Ἱερέας, ράσα, γένεια καί μαλλιά

Ἀρχικά, οἱ Ἱερεῖς κούρευαν τό κεφάλι τους, ἀλλά ὄχι ὅπως γίνεται σήμερα. Ἄφηναν στό κεφάλι τους ἕνα γύρο ἀπό μαλλιά, πού σχημάτιζε στεφάνι. Καί τοῦτο, γιά νά θυμοῦνται τό ἀκάνθινο στεφάνι τοῦ Κυρίου.

Αὐτό ἦταν «σῆμα καταθέν» γιά τούς Ἱερεῖς. Γι’ αὐτό, ἄν ὡς Ἱερεῖς καθαιροῦντο, καί στή συνέχεια ἔδειχναν μετάνοια, μποροῦσαν «τιμῆς ἕνεκεν», «τῷ τοῦ κλήρου κειρέσθωσαν σχήματι» (ΚΑ΄ τῆς ΣΤ΄). Μποροῦσαν, δηλαδή, νά κουρεύονται, ἀφήνοντας στό κεφάλι τους αὐτό τό σημαδιακό στεφάνι. Διαφορετικά, ἄφηναν τά μαλλιά τους σάν τούς λαϊκούς, «καθάπερ οἱ λαϊκοί, τήν κόμην ἐπιτρεφέτωσαν» (ΚΑ΄τῆς ΣΤ΄). («Ὁλόκληρη» Οἰκουμενική Σύνοδο ἀσχολεῖται μέ τίς τρίχες (!) τῶν Ἱερέων…!).

Τό στεφάνι αὐτό, ἤ καλύτερα αὐτό τό ἄκομψο κούρεμα, σύν τῷ χρόνῳ καταργήθηκε ἀπό τούς ἐν τῷ κόσμῳ Ἱερεῖς, μέ ἀποτέλεσμα νά φέρνουν (οἱ ἐν τῷ κόσμῳ Ἱερεῖς) μακρυά μαλλιά, κοτσίδα καί γένεια. Ἀντίστροφα, οἱ Ἱερομόναχοι στά Μοναστήρια συνέχιζαν νά φέρνουν τό στεφάνι στό κεφάλι τους. «Τοῦτο (=τόν ἀκάνθινον στέφανον) δέ μᾶλλον οἱ ἱερωμένοι μοναχοί σαφέστερα δηλοῦσιν, ἔχοντες ἐπάνω εἰς τήν κεφαλήν των ἕνα στέφανον κεκουρευμένον», μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Θεσ/νίκης γιά τήν ἐποχή του (15οςαἰ.). (Ἅπαντα, σελ. 324α).

Σύν τῷ χρόνῳ, τό στεφάνι αὐτό ἐξέλιπεν καί ἀπό τούς Ἱερομονάχους. Ἔτσι ὁλόκληρος ὁ κλῆρος, ἄγαμος καί ἔγγαμος, ἄφηνε τά μαλλιά του καί τά γένεια του. Κάτι πού στήν πατρίδα μας ἦταν «νόμος ἀπαράβατος», τουλάχιστον μέχρι τά μέσα τοῦ περασμένου αἰώνα. Ὥσπου σιγά-σιγά ἐμφανίσθηκε ἡ «μόδα» οἱ Ἱερεῖς νά μιμοῦνται τούς λαϊκούς, κουρεύοντας τά μαλλιά τους.

Πιθανότητα αὐτό νά ξεκίνησε ἐπί Κεμάλ Ἀτατούρκ. Θέλοντας νά «πλήξει», καί νά ταπεινώσει τόν κλῆρο τῆς Κων/πόλεως, ἔβγαλε «φιρμάνι», οἱ Ἱερεῖς τοῦ Πατριαρχείου νά κόψουν τά μαλλιά τους, νά κοντύνουν τά γένεια τους, νά βγάλουν καί τά ράσα τους. «Ἤμουν μικρό παιδάκι. Θά θυμᾶμαι γιά πάντα ἐκείνη τήν σκηνή. Τήν μάνα μου πού πῆρε τό ψαλίδι καί κλαίγοντας καί θρηνῶντας ἔκοψε τήν κοτσίδα τοῦ πατέρα! Ἔκλαιγε αὐτή, ἔκλαιγε καί ὁ πατέρας, κλαίγαμε καί ‘μεῖς τά παιδιά!» Διηγήθηκε ἕνας ὑπερήλικας φαναριώτης κληρικός, στόν Ἀρχιμανδρίτη Δοσίθεο, καθηγούμενο τῆς Ἱεράς Μονής Τατάρνης. (Ἀρχιμ. Δοσιθέου, «Θέλω νά πιῶ ὅλο τόν Βόσπορο», σελ. 53-54).

