Ο πλούσιος νεανίσκος με τις πνευματικές ανησυχίες για την αιώνια ζωή (Ματθ. 19, 16-24) έρχεται στο προσκήνιο ξανά. Όταν διαπιστώνει ότι, για να είναι τέλειος, πρέπει να δώσει στους φτωχούς όλα του τα πλούτη, φεύγει λυπημένος. Και ο Χριστός λέει: Πόσο δύσκολα μπαίνουν στη Βασιλεία του Θεού οι πλούσιοι! (Κυριακή ΙΓ΄ Λουκά).
Ποιο είναι το εμπόδιό τους; Ο πλούτος; Όχι ακριβώς.
Αν ήταν έτσι, κάθε πλούσιος θα πήγαινε στην κόλαση και κάθε φτωχός στον παράδεισο. Δεν γίνεται όμως αυτό. Ο πλούτος δεν εμπόδισε σε τίποτε τον Ιώβ να είναι αληθινός άνθρωπος του Θεού, «άμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, απεχόμενος από παντός πονηρού πράγματος» (Ιώβ 1, 1). Και ο Θεός τού πρόσθετε πλούτη πάνω στα πλούτη. Πότε το κάνει αυτό ο Θεός; Όταν βλέπει ότι ο πλούτος διασκορπίζεται σε όσους τον χρειάζονται, αντί να παγιδεύει την ψυχή του ιδιοκτήτη του. Ο άνθρωπος τότε ευλογείται από τον Θεό. «Δόξα και πλούτος εν τω οίκω αυτού», επειδή «εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησι» τα αγαθά του, αντί να τα κρατήσει όλα για τον εαυτό του σαν τον άφρονα πλούσιο. «Δυνατόν εν τη γη έσται το σπέρμα αυτού». Τα παιδιά του, οι απόγονοί του, θα προκόψουν. «Η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα» (Ψαλμ. 111, 1-10). Τέτοιοι πλούσιοι δεν δυσκολεύονται καθόλου να μπουν στη Βασιλεία του Θεού.
Πολλοί άλλοι όμως δεν μπαίνουν. Όλοι όσοι παγιδεύονται στην απάτη του πλούτου (Ματθ. 13, 22). Όταν η επιθυμία του γίνεται τυραννική μέσα τους και τους εξουσιάζει. Δεν έχει σημασία αν έχεις πολλά ή τίποτε. Και πάμφτωχος να είσαι, αν ζεις κυριευμένος απ’ τη λαχτάρα του πλούτου, προσηλωμένος μόνο στην επιδίωξή του, είσαι το ίδιο απόβλητος από τη Βασιλεία του Θεού. Το θέμα δεν είναι αν έχεις πλούτο ή όχι, αλλά αν είσαι δέσμιος ή όχι της επιθυμίας του.
Η υλοφροσύνη είναι το πρόβλημα. Η λατρεία του πλούτου. Να είναι κανείς δεμένος με ό,τι έχει, ή να επιθυμεί αδιάκοπα όσα δεν έχει. Το κακό δηλαδή είναι η «προσπάθεια», το πάθος που τον δένει με τον πλούτο. Η αίσθηση ότι είναι το παν. Αυτή είναι η απάτη του πλούτου, η ύπουλη παγίδα με την οποία κρατάει την ψυχή μονίμως αιχμάλωτη. Η φιλαργυρία, η σφοδρή επιθυμία για πλούτο, είναι ρίζα όλων των κακών. Τυχόν απώλεια του πλούτου θεωρείται απόλυτη καταστροφή. Ο Χριστιανός όμως δεν δένεται με τίποτε. Κάνει χρήση του κόσμου με «απροσπάθεια». Στον βαθμό μόνο που είναι απαραίτητο. «Έχοντες τροφάς και σκεπάσματα», ας αρκούμαστε σ’ αυτά, γιατί «οι βουλόμενοι πλουτείν εμπίπτουσιν εις πειρασμόν και παγίδα και επιθυμίας πολλάς ανοήτους και βλαβεράς», που τους βυθίζουν «εις όλεθρον και απώλειαν». Ο Χριστιανός οφείλει να μην τα χάνει καθόλου, ακόμα κι αν χάσει ό,τι έχει. Να μη λυπάται.
