέχεια βλέπει ο προφήτης τον Χριστό ως «υἱὸ ἀνθρώπου» (ονομασία που χρησιμοποιούσε και ο ίδιος ο Χριστός για τον εαυτό του όταν συνομιλούσε με τους μαθητές Του) [7], να έρχεται «μετὰ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ». Ακριβώς έτσι τον βλέπει μετά των νεφελών ερχόμενον και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη: «Ἰδοὺ ἔρχεται μετὰ τῶν νεφελῶν, καὶ ὄψεται αὐτὸν πᾶς ὀφθαλμὸς καὶ οἵτινες αὐτὸν ἐξεκέντησαν» (Απ. 1:7). Το ίδιο ακριβώς μαρτυρεί και ο άγιος Θεοφάνης στον κανόνα που συνέθεσε στον προφ. Δανιήλ:«Νοερῶς ἐμυεῖτο, Δανιὴλ φιλάνθρωπε, τὰ σὰ μυστήρια· ἐπὶ γὰρ νεφέλης, ὡς Υἱὸν σε ἀνθρώπου ἐρχόμενον, τῶν Ἐθνῶν ἁπάντων, οἷα Κριτὴν καὶ Βασιλέα, ἐθεώρει νοός καθαρότητι.» [8]

Κι ερχόμαστε στις ενστάσεις για την συγκεκριμένη εικόνα.

1η Ένσταση: Ο Παλαιός των Ημερών δεν είναι ο Θεός Πατήρ αλλά ο Υιός και ότι η ανθρώπινη Φύση του Υιού προσάγεται για να συναντήσει την δόξα της Θείας Φύσεως! Παραπέμπουν μάλιστα σε ιερά κείμενα όπως λ.χ στο κάθισμα της εορτής της Υπαπαντής: «Νηπιάζει δι’ ἐμέ, ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν…» [9]

Απάντηση: (α) Οι προφήτες δεν ατενίζουν σε καμία περίπτωση την φύση των Θείων προσώπων όπως αναλύσαμε πιο πάνω.

(β) Το ιδίωμα Παλαιός των Ημερών δεν είναι υποστατικό αλλά κοινό και ουσιώδες, της Θείας φύσεως και των Τριών Προσώπων δηλ. ανήκει και στα Τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος που είναι ομοούσια και συνάναρχα. Ο Άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ο Θεός ονομάζεται και «παλαιός των ημερών», επειδή αυτός είναι και αιώνας και χρόνος των πάντων και επειδή υπάρχει πριν από ημέρες και αιωνιότητα και χρόνο. Ωστόσο, μπορούμε να τον ονομάσουμε, κατά τρόπο που αρμόζει στον Θεό, και χρόνο και ημέρα και καιρό και αιωνιότητα, επειδή είναι αναφορικά με κάθε κίνηση αμετάβλητος και ακίνητος, επειδή μέσα στην αένναη κίνησή του μένει σταθερός στον εαυτό του και επειδή είναι αίτιος και της αιωνιότητας και του χρόνου και των ημερών. Γι’ αυτό και κατά τις ιερές εμφανίσεις του Θεού που γίνονται σε μυστικές οράσεις παρουσιάζεται είτε ως γέροντας είτε ως νέος. Ο γέροντας υποδηλώνει τον «αρχαίο» και «αυτόν που υπάρχει εξαρχής», ενώ ο νεότερος τον αγέραστο. Και οι δύο μορφές μας διδάσκουν ότι αυτός διέρχεται από την αρχή μέχρι το τέλος διαμέσου όλων των όντων.» (ελεύθερη απόδοση).[10]

(γ) Η σύμφωνη γνώμη των Αγίων Πατέρων και της υμνολογίας της Εκκλησίας μας διδάσκει ότι ο Παλαιός των Ημερών στο όραμα του προφ. Δανιήλ ήτο ο Θεός Πατήρ.

Ὅ Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὅταν σχολιάζῃ τό ὅραμα τοῦ Προφήτου Δανιήλ λέγει: «Πατέρακαί Υἱόν οὗτος καί πρῶτος καί μόνος ὁρᾶ, ὡς ἐν ὂψει.» [11]

 Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος ομοίως γράφει: «Καί ὡς ὁ Δανιήλ, εἶδεν τόν Παλαιόν τῶν ἡμερῶν, τοῦτο ὀπτασία τοῦ Πατρός.»[12]

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς περί του ιδίου οράματος του Δανιήλ λέγει: «Ἀλλά καί πατέρα τόν Δαβίδ οὗτος ἔχει, … ὡς εἶναι τόν τεχθησόμενον Θεόν ὁμοῦ καί ἄνθρωπον, υἱόν τε ἀνθρώπου καί υἱόν Θεοῦ, παρά Θεοῦ καί Πατρός ὡς ἄνθρωπος τήν ἀδιάδοχον Βασιλείαν λαμβάνοντα, ὡς εἶδε καί προανεκήρυξεν ὁ Δανιήλ· ‘ἐθεώρουν γάρ,’ φησίν, ‘ἕως οὗ θρόνοι ἐτέθησαν καί Παλαιός Ἡμερῶν ἐκάθισε· καί ἰδού ὡς υἱός ἀνθρώπου ἐρχόμενος ἐπί τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ καί μέχρι τοῦ Παλαιοῦ τῶν Ἡμερῶν ἔφθασε, καί αὐτῷ ἐδόθη ἡ τιμή καί ἡ ἐξουσία.’» [13]

Παρακλητική: «Μυεῖται τῆς μιᾶς Κυριότητος, τὸ τριφαὲς ὁ Δανιήλ, Χριστὸν κριτὴν θεασάμενος, πρὸς τὸν Πατέρα ἰόντα, καὶ Πνεῦμα τὸ προφαῖνον τὴν ὅρασιν.» [14]

Τα ίδια φρονούν και άλλοι Πατέρες όπως: Ο ιερομάρτυρας Ιππόλυτος [15], ο Μεγ. Αθανάσιος[16] οι Απιστολικές Διαταγές[17]. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει στο Πηδάλιο στα προλεγόμενα τής Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «ὅτι και ὁ Ἄναρχος Πατήρ πρέπει να ζωγραφίζεται καθώς ἐφάνη εἰς τόν προφήτην Δανιήλ ὡς Παλαιός τῶν ἡμερῶν…». [18]

(δ) Είναι εκτός λογικής ο Χριστός να οδηγείται προς τον Χριστόν (τον εαυτό Του), για να δώσει στον εαυτό του την ἀρχὴ καὶ τήν τιμὴ καὶ τήν βασιλεία, καὶ …τήν ἐξουσία της κρίσεως !!! Η εξουσία που είχε ο Χριστός ως άνθρωπος του εδόθη παρά του Πατρός. (Βλ. Αποκ. 5:6-7 & 5:12-13). Η τοποθέτηση αυτή ενέχει Νεστοριανίζουσα αντίληψη. Ο αιρετικός Νεστόριος πίστευε ότι ο Χριστός είχε δύο πρόσωπα. Το ανθρώπινο που γέννησε η Παναγία (γι αυτό και την ονόμαζε Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο), και το Θείο πρόσωπο του Θεού Λόγου, που ενώθηκε στη συνέχεια με το ανθρώπινο! Κατ’ αυτόν τον τρόπο διαχώριζε το πρόσωπο του Χριστού σε θεϊκή και ανθρώπινη υπόσταση.

2η Ένσταση: Ότι η εικόνα αυτή που παρουσιάζει τον Θεό Πατέρα πιο ηλικιωμένο από τον Υιό καταστρέφει το ομόχρονο, το συνάναρχο και το συναΐδιο της Αγίας Τριάδος.

Απάντηση: Τονίσαμε και παραπάνω ότι πουθενά ο προφήτης δεν μιλά για γέροντα Πατέρα και νεαρό Χριστό(!) αλλά για «Παλαιό των Ημερών» που οι τρίχες της κεφαλής του ήταν σαν καθαρό μαλλί προβάτου (άσπρες) και για τον «Υιό του ανθρώπου» εννοώντας τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Η εικόνα δείχνει την συγκατάβαση του Θεού και όχι τη Θεία Φύση Του.

3η Ένσταση: Ότι η παρουσία του Αγίου Πνεύματος ως πτηνού καταστρέφει το ομοούσιο, το ομότιμο και ισότιμο μεταξύ των προσώπων.

Απάντηση: Γιατί λοιπόν η Αγία Γραφή παρουσιάζει το «πτηνό», να επικάθεται «ὡσεὶ περιστερὰ» (Ματ. 3:16), πάνω στο Πανάγιο κεφάλι του Χριστού και να αναγνωρίζεται από τον Τίμιο Πρόδρομο, ως παρουσία του Αγίου Πνεύματος στη Βάπτιση του Κυρίου, λέγων: «τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ᾿ αὐτόν.»; (Ιωαν. 1:32). Μπορεί οιοδήποτε πτηνό να αγγίξει Εκείνον που και οι ουράνιες Δυνάμεις συστέλλονται και να τον ατενίσουν μόνο; Άρα το «πτηνό» δεν ήταν κατά φύση πτηνό αλλά μόνο κατά την μορφή (συμβολική παρουσία).

Κι ένα δεύτερο ερώτημα: Αν καταργείται με την εξεικόνιση του Αγίου Πνεύματος ως περιστεράς, το ισότιμο και ομόδοξο μεταξύ Υιού και Πνεύματος (επειδή ο Υιός είχε ανθρώπινη μορφή), τότε πως δεχόμαστε την εξεικόνισή του στο Βάπτισμά Του; Πώς δεν καταργείται εκεί (και σε άλλες εικόνες π.χ. στη Γέννηση) το ισότιμο και ομόδοξο μεταξύ Υιού και Πνεύματος;

4η Ένσταση: Η εικόνα αυτή είναι Δυτικής και Φραγκολατινικής προέλευσης και η θέση της περιστεράς (συμβολικής μορφής του Αγ. Πνεύματος), σε ίση απόσταση ανάμεσα στον «Πατέρα» και τον «Υιό» έχει ως σκοπό να καταδείξει την όμοια και εκ των δύο προσώπων εκπόρευση (Filioque) του Αγίου Πνεύματος και να ενισχύσει την πλάνη των Παπικών!

Απάντηση: Όπως οι περισσότεροι γνωρίζουμε το σχίσμα των Καθολικών έγινε το 1054 μ.Χ. Όμως απεικονίσεις του Θεού Πατρός ως Παλαιού των Ημερών υπήρξαν πολύ παλαιότερα από το σχίσμα, που σημαίνει ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι παραπλανητικός. Θα αρκεστούμε σε δύο μόνο παραδείγματα από τον 9ο αιώνα με συμβολικές απεικονίσεις του Θεού Πατρός.

α) Το πρώτο παράδειγμα είναι οπό το χειρόγραφο Ψαλτήριο του 820-840 μ.Χ, φυλασσόμενο στο Πανεπιστήμιο της Οὐτρέχτης. Σε αυτό, ὁ Ψαλμός 109:1 (κατά το μασορ. 110), του Δαυΐδ, «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου», διακοσμείται μέ μικρογραφία, στην οποία βλέπουμε τον Υιό να κάθεται εκ Δεξιών του Πατρός.[19] Βλ. ανωτέρω Εικ. Α.

β) Το δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από χειρόγραφο του 9ου αιώνος ευρισκόμενο στην Εθνική βιβλιοθήκη των Παρισίων. Πρόκειται για μία μικρογραφία ἡ οποία διακοσμεί τα Ιερά Παράλληλα του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, όπου παριστάνεται το όραμα του Αγίου Πρωτομάρτυρα και Αρχιδιακόνου Στεφάνου. Εκεί απεικονίζεται ο Υιός του ανθρώπου στα δεξιά του Θεού Πατρός.

Ο Θεός Πατήρ, ο άσαρκος και ασχημάτιστος, σχηματίζεται συμβολικά ως Παλαιός Ημερών, όπως συγκαταβατικά ο ίδιος ενεφανίσθη στο λιθοβολούμενο Πρωτομάρτυρα Στέφανο (Πράξ. 7:55-56). Βλ. ανωτέρω εικόνα Εικ. Β.

Εφ’ όσον υπάρχουν απεικονίσεις του Θεού Πατρός περίπου δύο αιώνες πριν οπό το Σχίσμα της Δύσεως, πώς είναι δυνατόν να είναι αιρετικές οι εικόνες αυτές και να εισήλθαν στην Εκκλησία από την Παπική Εκκλησία;

Όσον αφορά το θέμα της εκπόρευσης του Αγ. Πνεύματος και εκ του Υιού, τάχα γιατί ισαπέχει από τα πρόσωπα, είναι τελείως αυθαίρετο! Γιατί τονίσαμε και πιο πάνω ότι η εικόνα δεν παρουσιάζει τις ενδοτριαδικές σχέσεις των προσώπων που είναι απρόσιτο μυστήριο(!), αλλά την μορφή συγκατάβασης του Θεού προς τους αγίους Του.

Άρα θα μπορούσε κάλλιστα να ερμηνευτεί η συγκεκριμένη θέση του Αγίου Πνεύματος, κατά την οικονομία του Θεού, ως πέμψη και αποστολή και εκ του Υιού. Αρκεί κανείς να αντιπαραβάλει τα εδάφια: Ιωαν. 14:24 με το Ιωαν. 14:26 & Ιωαν. 15:26 με το Ιωαν. 16:5. Εφ΄ όσον λοιπόν οι Άγιοι Πατέρες, η Αγία Γραφή και η Ιερά παράδοση της Εκκλησίας, συμφωνούν στην εξεικόνιση των προφητικών οράσεων και την συμβολική αγιογράφηση της υποστάσεως του Θεού Πατέρα ως Παλαιού των Ημερών και του Αγίου Πνεύματος ως περιστεράς, η εικόνα της Αγίας Τριάδος είναι αποδεκτή και προσκυνητή. Αμαρτάνουν δε και πλανώνται όσοι απορρίπτουν και απαξιώνουν ή δεν προσκυνούν τις εικόνες αυτές με την πρόφαση ότι μας ήρθαν από τη Δύση και είναι αιρετικές! Τόσους αιώνες οι Άγιοι και Θεοφόροι Πατέρες δεν είχαν αντιληφθεί την αίρεση και τις αποδέχονταν και τις προσκυνούσαν και εμείς ήρθαμε να αποκαταστήσουμε την πλάνη και την αλήθεια;

Υπό π. Δημητρίου Χ. Σαββόπουλου

Παραπομπές & Υποσημειώσεις


[1] Αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Λόγ. Γ΄ Περί εικόνων, 24. Ε.Π.Ε. τομ. 3ος, σελ.236.

[2] Επίσης τα εδάφια: Εξ.33:20, Ιωαν.5:37, Α΄Τιμ.6:16, Α΄, Ιωαν.4:12.

[3] P.G. 59, 97-98

[4] Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Περί ακαταλήπτου. Γ΄, 2 ΕΠΕ τομ.35, σελ.88.

[5] Συνοδικός Τόμος σελ. 905.

[6] Πηδάλιο Προλεγόμ. στη Ζ΄ Οικ. Συν. Σελ. 320, Εκδ. «Αστήρ» 1982.

[7] Ιωαν. 3:13, 6:27, 12:23, 13:31, Ματ. 8:20, 9:6, 10:23, 11:19, 16:27, 17:9 κ.α.

[8] Μηναίο, 17 Δεκ. Καν. Ωδή ε΄.

[9] Επίσης: Αποκ. 1:12-15, Μεγάλου Αθανασίου: «Ὁ Παλαιός τῶν Ἡμερῶν παιδίον γέγονε» (ΒΕΠ 36, 225.20). κ.ά.

[10] Περί Θείων ονομάτων, κεφ.Ι΄, παραγρ.2

[11] Ε.Π.Ε.τομ. 8ος , σελ.642.

[12] Πατρολ. τομ.42, σελ. 877 β΄.

[13] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλ. ΙΔ´,11.

[14] Ηχ. πλ. Δ΄, ωδή δ΄ Μεσονυκτικού Κυριακής.

[15] Πατρολ. τ. 10, σελ. 637. «Παλαιόν μεν ουν των ημερών ουχ έτερον λέγει αλλ’ απάντων Κύριον του Χριστού Πατέρα…»

[16] Προς Αντίοχο Β.Ε.Π. 35,σελ.121. «και ιδού μετά των νεφελών του ουρανού, ως Υιός ανθρώπου ερχόμενος ην και έως του Παλαιού των Ημερών έφθασεν… Ιδού εμάθομεν ότι αυτός εστίν ο Υιός του Θεού, ο σαρκωθείς…»

[17] Ε.Π.Ε. Α΄, σελ.268. «Τούτον Δανιήλ, Υιόν ανθρώπου λέγει είναι, ερχόμενον προς τον Πατέρα και πάσαν την κρίσιν και τιμήν παρ΄εκείνου υποδεχόμενον…»

[18] Πηδ. Σελ. 320, Έκδ. «Αστήρ» 1982.

[19] Το ανωτέρω χειρόγραφο Ψαλτήριο είναι προσβάσιμο στον διαδικτυακό τόπο: https://psalter.library.uu.nl

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ ΤΟΥ ΑΒΡΑΑΜ

Είναι εικόνα της Αγίας Τριάδος;

Μια πολυσυζητημένη εικόνα για την οποία διίστανται οι γνώμες για το τη ακριβώς απεικονίζεται, είναι η επιγραφομένη ως: «Η Φιλοξενία του Αβραάμ» ή αλλιώς: «Η Αγία Τριάς».

Η εικόνα αυτή βασίζεται στο Βιβλικό κείμενο της Γενέσεως Κεφ. 18. Διαβάζουμε εκεί τα εξής: «Ὤφθη δὲ αὐτῷ (στον Αβραάμ), ὁ Θεὸς πρὸς τῇ δρυΐ τῇ Μαμβρῇ, καθημένου αὐτοῦ ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ μεσημβρίας. ἀναβλέψας δέ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ τρεῖς ἄνδρες εἱστήκεισαν ἐπάνω αὐτοῦ· καὶ ἰδὼν προσέδραμεν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς ἀπὸ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ εἶπε· Κύριε, εἰ ἄρα εὗρον χάριν ἐναντίον σου, μὴ παρέλθῃς τὸν παῖδά σου· ληφθήτω δὴ ὕδωρ, καὶ νιψάτωσαν τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ καταψύξατε ὑπὸ τὸ δένδρον· καὶ λήψομαι ἄρτον, καὶ φάγεσθε, καὶ μετὰ τοῦτο παρελεύσεσθε εἰς τὴν ὁδὸν ὑμῶν, οὗ ἕνεκεν ἐξεκλίνατε πρὸς τὸν παῖδα ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὕτω ποίησον, καθὼς εἴρηκας.» (Γεν.18:1-5).

Μετάφραση: Ο Θεός φανερώθηκε στον Αβραάμ που ήταν κοντά στη δρυ του Μαμβρή και καθόταν στην θύρα της σκηνής του κατά τον Νότο. Σήκωσε τα μάτια του ο Αβραάμ και είδε ξαφνικά τρεις άνδρες να στέκονται απέναντί του. Αμέσως έτρεξε προς συνάντησή τους από τη θύρα της σκηνής του, και τους προσκύνησε έως στο έδαφος. Και είπε: Κύριε, εάν τυχόν βρήκα χάριν ενώπιόν σου, σε παρακαλώ μη καταφρονήσεις τον δούλο σου· ας μου επιτραπεί, λοιπόν, να φέρω νερό (και οι δούλοι μου) να νίψουν τα πόδια σας, και να δροσισθείτε κάτω από το δένδρο. Εγώ δε θα ετοιμάσω και θα σας φέρω φαγητό, για να φάγετε, έπειτα δε θα συνεχίσετε τον δρόμο σας, από τον οποίον παρεκκλίνατε έως εμένα, τον δούλον σας, δια να μου κάμετε την τιμήν να σας περιποιηθώ. Εκείνοι δε είπαν· κάμε όπως είπες.

Καθαρά λοιπόν μας επισημαίνει το κείμενο, ότι ο Θεός φανερώθηκε στον Αβραάμ σαν τρεις άνδρες, τους οποίους και προσκύνησε έως εδάφους και στη συνέχεια ομιλώντας σαν να ήταν ένας τους προσκαλεί σε γεύμα, παρακαλώντας τους μάλιστα να τους πλύνει τα πόδια. Παραδόξως δε παρατηρούμε ότι οι ενικοί προς τον Θεό εναλλάσσονται με πληθυντικούς. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και πιο κάτω: «Ἐξαναστάντες δὲ ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες κατέβλεψαν ἐπὶ πρόσωπον Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας. Ἁβραὰμ δὲ συνεπορεύετο μετ᾿ αὐτῶν συμπροπέμπων αὐτούς. ὁ δὲ Κύριος εἶπεν· οὐ μὴ κρύψω ἐγὼ ἀπὸ Ἁβραὰμ τοῦ παιδός μου, ἃ ἐγὼ ποιῶ.» (Γεν.18:16-17)

«εἶπε δὲ Κύριος· κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας πεπλήθυνται πρός με, καὶ αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα, καταβὰς οὖν ὄψομαι, εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρός με συντελοῦνται, εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ. καὶ ἀποστρέψαντες ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες ἦλθον εἰς Σόδομα. Ἁβραὰμ δὲ ἔτι ἦν ἑστηκὼς ἐναντίον Κυρίου.» (Γεν. 18:20-22)

Βλέπουμε και εδώ ότι ενώ οι άνδρες είναι τρείς φαίνεται σαν να μιλά ένας και ο Αβραάμ ενώ βλέπει τρείς, κατά θεία παρόρμηση απευθύνεται σ΄ αυτούς σαν να ήταν ένας! Μιλά λοιπόν εδώ η Αγία Γραφή για αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού με τρεις υποστάσεις ως μορφές ανδρών.

Επί τροχάδην μόνο για την ιστορία να αναφέρουμε ότι »Η Φιλοξενία του Αβραάμ» ως απεικόνιση εμφανίζεται από αρχαιοτάτων χρόνων 4ο, 5ο και 6ο αιώνα μ.Χ. (α) Σε κατακόμβη της Via Latina (Γ’ ή Δ’ αιώνας). (β) Στη Santa Maria Maggiore της Ρώμης (432–440 μ.Χ.) και (γ) το 547 μ.Χ. στον Άγιο Βιτάλιο της Ραβέννα. [1]

Υπάρχουν τρείς διαφορετικές εκδοχές ή ερμηνείες για την συγκεκριμένη εικόνα.

1ον. Ότι οι τρείς εμφανισθέντες άνδρες στον Αβραάμ είναι συμβολική φανέρωση του Τρισυποστάτου Θεού: Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος.

2ον. Ότι οι τρεις άνδρες είναι μία συμβολική φανέρωση τριών αγγέλων που δηλώνει την τριαδικότητα του Ενός Θεού.

3ον. Ότι ο ένας άνδρας είναι ο Λόγος του Θεού και οι άλλοι δύο απλώς άγγελοι.

Ωστόσο, η γενική Παράδοση μέσα από την εκκλησιαστική Υμνολογία και τους αγίους Πατέρες, για πάνω από χίλια χρόνια μιλά για συμβολική φανέρωση του Τρισυπόστατου Θεού.

Α΄ Οι Τριαδικοί Ύμνοι της Κυριακής, υπό του υμνογράφου Μητροφάνη Σμύρνης (μέσα Θ΄αι.), σύγχρονου του Μεγάλου Φωτίου. (Ενδεικτικά μόνο οι κατωτέρω).

»Σύ πάλαι σαφώς τώ Αβραάμ, ώς ώφθης τρισυπόστατος μοναδικός τε φύσει Θεότητος, θεολογίας τό ακραιφνέστατον, τυπικώς ενέφηνας, καί πιστώς υμνούμεν σε, τόν μονάρχην Θεόν και τρισήλιον» [2]

»Μέτοικος υπάρχων ο Αβραάμ, κατηξιώθη τυπικώς υποδέξασθαι, ενικόν μέν Κύριον, έν τρισίν υποστάσεσιν, υπερούσιον, ανδρικαίς δέ μορφώσεσιν» [3]

»Ιερομύστης Αβραάμ γενόμενος ιεροτύπως τό πρίν, τον ποιητήν πάντων, καί Θεόν καί Κύριον, τρισί μέν υποστάσεσιν, υπεδέξατο χαίρων, τών δέ τριών υποστάσεων, κράτος ενιαίον εγνώρισε» [4]

Η εκκλησιαστική Υμνολογία όχι μόνο σε αυτά αλλά και σε άλλα ακόμη τροπάρια [5] κηρύττει ότι »εφάνη τώ Αβραάμ Θεός Τρισυπόστατος».

Β΄. Οι Πατερικές μαρτυρίες που συμφωνούν.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (+749 μ.Χ.) γράφει, »Η Αγία καί ομοούσιος Τριάς ουχί ακατάληπτος καί αχώριστος καί αδιαίρετος εστί καί τοίς σωματικοίς οφθαλμοίς αθεώρητος; Και πώς ηυδόκησεν έν τή σκηνή του Αβραάμ φιλοξενηθήναι;» [6]

Ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας (+373 μ.Χ.) στον γ’ διάλογο του περί Αγίας Τριάδος με έναν οπαδό του Μακεδονίου, γράφει ότι ο Αβραάμ ανεγνώρισε τις τρείς Υποστάσεις του Θεού και τους τρεις άνδρες ονομάζει »Κύριον». Ο Λώτ ομοίως αναγνωρίζοντας στα πρόσωπα των δύο ανδρών που τον επισκέφθηκαν τις δύο Υποστάσεις του Τριαδικού Θεού, και όχι απλώς αγγέλους, και αυτός »Κύριον» τις ονομάζει. Δηλαδή και ο Αβραάμ και ο Λώτ αναγνωρίζοντας το τρισυπόστατο του Ενός Θεού ο μεν Αβραάμ τους τρείς άνδρες τους προσφωνεί στον ενικό αριθμό ονομάζοντας τους »Κύριο» και ο Λώτ αναγνωρίζοντας τις δύο Υποστάσεις, τους δύο άνδρες τους προσφωνεί επίσης στον ενικό αριθμό »Κύριον». [7]

Ο μεγάλος θεολόγος και μοναχός του 15ου αιώνος, Ιωσήφ ο Βρυέννιος, διδάσκαλός του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, αναφερόμενος στον Άγιο Αθανάσιο τον Μέγα, γράφει, »Αθανάσιος δέ ό πολύτλας έν τε τώ πρώτω καί δευτέρω βιβλίω τών αυτού θεολογικών ούτω δίεισι, «τών τριών καθισάντων επί τού Αβραάμ, δηλονότι τού μέν Υιού εκ δεξιών, τού δέ Πατρός έξ ευωνύμων εκάθισε τό Πνεύμα τό Άγιον». [8] Αλλού γράφει: «Καί ώδε μέν διά λόγων ημίν εγνώρισεν εαυτόν τρισυπόστατον είναι ο μόνος Θεός, διά δέ ποικίλων εμφανειών, ώς όταν ώφθη όλη η αυτή Τριάς η Αγία εν είδει αγγέλων τώ πατριάρχη Αβραάμ εν τή δρυί τή Μαμβρή, πάλιν ηνίκα εφάνη ιδίως έκαστον τών ταύτης προσώπων τώ μέν Δανιήλ, ως παλαιός ημερών», [9]

Την εμφάνιση των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος στον Πατριάρχη Αβραάμ βεβαιώνει και ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (+1359 μ.Χ.) Γράφει: «Τον ένα Θεόν σαφώς τρισυπόστατον εθεάσατο μήπω κηρυττόμενον ούτως, ώφθη γάρ αυτώ ο Θεός πρός τή Δρυί τή Μαμβρή, καί αναβλέψας είδε καί ιδού τρείς άνδρες και προσέδραμεν αυτοίς». Ιδού τόν οφθέντα ένα Θεόν τρείς εώρα. Ώφθη γάρ αυτώ, φησίν, ο Θεός και ιδού τρείς άνδρες καί τρισί προσδραμών αύθις ώς ενί ωμίλει…»,[10] Λέγει ο Άγιος πως ο Ένας Θεός εφάνη στον Αβραάμ στη δρύ του Μαμβρή, ως τρείς άνδρες και πηγαίνοντας κοντά τους ο Αβραάμ τους μίλησε ως να είναι ένας.

Ο μαθητής του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου, Όσιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος (+886 μ.Χ.) γράφει: «Κατείδες ως θέμις, ανθρώπω ιδείν τήν Τριάδα καί ταύτην εξένισας, ώς φίλος γνησιώτατος, παμμάκαρ Αβραάμ». Δηλαδή λέγει ότι ο Αβραάμ είδε και εφιλοξένησε την Τριάδα ως φίλος γνησιώτατος. [11]

Ο Άγιος Συμεών Θεσαλονίκης (+1429) γράφει: «Αλλά καί ο Αβραάμ, πρότερον απ’ αυτόν τόν Μωυσήν, υποδεξάμενος τους τρείς άνδρας εν τή δρυί του Μαμβρή τόν ενΤριάδι Θεόν εικόνισεν, ό οποίος εφαίνετο είς άνδρας μέν τρείς, διά τό ιδιάζον των υποστάσεων, εκηρύττετο δέ είς Θεός από τον Αβραάμ, διά τό ενιαίον της φύσεως, διά τών οποίων καί τό μοναδικόν ομού, καί τό τριαδικόν εσημαίνετο τής Τριάδος», [12]

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει στο Ιερόν Πηδάλιον: «Συμπεραίνεται ότι ό Άναρχος Πατήρ πρέπει να ζωγραφίζεται καθώς εφάνη είς τόν προφήτην Δανιήλ ως παλαιός ημερών … εί γάρ μή εζωγραφούμεν αυτόν ολοτελώς, διατί να ζωγραφούμεν τόσον τον Πατέρα, όσον καί τό Πνεύμα τό άγιον έν είδει Αγγέλων, ανδρών νέων, καθώς εφάνησαν είς τον Αβραάμ, …» [13] Γράφει δηλ. ο Άγιος, ότι πρέπει να ζωγραφίζουμε τον Πατέρα όπως εφάνη στον Προφήτη Δανιήλ ως Παλαιός των Ημερών. Και ότι αν δεν πρέπει να τον ζωγραφίζουμε καθόλου, όπως κάποιοι φρονούν, τότε λέγει ο Άγιος, γιατί ζωγραφίζουμε τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα ως Αγγέλους, νέους άνδρες, όπως εφάνησαν στον Αβραάμ;

Άρα και επισήμως στο Ι. Πηδάλιον η Εκκλησία υποστηρίζει ότι στον Αβραάμ εφάνη η Αγία Τριάς και όχι μόνο ο Λόγος με δύο αγγέλους. Διότι το Ι. Πηδάλιο εξετάστηκε από Αγίους, τον Αθανάσιο Πάριο και τον Μακάριο Νοταρά αλλά και από την Σύνοδο του Πατριαρχείου της Κων/πόλεως το οποίο έδωσε την επίσημη έγκρισή το 1802. Η γνώμη του Αγίου Νικοδήμου δεν είναι προσωπική, αλλά εκφράζει τη γενική Παράδοση της Εκκλησίας, όπως είδαμε από την εκκλησιαστική Υμνολογία και από Αγίους διαφόρων εποχών.

Α. Το πρόβλημα της παρερμηνείας των τριών Προσώπων προκύπτει από την ΜΒ΄ ομιλία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος ερμηνεύοντας το σχετικό κεφάλαιο της Γενέσεως, ερμηνεύει ότι ο μεν Κύριος στον οποίο απευθύνεται ο Αβραάμ ήταν ο Θεός και Λόγος του Θεού, οι δε δύο άλλοι άνδρες, ότι ήταν άγγελοι, τους οποίους και απέστειλε στη συνέχεια στα Σόδομα για να τιμωρήσουν τους ασεβείς. Ουδέποτε όμως ίσχυσε η γνώμη ενός Αγίου μέσα στην Εκκλησία, έναντι της συμφωνίας των πολλών.

Β. Άλλη επίσης παρερμηνεία γίνεται λόγω του πολυσήμαντου όρου «άγγελος», όπως τον συναντάμε πολλάκις μέσα στην Αγία Γραφή, αλλά με διαφορετικές έννοιες. Πιο συγκεκριμένα στο 19ο Κεφάλαιο της «Γενέσεως», βλέπουμε τη συνέχεια της φιλοξενίας του Αβραάμ και τα δύο εκ των προσώπων που του παρουσιάσθηκαν, να πηγαίνουν προς συνάντηση του ανιψιού του Λώτ στα Σόδομα. Διαβάζουμε: «Ἦλθον δὲ οἱ δύο ἄγγελοι εἰς Σόδομα ἑσπέρας· Λὼτ δὲ ἐκάθητο παρὰ τὴν πύλην Σοδόμων. ἰδὼν δὲ Λώτ, ἐξανέστη εἰς συνάντησιν αὐτοῖς καὶ προσεκύνησε τῷ προσώπῳ ἐπὶ τὴν γῆν.» (Γεν. 19:1).

Η έννοια των αγγέλων εδώ είναι με τη σημασία των Θείων Προσώπων ως αγγελιοφόρων. Δεν είναι το μόνο εδάφιο όπου τα Θεία Πρόσωπα ή και αυτός ο Θεός αποκαλύπτονται ως «άγγελοι» με την ευρύτερη σημασία ως αγγελιοφόροι που φέρουν κάποιο μήνυμα. (Βλ. Γεν.16:10-13, Γεν. 22:11-12, Εξ. 3:2,4,6). Ας θυμηθούμε και το προφητικό: «παιδίον ἐγενήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐγενήθη ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελός, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος·» (Ησαΐα. 9:6), που αναφέρεται στον ενανθρωπίσαντα Υιό και Λόγο του Θεού.

Πιο κάτω βλέπουμε πάλι, να εναλλάσσονται ο ενικός με τον πληθυντικό των Θείων προσώπων, όπως και ανωτέρω με τον Αβραάμ: «εἶπε δὲ Λὼτ πρὸς αὐτούς· δέομαι κύριε, ἐπειδὴ εὗρεν ὁ παῖς σου ἔλεος ἐναντίον σου καὶ ἐμεγάλυνας τὴν δικαιοσύνην σου, ὃ ποιεῖς ἐπ᾿ ἐμὲτοῦ ζῆν τὴν ψυχήν μου, ἐγὼ δὲ οὐ δυνήσομαι διασωθῆναι εἰς τὸ ὄρος, μήποτε καταλάβῃ με τὰ κακὰ καὶ ἀποθάνω.» (Γεν.19:18-19). Στη συνέχεια: «καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἐθαύμασά σουτὸ πρόσωπον καὶ ἐπὶ τῷ ῥήματι τούτῳ… οὐ γὰρδυνήσομαι ποιῆσαι πρᾶγμα, ἕως τοῦ ἐλθεῖν σε ἐκεῖ.» (Γεν.19:21-22). Βλέπουμε τον Λωτ να βλέπει δύο πρόσωπα και να απευθύνεται σαν να ήταν ένα. Ομοίως τα δύο πρόσωπα να απευθύνονται στον Λώτ σε ενικό ενώ είναι δύο. Οι δύο «άγγελοι» επειδή είχαν σκοπό να καταστρέψουν τα Σόδομα «ἐξήγαγον αὐτοὺςἔξω καὶ εἶπαν· σῴζων σῷζε τὴν σεαυτοῦ ψυχήν· μὴ περιβλέψῃ εἰς τὰ ὀπίσω» (Γεν.19:17). Τέλος όλως παραδόξως γράφεται: «καὶ Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμοῤῥα θεῖον, καὶ πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ» (Γεν.19:24). Δηλ. ότι ο Κύριος έβρεξε εκ μέρους του Κυρίου, πάνω στα Σόδομα και Γόμορρα θειάφι και έριξε φωτιά από τον ουρανό!

Ο κεκοιμημένος πια, και εκλεκτός θεολόγος και φιλόλογος Νικόλαος Σωτηρόπουλος, στο αντιαιρετικό σύγγραμμά του: «Αντιχιλιαστικόν Εγχειρίδιον» [14] σχολιάζει το εδάφιο ως εξής: Ενταύθα γίνεται διάκρισις Κυρίου από Κυρίου, Γιαχβέ από Γιαχβέ κατά το Εβραϊκόν. Ποιός ο πρώτος «Κύριος» ή Γιαχβέ, ο οποίος έβρεξε το θείον και το πυρ εξ ουρανού; Είναι οι δύο άνδρες ή άγγελοι (=αγγελιοφόροι), υπό τας μορφάς των οποίων είνε ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα. Ο δε άλλος «Κύριος» ή Γιαχβέ, εκ μέρους του οποίου εγένετο η καταστροφή, είναι ο τρίτος των ανδρών, υπό την μορφήν του οποίου είνε ο Πατήρ. Ο Πατήρ απέστειλε τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, ούτοι έβρεξαν πυρ και θείον εκ μέρους αυτού, ήτοι εξετέλεσαν την απόφασιν αυτού.

Το παρόν κείμενο παραδίδεται στον αναγνώστη, για να ξεκαθαρίσει κάποιες πλανεμένες αντιλήψεις, που υιοθετούνται δυστυχώς μέσα στους κόλπους της εκκλησίας μας από ορισμένους και καταφέρονται εναντίων των αγίων εικόνων (εν γνώσει ή αγνοία τους), με διάφορες υποθετικές ερμηνείες αλλότριες και ξένες προς την μακρόχρονη παράδοση της εκκλησίας μας και την σύμφωνη γνώμη των αγίων Πατέρων μας.

—————————————————————————

Παραπομπές & Υποσημειώσεις

[1] Γεωρ. Αντουράκη, «Θέματα Αρχαιολογίας και τέχνης» τομ. Α΄. Αθήνα 1997, σελ. 516.

[2] Ήχος α’, ωδή γ’, τροπ. α’, Παρακλητική, Κανόνας Μεσονυκτικού.

[3] ‘Ηχος γ’, ωδή ς’, τροπ. α’, Παρακλητική, Κανόνας Μεσονυκτικού.

[4] Ήχος πλ. δ’, ωδή α’, τροπ. γ’, Παρακλητική, Κανόνας Μεσονυκτικού.

[5] Επίσης τα εξής τροπάρια κατ’ ήχον: Ηχ.γ΄ ωδή γ΄, τροπ.γ΄- Ηχ.δ΄ ωδή γ΄, τροπ.β΄ – Ηχ.πλ.α΄ ωδή η΄, τροπ.α΄.

[6] P.G. τομ. 95, σελ. 328-329.

[7] ΒΕΠΕΣ, τόμ. 36, σελ. 96 και 99-100.

[8] Λόγος Β’ περί της Υπερουσίου Τριάδος, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1991, τομ. Α’, σελ. 47.

[9] Βλέπε ανωτέρω τόμ. Α’, σελ. 262.

[10] Γρηγορίου Παλαμά, ΕΠΕ, Τομ. 9, σελ. 292.

[11] Τροπάριο της ε’ ωδής του Κανόνος των Προπατόρων, 11 Δεκεμβρίου.

[12] Λόγος »Κατά αθέων», κεφ. Θ’, Άπαντα Συμεών Θεσ/νίκης, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1985, σελ. 10.

[13] Ι. Πηδάλιον, εκδ. Αστέρος 2003, υποσημείωσις είς τά προλεγόμενα τής Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, σελ. 320.

[14] Σελ. 34 (Αθήναι 1989).

Υπό π. Δημητρίου Χ. Σαββόπουλου

Αισθητική προσέγγιση και ερμηνεία της βυζαντινής αγιογραφίας

Η παρουσία της εικόνας μέσα στην Εκκλησία μαρτυρεί μια ουσιώδη διδασκαλία της Ορθοδοξίας που συνοψίζεται στην εξής φράση του Μεγ. Αθανασίου: «Ὁ Θεός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». (Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου 54, PG 25, 192Β). Δηλ. «Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει ο άνθρωπος θεός». Δηλ. θεός κατά χάριν ή όπως λέει η αγία Γραφή: «καθ΄ομοίωσιν» του Θεού. Η εικόνα φανερώνει τη δυνατότητα του Θεού να βρίσκεται σαρκικά κοντά μας και παράλληλα τη δυνατότητα του ανθρώπου να θεωθεί με τη σάρκα του. Αν αρνηθούμε αυτή την αλήθεια πέφτουμε στην αίρεση του Δοκητισμού και κατά συνέπεια του Νεστοριανισμού. (Οι Δοκητιστές πίστευαν ότι ο Υιός του Θεού δεν ενσαρκώθηκε πραγματικά, αλλά φαινομενικά «κατά δόκησιν». Οι Νεστοριανοί πίστευαν ότι η Παναγία δεν γέννησε Θεάνθρωπο, αλλά άνθρωπο μόνο, με τον οποίο ήλθε σε επαφή και συνάφεια ο Υιός και Λόγος του Θεού και άρα δεν είναι Θεοτόκος.)

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία η εικόνα είναι μια διαφορετική «γλώσσα», που εκφράζει την πίστη της και το ήθος της τόσο καλά, όσο και ο λόγος. Η εικόνα είναι μια θεολογική έκφραση με σχήματα και χρώματα. Ένα ένδυμα της αποκεκαλυμμένης αλήθειας, όπως ακριβώς και η λεκτική θεολογική ορολογία με γράμματα και λέξεις. Οι λέξεις όπως και οι εικόνες, μας περιγράφουν τον Θεό, αλλά δεν είναι ο Θεός. Μας οριοθετούν απλώς το δρόμο που θα μας οδηγήσει στον Θεό (στη θεογνωσία).

Σκοπός της εικόνας δεν είναι να εντυπωσιάσει επιφανειακά και συναισθηματικά τον θεατή, αλλά κυρίως να εκφράσει μια εσωτερική ομορφιά και να υψώσει τον νού του, σε μιά πνευματική ωραιότητα που δεν υπόκειται στη φθορά και τον θάνατο, αλλά καταξιώνει τον άνθρωπο να ζει παντοτινά μέσα στο γεγονός και την ελπίδα της αναστάσεώς του και της μεταμορφώσεως του κόσμου.

Η προσπάθεια της βυζαντινής αγιογραφίας είναι να μας απομακρύνει από την ψευδαίσθηση της μεταβαλλόμενης ωραιότητας του κόσμου τούτου και να μας μεταφέρει σ΄ έναν άλλο κόσμο πνευματικό και αναλλοίωτο, τον κόσμο της Βασιλείας του Θεού.

Για το λόγο αυτό η βυζαντινή αγιογραφία λειτουργεί και κατανοείται μόνο σαν προεικόνιση «της μελλούσης εικόνας», της «άνω Ιερουσαλήμ», που προσδοκούμε όλα τα πιστά μέλη της Εκκλησίας μετά την κοινή μας ανάσταση.

Η βυζαντινή εικόνα δεν είναι μιά απλή θρησκευτική ζωγραφιά, μια φυσιοκρατική παράσταση με θέμα της ένα θρησκευόμενο πρόσωπο ή μια θρησκευτική ιστορία. Είναι κυρίως ένα λειτουργικό σκεύος που αγιάζει τον άνθρωπο και τον φέρνει σε άμεση σχέση με τη Θ. Χάρη και την υπόσταση του εικονιζόμενου προσώπου.

Ο τρόπος που παριστάνει η βυζαντινή αγιογραφία τον αισθητό κόσμο είναι τελείως διαφορετικός απ΄αυτόν που μπορεί να απεικονίσει μια φωτογραφική μηχανή κάνοντας πιστή αντιγραφή. Τα πρόσωπα και τα πράγματα της βυζαντινής αγιογραφίας υποτάσσονται σε μιά άλλη λογική, που έχει το δικό της χαρακτήρα και τους δικούς της κανόνες. Αυτά τα χαρακτηριστικά και τις ιδιομορφίες της θα εξετάσουμε παρακάτω στα επί μέρους στοιχεία της.

1. ΟΙ ΜΟΡΦΕΣ

Α. ΣΧΗΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ

Τα σχήματα στη βυζαντινή εικονογραφία υφίστανται μία «καλή αλλοίωση» που μεταμορφώνει και απλοποιεί ταυτόχρονα τα πρόσωπα και τα πράγματα. Αυτό στη γλώσσα της αγιογραφίας ονομάζεται σχηματοποίηση.

Θα δούμε τι εκφράζει η σχηματοποίηση μ΄ένα παράδειγμα. Λ.χ. βλέπω ένα δέντρο και το αντιγράφω κι αυτό είναι μιά πραγματικότητα. Αυτή η πραγματικότητα όμως έχει ένα μεγαλύτερο βάθος απ΄ότι φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Το δέντρο που αντιγράφω στηρίζεται, ζεί και τρέφεται από τις ρίζες του και οι ρίζες του ξεκίνησαν από ένα σπόρο. Αυτή η μυστική και κρυμμένη πραγματικότητα πολλές φορές μας διαφεύγει, την αγνοούμε βλέποντας μόνο την επιφάνεια των πραγμάτων. Για το λόγο αυτό η βυζαντινή αγιογραφία θέλοντας να μας εισάγει στην ουσία της φαινομενικής πραγματικότητας, δεν κάνει μια λεπτομερειακή εξιστόρηση του θέματος, αλλά μία απλοποίηση, έτσι ώστε να δούμε το μυστικό του βάθος, το αρχέτυπο σχήμα του.Με άλλα λόγια σχηματοποίηση είναι η αναγωγή του κάθε αντικειμένου στο αρχέτυπο γεωμετρικό του σχήμα. Π.χ. η σχηματοποίηση του πορτοκαλιού, είναι ο κύκλος, του ανθρωπίνου προσώπου ή έλλειψη, του κορμού σ΄ένα δένδρο ο κύλινδρος κ.ο.κ. Η σχηματοποίηση δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η απελευθέρωση κάθε πράγματος απ΄όλα τα στολίδια και τις λεπτομέρειες που κρύβουν την ουσία δηλ. το ψάξιμο «του κρυμμένου σπόρου».

Σχηματοποίηση του προσώπου με αναγωγή στο αρχέτυπο γεωμετρικό σχήμα

Αυτό δεν είναι μια απλή τεχνική μέθοδος, αλλά μια στάση ζωής. Βοηθάει τον άνθρωπο να ξεκαθαρίσει στη ζωή του τα παραγεμίσματα και τα περιττά πράγματα που τον αποπροσανατολίζουν και να ψάχνει την ουσία όπου όλα φαίνονται γυμνά και ωμά χωρίς προσμίξεις και δικαιολογίες… Προετοιμάζει δηλ. τον άνθρωπο για τη Μέλλουσα Κρίση, όταν θα σταθεί γυμνός, χωρίς κανένα πλουμίδι ή δικαιολογία μπροστά στο Θεό!

Ο στόχος της σχηματοποίησης είναι να αποκαλύψει στους ανθρώπους μια άλλη υπεραισθητή πραγματικότητα, αυτό που βρίσκεται έξω από το φυσικό μας κόσμο. Να μας αναγάγει από τα εφήμερα στα αιώνια. Τα χαρακτηριστικά των προσώπων, τα σώματα, τα βουνά, οι πτυχώσεις των ενδυμάτων, τα φρύδια σαν δύο ημικύκλια, τα χείλη με ελαφρό κυματισμό, τα μάτια μεγάλα και αμυγδαλωτά κ.ο.κ. είναι όλα σχηματοποιημένα. Αυτή η τεχνική αποβλέπει στο να προσάψει στο έργο κάτι το εξώκοσμο και υπερφυσικό, να μας οδηγήσει στο αληθινό βάθος του πνεύματος.