Γιατί ἔκλαιγαν ὁ παπᾶς καί ἡ παπαδιά; Μπορεῖ «τά ράσα καί τά γένεια νά μήν κάνουν τόν παπᾶ» , ἀλλά γιά τόν ὀρθόδοξο ἕλληνα χριστιανό δέν νοεῖται παπᾶς, χωρίς ράσα, γένεια καί μαλλιά! Γι’αὐτό οὔτε καί ὁ πλέον φιλελεύθερος κληρικός δέν τολμᾶ, ἐδῶ στήν πατρίδα μας, νά ἐμφανισθεῖ στήν ἐνορία του μέ παντελόνι, μέ σακκάκι, κουρεμένος καί ξυρισμένος. Ἔστω καί τυπικά θά φέρει λίγα γένεια καί μαλλιά καί ἕνα ράσο πάνω του.

Ἐπί ἀρχιερατείας Μελετίου (Μητροπολίτου Νικοπόλεως) ἐπισκέφθηκε τήν πόλη τῆς Πρέβεζας ἕνας ἐπώνυμος, πατρινός πολίτης. Μοῦ ἔλεγε: «Ἔβλεπα καί θαύμαζα τούς Ἱερεῖς πού περπατοῦσαν στήν πόλη. Ὅλοι τους σεβάσμιοι, μέ γένεια, μέ μαλλιά, μέ καλλυμαύχι. Καί εἶπα, πώς γιά νά εἶναι τόσο καλοί οἱ Ἱερεῖς, θά πρέπει ἐδῶ νά ἔχουν καλό Δεσπότη». (Ἔτσι πάει, «καλός Δεσπότης, καλοί παπάδες»).

Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς ὁ ἀοίδιμος Μελέτιος, μία ἀπό τίς πρῶτες «κινήσεις», πού ἔκανε ὡς Μητροπολίτης ἦταν νά περάσει τό μήνυμα στούς Ἱερεῖς του, πώς δέν τούς συμφέρει νά κουρεύονται, γιατί πέφτουν στή συνείδηση τοῦ κόσμου. Τούς εἶπε: «Ὁ Ἱερέας θά πρέπει μέ τό παρουσιαστικό του νά ἐμπνέει σεβασμό». Καί ἀναμφίβολαἔτσι εἶναι.

«Σέ παραδέχομαι!», εἶπε ἕνας ἄθεος (!) ἐκπαιδευτικός σέ φίλο του παραδοσιακό Ἱερέα, καί τοῦ φίλησε τό χέρι. «Ὁ σεβασμός ἐμπνέεται. Δέν ἐπιβάλλεται…!».

Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Αναστάσιος (25-6-2019)

Εις μνήμην Μελετίου Αρχιερέως

Συμπληρώνονται ἤδη ἑπτά χρόνια ἀπό τήν πρός Κύριον ἐκδημία (21.6.12) τοῦ ἀοιδίμου Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου. Ἡ ὅλη του «πολιτεία» ἦταν ξένη, σκάνδαλο γιά τή σύγχρονη, φιλήδονη, ἀλαζονική ἐποχή.

Ἄς μείνουμε στήν ἐκλογή του καί χειροτονία του εἰς ἀρχιερέα, καθώς ἐπίσης καί στήν ἐνθρόνισή του.

Ἀπό τό 1968 μέχρι τό 1980, διακονοῦσε ὡς γραμματέας τοῦ Γραφείου Διορθόδοξων σχέσεων τῆς Ἱ. Συνόδου. Ὁπότε καθημερινά συναστρεφόταν μέ ἀρχιερεῖς, ἀλλά καί ἔβλεπε πολλούς γνωστούς του ἱερομονάχους, πού διακονοῦσαν στήν Ἱ. Σύνοδο, νά ἐκλέγονται ἀρχιερεῖς.