Τίποτε δεν φέραμε στον κόσμο όταν γεννηθήκαμε. Είναι φανερό ότι και όταν φύγουμε, δεν θα μπορέσουμε να πάρουμε τίποτε μαζί μας. Δεν είναι ο πλούτος το στήριγμά μας. Είναι αβέβαιος και άδηλος. Σαθρό θεμέλιο. Χάνεται σε μια νύχτα. Ατράνταχτο θεμέλιο είναι μόνο ο Θεός που μας παρέχει τα «πάντα πλουσίως εις απόλαυσιν». Αντί λοιπόν να θησαυρίζουμε για τον εαυτό μας, οφείλουμε «αγαθοεργείν, πλουτείν εν έργοις καλοίς», να είμαστε ευμετάδοτοι, να κοινωνούμε με τον συνάνθρωπο. Αυτά είναι τα πλούτη που θα πάρουμε μαζί μας. Αυτά και μόνο θα γίνουν «θεμέλιον καλόν εις το μέλλον» (Α΄ Τιμ. 6, 7-19).
8 Σεπτεμβρίου 1944, ώρα 5:30 το πρωί. Στρατιωτικά γερμανικά οχήματα με ανοικτές τέντες, διασχίζουν την Ιερά Οδό και καταλήγουν στην αρχή μιας μικρής χαράδρας κοντά στη Μονή Δαφνίου, λίγο πριν από την ανηφοριά που βρίσκεται το Χαϊδάρι. Εκεί σταματούν και κατεβάζουν 59 Έλληνες. Τους τοποθετούν σε σειρά και ετοιμάζονται για την εκτέλεση. Ξεχωρίζουν τις εννέα γυναίκες που θα εκτελέσουν πρώτες, πριν από τους άντρες.
Και ενώ όλοι παγώνουν, μια γυναικεία φωνή ακούγεται θαρρετά: «Θάρρος παιδιά! Ζήτω η πατρίδα μας. Μη λυγίσετε παιδιά!». Ύστερα παίρνει μια-μια τις μελλοθάνατες τις βάζει σε κύκλο κι αρχίζει να τραγουδά το τραγούδι του Ζαλόγγου.
Είναι η Λέλα Καραγιάννη, η μεγάλη ηρωίδα της Εθνικής μας Αντίστασης, επικεφαλής της οργάνωσης που η ίδια ίδρυσε και χρηματοδοτούσε, τη Μπουμπουλίνα [1]. Γεννημένη το 1898 στη Λίμνη Ευβοίας, κατοικούσε στην Αθήνα με τον Σμυρνιό φαρμακοποιό σύζυγό της Νίκο Καραγιάννη και τα επτά παιδιά τους.
Λίγους μήνες πριν, τον Ιούλιο του 1944 οι Γερμανοί έχουν συλλάβει το συνεργάτη της Γιώργο Ριζόπουλο. Ο Ριζόπουλος έσπασε στην ανάκριση από τα σκληρά βασανιστήρια. Οι ώρες μετρούν αντίστροφα για τη σύλληψή της. Στις 11 Ιουλίου 1944 οι Γερμανοί κάνουν έφοδο στο σπίτι της. Εκείνη νοσηλεύεται στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού. Στο σπίτι βρίσκονται τα τέσσερα από τα επτά παιδιά της, ο Γιώργος, η Ιωάννα, η Νεφέλη και η Ηλέκτρα. Συλλαμβἀνονται όλα. Ο Νέλσων, ένας από τους γιους της είναι στη Γλυφάδα. Οι Γερμανοί δεν αργούν να τον εντοπίσουν και να τον συλλάβουν και στη συνέχεια πάνε στον Ερυθρό Σταυρό και από κει την οδηγούν στα κρατητήρια της Μέρλιν.