Β. Η ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ

Ένας άλλος κανόνας της βυζαντινής αγιογραφίας είναι η διαφοροποίηση. Χωρίς η μορφή να χάσει τα βασικά υποστατικά χαρακτηριστικά της παρουσιάζεται με μια «καλή αλλοίωση», χωρίς ρυτίδες, χωρίς στίγματα, χωρίς ατέλειες σωματικές, περιβεβλημένη με δόξα και φως. Για παράδειγμα οι ασκητές που φορούσαν κουρέλια, ή που είχαν καμπούρα, ή ήταν τυφλοί, ανάπηροι ή κοντοί κλπ. παρουσιάζονται με καινούρια ρούχα, καθαρό πρόσωπο όρθιοι, χωρίς γυαλιά, ακέραιοι! Ο λόγος είναι γιατί οι εικόνες είναι μέρος του νέου κόσμου, όπου όλα ανακαινίζονται και αναγεννιούνται. Υπάρχουν όμως και μερικές εικόνες που υπερβαίνουν τα όρια της διαφοροποίησης και φτάνουν στην υπερβολή για την οποία θα κάνουμε λόγο παρακάτω.

Γ. Η ΕΚΦΡΑΣΗ

Στην βυζαντινή εικονογραφία ακόμα η έκφραση των προσώπων δεν φανερώνει κακία και πάθος, έστω και αν ήταν κακούργοι και αμαρτωλοί αυτοί που απεικονίζονται! Αυτό φανερώνει «το ανεξίκακον και αθεάτριστον της Βυζαντινής αγιογραφίας». Εδώ κρύβεται μία αλήθεια, ότι κάθε πρόσωπο είναι εικόνα του Θεού, έστω και αμαυρωμένη από την αμαρτία, γι αυτό πρέπει να είναι σεβαστό. Οι άγιοι μάρτυρες προσβλέποντας σε αυτή την εικόνα, προσεύχονταν για τους βασανιστές τους! Η απαθής προσέγγιση των δημιουργημάτων απηχεί το ήθος της χάριτος του Θεού που βίωναν εμπειρικά οι άγιοι της εκκλησίας μας, βλέποντας πίσω από όλα τα πλάσματα την παρουσία και την αγάπη του Δημιουργού τους!

Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι, οι ληστές και οι δήμιοι, αλλά και ο ίδιος ο Ιούδας εικονίζονται σαν σεβάσμια πρόσωπα με ήρεμη όψη. Αυτό δείχνει ότι μπορεί η εικόνα ενός προσώπου να είναι αμαυρωμένη από τις πράξεις του, αλλά δεν παύει κάθε πρόσωπο να είναι εικόνα Θεού.

Δεν είναι τυχαίο ότι και οι συγγράψαντες την Αγία Γραφή (προφήτες, δίκαιοι και απόστολοι), για πρόσωπα που είχαν πέσει σε ηθικές εκτροπές, δεν εκφράζονται ποτέ απαξιωτικά ή υποτιμητικά. Απλά περιγράφουν τις πράξεις τους και τις αποδοκιμάζουν ως αντίθετες προς το θέλημα του Θεού, χωρίς να τους χαρακτηρίζουν.Τα πρόσωπα των εικόνων είναι αγαπητά στον θεατή, ιδιαιτέρως στον προσευχόμενο σ΄ αυτά, αλλά και ο θεατής είναι εξ ίσου αγαπητός στους αγίους της εικόνας. Είναι όλοι μέλη της Εκκλησίας του Χριστού και τους συνδέει ο δεσμός της αγάπης. Για να γίνει λοιπόν ζωντανή αυτή η εκδήλωση αγάπης, εικονίζονται τα πρόσωπα ή σε στάση κατ΄ ενώπιον (en face), ή σε στροφή τριών τετάρτων δεξιά ή αριστερά. Αυτό γίνεται σκόπιμα για να δείξει ότι οι άγιοι στις εικόνες μετέχουν μεν στο ιστορούμενο γεγονός της εικόνος, αλλά ταυτόχρονα δεν αγνοούν και τον θεατή!

Εικόνες κατά μέτωπο (en face)
Εικόνες με κλίση προσώπου τριών τετάρτων

Η πλάγια απεικόνιση προσώπων (profile) και μάλιστα αγίων είναι πολύ σπάνια και μας αποκαλύπτει δύο πραγματικότητες: (α) ή ότι το εικονιζόμενο πρόσωπο δεν έχει αγιότητα (π.χ. σταυρωτές του Χριστού, κακοποιοί, δήμιοι χριστιανών, κλπ.), γι αυτό και διακόπτεται η επικοινωνία του και η σχέση του με τον θεατή, (β) ή εάν πρόκειται για άγιο, τότε ατενίζει και απασχολείται με κάτι πολύ πιο σπουδαίο από τον εαυτό του, ώστε απορροφά κυριολεκτικά την προσοχή του! (π.χ. όταν κοιτάζει το πρόσωπο του Χριστού, τη Θεία ευχαριστία ή ένα θεϊκό όραμα, ή ουράνια αποκάλυψη κλπ.).

Εικόνες με πρόσωπα σε προφίλ

Να σημειώσουμε επίσης ότι η πολλή σχηματοποίηση των εικονιζομένων προσδίδει στο έργο υψηλή πνευματικότητα και ιερότητα (αυτό που ονομάζουμε: «αυστηρό βυζαντινό»), ενώ η μερική σχηματοποίηση προσδίδει στις μορφές περισσότερη χάρη και ευγένεια.

Ολική και μερική σχηματοποίηση σε αντιπαραβολή

Η πολλή σχηματοποίηση δίνει στα σώματα μια πλαστικότητα εξωκοσμική, όπως την παρατηρούμε και στην εξ αριστερών εικόνα της Παναγίας που παραθέσαμε λίγο πριν. Αυτή η αισθητική ποιότητα θέλει να μας κατευθύνει το νου στο κάλλος της θεομένης ύπαρξης του εικονιζομένου, το κάλλος της αγιότητας που κατεργάζεται η παρουσία του Αγίου Πνεύματος!

Στην Ορθόδοξη αγιογραφία, σχηματοποίηση έχουμε όχι μόνο στο σχέδιο των διαφόρων μορφών αλλά και στο φωτισμό. Να σημειώσουμε επίσης ότι η εικόνα ζωγραφίζεται με μιά ξεχωριστή μέθοδο, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, όσον αφορά το φωτισμό της κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Ο αγιογράφος αφού σχεδιάσει την μορφή του αγίου τοποθετεί πρώτα ένα σκούρο καστανωπό χρωματισμό, ή σκούρο φαιοπράσινο σε όλη την επιφάνεια του προσώπου που λέγεται προπλασμός, πάνω στον οποίο θα απλωθούν διαδοχικά τα χρώματα απ΄ τα πιο σκούρα στα πιο ανοικτά. Ακολουθεί ο πρώτος φωτισμός λίγο πιο ανοιχτός από τον προπλασμό, έπειτα άλλος φωτισμός ακόμη πιο ανοιχτόχρωμος για τα φωτισμένα σημεία της μορφής και φθάνουμε διαδοχικά στις ψιμυθιές που είναι πολύ μικρές τελείως λευκές γραμμές που προσδίδουν λάμψη και ζωντάνια στη μορφή!

Διακρίνουμε απο κοντά την λάμψη που προσδίδουν οι ψιμυθιές

Η πορεία χρωματισμού είναι από τα σκούρα στα ανοιχτά έως το λευκό. Έτσι ακριβώς είναι και η πορεία μας μέσα στη ζωή. Από την αμαρτία, προς την αγιότητα. Από τον χειμώνα και τη μαυρίλα των παθών στην άνοιξη και τη λάμψη των αρετών. Η τεχνική δηλ. της αγιογραφίας, μας μεταφέρει στην πραγματική εμπειρία της ζωής μας, ως αγωνιζομένων μελών της εκκλησίας μας.

Η πορεία της μορφής απο το σκοτάδι στο φώς.

Δ. Η ΣΧΗΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

Το φως μέσα στη φύση είναι διάχυτο πάνω στις επιφάνειες των πραγμάτων κι άλλες φωτίζονται λιγότερο κι άλλες περισσότερο. Αν προσέξει κανείς θα παρατηρήσει ότι η μετάβαση από τις σκοτεινότερες επιφάνειες προς τις φωτεινότερες μέσα στη φύση λ.χ. πάνω στα ενδύματα, δεν γίνεται απότομα, αλλά βαθμιαία, η ένταση των σκοτεινών επιφανειών και βαθουλωμάτων σβήνει σιγά-σιγά όσο πλησιάζουμε προς το φως.

Κλασική απεικόνιση μεταβατικής σκιαγράφησης

Στην εικόνα όμως το φως χάνει αυτή τη συνοχή. Η φωτισμένη επιφάνεια παθαίνει ένα σπάσιμο σε μικρότερες επιφάνειες, που κάθε μια χωριστά έχει αποκλειστικά έναν ομοιόμορφο φωτισμό που είναι φωτεινότερη από την προηγούμενη και σκοτεινότερη από την επόμενη. Έτσι ο φωτισμός στα ενδύματα και τους βράχους γίνεται κλιμακωτά.Η ένταση του φωτός χωρίζεται κατά κάποιο τρόπο σε ομάδες που ταξινομούνται και χωρίζονται μεταξύ τους. Γι αυτό μπορούμε να παρατηρήσουμε πολλές φορές πάνω σε φωτισμένες επιφάνειες ένα καθαρό γεωμετρικό σχήμα.

Σχηματοποίηση του φωτός στα ενδύματα κλιμακωτά

Ο σχηματοποιημένος φωτισμός προσδίδει στο έργο, όπως είπαμε, μια υψηλή πνευματικότητα και μας ανάγει σε μια άλλη πραγματικότητα του θείου και υπερφυσικού φωτός της Χάριτος του Θεού, που μεταβάλλει τα πάντα και τα κάνει «καινή κτίση».

Ε. Η ΛΙΤΟΤΗΤΑ

Άλλο χαρακτηριστικό των μορφών είναι η λιτότητα, η απλότητα.Η τέχνη της αγιογραφίας είναι λακωνική δηλ. σύντομη, απέριττη και περιεκτική. Δεν αρέσκεται στην πολυχρωμία, ούτε στη συσσώρευση πολλών πραγμάτων μέσα στο θέμα που επεξεργάζεται. Τα πάντα είναι διαλεγμένα. Μόνο τα απαραίτητα χρησιμοποιεί, όσα αρκούν για να εκφράσει το δόγμα ή την ιστορία. Για το λόγο αυτό πολλοί την ονομάζουν «τέχνη ασκητική» ή «νηστευτική». Η ολιγάρκεια και η αυτάρκεια είναι γνωρίσματα απαραίτητα για τη χριστιανική ζωή και αυτό ακριβώς θέλει να μας εμπνεύσει η λιτότητα της αγιογραφίας.

Αυτός που μπορεί «να΄πεί πολλά» με λίγα λόγια ή αλλιώς με λίγα πράγματα και χρώματα θεωρείται «φτασμένος» καλλιτέχνης, αξιόλογος, σημαντικός!

Ο καλός αγιογράφος δεν κάνει επίδειξη της τέχνης του και του χαρίσματός του με μια ζωγραφική φλυαρία από διάφορα περιττά πράγματα, μόνο και μόνο γιατί του αρέσουν. Ο σκοπός του δεν είναι να παρουσιάσει το δικό του, το προσωπικό του έργο, αλλά το έργο της εκκλησίας, γι αυτό και πολλές παλαιές βυζαντινές αγιογραφίες τις διακρίνει η ανωνυμία.

Η ζωγραφική λιτότητα καταστρέφεται με τη συσσώρευση πολλών πραγμάτων δευτερευούσης σημασίας και άσχετα με το κεντρικό πνευματικό νόημα της σύνθεσης. Πουλιά, δένδρα, πολλά κτίρια και άσχετα πρόσωπα, ελαττώνουν την εντύπωση που πρέπει να προξενείται από το κύριο θέμα.Αυτό μπορούμε να το δούμε καθαρά στους εικονικούς τύπους της Σταύρωσης του Χριστού, που παραθέτουμε παρακάτω. Στις δύο εικόνες του κάτω τμήματος, φαίνεται σαφώς η επίδραση της Δυτικής ζωγραφικής τεχνοτροπίας, να παραθέτει πάρα πολλά ιστορικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να εξουδετερώνεται ή να μειώνεται η σημασία του κυρίαρχου θέματος.

«Ολιγαρκής» και «φλύαρη» απεικόνιση της σταύρωσης

ΣΤ. Η ΥΠΕΡΒΟΛΗ

Ένα άλλο στοιχείο των μορφών είναι η υπερβολή των στοιχείων που συνθέτουν την αγιογραφία.

Η υπερβολή είναι μια τροποποίηση που γίνεται στα σχήματα, στα μεγέθη και στους όγκους, έτσι ώστε να επιτευχθεί η υπέρβαση της φυσικής απεικόνισης και να αποδοθεί η πνευματική αξία και εσωτερική κατάσταση των σωμάτων.

Το φαινόμενο της υπερβολής έχει κάποιο μυστικό σκοπό στη βυζαντινή αγιογραφία που θα εξηγήσουμε με ορισμένα παραδείγματα.

α. Στις εικόνες των οσίων στυλιτών και εγκλείστων ασκητών. Οι μορφές αυτές του μοναχισμού ίσως συνιστούν την πιο υπερφυσική και ασκητική ζωή που μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος. (Οι στυλίτες και οι δενδρίτες για όλη τους τη ζωή ζούσαν προσευχόμενοι πάνω σε ένα στύλο ή ένα δέντρο.

Ενώ οι έγκλειστοι περνούσαν όλη τους τη ζωή προσευχόμενοι μέσα σε ένα μικρό κελί με ελάχιστη ξηρά τροφή, χωρίς να βγουν καθόλου από εκεί). Η «στένωση», η εγκράτεια και ο περιορισμός είναι το ιδιαίτερο γνώρισμα των ασκητών αυτών.

Η βυζαντινή αγιογραφία τονίζει ακριβώς και «εξαίρει» αυτά τα ιδιαίτερα γνωρίσματα με επιμέλεια και προσοχή. Τοποθετεί τον στυλίτη άγιο πάνω σ΄ένα πλάτωμα του στύλου, ζωγραφισμένο από τη μέση και πάνω μόνο. Μοιάζει δηλ. ο άγιος στυλίτης σαν να είναι κομμένος στη μέση και εφάπτεται στο πλάτωμα του στύλου μόνο η μέση του! Στη γλώσσα της αγιογραφίας λέμε ότι σχεδιάζεται ο άγιος «ανοργάνως». Εκτός αυτής της θεληματικής ακρωτηριάσεως, στενεύει υπερβολικά το πλάτωμα του στύλου και το περιορίζει μόνο στο πλάτος του σώματός του αγίου, ασφαλίζοντάς το πολλές φορές μ΄ένα κάγκελο γύρω-γύρω. «Ανοργάνως» σχεδιάζονται συχνά και οι άγιοι Άγγελοι, ως πνευματικά πρόσωπα που δεν έχουν ανάγκη υλικής τροφής και σωματικών αναγκών.

Κάποιες φορές οι άγγελοι ζωγραφίζονται «ανοργάνως»

Με τον ίδιο τρόπο απεικονίζονται και οι έγκλειστοι άγιοι. Η εγκλείστρα του αγίου δηλ. ο τόπος διαμονής του ζωγραφίζεται σαν σμικρότατο καλυβάκι. Πίσω απ’ το καγκελόφραχτο παράθυρο διακρίνεται η ασκητική μορφή του αγίου. Το μέγεθος όμως του κεφαλιού είναι υπερβολικά μεγάλο σε σύγκριση με το κελί! Τόσο μικρή ζωγραφίζεται η εγκλείστρα, ώστε μερικές φορές χωράει μόνο το ζωγραφισμένο κεφάλι και λίγο μέρος των ώμων! Έτσι με τη μέθοδο της υπερβολής τονίζεται το ιδιαίτερο γνώρισμα των αγίων αυτών που είναι ο εγκλεισμός και η στένωση.

β. Ο κυνοπρόσωπος Άγιος ΧριστόφοροςΧαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εικόνα του Αγίου Χριστοφόρου ο οποίος σε μια εικόνα παρουσιάζεται με κεφάλι σκύλου(!), ενω το σώμα του είναι ανθρώπινο, κρατάει σταυρό και φοράει κόκκινη μαρτυρική χλαμύδα. Διαβάζοντας το βίο του μαθαίνουμε ότι ήταν αρκετά άσχημος, με πεταχτά δόντια και άγριο πρόσωπο, «υπερμεγέθης τω σώματι και τω πάχει». Από κάποιους βιογράφους του περιγράφεται ως κυνοπρόσωπος (σκυλοπρόσωπος). Είχε μεγάλη σωματική δύναμη και καταγόταν από μια φυλή ανθρωποφάγων. Πριν γνωρίσει τον Χριστό ήταν και δύσμορφος πνευματικά, δηλ. κακοποιός. Πάντως από τότε που πίστευσε στον αληθινό Θεό, μεταμορφώθηκε η φύση του, πρώτιστα η πνευματική και έπειτα η σωματική. Έγινε πράος, ήμερος, ευγενής, και φιλάνθρωπος και τελικά μάρτυρας για την αγάπη του Χριστού. Δεν είναι περίπτωση αδεξιότητας του ζωγράφου ή προσωπικής του παραξενιάς, αλλά ένα ξεχωριστό δείγμα του νόμου της υπερβολής. Το μήνυμα που θέλει να στείλει ο αγιογράφος είναι ότι ο Ευαγγελικός Λόγος του Θεού έχει τη δύναμη να μεταμορφώνει σε αγίους ακόμη και τερατώδη όντα, υπενθυμίζοντάς μας το παρελθόν του αγίου. Ακόμη δε ότι στην ορθοδοξία η ασχήμια δεν ταυτίζεται με το κακό αλλά ούτε και η ομορφιά κατ’ ανάγκην με το καλό, όπως συμβαίνει στη δυτική τεχνοτροπία.

γ. Άλλα παραδείγματα υπερβολής…

Είναι η εικόνα των πρωτοκορυφαίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου που κρατούν τον ναό στα χέρια τους, ενώ κανονικά έπρεπε να βρίσκονται ή να περιέχονται μέσα στο ναό. Αυτό δείχνει ότι οι άγιοι εδραίωσαν και στήριξαν την εκκλησία με την ιεραποστολή τους και τη θυσία τους από αγάπη στο Χριστό. Η Εκκλησία υπάρχει χάριν των αγίων της που είναι η ψυχή των ιερών ναών της. Οι ναοί χωρίς αγίους και πιστά μέλη, θα ήταν ωραία μνημεία, αλλά χωρίς νόημα ζωής.

Ο Νώε κρατά την Κιβωτό και όχι η Κιβωτός τον Νώε. Χωρίς τον Νώε η Κιβωτός δεν θα είχε καμία αξία. Χάριν του Νώε υπήρξε και φτιάχτηκε η Κιβωτός. Χαρακτηριστική είναι και η εικόνα του προφήτη Ιωνά που εξέρχεται από το στόμα του κήτους, είναι σχεδόν ίσος με το μέγεθος του κήτους.

Με τον τρόπο αυτό ο αγιογράφος εξαίρει και προβάλλει το μεγαλείο και τη δόξα των ανθρώπων εν σχέση προς τα κτίσματα, αυτά με τα οποία συνδέθηκε η ζωή τους και το έργο τους.

Ζ. ΤΟ «ΟΛΟ» & ΤΟ «ΜΕΡΙΚΟ»

Ένα άλλο θέμα που πρέπει να θίξουμε είναι η διαλεκτική αντιπαράθεση και σύνθεση μεταξύ της αναπαραστάσεως του «όλου» και του «μερικού» δηλ. τη σχέση που υπάρχει στην απεικόνιση π.χ. ενός δέντρου γενικά και των επί μέρους λεπτομερειών του, του κορμού του, των κλάδων, των φύλλων, των καρπών του. Στην κλασική ζωγραφική, ανάλογα με το τι θέλουμε να προβάλλουμε, εκεί ρίχνουμε και το βάρος σχεδιαστικά ή στο επί μέρους ή στη γενική εντύπωση ενός σώματος (ή πράγματος), προβάλλοντάς το πολύ κοντά, ή πολύ μακριά, στο «βάθος» του πίνακα. Έτσι μπορούμε να δούμε ένα δέντρο ως γενική φιγούρα και σιλουέτα, να προβάλλεται με αχνά χρώματα και απροσδιόριστο περίγραμμα στο βάθος του ορίζοντα, ή να το βλέπουμε τόσο κοντά ώστε να διακρίνουμε με λεπτομέρειες τους κλάδους και τα φύλλα του δηλ. τα επί μέρους χαρακτηριστικά του. Αυτή η αίσθηση καταργείται στη βυζαντινή αγιογραφία. Η γενική εικόνα των όντων συνυπάρχει με τις επί μέρους λεπτομέρειες που το ταυτοποιούν. Η φαινομενική αντίληψη των πραγμάτων τείνει να καταργηθεί, ενώ παράλληλα υιοθετείται μία νέα συμβατική θεώρηση του κόσμου, όπου

Δέντρα βυζαντινής ζωγραφικής σχηματοποιημένα και δέντρα σχεδιασμένα με τον κλασικό νατουραλιστικό (φυσικό σκιογραφικό) τρόπο.

μπορούμε να διακρίνουμε ταυτόχρονα σε όλα τα όντα, όχι μόνο τη γενική τους φυσιογνωμία αλλά και τα επί μέρους χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα. Κοιτάζοντας ένα δέντρο σε μια εικόνα, βλέπεις την συγκεκριμένη μορφή του αλλά και τα επί μέρους στοιχεία του τους κλάδους, τα φύλλα του κλπ. Ομοίως βλέποντας έναν άγιο ξεχωρίζεις τη συγκεκριμένη μορφή του και όλα τα επί μέρους υποστατικά χαρακτηριστικά του, μάτια, φρύδια, αυτιά, ακόμη και την κόρη των ματιών του! Δεν σκιάζεται τίποτε τόσο έντονα ώστε να χάνεται το σχήμα των λεπτομερειών του. Έχουμε μια ενότητα μεταξύ «όλου» και «μερικού». Επίσης πρέπει να τονίσουμε ότι στη βυζαντινή αγιογραφία έχουμε μια σύνοψη του γενικού, αλλά σαφώς συγκεκριμένων όντων. Αν θελήσουμε να ιστορίσουμε ένα δάσος, θα το παραστήσουμε με 5-6 δέντρα το ένα δίπλα στο άλλο και με διακρινόμενα τα επί μέρους γνωρίσματα, φύλλα, κλάδους κλπ. Το ίδιο θα κάνουμε αν θέλουμε να ιστορίσουμε μία πόλη. Ζωγραφίζουμε 5-6 σπίτια, που στο καθένα να φαίνονται ευκρινώς τα χαρακτηριστικά του. Αυτή όλη η θέα των πραγμάτων μας προσανατολίζει προς την παιδική αντίληψη του κόσμου, όπου όλα έχουν μια ενότητα μέσα στην αισθητική της απλότητας του παιδικού μυαλού, γιατί τα αντιλαμβάνεται όλα ως σύνολο αλλά και ως μονάδες διακεκριμένες, σε σχέση και συνάρτηση με το «όλο».

Θα μείνουμε λίγο σε αυτό για να το διασαφήσουμε. Ένα μικρό παιδί όταν το βάλουμε να ζωγραφίσει ένα δέντρο με ένα σπίτι ή ένα θαλάσσιο τοπίο, θα ακολουθήσει με φυσικότητα την τεχνική της βυζαντινής απεικόνισης παρά της κλασικής φυσιοκρατίας. Θα ζωγραφίσει με γεωμετρικό τρόπο τον κορμό του δέντρου, θα προσθέσει τα κλαριά και πάνω σε αυτά ένα-ένα τα φύλλα. Το ίδιο και με το σπίτι θα το δει ως ενιαία εικόνα δυο διαστάσεων (χωρίς βάθος), θα φτιάξει στη στέγη τα κεραμίδια ένα ένα, στον τοίχο τα παράθυρα με τις κουρτίνες και θα βάλει μέσα το φως, την καρέκλα, το τραπέζι με βάζο και το τραπεζομάντηλο τους γονείς του και τα αδελφάκια του. Θα τα δει όλα σε μια ενότητα γιατί το παιδί δεν βλέπει αποσπασματικά αλλά συνολικά το κάθε τι.Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο θα ζωγραφίσει και το θαλάσσιο τοπίο. Σε δυο διαστάσεις χωρίς φωτοσκιάσεις και μάλιστα μέσα στη θάλασσα θα βάλει όλα τα αθέατα για μας, ψάρια, αστερίες, αχινούς, κοράλλια, κοχύλια κλπ., όλα σε μια αρμονική συνύπαρξη και αρμονία. (όλου και επί μέρους στοιχείων). Από αυτά τα λίγα που είπαμε γίνεται κατανοητό ότι στο παιδί ταιριάζει αισθητικά και βιωματικά πιο πολύ η βυζαντινή ζωγραφική παρά η κλασσική-κοσμική ζωγραφική με τα σκιοπλαστικά διλήμματα και τις προοπτικές αλλοιώσεις. Μπορούμε όλα αυτά να τα αντιληφθούμε κοιτάζοντας παρακάτω προσεκτικά κάποιες ενδεικτικές παιδικές ζωγραφιές.

2. ΤΟ ΦΩΣ

Το φως στην κλασική ζωγραφική τέχνη, αποδίδει την πραγματικότητα με βάση τους φυσικούς νόμους τις ευθύγραμμης διαδόσεως του φωτός που δημιουργεί φωτεινές, αλλά και σκιερές περιοχές πέφτοντας πάνω στα διάφορα σώματα έμψυχα ή άψυχα. Ουσιαστικά ο όγκος των σωμάτων διαγράφεται από το «παιχνίδισμα» μεταξύ φωτός και σκιάς. Η αισθητική έχει να κάνει όχι με το φως καθ΄εαυτό, αλλά με τη «μαγεία» της σκιάς που δημιουργεί το φως! Τα φωτισμένα πρόσωπα ή πράγματα έχουν κάποια εξωτερική εστία φωτός. Ο τρόπος που φωτίζονται δημιουργεί σκιές, οι οποίες καλύπτουν άλλα πράγματα και τα κάνουν ασαφή και δυσδιάκριτα. Τα πρόσωπα ή τα πράγματα που θέλουν να προβάλουν οι δημιουργοί τους και να εστιάσουν την προσοχή του θεατή τα παρουσιάζουν σε πρώτο πλάνο μεγάλα και φωτισμένα ενώ τα πιο ασήμαντα τα βυθίζουν στο βάθος, τα σχεδιάζουν πολύ μικρά, αφώτιστα, με ασαφή και αχνά χρώματα, ώστε χάνουν την ταυτότητά τους. Θα λέγαμε πολύ συνοπτικά ότι η κοσμική ζωγραφική είναι σκιοπλαστική εν αντιθέση προς τη βυζαντινή ζωγραφική που είναι όπως θα δούμε φωτοδομική.

Η ανάδειξη του όγκου στην κλασική ζωγραφική τέχνη, μέσα από την εναλλαγή φωτός και σκιάς
Σκιοπλαστική δόμηση αναγεννησιακής ζωγραφικής με ανάδειξη του βάθους

Το φως της εικόνας δεν είναι του παρόντος αιώνος. Δεν έρχεται από κάποια εξωτερική πηγή για να φωτίσει παροδικά. Η άνω Ιερουσαλήμ στην οποία πολιτεύονται οι άγιοι «οὐ χρείαν ἔχει τοῦ ἡλίου οὐδὲ τῆς σελήνης ἵνα φαίνωσιν αὐτῇ· ἡ γὰρ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐφώτισεν αὐτήν, καὶ ὁ λύχνος αὐτῆς τὸ ἀρνίον». (Αποκ. 21:23)

Το φως δεν φωτίζει εκ των υστέρων τα πρόσωπα αλλά προϋπάρχει μέσα σε αυτά ως πραγματικότης υπερφυσική που τα κάνει να ξεχωρίζουν με σαφήνεια και να διακρίνονται από τα άλλα όντα γύρω τους με συγκεκριμένα περιγράμματα και συγκεκριμένη υποστατική ταυτότητα. Το φως τους δεν είναι μια φευγαλέα φωταψία ή πρόσκαιρη φωτοχυσία, αλλά μια μόνιμη κατάσταση και σχέση με το ίδιο το φως, με την πηγή του φωτός! Το φως στην βυζαντινή εικόνα κάνει ευδιάκριτες όλες τις βασικές λεπτομέρειες, έχει κεντρική θέση και ελάχιστη περιφερειακή σκιά (ουσιαστικά σκουρόχρωμη απόχρωση φαιοπράσινου ή καστανοπού κι όχι μαύρου).

Η ανυπαρξία κάποιας κτιστής πηγής φωτός, είναι η απουσία της σκιάς των σωμάτων. Σ΄ένα αντικείμενο που φωτίζεται από κάποια συγκεκριμένη πηγή, δημιουργείται πίσω του η σκιά του. Στη βυζαντινή αγιογραφία η σκιά δεν υπάρχει, γιατί δεν έχουμε κάποια πηγή φωτός, αλλά Τον ίδιο το Θεό που με τη Χάρη του έρχεται και γεμίζει τα πάντα! Αυτό μας ανάγει στη Βασιλεία Του Θεού, όπου όλα θα είναι φανερά, δεν θα υπάρχει πουθενά σκοτάδι αλλά θα βρίσκονται όλα μέσα στο υπερφυσικό Φως της Δόξης Του Τριαδικού Θεού. Οι σκιές στην κλασική ζωγραφική επικαλύπτουν και αφανίζουν συχνά άλλα όντα και χάνουν την συγκεκριμένη ταυτότητά τους, όπως εξηγήσαμε παραπάνω. Γι΄αυτό το λόγο το κάθε τι στη βυζαντινή εικόνα παρατίθεται το ένα δίπλα στο άλλο ή πάνω απ΄το άλλο, ώστε να μη χάνεται η μορφή του και τα χαρακτηριστικά του.

Όλες οι αγιογραφικές συνθέσεις προβάλλονται μέσα σ΄ένα χρυσό φόντο, που υποδηλώνει την παρουσία του Χάριτος του Θεού. (του ακτίστου φωτός). Άλλοτε πάλι μέσα σε μπλέ φόντο ένδειξη ότι βρίσκονται στον υπερουράνιο χώρο της βασιλείας του Θεού!

Για τον λόγο αυτό δεν είναι δυνατόν να ξεχωρίσουμε ποια γεγονότα έγιναν την ημέρα και ποια τη νύκτα, δεν υπάρχει διαβάθμιση φωτεινότητας στο χώρο των εικόνων. Λ.χ. Δεν είναι ποιο φωτεινή η Σταύρωση από την Ανάσταση ή τη Μεταμόρφωση του Χριστού…

Κανένα στοιχείο ή γεγονός του κτιστού κόσμου δεν «αυθαδιάζει». Τα πάντα φωτίζονται το ίδιο κάτω από την παρουσία του Χριστού.

3. Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Όταν τα διάφορα σώματα τα βλέπουμε με την κοσμική αντίληψη του χώρου, παρατηρούμε σ’ αυτά τρεις διαστάσεις: ύψος, πλάτος και βάθος (ή μήκος).Στους πίνακες ζωγραφικής η τρίτη διάσταση δηλ. το βάθος, αποδίδεται με τη σμίκρυνση των οπτικά απομακρυσμένων πραγμάτων από το μάτι μας. Έτσι όπως ακριβώς συμβαίνει και στην πραγματικότητα. Από το πλαίσιο του πίνακα μέχρι τον ορίζοντα (που συνήθως βρίσκεται στο ύψος των ματιών μας), όλες οι νοητές γραμμές που μπορούμε να τραβήξουμε για να δειχθεί το βάθος (η προοπτική), πρέπει να συγκλίνουν σε ένα (ή και δυο σημεία) του ορίζοντα, το λεγόμενο σημείο φυγής έτσι ώστε να δοθεί η εντύπωση της τρίτης διάστασης, όπως φαίνεται στα παρακάτω σχέδια και τις φωτογραφίες.

Το σημείο φυγής στην γραμμική απεικόνιση

Η εμπειρία της παρατήρησης ενός αντικειμένου ή ενός προσώπου, μας επιβεβαιώνει ότι όσο πιο κοντά στο μάτι μας είναι κάτι, μας φαίνεται και μεγαλύτερο, βλέποντας σε αυτό κάθε επί μέρους λεπτομέρεια. Ενώ όσο το απομακρύνουμε από το μάτι μας γίνεται όλο και πιο μικρότερο χωρίς να μπορούμε να διακρίνουμε τις λεπτομέρειες της δομής του. Ομοίως τα κοντινά χρώματα φαίνονται στο μάτι μας καθαρά και έντονα, ενώ τα μακρινά μας είναι ασαφή και άτονα.

Φωτογραφίες με την προοπτική ψευδαίσθηση σε δυο διαστάσεις
Σχέδια γραμμικής προοπτικής με δυο σημεία φυγής (Σ.Φ.)

Στην ορθόδοξη εικόνα επειδή ο χώρος και ο χρόνος αλλοιώνεται, (όπως θα δούμε παρακάτω), η τρίτη διάσταση, το βάθος, απουσιάζει ή μάλλον αντιστρέφεται όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω. Η Εκκλησία επιδιώκοντας να απεικονίσει τον αναπλασμένο κόσμο, δεν θα μπορούσε να επιτρέψει κανένα ψεύδος, γιατί ακριβώς είναι το αντίθετο της πλάνης και της φαντασίας.

Ό,τι συνθέτει πρέπει να είναι αληθινό και αυθεντικό. Πρέπει το αντικείμενο της λατρείας, να μην δίνει την εντύπωση, ή την ψευδαίσθηση κάποιας πραγματικότητας που κατ΄ ουσία δεν υφίσταται. Ο πίνακας της εικόνας είναι δύο διαστάσεων, γι’ αυτό και το εικονικό βάθος είναι κατ’ ουσία οφθαλμαπάτη, είναι μια ψευδής εντύπωση. Το διάστημα περιορίζεται στο ίδιο το σανίδι (πλάτος και ύψος).

Η προοπτική είναι ελεύθερη και δεν υπακούει σε φυσικούς νόμους. Ο χώρος είναι συμβολικός και διαφορετικός από τον φυσικό. Δεν υπάρχουν πράγματα ή πρόσωπα που κρύβονται πίσω από άλλα όπως γίνεται στους δυτικούς πίνακες. Στη βυζαντινή αγιογραφία καταργείται η υλική προοπτική και δημιουργείται μια νέα πνευματική προοπτική. Παραμερίζονται τα δεδομένα των σωματικών ματιών που βλέπουν μεγάλα τα κοντινά και μικρά τα μακρινά πρόσωπα ή πράγματα και βλέπουμε πνευματικά, σαν σε διαφορετικό χώρο τα αντικείμενα και τα πρόσωπα.

Έτσι το μέγεθος των σωμάτων εξαρτάται απ΄ τη σπουδαιότητά τους. Η δυσαναλογία των προσώπων και των πραγμάτων μεταξύ τους ή στη σχέση τους με τη φύση, εκφράζει συχνά αυτή τη «νέα προοπτική».

Στα πράγματα και στα πρόσωπα δεν καθορίζεται το μέγεθός τους ανάλογα με τη θέση τους στο χώρο, αλλά ανάλογα με την πνευματική τους ανωτερότητα και αξία. Έτσι έχουμε μικρή και μεγάλη πνευματικότητα και όχι μακρινά ή κοντινά από τον παρατηρητή πρόσωπα ή πράγματα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η βυζαντινή εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού. Η Παναγία δεσπόζει με το μέγεθός της στο κέντρο του πίνακα. Έπειτα ο Ιωσήφ μικρότερος σε μέγεθος από την Παναγία, αν και βρίσκεται σε πρώτο πλάνο και θα΄πρεπε να΄ναι πιο ευμεγέθης. Οι άγγελοι παρ΄ όλο που είναι τα πιο απομακρυσμένα πρόσωπα πίσω απ΄τα βουνά είναι λίγο μικρότεροι σε μέγεθος από την Θεοτόκο, ενώ οι μάγοι και οι βοσκοί που δεν γνωρίζουμε αν έφθασαν στην αγιότητα, παρουσιάζονται ακόμη πιο μικροί, σχεδόν νάνοι, ασχέτως με την απόσταση που βρίσκονται από τον θεατή. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι τα ζώα αλλά και τα άψυχα μέρη του τοπίου (βουνά και δέντρα), έχουν ακόμη πιο μικρό μέγεθος. Ομοίως στην εικόνα της βάπτισης τα βουνά φαίνονται σαν να είναι κοιταγμένα από πάνω και οι κορυφές τους είναι στραμμένες προς το θεατή. Οι άγγελοι που βρίσκονται στη δεύτερη σειρά πίσω από την πρώτη σειρά αγγέλων ζωγραφίζονται πιο πάνω για να μην κρύβονται από τους μπροστινούς. Ο ποταμός φαίνεται σαν να είναι όρθιος και δεν χάνεται στο βάθος.

Από σχετική παρατήρηση σε βυζαντινές εικόνες βγαίνει εύκολα το συμπέρασμα ότι τα άψυχα και ανόργανα πράγματα, όπως οι βράχοι, το νερό, τα κτίρια κλπ. μεταβάλλουν το σχήμα τους περισσότερο. Πιο λίγο τα φυτά και ακόμη λιγότερο τα ζώα. Λιγότερο απ΄όλα τα όντα μεταβάλλει το σχήμα του ο άνθρωπος και μάλιστα ο άγιος, ακριβώς για να αναδειχθεί το μεγαλείο του μέσα στην κτίση. Επίσης είναι έκδηλη η έλλειψη βαρύτητας. Λόγω της συμβατικής παρουσίασης των όντων, τα εικονιζόμενα δίνουν την εντύπωση της απουσίας βάρους και συμπαγή όγκου.

Αν θέλαμε να προχωρήσουμε ακόμη πιο πολύ στο θέμα της βυζαντινής προοπτικής θα την ονομάζαμε αντίστροφη προοπτική, γιατί αυτή υπάρχει μ΄ένα διαφορετικό τρόπο. Η εικόνα υπάρχει στο ναό, όχι σαν αντικείμενο θαυμασμού, αλλά για να προσευχηθεί κάποιος μπροστά της. Επομένως το βάθος της εικόνας δεν είναι προς τα πίσω αλλά μπροστά της, είναι ο πιστός άνθρωπος όταν προσεύχεται. Έτσι ο πιστός γίνεται μέτοχος της εικόνας και ζει μέσα στην εικόνα, γιατί είναι και ο ίδιος εικόνα του Θεού. Το εσωτερικό βάθος της εικόνας το νοιώθει κανείς όχι μέσα από τις αισθήσεις του. Αλλά μέσα στην κατάνυξη της προσευχής. Για να επιτευχθεί αυτή η προσέγγιση του πιστού με την εικόνα, ο τεχνίτης αγιογράφος στρέφει όλα τα αντικείμενα και τα πρόσωπα δυναμικά προς τον θεατή, έτσι ώστε το σημείο φυγής δηλ. ο κώνος των νοητών γραμμών που συγκλίνουν στον ορίζοντα πίσω από την επιφάνεια του πίνακα (ως ψευδαίσθηση όπως εξηγήσαμε παραπάνω), να είναι στραμμένος τώρα προς τον θεατή! Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κάτωθι εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (του Μιχαήλ Αστραπά στην Περίβλεπτο Αχρίδος 1295).

Εάν προεκτείνουμε νοητά τις πλάγιες γραμμές που οριοθετούν τις στέγες των κτιρίων, δεν θα σμίξουν προς τα πίσω αλλά προς τα εμπρός, προς τον θεατή. Σκοπίμως δε στοχεύουν το σώμα της Θεοτόκου. Κάποιοι καλλιτέχνες της βυζαντινής αγιογραφίας σχετικά με την προοπτική της προτείνουν αντί της ονομασίας: «αντίστροφη προοπτική», την ονομασία: «κάθετη προοπτική» εν αντιθέση με τη «φθίνουσα προοπτική» της κλασικής ζωγραφικής. Το λέγουν αυτό γιατί υπάρχει λόγος εικαστικός, που θα εξηγήσουμε στη συνέχεια.

Στη βυζαντινή ζωγραφική με μια πρώτη ματιά αμέσως αντιλαμβανόμαστε ότι όλα τα πράγματα κυρίως τα άψυχα, κτίρια, βουνά, θάλασσα, ποτάμια κλπ. απεικονίζονται με ένα συγκεκριμένο πανοραμικό τρόπο, σαν να είναι ιδωμένα από ψηλά.

Π.χ. Όταν παρατηρούμε ένα κτίριο υπό γωνία, από την επιφάνεια του δρόμου που βρισκόμαστε, βλέπουμε συνήθως την πρόσοψη και μία από τις πλάγιες όψεις του (την δεξιά ή την αριστερή, ανάλογα που στεκόμαστε), ουδέποτε όμως μπορούμε να δούμε την ταράτσα του κτιρίου ή όλη την έκταση μιάς λίμνης ή την κορυφή ενός βουνού κλπ. Για τη βυζαντινή όμως τέχνη που αποσκοπεί όχι σε μια αποσπασματική και μερική στιγμιαία γνώση, αλλά σε μια ολοκληρωτική και γενικότερη πληροφόρηση για τα επί μέρους χαρακτηριστικά του βλεπομένου, είναι δυνατόν να βλέπουμε και την ταράτσα του κτιρίου, χάρη στον εικαστικό χειρισμό της κάθετης προοπτικής απεικόνισης, όπως βλέπουμε στα παρακάτω σχέδια.

Αποκτούμε έτσι πρόσβαση στη θέα των αθεάτων. Τα κρυμμένα γίνονται φανερά και τα απόμακρα κοντινά. Γι αυτό η αναπαράσταση μιάς ομάδας αγίων δεν γίνεται τοποθετώντας τις μορφές τους σε διάταξη οριζόντια, τη μία σειρά πίσω από την άλλη, ώστε να επικαλύπτονται τα πρόσωπα, αλλά σε κάθετη διάταξη, τη μία σειρά πάνω από την άλλη σαν να τους βλέπουμε από ψηλά.

Έτσι η δυσκολία της προοπτικής αλλοίωσης ξεπερνιέται και έχουμε σαφή όραση και εποπτεία σε όλα τα όντα που απεικονίζουμε.

4. Ο ΧΡΟΝΟΣ

Στη βυζαντινή εικόνα δεν υπάρχει χρονική αγωγή. Ο χρόνος δεν θεωρείται με την έννοια της φυσικής ευθύγραμμης ροής των γεγονότων δηλ. παρελθόν, παρών και μέλλον ή πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ. Τα χρονικά αυτά διαστήματα στην εικονογραφία φαίνεται να καταργούνται και να λειτουργούν αδιάστατα, σ΄ένα άμεσο και συνεχές παρόν.

Μιλάμε εδώ για τον «συμπυκνωμένο» ή «λειτουργικό χρόνο» που σπάζει τα όρια του ιστορικού χρόνου μέσα στην ένωσή του με τον άχρονο και αιώνιο Θεό.

Στην εικόνα τα γεγονότα της θείας οικονομίας δεν είναι κλειστά και πεπερασμένα, αλλά παρόντα και ενεργά ακόμη και σήμερα και μέχρι της συντέλεια των αιώνων. Μας αγκαλιάζουν και μας σώζουν.

Στην εικόνα δεν έχουμε ιστορική και χρονική πιστότητα, αλλά μια δυναμική και λειτουργική υπέρβαση. Την υπέρβαση αυτή του χρόνου τη ζούμε κάθε φορά στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Η θυσία που τελείται πάνω στην Αγία Τράπεζα, δεν είναι μια απλή αναπαράσταση και επανάληψη του γεγονότος της Σταυρικής θυσίας του Κυρίου μας, αλλά η αναφορά μας στη μοναδική εκείνη θυσία που πραγματοποιήθηκε για τη σωτηρία μας, άπαξ δια παντός στο Γολγοθά, πάνω στο σταυρό!

Οι εικόνες γίνονται μαρτυρία μιας «άλλης ζωής», που διέρρηξε τους όρους της φθοράς και του θανάτου.

Η σημασία των ιστορουμένων γεγονότων τα ύψωσε υπεράνω του καθορισμένου χρόνου που συνέβησαν και τους έδωσε αξία μόνιμη και παντοτινή. Τα χρονικά όρια της επιτελέσεώς τους αποκτούν έκταση και διάρκεια άπειρη, γιατί η σημασία τους ήταν καθολική για όλη τη δημιουργία.

Στην Ορθόδοξη λατρεία της Εκκλησίας μας, δεν έχουμε μία στατική ανάμνηση ιερών προσώπων ή γεγονότων, αλλά μια ενεργό παρουσία και μετοχή στα πρόσωπα και στα γεγονότα.

Ο πιστός συμμετέχει στη ζωή της Εκκλησίας, όχι ιστορικά, αλλά λειτουργικά. Ζει το παρελθόν στο σήμερα, με τη μετάνοιά του και βιώνει το μέλλον και τα έσχατα στο παρόν, μέσα στη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, με τη συμμετοχή του στα ιερά μυστήρια.

Η Εκκλησία μέσα στη λατρεία της, εξιστορώντας τα διάφορα σωτηριώδη γεγονότα δια των ευχών της και ψάλλοντας σχετικούς ύμνους, χρησιμοποιεί και μεταχειρίζεται ως γνωστόν, ενεστωτικές εκφράσεις ή το επίρρημα «σήμερον».

Λ.χ. «Ἡ Παρθένος σήμερον, τὸν ὑπερούσιον τίκτει…» ή «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου…», ή «Σήμερον ὁ Ἅδης στένων βοᾷ…» ή «Σήμερον σωτηρία τῶ κόσμω γέγονεν…» κλπ.

Μέσα απ΄αυτή την άρση του χρόνου, μπορούμε να εννοήσουμε πολλές ιδιοτυπίες της βυζαντινής αγιογραφίας, όπως είναι: (α) η απροσδιόριστη χρονική διάκριση ημέρας και νύκτας (που επισημάναμε παραπάνω), (β) η ύπαρξη προσώπων σε γεγονότα στα οποία δεν συμμετείχαν τη δεδομένη χρονική στιγμή, καθώς και (γ) η ταυτόχρονη παρουσία στην ίδια εικόνα επεισοδίων και γεγονότων που έγιναν διαδοχικά και σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα.

Για την πρώτη εκδοχή ήδη μιλήσαμε, όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωής του Χριστού (το λεγόμενο Δωδεκάορτο, στο πάνω μέρος του τέμπλου), έχουν την ίδια φωτεινότητα, ένα χρυσό φόντο… άσχετα αν έγιναν ημέρα ή νύχτα… Για την δεύτερη περίπτωση νομίζω είναι ενδεικτική η εικόνα της Πεντηκοστής, όπως και της Αναλήψεως του Κυρίου στους ουρανούς, όπου βλέπουμε ανάμεσα στους αποστόλους και τον Απόστολο Παύλο, ενώ αυτός όπως όλοι γνωρίζουμε από την Αγ. Γραφή, τότε που συνέβησαν τα γεγονότα αυτά ήταν ακόμη διώκτης του Χριστού και των μαθητών Του! Αφού όμως αξιώθηκε της Χάριτος του Θεού δια της μετανοίας του, έζησε και βίωσε κι αυτός, όπως οι άλλοι μαθητές την προσωπική του Πεντηκοστή και Ανάληψη, αποκτώντας ανάλογη εμπειρία και μέθεξη στα γεγονότα εκείνα, έστω κι αν δεν ήταν ο ίδιος παρών. Ο ίδιος ο απόστολος μαρτυρεί ότι «ἡρπάγη -ἕως τρίτου οὐρανοῦ- εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄῤῥητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι». (Β΄Κορ.12:2-4).