Παρόλο αὐτό δέν κτυπήθηκε ἀπό τόν θανατηφόρο «ἰό» τῆς ἐξουσίας, γι’αὐτό καί δέν κατέπεσε, ἐκδουλεύοντας τούς ἀρχιερεῖς, γιά νά ἔχει τήν «εὔνοιά» τους γιά τά περαιτέρω. «Τό Γραφεῖο μου τό ξέρουν. Ὅποιος θέλει νά μέ βρεῖ, μέ βρίσκει», ἔλεγε.

Τήν πρωτοβουλία γιά τήν ἐκλογή του εἰς ἀρχιερέα, τήν ἀνέλαβε ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Κίτρους κ. κ. Βαρνάβας. Ἔπρεπε στήν ταλαιπωρημένη καί καταφρονημένη Μητρόπολη Νικοπόλεως, νά πάει ἕνας ἐπίσκοπος μέ «ὄνομα». Καί πρότεινε στόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο Σεραφείμ τόν ἱερομόναχο Μελέτιο. Ἀρχικά ὁ Μελέτιος ἦταν ἀρνητικός. Ὅμως, καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καί ὁ Μητροπολίτης Κίτρους τόν πίεσαν, ὅτι θά πρέπει νά κάνει τή θυσία αὐτή γιά τό καλό τῆς Ἐκκλησίας, καί ἔτσι δέχθηκε. Καί στίς 26 Φεβρουαρίου 1980 ἐξελέγη Μητροπολίτης Νικοπόλεως. Τήν 1ην Μαρτίου 1980 (Σάββατο Β΄ Νηστειῶν) χειροτονήθηκε ἀρχιερέας.

Στἠν ὁμιλία του δέν εὐχαρίστησε οὔτε τόν Ἀρχιεπίσκοπο, οὔτε τόν Μητροπολίτη Κίτρους, οὔτε ἄλλον ἀρχιερέα, πού τόν τίμησαν μέ τήν ψῆφο τους. «Γιατί νά τούς εὐχαριστήσω; Χάρη τούς ἔκανα», ἔλεγε.

Τό μόνο σχετικό πού εἶπε στόν Ἀρχιεπίσκοπο, ἦταν: «Μακαριώτατε Δέσποτα, Σεῖς πού εὑρίσκεσθε στήν κορυφή τῆς ἐπιγείου ἱεραρχίας, πρῶτος στήν τιμή, πρῶτος στίς εὐθύνες, πρῶτος καί κύριος αἴτιος τοῦ καλοῦ, ἀλλά καί πρῶτος ὑπόλογος, καί γι’αὐτό πιό ψηλά στό Σταυρό, σέ πιό μεγάλο Σταυρό, δεχθῆτε τήν ταπεινή μου διαβεβαίωσι, ὅτι θά ὑποβάλω τόν ἑαυτό μου σέ κάθε θυσία προκειμένου νά ἔχετε καλή ἀπολογία ἐπί τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ», (Ἦταν ἕνα ἔμεσο ἀλλά σαφές μήνυμα πρός τόν Ἀρχιεπίσκοπο….).

Τήν ἡμέρα τῆς χειροτονίας του τήν πέρασε σεμνά. Τά πνευματικά του τέκνα τοῦ ἔκαναν ἕνα ἁπλό «τραπέζι» στό διαμέρισμα, πού νοικίαζαν (Κ. Πατήσια). Θά ἤμασταν ἐν συνόλῳ καμμιά 10-15 «συνδαιτημόνες», κληρικοί καί λαϊκοί.

Ἡ πρώτη του «κίνηση» μετά τήν χειροτονία του, ἦταν νά πάρει τήν «εὐχή» τοῦ προκατόχου του Στυλιανοῦ. Καί κάθε φορά πού κατέβαινε ἀπό τήν Πρέβεζα στήν Ἀθήνα, τόν ἐπισκεπτόταν, καί ἔπαιρνε τήν εὐχή του.

Ἡ ἐνθρόνισή του ἔγινε στίς 28 Μαρτίου 1980, Παρασκευή τοῦ Λαζάρου. Μπαίνοντας στά ἐδάφη τῆς ἐπισκοπῆς του, ὅσα χωριά ἦταν κοντά στόν δημόσιο δρόμο, (Ν. Κερασοῦντα, Στεφάνη, Λοῦρος) πέρασε ἀπό μέσα τους! Κατέβηκε ἀπό τό αὐτοκίνητο! Χαιρέτησε τόν πρόεδρο τοῦ χωριοῦ, ἕναν-ἕναν τούς χωρικούς, ἕνα-ἕνα τά παιδιά τοῦ σχολείου, πού τόν περίμεναν, καί συνέχιζε κάνοντας τό ἴδιο καί στά ἑπόμενα χωριά, Στεφάνη καί Λοῦρος.