Δεν είναι η πρώτη φορά που τα μέλη της οικογένειας Καραγιάννη διαβαίνουν τα μπουντρούμια των κατακτητών. Τρία χρόνια πριν, τον Ιούνιο του 1941 ο ένας από τους τρεις γιους της, ο Γιώργος είχε περιθάλψει έναν Αυστραλό τραυματία, τον Τζον Ουίλσον. Ο Ουίλσον έγινε σύντομα καλά, αλλά σε μια βραδινή έξοδο σε ένα μπαρ μέθυσε και αποκάλυψε όλη την περιπέτειά του στον άντρα που καθόταν απέναντί του και τον άκουγε με περισσή προσοχή. Όχι βέβαια από ανθρώπινο ενδιαφέρον, αλλά γιατί ήταν Γερμανός πράκτορας. Ο Γιώργος Καραγιάννης συνελήφθη και κατά τη διάρκεια της ανάκρισης κατάφερε να δραπετεύσει.
Τώρα όμως, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Οι Γερμανοί την υποβάλλουν σε βασανιστήρια προκειμένου να μιλήσει. Την κρεμούν ανάποδα, της προκαλούν εξάρθρωση στους ώμους, την χτυπούν στα πλευρά με το πόμολο της πόρτας, την αφήνουν τρεις μέρες χωρίς νερό. Όλα με την καθοδήγηση του διαβόητου βασανιστή Φριτς Μπέκε. Κι όταν πια όλα τα μέσα τους αποδεικνύονται αναποτελεσματικά, φέρνουν μπροστά της τα παιδιά της. Ο Βύρωνας ίσα που στέκεται στα πόδια του. Το πουκάμισό του είναι καταματωμένο, τα πόδια του ήταν καμένα, τα χέρια του κρέμονταν λες και ήταν παράλυτα.
«Αν ποτέ σας πιάσουν οι Γερμανοί, μας είπε, να δείξετε γενναιότητα και να μην λυγίσετε, γιατί έτσι θα επιβαρύνετε περισσότερο την θέση σας.
Προσέξτε καλά, δεν ξέρετε τίποτα για το τι έκανα, έτσι μόνο θα γλυτώσετε, και δεν θέλω να κλάψετε ή να πενθήσετε για μένα, μόνο να σκέπτεστε, ότι ό,τι κάναμε το κάναμε για την πατρίδα και αυτό θα σας ανακουφίζει» τους είπε πει σε ανύποπτη στιγμή, θυμάται ο Βύρωνας.
Η Λέλα μαζεύει με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια τα αισθήματά της και κοιτάζοντας το γιο της επιτακτικά λέει μόνο μια λέξη: «Πρόσεχε!»
«Μας έλεγε ότι πίστευε στον Θεό και στην βοήθειά Του για να σωθούμε εμείς, τα παιδιά της» θυμάται ο Βύρωνας.
Ο Μπέκε γρήγορα αντιλαμβάνεται πως απέναντί του έχει μια αγέρωχη γυναίκα που δεν λυγίζει εύκολα. Αρπάζει τα δυο αγόρια και τους κολλάει τα πρόσωπα στον τοίχο. Βγάζει το περίστροφο απ’ τη θήκη του και το σφίγγει στο κεφάλι του Νέλσωνα ουρλιάζοντας: ««Λέλα Καραγιάννη, πρόσεξε καλά, σου δίνω δυο λεπτά προθεσμία, για να μου απαντήσεις σ’ αυτά που σ’ ερωτώ, διαφορετικά θα εκτελέσω, τώρα εδώ μπροστά σου, ένα – ένα τα παιδιά σου, αρχίζοντας από αυτόν εδώ. Λέγε, γιατί θα πιέσω την σκανδάλη …»
Το κεφάλι του παιδιού νιώθει την πίεση του σιδερικού και γέρνει. Ο Μπέκε δείχνει αποφασισμένος να τον εκτελέσει δίχως δεύτερη σκέψη.