Για την τρίτη κατηγορία εικόνων είναι χαρακτηριστική αυτή της Γεννήσεως του Χριστού που σχολιάσαμε και πιο πάνω, στην οποία «συμπυκνώνονται» και συμπεριλαμβάνονται μαζί, γεγονότα τα οποία χρονικώς απέχουν αρκετά μεταξύ τους όπως: Η προσκύνηση και ο διάλογος των ποιμένων με τον Ιωσήφ τον μνήστορα, που διαλογίζεται και απορεί…, η εμφάνιση των αγγέλλων στους ποιμένες, που τους ανήγγειλαν το γεγονός… η υπερφυής γέννηση του Χριστού, το λουτρό του θείου βρέφους μετά τη γέννηση, αλλά και η άφιξη των μάγων για να το προσκυνήσουν, που έγινε τουλάχιστον μετά από μία διετία. (Βλ. παρακάτω εικόνα) Κατά παρόμοιο τρόπο βλέπουμε και στην αγωνία του Χριστού, στο όρος των ελαιών, να παρίσταται διαδοχικά και στις τρείς διαδοχικές φάσεις (Ματ.26:36, 26:42, 26:44) εκτενούς και εναγώνιας προσευχής, (αφού απομακρυνόταν από τους μαθητές του) και παράλληλα να στέκεται και ανάμεσα στους μαθητές του που κοιμούνται και να τους προτρέπει σε «εγρήγορση». (Ματ.26:38, 26:40-41). (Βλ. παρακάτω εικόνα)

5. Ο ΧΩΡΟΣ

Γενικά σε σχέση με το χώρο παρατηρούμε ότι η βυζαντινή αγιογραφία ουδέποτε προσπάθησε να ιστορίσει το περιβάλλον στο οποίο παρίστανται ιερά πρόσωπα και ιερές σκηνές με νατουραλιστικό (φυσικό) τρόπο. Δεν εδόθη δηλ. ποτέ ιδιαίτερη αξία και σημασία στο ζήτημα του περιβάλλοντος χώρου, ως βασικού εκφραστικού μέσου της τέχνης, όπως εδόθη από τη Δυτική τέχνη.

Τα στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου είναι ελάχιστα, απλά και μόνο για να τον δηλώσουν. Το ενδιαφέρον του αγιογράφου περιορίζεται στα ιερά πρόσωπα. Τα αρχιτεκτονήματα, τα όρη, τα δένδρα κλπ. στοιχεία της εικόνας που προβάλλονται πίσω από τα πρόσωπα είναι πάντοτε υποταγμένα στα πρωταγωνιστούντα πρόσωπα της σκηνής και εναρμονίζονται προς αυτά. Τα φόντο επομένως δεν έχει αυτοτέλεια και δεν εμφανίζεται ανεξάρτητο από τη διαμόρφωση και θέση των προσώπων. Το περιβάλλον αποδίδεται βάση του κεντρικού προσώπου της εικόνας. Λ.χ. Στην εις Άδου Κάθοδο ή στη Βάπτισή Του Κυρίου, παρατηρούμε στο «βάθος», δυο απότομους βαθμιδωτούς βράχους να κλίνουν προς το πρόσωπο του Σωτήρος, το οποίο δεσπόζει στο κέντρο της εικόνας.

Σε αυτό το σημείο να τονίσουμε ότι ο τρόπος απεικόνισης της φύσης θέλει να φανερώσει κι ένα άλλο μυστικό, την συμμετοχή δηλ. και την αίσθηση της κτίσης, η οποία υποκλίνεται κατά κάποιο τρόπο μπροστά στο Δημιουργό της και σαν να καταλαβαίνει ποιος βρίσκεται μπροστά της, κινείται και συμπεριφέρεται ανάλογα. Τα βουνά υποκλίνονται, τα νερά υποχωρούν στη βάπτιση σχεδόν κάτω από τα πόδια του ή στροβιλίζουν γύρω από το σώμα του Χριστού σαν να ντρέπονται να το αγγίξουν! Εδώ θα σταθούμε για λίγο και θα θίξουμε εν συντομία το θέμα της προσωποποίησης της φύσεως. Λ.χ. Ο ήλιος και η σελήνη ζωγραφίζονται με πρόσωπα (ιδιαίτερα στην εικόνα της Δημιουργίας & της Σταυρώσεως), όχι γιατί είναι πρόσωπα, αλλά γιατί ήρθαν στην ύπαρξη από τον Λόγο του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος κι έχουν και αυτά και η κτίση ολόκληρη σαν ζωαρχική τους δύναμη Αυτόν τον ενυπόστατο Λόγο του Θεού. Το ίδιο και τα ποτάμια, οι θάλασσες, οι άνεμοι, και άλλα άψυχα όντα…

Έτσι βλέπουμε συχνά στο κάτω μέρος της Βαπτίσεως του Χριστού δυο μικρά δελφίνια που φέρουν επάνω τους ένα γέροντα, ενώ ένα άλλο θαλάσσιο κήτος φέρει πάνω του μία γυναίκα. Αυτά είναι μια συμβολική προσωποποίηση του Ιορδάνη Ποταμού ο οποίος σχηματίζεται από τη συμβολή δυο άλλων παραποτάμων του Ιόρ & του Δάν και παραπλεύρως η συμβολική προσωποποίηση της Νεκράς Θάλασσας, που μας υπενθυμίζουν αυτό που ψάλλουμε στην εορτή των Θεοφανείων ότι: «Ἡ θάλασσα εἶδε, καὶ ἔφυγεν, ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω». Όπως εμείς κάνουμε στροφή προς τα πίσω με τη μετάνοιά μας, όταν μας αποκαλυφθεί ο Χριστός και αναζωπυρώνουμε πάλι τη Χάρη του βαπτίσματος, έτσι και η κτίση μέσα στη δημιουργική και σωτηριώδη παρουσία του Λόγου του Θεού, αποδεσμεύεται από τη φθορά και το θάνατο. Κατά μία αναγωγική ερμηνεία όλο το ανθρώπινο γένος προήλθε από δύο πηγές, δηλ. τον Αδάμ και την Εύα και με την αμαρτία οδηγήθηκε στη νέκρωση, στη νεκρά θάλασσα της παρούσης ζωής (που χυνόταν ο Ιορδάνης ποταμός). Με τη Βάπτισή Του ο Χριστός στον Ιορδάνη και κατ΄επέκταση όλο το ανθρώπινο γένος που θα πιστέψει σε Αυτόν, νικάει τον θάνατο και στρέφει τον άνθρωπο προς την πηγή της ζωής που είναι ο Αληθινός Θεός! Ακριβώς έτσι και τα νερά του Ιορδάνη σεβόμενα τον Δημιουργό τους και μένοντας έκπληκτα απ΄την ταπείνωσή Του, επιστρέφουν προς τις πηγές τους! Τα μη όντα γίνονται όντα, αποκτούν αίσθηση και συμμετέχουν στη Βασιλεία του Θεού.

Όλη η φύση υποτάσσεται και υπακούει τον Δημιουργό της, σαν «λογικό» όν, αρκεί να λάβει από Αυτόν την κατάλληλη εντολή! Ας θυμίσουμε εδώ το θαύμα της καταπαύσεως της τρικυμίας και των ανέμων, ή τη μεταβολή του ύδατος σε οίνο, στον γάμο της Κανά, ή την ακαριαία αποξήρανση της άκαρπης συκιάς, μόνο μ΄ένα πρόσταγμα του Κυρίου! Ακόμη και αφηρημένες έννοιες ο κόσμος, ο άδης, η κόλαση, ο παράδεισος, η ψυχή, ο χώρος και ο χρόνος οι 4 εποχές κλπ. στην βυζαντινή αγιογραφία μπορούμε να τα εικονίζουμε με κάποια αντίστοιχη συμβατική μορφή, ώστε αμυδρά να προσεγγίζουμε τις άυλες και πνευματικές καταστάσεις που μας επισημαίνουν. Π.χ. Στην Κοίμηση της Θεοτόκου βλέπουμε τον Χριστό πίσω από το νεκρό σώμα της Παναγίας, να κρατά ως μικρό σπαργανωμένο βρέφος, την ψυχή της Θεοτόκου. Ενώ στην εις Άδου Κάθοδο του Χριστού, βλέπουμε κάτω από τα πόδια του Χριστού και μέσα σε σκοτεινή άβυσσο αλυσοδεμένους ως πρόσωπα, τον Άδη και τον Θάνατο.

Ο Παράδεισος, Με τον Χριστό να δεσπόζει μέσ΄τη Θεία Δόξα Του
Η Κόλαση, με τον Διάβολο να κυριαρχεί μεταξύ των αμετανοήτων
Η Πεντηκοστή: Κάτω μέσα στο σκοτεινό ημικύκλιο παρουσιάζεται προσωποποιημένος ο κόσμος, κρατώντας στα χέρια του ένα ύφασμα με 12 ειλητάρια, που συμβολίζουν τις 12 φυλές του Ισραήλ.

Όλα τα στοιχεία του χώρου δεν λαμβάνονται πραγματικά αλλά συμβατικά (με ένα συνήθη ιδιάζοντα τρόπο),και καθορίζουν υποτυπωδώς, αυτό που ονομάζουμε χώρο. Ο σκοπός δεν είναι ν΄αποδοθεί πιστά ένα οποιοδήποτε οπτικό φαινόμενο, γι αυτό και ο αγιογράφος, ναι μεν δανείζεται από τη φύση στοιχεία, αλλά συνθέτει και ζωγραφίζει, έτσι όπως τα έχει στο νου του, γιατί καλείται να αποδώσει όχι απλώς ένα ιστορικό συμβάν, αλλά να εκφράσει μια δογματική αλήθεια, γι΄αυτό και συνθέτει αυτά τα δυο στοιχεία μ΄ένα τελείως διαφορετικό τρόπο από αυτόν που γνωρίζουμε.

Τα αντικείμενα δεν υπακούουν στους φυσικούς νόμους, αλλά στον πνευματικό νόμο. Έτσι τα στοιχεία του χώρου όπως το μήκος, το πλάτος και το ύψος, ρυθμίζονται ανάλογα με την πνευματική διάσταση και αξία των εικονιζομένων για να αποδώσουν το υπερβατικό. Η αλλοίωση σχημάτων, όγκων, χρωμάτων και μορφών, κάνει αισθητή τη διασάλευση των φυσικών νόμων του χώρου. Πρόκειται για μία προσπάθεια υπέρβασης της λογικής και του παρόντος κόσμου.

Ο χώρος στην εικονογραφία παρουσιάζεται λαμπρός και δοξασμένος. Είναι αναπαράσταση του «αναγεννημένου χώρου», όπως θα τον μεταπλάσει η Χάρη του Αγίου Πνεύματος κατά τον καιρό της ανακαινίσεως του σύμπαντος, σύμφωνα με τα λόγια του Απ. Παύλου: «καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.» (Ρωμ.8:21), ομοίως και κατά τον Απ. Πέτρο που λέγει: «καινοὺς δὲ οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν… προσδοκῶμεν» (Β΄Πετρ.3:13).

Το μάτι βλέπει τη φύση φορτωμένη με τη φθορά, τις ασθένειες και χίλια δυο άλλα ψεγάδια. Ο κόσμος όμως της εικόνας είναι καθαρός, λαμπρός, δοξασμένος διαφορετικός. Όλα τα πράγματα βαπτισμένα μέσα στη δόξα του Θεού, αλλάζουν σχήμα, μορφή, χρώμα, όγκο και αυτό θέλει να κάνει ο αγιογράφος.Σε σχέση πάλι με τον περιβάλλοντα χώρο αξίζει να πούμε ότι το σημαντικό για τον αγιογράφο δεν είναι ο χώρος αλλά το γεγονός αυτό καθ΄εαυτό. Για το λόγο αυτό γεγονότα που έλαβαν χώρα, εντός κλειστού χώρου, όπως π.χ. Το Γενέθλιο της Θεοτόκου, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο ασπασμός της Θεοτόκου με τη Ελισάβετ, το Μυστικό Δείπνο, κ.ά. εικονίζονται εκτός αυτού, όχι μέσα στο εσωτερικό κάποιου σπιτιού, αλλά σαν υπαίθρια, με φόντο διάφορα αρχιτεκτονήματα συνδεδεμένα μ΄ ένα ύφασμα κόκκινο που τα σκεπάζει. Αυτό το ύφασμα είναι τρόπον τινά μία «αυλαία» που σηκώνεται και μας φανερώνει γεγονότα που έγιναν μυστικά για να τα δούμε και ΄μεις και να χαρούμε! Γι΄ αυτό και το ύφασμα αυτό έχει κόκκινο χρώμα, που συμβολίζει τη χαρά, την αγάπη και την ανάσταση! Τα γεγονότα λοιπόν της σωτηρίας μας γίνονται φανερά σε όλους και υπερβαίνουν το χώρο και το χρόνο. Έχουμε εδώ θέα των αθεάτων δηλ. «εισχωρούμε» πίσω από τα παραπετάσματα και τους τοίχους, «παίρνουμε» τα εμπόδια από μπροστά μας και αποκαλύπτουμε τα γεγονότα ως εξωτερικά για να θεαθούν απ΄όλους.

Μία τελευταία παρατήρηση είναι ότι και ο χώρος παρουσιάζει λιτότητα. Πίσω από τα δρώντα πρόσωπα της εικόνας, εικονίζονται περιληπτικά μόνο τα αναγκαία για την ιστορική τοποθέτηση των σκηνών λ.χ. Στη Σταύρωση του Κυρίου παρατηρούμε , ότι πίσω απ΄τη σκηνή της σταυρώσεως παριστάνεται ένα τείχος με επάλξεις και πυλώνες, επισημαίνοντας ότι η σταύρωση, έγινε εκτός των τειχών της Ιερουσαλήμ. Στη σκηνή δε της ψηλάφησης του Θωμά, βλέπουμε πίσω από το σώμα του Κυρίου μια ξεκρέμαστη πόρτα, για να γίνει φανερό το γεγονός ότι ο Κύριος εισήλθε εν μέσω των μαθητών «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» (Ιωαν.20:19), διότι το σώμα Του είχε αλλάξει και είχε άλλες ιδιότητες μετά την ανάστασή Του.

Αυτά ήταν εν περίληψη και σε γενικές γραμμές τα χαρακτηριστικά των βυζαντινών εικόνων, οι οποίες αποτελούν μία συμβολική παράσταση της προσλήψεως του κόσμου από τον Θεό, για να τον σώσει και να τον εξαγιάσει. Εύχομαι την «θεία αλλοίωση» που μας φανερώνουν οι εικόνες, να την δεχθούμε κι εμείς μέσα από την συνεχή σχέση μας και πορεία μας προς τον Θεό, ο οποίος μας καταξίωσε να γίνουμε σύμμορφοι της εικόνος Του και μέτοχοι της Θείας Δόξης και Βασιλείας Του! Αμήν.

Η ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΣ

Βολουδάκη, Νινέττας «Βυζαντινή Ζωγραφική Θεωρία». Εκδόσεις: ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2000

ΒράνουΙωάννη «Θεωρία Αγιογραφίας». Εκδόσεις: Π. ΠΟΥΡΝΑΡΑ, Θεσσαλονίκη 1977

ΓκότσηΧρήστου «Ο μυστικός κόσμος των Βυζαντινών εικόνων» Τομ. Α΄. Εκδόσεις: ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ, Αθήνα 1995

ΓκότσηΧρήστου «Ο μυστικός κόσμος των Βυζαντινών εικόνων» Τομ. Β΄. Εκδόσεις: ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ, Αθήνα 1995

ΓκότσηΧρήστου «Ο μυστικός κόσμος των Βυζαντινών εικόνων» Τομ. Γ΄. Εκδόσεις: ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ, Αθήνα 2000

ΓκότσηΧρήστου «Ο μυστικός κόσμος των Βυζαντινών εικόνων» Τομ. Δ΄. Εκδόσεις: ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ, Αθήνα 2002

Διονυσίου του εκ Φουρνά, «Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης». Εκδόσεις: ΣΠΑΝΟΥ, εν Πετρουπόλει 1909 (Tυπογραφείον B. Kirschbaum). Υπό Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΕΡΑΜΕΩΣ

Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Καρέα, «Τι ξέρεις για τις εικόνες; Αισθητική, Ιστορική, Θεολογική προσέγγιση». Εκδόσεις: ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ, Καρέας 2000

ΚαλοκύρηΚωνσταντίνου «Η Ζωγραφική της Ορθοδοξίας». Εκδόσεις: Π. ΠΟΥΡΝΑΡΑ, Θεσσαλονίκη 1972

ΚόντογλουΦώτη «Έκφρασις της Ορθοδόξου Αγιογραφίας» τομ. Α΄. Εκδόσεις: ΑΣΤΗΡ 1993

ΚόρδηΓιώργου «Ο Χαρακτήρας & ο Λόγος των Αφαιρετικών Τάσεων της Βυζαντινής Ζωγραφικής». Εκδόσεις: ΑΡΜΟΣ, Αθήνα 2007

π. Σταμάτη Σκλήρη, «Εν Εσόπτρω – Εικονολογικά Μελετήματα». Εκδόσεις: ΜΙΧΑΗΛ Π. ΓΡΗΓΟΡΗΣ, Αθήνα 1992

Βυζαντινή τέχνη και εξεικόνιση της αγιότητας. Είναι εφικτή;

π. Δημητρίου Χ. Σαββόπουλου

Τα τελευταία χρόνια πολλοί θιασώτες της βυζαντινής αγιογραφίας χωρίς να το καταλάβουν γίνονται εικονομάχοι και απαξιώνουν ή ακόμη και καταστρέφουν κάθε εικόνα που δεν αποδίδεται με την εικαστική τεχνοτροπία της βυζαντινής παραδόσεως, γιατί δήθεν είναι Δυτικής προελεύσεως και δεν απεικονίζει την αγιότητα των προσώπων, όπως όφειλε!
Η αντίληψη ότι ο εξεικονισμός του Αγίου, με τον βυζαντινό ζωγραφικό τρόπο, έχει να κάνει με την καταγραφή κάποιας υπεραισθητής πραγματικότητας ή με την καταγραφή κάποιας ιδιαίτερης πνευματικής κατάστασης, πού χαρακτηρίζει κάποια πρόσωπα, είναι αρκετά διαδεδομένη και κατά κύριο λόγο συνιστά και το ύφος των εικόνων. Πιστεύουν δε ότι η βυζαντινή αγιογραφία ανάγει τον νου μας στον ουρανό, ενώ η κλασική ζωγραφική τέχνη, που απεικονίζει με πιο φυσικό τρόπο τους αγίους, κατεβάζει το νου μας στη γη.
Την θεωρεία αυτή την ανέπτυξαν διεξοδικά πολλοί σύγχρονοι θεολόγοι. Στην πρωτοπορία όμως αυτής της ερμηνείας για την εικόνα, βρίσκεται η ρωσική θεολογική σκέψη, με κυριότερο εκπρόσωπό της τον Λεωνίδα Ουσπένσκυ.  Έφερε στο προσκήνιο την άποψη, ότι η μορφή ενός αγίου δεν είναι αρκετή για να εικονίσει το πρόσωπο αυτό, γιατί η εικόνα ως έκφραση μιας πνευματικής καταστάσεως του προσώπου, πρέπει να ορίζεται ως γεγονός με ειδικό εικαστικό τρόπο, ώστε να περιγράφει το υπερβατικό περιεχόμενό της. [1] Προσπάθησαν έτσι να ανάγουν την τοποθέτηση αυτή σε δογματική διδασκαλία της εκκλησίας μας, για να δώσουν την εντύπωση ότι κρατούν την παράδοση.(!)
Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση, ότι δηλαδή καταγράφουμε μ’ έναν ιδιαίτερο ζωγραφικό τρόπο (ύφος) την Αγιότητα, δεν έχει κανένα έρεισμα στις πηγές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Όσο κι αν ψάξουμε στα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, που είναι οι πλέον αρμόδιοι να μιλήσουν για θέματα εκκλησιαστικής τέχνης, αλλά και γενικότερα εκκλησιαστικών παραδόσεων, δεν θα δούμε πουθενά αποτυπωμένη την άποψη αυτή, -ότι δηλαδή ο εξεικονισμός των Αγίων είναι η καταγραφή της Αγιότητας με κάποιο ζωγραφικό τρόπο. Ανεξάρτητα πάντως από την απουσία ερεισμάτων στις πηγές, η άποψη αυτή έχει και άλλα προβλήματα.
Η Εκκλησία δεν καταγράφει το αόρατο καθεαυτό, διότι κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο. Το αόρατο δεν μπορεί να καταγραφεί από τη μεριά του ανθρώπου, διότι αυτό θα σήμαινε ότι υπάρχει αναλογία ανάμεσα στον κτιστό και στον άκτιστο κόσμο.(!) [2]
Η Ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε καθόρισε ένα τύπο τεχνοτροπίας, για την εικονογράφηση. Αυτό μαρτυρείται από την ιστορία και από την διδασκαλία των αγίων μας. 
Αρχικά να πούμε ότι τα πρώτα 600 χρόνια του Χριστιανισμού, η βυζαντινή τέχνη ήταν άγνωστη στον Χριστιανικό κόσμο και οι εικόνες αγιογραφούντο κατά τον συνήθη κλασσικό τρόπο της κάθε εποχής, αρχής γενομένης από τις Κατακόμβες.
Η βυζαντινή τέχνη κατά τους αρχαιολόγους ερευνητές είναι η ένωση δυο μεγάλων κλάδων ζωγραφικής, της ειδωλολατρικής αρχαιότητος, δηλαδή: α) Της Ελληνιστικής κλασσικής τέχνης και β) Της Ασιατικής των Σασσανιδών της Περσίας. Εξ αυτής της ενώσεως, προήλθε η ζωγραφική, η κατόπιν ονομασθείσα Βυζαντινή. [3]
Ουδέποτε διανοήθηκε κανείς στο παρελθόν να διατυπώσει απόψεις όπως, ότι: «Την στιγμή που το αναπαριστώμενο πρόσωπο είναι φορέας της θείας Χάρης, η εικόνα οφείλει να μας φανερώσει την αγιότητά του∙ διαφορετικά δεν θα είχε νόημα. Αν αναπαριστάνοντας την ανθρώπινη φύση του σαρκωμένου Θεού η εικόνα δεν μας έδειχνε παρά μόνον την ιστορική πραγματικότητα, όπως κάνει για παράδειγμα η φωτογραφία, θα σήμαινε πως η Εκκλησία βλέπει τον Χριστό με τα μάτια του απίστου πλήθους που τον περιτριγύριζε».(Λ. Ουσπένσκυ:«Η Θεολογία της Εικόνας στην Ορθόδοξη Εκκλησία» Εκδ. Αρμός, σελ.200-201).
Ακόμη πιο τραβηγμένη είναι η άποψη που υποστηρίζουν κάποιοι άλλοι, ότι η βυζαντινή αγιογραφία, έχει την δυνατότητα να παρουσιάζει τις εξαϋλωμένες μορφές των Αγίων και να παριστά τον Χριστό ως «Θεάνθρωπο»!!!
Και ο κοινός νους αντιλαμβάνεται το παράλογο και αιρετικό της θεωρίας αυτής, διότι στην βυζαντινή τέχνη, αγιογραφούνται εκτός των Αγίων, της Θεοτόκου, του Χριστού και των Αγγέλων και άλλα πρόσωπα, που δεν έχουν σχέση με τον Χριστό, όπως ειδωλολάτρες, αιρετικοί, δήμιοι, οι οποίοι έκαναν μαρτύρια στους Αγίους. Ακόμη οι σταυρωτές του Χριστού, όπως ο Ιούδας Ισκαριώτης, ο Πόντιος Πιλάτος, οι Φαρισαίοι κ.α.
Όλοι αυτοί με μόνον το γεγονός ότι έχουν ζωγραφισθεί στη βυζαντινή τέχνη,  με εξαϋλωμένες μορφές, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι άγιοι!!!
Κοινό όμως χαρακτηριστικό αυτών των σύγχρονων οπαδών της «βυζαντινολατρείας», όσον αφορά τον τρόπον της εξεικονίσεως, είναι η αναφορά τους στο υπερβατικό περιεχόμενο. Κατ΄αυτούς η ιστορική μορφή καθ΄εαυτήν, δεν θεωρείται εικόνα,  αλλά απλή θρησκευτική ζωγραφική, επειδή δήθεν δεν εκφράζει την αγιότητα των εικονιζομένων προσώπων!!!
Αλλά τι είναι η αγιότητα; Η Αγιότητα μεσ΄ την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η κοινωνία ενός προσώπου με τον Χριστό και η κατά Χάρη ένωσή του με Αυτόν, ως συνεπεία του αγώνα του να καθαρθεί από τα πάθη του και να αναδείξει την ανθρώπινη φύση του αυθεντική και χαριτωμένη.
Αυτή τη σχέση των αγίων, η Εκκλησία μας την πιστοποιεί με την παρουσία των εικόνων τους μέσα στον Ναό, αλλά και με τη ζωντανή επικοινωνία, δια της προσευχής, των πιστών μέσα σε αυτόν και όχι μόνο, όταν ζητάμε τις πρεσβείες τους προς τον Θεό, λόγω της παρρησίας τους προς Αυτόν.
Αν λοιπόν η Αγιότητα εκφραζόταν μ’ ένα μοναδικό ζωγραφικό τρόπο, θα είχαμε σοβαρά προβλήματα στην ερμηνεία της εικονογραφικής τέχνης που αντιστοιχεί στην ιστορία της Βυζαντινής ζωγραφικής. Μία τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση της καταγραφής της Αγιότητας σε σχέση με τον ζωγραφικό τρόπο, δεν μπορεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο των θαυματουργών εικόνων, πολλές εκ των οποίων στην Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι ζωγραφισμένες με τον κλασσικό (νατουραλιστικό) τρόπο όπως π.χ. Ο Ευαγγελισμός της Παναγίας της Τήνου κ.α.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία καθόρισε ως δόγμα την τιμή και προσκύνηση των Ιερών Εικόνων και όχι την καθιέρωση της Βυζαντινής τέχνης.
Ο Άγιος Νεκτάριος λέγει: «ἡ τιμή καί ἡ προσκύνησις τῶν ἁγίων εἰκόνων εἶναι ὄχι μόνον δόγμα ἱερόν τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας, κεκυρωμένον καί ὑπό τῆς Ζ´ ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά καί παράδοσις, ἀρχαιοτάτη ἀποστολική καί πατερική, διατηρηθεῖσα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ διά μέσου ὅλων τῶν αἰώνων καί τῶν διωγμῶν»[4]

Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος  στα Πρακτικά της με σαφήνεια επισημαίνει ότι η Εκκλησία  στις εικόνες του Χριστού δεν ζωγραφίζει παρά τη μορφή, το είδος με το οποίο το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος φανερώθηκε στη γη: «H γουν αγία του Θεού Εκκλησία ως παρέλαβε παρά των αγίων Αποστόλων και πατέρων αυτό το είδος το οραθέν τοις ανθρώποις αναζωγραφεί.»[5] Επίσης καθώρισε:  «Τη ανθρωπίνη ουν φύσει του Χριστού αναζωγραφομένου, δήλον ότι καθώς η αλήθεια έδειξε, κατά το όνομα μόνον ομολογούσιν οι χριστιανοί κοινωνείν την ορωμένην εικόνα τω αρχετύπω, και ου κατά ουσίαν». Στην συνέχεια η Σύνοδος διευκρινίζει: «Ανωτέρα περιγραφής εστί, καθώς είπομεν, η θεία φύσις, η δε ανθρωπίνη, περιγεγραμμένη και ουδείς των εύ φρονούντων περιγραπτήν λέγων την ανθρωπείαν φύσιν, ταύτη συμπεριγράφει την απερίγραπτον ούσαν». Με απλά λόγια οι Πατέρες της Νικαίας μας διασαφίζουν ότι το στοιχείο που αναζωγραφείται στις τεχνικές εικόνες δεν είναι άλλο από τη μορφή που είδαν οι άνθρωποι. Η Σύνοδος δεν θέτει άλλη προϋπόθεση για τη δημιουργία της εικόνας.
Ο άγιος Νικηφόρος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, που διώχθηκε από τους εικονομάχους για την υπεράσπιση της τιμής των εικόνων, ορίζει ως εξης το έργο της ζωγραφικής: «Έτι η γραφή (ζωγραφική), το σωματικόν είδος του γραφομένου παρίστησι, σχήμά τε και μορφήν αυτού εντυπουμένη και την εμφέρειαν»[6] Η ρεαλιστική αυτή διατύπωση του ομολογητή πατριάρχη συμπληρώνεται με τον θαυμάσιο ορισμό του για την εικόνα του Χριστού η οποία «ομοίωμα αυτού εστί, και τω σώματι αυτού προσέοικε, και τον τύπον του σώματος αυτού ημίν κατεπαγγέλλεται»[7]. Η εικόνα δηλ. δεν είναι τίποτε άλλο από ένα ομοίωμα που παριστάνει τον σωματικό τύπο του προσώπου Του.
Ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης ένας άλλος υπέρμαχος των ιερών εικόνων γράφει για την εξεικόνιση του Χριστού: «Ει Αδάμ ο πρώτος άνθρωπος τω είδει περιγράφεται, άρα και ο Χριστός ο δεύτερος Αδάμ, Θεός ων και άνθρωπος, εξ ίσου τω σωματικώ είδει εικονισθήσεται»[8]. Και αλλού συμπληρώνει: «Ει τις την περιγραφήν της σωματοειδούς θέας του Λόγου μη ονομάζει εικόνα Χριστού, ή Χριστόν ομωνύμως…αιρετικός εστίν»[9].
Συμπέρασμα: Η μορφή καθεαυτή (ασχέτως από την τεχνοτροπία που θα εικονίσουμε τον Χριστό ή έναν άγιο), συνιστά εικόνα, αρκεί να φέρει εξωτερικά τα βασικά υποστατικά γνωρίσματα του εικονιζόμενου. [10]
Ο αγιογράφος δεν αυτοσχεδιάζει όταν ιστορεί την μορφή ενός αγίου. Η φυσική εικόνα του προσώπου, προηγείται της τεχνητής εικόνας που δημιουργεί ο ζωγράφος. Οι εικόνες ανήκουν στην Αποστολική και Πατερική παράδοση και δεν είναι επινόηση του αγιογράφου. [11]

Βάση για την αποτύπωση της μορφής του Χριστού αποτελεί η αχειροποίητη εικόνα του Χριστού στο Άγιο Μανδήλιο [12] και οι σχετικές διηγήσεις των Αγίων Πατέρων. [13] Το γεγονός αυτό εγγυάται την ταυτότητα της εικόνας και του εικονιζομένου, που είναι η ακριβής αναπαράσταση του φυσικού προσώπου του Χριστού.
Κατά τον Μέγα Φώτιο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (820-893 μ.Χ.), ο ρόλος της τέχνης της εικονογραφίας δεν συνίσταται μόνο στην παρουσίαση των μορφών αλλά και στο να χαρακτηρίζονται οι μορφές από «ιεροπρέπεια». Γι αυτό συνιστά την διατήρηση της καθαρότητας των προσώπων και την απομάκρυνση στοιχείων «υλικής ακοσμίας» και «ανθρωπίνης περιεργείας».[14]
Η μορφολογία των εικόνων πρέπει να είναι τέτοια, ώστε να αρμόζει στο χαρακτήρα των εικονιζομένων αγίων. Με τη λέξη «ιεροπρέπεια» [15] εννοείται η απλή, σεμνή και απέριττη μορφολογία του εικονιζομένου,  το σοβαρό και ήρεμο ύφος του προσώπου, η αποφυγή εγκαλλωπισμού των μορφών, αλλά και της έκφρασης συναισθημάτων, που συνδέονται και παραπέμπουν στον παρόντα κόσμο της ηδονής και της οδύνης.
Η μετωπικότητα [16] επίσης των μορφών βοηθάει και υπηρετεί την άμεση σχέση μεταξύ εικονιζομένου και θεατή. Επίσης  η συστολή και ο περιορισμός των κινήσεων του σώματος.  Οι μετρημένες και εύτακτες κινήσεις του σώματος, προσδίδουν ισορροπία στη σύνθεση.
Κατά κανόνα πρέπει να αποφεύγονται περιφερειακά στοιχεία που αποσπούν την προσοχή του θεατή και δεν έχουν ουσιαστική σχέση με το εικονιζόμενο πρόσωπο. Συνήθως αυτά αποτελούν ανθρώπινη επινόηση και αφαιρούν από την αισθητική ποιότητα του έργου.
Τα χρώματα επίσης πρέπει να έχουν φωτεινότητα και λαμπρότητα, όπως αρμόζει σε ιερά πρόσωπα. Με τον τρόπο αυτό υπερβαίνονται οι διασπαστικές τάσεις στη σύνθεση και επικρατεί ρυθμός και ευταξία. Αυτές οι βασικές προϋποθέσεις μπορούν αν ο καλλιτέχνης το επιδιώξει να αποδώσουν κάλλιστα την ιεροπρέπεια των εικονιζομένων άσχετα με την τεχνοτροπία (μορφολογία) της εικόνας.

Τελειώνοντας να σημειώσουμε ότι η αποδοχή της κλασσικής ζωγραφικής τέχνης των αγίων, δεν σημαίνει αδιάκριτη αποδοχή της αναγεννησιακής τεχνοτροπίας που αναπτύχθηκε στη Δύση τον 16ο αιώνα. Ο λόγος είναι ότι οι καλλιτέχνες της Δύσης δεν χρησιμοποιούσαν σταθερά πρότυπα για την εξεικόνιση αγίων, αλλά διάφορα μοντέλα της αρέσκειάς τους, γι αυτό και έχουμε πάμπολλες εναλλαγές των μορφών (κυρίως του Χριστού και της Θεοτόκου, που ήταν η συνήθης θεματολογία τους). Ουσιαστικά λοιπόν καμία αναφορά στην ιστορική μορφή των προσώπων!!
Η ελευθεριότητα αυτή οδήγησε και σε ένα άλλο ατόπημα, να παρουσιάζονται οι άγιοι με τρόπο προκλητικό, με ακάλυπτο το σώμα τους, ευτραφείς ή  καλογυμνασμένοι ως αθλητές, σύμφωνα με το ιδεώδες του ωραίου που επικρατούσε στην εποχή τους, ώστε να μην αμφισβητείται η ομορφιά και το κάλλος τους από κανέναν!
Ο εξωραϊσμός αυτός έμμεσα παρέπεμπε στην αποδοχή του «αλάθητου», που πρέπει να το αποδεχθείς θέλοντας και μη. Ο τονισμός επίσης του όγκου των σωμάτων, της ψευδαίσθησης του βάθους, οι δυναμικές και συχνά αδέξιες κινήσεις των προσώπων, ακόμη και η έκφραση εντόνων συναισθημάτων, αποιεροποίησαν την τέχνη της Δυτικής αγιογραφίας και την απομάκρυναν απ΄τον λειτουργικό της ρόλο, ως σκεύος πνευματικής αναφοράς και προσευχής.

Συμπερασματικά να πούμε  ότι κανένας Πατέρας της Εκκλησίας δεν φαίνεται να εξαρτά την εικόνα ή την ιερότητά της, από την ύπαρξη κάποιου ζωγραφικού τρόπου (τεχνοτροπίας). «Η τεχνοτροπία της εικόνας δεν είναι στοιχείο ουσίας, όσο κι αν έχει σημαντικότατο ρόλο στην τεχνητή εικόνα. Είναι στοιχείο περί την ουσία και γι αυτό μεταβλητό και τρεπτό με βάση τα πνευματικά, κοσμικά, πολιτιστικά και άλλα δεδομένα. Έτσι, το στοιχείο αυτό χάνει τον δογματικό χαρακτήρα που του έχουν αποδώσει ορισμένοι σύγχρονοι θεολόγοι». [17]
……………………………………………………… 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Για τις απόψεις αυτές Βλ. «Η Θεολογία της Εικόνας» Λ. Ουσπένσκυ, μτφρ. Σπύρου Μαρίνη, Εκδόσεις: Αρμός, Αθήνα 1998. Του ιδίου  «Η Εικόνα», μτγρ. Φ. Κόντογλου 2η έκδ. Εκδόσεις: Αστήρ, Αθήνα 1985].
[2] Το μόνο που μπορούμε βάσιμα να ισχυριστούμε είναι ότι τα αόρατα (Αγία Τριάδα, ψυχή, αγγέλους, δαίμονες, κλπ.) συμβολικά και συμβατικά τα εξεικονίζουμε, λόγω της συγκατάβασης του Θεού στους αγίους Του, να μετέχουν σε αυτές τις πραγματικότητες  με ποικίλες αποκαλύψεις. Η μετοχή αυτή είναι αμυδρά και ανθρωποπαθής  στους αγίους, κατά το μέτρο της δεκτικότητας και της Χάριτος που λαμβάνουν, αγωνιζόμενοι να ευαρεστήσουν στον Θεό. Τις Θείες λοιπόν αποκαλύψεις που μαρτυρούν για διδακτικούς ή ποιμαντικούς λόγους και τις περιγράφουν με λόγια, ο αγιογράφος τις περιγράφει με σχήματα και χρώματα, όχι ως προς την ουσία, αλλά ως προς την φαινομενική μορφή που επιτρέπει ο Θεός να ιδούν. 
[3] Περισσότερα βλέπε Κ. Καλοκύρη «Η ζωγραφική της Ορθοδοξίας» 1972, Θεσσαλονίκη, σελ. 33.
[4] Ἁγ. Νεκταρίου μητρ. Πενταπόλεως, «Μελέτη περί τῶν Ἁγίων Εἰκόνων», ἔκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθῆναι 1997. Σελ. 291.
[5] J.D. Mansi 13,340 D.
[6] Αντιρ. Β΄, P.G. 100,357 D.
[7] Αντιρ. Γ΄, P.G. 100,428 C.
[8]  Αντιρ. Γ΄, P.G. 99,420 ΑΒ.
[9]  Αντιρ. Α΄, P.G. 99,349 C.
[10]«Η δε του ενσωμάτου είδους, ήτοι μορφής φέρουσα τα ιδιώματα και όσα άλλα των έξω γνώριμα μόνη τεχνητή εικών Χριστού και εστί και λέγεται». Οσίου Θεοδώρου Στουδίτη, Κεφάλαια κατά εικονομάχων, 99,496 Β.
[11]«Ου ζωγράφων εφεύρεσις η των εικόνων ποίησις, αλλά της καθολικής εκκλησίας έγκριτος θεσμοθεσία και παράδοσις…μενούνγε αυτών (=των πατέρων) η επίνοια και η παράδοσις, και ου του ζωγράφου. Του γαρ ζωγράφου η τέχνη μόνον∙ η δε διάταξις πρόδηλον των δυναμένων πατέρων» Πρακτικά Ζ΄ Οικουμ. Συνόδου J.D. Mansi 13, 252 BC.
[12] Βλ. Μέγας Συναξαριστής τομ. Η΄, 16ης Αυγούστου.
[13] Βλ. Σχετική αναφορά του πατριάρχη Νικηφόρου στο: Έλεγχος και Ανατροπή, στο J. Featherstone, “Refutation” 25,3-11. Ακόμη στον Αντιρρητικό λόγο του Α΄, P.G. 100,260 A. Επίσης του Ευσεβίου Καισαρείας Ἐκκλησιαστική Ἱστορία βιβλ. Α´, κεφ. ιγ´.
[14] Ι. Βαλέττα, μν. έργ. «Φωτίου του σοφωτάτου και αγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Επιστολαί», Λονδίνο 1864, Επιστολή ΟΣΤ΄, σελ. 401.
[15] Βλ. αναλυτικά για την έννοια της «ιεροπρέπειας» και της μορφολογίας των εικόνων στο σπουδαίο έργο τουκαθηγητή Βυζαντινής Τέχνης στο Α.Π.Α. κ. Γεώργιου Κόρδη, «Ιεροτύπως», Εκδόσεις: Αρμός, Αθήνα 2002. Κεφ.Γ΄& Δ΄.
[16] Όταν λέμε «μετωπικότητα» δεν εννοούμε την στατική και απόλυτα συμμετρικά τοποθετημένη μορφή, πάνω στον κάθετο άξονα της ζωγραφικής επιφάνειας, γιατί αυτή η θέση της μορφής μοιάζει αδρανής, χωρίς ενέργεια. Το βλέμμα του εικονιζομένου μοιάζει μετέωρο, δεν συναντά τον θεατή αλλά τον προσπερνά και φαίνεται να αναφέρεται σε κάτι που υπάρχει πίσω από αυτόν. Στην προκειμένη περίπτωση όταν αναφερόμαστε στη «μετωπικότητα», εννοούμε τη «δυναμική μετωπικότητα» που σημαίνει ελαφρά κίνηση της κεφαλής προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά. Η στάση αυτή δείχνει όχι μόνο κίνηση αλλά συμβάλλει σημαντικά στην προβολή της μορφής προς τον θεατή και στη δημιουργία κοινωνίας μαζί του. Βλ. περισσότερα στο έργο του Γιώργου Κόρδη «Εν ρυθμώ», Εκδόσεις «Αρμός» Αθήνα 2000. Σελ.35-41.
[17] Γεώργιου Κόρδη, «Ιεροτύπως», Εκδόσεις: Αρμός, Αθήνα 2002. Σελ.262.

Δαίμονες & Δράκοντες στην βυζαντινή αγιογραφία

Βασική διδασκαλία της Εκκλησίας μας είναι η ύπαρξη και η δραστηριότητα του Διαβόλου, των πονηρών πνευμάτων, που εναντιώνονται και υπονομεύουν τα έργα του Θεού. Ο ρόλος του είναι αποκρουστικός και άθλιος, όμως δεν μπορούμε να τον αρνηθούμε και να τον αγνοήσουμε, γιατί τότε κλονίζονται τα θεμέλια ολόκληρης της Ευαγγελικής παραδόσεως και θεολογίας. Άλλωστε όπως μαρτυρεί η Αγία Γραφή, ο Χριστός ήλθε στον κόσμο «ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου.» (Α΄Ιωαν.3:8) και «ἵνα διὰ τοῦ θανάτου (Του) καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ᾿ ἔστι τὸν διάβολον» (Εβρ.16:18).

Ως εκ τούτου η βυζαντινή αγιογραφία δεν αγνόησε το διάβολο μέσα στα εικονογραφικά της θέματα.

Σε πάρα πολλές παραστάσεις εικονίζεται ο διάβολος. Ενδεικτικά μόνο να αναφέρουμε τους τρείς πειρασμούς του Χριστού στην έρημο, πριν τη δημόσια δράση Του. Το θαύμα της εκδίωξης των δαιμόνων από τους δαιμονισμένους των Γεργεσινών. Σκηνές από την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου και την Μέλλουσα Κρίση, τον τελωνισμό των ψυχών κ.ά.

Να δούμε όμως στην συνέχεια τον τρόπο με τον οποίο εικονίζεται ο Διάβολος στην Ορθόδοξη αγιογραφία.

Στη βυζαντινή τέχνη όπως ίσως γνωρίζουμε, επιδιώκεται πάντα μία «καλή αλλοίωση» των προσώπων που εξωραΐζει τις μορφές, τις παρουσιάζει χωρίς στίγματα και ρυτίδες, γιατί θέλει να τις αναδείξει μέσα στην Χάρη του Θεού, μεταμορφωμένες όπως βρίσκονται μέσα στο Θείο και υπερφυσικό Φως της Βασιλείας του Θεού. Συμβολικά και συμβατικά δηλαδή, επιδιώκεται η αναγωγή του νου μας στην Αγιαστική Χάρη και τη Θεία Δόξα, με την οποία «ενδύθηκαν». Σκόπιμα ο φωτισμός στις βυζαντινές εικόνες είναι κεντρομόλος (σαν να προέρχεται μέσα από τα πρόσωπα κι όχι από κάποια εξωτερική πηγή), γι αυτό και δεν δημιουργεί σκιές (σκοτεινές περιοχές), ούτε γύρω από το σώμα, ούτε πάνω στο σώμα. Η περιορισμένη φωτοσκίαση πάνω στα σώματα των αγίων είναι φυγόκεντρη (περιφερειακή) και σκοπό έχει κυρίως να τονίσει το περίγραμμα των μορφών. Συν τοις άλλοις έχει χρώμα βαθύ φαιοπράσινο ή σκούρο καστανωπό, γι’ αυτό τονίζει την μορφή προς τα εμπρός, δεν απωθεί προς ένα σκοτεινό βάθος.

Επίσης τα πρόσωπα των αγίων κυριαρχούν στις συνθέσεις. Ζωγραφίζονται πιο μεγάλα, εν σχέση με άλλα που δεν έφθασαν στην αγιότητα, ανάλογα με την πνευματική τους αξία, κι όχι από το πόσο κοντά βρίσκονται σε σχέση με τη θέση τους πάνω στον καμβά. Εννοείται ότι η μορφή του Κυρίου τιμητικά υπερέχει ανάμεσα στους αγίους, έπειτα της Θεοτόκου κλπ.

Επιπλέον, όλες οι εικόνες ζωγραφίζονται κατά μέτωπο (enface), ή σε ελάχιστη στροφή δεξιά ή αριστερά. Η κατά μέτωπο στάση, ή η ελαχίστη στροφή, βυθίζει το βλέμμα στα μάτια του θεατή και του μεταδίδει την εσωτερική κατάσταση του εικονιζόμενου, γιατί στόχος της βυζαντινής εικονογραφίας είναι η επικοινωνία με το θεατή. Μας βλέπουν και μας καλούν με το βλέμμα τους σε σχέση αγάπης και κοινωνίας.

Κι εδώ γεννούνται τα ερωτήματα: Πως θα απεικονισθούν οι δαίμονες μέσα σ΄ένα χώρο όπου Βασιλεύει η Χάρη του Θεού και δεν υπάρχει δυνατότης διαπόμπευσης και εξευτελισμού προσώπων; Οι δαίμονες πως θα απεικονιστούν, αφού απορρίφτηκαν από τη Βασιλεία του Θεού; Ποια τιμή μπορεί να έχει ο Διάβολος εν σχέση με τους αγίους, αφού σκεπάστηκε με τη μαυρίλα της εγκατάλειψης; Η Αγία Γραφή μας τονίζει: «ὁ Θεὸς ἀγγέλων ἁμαρτησάντων οὐκ ἐφείσατο, ἀλλὰ σειραῖς ζόφου ταρταρώσας παρέδωκεν εἰς κρίσιν τηρουμένους» (Β΄Πετ.2:4).

Πριν απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, πρέπει εν συντομία να δούμε το θέμα σε αντιδιαστολή και με την τεχνοτροπία της Δυτικής (Παπικής) Τέχνης. Εκεί ο διάβολος εμφανίζεται φοβερός, δυνατός, απαίσιος και αποκρουστικός. Η όψη του μεταδίδει ταραχή στο θεατή και αηδία! Οι καλλιτέχνες χειρίστηκαν την μορφή του, ως φόβητρο για τους αμαρτωλούς, σαν το δεξί χέρι του Θεού(!) ή «σαν μάστιγα του Θεού»(!), που τιμωρεί τους αμετανοήτους!