Στήν πλατεία τῆς Πρεβέζης τόν ὑποδέχθηκε ὁ Δήμαρχος κ. Δ. Κρόκος, καί πλῆθος λαοῦ. «Ἔρχομαι νά ἐργασθῶ γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ», τόνισε ὁ Ἐπίσκοπος Μελέτιος κατά τήν ὑποδοχή του. Καί πορεύθηκαν στόν Μητροπολιτικό Ναό Ἁγίου Χαραλάμπους γιά τήν ἐνθρόνισή του. Καί ἐδῶ ὁ λόγος του πρωτότυπος, σύντομος, πνευματικός, χωρίς «προγραμματικές δηλώσεις».

Μεταξύ τῶν ἄλλων εἶπε: «Ὁ ἀρχιερέας κάθεται στόν τόπο τοῦ Χριστοῦ. Θρόνος του καί δόξα του εἶναι ὁ Σταυρός. Χαρά του καί ἀγαλλίαμά του ὁ διωγμός καί ὁ ὀνειδισμός τῶν ἀνθρώπων τοῦ κόσμου τούτου, πού ζεῖ μακριά ἀπό τόν Θεό. Ἀνάπαυσή του, δύναμή του καί παρηγοριά του, ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀφοσίωση τῶν εὐσεβῶν».

Τελειώνοντας, ξέσπασε σέ ἕνα ἀπαρηγόρητο κλάμα, πού ἔκδηλα φαινόταν πώς ἐκπήγαζε ἀπό «καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην» (Ψλμ.50:19). Στή συνέχεια ἔγινε ἡ ἐπίσημη εἴσοδό του καί ἐγκατάστασή του στό Ἐπισκοπεῖο, ὅπου (=στό Ἐπισκοπεῖο) παρέθεσε «τράπεζα» (ἄνευ ἐλαίου) γιά τούς ἀρχιερεῖς πού παραβρέθηκαν στήν ἐνθρόνισή του.

Καί ἀπό τήν ἐπαύριον, Σάββατο τοῦ Λαζάρου, ξεκίνησε ὁ Γολογθᾶς του, πού κράτησε 32 χρόνια. «Κατά κυριολεξία, δέν ἔδινε «ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς του καί τοῖς βλεφάροις του νυσταγμόν» (Ψαλμ. 131:4), ὅταν ἀνέλαβε τήν διαποίμανση τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς Μητροπόλεως, πού τόσον εἶχε δοκιμασθεῖ κατά τό παρελθόν, ἕως ὅτου ἀναστηλώσει τό κύρος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας», ἀνέφερε στό τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό του (28.7.2012) ὁ Μητροπολίτης Πισιδίας Σωτήριος.

Ὡς Δεσπότης δέν ἔβλεπε τά βάϊα, ἀλλά τόν Γολγοθᾶ. Ἄλλοι βλέπουν μόνο τά βάϊα. Ὅμως, «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετά δέ τοῦτο κρίσις» (Ἑβρ.9:27)

Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Romfea.gr (21-6-2019)

Γυναίκες στο αναλόγιο;

Παρατηρεῖται στίς ἡμέρες μας, μεταξύ τῶν ἄλλων, στίς ἐνορίες, γυναῖκες νά ἀνεβαίνουν στό ἀναλόγιο, καί νά συμψάλλουν μέ τούς ἄνδρες. Καλῶς; Κακῶς; 

Ὅσοι ἔχουν ἐπισκεφθεῖ τό Μοναστήρι «Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής» (Σουρωτή Θεσ/νίκης), θά ἔχουν ἰδεῖ, πώς ἐν ὥρᾳ Ἀκολουθίας οἱ ἄνδρες εἶναι σέ πλήρη «ἀπομόνωση»· καμία ἐπικοινωνία μέ τίς μοναχές ἀλλά καί μέ τίς γυναῖκες, ἐπισκέπτριες! Ἔτσι τά «κανόνισε» ὁ κτίτορας τοῦ Μοναστηριοῦ, Ὅσιος Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης. Γιατί ἄραγε;