Κι ενώ τα δευτερόλεπτα κυλούν απελπιστικά αργά, η ήρεμη και σταθερή φωνή της μάνας δίνει τέλος στο μαρτύριο. «Τα παιδιά μου, εγώ τα γέννησα, δικά μου είναι, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι πρωτίστως ανήκουν στην πατρίδα μας. Πρόσεξε καλά, και πάλι σου λέω ότι αυτά δεν ξέρουν τίποτα και άδικα θα τα σκοτώσεις».
Αμήχανος ο Μπέκε βάζει το περίστροφο στη θήκη και τρέμοντας από οργή και εκδίκηση της λέει: «Τα παιδιά σου τα χρειάζομαι προς το παρόν, και μόλις τελειώσω μ’ αυτά, υπόσχομαι να τα στείλω στο εκτελεστικό απόσπασμα, να μην αμφιβάλλεις γι’ αυτό».
Από το κολαστήριο της οδού Μέρλιν την οδηγούν μαζί με άλλους πατριώτες που είχε συλλάβει η SD, η διαβόητη ασφάλεια των SS στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Η αρχική σκέψη των Γερμανών ήταν να τους ανταλλάξουν με δικούς τους αιχμαλώτους. Ο πόλεμος όμως, πήρε άλλη τροπή. Η Γερμανία ήταν πλέον σε δεινή θέση. Η ανταλλαγή των αιχμαλώτων δεν θα γίνει ποτέ. Η εκτέλεσή τους έχει ήδη αποφασιστεί. Δίχως δίκη, χωρίς στρατοδικείο.
Το σούρουπο της 7ης Σεπτεμβρίου διαδόθηκε στο στρατόπεδο ότι ήρθαν κλούβες και ένα απόσπασμα. Ο Νέλσωνας κι ο Βύρωνας τρέμοντας από αγωνία σκαρφαλώνουν στα παραθυράκια του υπογείου όπου κρατούνται. «Βύρων, παίρνουν και τη μαμά!» λέει σπαρακτικά ο Νέλσων. Τρέμοντας ο Βύρων, κάνει μια προσπάθεια να διακρίνει. Και τη βλέπει μαζί με κάποιους συνεργάτες της. Κάποια στιγμή ένας άντρας φεύγει από τη θέση του, πλησιάζει την Καραγιάννη, γονατίζει και της φιλά το χέρι. Είναι ο Γιώργος Ριζόπουλος, ο πρώην συνεργάτης της που έσπασε από τα βασανιστήρια και τους πρόδωσε όλους.
Η Λέλα τον κοιτά ίσια στα μάτια. Κι ύστερα με μια κίνηση όλο μεγαλείο, από εκείνες που εύχεσαι να υπάρχει κάπου κοντά μια κάμερα για να την απαθανατίσει και να τη δείχνουν μετά στο μάθημα της Ιστορίας στα σχολεία, σκύβει και του δίνει συγχώρεση!