Ασφαλώς είναι απαράδεκτη αυτή η τοποθέτηση, γιατί ο Θεός έχει τη δύναμη και την εξουσία να μας παιδαγωγήσει μόνος Του, αν το θελήσει, χωρίς να χρειάζεται βοηθό! Ο διάβολος ενεργεί τόσο όσο του έχει επιτραπεί από τον Θεό. Μόνο να μας παρακινήσει στην αμαρτία μπορεί, αλλά όχι και να μας την επιβάλλει∙ εκτός και αν του έχουμε δώσει δικαιώματα εμείς, οπότε «μᾶς ἄγει και μας φέρει» όπως θέλει.

Για μας τους Ορθοδόξους όπως τονίσαμε και πιο πάνω η εξουσία του διαβόλου καταργήθηκε και συντρίφτηκε με το σταυρικό θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού. Ο Κύριός μας κατατρόπωσε τον διάβολο και θριάμβευσε πάνω στο βασίλειό του! Και όπως έδωσε στους εβδομήκοντα αποστόλους: «δύναμιν καὶ ἐξουσίαν ἐπὶ πάντα τὰ δαιμόνια» (Λουκ.9:1) και «ὑπέστρεψαν μετὰ χαρᾶς λέγοντες· Κύριε, καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου» (Λουκ.10:17), έτσι δίδει και σε όλους τους χριστιανούς που τον ακολουθούν και πορεύονται σύμφωνα με τον Νόμο Του, τη δυνατότητα και «τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ» (Λουκ.10:19).

Γι αυτό στη βυζαντινή τέχνη ο διάβολος δεν παρουσιάζεται δυνατός και φοβερός αλλά μικρόσωμος και συρρικνωμένος (σαν μικρό πτηνό), γιατί ο Χριστός τον νίκησε και τον έκανε μηδαμινό και ασήμαντο. Η μικροσκοπική του θέα δεν προξενεί το φόβο, αλλά το μειδίαμα των χριστιανών. «Ώσπερ στρουθίον παιζόμενον» [1] έχει καταντήσει όπως ψάλλει η Εκκλησία μας. (δηλ. σαν σπουργίτι, που τα παιδιά το έχουν δεμένο με σπάγκο και παίζουν μαζί του!)

Επίσης οι δαίμονες όπως και οι αμαρτωλοί εμφανίζονται προφίλ (profil), σε κατατομή (στάση καταφρόνησης), που δηλώνει την απουσία θέασης του προσώπου τους, γιατί δεν θέλουμε καμία κοινωνία μαζί τους. [2]

Ακόμα οι δαίμονες στην βυζαντινή τέχνη ζωγραφίζονται μαυριδεροί γιατί ταυτίζονται με το σκοτάδι, κι ενώ στους αγίους λάμπουν τα πρόσωπά τους μέσα στο φως, γιατί μετέχουν του Θείου φωτός, έχουμε και τις υπάρξεις των δαιμόνων που δεν μετέχουν του φωτός (μοιάζουν σαν μαύρες φιγούρες), και γι αυτό συρρικνώνονται, δηλ. τείνουν προς το μηδέν. Ο π. Σταμάτης Σκλήρης σημειώνει χαρακτηριστικά: «Αν το σατανικό εκφραζόταν στην εικόνα με δυσμορφία και η αγιότητα με ομορφιά, παριστάνονταν δε και τα δυο με τις ίδιες αναλογίες μεγεθών, τότε θα λέγαμε πως η εικόνα κάνει μια αισθητική διάκριση. Παρουσιάζει το καλό όμορφο και το κακό άσχημο. Αυτό συμβαίνει στη δυτική παράδοση… όπου παρουσιάζονται οι δαίμονες με κέρατα, μυτερά αυτιά, δόντια κτλ. Αντίθετα, στην βυζαντινή ζωγραφική παρατηρούμε, ότι οι δαίμονες διαφέρουν από το Χριστό και τους αγίους (α) ως προς το φωτισμό, (β) ως προς το μέγεθος, και (γ) ως προς τη μορφή που τείνει όχι προς την ασχήμια (της δυτικής τέχνης), αλλά προς την αμορφία [3]

Ο δε Ι. Βράνος καταλήγει: «Η Ορθοδοξία… κράτησε, όπως πάντα, τη μέση οδό. Ούτε τελείως παρέλειψε την απεικόνιση του διαβόλου, οπότε θα έπεφτε στο άλλο άκρο της έλλειψης, ούτε τον ζωγράφισε τρομερόν ή αισχρόν ή αηδιαστικόν, γιατί αυτό είναι το άλλο άκρο της υπερβολής. Κράτησε τη χρυσή γραμμή της σμίκρυνσης του διαβόλου και της ασημότητάς του. Έτσι και η παρουσία του διαβόλου είναι αισθητή και ο φόβος και ο τρόμος έχει αφαιρεθεί… Το φοβερό και αποκρουστικό ανήκουν στην ψεύτικη μορφή του διαβόλου που την υποδύεται ο ίδιος, για να εντυπωσιάσει, όπως αποδεικνύεται απ’ τις βιογραφίες των Αγίων, που προσπαθούσε να τους φοβίσει με διάφορες μορφές τρομερές, χωρίς στ΄αλήθεια να έχει αυτή τη δύναμη.» [4] Άρα κάμουν λάθος όσοι ζωγραφίζουν του δαίμονες μεγάλους σε μέγεθος, κάποιες φορές ίσους με ιερά πρόσωπα ή αποκρουστικούς και απειλητικούς! Συμβαίνει δε όταν πάνε να προσκυνήσουν οι πιστοί, αντί να φιλούν τη μορφή του αγίου να ασπάζονται τον διάβολο!!

Οι δύο τρόποι απεικόνισης του διαβόλου, ως απαίσιος και φοβερός και ως ανίσχυρος και ασήμαντος

Κι ερχόμαστε τώρα στην απεικόνιση των Δρακόντων. Η λέξη δράκων προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη δέρκομαι που σημαίνει βλέπω καθαρά. Ίσως αυτό οφείλεται στο μυστηριώδες βλέμμα τους, που είχε τη δύναμη όπως πίστευαν να ακινητοποιεί το θύμα του!

Οι δράκοι κατά την παράδοση διαφόρων λαών, θεωρούνται ερπετόμορφα πλάσματα, μερικές φορές φτερωτά με 4 πόδια και με ουρά φιδιού. Διέθεταν «φολίδες» (κεράτινες πλάκες πάνω στο δέρμα με οστεώδη βάση, σαν πανοπλία), νύχια, κέρατα και μπορούσαν να εκτοξεύουν φωτιά. Η πρώτη αναφορά σε δρακόμορφο πλάσμα, που έγινε αιώνες πριν, είναι από τους Βαβυλωνίους. Στις ιστορίες πάντα παρουσιάζονται ως πανέξυπνα όντα, άπληστα, σαρκοφάγα τα οποία συνήθιζαν να ζουν σε σκοτεινά απομονωμένα μέρη ή σε σπηλιές. Υπήρχαν βέβαια και θαλάσσιοι δράκοι οι οποίοι διατάρασσαν τις ζωές των ανθρώπων που ζούσαν δίπλα στη θάλασσα.

Πολλοί ερευνητές φυσιοδίφες ισχυρίζονται ότι υπήρξαν δράκοντες πριν από πολλά χρόνια, αλλά εξαφανίστηκαν κάποια εποχή στο μακρινό παρελθόν, όπως και οι Δεινόσαυροι απ΄τους οποίους έλκουν και την καταγωγή τους.

Στην Χριστιανική θρησκευτική παράδοση ο δράκος υπήρξε πάντα, σύμβολο του κακού, της δυνάμεως και του φόβου. Γι αυτό και στη μορφή του, προσωποποιούν συχνά οι αγιογράφοι την φυσιογνωμία του «κοσμοκράτορα τοῦ   σκότους» (πρβλ. Εφεσ.6:12) δηλ. του Διαβόλου ή Σατανά. Με αυτή την έννοια συναντάμε τον δράκοντα στην αποκάλυψη του Ευαγγελιστή Ιωάννη, κυρίως στο Κεφάλαιο ΙΒ΄, και πιο κάτω που γράφει: «καὶ ἐκράτησε τὸν δράκοντα, τὸν ὄφιν τὸν ἀρχαῖον, ὅς ἐστι Διάβολος καὶ ὁ Σατανᾶς ὁ πλανῶν τὴν οἰκουμένην, καὶ ἔδησεν αὐτὸν χίλια ἔτη». (Αποκ.20:2) [5]

Στους Ψαλμούς του Δαυίδ, συναντάμε πάλι την αναφορά σε δράκοντες με την έννοια ερπετοειδούς θηρίου που κυριαρχεί στα ποτάμια και τις λίμνες.[6] Πρόκειται πιθανότατα για το γνωστό μας ερπετό, τον κροκόδειλο ή τον αλιγάτορα. Εκτεταμένη αναφορά σ΄αυτό το θηρίο γίνεται στο βιβλίο του Ιώβ. [7]

Σε μερικές εικόνες της Βαπτίσεως εικονίζεται ο Κύριος πατώντας επάνω σε μία πλάκα, κάτω από την οποία είναι καταπλακωμένα φίδια όπου εκβάλλουν τις κεφαλές τους, και τούτο εικονίζεται κατά την προφητική ρήση η οποία λέγει: «Σὺ ἐκραταίωσας ἐν τῇ δυνάμει σου τὴν θάλασσαν, σὺ συνέτριψας τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ἐπὶ τοῦ ὕδατος. σὺ συνέθλασας τὴν κεφαλὴν τοῦ δράκοντος, ἔδωκας αὐτὸν βρῶμα λαοῖς τοῖς Αἰθίοψι.» [8].

Στην υμνολογία της εορτής των Θεοφανείων συναντάμε πάλι πολύ έντονα την αναφορά σε δράκοντες των υδάτων, των οποίων η βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό τους συντρίβει «τάς κεφαλάς», δηλ. τους νικά και τους αχρηστεύει! Σαφώς εδώ έχουμε μια μεταφορική αναφορά στους δαίμονες που εμφωλεύουν στα ύδατα. [9]

Τους δράκοντες τους συναντάμε επίσης και στην εικονογραφία κάποιων αγίων στρατιωτικών, όπου έφιπποι σκοτώνουν με το δόρυ τους κάποιον δράκοντα, όπως λ.χ. τον Άγιο Γεώργιο.

Η κ. Μαρία Βασιλάκη (αναπληρώτρια καθηγήτρια Βυζαντινής Τέχνης), διαβάζοντας τις εποχές μέσα από τις εικόνες, θα σημειώσει το αξιοπερίεργο: «Οι κατ’ εξοχήν δρακοντοκτόνοι άγιοι στην Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν οι δύο Θεόδωροι, ο Τήρων και ο Στρατηλάτης. H παλαιότερη παράσταση με τον Άγιο Γεώργιο του 6ου αιώνα τον δείχνει ως αξιωματούχο, δηλαδή με την επίσημη και όχι με τη στρατιωτική του στολή. Δεν γνωρίζω για παράσταση του 9ου αιώνα. Πάντως, μόλις τον 11ο αι. εμφανίζεται ως δρακοντοκτόνος». Άρα δεν υπήρχε τέτοια παράδοση από ανέκαθεν. [10]

Σπανιότερα δράκοντες εμφανίζονται να σκοτώνουν κι άλλοι άγιοι, όπως ο άγιος Φανούριος, ο άγιος Νικήτας, ο άγιος Μερκούριος, ο άγιος Αντώνιος κ.ά. Με την έννοια ότι νίκησαν και κατατρόπωσαν τον πολυμήχανο διάβολο με τις ποικίλες παγίδες του. Τώρα αν έτυχε στην πορεία τους με την βοήθεια του Θεού, να σκότωσαν και κάποιο θηρίο που απειλούσε τους ανθρώπους, αυτό μας είναι αδιάφορο, θα μπορούσε να το κατορθώσει και κάποιος άλλος επιδέξιος κυνηγός, που ίσως ήταν και ειδωλολάτρης…

Η ταπεινή μας γνώμη έπειτα από όσα είπαμε, είναι να είμαστε επιφυλακτικοί στην εικονογράφηση τερατόμορφων πλασμάτων και δρακόντων όπως και με τις μορφές των δαιμόνων, γιατί δημιουργούμε φόβο και τρόμο στους πιστούς, αλλά και διότι συχνά ασπάζονται αντί του Αγίου, τους δράκοντες και τα άλογα των Αγίων, που συνήθως ζωγραφίζονται στο κάτω τμήμα των εικόνων, όπου προσκυνούν οι πιστοί. Μήπως θα ΄ταν προτιμότερο, όπου είναι αναγκαίο να απεικονισθούν, να ζωγραφίζονται μικρότεροι σε μέγεθος και σε μια γωνία, δεξιά ή αριστερά στο κάτω μέρος της εικόνας; Η αγιογραφική μας παράδοση πάντως, ειδικά για τους Αγίους μάρτυρες είναι, να παρουσιάζουμε τις μορφές τους κατά μέτωπο, με κόκκινη χλαμύδα πάνω στους ώμους που συμβολίζει το μαρτυρικό τους τέλος και με σταυρό στο χέρι, διότι όντως «σήκωσαν» αγόγγυστα το σταυρό τους βαδίζοντας στα ίχνη του Εσταυρωμένου. (πρβλ. Α΄Πετ.2:21).

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] π. Γεωργίου Α. Σταματά: «Παναγία η Εικονίστρια, η πολιούχος της Σκιάθου», Σκιάθος, Γ΄2005, σελ. 83

[2] Σε κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις εικονίζονται και άγιοι σε προφίλ (profil), όπως π.χ. ο απόστ. Θωμάς που ψηλαφίζει τα χέρια του Χριστού. Οι απόστολοι στη Θεία Μετάληψη κλπ. Σ’ αυτή την περίπτωση δείχνουμε ότι οι άγιοι είναι απασχολημένοι με κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον και πολύ πιο σημαντικό από τον εαυτό τους, που τους απορροφά πλήρως την προσοχή.

[3] π. Σταμάτη Σκλήρη, «Εν Εσόπτρω – Εικονολογικά Μελετήματα». Εκδόσεις: ΜΙΧΑΗΛ Π. ΓΡΗΓΟΡΗΣ, Αθήνα 1992, σελ. 16,17.

[4] Βράνου, Ιωάννη«Θεωρία Αγιογραφίας». Εκδόσεις: Π. ΠΟΥΡΝΑΡΑ, Θεσσαλονίκη 1977 σελ. 193,195.

[5] Πρβλ. και το: «Ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐπάξει ὁ Θεὸς τὴν μάχαιραν τὴν ἁγίαν καὶ τὴν μεγάλην καὶ τὴν ἰσχυρὰν ἐπὶ τὸν δράκοντα ὄφιν φεύγοντα, ἐπὶ τὸν δράκοντα ὄφιν σκολιὸν καὶ ἀνελεῖ τὸν δράκοντα». (Ησ.27:1).

[6] Βλ. και Ψαλ. 90:13, 103:26, 148:7.

[7] Βλ. Ιώβ 40:16-41:26.

[8] Βλ. Ψαλμ.73:13-14.

[9] «Ὑπέκλινας κάραν τῷ Προδρόμῳ, συνέθλασας κάρας τῶν δρακόντων…» Δοξαστικό Στιχηρών Εσπερινού Θεοφανείων. «Σὺ καὶ τὰ Ἰορδάνια ῥεῖθρα ἡγίασας, οὐρανόθεν καταπέμψας τὸ Πανάγιον σοῦ Πνεῦμα, καὶ τάς κεφαλὰς τῶν ἐκεῖσε ἐμφωλευόντων συνέτριψας δρακόντων.» Ευχή καθαγιασμού του ύδατος των Θεφανείων. «Καθαίρεται ἐν τῷ Ἰορδάνῃ, ὁ μόνος καθαρὸς καὶ ἀκήρατος, ἁγιάζων ἐμὲ καὶ τὰ ὕδατα καὶ τάς κεφαλὰς τῶν δρακόντων, συντρίβων ἐπὶ τοῦ ὕδατος.» Ιδιόμελο Θεοφανείων, προ της Λιτής. «Ἀδὰμ τὸν φθαρέντα ἀναπλάττει, ῥείθροις Ἰορδάνου καὶ δρακόντων, κεφαλὰς ἐμφωλευόντων διαθλάττει, ὁ Βασιλεὺς τῶν αἰώνων…» Ὠδὴ α᾽ Κανών Θεοφανείων, β΄τροπ. «Αὖθις προῆλθε, τῆς παλιγγενεσίας, Σωτηρίαν δράκοντος ἐκ βροτοκτόνου…» Ὠδὴ στ᾽, Ιαμβικός ειρμός. «Ἔφλεξε ῥείθρῳ τῶν δρακόντων τάς κάρας» Ὠδὴ ζ’, Ιαμβικός ειρμός

[10]«Άγιος Γεώργιος» και δράκοντες της Ιστορίας. Εδώ: https://mountathostoday.wordpress. com/ 2015/04/23/άγιος-γεώργιος-και-δράκοντες-της-ισ/

π. Δημητρίου Χ. Σαββόπουλου

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Πολλά και σπουδαία έχουν γραφτεί για την εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού. Στην παρούσα προσέγγιση της εικόνας δεν θα αναλύσουμε όλα τα επί μέρους στοιχεία της θεολογικά, αλλά θα σταθούμε μόνο σε κάποιες λεπτομέρειες που είναι αντίθετες με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας και μας παραπέμπουν σε λανθασμένα συμπεράσματα.

Πρόκειται για τη σκηνή των μαιών και του λουτρού του γεννηθέντος Χριστού, που συνήθως την απεικονίζουν οι αγιογράφοι στο κάτω δεξιό μέρος των εικόνων. Δευτερευόντως είναι το θέμα της στάσεως της Θεοτόκου στην εικόνα της Γεννήσεως του Κυρίου μας.

Ως γνωστόν το αειπάρθενον της Θεοτόκου και η άνευ λοχείας γέννησης του Κυρίου μας, είναι δόγμα ουσιώδες της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι ιεροί κανόνες ορίζουν: «Ἀλόχευτον τὸν ἐκ τῆς Παρθένου θεῖον τόκον ὁμολογοῦντες, ὡς καὶ ἀσπόρως συστάντα, καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ κηρύσσοντες, τοὺς ἐξ ἀγνοίας πράττοντάς τι τῶν οὐ δεόντων, διορθώσει καθυποβάλλομεν.» [1]

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης ερμηνεύοντας τον ανωτέρω κανόνα σημειώνει: «Ώσπερ γαρ άσπορον, και εκ Πνεύματος Αγίου, ομολογούμεν της Θεοτόκου την Σύλληψιν, ούτω παρομοίως και την αυτής Γέννησιν ανωτέραν συνομολογούμεν πάσης λοχείας, ήτις εστίν η μετά πόνων του βρέφους γέννησις, και η ακόλουθος των αιμάτων ρύσις κατά τον Ζωναράν…». [2]

Αυτό με πιο απλά λόγια σημαίνει, ότι στην Παναγία μητέρα του Κυρίου μας, δεν ακολούθησε ρεύση ακαθάρτων αιμάτων, όπως συνήθως κατά φυσική συνέπεια συμβαίνει σε όλες τις γυναίκες μετά την γέννα (επί 40 ημέρες ίσως και λιγότερο). Άρα ο Θεάνθρωπος Χριστός γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία χωρίς ρύπους και κατά συνέπεια δεν είχε άμεση ανάγκη από λουτρό για να καθαριστεί το σώμα Του.

Σε υποσημείωσή του στην ερμηνεία του οθ΄ Κανόνα, ο ίδιος Άγιοςσχολιάζει: «Όθεν δεν πρέπει να ιστορούσιν οι ζωγράφοι την Θεοτόκον εν τη εορτή της Χριστού Γεννήσεως, κειμένην επί κλίνης και ωσάν αποκαμωμένην από τους πόνους… κατά γαρ τον Νύσσης Γρηγόριον, συμφωνούντα τη Συνόδω ταύτη, η του Χριστού γέννησις μόνου, χωρίς λοχείας εγένετο, και ούκ έστιν επί της αφθόρου και απειρογάμου κυρίως το όνομα της λοχείας ειπείν∙ το δε να ιστορούνται γυναίκες τινές πλύνουσαι τον Χριστόν εν λεκάνη, ως οράται εν πολλαίς εικόσι της Χριστού γεννήσεως τούτο είναι παντάπασιν ατοπώτατον και σαρκικών ανθρώπων εφεύρημα…». [3]

Αλλά και στη «Συμφωνία» άλλου Κανόνα, του ξ΄των Αγίων Αποστόλων, ο ίδιος Άγιος παρατηρεί: «Δεν κάμουσι λοιπόν καλά εκείνοι όπου επ΄εκκλησίας αναγινώσκουσι την ιστορίαν όπου επιγράφεται εις το όνομα του Ιακώβου του αδελφοθέου, κατά την εορτήν του γενεθλίου της Θεοτόκου: ένα μεν, διότι περιέχει πολλά αλλόκοτα πράγματα, τα οποία ουδείς άλλος Πατήρ της Εκκλησίας μας αναφέρει, καθώς μάλιστα είναι εκείνο όπου λέγει, πως ο μνήστωρ Ιωσήφ έφερε μαίαν δια να υπηρετήση εις τον φρικτόν και άσπορον εκείνον και υπέρ διάνοιαν εκ της Παρθένου τοκετόν του Κυρίου μας. Και άλλο δε, διότι ο ρηθείς άγιος Μελέτιος συγκαταριθμεί και ταύτην την ιστορίαν με τας νόθους και ψευδεπιγράφους βίβλους των αιρετικών…». [4]

Το λουτρό λοιπόν με τις μαίες δεν μαρτυρείται από το Ευαγγέλιο αλλά από ψευδεπίγραφα βιβλία αιρετικών και μυθοπλαστών χριστιανών. Για να ακριβολογούμε όμως αυτή η σκηνή του λουτρού για την οποία παραπέμπουν στο απόκρυφο: «Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου» ούτε εκεί υπάρχει(!). Στο συγκεκριμένο σύγγραμμα αναφέρεται ότι, όταν ήλθε η ώρα να γεννήσει η Παναγία, ο μνήστωρ Ιωσήφ βρίσκει μια μαμή, αλλά όταν φτάνουν στη σπηλιά, βλέπουν την Παναγία να θηλάζει το μικρό Ιησού και αντικρίζουν φωτεινή νεφέλη όπου δεν αντέχουν στην θέα της. Στη συνέχεια, η μαμή διηγείται τα γεγονότα σε κάποια Σαλώμη (όχι την κόρη της Ηρωδιάδας),  αλλά αυτή δείχνει δυσπιστία στο γεγονός πως παρέμεινε παρθένος κάποια που γέννησε… Κατόπιν προτροπής της μαμής η Παναγία αποκαλύπτεται και τότε η Σαλώμη βάζει το δάχτυλό της στη «φύση» της Παναγίας, όπου διαπιστώνει πως όντως είναι παρθένος! Τότε συμβαίνει παράλυση του χεριού της Σαλώμης και προσευχή στο Θεό για την ίασή της, και εμφανίζεται Άγγελος Κυρίου που την παροτρύνει να σηκώσει τον μικρό Ιησού στα χέρια της. Γεμάτη χαρά, κάνει ότι της λέει ο άγγελος με αποτέλεσμα την ίασή της.[5] 

Όπως φαίνεται ούτε οι μαίες βοήθησαν την Παναγία στη γέννα, (γιατί την βρήκαν να θηλάζει τον νεογέννητο Ιησού όταν πήγαν), ούτε έπλυναν το θείο βρέφος μετά την γέννηση!

Το επεισόδιο αυτό δεν έγινε πιστευτό από τους Πατέρες της Εκκλησίας, γι αυτό και δεν υπαινίσσονται πουθενά  κάτι ανάλογο. Αντιθέτως συνομολογούν τα ίδια που ισχυρίζεται και ο Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης. Ενδεικτικά και μόνο στη συνέχεια καταχωρούμε τη διδασκαλία κάποιων κορυφαίων Αγίων μας για το συγκεκριμένο θέμα, ώστε να δειχθεί του λόγου το αληθές.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε ομιλία του στην Γέννηση του Κυρίου λέει: «Αύτη δε προ τόκου μένει παρθένος και μετά γέννησιν∙ θεός γαρ ην το τικτόμενον. Αύτη άπονος μήτηρ και θεραπαινίς του τόκου και αδίδακτος μαία γίνεται,τον εξ αυτής υπέρ αυτής υπερφυώς άνευ ωδίνων τεκούσα σπαργανούσά τε και εν φάτνη ανακλίνουσα». [6] 

Και αλλού γράφει: «Τίκτεται γὰρ ἀπάτωρ ἐκ γυναικὸς ὁ ἐκ Πατρὸς ἀμήτωρ· (Πρβλ.Εβρ.7:3) καὶ ὅτι μὲν ἐκ γυναικὸς νόμῳ κυήσεως, ὅτι δὲ ἄνευ πατρός, ὑπὲρ φύσιν γεννήσεως· καὶ ὅτι μὲν τῷ εἰθισμένῳ χρόνῳ (τὸν γὰρ ἐννεαμηνιαῖον τελέσας καὶ τῷ δεκάτῳ ἐπιβὰς γεννᾶται), νόμῳ κυήσεως, ὅτι δὲ ἀνωδίνως, ὑπὲρ θεσμὸν γεννήσεως· ἧς γὰρ ἡδονὴ οὐ προηγήσατο, οὐδὲ ὠδὶν ἐπηκολούθησε, κατὰ τὸν προφήτην τὸν λέγοντα· ’’Πρὶν ὠδίνησεν, ἔτεκε’’, καὶ πάλιν·’’Πρὶν ἐλθεῖν τὸν καιρὸν τῶν ὠδίνων, ἐξέφυγε καὶ ἔτεκεν ἄρσεν’’ (Ησ.66:7).» [7] Το ακόμη πιο θαυμαστό είναι όπως λέγει ο Άγιος σε άλλο σημείο, ότι το σώμα του Ιησού σχηματίστηκε «οὐ σπερματικῶς ἀλλὰ δημιουργικῶς διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,οὐ ταῖς κατὰ μικρὸν προσθήκαις ἀπαρτιζομένου τοῦ σχήματος, ἀλλ᾿ ὑφ᾿ ἓν τελειωθέντος, αὐτὸς ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος χρηματίσας τῇ σαρκὶ ὑπόστασις·» Δηλαδή: Δεν σχηματίστηκε το σώμα (του Ιησού) λίγο λίγο με τμηματικές προσθήκες, αλλά ολοκληρωμένο με τη μία, επειδή ο ίδιος ο Θεός Λόγος αποτελεί την υπόσταση και της σάρκας![8]

Ο Μέγας Αθανάσιος ξεκάθαρα διατυπώνει την αντίθεσή του για τις μαίες. Γράφει:                 «’’Εγένετο εν τω είναι αυτούς εκεί, επλήσθησαν αι ημέραι του τεκείν αυτήν τον Υιόν αυτής τον πρωτότοκον∙ και εσπαργάνωσεν αυτόν, και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη.’’ Βλέπε την μυστικήν αποκύησιν της Παρθένου∙ αύτη έτεκεν, αύτη εσπαργάνωσεν. Επί των κοσμικών γυναικών άλλη τίκτει και άλλη σπαργανοί∙ επι δε της Παρθένου ουχ ούτως∙ αύτη έτεκε και αύτη εσπαργάνωσε∙ και αύτη άκοπος μήτηρ και αδίδακτος μαία, ου συνεχώρησεν ανάγνοις χερσίν άψασθαί τινα του αχράντου τόκου∙ αύτη δι΄εαυτής, προ αυτής, και υπέρ αυτής εθεράπευσεν∙ ’’Και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη, διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι’’». [9]

Άλλες μαρτυρίες. Αγίου Συμεών του Μεταφραστού, λέγει: «Η φάτνη δέχεται τον πτωχείαν ελόμενον εξ αρχής… Ο απερίγραπτος εν σπηλαίω, ο του κόσμου δημιουργός, αυτουργός και του τόκου, και οδηγός τούτό που γίνεται, αυτός μεν μαιεύων, αυτός δε μαιευόμενος και τη μητρί τον θάλαμον χαριζόμενος.» [10]. Ο ίδιος δηλ. ο Κύριος αυτοτίκτεται και γεννάται χωρίς παρουσία μαιών!

Για την Γέννηση του Κυρίου ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας λέγει: «…πρόεισιν εκ Παρθένου, ου λύσας τη συλλήψει… και άρρητον θαύμα θαυματουργήσας» [11]. Και αλλού σημειώνει: «…πάντως τα ημέτερα πλην της αμαρτίας… και καθαρσίοις θυσίαις καθαίρεται…» [12]. Ως καθαρτικές θυσίες εδώ εννοούνται ο Σαραντισμός και η προσφορά ζεύγους περιστεριών ή τρυγόνων. Η Παναγία τηρώντας τον Μωσαϊκό Νόμο, και ταπεινώνοντας τον εαυτό της πήγε στο Ναό να σαραντίσει! Άλλωστε ποιος θα την πίστευε, αν έλεγε ότι γέννησε και δεν είχε λοχεία; Πουθενά όμως δεν αναφέρονται μαίες και λουτρό.

Το να τονίζεται ότι ο Χριστός εγεννήθη καθ΄ημάς, δεν μας λέει όλη την αλήθεια. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρατηρεί: «Εἰ γὰρ ἐκ κοινῶν γάμων προῆλθεν, ὥσπερ ἐγώ, ψεῦδος τοῖς πολλοῖς ἐνομίζετο· νῦν δὲ διὰ τοῦτο ἐκ παρθένου τίκτεται, τικτόμενος δὲ καὶ τὴν μήτραν ἀναλλοίωτον τηρεῖ, καὶ τὴν παρθενίαν ἀζήμιον διαφυλάττει, ἵνα ὁ ξένος τῆς κυήσεως τρόπος πίστεώς μοι μεγάλης πρόξενος γένηται». [13] και αλλού λέγει: «Η Θεοτόκος μόνη έθηκε το τεχθέν παιδίον εις την φάτνην και είτα έλαβεν τούτο επί των γονάτων. Τούτο σημαίνει το ανώδινον του τοκετού». [14]

Ο Άγιος Μεθόδιος Ολύμπου: «Αμόλυντος ο τόκος και καθαρσίων ανεύθυνος… Εκπέφευγεν η Παναγία Παρθενομήρωρ τα γυναικεία». [15]

Θέτοντας μπροστά μας τον καθρέπτη των Πατερικών μαρτυριών, βλέπουμε ότι η συγκεκριμένη παράσταση δεν είναι αληθής, αλλά ψευδής και δεν συμφωνεί με την διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Κανένας εκ των Αγίων και θεοφόρων Πατέρων μας δεν αναφέρεται σε μαίες και λουτρό του Κυρίου κατά την υπερφυή γέννησή Του, αλλά ομολογούν ότι: η Γέννηση του Χριστού ήταν υπεράνω των φυσικών όρων και νόμων της φύσεως.

Ο αγιογράφος ιερομόναχος Διονύσιος, εκ Φουρνά των Αγράφων (1670-1745 μ.Χ.), άριστος μαθητής, του επίσης μεγάλου αγιογράφου Μανουήλ Πανσελήνου, ενώ θαυμάζει την τέχνη του διδασκάλου του, δεν τον αντέγραψε στο θέμα της εξεικόνισης των μαιών και του λουτρού στην εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού, γιατί είχε πεισθεί ότι προσβάλλει τον αλόχευτο τόκο της Θεομήτορος! [16]

Ο καθηγητής κ. Κ. Καλοκύρης σε σχετική μελέτη του, που ερευνά σε βάθος την ιστορική περιπέτεια της εικόνας της Γεννήσεως του Χριστού, μας πληροφορεί τα εξής: «Εἰκονογραφικὰ ἡ σκηνὴ κατάγεται ἀπὸ ἀρχαία παράσταση λουτροῦ τοῦ Διονύσου. ῾Η χριστιανικὴ τέχνη ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες (4 ο μ.Χ.) προσέλαβε τὸ θέμα. Σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς κατοπινὲς βυζαντινὲς καὶ μεταβυζαντινὲς εἰκόνες τῆς Γεννήσεως βρίσκεται ἡ σκηνὴ τοῦ Λουτροῦ. ᾿Εξαίρεση σημειώνεται τὸν 18ον αἰ. στὸ ῞Αγιον ῎Ορος, ὅπου ἡ σκηνὴ θεωρήθηκε μειωτικὴ τῆς θεότητος καὶ κατὰ συνέπεια ἀπόβλητη». Παρατηρώντας λοιπόν το άτοπο της σκηνής αυτής όπως το επισημαίνει και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης «μερικοὶ Μοναχοὶ ἐκάλυψαν τὴν παράσταση τοῦ λουτροῦ μὲ βουνὰ κ.λ.π. σὲ τοιχογραφίες (Καθολικὸν καὶ παρεκκλήσιον ῾Αγ. Νικολάου Μ. Λαύρας, Καθολικὸν Μ. Σταυρονικήτα καὶ Καθολικὸν Μ. Διονυσίου) καὶ φορητὲς εἰκόνες (εἰκόνα Γεννήσεως στὴ Λαύρα.) [17]

Παρά ταύτα κάποιοι φέρουν ως επιχείρημα, για να δικαιολογήσουν τη σκηνή του λουτρού, ότι ζωγραφιζόταν η σκηνή αυτή, για να τονισθεί η ανθρώπινη φύση του Χριστού και να αντικρουσθεί η αίρεση των Δοκιτών [18]  που πίστευαν ότι ο Χριστός έφερε φαινομενική και όχι πραγματική σάρκα! Αλλά ερωτούμε: Στην εποχή μας, που δεν υφίσταται πλέον η αίρεση αυτή, σε τι ωφελεί η παράσταση των μαιών και του λουτρού;

Οι άγιοι Πατέρες την εποχή της αιρέσεως αυτής δεν χρησιμοποίησαν πίνακες με μαίες και λουτρό στη Γέννηση του Κυρίου, για να την καταπολεμήσουν, αλλά επιχειρήματα από τα Ιερά Ευαγγέλια που είναι άφθονα! [19]  

Κάποιοι άλλοι, όπως ο μοναχός Ιωάννης Βράνος (αγιογράφος), ισχυρίζονται ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου [20],  η γυναίκα που γεννούσε, επτά ημέρες εθεωρείτο ακάθαρτη, γι αυτό και έπρεπε όποιος την αγγίξει σύμφωνα με τις διατάξεις του Λευιτικού να λουσθεί με νερό∙[21]  και συμπεραίνει: «Ασφαλώς ο Νόμος δεν πρόβλεπε εξαίρεση για παιδί που θα γεννιόταν καθαρό, όπως στην περίπτωση του θείου Βρέφους. Επομένως οι γονείς του παιδιού ή οι μαίες ήταν υποχρεωμένες από το Νόμο να πλύνουν το παιδί, ακόμη και αν άστραφτε από καθαριότητα, και να συμμορφωθούν με τις διατάξεις του Νόμου για τις ημέρες της ακαθαρσίας τους» [22] Λίγο πιο κάτω γράφει πάλι: «Αλλά γιατί μας ταράσσει το γεγονός του λουτρού του σώματος του Χριστού από υλικές ακαθαρσίες; Μήπως στ΄αλήθεια το θείο Βρέφος δεν κολυμπούσε κυριολεκτικά μέσα σ΄αυτή τη γλοιώδη ουσία στην κοιλιά της Θεοτόκου επί εννέα μήνες; Αυτό δεν μπορούμε να το αρνηθούμε, γιατί πάραυτα παίρνουμε αιρετική θέση, υποστηρίζοντας ότι ο Κύριος δεν έγινε τέλειος άνθρωπος»(!)[23]. Το συμπέρασμα κατά τον Ι. Βράνο είναι ότι οπωσδήποτε «ιστορικώς έλαβε χώραν το λουτρόν του θείου Βρέφους παρ΄όλη την καθαρότητά Του.»[24] Διαφορετικά η Θεοτόκος θα παραβίαζε τον Μωσαϊκό Νόμο!

Στις θέσεις αυτές του αγαπητού μας αγιογράφου έχουμε να επισημάνουμε τα εξής: Εφ΄όσον η Αγία Γραφή και η παράδοση των Αγίων Πατέρων δεν μας πληροφορούν ούτε για λουτρό του θείου Βρέφους, ούτε για παρουσία μαιών, γιατί να επιμένουν κάποιοι στην απεικόνισή τους;  Το αν το Θείο Βρέφος λούσθηκε μετά τη γέννησή Του ή λίγο αργότερα για λόγους τυπικούς και όχι ουσιαστικούς και από ποιους, μας είναι αδιάφορο. Δεν προσδίδει καμιά αξία στον Χριστό. Όμως επισκιάζει στο συγκεκριμένο γεγονός την καθαρότητα της Θεοτόκου και του Κυρίου μας. Υποτάσσει το νου μας συνειρμικά στις δικές μας ανθρωποπαθείς εμπειρίες σχετικά με τη γέννα. Το γεγονός όμως της ενανθρωπίσεως και γεννήσεως του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, υπερβαίνει την ανθρώπινη διάνοια και λογική! Δεν μπορούμε να το υποτάξουμε σε δικούς μας φυσικούς νόμους. «Υπερέβη τα εσκαμμένα», ξεπέρασε τα προκαθορισμένα όρια ο αδελφός μας, μιλώντας για το «σεσιγημένο μυστήριο» με τόσο «χονδροειδή» τρόπο! Οι Πατέρες σιώπησαν(!) κι εμείς με παρρησία, προσπαθούμε με βάση τη μολυσμένη διάνοιά μας να εξηγήσουμε τα «άρρητα» και θαυμαστά συμβάντα της οικονομίας του Θεού!! Ας μην ξεχνάμε ότι: «Όπου γάρ βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις». [25]

Κλείνοντας το θέμα καταθέτουμε και την τοποθέτηση του καταξιωμένου, και αγαπητού  Αγιογράφου κ. Φίλιππου Μαρκόπουλου που σημειώνει σε σχετικό άρθρο του το εξής: «Η σκηνή του λουτρού αποτέλεσε απάντηση σε ισχυρισμούς, ότι η Γέννηση Του Κυρίου ήταν ένα υπερφυσικό, πέρα από την ανθρώπινη φύση γεγονός, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό την τέλεια ανθρώπινη Φύση του Κυρίου. Η γνώμη μου είναι, ότι η προσθήκη αυτή είναι άστοχη και αποτελεί παρέμβαση της ανθρώπινης λογικής στο Μυστήριο. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και σε σύγχρονες Εικόνες, που παρουσιάζουν την Θεοτόκο εγκυμονούσα. Καλές οι προθέσεις αλλά ανεπαρκή τα αποτελέσματα. Και αυτό γιατί καταγράφοντας την ανθρώπινη διάσταση του γεγονότος, αυτόματα υποβαθμίζεται η Θεία. Το Μυστήριο αυτό δεν περιγράφεται ούτε μπορεί η ανθρώπινη λογική να το κατανοήσει, όχι γιατί είναι ανεπαρκής, αλλά γιατί είναι αιχμάλωτη και υποταγμένη στην φθορά. Η θέση λ.χ. της Παναγίας, στην Παράσταση της Γέννησης, δεν καταδεικνύει την φυσική διάσταση των πραγμάτων (όπως συμβαίνει στις Δυτικές απεικονίσεις)…. Καλό είναι να μην αγγίζουμε ότι μας ξεπερνά. Όχι, λοιπόν, στην σκηνή του λουτρού». [26]

Τελείως αυθαίρετη είναι και η άποψη, ότι το λουτρό του νεογέννητου Χριστού προεικονίζει την Βάπτιση Του. Ποιος  Άγιος υποστηρίζει κάτι τέτοιο;

Τελειώνοντας να επισημάνουμε επίσης ότι πολλές από τις παραστάσεις της Γεννήσεως του Χριστού εικονίζουν την Παναγία ξαπλωμένη σε στρώμα, σαν αποκαμωμένη και εξαντλημένη από τους πόνους του τοκετού, με τα νώτα της στραμμένα προς το Θείο Βρέφος. [27] Αυτή η στάση της Θεοτόκου, περιττό να πούμε, ότι προκαλεί το ορθόδοξο αίσθημα των πιστών, ίσως και τον σκανδαλισμό! Γι΄αυτό οι σύγχρονοι αγιογράφοι μας, ας προσέξουν περισσότερο το πως και τι θα απεικονίσουν στην εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1]   Πηδάλιον Εκδόσεις: «Αστήρ», Αθήναι 1982 οθ΄, ΣΤ΄ Οικουμ. Συνόδου, σελ.289.

[2]   έ.ά. ερμηνεία ανωτ. οθ΄Καν., σελ. 289.

[3]   έ.ά. Υποσημ. (1) στην ερμην. του οθ΄Κανόνα, σελ. 290.

[4]   έ.ά. σελ. 78-79.

[5]  Ιωάννη Δ. Καραβιδόπουλου «Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα» Τόμ. Α΄ Απόκρυφα Ευαγγέλια, Θεσσαλονίκη 1999, Εκδόσεις: Π. Πουρναρά, Κεφ. 19 και 20. Βλ. και εδώ: http://www. myriobiblos. gr/bible/apocrypha/iakovos.asp  Επίσης: Constantinous Tischendorf, «Ευαγγέλια Απόκρυφα», Αθήναι 1959, Εκδ. Σπανός σσ. 36-37. Ακόμη στο: «Απόκρυφα Ευαγγέλια – Αλήθειες και Αιρέσεις» του Γιώργου Κόρη, Θεσσαλονίκη 2003. Εκδ. Λιακόπουλος. σελ. 44-49 & σελ. 103-107 (όπου γίνεται αναφορά και στο απόκρυφο Ευαγγέλιο του ψευδο-Ματθαίου, για το ίδιο θέμα) και εδώ: https:// http://www.tovima.gr/2008/11/24/archive/i-gennisi-toy-xristoy-kai-ta-apokryfa-eyaggelia/

[6]  Bonifatius Kotter: «Die Schriften, Des Johannes von Damaskos» V. De Gruyter. (Συγγράμματα του Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού τομ. 5ος), Λόγος εις την Αγίαν Χριστού Γέννησιν, Σελ. 330, στιχ.20.

[7]  Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού «Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως» Νίκου Ματσούκα Εκδόσεις: Π.Πουρνάρα. Κεφ.87.§14, σελ.381,382.

[8]   έ.α. Κεφ.46.§2, σελ.214.

[9]   Μεγ. Αθανασίου, Β.Ε.Π. 36, 222.

[10] P.G. 115, 539 D. 

[11] P.G. 75, 1460 ΙΑ.

[12] P.G. 75, 1461 C.

[13] Λόγος εις το Γενέθλιον του Κυρίου. Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/ paterikon/iw annhs_xrysostomos_eis_to_gene8lion_toy_swthros.htm

[14] Β.Ε.Π. 49, 355.

[15] Β.Ε.Π. 18, 200.

[16] Διονυσίου του εκ Φουρνά, «Ερμηνεία της Ζωγραφικής Τέχνης». Εκδόσεις: Σπανού, εν Πετρουπόλει  1909 (Tυπογραφείον B. Kirschbaum). Υπό Α. Παπαδόπουλου-Κεραμέως,  Μέρος Τρίτο, Πως ιστορούνται αι Δεσποτικαί εορταί, σελ.86 (Η Γέννησις του Χριστού).

[17] Βλ. Κ. Καλοκύρη: ’’῾Η ἀπάλειψη τῆς σκηνῆς τοῦ λουτροῦ τοῦ θείου Βρέφους ἐκ τοιχογραφίας τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους’’, στὸ τόμο: ῎Αθως – Θέματα ᾿Αρχαιολογίας καὶ Τέχνης, ἐκδοτικὸς οἶκος ᾿Αστήρ, ᾿Αθῆναι 1963, σελ. 22.

[18]  Δοκίτες ή Μαρκιωνιστές: Αίρεση του 2ου μ.Χ. αι. Δοκίτες ονομάσθηκαν από το ρήμα: δοκέω-δοκῶ που σημαίνει: μου φαίνεται. Πίστευαν όπως προαναφέραμε, ότι ο Χριστός έφερε φαινομενική και όχι πραγματική σάρκα! Δηλ. ότι το σώμα του ήταν φανταστικό! Ο αιρεσιάρχης Μαρκίων θεωρούσε την ύλη και το σώμα δημιουργήματα ενός κατώτερου κακού Θεού, ο οποίος αντιτίθετο στο θέλημα ενός Αγαθού Θεού που είχε δημιουργήσει το πνεύμα και την ψυχή!

[19]  Η Παναγία γέννησε τον Χριστό, τον θήλασε και τον κράτησε στα χέρια της, το ίδιο και ο Συμεών ο Θεοδόχος στον σαραντισμό της. Την 8η ημέρα περιτμήθηκε σαρκικά, βαπτίσθηκε από τον Τίμιο Πρόδρομο, κράτησε τον απ. Πέτρο από το χέρι όταν βυθιζόταν στο νερό. Οι μαθητές του άγγιζαν το σώμα Του, ο όχλος τον «συνέθλιβε» (Μαρ.5:31) κλπ. Αλλά και οι σταυρωτές του: Ποιόν συνέλαβαν, ποιόν κράτησαν, ποιόν μαστίγωσαν, ποιόν σταύρωσαν, εάν ήταν φάντασμα χωρίς σώμα πραγματικό;

[20]   Λευιτ. 12:2 «γυνή, ἥτις ἐὰν σπερματισθῇ καὶ τέκῃ ἄρσεν, ἀκάθαρτος ἔσται ἑπτὰ ἡμέρας».

[21]   Λευιτ. 11:32 «πᾶν, ἐφ᾿ ὃ ἂν ἐπιπέσῃ ἀπ᾿ αὐτῶν (κάτι ακάθαρτον)…εἰς ὕδωρ βαφήσεται καὶ ἀκάθαρτον ἔσται ἕως ἑσπέρας· καὶ καθαρὸν ἔσται».

[22]   Ιωάννου Βράνου μοναχού «Θεωρία Αγιογραφίας», Εκδόσεις: Π. Πουρνάρα –  Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 237-238.

[23]    έ.ά. σελ. 238.

[24]    έ.ά. επίσης σελ. 238.

[25]    Κάθισμα β΄στιχολογίας, Όρθρου των Χριστουγέννων.

[26]    Βλ. εδώ: https://www.imoph.org/pdfs/2015/01/11/20150111aEIK-PAREMBASH-8.pdf

[27]    Ο Χρήστος Γκότσης στο βιβλίο του: «Ο μυστικός κόσμος των βυζαντινών εικόνων» τομ. Α΄, Εκδόσεις: Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα, Β΄εκδ. 1995, σελ.52, γράφει: «Στην πλειονότητα των παραστάσεων η Παρθένος είναι ξαπλωμένη και εκφράζει με τη στάση της μία μεγάλη κόπωση και ατονία»(!). Παραπέμπει δε στον εκλεκτό – κατά τ΄άλλα – Ρώσο θεολόγο και αγιογράφο Λεωνίδα Ουσπένσκι. Λυπηρό να κυκλοφορούν τέτοιες αντιλήψεις και μάλιστα από θεολόγους! Σε αντιδιαστολή με αυτές τις διατυπώσεις,  στην υμνολογία της Εκκλησίας μας ακούμε: «Ἐπὶ τῶ ξένω σου τόκω, τὰς ὀδύνας φυγοῦσα, ὑπερφυῶς ἐμακαρίσθην, ἄναρχε Υἱέ…» (Κανόνας Όρθρου Μεγάλου Σαββάτου, Ωδή δ΄, τροπ. β΄.  και αλλού: «Χαῖρε γῆς τὸ θεμέλιον, ἐν τῇ σῇ νηδύϊ, Ἄχραντε ἀκόπως βαστάσασα…» (Σαββάτο Ε΄Εβδομ. Των Νηστειών, Κανόνας Όρθρου του Ακαθίστου  Ύμνου, Ωδή δ΄, τροπ. δ΄).