Ὡς ὅσιος καί μέγας ἀγωνιστής, ἤξετε πώς τά (σαρκικά) πάθη εἶναι ἱκανά καί μέσα στήν ἐκκλησία νά «ξυπνήσουν», καί προπαντός ἐν ὥρᾳ Ἀκολουθίας, (γιατί τό σῶμα παραμένει ἀκίνητο, καί ὁ νοῦς τρέχει…!). Καί φρόντισε, λοιπόν, νά προστατεύσει τίς μοναχές καί τούς προσκυνητές ἀπό αὐτόν τόν «πειρασμό». Ὥστε ὁ νοῦς τους ἀνενόχλητος, χωρίς ἐξωτερικά ἐρεθίσματα, νά ἐπιδίδεται στήν προσευχή, καί νά μήν μολύνεται ἡ προσευχή τους κατά τήν ἱερή αὐτή στιγμή.

Βέβαια, αὐτό πού ἔκανε ὁ Ὅσιος Παϊσιος δέν ἦταν κάτι τό καινούργιο. Ὑπῆρχε ἐξ ἀρχῆς στήν Ἐκκλησία, καί γιά τόν ἴδιο ἀκριβῶς πνευματικό λόγο. Μέ ἄλλα λόγια, ἀνέκαθεν στήν Ἐκκλησία μας οἱ ἄνδρες, ἐν ὥρᾳ Ἀκολουθίας, στέκονταν σέ ξεχωριστό χῶρο, ὅπως ἐπίσης καί οἱ γυναῖκες, καί μάλιστα μπροστά οἱ ἄνδρες καί πίσω οἱ γυναῖκες, ἐξ οὗ καί γυναικωνίτης. «Ἡ γυναικωνῖτις γέγονεν ἵνα διαιρῶνται αἱ γυναῖκες ἀπό τῶν ἀνδρῶν». (Ἅγιος Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων, Commentarius Liturgigus P.G.87c 3985). Καί γιά περισσότερη ἀσφάλεια, ἀνάμεσα στούς ἄνδρες καί στίς γυναῖκες στέριωσαν ἕνα σανιδένιο χώρισμα….! «Αὐτό τό σανιδένιο τοῖχος πού ὑψώνεται μπροστά σας, πού σᾶς χωρίζει ἀπό τίς γυναῖκες, (ἔλεγε στό ποίμνιό του ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος) θά ἔπρεπε νά τό ἔχετε μέσα σας, γιά νά σᾶς προφυλάσσει ἀπό τίς γυναῖκες. Ἀλλά ἐπειδή δέν θέλετε, οἱ πατέρες ἔκριναν, πώς θά πρέπει, ἔστω καί μέ τίς σανίδες αὐτές νά σᾶς θωρακίσουν!». (Ὁμιλία 73η εἰς τό κατά Ματθαῖον P.G. 58:677). Καί νά ἦταν μόνο αὐτό; Ἀπό ἄλλη (βόρεια) πόρτα τοῦ Ναοῦ, ἔμπαιναν καί ἔβγαιναν οἱ ἄνδρες, καί ἀπό ἄλλη (δυτική) πόρτα τοῦ Ναοῦ, ἔμπαιναν καί ἔβγαιναν οἱ γυναῖκες, (ὅπως γινόταν μέχρι τελευταῖα στά χωριά μας). «Οἱ διάκονοι ἄς στέκονται στίς πόρτες τῶν ἀνδρῶν και οἱ ὑποδιάκονοι στίς πόρτες τῶν γυναικῶν» (Διδαχές τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων P.G.1:732).

Μέ αὐτά τά δεδομένα, εἶναι περιττό νά συζητᾶμε, ἄν ἀπό ὀρθόδοξη, πνευματική σκοπιά, εἶναι πρέπον οἱ γυναῖκες, νά ἀνεβαίνουν στό ἀναλόγιο καί νά συμψάλλουν μέ τούς ἄνδρες. Ἀλήθεια. Τή στιγμή πού ὑπάρχουν (ἄνδρες) ψάλτες στό ἀναλόγιο, γιά ποιό λόγο νά πηγαίνουν καί οἱ γυναῖκες; Βέβαια, κάποιο καλό θά βγεῖ …, γιατί «οὐδέν κακόν, ἀμιγές καλοῦ». Ὅμως, δέν πρέπει νά κάνουμε τό κακό, γιά νά βγεῖ κάποιο καλό…

Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Αναστάσιος (10-06-2019)