Η πομπή με τα δύο φορτηγά ξεκινά στις 5:30 το πρωί της 8ης Σεπτεμβρίου του 1944. Κι ενώ έχουν διανύσει μερικές εκατοντάδες μέτρα, ένα χέρι μελλοθάνατου γλιστρά πάνω από τα πλαϊνά σίδερα και αφήνει να πέσει στο δρόμο ένα μικρό δεματάκι. Λίγη ώρα αργότερα ένας μικροπωλητής σκοντάφτει επάνω του και με περιέργεια το ανοίγει. Με έκπληξη, που γρήγορα γίνεται συγκίνηση, διαβάζει ένα σημείωμα που είναι γραμμένο σε χαρτί κονσέρβας: «Ο ευρών παρακαλείται να πάει το παρόν σημείωμα στον Ιερό Ναό Αγίας Ειρήνης, εις τον ιερέα Βασίλειο Χούπη. Είμαι γιος του και εκτελούμαι σήμερα 8-9-1944. Ζήτω η Πατρίς. Πατέρα, μανούλα μου, Κούλα μου. Να με συγχωρήσετε για την πίκρα που θα σας ποτίσω. Θέλω να ζήσετε, για να εκδικηθήτε και να προσεύχεσθε για την ανάπαυση της ψυχής μου. Θάρρος, συγγνώμη. Σας φιλώ, Ιωάννης Χούπης». Τα χέρια του μικροπωλητή τρέμουν και τα δάκρυα αυλακώνουν το πρόσωπό του, ενώ κάτω από το σημείωμα γλιστρά μια εικόνα της Παναγίας.
Τα καμιόνια στο μεταξύ φτάνουν στο άλσος. Οι 12 στρατιώτες παίρνουν θέση απέναντι στους μελλοθανάτους. Και τότε συμβαίνει κάτι που όμοιό του, δεν έχει καταγράψει η Ιστορία: «Ανάμεσα από τους μελλοθανάτους άνδρας, ξεπετιέται ένα παιδί 19 ετών. Είναι ο Γιάννης Χούπης, […]. Τόσο εντυπωσιάζεται ο Γιάννης από το θάρρος των γυναικών, που ορμά στο κοντινότερο πολυβόλο, το αρπάζει από τα χέρια ενός Γερμανού και το στρέφει εναντίον των. Δυστυχώς δεν ξέρει να το χειρισθεί. Μάταια δοκιμάζει να πυροβολήσει. Οι Γερμανοί τρομοκρατούνται και αρχίζουν να βάλλουν στο σωρό των πατριωτών, όσο να τους σωριάσουν όλους».
Αυτά μετέφερε ο Έλληνας διερμηνέας που ήταν παρών στην εκτέλεση στους μελλοθάνατους Νίκο Μπάρδη και Δημήτρη Αλεξόπουλο, οι οποίοι πήραν χάρη την τελευταία στιγμή λόγω παρέμβασης του δοτού πρωθυπουργού Ιω. Ράλλη.
Ο παπα Βασίλης μαθαίνει το τραγικό νέο της εκτέλεσης του μονάκριβου γιου του, από την πρεσβυτέρα που στο μεταξύ είχε ειδοποιήσει ο μικροπωλητής. Ο τραγικός πατέρας ξεκινά για το Χαϊδάρι. Στο δύσκολο έργο της αναγνώρισης είναι δίπλα του ο διάκος της αγίας Ειρήνης, ένα παλικάρι από την Κύπρο που ήλθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Θεολογία. Είναι ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Μακάριος.
Ο Γιάννης, ο αριστούχος απόφοιτος του Πρότυπου Βαρβακείου Γυμνασίου και φοιτητής της Νομικής, κηδεύτηκε την άλλη μέρα στο Α΄ Κοιμητήριο. Τα «σαράντα», με την πατρίδα πλέον λεύτερη, τα έκανε ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός.
Στο μεταξύ ο τραγικός σύζυγος και πατέρας Νίκος Καραγιάννης κάνει προσπάθειες αφενός να βρει τη σωρό της γυναίκας του και αφετέρου να σώσει τα παιδιά του. Με τη βοήθεια μιας γερμανίδας κατοίκου της Αθήνας τα παιδιά απελευθερώθηκαν στις 9 Σεπτεμβρίου.