Υπό  π. Δημητρίου Χ. Σαββόπουλου

Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Η ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ

Από το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων, μέχρι την Μεγάλη Τετάρτη το πρωί, η Εκκλησία μας προβάλει και παρουσιάζει για προσκύνηση στο κέντρο του ναού την λεγόμενη εικόνα του «Νυμφίου».

Εικόνα του Νυμφίου ονομάζουμε συνήθως αυτήν που παριστάνει τον Ιησού Χριστό με ακάνθινο στεφάνι και καταματωμένο το πανίερο κεφάλι Του, να γέρνει δεξιά, γεμάτο πόνο, ενώ στα χέρια του βαστάζει το καλάμι της προσβολής Του (αντί βασιλικού σκήπτρου). Παρουσιάζεται δε μισόγυμνος (Βλ. Εικ.1,4) ή τυλιγμένος με τον άρραφο κατακόκκινο χιτώνα Του (Βλ. Εικ.2,3,5), με θλιμμένο και σκυμμένο το κεφάλι Του, ταπεινωμένος και εξαθλιωμένος από την ανθρώπινη κακία και τη διαβολική μανία.

Η εικόνα αυτή λιτανεύεται εντός των ιερών ναών το εσπέρας της Κυριακής των Βαΐων, κατά την ακολουθία του Όρθρου της Μεγ. Δευτέρας και ενώ ψάλλεται το τροπάριο: «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῶ ὕπνω κατενεχθής, ἵνα μῄ τῶ θανάτω παραδοθής, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθής …»

Η εικόνα εσφαλμένα έχει συνδεθεί με το τροπάριο αυτό αλλά και με το εξαποστειλάριο που ψάλλεται στη συνέχεια: «Τὸν νυμφώνά σου βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένον, καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ, λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα, καὶ σώσόν με». Ο Νυμφίος δεν αποτελεί το θέμα της «εσπερινής» ακολουθίας των Βαΐων, ούτε της Μεγ. Δευτέρας, αλλά αφορά μόνο την Μεγ. Τρίτη και συνδέεται οργανικά με το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της θ. Λειτουργίας που αναφέρεται στην παραβολή των «Δέκα παρθένων, αἵτινες λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας αὐτῶν ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου.» (Ματθ.25:1 & εξής). Στην όλη ακολουθία αυτή τη μέρα (Μ. Τρίτη) τονίζεται με τα σχετικά τροπάρια που ακούμε η έννοια και η σημασία του «Νυμφίου». π.χ. «Τὸν Νυμφίον ἀδελφοὶ ἀγαπήσωμεν, τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν εὐτρεπίσωμεν, ἐν ἀρεταῖς ἐκλάμποντες καὶ πίστει ὀρθή, ἵνα ὡς αἱ φρόνιμοι, τοῦ Κυρίου παρθένοι, ἕτοιμοι εἰσέλθωμεν, σὺν αὐτῷ εἰς τοὺς γάμους…» (Κάθισμα Όρθ.), «Ὁ Νυμφίος ὁ κάλλει ὡραῖος, παρὰ πάντας ἀνθρώπους, ὁ συγκαλέσας ἡμᾶς, πρὸς ἑστίασιν πνευματικὴν τοῦ νυμφώνός σου…» (Απόστ. Ιδιόμ. β΄ Όρθ.). Αλλά και με την προτροπή του Οίκου: «Ἡμάρτηκά σοὶ Σωτήρ μου, μὴ ἐκκόψης με, ὥσπερ τὴν ἄκαρπον συκήν, ἀλλ’ ὡς εὔσπλαγχνος Χριστέ, κατοικτείρησον, φόβω κραυγάζουσαν. Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».

Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι το τροπάριο του «Νυμφίου», αλλά και όλων των συναφών ύμνων της ημέρας δεν συνδέονται ούτε αφορούν τον πάσχοντα Χριστό που προβάλουμε με την σχετική εικόνα, που είναι άσχετη με τα όσα ακούμε! Αντιθέτως προβάλει τον Χριστό ως Αναστάντα και ένδοξο Κριτή της Οικουμένης. Είναι ο «εν δόξη» Νυμφίος που έρχεται αιφνίδια τα μεσάνυχτα («ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός», σύμφωνα με τη σχετική παραβολή των 10 παρθένων), για να μας κρίνει. Και τότε θα΄ναι «μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα», ενώ θα είναι «ἀνάξιος δὲ πάλιν, (εκείνος) ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα».

Πρέπει να έχουμε υπ΄όψη μας ότι ναι μεν το τροπάριο «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…» ψάλλεται στις τρείς βραδινές Ακολουθίες της Μεγ. Βδομάδας, αλλά από πολύ παλιά, έχει καθιερωθεί και ψάλλεται κάθε μέρα στην Ακολουθία του Μεσονυκτικού. Μάλιστα αμέσως μετά το τροπάριο αυτό ακολουθεί το δοξαστικό: «Τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὴν φοβεράν, ἐννοοῦσα ψυχή μου γρηγόρησον, ἀνάπτουσα λαμπάδα σου, ἐν ἐλέῳ φαιδρύνουσα· οὐ γὰρ οἶδας πότε, πρὸς σὲ ἐπελεύσεται, ἡ φωνὴ ἡ λέγουσα· Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος σου. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ νυστάξῃς, καὶ μείνῃς, ἔξωθεν κρούουσα, ὡς αἱ πέντε Παρθένοι, ἀλλὰ ἀγρύπνως καρτέρησον, ἵνα ὑπαντήσῃς Χριστῷ τῷ Θεῷ, ἐν ἐλέῳ πίονι καὶ δῴη σοι τὸν νυμφῶνα, τὸν θεῖον τῆς δόξης αὐτοῦ». Και εδώ ο Κύριός μας, ο Νυμφίος των ψυχών μας, έρχεται ως Αναστημένος και Ένδοξος Κριτής (τον οποίο πρέπει να περιμένει η κάθε ψυχή καλώς προετοιμασμένη).

Με βάση αυτά τα δεδομένα η εικόνα του «Νυμφίου» στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι μόνο είναι άσχετη με τα όσα ψάλλουμε σχετικά αυτές τις μέρες, αλλά και ο τίτλος ακόμα αυτής της εικόνας όπως συνήθως επιγράφεται: «Ο ΝΥΜΦΙΟΣ», είναι αποτέλεσμα παρανόησης. Η σωστή επιγραφή στην εικόνα που παρουσιάζει τον Χριστό με «τὸν ἀκάνθινον στέφανον καὶ τὸ πορφυροῦν ἱμάτιον» (Ιωαν.19:5), αποτελεί τον τύπο του θέματος: «ἴδε ὁ ἄνθρωπος» (Ιωαν.19:6) Βλ. Εικ.4 & 5.

Ο Πιλάτος όταν είδε τον ταραγμένο Ιουδαϊκό όχλο, να ζητά να σταυρώσει τον Χριστό(!), προσπαθώντας να τους συγκινήσει και να φερθούν επιεικώς στον «κατάδικο» Χριστό, γιατί έβλεπε ότι άδικα τον κατηγορούν (Ιωαν.18:38, 19:4), αφού τον φραγγέλωσε και τον γελοιοποίησαν στην συνέχεια οι στρατιώτες… (Ιωαν.19:2-3 & Ματ.27:27-31), τον παρουσίασε αιμόφυρτο μπροστά τους, μήπως και τον λυπηθούν και κατευνάσει το μένος τους να τον θανατώσουν. Με τα λόγια αυτά: «ΙΔΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ», ο Πιλάτος πρόβαλε ενώπιον του αναστατωμένου όχλου τον Κύριο, όπως τον βλέπουμε στη συγκεκριμένη εικόνα. Όμως: «ὅτε οὖν εἶδον αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ὑπηρέται, ἐκραύγασαν λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν». (Ιωαν.19:6). Βλέποντας λοιπόν «ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου λέγων· ἀθῶός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε» (Ματ.27:24). Είχε πλέον εννοήσει «ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν». (Ματ.27:18). Η σωστή λοιπόν επιγραφή της εικόνας του λεγομένου «ΝΥΜΦΙΟΥ», ταιριάζει σύμφωνα με τα ιστορηθέντα στην Αγία Γραφή, που προαναφέραμε, να επιγράφεται: «ΙΔΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ».

Όσο δε αφορά την Εικόνα του «Νυμφίου», όπου σχετίζεται με την ένδοξο παρουσία Του ως Κριτή των ανθρώπων και ειδικότερα των Χριστιανών, θα μπορούσε να τοποθετηθεί η επιγραφή αυτή σε μία εκ των παρακάτω παραστάσεων, που ενδεικτικά επισυνάπτουμε και παριστάνουν τον Χριστό με την θεανδρική μορφή Του μέσα στη Θεία δόξα του συνοδευόμενο υπό πλήθους στρατιάς αγγελικών ταγμάτων και καθήμενον επί θρόνου δόξης (Βλ. Εικ.6,7,8). Άλλωστε έτσι προσομοιάζει και ο ίδιος ο Χριστός την ένδοξη έλευσή του (Β΄παρουσία Του) για να κρίνει την οικουμένη. «Μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ, καὶ τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ» (Ματ.16:27). Και αλλού: «ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ…» (Ματ.19:28). Επίσης σε άλλο σημείο: «Τότε φανήσεται τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς.» (Ματ.24,30). Και τέλος στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κρίσεως: « Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ» (Ματ.25:31)

Στην προσέγγιση αυτή, της συγκεκριμένης εικόνας, πολλά στοιχεία αντλήσαμε από το σύγγραμμα του εκλεκτού βυζαντινολόγου και αρχαιολόγου ομότιμου καθηγητή, του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου Δ. Καλοκύρη: «Τα θεαματικά δρώμενα του τελετουργικού της Μεγάλης εβδομάδας» (Δεκτά και απαράδεκτα) Εκδόσεις Επιστημονικών Βιβλίων και Περιοδικών, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2003. Σελ.35-45. Είμαστε ευγνώμονες στον κ. Καθηγητή για την εις βάθος και εύρος έρευνά του στα τελετουργικά δρώμενα της Αγίας μας Εκκλησίας. Μακάρι οι αρμόδιοι ηγέτες του εκκλησιαστικού μας χώρου να επαναφέρουν την τάξη και την ορθή αντιστοιχία στην πράξη της λατρείας μας.

Επιμέλεια π. Δημητρίου Χ. Σαββόπουλου

Η ΑΠΕΙΚΟΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Τί έγραφε η πινακίδα στο σταυρό;

Στο παρόν άρθρο θα θίξουμε μια λεπτομέρεια ασήμαντη ίσως για κάποιους, αλλά σημαντική για κάποιους άλλους που θέλουν να ορθοτομείται ο Λόγος του Ευαγγελίου.

Πρόκειται για την επιγραφή της καταδίκης του Χριστού επάνω στον σταυρό. Τι ακριβώς έγραφε; Γιατί έχουμε δύο εκδοχές ατενίζοντας την εικόνα της Σταύρωσης του Κυρίου μας; Ποια είναι η σωστή απεικόνιση;

Στα χριστιανικά ευαγγέλια αναφέρονται οι εξής εκδοχές για την πινακίδα στο σταυρό του Ιησού:

  1. «Καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ γεγραμμένην· οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων.» (Ματθ. 27:37).
  • «Καὶ ἦν ἡ ἐπιγραφὴ τῆς αἰτίας αὐτοῦ ἐπιγεγραμμένη· ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων.» (Μαρ. 15:26).
  • «Ἦν δὲ καὶ ἐπιγραφὴ γεγραμμένη ἐπ᾿ αὐτῷ γράμμασιν ἑλληνικοῖς καὶ ῥωμαϊκοῖς καὶ ἑβραϊκοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων.» (Λουκ. 23:38).
  • «Έγραψε δὲ καὶ τίτλον ὁ Πιλᾶτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ· ἦν δὲ γεγραμμένον· Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. τοῦτον οὖν τὸν τίτλον πολλοὶ ἀνέγνωσαν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τῆς πόλεως ὁ τόπος ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἦν γεγραμμένον ἑβραϊστί, ἑλληνιστί, ῥωμαϊστί.» (Ιωαν. 19:19-20).

Οι τρεις πρώτες εκδοχές για το περιεχόμενο της πινακίδας περίπου συμφωνούν. Στην τέταρτη (ο ευαγγελιστής Ιωάννης) αναφέρει ότι στην πινακίδα συμπεριλαμβανόταν και η καταγωγή του Ιησού από τη Ναζαρέτ.

Αυτή η επισήμανση μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι είναι και η πιο σωστή, διότι ο Απόστολος Ιωάννης ήταν και ο μόνος αυτόπτης μάρτυς εκ των δώδεκα μαθητών του Κυρίου, που παρευρέθηκε στην σταύρωσή Του, και μάλιστα ο Κύριος του ανέθεσε και την φροντίδα της μητέρας του. (Βλ. Ιωαν.19:26-27).

Άρα η πινακίδα έγραφε: «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων». Αυτή ήταν και μια από τις βασικές αιτίες για να τον καταδικάσουν αμετάκλητα σε θάνατο! Διαβάζουμε σχετικά στην Αγία Γραφή: Ο Πιλάτος μη ευρίσκοντας κάποια σημαντική αιτία να τον καταδικάσει «ἐζήτει ἀπολῦσαι αὐτόν· οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ἔκραζον λέγοντες· ἐὰν τοῦτον ἀπολύσῃς, οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος. πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι.» (Ιωαν.19:12) και έπειτα αμέσως «ἐκραύγασαν· ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τὸν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω; ἀπεκρίθησαν οἱ ἀρχιερεῖς· οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα∙ τότε οὖν παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς ἵνα σταυρωθῇ.» (Ιωαν.19:15-16).

Στη συνέχεια έδωσε εντολή ο Πιλάτος να γραφτεί σε πινακίδα που θα τοποθετούσαν πάνω στο σταυρό η αιτία της καταδίκης Του με τίτλο: «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων» (Ιωαν.19:19), ή εν συντομία Ι.Ν.Β.Ι.

Οι αρχιερείς όμως των Ιουδαίων δυσανασχέτησαν με την επιγραφή λέγοντας στον Πιλάτο: «Μὴ γράφε, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ᾿ ὅτι ἐκεῖνος εἶπε, βασιλεύς εἰμι τῶν Ἰουδαίων. ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος· ὃ γέγραφα, γέγραφα. (Ιωαν.19:21-22). 

Ο Πιλάτος κατά το διάστημα της δίκης του Χριστού, πάλευε με τη συνείδηση του. Έξι φορές προσπάθησε να τον αθωώσει (Πρβλ. Ιωαν.18:38, Λουκ.23:13-16, Λουκ.23:22, Ματ.27:24, Ιωαν.19:4, Ιωαν.19:6). Ακόμα και τον περιβόητο ληστή Βαραββά πρότεινε να αντιπαραβάλει με τον Ιησού, μήπως και τον απαλλάξει από την θανατική καταδίκη! (Πρβλ. Ματ. 27:19-20, Λουκ:23:18-19, Ιωαν.18:39-40).

Όμως στάθηκε αδύνατο να μαλακώσει την αιμοβορία των Αρχιερέων και Φαρισαίων!!

Ο Πιλάτος θέλοντας να εκδικηθεί τους Ιουδαίους που σταύρωσαν εκείνον που θεωρούσαν Βασιλιά τους και πριν λίγες μέρες των υποδέχθηκαν στα Ιεροσόλυμα μετά Βαΐων και κλάδων, έδωσε εντολή να γραφτεί στην επιγραφή της καταδίκης Του, που θα αναρτούσαν πάνω στον σταυρό: «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων». Κι αυτό ενόχλησε τους Αρχιερείς. Πήγαν τότε στον Πιλάτο και διαμαρτυρήθηκαν εντόνως λέγοντας: «Μην αφήνεις αυτήν την επιγραφή να λέει: Αυτός είναι ο Βασιλεύς των Ιουδαίων», αλλά γράψε να λέει: Αυτός είπε: «Εγώ είμαι ο Βασιλεύς των Ιουδαίων». (Ιωαν.14:21). Ο Πιλάτος δεν τους έκανε το χατίρι. Τους απάντησε «ξερά και κοφτά»: Ό,τι έγραψα, έγραψα. (Ιωαν.19:22)

Να σημειώσουμε ότι την καταγωγή Του σκόπιμα την ανέγραψαν για να τον απαξιώσουν, διότι η Ναζαρέτ εθεωρείτο κακόφημη πόλη. (Πρβλ. Ιωαν.1,17: εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;»)

Αυτή είναι η ιστορική πραγματικότης που δεν μπορεί να την αμφισβητήσει κανείς και κάνουν λάθος όσοι δεν την αποδέχονται, με την πρόφαση ότι το έγραψαν οι ασεβείς σταυρωτές του Κυρίου για να τον χλευάσουν! Τον Κύριό μας τον χλευάζουμε ανά πάσα στιγμή, όλοι οι Χριστιανοί που αμαρτάνουμε και μένουμε αδιόρθωτοι! Άλλωστε οι προσωπικές μας αμαρτίες τον ανέβασαν στο σταυρό!

Σε πολλές όμως βυζαντινές αγιογραφίες της Σταύρωσης του Χριστού διαβάζουμε τον τίτλο: Ο ΒΣΛ.Τ.ΔΞΣ που σημαίνει: «Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΔΟΞΗΣ». Είναι λάθος άραγε ή μας παραπέμπει σε κάποια άλλη αλήθεια της Εκκλησίας μας;

Ο Χριστός δυό μέρες πριν οπό το Πάθος Του είπε στους μαθητές του: «ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ιωαν.12:23). Και το έλεγε στους μαθητές Του λίγο πριν σταυρωθεί! «Βλέπεις πῶς δόξαν οἰκείαν οἶδε (αναγνωρίζει) τὸν σταυρόν;», σημειώνει ο Ιερός Χρυσόστομος.

Καί πάλι επαναλαμβάνει: «Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε» (Ιωαν.17:1) και συνεχίζει: «ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί.» (Ιωαν.17:4-5). Το αξιοπρόσεκτο είναι εδώ, ότι ὁ Κύριος συνδυάζει τη δόξα Του με τον Σταυρό Του!

Δόξα Του δεν θεωρεί ούτε τα πολλά θαύματα πού έκανε στον κόσμο, κάνοντας τον κόσμο να Τον θαυμάζει, ούτε την πανηγυρική Του είσοδο στα Ιεροσόλυμα, πού όλος ὁ λαός βγήκε στους δρόμους και Τον υποδέχθηκε με κλάδους από δένδρα και με ζητωκραυγές (Ματ.21:8-11), αλλά δόξα Του θεωρεί τούς χλευασμούς, τούς εξευτελισμούς, τα φτυσίματα, τις κοροϊδίες, πού «έφαγε» από τον λαό Του (Ματ.27:27-31) και πάνω οπό όλα τον επώδυνο και επονείδιστο σταυρικό Του θάνατο! Γιατί μέσα από αυτά τα φοβερά μαρτύρια «εκπήγασε» ἡ σωτηρία των παιδιών Του· ἡ δική μας σωτηρία! Αποκάλυψε το μεγαλείο Του· το μέγεθος της ταπείνωσής Του και το μέγεθος της αγάπης πού έχει για μας! «Εὐχαριστοῦμεν σοι διά τήν μεγάλην Σου δόξαν» (=για τα Πάθη Σου) λέμε κάθε μέρα στην Εκκλησία μας. Και ο Αποστ. Παύλος μας επισημαίνει ότι οι Εβραίοι δεν σταύρωσαν άνθρωπο, αλλά… Θεό! «ἐσταύρωσαν τὸν Κύριον τῆς δόξης» (Α΄Κορ.2:8).

Εκτός απ΄όλα αυτά, που είναι αναντίρρητα πίστη της εκκλησίας μας, είναι και ότι ο Χριστός εκουσίως παρεδόθη στον θάνατο!

Προ του πάθους Του είχε πει: «ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός… καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων… Διὰ τοῦτο ὁ πατήρ με ἀγαπᾷ, ὅτι ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν μου, ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν∙ οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἀλλ᾿ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ· ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν· ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔλαβον παρὰ τοῦ Πατρός μου.» (Ιωαν.10:14-18).

Είναι χαρακτηριστικό ότι επάνω στο σταυρό ο Χριστός «κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα.»! (Ιωαν.19:30), ενώ θα έπρεπε πρώτα να παραδώσει το πνεύμα Του (να ξεψυχήσει) και μετά να κλίνει (να γείρει) το κεφάλι Του(!), επειδή όμως εκουσίως πέθανε έγινε το αντίστροφο! Κι όχι μόνο αυτό αλλά και δύο φορές πριν ξεψυχήσει φώναξε δυνατά! Την πρώτη φορά: «περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· ἠλὶ ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί; τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;» (Ματ.27:46). Και δεύτερη φορά: «κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα.(!)» (Ματθ.27:50 & Λουκ.23,46). Που βρήκε τη δύναμη, ενώ αιμορραγούσε κρεμασμένος επί τρείς ώρες και ήταν εξαντλημένος και «τσακισμένος», με δύσπνοια λόγω της κόπωσης των πνευμόνων από την πίεση του σώματος προς τα κάτω, να κραυγάσει με φωνή μεγάλη πριν παραδώσει το πνεύμα Του;! Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Λογγίνος ο εκατόνταρχος (ή Κεντυρίων) πίστευσε στο θείο μεγαλείο του και «ἐδόξασε τὸν Θεὸν λέγων· ὄντως ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος ἦν.» (Λουκ.23:47) και ομολόγησε: «ἀληθῶς ὁ ἄνθρωπος οὗτος υἱὸς ἦν Θεοῦ.»! (Μαρ.15:39).

Όλες αυτές οι λεπτομέρειες μας επισημαίνουν ότι ο Χριστός πέθανε ως έχων εξουσία πάνω στη ζωή Του, διότι Αυτός ήταν και είναι: «Ὁ καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων, ὡς ἀθάνατος Βασιλεύς…» (Απόλυση νεκρωσίμου ακολουθίας).

Το συμπέρασμα έπειτα απ΄όλα αυτά που είπαμε είναι ότι ο Χριστός πράγματι απεδείχθη Βασιλέας της Δόξης επάνω στο Σταυρό! Γι αυτό και το σώμα Του δεν έπαθε διαφθορά (σήψη). Βλ. Όρθρο Μεγ. Σαββάτου στα απολυτίκια: «Τὰ μύρα τοὶς θνητοὶς ὑπάρχει ἁρμόδια, Χριστὸς δὲ διαφθορὰς ἐδείχθη ἀλλότριος.» και στην ε΄ Ὠδὴ, του κανόνα τροπ.γ΄ «ἡ γὰρ σάρξ σου διαφθορὰν οὐκ εἶδε Δέσποτα…».

Τρείς ώρες μετά τον θάνατό Του, όταν θέλησαν να διαπιστώσουν τον θάνατό Του, τρυπώντας με λόγχη δόρατος τα πλευρά Του, το αίμα Του έρευσε ζεστό (!), δεν είχε παγώσει! Διαβάζουμε σχετικά: «εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, ἐξῆλθεν εὐθέως αἷμα καὶ ὕδωρ.»! (Ιωαν.19:34). [Ως ύδωρ καταγράφει εδώ ο απ. Ιωάννης το διαφανές υγρό του υπεζωκότα, που προφυλάσσει τους πνεύμονες].

Παρ΄όλα αυτά το σώμα Του δεν αντέδρασε καθόλου στο δυνατό κτύπημα στα πλευρά Του με την λόγχη! Έτσι διαπιστώθηκε ο θάνατός Του! Δεν ξεκρεμάστηκε ευθύς αμέσως, αλλά ενημερώθηκε πρώτα ο Πιλάτος για τον θάνατό Του από τον κεντυρίωνα και «ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε!» (Μαρ.15:44) και στη συνέχεια αφού είχε πάει ο «Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας … καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ» (Μαρ.15:43), του επέτρεψε να κάνει την αποκαθήλωση και να τον ενταφιάσει. (Βλ. Μαρ.15:46).

Η εντύπωση που δίνει ο Χριστός πάνω στον σταυρό στις ορθόδοξες εικόνες, δεν είναι ότι πέθανε, αλλά ότι κοιμάται. Το κεφάλι με ελαφρά κλίση προς τα δεξιά, και οι οφθαλμοί κλεισμένοι απαλά σαν να αναπαύεται. («Ἐξηγέρθη ὡς ὁ ὑπνὼν Κύριος, καὶ ἀνέστη σώζων ἡμᾶς.» Κοινωνικό Μ. Σαββάτου). Το σώμα του έχει ηρεμία και γαλήνη, με απλωμένα τα χέρια σε στάση προσευχής ή ανοιχτής αγκαλιάς, χωρίς καμία αλλοίωση εκ του θανάτου!

Είναι σαν βασιλιάς πάνω στο θρόνο Του (πρβλ. το εξαποστειλάριον του Πάσχα «Σαρκὶ ὑπνώσας ὡς θνητός, ὁ Βασιλεὺς καὶ Κύριος»). Γι’ αυτό και ο καθηγητής Κ. Καλοκύρης παρατηρεί: «εις το πρόσωπον του Κυρίου πρυτανεύει το βασιλικόν μεγαλείον (το μεγαλείο του συγκρατημένου πάθους)» (Κ. Καλοκύρη, Η ζωγραφική της Ορθοδοξίας, σ.135).

Πάνω στον σταυρό βλέπουμε να εκπληρώνεται η παρομοίωση του Χριστού με λέοντα (που θεωρείται ο βασιλέας των ζώων). Διαβάζουμε σχετικά: «Σκύμνος λέοντος Ἰούδα· ἐκ βλαστοῦ, υἱέ μου, ἀνέβης· ἀναπεσὼν ἐκοιμήθης ὡς λέων καὶ ὡς σκύμνος· τίς ἐγερεῖ αὐτόν;» (Γεν.49,9). Δηλ. Μικρό λεονταράκι είσαι Ιούδα αυξήθηκες παιδί μου, από βλαστό∙ ανέπεσες και κοιμήθηκες σαν λιοντάρι και μάλιστα σαν νεογέννητο λιονταράκι (λόγω της αδυναμίας της ανθρώπινης φύσεώς Του που άφησε να εκδηλωθεί πάνω στο σταυρό!)∙ ποιος τολμάει να σε ξυπνήσει;

Η προφητεία του αναπεσόντα λέοντα αναφέρεται στο σωτήριο Πάθος του Κυρίου και τη ζωηφόρο Του Ανάσταση. Σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας Αγ. Κύριλλο Αλεξανδρείας (P.G. 69,353), Αγ. Ιωάννη Χρυσόστομο (P.G. 54,574) και Ωριγένη (P.G. 12,145), στη φράση του Ιακώβ «αναπεσών εκοιμήθης ως λέων και ως σκύμνος» προαναγγέλλεται ο εκούσιος σταυρικός θάνατος και η θεόσωμος Ταφή του Κυρίου Ιησού Χριστού. Ο πατριάρχης Ιακώβ, εσκεμμένα, χρησιμοποιεί την εικόνα του «λέοντος» διότι κανένας δεν τολμά να ξυπνήσει ένα λιοντάρι που κοιμάται. Σχολιάζει ο Θεοδώρητος Κύρου, ότι: όπως το λιοντάρι ακόμα και όταν κοιμάται είναι φοβερό και επικίνδυνο, έτσι και ο θάνατος του Δεσπότη Χριστού είναι φοβερός για τον θάνατο και τον Διάβολο! (P.G. 80,216-217). Έτσι λοιπόν ο Σωτήρας Χριστός ως «αναπεσών λέων εκοιμήθη» χωρίς να τολμήσει ούτε ο θάνατος, ούτε η φθορά, ούτε η σήψη να αγγίξει το πανακήρατο (αμόλυντο) Σώμα Του, αλλά ούτε και ο Άδης να συμπεριλάβει την ψυχή Του και να την εντάξει στο βασίλειό του «οὐδὲ ἡ ψυχή σου εἰς Ἄδου, ξενοπρεπῶς ἐγκαταλέλειπται.» (τροπάριο ε’ ωδής, κανόνος Όρθρου Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου).

Ο Χριστός όχι μόνο πριν το θάνατό Του, αλλά και μετά το θάνατό Του ήταν φοβερός και έκανε μεγάλα θαύματα, όπως ο κλονισμός της γης, ο σκοτασμός του ήλιου, η ανάσταση νεκρών εκ των μνημείων, το σχίσιμο του καταπετάσματος του ναού. (Πρβλ. Ματ.27:51-53, Λουκ.23:44-45). Αλλά και η νίκη Του κατά του Άδου με την αρπαγή των δικαίων από την εξουσία του διαβόλου!

Με το «τίς ἐγερεῖ αὐτόν;» υποδηλώνεται η ανάστασή Του, γιατί μόνος Του σηκώθηκε εκ του μνήματος ως Βασιλέας των όλων και παντοδύναμος Θεός!

Ο Κ. Καλοκύρης σημειώνει: όπως γνωρίζουμε από το ελληνικό χειρόγραφο του Φυσιολόγου (Physiologous) «όταν καθεύδει ο λέων αγρυπνούσιν αυτού οι οφθαλμοί… ούτω και το μεν σώμα του Κυρίου μου καθεύδει επί του σταυρού, η δε Θεότης Αυτού εκ δεξιών του Πατρός αγρυπνεί» (Ευλογίου Αλεξανδρείας) (ε.α. σελ.137).

Έπειτα από όλα αυτά που αναλύσαμε γίνεται φανερό ότι η μεν πρώτη εκδοχή της επιγραφής του Σταυρού: Ι.Ν.Β.Ι. παραπέμπει στην ιστορία της σταύρωσης Του Ιησού Χριστού, η δε επιγραφή: Ο ΒΣΛ.Τ.ΔΞΣ. παραπέμπει στη θεολογία της σταύρωσης, γι΄αυτό και οι δύο τίτλοι είναι αποδεκτοί και σύμφωνοι με την παράδοση της εκκλησίας μας. Και οι δύο αυτές φράσεις μαρτυρούν το λόγο της θανατικής καταδίκης. Ότι αποκάλεσε τον εαυτό του Βασιλιά.

Σαφώς η δεύτερη εκδοχή, δεν ανεγράφη πάνω στην επιγραφή του σταυρού, αλλά εγράφη μέσα στις καρδιές αυτών που πίστευσαν στο Χριστό ότι είναι ο Σωτήρ του κόσμου και ο Βασιλεύς της Θείας Δόξης και αγάπης για όλους μας. Σύγχυση μόνο δημιουργούν και σκάνδαλο όσοι επιμένουν στον ένα εκ των δύο τύπων της επιγραφής. Πιθανόν είτε γιατί δεν αποδέχονται την ιστορική πραγματικότητα, είτε γιατί αγνοούν την θεολογία της εκκλησίας μας για τον Σταυρό.

Υπό π. Δημητρίου Χ. Σαββόπουλου

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ Η ΣΥΓΧΥΣΗ ΠΑΝΩ ΣΕ ΔΥΟ ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ

Η λέξη Ανάσταση ετυμολογικά προέρχεται από το ἀνίστημι = ἀνά + ἵστημι, που σημαίνει εγείρομαι, στέκομαι όρθιος. Για να σταθεί όμως κάποιος όρθιος, πρέπει πρώτα να είναι πεσμένος κάτω, κι έπειτα να σηκωθεί. Αυτό που πίπτει όταν πεθαίνουμε είναι το σώμα μας, η δε ψυχή μας σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, εξέρχεται και ανεβαίνει προς τον Δημιουργό και Κριτή της (τον Θεό). Το γεγονός της Ανάστασης του Χριστού, είναι συνέχεια του γεγονότος του Σταυρού…

Δυστυχώς στην εποχή μας γράφονται και διατυπώνονται διάφορες απόψεις περί της εικόνας του Αναστάντος Χριστού που εγγίζουν τα όρια της πλάνης και της αθεολογίας! Η σύγχυση αφορά δύο τελείως διακεκριμένα συμβάντα, τα οποία ταυτίζονται ή παρερμηνεύονται, είτε από θεολόγους, είτε από αγιογράφους…

Πρόκειται για την «Εις Άδου Κάθοδο του Χριστού» και για την «Ανάστασή Του εκ του Τάφου». Ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στα προλεγόμενα της Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου στο Ιερό Πηδάλιο τονίζει: «Ανάστασις δε και εις άδην κατάβασις μεγάλην έχουσι την διαφοράν. Εν γαρ τη εις άδην καταβάσει, χωρισμένη ήτο η ψυχή του Σωτήρος από το σώμα∙ και η μεν ψυχή μόνη κατήλθεν εις τον άδην, το δε σώμα έκειτο νεκρόν εις τον τάφον∙ εν δε τη Αναστάσει, ηνώθη πάλιν η ψυχή μετά του σώματος, και τούτό εστίν η Ανάστασις.» [1] Λίγο πιο πάνω σχολιάζει ο ίδιος άγιος: «Το να ζωγραφίζουν την Ανάστασιν του Χριστού, όχι εκ του τάφου τον Χριστόν εξερχόμενον, και τους στρατιώτας περί τον τάφον όντας και φυλάττοντας, και τον Άγγελον επί του λίθου καθήμενον, καθώς λέγει το Ευαγγέλιον, αλλά ζωγραφίζοντες, τον μεν Χριστόν εις άδην καταβαίνοντα, τον δε Αδάμ και την Εύαν κρατουμένους υπό των χειρών Αυτού, και τας πύλας και τα κλείθρα του άδου συντετριμμένα∙ και δαίμονας πολλούς σκοτεινούς εκείσε όντας, και πάντας τους Προπάτορας και Προφήτας∙ τα οποία δεν είναι εικών της Αναστάσεως, αλλά εικών της εις άδην καταβάσεως του Κυρίου.» [2]

Η γνώμη αυτή του Αγίου Νικοδήμου δεν είναι αυθαίρετη, αλλά στηρίζεται στους Θεοφόρους Πατέρες της Εκκλησίας μας.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τονίζει: «Κάτεισιν εἰς ᾅδην ψυχὴ τεθεωμένη»,[3] που σημαίνει ότι στον Άδη κατήλθε ΜΟΝΟ η ΨΥΧΗ του Χριστού ενωμένη με την θεότητα, ενώ το σώμα Του βρισκόταν άπνουν και νεκρό στον τάφο∙ κι αυτό ενωμένο με την θεότητα. Η στιγμή κατά την οποία η Παναγία ψυχή Του Κυρίου χωρίσθηκε και κατήλθε στον Άδη, είναι σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ευαγγελιστών και αποστόλων, η ενάτη ώρα (δηλ. 3:00΄μ.μ.) της Μεγάλης Παρασκευής, κατά την οποία ο Κύριος «κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα» και «εἶπε, τετέλεσται, καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα.» [4] Το ίδιο μαρτυρεί ο αυτός Ιερός Πατήρ σε σχετική ομιλία του.[5]

Στον Άδη παρέμεινε η τεθεωμένη ψυχή του Σωτήρος Χριστού τουλάχιστον έως τα βαθιά ξημερώματα της Κυριακής, «ὄρθρου βαθέος» (Λουκ.24:1), ή «πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης» (Ιωαν.20:1), όπως σημειώνουν οι Ευαγγελιστές. Είναι ακριβώς και η στιγμή που διαπίστωσαν οι μυροφόρες την Ανάσταση του Κυρίου βλέποντας το μνημείο κενό και έλαβαν το μήνυμα από τον άγγελο που απέσυρε το λίθο[6], ότι: «οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη γὰρ καθὼς εἶπε. δεῦτε ἴδετε τὸν τόπον ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος∙ καὶ ταχὺ πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν» (Ματ.28:6-7).

Ενώ λοιπόν είναι τόσο ξεκάθαρα τα πράγματα σχετικά με την Ανάσταση του Χριστού κάποιοι συσκοτίζουν το γεγονός της αναστάσεως και το συγχέουν με την εις Άδου κάθοδο του Χριστού!

Στο βιβλίο του μοναχού Ι. Βράνου «Θεωρία της αγιογραφίας», διαβάζουμε σχετικά τα εξής: «Πώς λοιπόν εικονίζεται στην εικόνα της Ανάστασης ο Χριστός; Με το σώμα αναστημένο ή χωρίς σώμα; Αν εικονίζεται με το σώμα Του, τότε η εικόνα πρέπει να είναι η ΑΝΑΣΤΑΣΗ και να ονομάζεται μόνο ΑΝΑΣΤΑΣΗ. Αν εικονίζεται ο Κύριος μόνο με την ψυχή (το πνεύμα), τότε η εικόνα είναι μόνο Η ΕΙΣ ΑΔΟΥ ΚΑΘΟΔΟΣ. Η παράδοση όμως φανερά μαρτυρεί ότι ο Χριστός ζωγραφίζεται με το αναστημένο σώμα Του. Οι τρύπες των καρφιών στα χέρια και τα πόδια είναι ακράδαντη μαρτυρία ότι ο Χριστός φέρει το αναστημένο σώμα Του.

Ακόμη συμπληρώνει και στερεώνει την άποψη αυτή η επιγραφή της εικόνας Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ.»[7] Παρακάτω σημειώνει: «Γιατί άραγε δεν αποδέσμευσε η Ορθοδοξία την εικόνα της Ανάστασης από το χώρο του Άδη; Άραγε υπάρχει ιδιαίτερος λόγος; Ναι! Λόγος ουσιαστικός συνδέει αυτές τις δύο παραστάσεις. Το φαινόμενο της Ανάστασης κατά την Ορθόδοξη αντίληψη αρχίζει από την κάθοδο του Χριστού στον Άδη.Η κάθοδοςαυτή ήταν θριαμβευτική. Μαζί Του ο Χριστός ανέσυρε τα πνεύματα των δικαίων του νόμου και τους μετέδωσε από τη ζωή Του, τη χαρά Του και τη μακαριότητά Του. Τους μετέφερε στη Βασιλεία του Θεού.»[8]

Με λίγα λόγια μας λέει ο Ι. Βράνος ότι στον Άδη παρουσιάστηκε ΣΩΜΑΤΙΚΩΣ ο Χριστός (!) κι αυτό το μαρτυρούν οι τρύπες από τα καρφιά πάνω στο σώμα Του (!) κι ότι το φαινόμενο της Ανάστασης αρχίζει από την κάθοδο του Χριστού στον Άδη που ανέσυρε τα πνεύματα των δικαίων (!) Διατυπώσεις απαράδεκτες και θα δούμε στη συνέχεια γιατί.

Ο λόγος που απορρίπτει την Ανάσταση του Χριστού εκ του τάφου όπως φαίνεται πιο κάτω είναι γιατί την έχει ως εικόνα η Παπική Εκκλησία (!). Γράφει: «Η Παπική Εκκλησία δεν δίνει αναστάσιμη ατμόσφαιρα στην κάθοδο του Χριστού. Η Ανάσταση στην Καθολική Εκκλησία αρχίζει από την έξοδο του Χριστού από τον τάφο. (σ.σ. Ερώτηση: Που είναι το λάθος εδώ;!). Μεγάλη διαφορά έχει λοιπόν η Ορθόδοξη Εκκλησία από την Παπική και στο σπουδαίο αυτό σημείο…. Η εικόνα αυτή ή καλύτερα η θρησκευτική αυτή ζωγραφιά απεικονίζει μια ιστορική στιγμή. Δεν αγκαλιάζει το νόημα της Ανάστασης στο σύνολό της, σαν Ανάσταση της ανθρωπότητας.» (σ.σ. Εμείς γνωρίζουμε από τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας ότι η κοινή ανάσταση της ανθρωπότητας θα γίνει κατά την Β΄Παρουσία του Κυρίου. Πώς λοιπόν η εις Άδου Κάθοδος του Κυρίου νοηματοδοτεί την Ανάσταση της Ανθρωπότητας, η οποία θα είναι κοινή για δικαίους και αμαρτωλούς;).[9]

Και καταλήγει: «Δεν μπορεί όμως να αντικαταστήσει η κάθοδος την Ανάσταση. Στη λογική θεώρηση η κάθοδος και η Ανάσταση δεν είναι αντικατηγορούμενες έννοιες (ταυτοβαθείς και ισοδύναμες). Είναι συγγενείς, όμοιες. Η Ανάσταση είναι γένος της καθόδου και η κάθοδος είναι είδος της Ανάστασης. Κατά το πλάτος η Ανάσταση και η κάθοδος είναι υπάλληλες έννοιες, γιατί η κάθοδος περιέχεται στο πλάτος της Ανάστασης» (!)[10].

Τέτοιο μπέρδεμα σε δύο σαφώς διακεκριμένα συμβάντα, μόνο και μόνο για να μη φανεί ότι ακολουθούμε την Παπική Εκκλησία σε ένα ζήτημα που ουσιαστικά ταυτιζόμαστε είναι πρωτοφανές!

Στον αγαπητό μας μοναχό Ι. Βράνο και τους ασπαζομένους τις απόψεις του για το συγκεκριμένο θέμα έχουμε να υποβάλλουμε μερικές ερωτήσεις. Πώς γίνεται το σώμα του Χριστού μετά το «τετέλεσται», που είπε ξεψυχώντας πάνω στο Σταυρό, να βρίσκεται ταυτόχρονα και στον σταυρό και στον Άδη; Θα΄πρεπε να έχει δύο σώματα για να συμβεί κάτι τέτοιο!

Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος μας διαβεβαιώνει: «Ο Χριστός και Θεός ημών, αφ΄ου εκρεμάσθη εις τον Σταυρόν και επροσήλωσεν εις αυτόν την αμαρτίαν του κόσμου, και απέθανεν, μετέβη εις τα κατώτατα μέρη του Άδου. Καθώς λοιπόν όταν ανέβη από τον Άδην, εμβήκεν πάλιν εις το πανάχραντόν του σώμα, και ευθύς ανέστη από τους νεκρούς.»[11]

Στην ερώτησή του «γιατί ζωγραφίζονται οι πληγές στο σώμα (σ.σ. νόει ψυχικό σώμα) του Χριστού στον Άδη», την απάντηση μας την δίνει ο Άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης στην ερμηνεία του στον Κανόνα του Μεγάλου Σαββάτου [12] όπου σχολιάζει: «Αι δυνάμεις και ενέργειαι της ψυχής άλλαι μεν ενεργούσι χωρίς καμμίαν βοήθειαν και συνεργείαν του σώματος, άλλαι δε χρειάζονται και την συνεργείαν του σώματος…. η φαντασία δε και αίσθησις της ψυχής χωρίς της του σώματος συνεργίας δεν έχουσι φύσιν να ενεργούσιν, επειδή αύται χοντρότεραι ούσαι, οικιούνται με το χοντρόν σώμα και με αυτό ή συμπάσχουσιν, ή συνεργούσιν. Επειδή λοιπόν τα στίγματα των παθών του Κυρίου ήτον αισθητά, δια τούτο ήτον κοινά της ψυχής ομού και του σώματος, όθεν εμαστίζετο μεν η σαρξ του Κυρίου και έπασχε∙ ’’Τότε γάρ, φησίν, ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐμαστίγωσεν’’ (Ιω.19:1), εικόνες όμως και τύποι και φαντασίαι τινές αμυδραί των μαστίγων και παθών και εις αυτήν υπεχαράττοντο την ψυχήν∙ όθεν ακούομεν ότι και αι ψυχαί των αμαρτωλών απάγονται εις τον άδην, τα στίγματα και σημεία των αμαρτιών αυτών περιφέρουσαι∙ ομοίως και αι ψυχαί των δικαίων και Μαρτύρων και αυταί, εκ του εναντίου, περιφέρουσιν εις εαυτάς τα του ιερού αυτών μαρτυρίου στίγματα. Ακολούθως λοιπόν και επί του Κυρίου, η μεν σάρξ εστίχθη με τας μάστιγας και τα πάθη, τα σημάδια δε τούτων διέβησαν και εις την του Κυρίου ψυχήν, την οποίαν ο άδης συναντήσας κάτωθεν, επικράνθη».[13]

Η ακριβής θεολογία επί του θέματος είναι διασαφηνισμένη στις ακολουθίες της Εκκλησίας μας: «Ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν Ἄδου δὲ μετὰ ψυχῆς ὡς Θεός, ἐν Παραδείσῳ δὲ μετὰ Ληστοῦ, καὶ ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες Χριστέ, μετὰ Πατρὸς καὶ Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὁ ἀπερίγραπτος».[14] Η Εικόνα της «Εις Άδου Καθόδου» του Χριστού αφορά το διάστημα από Μεγ. Παρασκευή Εσπέρας μέχρι τα ξημερώματα της Κυριακής του Πάσχα όπου ψάλλεται πανηγυρικά μετά το Εωθινό Ευαγγέλιο το «Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας…» Η αυστηρή νηστεία (ξηροφαγία) του Μεγάλου Σαββάτου (του μόνου καθ΄όλο το έτος), τι άλλο δηλώνει, παρά το ότι δεν έχει αναστηθεί ακόμη το Άχραντο Σώμα του Σωτήρος, το οποίο εγείρεται αληθώς την λαμπροφόρο νύκτα της Αναστάσεως…

Εδώ τίθεται ένα ερώτημα στο οποίο και ευθύς αμέσως θα απαντήσουμε. Εφ΄όσον η εικόνα της Εις Άδου Καθόδου του Χριστού, εικονίζει την τεθεωμένη ψυχή του Χριστού, γιατί επιγράφεται ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ;

Απαντούμε λοιπόν ότι η εικόνα αυτή εμπεριέχει το στοιχείο της Αναστάσεως όχι της θεόσωμης Αναστάσεως του Χριστού, αλλά της πνευματικής ανόρθωσης και αναστάσεως των Δικαίων, των απ΄αιώνος κεκοιμημένων, οι οποίοι είχαν τα έργα της μετανοίας και την προσδοκία της σωτηρίας. Πρόκειται για την λεγόμενη «πρώτη Ανάσταση» όπως λέγει και ο λαός, που έγκειται ακριβώς στην ζωοποίηση και πνευματική αναγέννηση των ψυχών των κεκοιμημένων, όπως την βιώνουμε κατ΄αντιστοιχία και εμείς οι ζώντες, μέσα από τα ιερά μυστήρια της Εκκλησίας μας, όταν συμμετέχουμε σε αυτά με συντετριμμένη καρδία και με κατάλληλη προετοιμασία, κεκαθαρμένοι από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος. Η πνευματική αυτή ανόρθωση από τις αμαρτίες μας είναι και η βασική προϋπόθεση και για την ένδοξη (εν σώματι) ανάστασή μας, κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας και την τελική Κρίση! Εν σώματι θα είναι και η ανάσταση των αμετανοήτων αμαρτωλών, αλλά λόγω της κακής ψυχικής τους προαιρέσεως θα βιώνουν την πικρία και την ατιμία της αποστασίας τους, οδυνόμενοι μαζί με τους δαίμονες.

Επομένως πνευματική ανάσταση δούλων έχουμε στην εις Άδου Κάθοδο του Κυρίου. Σωματική Ανάσταση του Κυρίου μας, έχουμε στην εκ τάφου έγερσή Του. Χαρμόσυνη η μία, λαμπρότερη η άλλη! Άρα η επιγραφή ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ στην εις Άδου Κάθοδο έχει βάσιμο συλλογισμό όπως το αναλύσαμε, ενώ η επιγραφή ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, είναι εσφαλμένη και θεολογικά στρεβλή!