Το σώμα της ηρωίδας, διάτρητο από τις σφαίρες, παρέλαβαν οι αδελφές της Μαρία και Καλλιόπη Μινοπούλου και τάφηκε στο 2ο Κοιμητήριο της Αθήνας. Μερικά χρόνια αργότερα έγινε η εκταφή της. «Πλένοντας τα οστά της μετά την εκταφή, διέκρινα τα διαμπερή τραύματα που είχαν αφήσει οι σφαίρες στο κρανίο, στους μηρούς και στις κνήμες», περιγράφει η εγγονή της ηρωίδας, που γεννήθηκε έναν χρόνο μετά την εκτέλεση και πήρε το όνομά της: Λέλα Καραγιάννη.
Η εκτέλεση της Λέλας Καραγιάννης και των άλλων πατριωτών ήταν από τις τελευταίες εκτελέσεις που έκαναν οι Γερμανοί. 34 ημέρες μετά η Αθήνα απελευθερώθηκε. Εκτός από τους 56 Έλληνες που εκτελέστηκαν στις 8 Σεπτεμβρίου, σκοτώθηκε μια Ουγγαρέζα, η Άννα Μπαν, μια Αγγλίδα που συνελήφθη τον Απρίλη του 1944 στην Πάτρα η Μάρτζορυ Δημοπούλου, η οποία ήταν παντρεμένη με τον Τάκη Δημόπουλο από τον Πύργο και ένας αξιωματικός του ιταλικού στρατού, ο Βιτόριο ντε Κάρλο.
Το 1947, η Ακαδημία Αθηνών απένειμε στη Λέλα Καραγιάννη το Βραβείο Αρετής και Αυτοθυσίας. Ακολούθησε ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Τιμόθεος Α’ το 1948 που απένειμε «στην ηρωίδα Λέλα Καραγιάννη, που έπεσε για την πίστη, την πατρίδα και την ελευθερία τον σταυρό του Παναγίου Τάφου». Και το 1961 ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής Χριστόφορος Β’, της απένειμε «τον τίμιον σταυρόν του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου Γ’ τάξεως». Το 2020 εκδόθηκε προεδρικό διάταγμα ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας με το οποίο της απονεμήθηκε ο βαθμός του Ταξιάρχου επί τιμή.
Η Λέλα Καραγιάννη πέρασε στην Ιστορία. Το μυστικό του ηρωισμού της, αυτό που την έκανε να αναμετρηθεί με αδίστακτους Γερμανούς, αυτό που ενέπνευσε ηρωικές πράξεις σαν εκείνη του Γιαννάκη Χούπη, είναι αυτό που αφηγείται στο ντοκιμαντέρ[1] παραγωγής της ΕΡΤ, ο ίδιος ο γιος της, Βύρωνας:«Όλα (τα παιδιά) μεγαλώσαμε μέσα σ’ ένα χριστιανικό περιβάλλον, με τις παραδόσεις της φυλής μας, όπου η φιλοπατρία ήταν ανωτέρα στην ιεράρχηση των καθηκόντων. Είχαμε πάθος για την πατρίδα μας, που μας το ενέπνευσαν οι γονείς μας και προπάντων η μητέρα μας».
25 Νοεμβρίου 2022 Ημέρα πανελλαδικού εορτασμού της Εθνικής Αντίστασης
Αν και δεν είναι γνωστό το κριτήριο με το οποίο επέλεξε το όνομα της οργάνωσης, το πατρικό επώνυμο της μητέρας της (Μπούμπουλη), μας επιτρέπει να εικάσουμε το λόγο.
Στόχος της οργάνωσης ήταν αφενός η φυγάδευση Βρετανών στρατιωτών στο Κάιρο και αφετέρου οι δολιοφθορές κατά του εχθρού, μέσα από ένα θαυμάσια οργανωμένο και αποτελεσματικό δίκτυο κατασκοπείας. Ανάμεσα στους συνεργάτες της ήταν ο καπνοβιομήχανος Τάσος Παπαστράτος, ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, η συγγραφέας Ιωάννα Τσάτσου και ο Γεώργιος