Αυτές τις απλές αλήθειες δεν θέλουν μερικοί να τις καταλάβουν και βρίσκουν διάφορες σοφιστείες για να αρνηθούν την εικόνα της εκ τάφου Αναστάσεως του Χριστού. Λέγουν: «Κανένα ανθρώπινο μάτι δεν είδε πότε και πως αναστήθηκε ο Κύριος»[15] και συμπεραίνουν ότι γι΄αυτό το λόγο δεν πρέπει να ζωγραφίζεται εξερχόμενος από τον τάφο! Αλλά ερωτούμε: Ποιο ανθρώπινο μάτι είδε τον Κύριο να κατέρχεται στον σκοτεινό Άδη για να τον ζωγραφίσει; Κανένας δεν τον είδε, αλλά τον ζωγραφίζουμε γιατί μας το διαβεβαιώνουν οι Προφήτες, οι Άγιοι Απόστολοι[16], οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, αλλά και ο ίδιος ο Κύριός μας.[17] Για τον ίδιο λόγο τον ζωγραφίζουμε και εξερχόμενο εκ του τάφου, γιατί είναι αδιάψευστη μαρτυρία της Αγίας Γραφής και της σχετικής Υμνολογίας της Εκκλησίας μας.[18]

Κάποιοι άλλοι σκανδαλίζονται από τον άγγελο της εικόνας της Αναστάσεως του Χριστού που αποσύρει τον λίθο από την είσοδο του μνημείου. Λέγουν: Απαράδεκτο! Ο Παντοδύναμος Χριστός είχε ανάγκη να τον διευκολύνει ο άγγελος για να βγει από το μνήμα;[19] Κι όμως ο Άγγελος αναφέρεται από όλους τους Ιεροὺς Ευαγγελιστὲς (πρβλ. Ματθ. 28:2, Μάρ.16:4, Λουκ.24:2, Ἰω.20:2), όχι για να βοηθήσει τον Χριστό να εξέλθει από το μνημείο, αλλά για να διαπιστώσουν την Ανάστασή Του, βλέποντας κενό το μνήμα οι στρατιώτες που τον εφύλαγαν, οι Απόστολοι και οι Μυροφόρες.

Οι δε φύλακες στρατιώτες δεν έπεσαν κάτω, γιατί είδαν τον Αναστάντα Χριστό, αλλά γιατί ατένισαν την θεία δόξα του Αγγέλου όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Απ. Ματθαίος: «καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας· ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ∙ ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών∙ ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες καὶ ἐγένοντο ὡσεὶ νεκροί.» (Ματ.28:2-4). Το δε μνημείο το αντίκρισαν άδειο.

Οι Αρχιερείς λοιπόν θα πληροφορούντο τα θαυμαστά γεγονότα της Αναστάσεως από αυτόπτες μάρτυρες, ώστε να μην μπορούν να θεωρήσουν τους Αποστόλους ένοχους της φημολογούμενης κλοπής του Σώματός Του, όπως το επιδίωξαν∙ γεγονός που δείχνει όχι μόνο την αμετανοησία τους, αλλά και την ψυχική διαστροφή που είχαν υποστεί, γιατί έκαναν αυτό το αδιανόητο! Ορίστε τι καταγράφει το Ιερό Ευαγγέλιο: «ἰδού τινες τῆς κουστωδίας ἐλθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν τοῖς ἀρχιερεῦσιν ἅπαντα τὰ γενόμενα∙ καὶ συναχθέντες μετὰ τῶν πρεσβυτέρων συμβούλιόν τε λαβόντες ἀργύρια ἱκανὰ ἔδωκαν τοῖς στρατιώταις λέγοντες· εἴπατε ὅτι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς ἐλθόντες ἔκλεψαν αὐτὸν ἡμῶν κοιμωμένων»!! (Ματ.28:11-13).

Κάποιοι ενοχλούνται γιατί ο Χριστός φαίνεται να εξέρχεται εκ του τάφου «γυμνός σαν αθλητής, βαστάζοντας ένα λάβαρο σαν σημαία με τον σταυρό ζωγραφισμένο επάνω».

Το ότι ζωγραφίζεται γυμνός είναι αναληθές. Ο Κύριος στις Ορθόδοξες αναστάσιμες εικόνες, φοράει λευκό χιτώνα ή την σκελέα που εικονίζεται και στην σταύρωση. Ότι εξέρχεται ως αθλητής είναι αλήθεια, διότι όντως άθλησε ο Κύριός μας και νίκησε τους αήττητους ανταγωνιστές των ανθρώπων, τον διάβολο, την αμαρτία και τον θάνατο! Είναι δε και ο πρωταθλητής μεταξύ όλων των μαρτύρων της πίστεώς μας που έμειναν ατρόμητοι, γενναίοι και αμνησίκακοι μπροστά στον θάνατο και τις δυνάμεις του σκότους! Στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας διαβάζουμε: «αὐτὴν τὴν σωτηρίαν, ἣν ὁ πρῶτος ἡμῶν ἀθλο­θέτης καὶ ἀ­θλοδότης καὶ στεφανίτης (Χριστός) ’’ἐν μέσῳ τῆς γῆς κα­τειρ­γάσατο’’∙ ταύ­την σήμε­ρον τὴν πανήγυριν ἑορτάζομεν…».[20]

Το λάβαρο δε που κρατάει ο Χριστός είναι το λάβαρο της νίκης κατά του θανάτου, γι αυτό έχει πάνω σχηματισμένο το σταυρό.

Παρόμοιο λάβαρο κρατούσε και ο Μέγας Κωνσταντίνος όταν επέστρεφε από νικηφόρους πολέμους. Γιατί λοιπόν σκανδαλίζονται; Γιατί κάποιοι εικονίζουν τον Χριστό στον Άδη να βαστάζει ως τρόπαιο νίκης τον Σταυρό; Συνέβη άραγε στην πραγματικότητα αυτό;

Η εικόνα της Αναστάσεως του Χριστού εκ του τάφου και όχι εκ του Άδου, έχει εκτός από ιστορική σημασία και θεολογικό περιεχόμενο, το οποίο πρέπει ο αγράμματος να μπορεί να το προσεγγίσει με απλό και εποπτικό τρόπο. Άλλωστε το ίδιο τολμά και η εικόνα της εις Άδου Καθόδου του Χριστού που έχει καθαρά μόνο θεολογικό περιεχόμενο. Γιατί λοιπόν μας ξενίζει η υπέρβαση της ακρίβειας, που την συναντάμε σε ευρεία χρήση στην βυζαντινή τεχνοτροπία;

Η Ορθόδοξη υμνογραφία, μας δίνει τη δυνατότητα να εικονίζουμε τον Χριστό και εκ του τάφου Αναστάντα, χωρίς κανένα δισταγμό. Κάθε Κυριακή ψάλλουμε στον όρθρο: «Αναστάς ο Ιησούς από του τάφου, καθώς προείπεν, έδωκεν ημίν την αιώνιον ζωήν και μέγα έλεος». Αλλού: «Δόξα σοι Χριστὲ Σωτήρ, Υἱέ, Θεοῦ μονογενές, ὁ προσπαγεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ, καὶ ἀναστὰς ἐκ τάφου τριήμερος».[21] Και πάλι: «Ἀναστὰς ἐκ τοῦ τάφου ὡς ἀληθῶς, ταῖς ὁσίαις προσέταξας Γυναιξί, κηρῦξαι τὴν Ἔγερσιν, Ἀποστόλοις ὡς γέγραπται…».[22] Πιο κάτω: «Ἀναστὰς ἐκ τοῦ τάφου, ὡς ἐξ ὕπνου Οἰκτίρμον, πάντας ἐρρύσω φθορᾶς…».[23] Ο Άγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός στον αναστάσιμο κανόνα της στ΄Ωδής, λέει χαρακτηριστικά: «Ἀνέστης, ἐξαστράπτων ὡραῖος ἐκ τάφου Χριστέ, καὶ διεσκέδασας πάντας, τοὺς ἐχθροὺς τὴ θεία σου δυναστεία…».[24] Και άλλα πολλά…

Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η υμνογραφία της Εκκλησίας μας, που είναι έργο Αγίων, τοποθετεί την Ανάσταση του Χριστού εκ του τάφου. Άρα όχι μόνο μπορούμε, αλλά και οφείλουμε να την αγιογραφούμε.

Στις Καταβασίες του Πάσχα ο υμνωδός διακρίνει σαφώς την Κάθοδο στον Άδη απ΄την Ανάσταση, ξεκινάει με το: «Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς, καὶ συνέτριψας μοχλοῦς αἰωνίους, κατόχους πεπεδημένων Χριστέ» και καταλήγει: «καὶ τριήμερος ὡς ἐκ κήτους Ἰωνάς, ἐξανέστης τοῦ τάφου».[25] Το «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν…» δηλώνει ότι ο Χριστός ανέστησε το Άχραντο Σώμα Του από νεκρό όπου ήταν και έγινε το προανάκρουσμα και της δικής μας αθανασίας. Η ψυχή του Κυρίου μας ουδέποτε βίωσε τη νέκρωση (δηλ. τον χωρισμό από τον Θεό).

Καταλήγοντας να σημειώσουμε ότι η αγιογράφηση της εκ τάφου αναστάσεως του Χριστού χρειάζεται να γίνεται με μεγάλη σπουδή και προσοχή, ώστε να αποφευχθούν κάποιες υπερβολές και αστοχίες που παρατηρούνται σε αναγεννησιακές θρησκευτικές παραστάσεις Δυτικού τύπου όπως οι παρακάτω.

Ο καθένας αντιλαμβάνεται κοιτάζοντας τις ζωγραφιές αυτές ότι εμπνέουν την ανευλάβεια, την ανακρίβεια και συνάμα προβληματίζουν για την ιστόρηση του γεγονότος της Αναστάσεως… π.χ. Ο Χριστός δεν σηκώθηκε από το μνήμα βγάζοντας διαδοχικά τα πόδια του από το μνήμα ή προσπαθώντας να ανασηκωθεί στηριζόμενος σε κάποιο λάβαρο, διευκολύνοντάς τον συνάμα κάποιος άγγελος!

Το σώμα του Χριστού ήταν τυλιγμένο με «σουδάρια» και «ὀθόνια» (Ιωαν.20:7), τα οποία κυριολεκτικώς είχαν κολλήσει πάνω Του και είχαν σκεπάσει τη σάρκα Του, λόγω του μίγματος «σμύρνης καὶ ἀλόης ὡς λίτρας ἑκατόν» (Ιωαν.19:39-40), που είχαν χύσει πάνω Του ο αγ. Νικόδημος ο μυροφόρος και ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας. Η έξοδος του Χριστού εκ του τάφου έγινε «ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου»[26], σε άδηλο χρόνο. Το γεγονός ότι ο Χριστός παρουσιάζεται στις εικόνες της Αναστάσεως εκτός του τάφου, απλώς σηματοδοτεί ότι εξήλθε σωματικώς εκ του μνήματος, δεν μας περιγράφει το πώς και πότε συνέβη αυτό. Γίνεται κι εδώ, (όπως και αλλού σε βυζαντινές εικόνες), μια υπέρβαση του χρόνου για να λάβουμε εποπτική γνώση της Αναστάσεως…

Ούτε παρουσιάσθηκε σχεδόν γυμνός ενώπιον των στρατιωτών που τον εφύλαγαν! Οι στρατιώτες το μόνο που είδαν, μετά από έναν μεγάλο σεισμό που έγινε και απεσύρθη ο λίθος από το μνημείο (όπως τονίσαμε και πιο πάνω), ήταν ο κενός τάφος και ο άγγελος που καθόταν πάνω σε αυτόν. (πρβλ. Ματ.28:2-4).

Τέτοιου είδους αναπαραστάσεις του Αναστάντος Χριστού, είναι καθαρά επινόηση των ζωγράφων και τις απορρίπτουμε ασυζητητί.

Αναμφίβολα κάποιοι από τους αγιογράφους μας, κυρίως κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, είχαν επηρεαστεί από απεικονίσεις Δυτικού τύπου, της Αναστάσεως εκ τάφου του Χριστού και τις αντέγραφαν χωρίς να δώσουν σημασία στις επί μέρους λεπτομέρειες που διαφοροποιούν την ιστόρηση του συμβάντος όπως την αποδίδουν τα ευαγγέλια, γι΄αυτό και προσομοιάζουν με τις αντίστοιχες φράγκικες εικόνες.[27]

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει δυνατότης να αποδοθεί με τον δικό μας παραδοσιακό βυζαντινό τρόπο, η Ανάσταση του Χριστού, με τις ακριβείς επισημάνσεις που μπορούμε να αντλήσουμε από την Αγία Γραφή… Εδώ άλλωστε έγκειται και η δεξιότητα των αγιογράφων μας, οι οποίοι οφείλουν, ό,τι καταγράφει ο λόγος του Θεού με την πένα, να το αποδίδουν με τον χρωστήρα.

Υπό π. Δημητρίου Χ. Σαββόπουλου


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Πηδάλιον Εκδόσεις: «Αστήρ», Αθήναι 1982. Υποσημ. (2), σελ. 321.

[2] έ.α. ομοίως σελ. 321.

[3] «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως» Κεφ.73, εδώ: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/paterikon/iwannhs_damaskhnos_ekdosis_akribhs.htm

[4] (Ματθ.27:50, Λουκ.23,46 & Ιωαν.19:30).

[5] Ομιλία Αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Λόγος εις το Μέγα Σάββατον…

[6] Ματ.28:2 «ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ.»

[7] Μοναχού Ιωάννου Βράνου «Θεωρία της αγιογραφίας», Εκδόσεις: Π. ΠΟΥΡΝΑΡΑ, Θεσσαλονίκη 1977, σελ.222-223.

[8] έ.α. σελ.223.

[9] έ.α. σελ.225.

[10] έ.α. σελ.225.

[11] Αγ. Συμεών του νέου Θεολόγου: «Τα Ευρισκόμενα», Εκδόσεις: Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 194, Λόγος 42ος

[12] Κανών Μεγ. Σαββάτου, Ὠδὴ δ’, τροπ.δ΄, όπου λέγει: «Ὁ Ἅδης Λόγε συναντήσας σοί, ἐπικράνθη, βροτὸν ὁρῶν τεθεωμένον, κατάστικτον τοὶς μώλωψι, καὶ πανσθενουργόν, τῶ φρικτῶ τῆς μορφῆς δέ, διαπεφώνηκεν»

[13] Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου: «Εορτοδρόμιον Τομ. Β΄», Εκδόσεις: ’’Ορθόδοξος Κυψέλη’’, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 232. (Βλ. στην ίδια σελίδα και υποσ. 72. & 73.)

[14] Βλ. Στην Ενάτη Ακολουθία του Πάσχα, που τελείται καθ΄ όμοιο τρόπο την Διακαινήσιμο εβδομάδα, αντί των Ωρών, του Μεσονυκτικού και του Αποδείπνου.

[15] Εδώ: http://antiairetikos.blogspot.com/2015/04/blog-post_12.html «Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΔΥΤΙΚΗ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ»

[16] Βλ. Από Π.Δ. Ψαλ. 15:10, 29:4, 106:14 &16, Ιωβ 38:17, Ωσ. 6:2, 3:14, Ησ. 14:9, 45:2. Από Κ.Δ. Πραξ. 2:24-31, Εφ. 4:9-10, Α΄Πετ. 3:18-20, Αποκ. 1:17-18.

[17] Βλ. Ματ. 12:40, Ιωαν. 14:30.

[18] «Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς, καὶ συνέτριψας μοχλοῦς αἰωνίους, κατόχους πεπεδημένων Χριστέ, καὶ τριήμερος ὡς ἐκ κήτους Ἰωνάς, ἐξανέστης τοῦ τάφου.» Καν. Πάσχα Ὠδὴ ς’ Ὁ εἱρμὸς. «Εἰ καὶ ἐν τάφῳ κατῆλθες ἀθάνατε, ἀλλὰ τοῦ Ἄδου καθεῖλες τὴν δύναμιν, καὶ ἀνέστης ὡς νικητής, Χριστὲ ὁ Θεός…» Κοντάκιον Όρθρου του Πάσχα. «Ἠνοίγησάν σοι Κύριε φόβῳ πύλαι θανάτου, πυλωροὶ δὲ ᾅδου ἰδόντες σε ἔπτηξαν, πύλας γὰρ χαλκᾶς συνέτριψας καὶ μοχλοὺς σιδηροῦς συνέθλασας καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς ἐκ σκότους καὶ σκιᾶς θανάτου, καὶ τοὺς δεσμοὺς ἡμῶν διέῤῥηξας.» Από τον Εσπερινό της Αγάπης, Στιχηρό. «Εὐφραινέσθω τὰ οὐράνια, ἀγαλλιάσθω τὰ ἐπίγεια, ὅτι ἐποίησε κράτος, ἐν βραχίονι αὐτοῦ, ὁ Κύριος, ἐπάτησε τῷ θανάτῳ τὸν θάνατον, πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο, ἐκ κοιλίας ᾅδου ἐρρύσατο ἡμᾶς, καὶ παρέσχε τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.» Αναστάσιμο Απολυτίκιο γ’ ήχου.

[19] Αξίζει να θυμηθούμε εδώ την περίπτωση του Απ. Πέτρου, όταν στην Γεσθημανή έκοψε το αυτί του δούλου του Αρχιερέως Μάλχου, (Ιω.18:10), θέλοντας να προστατέψει τον Χριστό που πήγαν να τον συλλάβουν οι στρατιώτες. Τότε ο Ιησούς του είπε: «ἀπόστρεψόν σου τὴν μάχαιραν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς· πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται. ἢ δοκεῖς ὅτι οὐ δύναμαι ἄρτι παρακαλέσαι τὸν πατέρα μου, καὶ παραστήσει μοι πλείους ἢ δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων;» (Ματ.26:52-53). Είχε άραγε ανάγκη ο Χριστός 12 λεγεώνες αγγέλων για να αντιμετωπίσει λίγους στρατιώτες; Ασφαλώς όχι! Ο Κύριος δεν χρειάζεται καμία βοήθεια κατά των εχθρών του, αλλά ήταν και βέβαιος ότι και θα την ελάμβανε αν το ζητούσε. Η παρουσία του αγγέλου λοιπόν στο μνήμα δεν δείχνει αδυναμία του Χριστού να αποκυλίσει το λίθο, αλλά συνεργεία του αγγέλου να αποκαλύψει το θαύμα του κενού μνημείου, δηλ. της Αναστάσεώς Του!

[20] Συνοδικὸν τῆς ᾿Ορθοδοξίας §3. Εδώ: https://www.oodegr.com/oode/dogma/kanones/synodiko_or8odoksias_1.htm

[21] Παρακλητική, Εσπερινός Κυριακής, Ηχ.πλ.δ΄6ο Στιχηρό

[22] Παρακλητική, Όρθρος Κυριακής, Ηχ.πλ.δ΄ Δοξαστικό στο Κάθισμα

[23] Παρακλητική, Όρθρος Κυριακής, Ηχ.πλ.δ΄ Κανών Σταυροαναστάσιμος, Ὠδὴ ζ’, β΄τροπάριο.

[24] Παρακλητική, Όρθρος Κυριακής, Ηχ.δ΄ Κανών Ὠδὴς ς’, γ΄ τροπάριο.

[25] Πεντηκοστάριο, Όρθρος Κυριακής του Πάσχα, Ειρμός Ὠδὴς ς’.

[26] Παρακλητική, ῏Ηχος πλ. αʹ, Κυριακὴ πρωΐ, Αἶνοι: «Κύριε ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου ὑπὸ τῶν παρανόμων, προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου· οὐκ ἔγνωσαν πῶς ἐσαρκώθης, οἱ ἀσώματοί σου ῎Αγγελοι· οὐκ ἤσθοντο πότε ἀνέστης, οἱ φυλάσσοντές σε στρατιῶται·…»

[27] Το παλαιότερο παράδειγμα τέτοιας εικόνας Δυτικού τύπου είναι του Ηλία (Λέο) Μόσκου (†1682 Ζάκυνθος), του 1657, στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών. Βλ. Κωνσταντίνου Καλοκύρη «῾Η Ζωγραφικὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας», σελ. 142 υποσημ. 1, και σελ. 139-140. Εκδόσεις «Π. ΠΟΥΡΝΑΡΑ», Θεσσαλονίκη 1972.

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

ΜΕΡΟΣ Α΄

Το γεγονός της Πεντηκοστής και οι εικαστικές παραλλαγές

Ως γνωστόν η αγιογράφηση των ιερών εικόνων Δεσποτικών εορτών και άλλων γεγονότων και αποκαλύψεων, βασίζεται κατ΄εξοχήν στην Αγία Γραφή και στην Παράδοση της Εκκλησίας μας. Γενικότερα όσο είναι δυνατόν, πρέπει να εκφράζουν και τη Θεολογία της πίστεώς μας.

Βάσει των ανωτέρω και η εικόνα της Πεντηκοστής σε γενικές γραμμές, πρέπει να εικονίζει, ή έστω περιληπτικά να επισημαίνει ό,τι εξιστορεί το βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων», στο οποίο ο συγγραφέας και Ευαγγελιστής Λουκάς μας πληροφορεί ότι: Ο Χριστός επί 40 ημέρες πριν την Ανάληψή Του στους ουρανούς, παρουσιαζόταν ζωντανός μεταξύ των μαθητών Του, δίνοντάς τους εντολές και διδάσκοντάς τους αλήθειες για τη Βασιλεία των Ουρανών. Συναναστρεφόταν δε μαζί τους και τους ειδοποίησε να μην απομακρυνθούν από την Ιερουσαλήμ διότι μετά από λίγες μέρες θα λάβουν βάπτισμα «ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» Και πάλι παρακάτω: «λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ… καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς.» (Πραξ.1:2-8) [1]

Στη συνέχεια αναφέρεται στη σύναξη των Αγ. Αποστόλων, μαζί με τους εβδομήκοντα, την Θεοτόκο και τους επονομαζόμενους αδελφούς του Κυρίου, (120 ατόμων), για να εκλέξουν με προτροπή του Απ. Πέτρου νέο μαθητή, στη θέση του απολεσθέντος Ιούδα του Ισκαριώτη (Πράξ. 1:12-25), ώστε να διατηρηθεί ο αριθμός των 12 Αποστόλων. Πράγματι: εξέλεξαν τον Ματθία «καὶ συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων.» (Πραξ. 1:26)

Πιο κάτω συμπληρώνει ότι, δέκα μέρες από την Ανάληψή Του Κυρίου εις τους Ουρανούς «Καὶ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς (εβραϊκής) πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι.» (Πραξ.2:1-4)…

Από τις ανωτέρω ευαγγελικές περικοπές αντιλαμβάνεται κανείς, έστω και ασαφώς, ότι η έναρξη για τη λήψη του Αγίου Πνεύματος, αφορούσε το στενό κύκλο των μαθητών του Κυρίου. Βάση όμως κι άλλων σχετικών αναφορών στην Αγ. Γραφή, μπορούμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα ότι ήταν αποκλειστικά οι 12 μαθητές του Κυρίου, στους οποίους ανετέθη και η ιεραποστολή στα έθνη. Αυτοί ασφαλώς μπορούσαν να το μεταδώσουν και στους διαδόχους τους, δια της χειροτονίας, αλλά και σε άλλους πιστούς δια βαπτίσματος και των άλλων ιερών μυστηρίων.

Το συμπέρασμα αυτό δεν είναι αυθαίρετο. Στο απολυτίκιο της εορτής ψάλλουμε: «ὁ πανσόφους τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ δι’ αὐτῶν τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας». Ομοίως στην απόλυση της εορτής: «Ὁ ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν οὐρανόθεν καταπέμψας τό πανάγιον Πνεῦμα, ἐπί τούς ἁγίους αὐτοῦ μαθητάς καί Ἀποστόλους, Χριστός ὁ ἀληθινός…» Ομοίως στους ύμνους της εορτής: «Γλώσσαις ἀλλογενῶν, ἐκαινούργησας Χριστὲ τοὺς σοὺς μαθητάς, ἵνα δι’ αὐτῶν σε κηρύξωσι, τὸν ἀθάνατον Λόγον καὶ Θεόν»[2] «…ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν, ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν…» [3]. «Ὅτε τὸ Πνεῦμά σου κατέπεμψας Κύριε, καθημένοις τοῖς Ἀποστόλοις,… καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐχορήγει αὐτοῖς· ἰδιῶται γὰρ ὄντες, ἐσοφίσθησαν, καὶ τὰ ἔθνη πρὸς πίστιν ζωγρήσαντες, τὰ θεῖα ἐρρητόρευον·» [4].κ.ά.

Στο Μυστικό Δείπνο που ήταν ΜΟΝΟ οι μαθητές Του πάλι τους μίλησε για την χορήγηση του Αγίου Πνεύματος, όχι μία φορά αλλά κατ΄επανάληψη: (Ιωαν.14:25-26, 15:26-27, 16:12-13).

Δεν είναι τυχαίο ότι και στην Αρχιερατική προσευχή Του ο Κύριος (Ιωαν.17:1-26), παρακαλεί τον Θεό Πατέρα Του, αποκλειστικά για να φυλάξει, να αγιάσει και να συσφίξει με τη δύναμη της αγάπης και της ομοφροσύνης τους μαθητές Του. (Ιωαν.17:6-8, 17:17-18, 17:23).

1. Το παράδοξο τώρα στην εικόνα αυτή είναι ότι σε πρώτη θέση μεταξύ των άλλων αποστόλων εικονίζεται και ο Απ. Παύλος ή Σαύλος (!), ο οποίος προσήλθε στην Εκκλησία του Χριστού και βαπτίστηκε χριστιανός, τουλάχιστον τρία χρόνια μετά την Πεντηκοστή, όπως μας διηγείται ο ίδιος. (Πράξ. 7:58,60, Πράξ. 8:3) & (Γαλ. 1:13).

2. Ακόμη σε πολλές εικόνες της Πεντηκοστής συναριθμούνται μαζί ο Απ. Μάρκος και ο Απ. Λουκάς εκ των εβδομήκοντα [5]. Τους διακρίνουμε γιατί στα χέρια τους βαστούν το Ευαγγέλιο (ως συγγραφείς και αυτοί Ευαγγελίου), ενώ παραλείπονται άλλοι μαθητές εκ των δώδεκα, καθώς και ο Απ. Ματθίας που υποκατέστησε τον εκπεσόντα Ιούδα τον Ισκαριώτη.

3. Σε αρκετές εικόνες στην κορυφή του τόξου, που σχηματίζει το σύνθρονο, ή μεταξύ των μαθητών, βλέπουμε να κυριαρχεί η μορφή της Θεομήτορος, ενώ αλλού να παραλείπεται.

4. Επίσης στο κάτω μέρος της εικόνος βλέπουμε προσωποποιημένο τον «κόσμο», ενώ σε παλαιότερες εικόνες ζωγραφιζόταν όπως μας επισημαίνει ο Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης ο προφήτης Ιωήλ [6], κρατώντας ανοικτό ειλητάριο με την προφητεία του για την επερχόμενη έλευση του Αγίου Πνεύματος.

5. Τέλος δε σε κάποιες εικόνες Πεντηκοστής, βλέπουμε τις «πύρινες γλώσσες» του Αγίου Πνεύματος, να εξέρχονται με τοξοειδή διεύθυνση προς τα κεφάλια των Αποστόλων, από ένα φωτεινό ημικύκλιο (ή κυκλικό δίσκο), όπου μέσα αναπαρίσταται πάλι το Άγιο Πνεύμα εν «είδη περιστεράς», ενώ σε άλλες απουσιάζει.

ΜΕΡΟΣ Β΄

Η σύνθεση της εικόνας της Πεντηκοστής με βάση την Εκκλησιαστική Παράδοση

Και ερχόμαστε τώρα να εξετάσουμε μία μία τις διαφορές και κατά πόσο ευσταθούν ιστορικά και θεολογικά.

1. Κάποιοι έγκριτοι αγιογράφοι και Θεολόγοι λέγουν ότι ο Απ. Παύλος πράγματι δεν ήταν μέλος της Εκκλησίας κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, αλλά με την μετάνοιά του και το προσωπικό του βάπτισμα, απέκτησε και αυτός την εμπειρία της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος και βίωσε και αυτός το γεγονός της Πεντηκοστής όπως οι άλλοι μαθητές του Χριστού. Επειδή η εικόνα έχει διαχρονική σημασία μπορούμε να τον εικονίσουμε και αυτόν μεταξύ των Αποστόλων, ως πρωτοκορυφαίο, διότι και δι΄αυτού εδραιώθηκε η Εκκλησία. Με βάση όμως αυτή τη λογική, γιατί δεν ιστορούμε και τον Απ. Ματθία που ήταν παρών στην Πεντηκοστή, ή κάποιους εκ των Μεγίστων Αγίων Αρχιερέων της Εκκλησίας μας που είχαν ανάλογες εμπειρίες, και να παραλείψουμε κάποιους ακόμη Αποστόλους εκ των δώδεκα;

2. Το παραπάνω ερώτημα μπορούμε να το θέσουμε και για τους Απ. Λουκά και Απ. Μάρκο εκ των εβδομήκοντα, που αντικαθιστούν πάλι Αποστόλους εκ των δώδεκα. «Οι 12 απόστολοι, που αναπαριστάνονται στην εικόνα ως αποστολικός κύκλος, αποτελούν το θεμέλιο της Εκκλησίας, την κορυφή της ιεραρχίας της∙ είναι εκείνοι στους οποίους ανέρχεται η διαδοχή της εξουσίας μέσα στην Εκκλησία. Αυτή είναι η ορθόδοξη ερμηνεία και δεν συγκρούεται καθόλου με το νόημα της εορτής της Πεντηκοστής».[7] Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο Πηδάλιο τονίζει ότι: «Οι ζωγράφοι πρέπει να προσέχουν και να ηξεύρουν πρώτον τι λέγει η Γραφή και το Ευαγγέλιον, και ούτω να ζωγραφίζουν κατά το Ευαγγέλιον και την Γραφήν τας εικόνας των. Ή αν δεν ηξεύρουν αυτοί, πρέπει να ερωτούν τους ειδότας και πεπαιδευμένους δια να μανθάνουσι, και όχι να ζωγραφίζουν άλλα αντ΄άλλων και αυτά πολλάκις τα ενάντια του Ευαγγελίου και ατοπώτατα. Καθώς είναι…. το να ζωγραφίζουν τον Απόστολον Παύλον εν τη Αναλήψει, και εν τη Πεντηκοστή, εις καιρόν όπου ο Παύλος έγινε μαθητής του Χριστού μετά την Ανάληψιν και Πεντηκοστήν, και τον του Στεφάνου λιθοβολισμόν…» [8]

3. Κι ερχόμαστε στο πρόσωπο της Παναγίας η οποία σημειωτέον παρουσιάζεται σε διάφορες παλαιές εικόνες ως παρούσα στην Πεντηκοστή, μαζί με τους Μαθητές. Μια τέτοια αρχαία παράσταση είναι και αυτή που καταχωρούμε παρακάτω, σε χρονολογούμενο χειρόγραφο του Ευαγγελίου του Rabbula, του 6ου αιώνα μ.Χ.

Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών σημειώνει ότι «η εμφάνισις της Μητρός του Θεού εις το μέσον, ως να προήδρευε του ομίλου των Αποστόλων, συγκεντρωθέντων εις την Σύναξιν δια την Πεντηκοστήν, συνδέεται στενώς προς τιμήν της Παρθένου, και ειδικώτερον προς τον χαρακτηρισμόν ταύτης ως «Σιών Όρος», ένθα έλαβε χώραν το θαύμα της καθόδου των πυρίνων γλωσσών…» [9]

Αυτοί που αποκλείουν την παρουσία της Παναγίας στην εικόνα της Πεντηκοστής ισχυρίζονται, ότι επειδή έλαβε το Άγιο Πνεύμα στον Ευαγγελισμό (Πρβλ. Λουκ.1:35), δεν είναι αναγκαία η παρουσία της στην Πεντηκοστή για να λάβει εκ νέου το Άγιο Πνεύμα.

Ο αντίλογος σε αυτό το επιχείρημα είναι, ότι αυτό είναι θεωρία των θεολόγων του Παπισμού γιατί κατά την ίδια «λογική», δεν θα έπρεπε και οι Απόστολοι να λάβουν το Άγιο Πνεύμα, διότι ο Χριστός, τους το είχε δώσει προ της ημέρας της Πεντηκοστής και συγκεκριμένα, μετά την Ανάστασή Του, όταν παρουσιάσθηκε μεταξύ των μαθητών του, κεκλεισμένων των θυρών, και τους είπε: «εἰρήνη ὑμῖν…. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον·…» (Ιωαν. 20:19-23).

Ὁ θεολόγος και αγιογράφος Λεωνίδας Οὐσπένσκυ, σχολιάζοντας τό θέμα, ἀναφέρει ὅτι: «ἄν ἡ Παναγία βρισκόταν στή σύνθεση, τότε θά ἦταν αὐτή τό κύριο πρόσωπο καί οἱ Ἀπόστολοι σέ δεύτερο ἐπίπεδο. Ὁ στόχος τῆς Εἰκόνας, τόν ὁποῖο καί πετυχαίνει, εἶναι νά φανεῖ ἡ ἰσοτιμία ὁλόκληρου τοῦ Ἀποστολικοῦ κύκλου» [10]

Η όλη σύγχυση πιστεύω οφείλεται στο εδάφιο: Πράξ. 1:14 [11] όπου αναφέρεται στη σύναξη μεταξύ των αποστόλων και η Παναγία, για την επικείμενη εκλογή 12ου Αποστόλου στη θέση του Ιούδα του Ισκαριώτη. Εκεί όμως παρευρέθη για τον συγκεκριμένο σκοπό, όπως και όλοι οι στενοί ακόλουθοι του Χριστού (περί τα 120 άτομα και πλέον). Εκ των πραγμάτων θα ήταν αδύνατον όλοι αυτοί οι άνθρωποι να συνοικούν επί δέκα μέρες στον ίδιο τόπο («ὑπερῷον»), μέχρι την ημέρα της Πεντηκοστής! Αλλά και να ήταν εκεί δεν σημαίνει ότι θα ελάμβανε εκ νέου το Άγιο Πνεύμα! (Αυτό που ήδη είχε!).

Οι Απόστολοι όπως μας διδάσκει ο Άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος, έλαβαν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος σταδιακά. Δεν έλαβαν λέγει την Χάρη του Αγίου Πνεύματος μονομιάς αλλά διαδοχικά. (α) Αμυδρώς προ του πάθους, γι΄αυτό μπορούσαν και θεράπευαν αρρώστους και έβγαζαν δαιμόνια (βλ. Ματ.10:8, Πρβλ. & Μαρ.6:13, Λουκ.10:17,19-20). (β) Εκτυπώτερον δηλ. πιο φανερά, μετά την Ανάσταση, ώστε να συγχωρούν αμαρτίες (Ιωαν.20:23) και (γ) Τελειώτερον δηλ. πληρέστερα και ξεκάθαρα μετά την Πεντηκοστή, όπου τους εδόθη επιπροσθέτως «Δύναμις» και θάρρος για να κηρύξουν το ευαγγέλιο στα έθνη (Πραξ.1:8), αλλά και «Σοφία», ώστε οι αγράμματοι ψαράδες να φωτισθούν και να σαγηνεύσουν με το λόγο τους «την οικουμένην». Δεν είναι δε τυχαίο ότι το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε με τη μορφή πυρήνων γλωσσών για να δηλώσει τον λόγο, την ομιλία.[12]

O αείμνηστος πρωτοπρεσβύτερος Αλέξανδρος Σμέμαν, καθηγητής θεολογίας και σπουδαίος μελετητής της λειτουργικής μας παράδοσης, επισημαίνει τα εξής σημαντικά: «Οτιδήποτε πραγματοποιούνταν για εκατοντάδες χρόνια και στο οποίο έχουν συνηθίσει οι άνθρωποι, δεν είναι απαραίτητα σωστό στο φως της αληθινής λειτουργικής παράδοσης της Ορθοδοξίας, και κάτι που φαίνεται «νέο» και ακόμη «επαναστατικό» μπορεί κάλλιστα να αποτελεί μία αναγκαία επιστροφή στη γνήσια παράδοση. (Letter 232)».[13]

Κλίνοντας το θέμα να θέσουμε κι ένα ερώτημα προς προβληματισμό: Ασχέτως με το αν βλάπτεται η ισοτιμία του χορού των Αποστόλων, από την παρουσία της Θεομήτορος, έχουν οι αγιογράφοι το δικαίωμα να αυθαιρετούν και να συνθέτουν με τη φαντασία τους ό,τι θέλουν; Απ’ την απάντηση που θα δώσει ο κάθε «ειδικός», εξαρτάται και το εικαστικό αποτέλεσμα…

4. Για το τέταρτο ζήτημα πάλι θα ανατρέξουμε στον Αγ. Νικόδημο τον Αγιορείτη ο οποίος στην συνέχεια των όσων προαναφέραμε προσθέτει και τα εξής: «Προς τούτοις, δεν πρέπει να ζωγραφίζουν εις την εικόνα της Πεντηκοστής ένα άνθρωπον υποκάτω των Αποστόλων, και να τον επιγράφουν Κόσμον, αλλά αντί τούτου, πρέπει να ζωγραφίζουν τον προφήτην Ιωήλ, λέγοντα∙ ’’ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα’’, ως ούτως έχουν τινές παλαιαί εικόνες».[14]

Αυτοί που εικονίζουν τον κόσμο προσωποποιημένο στο κάτω μέρος, μέσα στο ανοικτό σκοτεινό ημικύκλιο που σχηματίζεται από το σύνθρονο των Αγίων αποστόλων εξηγούν ότι: «Τό σκοτάδι πού περιβάλλει τόν κόσμο καί τούς ἀνθρώπους, φανερώνει τό σκοτάδι τῆς ἀγνωσίας, τήν ἀπουσία τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς καί τή σκιά τοῦ θανάτου πού κυριαρχεῖ, ὅταν ἀπουσιάζει ὁ Λόγος τῆς Ζωῆς καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο πού ὁδηγεῖ στήν ἀλήθεια (βλ. Ἰωαν.ιστ΄,13). Τείνει τά χέρια του νά πάρει κι αὐτός τή Χάρη τοῦ Εὐαγγελίου. Κρατεῖ μέ σεβασμό μία σινδόνη μέ τά δώδεκα εἰλητάρια τῶν Ἀποστόλων, πού εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πού θά κηρυχθεῖ σέ ὅλη τήν οἰκουμένη. Ἡ Εἰκόνα τῆς Πεντηκοστῆς μᾶς προτρέπει νά δοῦμε τό φῶς πού περιβάλλει τούς Ἀποστόλους σέ ἀντίθεση μέ τό σκοτάδι, στό ὁποῖο ρίχθηκε ὁ κόσμος μετά τήν πτώση του. Ἄρα, σκοπός τοῦ Παρακλήτου εἶναι, διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας, ὁ κόσμος νά κατηχηθεῖ, νά ἁγιαστεῖ, νά ὁλοκληρωθεῖ καί νά ἀναγεννηθεῖ πνευματικά, γιά νά μπορέσει νά ζήσει ἀληθινά.» [15]

Είναι μία ωραία αλληγορική προσέγγιση, στο γεγονός της Πεντηκοστής, που σαφώς έχει να κάνει με την οικονομία του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου.

Το ίδιο περίπου περιεχόμενο έχει και η αντίστοιχη εξεικόνιση μέσα στο σκοτεινό ημικύκλιο του προφήτη Ιωήλ, που προφήτεψε την Πεντηκοστή «επί τους δούλους του Θεού». Αν διαβάσουμε το σχετικό εδάφιο[16], θα διαπιστώσουμε ότι ουσιαστικά μιλάει για την έκχυση του Αγίου Πνεύματος σε όλους όσους πιστέψουν και αγαπήσουν τον Θεό. Η επίτευξη αυτού του γεγονότος εκπληρώθηκε δια του κηρύγματος των Αγίων Αποστόλων, οι οποίοι έγιναν φωτεινοί οδοδείκτες για τη σωτηρία των ανθρώπων.

Άρα ως προς την ερμηνεία των δύο αυτών εκδοχών έχουμε μια ισότιμη αναφορά στην έλευση του Αγίου Πνεύματος και τη σωτηρία του κόσμου. Συνεπώς δεν είναι λάθος να εικονίζεται σε κάποιες εικόνες, αντί του κόσμου ο προφήτης Ιωήλ, με το ειλητάριο στα χέρια του και την επιγραφή της σχετικής προφητείας του.

5. Τέλος στην ταυτόχρονη εξεικόνιση του Αγίου Πνεύματος εν «είδη περιστεράς» (στο φωτεινό ημικύκλιο του ουρανού) και πάλι «εν είδη πυρίνων γλωσσών» να αποστέλλεται από εκεί προς τους Αποστόλους, νομίζω ότι είναι λάθος θεολογικό, αφενός διότι παρουσιάζει με δυο ξεχωριστές συμβολικές υποστάσεις το ίδιο πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος, που είναι πλεονασμός και δεν έχει αντιστοιχία στο ιστορικό συμβάν. Αφετέρου γιατί το Άγιο Πνεύμα αποστέλλεται στον κόσμο για να επιτελέσει το σωτήριο έργο Του, όχι από τον εαυτό Του, αλλά από τον Θεό Πατέρα συνεργεία του Υιού και Λόγου του Θεού (και ασφαλώς συνευδοκούντος του Παρακλήτου Πνεύματος δηλ. με την συγκατάθεση και τη συμφωνία, του Αγίου Πνεύματος).[17]

Κλείνοντας το θέμα να επισημάνουμε ότι, δεν αρκεί οι αγιογράφοι μας να έχουν μόνο της δεξιοτεχνία και το ταλέντο της ζωγραφικής, αλλά παράλληλα να είναι και καλοί γνώστες της Βίβλου και της Ορθόδοξης διδασκαλίας και θεολογίας των Θεοφόρων Πατέρων μας, ώστε να μην πέφτουν σε εικαστικά ατοπήματα.

π. Δημητρίου Χ. Σαββόπουλου

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ & ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ


[1] Αντίστοιχο είναι και άλλο σχετικό εδάφιο που έχει ως εξής: «ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ᾿ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους» (Λουκ.24:49). Και αυτό ειπώθηκε μετά την Ανάσταση του Χριστού ενώπιον των μαθητών Του.

[2] Εσπερινού, Στιχηρό Ἰδιόμελο β’

[3] Εσπερινού, Στιχηρό Ἰδιόμελο γ’

[4] Δοξαστικό Λιτής Εσπερινού

[5] Είναι γνωστό σε όλους τους χριστιανούς, ότι οι δύο αυτοί απόστολοι και ευαγγελιστές δεν ευρίσκοντο στο στενό κύκλο μεταξύ των δώδεκα μαθητών του Κυρίου μας, αλλά στον ευρύτερο των εβδομήκοντα. Κι όμως στην εικόνα της Πεντηκοστής υποκαθιστούν κάποιους εκ των δώδεκα! Οι εβδομήκοντα απόστολοι φαίνονται στην Αγία Γραφή ως συνεργάτες των δώδεκα στο έργο της ιεραποστολής στα έθνη και κάποιοι εξ αυτών να διαδέχονται τους Αποστόλους στην επισκοπική τους ιδιότητα.

[6] Πηδάλιον Εκδόσεις: «Αστήρ», Αθήναι 1982. Προλεγόμενα στην ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, Βλ. υποσημ. (2), σελ.321. (προ τελευταία παράγραφο).

[7] Βλ. «Η εικόνα στο φως της ορθόδοξης ερμηνείας» (Περί της Πεντηκοστής) L. Ouspensky. Εδώ: http://e-agiografies.gr

[8] έ.α. Πηδάλιον… υποσημ. (2), σελ.321.

[9] Νικόλαος Πασσάς, «Αι τοιχογραφίαι της Σάμου» 1982, Αθήναι.

[10] Δέσποινας Ἰωάννου-Βασιλείου Πρεσβυτέρας – Ἐκπαιδευτικοῦ: «Θεολογία της εικόνας της Πεντηκοστής». Εδώ: https://fdathanasiou.wordpress.com

[11] Το σχετικό εδάφιο έχει ως εξής: «οὗτοι πάντες (δηλ. οι 11 μαθητές του Κυρίου) ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ.» (Πραξ. 1:14).

[12] Βλ. περισσότερα στο βιβλίο του πανοσιολογιοτάτου Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη, «Τι είναι το άγιο Πνεύμα;» Εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Αθήνα 2003, σελ. 66-74.

[13] Βλ. π. Γεωργίου Μπασιούδη, «Η δύναμη της λατρείας – Η συμβολή του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν στη λειτουργική Θεολογία». Εκδόσεις: Εν Πλω, 2008. σελ.185.

[14] έ.α. Πηδάλιον… υποσημ. (2), σελ.321.

[15] έ.α. Δέσποινας Ἰωάννου-Βασιλείου Πρεσβυτέρας….

[16] Ολόκληρο το σχετικό εδάφιο έχει ως εξής: «Καὶ ἔσται μετὰ ταῦτα καὶ ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ πρεσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται· καὶ ἐπὶ τοὺς δούλους μου καὶ ἐπὶ τὰς δούλας μου ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου.» (Ιωήλ 3:1-2).

[17] Πρβλ. Καινή Διαθήκη τα εδάφια: Ιωαν. 14:26 & Ιωαν. 15:26.

ΤΑ ΖΩΑ ΤΗΣ ΦΑΤΝΗΣ

Στὴ βυζαντινὴ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος τὸ κεντρικὸ πρόσωπο, τὸ θεῖο Βρέφος, ­εἰκονίζεται μέσα σὲ σπήλαιο ἀνάμεσα σὲ ζῶα· ἢ μᾶλλον τὰ ζῶα εἶναι σκυμμένα πάνω Του· εἶναι πάντοτε δύο καὶ εἶναι συγκεκριμένα: ἕνας «βοῦς» (βόδι) καὶ ἕνας «ὄνος» (γαϊδουράκι). Δηλώνεται ἔτσι ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος ὄχι σὲ παλάτι βασιλικό, οὔτε κὰν σὲ σπίτι ὅπου μένουν ἄνθρωποι, ἀλλὰ σὲ στάβλο, σὲ σπηλιὰ ποὺ χρησίμευε ὡς κατάλυμα ζώων! Ὑπενθυμίζει δηλαδὴ τὶς πολὺ ταπεινὲς συνθῆκες ὑπὸ τὶς ὁποῖες γεννήθηκε ὁ Κύριος, ποὺ ἦταν ἡ ἀρχὴ τῶν ἀλλεπάλληλων ταπεινώσεων ποὺ καταδέχθηκε νὰ ὑπομείνει στὴν ἐπὶ γῆς ζωή Του γιὰ τὴ σωτηρία μας μέχρι τὴν Ἄκρα Ταπείνωση τοῦ σταυρικοῦ Πάθους Του!

Δὲν πρόκειται ὅμως μόνο γι᾿ αὐτό. Ἡ παρουσία τῶν δύο συγκεκριμένων ζώ­ων κοντὰ στὸ νηπιάσαντα Θεὸ ὑπενθυμίζει κυρίως τὴν ἐκπλήρωση δύο προφητειῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν προφητῶν Ἀμβακοὺμ καὶ Ἡσαΐα. Ὁ προφήτης Ἀμβακοὺμ μὲ τὸ προφητικό του βλέμμα διακρίνει τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ συμβεῖ μετὰ ἀπὸ αἰῶνες, καὶ λέγει στὸν Υἱὸ μεταξὺ τῶν ἄλλων: «Ἐν μέσῳ δύο ζῴων γνωσθήσῃ» (Ἀβακ. γ´ 2). Στὸ χωρίο αὐτὸ ἔχουν δοθεῖ πολλὲς ἑρμηνεῖες· αὐτὴ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ εἶναι ἡ ἑξῆς: Θὰ γνωρισθεῖς ἀνάμεσα σὲ δύο ζῶα. Ὁ Θεὸς «ἐφανερώθη ἐν σαρκί» (Α´ Τιμ. γ´ 16), ἔγινε γνωστὸς κατ᾿ ἀρχὰς μεταξὺ δύο ζώων. Ἑπομένως ἡ βυζαντινὴ ἁγιογραφία εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέει: Κοιτάξτε αὐτὸ τὸ βρέφος! Εἶναι ὁ Μεσσίας ποὺ προφήτευσε ὁ προφήτης Ἀμβακούμ.

Πιὸ σαφὴς εἶναι ἡ προφητεία τοῦ προφήτη Ἡσαΐα: «Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ, Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκε» (Ἡσ. α´ 3). Ἐδῶ ὁμιλεῖ ὁ Θεὸς μὲ παράπονο γιὰ τὴν ­ἀχαριστία καὶ ἀπιστία τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ λέει: Τὸ βόδι γνωρίζει τὸν ἰδιοκτήτη ποὺ τὸ φρον­τίζει, καὶ τὸ γαϊδουράκι ξέρει τὴ φάτνη τοῦ κυρίου του. Ἀντίθετα, ὁ περιούσιος λαός μου, ὁ Ἰσραήλ, ποὺ τόσο τὸν ἔχω εὐεργετήσει, δὲν μὲ ἀναγνωρίζει εἰλικρινὰ Κύριό του, δὲν μὲ νιώθει.

Ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἐφάρμοσε τὸ χωρίο στὴν περίσταση τῆς Γεννήσεως. Τὰ ζῶα τῆς φάτνης ἀναγνώρισαν τὸν Δεσπότη τους, τὸν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Τὸν ἀναγνώρισαν καὶ Τὸν προσκύνησαν. Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως δὲν Τὸν ἀντιλήφθηκαν. Δὲν ὑπῆρχε χῶρος στὸ πανδοχεῖο τῆς Βηθλεὲμ γιὰ τὴν Παρθένο καὶ τὸν κυοφορούμενο Μεσσία, οἱ πόρτες τῶν Βηθλεεμιτῶν ἔμειναν κλειστὲς γιὰ τὸν ἐρχόμενο Κύριο, καὶ οἱ καρδιές τους παγωμένες. Ἐλάχιστες ἁγνὲς καρδιὲς βρέθηκαν ἄξιες καὶ πρόθυμες νὰ Τὸν προσκυνήσουν, οἱ ποιμένες.

Τὸ παράπονο τοῦ Θεοῦ στὴ συγκεκρι­μένη προφητεία τονίζεται ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὸ εἶδος τῶν ζώων ποὺ συγ­κρίνονται μὲ τοὺς ἀνθρώπους – Ἰ­­σ­ραηλίτες. Εἶναι δύο ζῶα γνωστὰ γιὰ τὴ χαμηλὴ νοημοσύνη τους· ­μάλιστα, προκειμένου γιὰ τὸν ὄνο, καὶ γιὰ τὸ πεῖσμα του. Δύο ζῶα ποὺ οἱ ὀνομασίες τους χρησιμοποιοῦνται ὑβριστικὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὰ κατάλαβαν τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ· ὁ ἄνθρωπος, ἡ κορωνίδα τῆς ὁρατῆς δημιουργίας, δὲν τὴν κατάλαβε – γεγονὸς ποὺ καταδει­κνύει τὸ κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου: «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρα­συνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλ. μη´ [48] 13). Ὁ ἄνθρωπος, ἐνῶ τιμήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ «κατ᾿ εἰκόνα», δὲν τὸ ἀντιλήφθηκε, δὲν τὸ ἐκτίμησε αὐτό. Ἀλλὰ μὲ τὶς ἁμαρτίες του ἔκανε τὸν ἑαυτό του ὅμοιο μὲ τὰ ζῶα, ποὺ δὲν ἔχουν λογικὸ ὅπως αὐτός. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ τὰ δύο ζῶα συμβολίζουν καὶ κάτι ἄλλο: τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀποκτηνώθηκε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν ὁποῖο ἐλεεῖ ὁ Θεὸς καὶ προσφέρεται σ᾿ αὐτὸν ὡς «ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς» (Ἰω. Ϛ´ 51), ἡ πνευματικὴ τροφὴ ποὺ θὰ τοῦ δώσει τὴν ἀληθινὴ ζωή, τὴ ζωὴ τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, ποὺ θὰ τὸν κάνει ἄνθρωπο ἀληθινό, θεὸ κατὰ χάριν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὴ χριστουγεννιάτικη ὁμιλία του ­διακρίνει στὰ δύο ζῶα τοὺς δύο «λαούς»: τὸ βό­­δι, νομικῶς καθαρὸ ζῶο (βλ. ­Λευϊτ. ια´ [11]), συμβολίζει τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁ­ποῖοι «μηρυκάζουν» (ὅπως τὸ βόδι) τὸ Νόμο τοῦ Θεοῦ· ὁ ὄνος, νομικῶς ἀκάθαρτο, συμβολίζει τοὺς εἰδωλολάτρες (βλ. PG 36, 332A).

Τὰ δύο διαφορετικὰ ζῶα συνάζονται κοντὰ στὸ Σωτήρα, ποὺ ἔρχεται νὰ δημιουργήσει τὴ μία οἰκογένεια τῆς Ἐκκλησίας, μέσα στὴν ὁποία «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην…», ἀλλὰ «πάντες» εἶναι «εἷς ἐν Χριστῷ»· ὅλοι οἱ πιστοὶ ἔχουν γίνει ἕνας νέος ἄνθρωπος μὲ τὴν ἕνωσή τους μὲ τὸν Χριστό (Γαλ. γ’ 28). Δὲν ἰσχύουν πλέον διαφορὲς ἐθνικότητας, κοινωνικῆς τάξεως καὶ φύλου. Τώρα ὑπάρχει ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος, «ὁ καινὸς ἄνθρωπος» (Ἐφ. β´ 15), ὁ ἀναγεννημένος, ὁ ἁγιασμένος, ὁ ἄνθρωπος τῆς Χάριτος, ποὺ οἱ διαθέσεις, τὰ λόγια, οἱ πράξεις του ἔχουν τὴ σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Δύο ζῶα κοντὰ στὴ φάτνη τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ! Πόσα μηνύματα: τὸ μυστήριο τῆς ἀποδοκιμασίας τοῦ Μεσσία, ὁ φοβερὸς ξεπεσμὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ χαρὰ γιὰ ἕνα καινούργιο ξεκίνημα τῆς ἀνθρωπότητας· ἡ ἐλπίδα τέλος γιὰ μιὰ καινούργια ἀρχὴ καὶ στὴ δική μας προσωπικὴ ζωή!

Από το Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Η επίμαχη εικόνα της Αγίας οικογένειας

Η εικόνα της «Αγίας Οικογένειας» παρουσιάζει τη Θεοτόκο, τον Μνήστορα Ιωσήφ και τον Ιησού Χριστό ως βρέφος.

Ο Άγιος μνήστωρ Ιωσήφ, όπως όλοι γνωρίζουμε, είχε σημαντικό και σπουδαίο ρόλο στη ζωή των δυο αυτών ιερών προσώπων (του ενανθρωπίσαντος Ιησού Χριστού και της Παρθένου Μαρίας). Ήταν ο άνθρωπος που ανέλαβε να προστατέψει την Παναγία και τον τεχθέντα Ιησού και να φροντίσει να έχουν όλα τα αναγκαία για την ζωή τους.

Ο Χριστός από τη γέννησή του και έως την αποκάλυψη της Θεϊκής Του φύσης, έζησε ανάμεσα στους ανθρώπους, σαν άνθρωπος, χωρίς βέβαια να διαπράξει την παραμικρή αμαρτία. Ωστόσο, αναθράφηκε και προστατεύθηκε στην νηπιακή και παιδική Του ηλικία από την Πάναγνη μητέρα Του Μαριάμ και τον Ιωσήφ.

Ο δίκαιος Ιωσήφ, «κατά τον νόμο», θεωρείτο «πατέρας» του Ιησού και ο «άνδρας» της Παρθένου Μαρίας. Είναι ο άνθρωπος εκείνος που προστάτεψε και φυγάδεψε σε νηπιακή ηλικία τον Ιησού μαζί με τη μητέρα Του στην Αίγυπτο για να τους γλυτώσει απ΄την οργή του Ηρώδη. Επίσης με την εργασία του «τέκτονος» που ασκούσε, κάλυπτε όλες τις τρέχουσες βιοτικές ανάγκες της οικογένειας που επωμίστηκε, κατ΄ευδοκία του Θεού, χωρίς να βαρυγκωμήσει στο ελάχιστο!

Όσοι ισχυρίζονται ότι είναι αιρετική η απεικόνιση της «Αγίας Οικογένειας» βασίζονται κυρίως στην «υποβάθμιση» του Αγίου Ιωσήφ και της προσφοράς του, αλλά και στην υποτιθέμενη «υπονόμευση» της παρθενίας της Θεοτόκου.

Η λέξη: «Οικογένεια», συνήθως παραπέμπει σε συζύγους (άνδρα & γυναίκα) με ολοκληρωμένη σαρκική συνάφεια. Όμως μέσα στο χώρο της Χάριτος και της Εκκλησίας μας, έχουμε και ανδρόγυνα που έζησαν διά βίου με αγνότητα και παρθενία, χωρίς συζυγικές σχέσεις όπως π.χ. ο όσιος πατήρ ημών Αμμούν(4 Οκτ.) και η σύζυγός του, ο άγιος Ζαχαρίας (17 Νοεμ.) με τη σύζυγό του, που διηγείται το βίο του ο Άγιος Ιωάννης ο Σκυτοτόμος κ.ά. Αν αυτό ήταν κατορθωτό από απλούς ανθρώπους του Θεού, πόσο μάλλον από τα «σκεύη εκλογής» του Θεού όπως ήταν η Παναγία μας και ο δίκαιος Ιωσήφ! Κατά το νομικό δίκαιο των Ιουδαίων η Μαριάμ (Θεοτόκος), ο Ιωσήφ (ο μνήστωρ) και ο Ιησούς (ο θεάνθρωπος Χριστός) ήταν «οικογένεια». Μην μας σκανδαλίζει λοιπόν η φράση: «Αγία Οικογένεια» για την συγκεκριμένη τριάδα των ιερών αυτών προσώπων, που ευδόκησε και συναίνεσε ο πάνσοφος Θεός να συγκατοικήσουν…

Οι αγιογράφοι που απεικονίζουν το συγκεκριμένο θέμα αλλά και πολλοί ακόμη ειδικοί περί δογματικών λαθών υποστηρίζουν ότι η κριτική που ασκείται βασίζεται σε λανθασμένο σκεπτικό που οδηγεί σε παρερμηνείες και σε ακραίες απόψεις.

Αυτές ακριβώς τις ακρότητες θέλουμε να επισημάνουμε και εμείς με την παρουσίαση της παρούσας μελέτης του κ. Δημήτρη Σκουρτέλη (αγιογράφου και ιστορικού της βυζαντινής τέχνης), με τον οποίο συμφωνώ προσωπικά.

Στην συγκεκριμένη μελέτη του αποδεικνύει με πλήθος αδιάσειστων στοιχείων ότι τα επιχειρήματα που παρουσιάζονται ενάντια στην εικόνα από την κ. Σοφία Ντρέκου (και άλλων τινών…) σε εκτενές άρθρο της με τίτλο: «Η προβληματική εικόνα της Αγίας Οικογένειας» είναι τελείως ανεδαφικά.

π. Δημήτριος Χ. Σαββόπουλος

******

Η προβληματική (αιρετική;) κριτική της εικόνας της αγίας οικογένειας

Ίσως οι αναγνώστες του μπλογκ απορήσουν που ασχολούμαι, εδώ. με ένα θέμα της βυζαντινής αγιογραφίας. Ίσως, όμως, κάποιοι καταλάβουν, επιτέλους, πως δεν είμαι εχθρός της …αρχαίας Ελλάδας, αλλά είμαι εχθρός τεσσάρων πραγμάτων: Του Φανατισμού, της Ημιμάθειας, της Συκοφαντίας, και της Διαστρέβλωσης των πηγών. Και αν μπορώ να υπομείνω τα δυο πρώτα, τα δυο τελευταία μου είναι απεχθή. Και είναι ίδια, από όπου και να προέρχονται.

Εισαγωγή

Δεν με ενδιαφέρει τόσο η επίμαχη εικόνα της Αγίας Οικογένειας, όσο η μέθοδος και το σκεπτικό με το οποίο αντιμετωπίζεται από άρθρο που παραθέτω ολόκληρο στο τέλος. Προσωπικά, μου είναι αδιάφορη σαν εικόνα, δεν την έχω εικονίσει ποτέ, αν και είμαι αγιογράφος για πάνω από τριάντα χρόνια και αριστούχος ειδικευμένος στην Ιστορία της Βυζαντινής Τέχνης, (άρα δεν γράφω ετούτα για να υπερασπίσω εαυτόν) αλλά όχι απορριπτέα.

Το ότι το πρότυπο αυτό ξεκίνησε από τους Δυτικούς δεν είναι αυτόματα λόγος απόρριψης. Μάλιστα, υπογραμμίζουμε πως αρχικά ο εικονογραφικός τύπος έδειχνε την Παναγία «Γαλακτοτροφούσα» δηλ. να θηλάζει, με γυμνό τον μαστό! Αυτό το πρότυπο της Γαλακτοτροφούσας, όμως, είναι ευρέως διαδεδομένο στην Ορθόδοξη εικονογραφία, πράγμα που προφανώς είναι… «Δια τους Ιουδαίους (και το άρθρο) σκάνδαλον, δια τους Έλληνας μωρία».

(Α΄) Το δογματικό λάθος της απόρριψης της εικόνας της «Αγίας Οικογένειας»

Το σημαντικότερο στην κριτική της εικόνας της Αγίας Οικογένειας από το εν λόγω άρθρο, είναι πως υποβαθμίζεται ο Άγιος Ιωσήφ και η προσφορά του, και αυτό οδηγεί σε ατραπούς που ένας Χριστιανός (και δεν λέω καν μόνο Ορθόδοξος) δεν μπορεί να βαδίσει.

Ο Χριστός γεννήθηκε και έζησε ως άνθρωπος με όλα τα χαρακτηριστικά και τα προβλήματα των ανθρώπων πλην της αμαρτίας. Δεν ήταν ούτε οπτασία ούτε φάντασμα. Υπήρξε ολοκληρωτικά άνθρωπος και Θεός. Αν δεν είχε συμμετάσχει απόλυτα στην ανθρώπινη φύση, δεν θα μπορούσε να συντελεστεί το Μυστήριο της Σωτηρίας των ανθρώπων, και δεν θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε στην Θέωση. Χαρακτηριστικό είναι πως, όπως αποκαλύπτεται στην αφήγηση του Γάμου της Κανά, ο Κύριος απέκρυπτε την θεϊκή του ιδιότητα μέχρι τότε. («Δεν ήρθε ακόμα η ώρα μου» Ιωαν.2:4). Αυτό, εκτός από άλλες παράλληλες ερμηνείες είχε έναν βασικό σωτηριολογικό στόχο: να ζήσει, ως Θεός, μια απόλυτα ανθρώπινη ζωή, για να μπορέσει να ταυτιστεί με την ανθρωπότητα. Έτσι, έφτασε στο σημείο να ζητήσει από τον Πρόδρομο να βαπτιστεί, σαν κάθε άλλος νεοφώτιστος, αλλά και πριν, εξαρτήθηκε απόλυτα από την προστασία των γονέων Του, σαν κάθε φυσιολογικό παιδί.

Επισημαίνουμε πως, κατά την Φυγή στην Αίγυπτο, Άγγελος ανέθεσε την προστασία του Ιησού και της Μητέρας του στον Ιωσήφ. (Ματ.2:13). Έτσι ο ρόλος του σαν οικογενειάρχη (που τονίζεται στην επίμαχη εικόνα) δεν ακολουθούσε μόνο τον ανθρώπινο νόμο, αλλά και την Θεία Βούληση(Ματ.1:20) Μάλιστα, η ευθύνη της οικογένειας του ανατέθηκε δυο φορές, από στόμα αγγέλου… (Στα εδάφια που ήδη αναφέραμε). Ο Ιωσήφ, γνωρίζοντας ήδη την θεϊκή προέλευση του παιδιού, θα μπορούσε να επαναπαυθεί και να υποθέσει πως Το Ίδιο θα αναλάμβανε την υπεράσπισή Του από την μανία του Ηρώδη. (Όπως και θα μπορούσε, βέβαια). Ο Κύριος όμως έπρεπε να ζήσει απόλυτα σαν άνθρωπος, και έπρεπε να γνωρίσει τα βάσανα της καταδίωξης και της προσφυγιάς, όπως κάθε άλλο παιδί στη θέση Του.

Όταν δίδαξε Δωδεκαετής εν τω Ναώ, σύμφωνα με τις Εβραϊκές συνήθειες ήταν ήδη σχεδόν ενήλικος. (η τελετή ενηλικίωσης παρά τοις Ιουδαίοις «Μπαρ Μιτσβά» γίνεται στα 13) Όμως, οι γονείς Του τον έψαχναν αγωνιωδώς, πράγμα που δείχνει την υπερβολική και υπέρ του δέοντος προσοχή τους…

Δεν θέλω να επεκταθώ άλλο. Είναι πάνω από προφανές πως ο Ιησούς έζησε υπό την προστασία της επίγειας οικογένειάς του, όπως κάθε κανονικός άνθρωπος, όλα τα χρόνια της ζωής του μέχρι να αρχίσει να κηρύσσει το Ευαγγέλιο. Παραπάνω αναφέραμε τον κύριο λόγο γι αυτό. Την πλήρη ταύτισή Του με τον Άνθρωπο.

Μόνον όταν άρχισε το κήρυγμά Του, αρνήθηκε πλέον την σχέση Του με τον Ιωσήφ, τα παιδιά του, αλλά ακόμα και με την Παναγία, γιατί, τώρα, αποκάλυπτε την θεϊκή Του φύση. Η οικογένεια Του είχε εκτελέσει τον ρόλο της. Πάλι, όμως, απάνω στον σταυρό, η σκέψη Του ήταν στο πως θα προστατεύσει την μητέρα Του, και ανάθεσε την φροντίδα της στον Ιωάννη.

Συνεπώς το να αρνούμεθα την στενή σχέση του Ιησού με την οικογένεια του τα χρόνια πριν το Έργο Του, δηλαδή ακριβώς στην ηλικία που Τον απεικονίζει η επίμαχη εικόνα, είναι στην ουσία άρνηση της Ανθρώπινης Φύσης Του, είναι Μονοφυσιτισμός. Γιατί, τελικά, αν ο Ιωσήφ ήταν «δήθεν μνήστωρ» όπως ασεβώς τον αποκαλεί το άρθρο, και δεν είχε αναλάβει πλήρως το έργο του πατέρα, τότε τι ανάγκη τον έχουμε; Τελικά, τι ανάγκη έχουμε και την Παναγία; Και τελικά τι ανάγκη είχε ο Θεός να έχει ανθρώπινο σώμα επιτέλους; Εκεί οδηγούμεθα, αυτός είναι ο Μονοφυσιτισμός…

Συνεπώς, ουδέν μεμπτόν υπάρχει στην εικόνα της Αγίας οικογένειας. Η άποψη πως αυτή η εικόνα μπορεί να δημιουργήσει παρεξηγήσεις ως προς την πατρότητα του Ιησού, είναι κυριολεκτικά αστεία, και δείχνει πόσο πονηρά λειτουργεί το μυαλό των συντακτών του άρθρου, που όλα τα ανάγουν στην σάρκα, την οποία δε, θεωρούν εκ προοιμίου αμαρτωλή. Όλοι γνωρίζουν τι πιστεύουν οι Χριστιανοί για την Φύση του Ιησού, ακόμα και οι αλλόθρησκοι, και όλοι επίσης γνωρίζουν πως ο Θεός ανατράφηκε ως άνθρωπος από τον Ιωσήφ και την Μαρία.

Τι το κακό να απεικονίζει κανείς μια τέτοια σκηνή; Εδώ εικονίζουμε τον Αβραάμ να προσφέρει γεύμα στην… Αγία Τριάδα… Είχε ανάγκη από φαγητό ο Θεός; Ούτε και από πατέρα, βέβαια. Γιατί είχε ανάγκη από μητέρα; Με αυτό το σκεπτικό, γιατί εικονίζουμε την Παναγία να κρατά τον Χριστούλη; Μια θνητή κυρία να κρατάει ολόκληρο τον Θεό στο ένα χέρι… Αίρεση και Ασέβεια δεν είναι;

Και όμως όλα αυτά τα παραδείγματα, και πάλι εξυπηρετούν έναν στόχο: Την εμφάνιση της βαθιάς σχέσης της ανθρώπινης με την Θεϊκή Φύση. Αυτό είναι το μεγάλο Μήνυμα της Ορθοδοξίας, που για τους άλλους, (στους οποίους κατατάσσονται οι συντάκτες του άρθρου) αποτελεί πράγματι, πρόκληση και σκάνδαλο και «μωρία»! Έτσι, αρνούμενοι τον ρόλο του Ιωσήφ στην επίγεια πορεία του Ιησού, είναι το πρώτο βήμα για να αρνηθούμε την ίδια μας την πίστη.

(Β΄) Η μέθοδος της κριτικής στη εικόνα της Αγίας Οικογένειας. Συνδυασμός συκοφαντίας, άγνοιας, ασέβειας και ψεύδους.

Το να αρχίζει λοιπόν το άρθρο χαρακτηρίζοντας αυτήν την εικόνα έργο του Σατανά… είναι τουλάχιστον άτοπο. Άτοπο επίσης είναι να κατηγορεί όσους αγιογράφους την ιστόρησαν όχι μόνο ως αιρετικούς, αλλά και φιλοχρήματους, υπονοώντας πως η εικόνα φιλοτεχνήθηκε από αυτούς ενώ γνώριζαν πως είναι λάθος!

Αυτό είναι σοβαρή κατηγορία και θα πρέπει να αποδειχθεί: Μίλησαν οι συντάκτες του άρθρου με αυτούς τους αγιογράφους, και κατάλαβαν πως το έκαναν για τα λεφτά; Είναι ντροπή να σπιλώνεται η ηθική και η επαγγελματική υπόσταση καλλιτεχνών, πόσο μάλλον αγιογράφων με αυτόν τον ανεύθυνο τρόπο, από τους ανθρώπους που συνέταξαν το άρθρο, και που αγνοούν βασικά στοιχεία της Ορθοδοξίας και του Ευαγγελίου, (όπως απέδειξα πιο πάνω) αλλά και της λειτουργικής μας ζωής, και της Ιστορίας της αγιογραφίας όπως θα αποδείξω αμέσως:

(Γ΄) Άγνοια της λειτουργικής ζωής της Ορθοδοξίας.

Γιατί, όπως φαίνεται, οι συντάκτες του άρθρου βγάζουν τους άλλους αιρετικούς ενώ δεν έχουν ακούσει, προφανώς, ούτε τους ύμνους της Ανάστασης, τότε που ακόμα και άθεοι πάνε στην Εκκλησία και τους ακούνε… Και τι λένε αυτοί οι ύμνοι; Να αγκαλιαστούμε και να φιληθούμε γιορτάζοντας την Ανάσταση. Αναστήτω ο Θεός…«…Πάσχα το τερπνόν, Πάσχα Κυρίου Πάσχα, Πάσχα πανσεβάσμιον ημίν ανέτειλε, Πάσχα εν χαρά ΑΛΛΗΛΟΥΣ ΠΕΡΙΠΤΥΞΩΜΕΘΑ, ω Πάσχα λύτρον λύπης και γαρ εκ τάφου σήμερον, ώσπερ εκ παστού, εκλάμψας Χριστός, τα γύναια χαράς έπλησε λέγων, Κηρύξατε Αποστόλοις…». Αλλά το άρθρο των δήθεν αιρεσιομάχων, αναφέρει πως μια τέτοια περίπτυξις (Εναγκαλισμός και φιλί) ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ από τους αγίους… και δεν ταιριάζει σε πνευματικούς ανθρώπους!!! «…Η χειρονομία εναγκαλισμού και η προσέγγιση της μορφής του δήθεν Μνήστορος προς αυτήν της Μαρίας, είναι και εξ άλλης επόψεως μεμπτή: δεικνύει και θράσος («παρρησία»), εντελώς ξένη προς τους πνευματικούς ανθρώπους, οι οποίοι, κατά τον Άγιο Αββά Δωρόθεο, δεν πρέπει ούτε στα μάτια να κοιτάζουν τον συνάνθρωπό τους, τηρώντας την ταπεινοφροσύνη· «και ίνα σπουδάζωμεν μηδέ ανανεύειν εις τα πρόσωπα αλλήλων· και τούτο γαρ, ως είπέ τις των γερόντων, είδός εστι παρρησίας» μας λένε!!! Η κυρία φοβάται πως θα συλλάβει με την περίπτυξη μάλλον… Η γελοιότητα της άγνοιας συνεχίζεται:

(Δ΄) Άγνοια της Ορθόδοξης αγιογραφικής παράδοσης:

Πόσες σκηνές της αγιογραφίας, όπως παραδόθηκαν από την Βυζαντινή παράδοση δείχνουν εναγκαλισμούς; Ενδεικτικά, αυτόν της Ελισσάβετ και της Παναγίας αλλά και αυτόν του Ιωακείμ και της Άννας

Τον εναγκαλισμό του Πέτρου και του Παύλου που να τον βάλουμε; Προφανώς οι δυο κορυφαίοι Απόστολοι δεν ήταν «πνευματικοί άνθρωποι» μια που αγκαλιάστηκαν, κατά τους συντάκτες του άρθρου. Μα κυριολεκτικά είναι για γέλια οι άνθρωποι αυτοί, που ονομάζουν «αιρετική» την Ιερώτατη παράδοση της εκκλησίας και της Αγιογραφίας…

Το κερασάκι στην Τούρτα:

(Ε΄) Ασεβής διαστρέβλωση των αποφάσεων της Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου.

Δεν φτάνει που η κυρία Ντρέκου συκοφαντεί τους αγιογράφους λέγοντας πως κάνουν συνειδητά αιρετικές εικόνες «για τα λεφτά», αλλά διαστρεβλώνει και τα κείμενα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου για να ταιριάξουν με όσα λέει. Αναφέρει ψευδώς, λοιπόν, πως: «…σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, η εκκλησιαστική εικονογραφία πρέπει να διέπεται από δογματική ακρίβεια». Φυσικά δεν βάζει το κείμενο… Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, λοιπόν, λέει πως οι Εικόνες, όπως και μια σειρά άλλες συνήθειες που είχαν καταργηθεί από τους Εικονομάχους πρέπει να επανέλθουν σύμφωνα με τους γραπτούς και τους άγραφους θεσμούς. Δεν μιλάει για τον τρόπο που φιλοτεχνούνται, αλλά για τον λειτουργικό ρόλο τους σύμφωνα με τις γραπτές και άγραφες συνήθειες που επικρατούν. Να το κείμενο: «Ώσπερ γαρ την τῶν σεπτών εἰκόνων αφείλοντο όψιν εκ της εκκλησίας, και έτερά τινα έθη παραλελοίπασιν, ά χρή ανανεωθήναι, και κατά την έγγραφον και άγραφον θεσμοθεσίαν ούτω κρατείν.» Σας βάζω εδώ ΟΛΟ το κείμενο της Ζ΄Οικουμενικής Συνόδου, και θα ήμουν ευγνώμων αν μου βρίσκατε το εδάφιο που επικαλούνται οι συντάκτες του άρθρου… (Και έχουν το θράσος να αποκαλούν τους άλλους αιρετικούς, ενώ διαστρεβλώνουν αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων!)

Βεβαίως το ζήτημα των δήθεν απαράβατων κανόνων της Βυζαντινής αγιογραφίας, που ουδέποτε διατυπώθηκαν από τους Πατέρες(ήταν αρκετά σοφοί για να μην επεμβαίνουν σε καλλιτεχνικά ζητήματα) στις Συνόδους ή τους αγιογράφους πριν τον 20ο αιώνα, είναι ένα άλλο ζήτημα, που θα συζητηθεί αλλού. Σημειώνω πως η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος αποκαλεί τις εικόνες σεπτές και όχι ιερές, και τις συνήθειες που τις συνοδεύουν έθη και θεσμούς και όχι κανόνες. Ο κατέχων γλώσσαν ελληνικήν κατανοείν, κατανοησάτω.

Η επίκληση αυτών των ανύπαρκτων κανόνων, εκτός αν πρόκειται για κοινή απάτη, όπως δείξαμε παραπάνω, είναι τουλάχιστον επίδειξη άγνοιας… Συμβουλεύω λοιπόν τους συντάκτες του άρθρου: Να διαβάσουν τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, όσο και να τους ενοχλούν, πράγμα φυσικό γιατί είναι ένα Μνημείο Ελεύθερης εν Χριστώ Σκέψης.

Υπό Δημητρίου Σκουρτέλη

H ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

Η εκκλησιαστική παράδοση αναφέρει ότι η πρώτη εικόνα, με την έννοια της αναπαραστάσεως, έγινε από τον ίδιο τον Κύριο και μάλιστα αχειροποίητη. Η ιστορία της εικόνας αυτής με λίγα λόγια έχει ως εξής: Ο Aύγαρος, βασιλιάς στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας, υπέφερε από λέπρα. Έγραψε, λοιπόν στον Κύριο επιστολή, με την οποία τον παρακαλούσε να έρθει στην Έδεσσα για να τον θεραπεύσει. Την επιστολή έφερε στην Παλαιστίνη ο υπηρέτης του Ανανίας. Αυτός προσπάθησε και να ζωγραφίσει τον Κύριο, χωρίς όμως να το κατορθώσει. Ο Κύριος που αντιλήφθηκε την προσπάθεια του Ανανία, ζήτησε νερό για να νιφτεί και σκούπισε το πρόσωπό Του με ένα μανδήλιο. Η θεία μορφή του Κυρίου αποτυπώθηκε θαυματουργικά. Αυτό είναι γνωστό ως το Άγιο Μανδήλιο.
Ο Αύγαρος ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την θεραπεία του, που έγινε με την χάρη της εικόνας και ολοκληρώθηκε αργότερα με το βάπτισμά του, ύψωσε την εικόνα του Αγίου Μανδηλίου προ της πύλης της πόλεως, αφού έγραψε στη σανίδα τη φράση «Χριστέ ο Θεός, ο εις σε ελπίζων ουκ αποτυγχάνει ποτέ». Η αχειροποίητος εικόνα του Κυρίου, μετά από αρκετούς αιώνες στην Έδεσσα, μεταφέρθηκε το 994 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, επί αυτοκρατορίας Ρωμανού του Λεκαπηνού.

Ακόμη η παράδοση μας αναφέρει ως πρώτο αγιογράφο τον Ευαγγελιστή Λουκά. Ο Ευαγγελιστής πρώτος ζωγράφισε τρεις εικόνες- από κερί, μαστίχα και χρώματα- της Υπεραγίας Θεοτόκου, φέρουσα στην αγκαλιά της τον Κύριο ημών Ιησούν Χριστόν, και τις πρόσφερε στην ίδια, θέλοντας να μάθει εάν είναι αρεστές σε αυτήν. Η Μητέρα του Κυρίου τις δέχτηκε και είπε: «Η χάρις του εξ εμού τεχθέντος είη δι’ εμού μετ’ αυτών». Από αυτές τις τρείς άγιες εικόνες, η μία βρίσκεται στην Πελοπόννησο στην Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου, η οποία είναι κατασκευασμένη από κηρομαστίχη. Η δεύτερη λέγουν ότι είναι στη μικρή Ρωσία, σε μια πόλη που ονομάζεται Βιλίνα και η οποία δόθηκε ως δώρο των βυζαντινών αυτοκρατόρων στους Ρώσους, ώστε να έχουν τη συμμαχία τους. Η τρίτη εικόνα κατά την βεβαίωση του χρυσοβούλλου Ιωάννου Γρηγορίου Γκίκα Βοεβόδα, ηγεμόνα της Ουγγροβλαχίας, βρίσκεται στην Κύπρο στην Μονή του Κύκκου. Επίσης κατά την παράδοση ο Ευαγγελιστής Λουκάς ζωγράφισε τις εικόνες των Αγίων Κορυφαίων Αποστόλων και ορισμένες άλλες και έκτοτε διαδόθηκε στον κόσμο το καλό και ευσεβές έργο της ζωγραφικής των Αγίων Εικόνων.


Την ιστορία της Βυζαντινής Εικονογραφίας οι ιστορικοί την διαιρούν σε κάποιες περιόδους:

  1. Οι πρώτοι αιώνες μέχρι την Εικονομαχία. Η περίοδος αυτή υποδιαιρείται:
    Α. Στην πρωτοχριστιανική (μέχρι τους χρόνους του Μ. Κωνσταντίνου).
    Β. Στην παλαιοχριστιανική 320-720 μ.Χ. (από τους χρόνους του Μ. Κωνσταντίνου μέχρι την εικονομαχία).
  2. Οι χρόνοι της Εικονομαχίας (724-843 μ.Χ.).
  3. Οι χρόνοι των Μακεδόνων και Κομνηνών (867-1204 μ.Χ.).
  4. Η Παλαιολόγεια Αναγέννηση (1204-1453 μ.Χ.) ή Υστεροβυζαντινή περίοδος.

Στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, την πρωτοχριστιανική περίοδο, υπήρχε η λεγόμενη αρχαϊκή εικονογραφία, που είχε συμβολικό χαρακτήρα και είναι γνωστή ως η τέχνη των κατακομβών. Η τεχνοτροπία στις απεικονίσεις των κατακομβών είναι ελεύθερη. Άρχισε με μοτίβα, τα οποία παρέλαβε από την ειδωλολατρική τέχνη, όπως π.χ. ο Ορφέας. Ο σκοπός της τέχνης αυτής είναι καθαρά διδακτικός. Χρησιμοποιήθηκαν σύμβολα όπως η ναύς, ο ιχθύς, η ελιά, η Άγκυρα, η Άμπελος κ.α. Οι τοιχογραφίες αυτής της περιόδου είναι βασικά άτεχνες. Έχουν περισσότερο θρησκευτική παρά καλλιτεχνική σημασία.

Στην παλαιοχριστιανική περίοδο, μετά την παύση των διωγμών, άρχισαν να χρησιμοποιούν ζωγραφικές απεικονίσεις αγίων μορφών και παραστάσεις από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Στην περίοδο αυτή έχουμε τη χρήση ψηφιδωτών – μωσαϊκών. Υπάρχουν και σημαντικές τοιχογραφίες που δουλεύονται με την τεχνική του Fresco. Σημαντικά έργα τέχνης της εποχής αυτής είναι: της Βασιλικής του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη (5ος αιώνας), του Αγίου Απολλιναρίου στη Ραβέννα, τα fresco του Castelseprio κοντά στο Μιλάνο (6ος – 7ος αι.), κ.α. Στις φορητές εικόνες έχουμε την εποχή αυτή (6ος αι.) την περίφημη εγκαυστική τεχνική στη Μονή του Σινά.

Στους ζοφερούς χρόνους της Εικονομαχίας η καταδίκη των εικόνων και εν γένει των ανθρωπομορφικών παραστάσεων, ανέκοψε προς στιγμήν την πορεία της βυζαντινής ζωγραφικής. Ο εικονογραφικός κύκλος αντικαταστάθηκε με διακοσμητικά μοτίβα, ιδίως από το ζωικό και φυτικό κόσμο. Η Εικονομαχία δεν δημιούργησε νέα τέχνη, αλλά κυρίως επανέφερε τον πρωτοχριστιανικό διάκοσμο των ναών. Την περίοδο αυτή αναπτύσσεται κυρίως η θεολογία της εικόνας, με τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τον απολογητή και υπέρμαχο των εικονοφίλων στην Α’ φάση της εικονομαχίας (726-787 μ.Χ.), με την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο στην Νίκαια (787 μ.Χ.), η οποία καταδίκασε την εικονομαχική αίρεση, και με τον Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, τον άλλο σημαιοφόρο της Ορθοδοξίας, ο οποίος υπερασπίστηκε τις εικόνες στην Β’ φάση της εικονομαχίας (813-843 μ.Χ.).

Ο σάλος της εικονομαχίας έληξε οριστικά με την ενδημούσα Σύνοδο του 843 μ.Χ. , στην Κωνσταντινούπολη, όταν βασίλευε η Αγία Θεοδώρα. Η Σύνοδος αποφάσισε την αναστήλωση των αγίων εικόνων και θέσπισε την Κυριακή της Ορθοδοξίας.

Στην περίοδο των Μακεδόνων και Κομνηνών έχουμε την αναγέννηση της ορθοδόξου αγιογραφίας. Η νίκη κατά των εικονομάχων επέφερε ουσιαστική μεταβολή στη ζωγραφική, καθώς και σε όλη τη βυζαντινή τέχνη. Τον διάκοσμο των ναών υπαγορεύουν λειτουργικοί και δογματικοί λόγοι. Μια ιεραρχική τάξις επιβάλλεται πλέον στα εικονογραφικά θέματα. Την τάξη αυτή καθορίζει η Εκκλησία, η οποία τώρα, κατ’ απόφαση της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, αναλαμβάνει να κατευθύνει την αγιογραφία. Δημιουργούνται οι τρεις εικονογραφικοί κύκλοι: ο δογματικός, ο λειτουργικός και ο ιστορικός (εορταστικός). Τα θέματα ιστορούνται σε καθορισμένη θέση στο ναό, κάτι το οποίο θα αποβεί πλέον κανόνας στη βυζαντινή αγιογραφία.

Στην περίοδο αυτή έχουμε και νέους χαρακτήρες της τέχνης. Εισέρχεται στην εικονογραφία ο τύπος του μοναχού με το ξηρό, λόγω της αυστηρής νηστείας, πρόσωπό του, τους αμυγδαλοειδείς οφθαλμούς κ.λ.π. Έχουμε επιστροφή στην αλεξανδρινή παράδοση. Φυσιογνωμίες αγγέλων και αγίων στα ψηφιδωτά υπενθυμίζουν μορφές του ελληνιστικού κόσμου. Στάσεις και κινήσεις των εικονιζομένων γίνονται κατά τα πρότυπα της γλυπτικής της ελληνικής αρχαιότητας. Οι προφήτες έχουν τα ενδύματα, την στάση και την έκφραση των ρητόρων. Γενικά αναμειγνύονται στοιχεία αρχαία και νέα και εναρμονίζεται η παράδοση με την σύγχρονη τέχνη. Κατά την εποχή των Κομνηνών η αναγέννηση έχει πλέον εισέλθει σε περίοδο ωριμότητας . Ο Charles Delvoye ονομάζει την περίοδο αυτή ως την κλασσική εποχή του Βυζαντίου. Περίφημα έργα της περιόδου αυτής είναι: ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Αχρίδα (1040-1045 μ.Χ.), ο ναός του Αγίου Παντελεήμονος στο Nerezi, στα Σκόπια (1164 μ.Χ.), τα υπέροχα ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως (12ος αι.), του Οσίου Λουκά στη Λειβαδιά (11ος αι.), της Μονής Δαφνίου (11ος αι.) και πολλά άλλα.

Η εποχή των Παλαιολόγων θεωρείται ο χρυσός αιώνας της αγιογραφίας. Ότι πρόσφερε η τέχνη των προηγούμενων χριστιανικών αιώνων, επανέρχεται τώρα αλλά με νέα ζωή. Η αναγέννηση των Παλαιολόγων πρέπει να θεωρηθεί ως συνέπεια φυσικής εξέλιξης των προηγούμενων χρόνων και όχι ως φαινόμενο το οποίο εμφανίσθηκε απότομα. Πρέπει να ερμηνευθεί ως αναζωογόνηση (δια των ιδεών και του όλου κλίματος των παλαιολόγειων χρόνων) της λαμπράς τέχνης των Μακεδόνων και των Κομνηνών. Ο 14ος αιώνας είναι ανθρωποκεντρικός αιώνας. Χαρακτηριστικό λοιπόν αυτής της αναγέννησης έγινε ο βαθύς ανθρωπισμός. Υπάρχει μια στροφή προς τα ανθρώπινα, η αγιογραφία γίνεται πιο αφηγηματική, η τέχνη επιδιώκει πλέον να συγκινήσει, να αγγίξει το συναίσθημα. Κυρίως ο Γάλλος μελετητής G. Millet διαίρεσε την παλαιολόγεια ζωγραφική σε δύο «Σχολές», τη «Μακεδονική» και την «Κρητική». Βεβαίως, ο όρος «Σχολές», ο οποίος έχει πλέον επικρατήσει, δεν είναι ορθός. Μάλλον πρόκειται περί δύο διαφορετικών ρευμάτων, δύο διαφορετικών τρόπων προσεγγίσεως της παλαιολόγειας αγιογραφίας.

Η Μακεδονική Σχολή γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, άνθισε κυρίως στην Μακεδονία με κέντρο την Θεσσαλονίκη και πέρασε και στη Σερβία. Η Σχολή αυτή χαρακτηρίζεται για τον ρεαλισμό και την ελευθερία της. Έχει ένταση, κίνηση και πλούσια χρωματολογία. Το πρόσωπο και τα ενδύματα είναι πλατειά φωτισμένα, γι’ αυτό και την ονομάζουν «πλατειά τεχνοτροπία». Υποστηρίχθηκε η άποψη – χωρίς να είναι απόλυτο – ότι η τέχνη αυτή υπήρξε ιδιαίτερα συμπαθής στους λογίους, στις μορφωμένες τάξεις, τους αυλικούς. Κύριοι εκφραστές της υπήρξαν ο Μανουήλ Πανσέληνος (ο οποίος αγιογράφησε το παρεκκλήσι του Αγίου Ευθυμίου Θεσσαλονίκης και το ναό του Πρωτάτου), ο Μιχαήλ Αστραπάς και ο αδελφός του Ευτύχιος, που αγιογράφησαν στη Σερβία, ο Γεώργιος Καλλιέργης κ.α. Στην ίδια εποχή ανήκει και το απαράμιλλο σε τέχνη και ομορφιά μνημείο της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη.

Από την Βασιλεύουσα η τέχνη πέρασε στον Μυστρά κατά τα τέλη του 14ου αιώνα. Εκεί απέκτησε πιο στενό χαρακτήρα και έδωσε την Κρητική Σχολή. Η Σχολή αυτή παραμένει περισσότερο πιστή στον βυζαντινό ιδεαλισμό. Είναι τέχνη συντηρητική, με χαρακτηριστικά τις συγκρατημένες κινήσεις, τη λιτότητα, την ευγένεια των προσώπων και γενικά την προσήλωση στη βυζαντινή παράδοση. Το φως στη στενή τεχνοτροπία είναι λιγοστό και μοιάζει να πηγάζει από κάποιο βάθος, στοιχείο που υποβάλλει στον πιστό βαθιά κατάνυξη. Θεωρήθηκε ως η τέχνη των μοναχικών κύκλων. Η γνήσια Κρητική Σχολή διαμορφώθηκε στην Κρήτη – εξ ου και η ονομασία της – μετά το κοσμοϊστορικό γεγονός της πτώσης του Βυζαντίου, τον ΙΕ’ αιώνα και στις αρχές του ΙΣΤ’ αιώνα. Κυριότερος εκπρόσωπος ο Θεοφάνης ο Κρης, ο οποίος αγιογράφησε στα Μετέωρα και στο Άγιο Όρος. Γνωστός για την ιστόρηση του καθολικού της Μονής Διονυσίου είναι και ο Ζώρζης (1547 μ.Χ.). Την περίοδο αυτή αγιογραφεί και ο Φράγκος Κατελάνος με τον αδερφό του Γεώργιο, οι οποίοι όμως άρχισαν να προσλαμβάνουν ξένα και δυτικά στοιχεία.

Τέλος του ΙΣΤ’ αιώνα και όλον τον ΙΖ’ παρατηρείται μεγάλη ακμή των φορητών κρητικών εικόνων, με κυριότερους εκπροσώπους τους: Μιχαήλ Δαμασκηνό, Τζάνε, Λαμπάρδο, Βίκτωρα, Πουλάκη, Μόσκο κ.α., οι οποίοι, όμως, δέχονται, σε μεγάλο βαθμό, στοιχεία από την δυτική ακμάζουσα τέχνη. Τον 18ο και 19ο αιώνα άνθισε η λαϊκή τέχνη, με τα χαρακτηριστικά της να εκφράζουν το πνεύμα της εποχής, δηλαδή τον πόθο για απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Κυριότεροι εκφραστές είναι ο Θεόφιλος, ο Γεώργιος Μάρκου, ο Ζωγράφου κ.α. Οι μορφές εικονίζονται με απλά σχήματα, τα χρώματα είναι πιο σκοτεινά και γενικά η ποιότητα είναι υποδεέστερη των προηγούμενων αιώνων. Η βυζαντινή ζωγραφική σχεδόν εξαφανίστηκε και επικράτησε η ζωγραφική της Δύσης μέχρι το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά προσπάθησε στην εποχή του (περίπου το 1700 μ.Χ.) να επαναφέρει τη βυζαντινή τέχνη, αλλά η προσπάθειά του δεν έφερε καρπούς, διότι το ρεύμα πλέον οδηγούσε στη Δύση. Ακόμη και στο Άγιο Όρος χρησιμοποιούσαν την δυτική τεχνοτροπία. Μόλις το 1940-1950 ο πολύς Φώτης Κόντογλου μετά από υπεράνθρωπους αγώνες κατάφερε να ξαναφέρει στο φως την τέχνη της βυζαντινής αγιογραφίας και να καλλιεργήσει ένα κλίμα αναβιώσεως της ζωγραφικής παράδοσης. Κατά τους χρόνους μας η άνθιση των βυζαντινών σπουδών, οι έρευνες για την βυζαντινή τέχνη, τα συνέδρια, δημιούργησαν μια ατμόσφαιρα ευνοϊκή. Οι σύγχρονοι καλλιτέχνες κατέχοντας πλέον την απαραίτητη γνώση, μπορούν και πρέπει κατά χρέος να αποβούν οι θεματοφύλακες και να αναδειχθούν οι δημιουργικοί συνεχιστές, της μακραίωνης παράδοσης, που ονομάζεται ορθόδοξη αγιογραφία.

Πηγή: https://www.impantokratoros.gr/istoria_agiografia.el.aspx

ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Η Εκκλησία, έχοντας συνείδηση της πνευματικής αξίας και σημαντικότητος των αγίων εικόνων, ως μέσου αγιασμού και κοινωνίας των πιστών μετά των ιστορουμένων αρχετύπων, τις είχε ανέκαθεν σε μεγάλη εκτίμηση, ευλάβεια και σεβασμό. Θεωρούνται και είναι ένα σημαντικότατο εποπτικό μέσο διδασκαλίας, μια εικαστική γλώσσα της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος αποφαίνεται: «α γαρ ο λόγος της ιστορίας δι’ ακοής παρίστησι, ταύτα γραφική σιωπώσα δια μιμήσεως δείκνυσι». Μάλιστα η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος έθεσε τις άγιες εικόνες στο ίδιο επίπεδο με το Ευαγγέλιο και τον Τίμιο Σταυρό. Το θέμα των αγίων εικόνων απασχόλησε ανά τους αιώνας τους θεολόγους και τους ερευνητές και ιδίως κατά τον εικοστό αιώνα. Πραγματικά είναι σημαντικό να προβληθεί η σπουδαιότητα της εικόνας και η αξία που έχει για τον άνθρωπο ως μέλος της Εκκλησίας. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια ας ψαύσουμε άκρω δακτύλω – εφόσον το παρόν πόνημα δεν αποτελεί μια συστηματική έρευνα του θέματος – τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας για την εικόνα, όπως αυτή κατοχυρώνεται στα συγγράμματα των Αγίων Πατέρων και στα πρακτικά της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου.

Η λέξη «εικόνα» προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα «είκω» ή «έοικα» και σημαίνει ομοίωμα, δηλαδή αποτύπωση των χαρακτηριστικών κάποιου πρωτοτύπου. Αυτό σημαίνει ότι η εικόνα δεν έχει δική της υπόσταση αλλά η αξία της βρίσκεται στην ομοιότητά της με το πρωτότυπο. «Άλλο γαρ εστί εικών και άλλο το εικονιζόμενον», λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Η εικόνα λοιπόν, αποτελεί το αισθητό μέσο ανάμεσα στους πιστούς και στο πρωτότυπο, το οποίο είναι αθέατο γι’ αυτούς. Ο Μέγας Βασίλειος κάνει ένα διαχωρισμό της εικόνος σε «φυσική» και «τεχνητή» . Και τα δύο αυτά είδη εικόνων έχουν ένα κοινό γνώρισμα, την ομοιότητα με το πρωτότυπο που εικονίζουν. Διαφέρουν όμως στο εξής. Η ομοιότητα της φυσικής εικόνας προς το πρωτότυπο αναφέρεται στην ουσία του εικονιζομένου πρωτοτύπου, διατηρώντας την διαφορά ως προς την υπόσταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα φυσικής εικόνας είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού σε σχέση με τον Θεό Πατέρα. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει ότι «ο Χριστός εστίν εικών του Θεού του αοράτου»( Κολ. 1,15). Είναι δηλαδή ο Υιός «απαράλλακτος εικών του Όντος» όπως αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ταυτίζεται με τον Θεό Πατέρα απόλυτα κατά την ουσία. Εκείνο που κάνει τον Υιό να διαφέρει από τον Πατέρα είναι η υπόστασίς Του και συγκεκριμένα το ιδίωμα του γεννητού. Από την άλλη πλευρά, η τεχνητή εικόνα ομοιάζει με το εικονιζόμενο πρόσωπο ως προς την μορφή αλλά διαφέρει ως προς την ουσία. Εφόσον η τεχνητή εικόνα αναφέρεται μόνο στην μορφή του εικονιζομένου προσώπου άρα αυτό που εικονίζεται δεν είναι η φύση αλλά η υπόσταση του πρωτοτύπου, όπως αναφέρει ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: «παντός εικονιζομένου, ουχ η φύσις, αλλ’ η υπόστασις εικονίζεται». Αυτή η ομοιότητα εικόνος και εικονιζομένου αποτελεί τον όρο ύπάρξεως της τεχνητής εικόνας. Γι’ αυτό και οι ορθόδοξες εικόνες δεν είναι γέννημα της φαντασίας του εκάστοτε καλλιτέχνη, αλλά τα πρωτότυπα (ο Κύριος, η Παναγία, οι Άγιοι) είναι ιστορικά πρόσωπα με τα ιδιαίτερα προσωπικά χαρακτηριστικά τους. Σαφέστατα παρατηρούν οι Πατέρες της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου: «Ιδόντες τον Κύριον, καθώς είδον, ιστορήσαντες εζωγράφησαν. Ιδόντες Ιάκωβον τον αδελφόν του Κυρίου, καθώς είδον, αυτόν ιστορήσαντες εζωγράφησαν…».

Σ’ αυτό το σημείο μπορούμε να αναφερθούμε στη διάκριση της εικόνας από το είδωλο. Δύο είναι τα βασικά στοιχεία που αποκλείουν τον ταυτισμό εικόνας-ειδώλου. Πρώτον η ιστορικότητα των εικονιζομένων προσώπων και δεύτερον η ομοιότητα των εικόνων με τα αρχέτυπά τους. Κατά τον άγιο Νικηφόρο «το δε είδωλον ανυπάρκτων τινών και ανυποστάτων ανάπλασμα». Με άλλα λόγια, το αρχέτυπο του ειδώλου είναι ένα φανταστικό πρόσωπο ενώ της εικόνας είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο. Οποιαδήποτε προσπάθεια απεικονίσεως του Κυρίου πριν την Σάρκωσή Του θα ήταν εσφαλμένη εφόσον δεν υπήρχε πρωτότυπο. Μετά, όμως, τη Σάρκωση του Λόγου του Θεού, δεν μιλάμε για είδωλο εφόσον ο Κύριος έλαβε συγκεκριμένη ανθρώπινη μορφή.

Σ’ αυτό το σημείο έσφαλλαν οι εικονομάχοι (726-843 μ.Χ.) διότι υποστήριζαν ότι μια εικόνα πρέπει να είναι της ίδιας φύσεως με το πρωτότυπο, διαφορετικά είναι είδωλο. Γι’ αυτό και θεωρούσαν ως εικόνα του Κυρίου μόνο τον Άγιο Άρτο και Οίνο της Θείας Ευχαριστίας. Για τους ορθόδοξους όμως, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Λ. Ουσπένσκυ «Τα Τίμια Δώρα δεν μπορούν να αναγνωρισθούν σαν εικόνα του Χριστού, γιατί ακριβώς είναι ταυτόσημα με Αυτόν, που είναι το Πρωτότυπό τους». Μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση της εικονοκλαστικής συνειδήσεως επέφεραν και τα θρησκεύματα του Ιουδαϊσμού και Μωαμεθανισμού, εξαιτίας της ανεικονικής διδασκαλίας που τους διέκρινε. Κατηγορούσαν, μάλιστα, τους Χριστιανούς ως ειδωλολάτρες και δεισιδαίμονες. Γενικά το πρόβλημα των εικονομάχων ήταν ότι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το κοσμοσωτήριο γεγονός της Θείας Οικονομίας. Ο Θεός έγινε άνθρωπος «ίνα τον άνθρωπο θεόν ποιήση». Εφόσον η εικόνα είναι μια τρανταχτή απόδειξη της Σαρκώσεως του Θεού Λόγου, άρα η άρνηση της εικόνας κατ’ επέκταση σημαίνει την απόρριψη της εν Αγίω Πνεύματι ενανθρωπήσεως του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Ο Ιησούς Χριστός προσέλαβε για την δική μας σωτηρία σάρκα και αίμα. Αυτό μας δίνει το δικαίωμα να τον ζωγραφίζουμε με βάση την συγκεκριμένη ανθρώπινη μορφή Του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χωρίζουμε την σάρκα Του από την θεότητά Του. Είναι πολύ λογικό, ότι αν δεν απεικονίσουμε τον Κύριο τότε είναι σαν να αρνούμαστε την ανθρώπινη φύση Του. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης έλυσε το θεολογικό αυτό πρόβλημα διδάσκοντας, ότι η εικόνα εξεικονίζει όχι την φύση αλλά την υπόσταση του εικονιζομένου προσώπου.

Σημαντικό ακόμη στοιχείο για την σωστή κατανόηση της ορθοδόξου εικόνας είναι και η σημασία που αποδίδει η Εκκλησία στα πρότυπα των εικόνων της. Τα πρότυπα αυτά μπορούν να είναι μόνο τα ίδια τα ιστορικά πρόσωπα που εικονογραφούνται και ποτέ άλλα άσχετα πρόσωπα, όπως έγινε στη Δυτική εικονογραφία. Για όσους ζωγράφους δεν υπάρχουν κανόνες και όρια, το έργο τους μπορεί να μοιάζει με εικόνα, αλλά μπορεί να αγγίζει και τα όρια της βλασφημίας.
Ο Μέγας Βασίλειος διακηρύττει ότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Βεβαίως εδώ ο Άγιος αναφέρεται στην σχέση του Υιού προς τον Θεό Πατέρα, όμως η θέση αυτή χρησιμοποιήθηκε και από την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο για τη δικαίωση των αγίων εικόνων. Σημειώνει η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, ότι η προσκύνηση των εικόνων είναι σχετική και τιμητική, ενώ η λατρευτική προσκύνηση αναφέρεται μόνο στον Θεό. Έτσι, λοιπόν, συμπερασματικά δεχόμαστε, ότι η τιμή της εικόνας του αγίου αναφέρεται στο πρωτότυπό της και μέσω του εικονιζομένου αγίου απονέμεται στον ίδιο τον Θεό.

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι η τυχόν αδεξιότης του αγιογράφου να αποδώσει επιτυχώς τα χαρακτηριστικά του εικονιζομένου προσώπου, δεν παραβλάπτει την λειτουργικότητα της εικόνας, διότι η προσκύνηση της εικόνας δεν αναφέρεται στις υπάρχουσες ατέλειες αλλά στην ταύτισή της με το εικονιζόμενο πρόσωπο. Μας ενδιαφέρει, δηλαδή, το τι κοινό έχει η εικόνα με το πρωτότυπό της. Αυτό ακριβώς διδάσκει και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης γράφοντας: «Ου γαρ ή υπολέλειπται της εμφερείας αλλ’ ή ομοίωται, η προσκύνησις».

Πάρα πολύ σημαντική παράμετρος στο θέμα των αγίων εικόνων είναι και η παρουσία του Αγίου Πνεύματος σ’ αυτές. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός παρατηρεί: «οι άγιοι και ζώντες πεπληρωμένοι ήσαν Πνεύματος Αγίου και τελευτησάντων αυτών, η χάρις του Αγίου Πνεύματος ανεκφοιτήτως ένεστι και ταις ψυχαίς και τοις σώμασιν εν τοις τάφοις, και τοις χαρακτήρσι, και ταις αγίαις εικόσιν αυτών». Χάρις, λοιπόν, στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος στα εικονιζόμενα πρωτότυπα και οι εικόνες της Εκκλησίας είναι «Πνεύματος Αγίου πεπληρωμέναι». Συνεπώς πρέπει να προσέξουμε ότι οι εικόνες δεν είναι απλά αντικείμενα τέχνης αλλά εκφράζουν μια πνευματική πραγματικότητα, μας τονίζουν το σκοπό της χριστιανικής ζωής, που είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος. Βεβαίως, η ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος στις εικόνες δεν είναι κατ’ ουσίαν αλλά χαρισματική. Όμως, η χάρις των εικόνων μετέχεται από τους πιστούς και τους αγιάζει. Κατά την θέα των εικονιζομένων προσώπων ο αγιασμός που πηγάζει από τις εικόνες γίνεται μεθεκτός από τους πιστούς, όχι βεβαίως κατά τρόπο μηχανικό. Βασικές προϋποθέσεις καρπώσεως αγιασμού είναι η πίστη και η εσωτερική καθαρότητα, με τις οποίες οι πιστοί προσεγγίζουν τους εικονιζομένους αγίους. Αναφέρεται στα πρακτικά της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου: « ούτως καγώ δέχομαι και ασπάζομαι και περιπτύσσομαι τας ιεράς εικόνας, ως αρραβώνα της σωτηρίας μου ούσας». Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι οι εικόνες αποτελούν αρραβώνα της σωτηρίας των πιστών λόγω της μετοχής αγιασμού των πιστών από την προσκύνηση των εικόνων.

Και σε αυτό το σημείο οι εικονομάχοι λόγω της αρνητικής τοποθετήσεως τους έναντι των εικόνων, γίνονται θεομάχοι, στερώντας τους πιστούς από μια βασική δυνατότητα για την πνευματική τελείωσή τους.

Ο Ρωμαιοκαθολικισμός απορρίπτοντας την διάκριση ανάμεσα στην άκτιστη ουσία, η οποία είναι αμέθεκτη και απρόσιτη, και στην άκτιστη χάρη του Θεού, η οποία είναι προσιτή από τους ανθρώπους, άφησε στο περιθώριο τη χαρισματική παρουσία του Θεού στις εικόνες και κατά συνέπεια τον αγιαστικό χαρακτήρα των εικόνων. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους, για τους οποίους οι δυτικοί ζωγράφοι χρησιμοποιούν στα έργα τους πρότυπα άσχετα από τα εικονιζόμενα πρωτότυπα και μάλιστα πολλές φορές ηθικώς διαβεβλημένα. Πολύ σωστά ο καθηγητής Δ. Τσελεγγίδης παρατηρεί, ότι η δυτική ζωγραφική δεν αποτελεί παρακμή της πρωτοβουλίας του ζωγράφου αλλά παρεκτροπή της δυτικής θεολογίας, η οποία όμως αποτελεί έκφραση της εσφαλμένης εκκλησιαστικής ζωής της.

Τέλος, ας αναφερθούμε και στον πνευματικό χαρακτήρα των αγίων εικόνων της ορθοδόξου αγιογραφίας. Το θέμα αυτό γίνεται περισσότερο αντιληπτό εαν εστιάσουμε την προσοχή μας στον σκοπό της ορθοδόξου ζωγραφικής. Η ορθόδοξη εικόνα περιγράφει την ύπαρξη του εικονιζομένου στην εσχατολογική του μορφή, εκφράζει την μακαριότητα του ανακαινισμένου εν Χριστω ανθρώπου. Όταν ερωτήθη ο αείμνηστος Φ. Κόντογλου γιατί η βυζαντινή τέχνη δεν είναι φυσική, απάντησε τα εξής: «Δεν είναι φυσική διότι δεν έχει σκοπό να εκφράσει μονάχα το φυσικό, αλλά και το υπερφυσικό».

Θέλοντας, λοιπόν, η Εκκλησία να μας εισαγάγει στον κόσμο της Βασιλείας του Θεού, παραμέρισε από τις άγιες εικόνες το φυσικό κάλλος, την απεικόνιση του φυσικού ανθρώπου και προσπάθησε να μας διδάξει την πραγματικότητα και την αναγκαιότητα της αγιότητας. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος κατ’ εικόνα Θεού. Ο μεταπτωτικός άνθρωπος αμαύρωσε αυτό το εκ Θεού γνώρισμά του. Μέσα, όμως , στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας ο αμαρτωλός άνθρωπος πετυχαίνει πάλι την επιστροφή του στον κόσμο της μακαριότητος του καινού ανθρώπου, στο ανακαινισμένο κατ’ εικόνα. Αυτοί οι πραγματικά σημαιοφόροι της εν Χριστώ θεώσεως είναι οι Άγιοι, οι οποίοι πέτυχαν τον αγιασμό εις το μέγιστο, κατά το δυνατόν, βαθμό. Θέλοντας, λοιπόν, η ορθόδοξη αγιογραφία να αποδώσει το αρχέγονον κάλλος μετασχηματίζει την πραγματικότητα, εικονίζει το κατ’ εικόνα – όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν – όπως κατ’ ανάλογο τρόπο το ανακαινισμένο κατ’ εικόνα εικονίζει το Λόγο του Θεού, που είναι η φυσική εικόνα του Θεού Πατέρα. Για τους παραπάνω λόγους και τα εκφραστικά μέσα της αγιογραφίας ακολούθησαν το πνεύμα της. Οι αναλογίες των σωμάτων δεν είναι φυσικές – συνήθως τα σώματα είναι επιμήκη -, διακρίνουμε έντονο το στοιχείο της ολικής σχηματοποίησης, οι οφθαλμοί είναι μεγάλοι φανερώνοντας μια βαθιά πνευματικότητα, υπάρχει έλλειψη της τρίτης διάστασης (προοπτική) ως βασικό αντινατουραλιστικό στοιχείο, χρήση του στοιχείου της λιτότητας στην σύνθεση, στα σχήματα, ως απόρροια ασκητικής διαθέσεως, αλλά και για να κυριαρχεί στην εικόνα το κεντρικό θέμα και άλλα πολλά στοιχεία, τα οποία στο σύνολό τους εκφράζουν την κατάσταση της Θείας χάριτος, την αγιότητα του προσώπου.
Δυστυχώς πολλοί σημερινοί Χριστιανοί έχουν παρεξηγήσει τις ορθόδοξες εικόνες ως αφύσικες και άσχημες. Σαφώς επηρεασμένοι από τις θρησκευτικές ζωγραφιές της Δύσης, δυσκολεύονται να συλλάβουν το πνευματικό νόημα της ορθόδοξης τέχνης. Παραμερίζουν το γεγονός, ότι τα εικονιζόμενα πρόσωπα ζουν πλέον σε ένα χώρο ουράνιο και άφθαρτο, όχι σ’ αυτόν εδώ τον εφήμερο και φθαρτό και δεν ευαισθητοποιούνται από τους λόγους του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ότι «το εκ της σαρκός σαρξ εστιν», ενώ «το εκ του πνεύματος πνεύμα εστιν». Ας κλείσουμε το θέμα μας με τις εύστοχες θεολογικές παρατηρήσεις του π. Βασιλείου Ιβηρίτη: «Η εικόνα έρχεται από μακριά και οδηγεί μακριά, στην υπέρβαση της εικόνας, στην κατάσταση την πέρα από τα φαινόμενα και τα νοούμενα, πέρα από τα σύμβολα και τους εικονισμούς. Αν η εικόνα μας έκλεινε στην ίδια την εικόνα, το σχήμα, το χρώμα, την αισθητική, την ιστορία, τον κτιστό κόσμο, θα ήταν είδωλο και δεν θα άξιζε να χυθεί τόσο αίμα για την αναστήλωσή της. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Η λειτουργική εικόνα είναι συνέπεια και καρπός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου και μαρτυρία, οδηγός της θεώσεως του ανθρώπου».

Πηγή: https://www.impantokratoros.gr/eikona_theologia.el.aspx

ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑΣ

Οι ιστορικές και αρχαιολογικές έρευνες απέδειξαν ότι η τέχνη της αγιογραφίας έχει δεχτεί επιδράσεις από:

Α) την τέχνη της αρχαίας Ελλάδoς
Β) την τέχνη της Ανατολής
Γ) την ελληνιστική τέχνη (πορτραίτα του Φαγιούμ)
Δ) την ελληνορωμαϊκή τέχνη (τοιχογραφίες της Πομπηίας)

Συγκεκριμένα, δύο μεγάλοι κλάδοι, ο ανατολικός και ο ελληνιστικός είναι οι κύριοι παράγοντες που επέδρασαν καταλυτικά στην δημιουργία της τέχνης αυτής. Αναλυτικότερα, ο Μ.Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του πέτυχαν μια δημιουργική σύζευξη της αρχαίας ελληνικής τέχνης με την ήδη υπάρχουσα ανατολική. Αυτός ο καρπός της σύζευξης είναι η ελληνιστική τέχνη. Ερχόμενος ο Χριστιανισμός, επέδρασε επί της ελληνιστικής τέχνης και έτσι διαμορφώθηκε η ορθόδοξη ζωγραφική. Βέβαια ο χαρακτήρας της τέχνης βρήκε την πλήρη διαμόρφωσή του στο Βυζάντιο, όταν η Κωνσταντινούπολη έγινε το κέντρο του βυζαντινού κράτους. Εκεί έγινε η επιλογή των καλλιτεχνικών στοιχείων των δύο κόσμων (ανατολικού – ελληνιστικού) και δόθηκε ο τελικός χαρακτήρας στη ζωγραφική.

Περιπτώσεις όπου μπορούμε να διακρίνουμε την επίδραση, την οποία δέχτηκε η βυζαντινή τέχνη, είναι οι εξής:

–  Στις κατακόμβες της Ρώμης, ο ιχθύς και η άμπελος είναι θέματα ανατολικά.

– Πάλι στις κατακόμβες, οι παραστάσεις των εποχών, οι διάφορες προσωποποιήσεις (ηλίου, θαλάσσης) κ.ά. , είναι θέματα του ελληνιστικού κλάδου.

– Ο Καλός Ποιμήν της Ραβέννας, η Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη και πλήθος άλλων μνημείων είναι χαρακτηριστικά δείγματα ελληνιστικής επιδράσεως.

– Από την αρχαία Ελλάδα έχουμε τους πτερωτούς αγγέλους, την μορφή του Χριστού στην παλαιοχριστιανική περίοδο ως νέου αγένειου και πολλές άλλες περιπτώσεις.

Βεβαίως, πρέπει να αναφέρουμε, ότι παρά την επίδραση της Ανατολής, πολλή εντονότερη είναι η επίδραση της ελληνικής τέχνης, του ελληνικού πνεύματος. Τέλος, δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφερθούμε σε ένα πολύ σημαντικό εύρημα του αιώνα μας, τα πορτραίτα της περιοχής Φαγιούμ. Ανακαλύφθηκαν στην Αίγυπτο, δυτικά του Νείλου και δείγματα υπάρχουν και στο δικό μας Μπενάκειο Μουσείο της Αθήνας. Πρόκειται για οικογενειακές προσωπογραφίες και χρονολογούνται από τον 1ο – 3ο αι. μ.Χ. Έγιναν από Έλληνες ζωγράφους και έχει αποδειχθεί ότι αποτελούν τον συνδετικό κρίκο μεταξύ της αρχαίας ελληνικής τέχνης και της βυζαντινής. Όλα αυτά τα στοιχεία και τις τεχνικές μεθόδους που αναφέραμε, η Ορθοδοξία τα παρέλαβε, τα εξευγένισε, τα μεταμόρφωσε, δίνοντάς τους ένα πνευματικό χαρακτήρα ώστε να μπορούν να εκφράσουν τις υψηλές αλήθειες της πίστεώς μας.

ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑΣ

Την τεχνική της βυζαντινής αγιογραφίας την διακρίνουμε:

Α) Φορητές εικόνες

Οι εικόνες εκτελούνται συνήθως πάνω σε ξύλο και τα χρώματα διαλύονται με τον κρόκο του αυγού. Βεβαίως, φορέας μιας εικόνας μπορεί να καταστεί και κάποια άλλη επιφάνεια όπως κεραμίδια, παλαιά ξύλα, υφάσματα, γύψος κ.ά. φτάνει η επιλογή του υλικού να είναι τέτοια ώστε να μην είναι καταφρονητική προς τα εικονιζόμενα άγια πρόσωπα.

Στις παλαιοχριστιανικές εικόνες συναντούμε την εγκαυστική τεχνική, η οποία κυρίως αναπτύχθηκε τον 6ο αι. μ.Χ. Στην τεχνική αυτή έχουμε ανάμειξη των χρωμάτων με κερί και θέρμανση της επιφάνειας με πυρακτωμένο σίδηρο. Όταν δεν χρησιμοποιείται το πυρακτωμένο σίδηρο, αλλά απλώνεται το χρωματισμένο κερί πάνω στο ξύλο έχουμε τις λεγόμενες κηρόχυτες εικόνες.

Σπουδαία υπήρξε στο Βυζάντιο και η τεχνική του σμάλτου. Η εκτέλεση της εικόνας γινόταν πάνω σε μεταλλική επιφάνεια. Με λεπτά σύρματα σχημάτιζαν τα περιγράμματα των μορφών και μεταξύ των συρμάτων έχυναν τα χρώματα του σμάλτου. Σε αυτά, τα λεγόμενα περίκλειστα σμάλτα, ανήκουν εικόνες, εγκόλπια, άγια ποτήρια, λειψανοθήκες και άλλα είδη μικροτεχνίας.

Β) Τοιχογραφίες

Στη ζωγραφική πάνω στον τοίχο έχουμε δύο τεχνικές. Πρώτη είναι η νωπογραφία (fresco). Στην τεχνική αυτή ο αγιογράφος ζωγραφίζει πάνω σε φρεσκοσοβαντισμένο τοίχο. Μόνο όσο είναι νωπός ο σοβάς μπορεί να έχει επιτυχία το έργο, διότι αν ο σοβάς ξηρανθή δεν μπορεί να γίνει καμία διόρθωση. Δεύτερη τεχνική είναι η ξηρογραφία. Εδώ έχουμε ανάμειξη των χρωμάτων με μια κολλητική ουσία και ζωγραφίζουμε πάνω σε ξηρό τοίχο.

Γ) Ψηφιδωτά – Μωσαϊκά.

Στα ψηφιδωτά αντί για χρώματα χρησιμοποιούσαν μικρές ψηφίδες από μάρμαρο, πέτρες, φίλντισι, υαλόμαζα χρωματισμένη. Ονομάστηκαν και μωσαϊκά διότι με ψηφιδωτά διακοσμούσαν τα τοιχώματα των σπηλαίων που ήταν αφιερωμένα στις Μούσες. Ενώ δεν είναι δυνατόν με το ψηφιδωτό να πετύχουμε την απαλή κλιμάκωση των χρωμάτων, που δημιουργείται στη ζωγραφική, εν τούτοις η φωτεινότητα και ζωηρότητα των ψηφίδων δημιουργούν στον πιστό το αίσθημα της υπέρβασης σε μια άλλη, πνευματικότερη διάσταση. Κλασσικά θεωρούνται τα έργα στον Όσιο Λουκά στην Λειβαδιά, στην Νέα Μονή της Χίου, στη Μονή της Χώρας κ.ά.

Δ) Μικρογραφίες Η μικρογραφία ή μινιατούρα χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την διακόσμηση των χειρογράφων. Εντυπωσιάζει η ακρίβεια και η τελειότητα των χαρακτηριστικών στα έργα αυτά. Τα χειρόγραφα είναι συνήθως από περγαμηνή και ονομάζονται ιστορημένα χειρόγραφα.

Πηγή: https://www.impantokratoros.gr/piges_agiografias.el.aspx

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ο Φώτης Κόντογλου, πιστό τέκνο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, καταξιωμένος αγιογράφος ο ίδιος, αναγεννητής και πατέρας της σύγχρονης αγιογραφίας, με τους παρακάτω λόγους του αφενός μεν καταδεικνύει την ιερότητα της αγιογραφίας, αφετέρου δε προτρέπει σε μια ευλαβική προσέγγιση αυτής της λειτουργικής τέχνης:

«Ο δε αγιογράφος δεν είναι απλώς ένας τεχνίτης όπου κάμνει μίαν αναπαραστατικήν ζωγραφίαν επάνω εις κάποια θέματα θρησκευτικά, αλλά έχει πνευματικόν αξίωμα και πνευματικήν διακονίαν, την οποίαν επιτελεί εις την εκκλησίαν, ως ο ιερεύς και ο ιεροκύρηξ».

«Οι παλαιοί εκείνοι αγιογράφοι ενήστευαν δουλεύοντας … και εργαζόμενοι έψαλλαν, δια να γίνεται το έργον των με κατάνυξιν και δια να μην μετεωρίζεται ο νους των εις τα εγκόσμια».

«Όταν πρόκειται να αρχίσεις μίαν εικόνα, κατά πρώτον κάμε την προσευχή σου εις τον Κύριον, να σε φωτίση εις το έργον σου, ποιών το σημείον του σταυρού».

Στην συνέχεια παραθέτουμε ορισμένες προσευχές, όπως τις βρήκαμε σε κάποια βιβλία, ώστε να βοηθηθούν οι σύγχρονοι αγιογράφοι, προσευχόμενοι να προσλάβουν από τον Θεό τον θείο φωτισμό, τον τόσο απαραίτητο στο ιερό έργο τους.

ΕΥΧΗ ΕΙΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΝ

Ευλογώντας ο ιερεύς, μετά το «Βασιλεύ Ουράνιε» κ.λ.π., το Μεγαλυνάριον της Θεοτόκου, το «Άλαλα τα χείλη» και το τροπάριον της Μεταμορφώσεως, σφραγίσας την κεφαλήν αυτού, λέγει εκφώνως: «Του Κυρίου δεηθώμεν». Και ακολούθως την ευχήν:

«Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο απερίγραπτος υπάρχων τη φύσει της Θεοτητος και δια την σωτηρίαν του ανθρώπου επ’ εσχάτων εκ της Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας αφράστως σαρκωθείς και αξιώσας περιγράφεσθαι, ο τον άγιον χαρακτήρα της αχράντου Σου όψεως εν τω αγίω Μανδηλίω τυπώσας και δι’ αυτού την νόσον του τοπάρχου Αυγάρου ιασάμενος και την ψυχήν αυτού φωτίσας εις την επίγνωσιν Σού του αληθινού Θεού ημών˙ ο δια του Αγίου Σου Πνεύματος συνετίσας τον θείον Απόστολόν Σου και ευαγγελιστήν Λουκάν την μορφήν της παναμώμου Σου Μητρός διαγράψαι, φερούσης Σε ως βρέφος εν ταις αγκάλαις αυτής και το «Η χάρις του εξ εμού τεχθέντος δι’ εμού μετ’ αυτών» ειπούσης˙ Αυτός, Δέσποτα, Θεέ των όλων, φώτισον, συνέτισον την ψυχήν, την καρδίαν, την διάνοιαν του δούλου Σου (δείνα) και τας χείρας αυτού εύθυνον προς το αμέμπτως και αρίστως διαγραφείν το είδος της εμφερείας Σου και της παναχράντου Σου Μητρός και πάντων Σου των Αγίων, εις δόξαν σην και εις φαιδρότητα και ωραϊσμόν της αγίας Σου Εκκλησίας και εις άφεσιν αμαρτιών των σχετικώς αυτάς προσκυνούντων και μετ’ ευλαβείας ασπαζομένων και την τιμήν επί το πρωτότυπον αναφερόντων. Λύτρωσε δε αυτόν εκ πάσης διαβολικής επηρείας, προκόπτοντα εν πάσαις ταις εντολαίς Σου, πρεσβείαις της Παναχράντου Μητρός Σου, του αγίου ενδόξου αποστόλου και ευαγγελιστού Λουκά και πάντων των Αγίων. Αμήν»

Εκτενής και απόλυσις.

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΟΥ

ΕΥΧΗ ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΠΑΡ’ ΑΓΙΟΓΡΑΦΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΙΣΤΟΡΗΣΑΙ ΤΙΝΑ ΕΙΚΟΝΑ
Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, η απαράλλακτος εικών του αοράτου Πατρός, ο κατ’ εικόνα Σου πλάσας ημάς και διά την ημετέραν σωτηρίαν φιλανθρώπως περιβαλόμενος την σάρκα εκ της Παναχράντου Σου Μητρός και Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, ο υπέρ πάντας τους Υιούς των ανθρώπων ωραίος και η πηγή πάσης ωραιότητος, αοράτου τε και φαινομένης, ο καταδεξάμενος ναούς ημάς ποιήσαι του Αγίου Σου Πνεύματος, ο την ύλην καθαγιάσας τη θεία οικονομία Σου, ο την χρωματουργικήν θεολογίαν χαρισάμενος τη ασπίλω νύμφη Σου Εκκλησία, προς ανάμνησιν μεν της ανερμηνεύτου συγκαταβάσεώς Σου, οικοδομήν δε και αγιασμόν του πιστού λαού Σου, Σοί προσπίπτων δέομαί Σου και σε παρακαλώ˙ ως χαρισάμενος και εμοί τω αμαρτωλώ και αναξίω δούλω Σου, το χάρισμα της εικονογραφικής διακονίας, κάθαρον από της καρδίας μου πάσαν αμαρτητικήν ρυπαρίαν και έγγραψον αχειροποιήτως εν αυτή το πανάγιον θέλημά Σου˙ ενίσχυσόν με εν πάση ασθενεία του θελήματος του νοός μου και φώτισόν με τη δυνάμει του Παναγίου Σου Πνεύματος, οδηγών τας αδυνάμους και αχρείας χείρας μου εις θεοφιλή περαίωσιν της ιστορήσεως της ιεράς ταύτης εικόνος Σου (ή του αγίου…), όπως οι προσκυνούντες και ασπαζόμενοι ταύτην εις Σε, το πρωτότυπον κάλλος, ανάγωσι τας καρδιας και τον λογισμόν αυτών, χαριτούμενοι δε και αγιαζόμενοι ολοτελώς, εν χαρά επιτύχωσι το καθ’ ομοίωσιν, και δοξάζωσι συν πάσι τοις απ’ αιώνος ευαρεστήσασί Σοι Αγιοίς, Σε τον Σαρκωθέντα Υιόν και Λόγον, συν τω ανάρχω Σου Πατρί και τω προσκυνητώ Πνεύματί Σου, την ομοούσιον και αδιαίρετον και ζωοποιόν Τριάδα. Αμήν.

ΕΤΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών,…Φώτισον, συνέτισον την ψυχήν, την καρδίαν και την διάνοιαν του δούλου Σου και τας χείρας αυτού εύθυνον προς το αμέμπτως και αρίστως διαγράφειν το είδος της εμφερείας Σου και της παναχράντου Σου Μητρός και πάντων Σου των Αγίων, εις δόξαν Σην και εις φαιδρότητα και ωραϊσμόν της Αγίας Σου Εκκλησίας και εις άφεσιν αμαρτιών των σχετικώς αυτάς προσκυνούντων και μετ’ ευλαβείας και την τιμήν επί το πρωτότυπον αναφερόντων λύτρωσαι δε αυτόν εκ πάσης διαβολικής επηρείας προκόπτοντα εν πάσαις ταις εντολαίς Σου, πρεσβείαις της παναχράντου Μητρός Σου, του Αγίου ενδόξου ευαγγελιστού Λουκά και πάντων των αγίων Αμήν.

ΕΤΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο απερίγραπτος υπάρχων τη φύσει της θεότητος και δια την σωτηρίαν του ανθρώπου επ΄ εσχάτων εκ της παρθένου και θεοτόκου Μαρίας αφράστως σαρκωθείς και αξιώσας περιγράφεσθαι. Ο τον άγιον χαρακτήρα της αχράντου όψεως εν τω αγίω μανδηλίω τυπώσας και δι αυτού την νόσον του τοπάρχου Αυγάρου ιασάμενος και την ψυχήν αυτού φωτίσας εις την επίγνωσιν σου του αληθινού Θεού ημών. Ο δια του αγίου σου πνεύματος συνετίσας τον θείον απόστολόν σου και ευαγγελιστήν Λουκάν την μορφήν της παναμώμου σου μητρός διαγράψαι, φερούσης σε ως βρέφος εν ταις αγκ άλαις αυτής, και το «Η χάρις του εξ εμού τεχθέντος δι εμού μετ’ αυτών» ειπούσης, αυτός δέσποτα Θεέ των όλων, φώτισον συνέτισον την ψυχήν την καρδίαν και την διάνοιαν του δούλου σου (δείνα) και τάς χείρας αυτού εύθυνον προς το αμέμπτως και αρίστως διαγράφειν το είδος της εμφερείας σου και της παναχράντου σου μητρός και πάντων σου των αγίων, εις δόξαν σήν και εις φαιδρότητα και ωραϊσμόν της αγίας σου Εκκλησίας και εις άφεσιν αμαρτιών των σχετικώς αυτάς προσκυνούντων και μετ’ ευλαβείας ασπαζομένων και την τιμήν επί το πρωτότυπον αναφερόντων. Λύτρωσαι δε αυτόν εκ πάσης διαβολικής επηρείας προκόπτοντα εν πάσαις ταις εντολαίς σου πρεσβείαις της παναχράντου μητρός σου, του αγίου ενδόξου και ευαγγελιστού Λουκά και πάντων των αγίων. Αμήν.

Πηγή: https://www.impantokratoros.gr/DD18B031.el.aspx

ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ

Γιατί μία γιορτή με δύο εικονογραφικές εκδοχές;

Υπό π. Δημητρίου Χ. Σαββόπουλου

Με την Μεσοπεντηκοστή γιορτάζεται ἡ παρουσία του Χριστού στην ιουδαϊκή γιορτή της Σκηνοπηγίας. Όλοι οι σχετικοί ύμνοι και το Ευαγγέλιο της γιορτής (Ιω. 7:14-30), κάνουν λόγο για την παρουσία του Χριστού στη γιορτή αυτή. Η Σκηνοπηγία ήταν η τρίτη μεγάλη γιορτή των Ιουδαίων [1]. Γιορταζόταν τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου (Λευ. 23:33-36). Διαρκούσε οχτώ μέρες. Με κλάδους δένδρων έφτιαχναν σκηνές στις στέγες των σπιτιών τους, στις αυλές, στους δρόμους, στα χωράφια, στις πλατείες κ.α.. Έμεναν σε αυτές (όσο διαρκούσε ἡ γιορτή) για να θυμούνται τούς πατέρες τους, πού επί σαράντα χρόνια έμεναν σε σκηνές στην έρημο. Κάθε πρωί πήγαιναν στο Ναό, κρατώντας στα χέρια τους κλάδους φοινίκων, ιτιάς ή μυρτιάς και πρόσφεραν θυσίες. Και ο Χριστός ως Ιουδαίος έμενε σε σκηνή και πήγαινε στο Ναό κρατώντας στα χέρια του κλάδους από φοίνικες ή ιτιάς ή μυρτιάς.

Βρισκόμαστε λοιπόν στο τρίτο και τελευταίο έτος του δημοσίου βίου του Κυρίου. Οι εχθροί Του, αρχιερείς, γραμματείς, φαρισαίοι τροχούσαν τα μαχαίρια τους. Πλησίαζε ἡ γιορτή. (Ιω. 7:2). Και ο Χριστός έπρεπε να ανεβεί στο Ναό, δηλαδή στα Ιεροσόλυμα για τη γιορτή της Σκηνοπηγίας. Πήγε στον Ναό στη μέση της γιορτής, τετάρτη μέρα, (γι’αυτό και ἡ Μεσοπεντηκοστή γιορτάζεται Τετάρτη μέρα). «Ἤδη δέ τῆς ἑορτῆς μεσούσης ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τό ἱερόν καί ἐδίδασκε» (Ιω. 7:14). Οι άρχοντες των Ιουδαίων και οι υπάλληλοι του Ναού, Τον άκουγαν και έμεναν κατάπληκτοι. Και έλεγαν μεταξύ τους: «πῶς οὗτος γράμματα οἶδε μὴ μεμαθηκώς;» δηλ. «Πώς συμβαίνει και ξέρει τόσο καλά τα ιερά γράμματα, αφού δεν τα εσπούδασε» (Ιω. 7:15). «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» δηλ. «Ποτέ μέχρι τώρα δεν μίλησε άνθρωπος, όπως μιλάει αυτός ο άνθρωπος», (Ιω. 7:47). Επειδή λοιπόν την ημέρα αυτή ο Χριστός, με τη διδασκαλία Του απέδειξε τη Σοφία Του στον κόσμο, γι’αυτό και ανήμερα της γιορτής αυτής (της Μεσοπεντηκοστής) πανηγύριζε και ο Ναός της Αγίας Σοφίας της Κων/πόλεως, που ήταν αφιερωμένος στην ενυπόστατη Σοφία του Χριστού.

Ὁ Χριστός πήγε και στο «ἐξόδιον» της γιορτής (Αρ. 29:35), την ογδόη και τελευταία ημέρα (Ιω. 7:37). Ήταν η πιο επίσημη. Γινόταν ἡ «τελετή του νερού» Ιερατείο και λαός ξεκινούσαν το πρωί εν πομπή από το Ναό για την κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Ο αρχαιότερος ιερέας έπαιρνε νερό από την κολυμβήθρα και ξαναγύριζαν στο Ναό, όπου τους υποδέχονταν η μουσική του Ναού. «Στάθηκε -τότε- ο Ιησούς» (Ιω. 7:37), δείγμα ότι και Αυτός ακολουθούσε την πομπή, και «φώναξε δυνατά: Όποιος διψάει, να έλθει σε Μένα, να πιεί» (Ἰω. 7:37).

Επίτηδες φώναξε δυνατά· για να δείξει πόσο σημαντικό ήταν αυτό που θα τους έλεγε: «Όποιος διψάει, να έλθει σε Μένα, να πιεί» (Ἰω. 7:37). Σαν να τούς έλεγε: «Όπως ο διψασμένος μέσα στον καύσωνα ψάχνει για νερό, και μόλις το βρει, το ρουφάει απνευστί, έτσι θέλω να έρχεστε σε Μένα!» Και πρόσθεσε: «Όποιος πιστεύει σε Μένα, από την κοιλιά του (καρδιά του) θα ρέουν ποταμοί ύδατος ζώντος» (Ιω.7:38). «Αυτό το είπε για το Άγιο Πνεύμα, πού όσοι έχουν πιστέψει σ΄Αυτόν θα το έπαιρναν αργότερα» (Ιω. 7:39), σημειώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.

Επειδή μίλησε για το Άγιο Πνεύμα, γι’αυτό και η Εκκλησία μας γιορτάζει το γεγονός αυτό, λίγο πριν την Πεντηκοστή. Για την ακρίβεια: Είκοσι πέντε μέρες μετά από το Πάσχα, συν άλλες εικοσιπέντε μέρες πριν (την Πεντηκοστή). Και γιορτάζεται οχτώ μέρες· την ογδόη μέρα γίνεται η «απόδοση», (όσες γιορταζόταν και η γιορτή της Σκηνοπηγίας).

«Το μέσον λοιπόν των δύο αυτών μεγάλων Δεσποτικών Εορτών έφερνε στο νου μας και το εβραϊκό επίθετο του Κυρίου «Μεσσίας», που στα ελληνικά μεταφράζεται Χριστός. Ηχητικά δε θυμίζει το μέσον. Στα τροπάρια και το συναξάρι της ημέρας η παρετυμολογία αυτή γίνεται αφορμή να παρουσιασθεί ο Χριστός ως Μεσσίας – μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «μεσίτης καί διαλλάκτης ἡμῶν καί τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός». «Διά ταύτην τήν αἰτίαν τήν παροῦσαν ἑορτήν ἑορτάζοντες καί Μεσοπεντηκοστήν ὀνομάζοντες τόν Μεσσίαν τε ἀνυμνούμεν Χριστόν»[…]. Στο διψασμένο ανθρώπινο γένος η διδασκαλία του Κυρίου ήλθε σαν ύδωρ ζων, σαν ποταμός χάριτος που δρόσισε το πρόσωπο της γης. Ο Χριστός είναι η πηγή της χάριτος, του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον, που ξεδιψά και αρδεύει τις συνεχόμενες από βασανιστική δίψα ψυχές των ανθρώπων. Που μεταβάλλει τους πίνοντας σε πηγές… «Καί γενήσεται αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον», είπε στην Σαμαρείτιδα (Ιω. 4:14). Που μετέτρεψε την έρημο του κόσμου σε θεοφύτευτο παράδεισο αειθαλών δένδρων φυτεμένων παρά τας διεξόδους των υδάτων του Αγ. Πνεύματος.» [2]

Πιθανόν για το λόγο αυτό θεσπίστηκε μετά την εορτή αυτή, η Κυριακή που έπεται να είναι αφιερωμένη στη Σαμαρείτιδα (Αγ. Φωτεινή) και στον αποκαλυπτικό διάλογό της με τον Χριστό, διότι και εκεί γίνεται λόγος για το Μεσσία Χριστό και περί «ύδατος» (την δρόσο του Πνεύματος) και «δίψας» (πνευματικής), όπως και κατά την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. (βλ. Ιω. 4:10-15).

***

Υπάρχει όμως μία ανακολουθία στην αγιογράφηση της συγκεκριμένης εορτής, με την αντίστοιχη εικόνα που την εξιστορεί.

Ο Χριστός σε κάποιες εικόνες δεν εικονίζεται ώριμος άνδρας υπέρ των τριάκοντα ετών ως όφειλε [3], (σύμφωνα με τα ιστορηθέντα στην Αγ. Γραφή), αλλά ως παιδί μέσα στο ναό, να συζητά μετά των πρεσβυτέρων. Ασφαλώς όλοι κατανοούμε, ότι αυτό το συμβάν έχει σχέση με άλλο περιστατικό που περιγράφεται στο: Λουκ. 2:41-52. Εκεί κατά την ημέρα του Πάσχα, ο Χριστός χάνεται και οι γονείς του (ο μνήστωρ Ιωσήφ με τη μητέρα Του -Παναγία) τον αναζητούν. Τελικά «μεθ᾿ ἡμέρας τρεῖς εὗρον αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ» (Λουκ. 2:46), μεταξύ των ιεροδιδασκάλων του Ναού να συζητά, θέτοντας ερωτήσεις και δίδοντας απαντήσεις σε θρησκευτικά θέματα ώστε «ἐξίσταντο πάντες οἱ ἀκούοντες αὐτοῦ ἐπὶ τῇ συνέσει καὶ ταῖς ἀποκρίσεσιν αὐτοῦ» (Λουκ. 2:47).

Ασφαλώς και εκεί αποκαλύπτεται η Σοφία Του, παρά το νεαρό της ηλικίας Του, αλλά το περιστατικό αυτό δεν έχει καμία σχέση με το γεγονός της Μεσοπεντηκοστής όπως το εξιστορήσαμε εν συντομία…

Σφάλουν λοιπόν οι αγιογράφοι όταν αποδίδουν τη μορφή του Χριστού ως νέου εν μέσω των διδασκάλων στην εικόνα της Μεσοπεντηκοστής. Αυτό επισημαίνει και ο όσιος πατήρ της εκκλησίας μας Άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης σημειώνοντας επί λέξη τα εξής: «Εκείνο όπου η Γραφή και το Ευαγγέλιον φανερώνει δια των ρημάτων, τούτο ο ζωγράφος παριστάνει δια των εικόνων δια ταύτην την αφορμήν οι ζωγράφοι πρέπει να προσέχουν καλά και να ηξεύρουν πρώτον τι λέγει η Γραφή και το Ευαγγέλιον, και ούτω να ζωγραφίζουν κατά το Ευαγγέλιον και την Γραφήν τας εικόνας των… και όχι να ζωγραφίζουν άλλα αντ΄άλλων και αυτά πολλάκις τα ενάντια του Ευαγγελίου και ατοπώτατα. Καθώς είναι το να ζωγραφίζουν τον Κύριον νέον παίδα αγένειον εν τη Μεσοπεντηκοστή διδάσκοντα, εις καιρόν όπου ο Κύριος τότε ήτον ανήρ τέλειος μετά το βάπτισμα.» [4].


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΩΝ

[1]. Τρεις είναι οι μεγάλες ετήσιες εορτές των Ισραηλιτών, που τις τιμούσαν με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια: Η 1η είναι η γιορτή του Πάσχα (ή των Αζύμων). Γιόρταζαν την θαυμαστή απελευθέρωσή τους από την δουλεία στους Αιγυπτίους, και την έξοδό τους, προς την γη της επαγγελίας. Η 2η είναι η γιορτή του Θερισμού (των πρωτογεννημάτων ή γιορτή των εβδομάδων), η αντίστοιχη ιουδαϊκή Πεντηκοστή, την Άνοιξη και η 3η είναι η γιορτή της Συγκομιδής (γιορτή της Σκηνοπηγίας), τέλη Σεπτέμβρη.

[2]. https://kimisitheotokouilioup.gr

[3]. Σύμφωνα με την παράδοση και νομοθεσία των Ιουδαίων, οι άνδρες είχαν δικαίωμα να λάβουν δημόσια τον λόγο, μετά την ηλικία των 30 ετών. Ο Χριστός ήδη ήταν πάνω από τριάντα ετών όταν άρχισε την δημόσια δραστηριότητά Του.

[4]. Πηδάλιον: ’’ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΕΒΔΟΜΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ, ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ’’. Εκδόσεις: «Αστήρ», Αθήναι 1982. Υποσημ. (2), σελ. 321.