ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΥ 30-11-2021

Αγιος Ανδρεας

Πνευματικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ἄλλους

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ μεγάλη. Ἑορτάζει ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὰς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος. Τί ἦταν ὁ Ἀνδρέας; Ἦταν κανένας βασιλιᾶς, κανένας στρατηγός, κανένας πλούσιος, κανένας ἑκατομμυριοῦχος, κανένας μορφωμένος καὶ ῥήτορας κ᾿ ἐπιστήμονας; ἔβγαλε σχολεῖα καὶ πανεπιστήμια; Τίποτε ἀπ᾿ αὐτά. Ἦταν ἕνας ταπεινὸς ἄνθρωπος τῆς κοινωνίας, ἕνα φτωχαδάκι. Αὐτὰ τὰ φτωχαδάκια ἀγαποῦσε ὁ Χριστός· καὶ τ᾿ ἀγαπάει πάντοτε. Ἡ θρησκεία μας δὲν εἶνε θρησκεία τῶν πλουσίων καὶ τῶν μεγάλων καὶ ἰσχυρῶν τῆς ἡμέρας, ὄχι· εἶνε θρησκεία τῶν ταπεινῶν τῆς γῆς. Ἡ Ἐκκλησία μας ἄρχισε ἀπὸ τοὺς μικροὺς καὶ ταπεινούς, συνεχίζει ἔτσι μέχρι σήμερα, καὶ μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων μας ἔτσι θὰ εἶνε.

Φτωχαδάκι λοιπὸν ὁ Ἀνδρέας. Τὸ ἐπάγγελμά του; Ψαρᾶς. Ἡ περιουσία του; Μιὰ ψαρόβαρκα. Μ᾿ αὐτὴν κάθε βράδυ ἔβγαινε στὴ λίμνη Γεννησαρὲτ (ἢ θάλασσα τῆς Τιβεριάδος) καὶ ψάρευε ὅλη νύχτα μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του Ἰωνᾶ καὶ τὸν ἀδερφό του Πέτρο. Κοπιαστικὸ ἔργο νὰ ψαρεύῃς νύχτα κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα. Ἔπιαναν ψάρια, τὰ πουλοῦσαν, καὶ ἔτσι ζοῦσαν. Μεροδούλι – μεροφάϊ. Αὐτὸς ἦταν ὁ Ἀνδρέας.

Καὶ βλέπεις τώρα αὐτὸς ὁ ψαρᾶς νὰ τιμᾶται ἀπ᾿ ὅλους! Ἄλλοι κατὰ κόσμον ἐπιφανεῖς λησμονήθηκαν. Ἄντε τώρα νὰ μάθῃς, πρὶν ἑκατὸ χρόνια ποιός κυβερνοῦσε; Κανείς δὲ θυμᾶται. Πρέπει ν᾿ ἀνοίξῃς τὴν ἱστορία γιὰ νὰ τὸ βρῇς. Καὶ ὕστερα ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια πάλι θὰ ψάχνουν νὰ βροῦν τοὺς σημερινοὺς κυβερνῆτες. Μηδὲν εἶνε ὅλοι. Σβήνουν τὰ ὀνόματα βασιλέων, αὐτοκρατόρων, πριγκίπων, ἐπιστημόνων… Ἀλλὰ τὸ ὄνομα τοῦ Ἀνδρέα τοῦ ψαρᾶ μένει γνωστὸ στοὺς ὀρθοδόξους καὶ πέρα ἀπὸ αὐτούς. Πῶς ἔγινε αὐτό, τὸ φτωχαδάκι νὰ νικήσῃ ῥήτορες, φιλοσόφους, βασιλεῖς καὶ αὐτοκρατόρες; Τί συνέβη στὴ ζωή του;

Μιὰ στιγμή! Ὑπάρχει μιὰ στιγμὴ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ποιά στιγμή; Λέει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Ἀνδρέας εἶχε καρδιὰ εὐγενῆ. Ἀγαποῦσε τὸ Θεό, διάβαζε τὴ Γραφή, καὶ περίμενε τὴ μεγάλη ἡμέρα, πότε θὰ ἔρθῃ στὸν κόσμο ὁ Μεσσίας, ὁ Λυτρωτὴς τῆς ἀνθρωπότητος. Καὶ νά, ἦρθε ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Ἔστησε τὸ βῆμα του στὸν Ἰορδάνη καὶ καλοῦσε τὸν κόσμο νὰ πιστέψῃ στὸ Χριστὸ ποὺ ἔρχεται. Μεταξὺ τῶν μαθητῶν τοῦ Ἰωάννου ἦταν κι ὁ Ἀνδρέας· ἀκολουθοῦσε τὸν Πρόδρομο. Καὶ μιὰ μέρα εἶδαν ἐκεῖ κοντὰ νὰ περνάῃ ὁ Χριστός. Τότε ὁ Πρόδρομος λέει στὸν Ἀνδρέα· Νά, αὐτὸς εἶνε ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου!

Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὁ Ἀνδρέας ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Ἔμεινε κοντά του τρία ὁλόκληρα χρόνια. Μαθήτευσε, ἄκουσε τὰ λόγια του, εἶδε τὰ θαύματά του, θαύμασε τὴ ζωή του. Ἔτσι ἔγινε μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ εἶνε ὁ πρῶτος ποὺ κάλεσε ὁ Χριστὸς κοντά του. Μετὰ τὴν ἀνάστασι καὶ τὴν ἀνάληψι τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἀνδρέας πῆρε ἕνα ῥαβδί, τίποτε ἄλλο, καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ κήρυγμα. Οὔτε πορτοφόλι εἶχε, οὔτε ἄλλα πράγματα. Περιώδευσε πολλὰ μέρη. Καὶ ποῦ δὲν πῆγε αὐτὸς ὁ ψαρᾶς! Ἔφυγε ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη καὶ πῆγε στὴ Βιθυνία, στὸν Εὔξεινο Πόντο, στὴν Προποντίδα, στὴ Χαλκηδόνα, στὸ Βυζάντιο, στὴ Μακεδονία, στὴ Θεσσαλία τῆς Ἑλλάδος, στὴ Θρᾴκη· ἔφτασε μέχρι καὶ τὴ Χερσῶνα τῆς Ῥωσίας. Ἔπειτα ἐπανῆλθε στὸ Βυζάντιο, ὅπου χειροτόνησε ἐπίσκοπο τὸν Στάχυ, καὶ τέλος κατέληξε στὴν Πάτρα τῆς Πελοποννήσου.

Ἐκεῖ, ἐνῷ κήρυττε τὸ Χριστό, τὸν ἔπιασε ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης, καὶ τὸν σταύρωσε. Πῶς τὸν σταύρωσε; Ἀνάποδα, μὲ τὸ κεφάλι καὶ τὰ χέρια πρὸς τὰ κάτω καὶ τὰ πόδια πρὸς τὰ πάνω! Δὲν γόγγυσε, δὲν παραπονέθηκε. Τὰ τελευταῖα λόγια του ἦταν· Σ᾿ εὐχαριστῶ, Χριστέ μου, ποὺ μὲ ἀξίωσες νὰ σταυρωθῶ κ᾽ ἐγὼ ὅπως σταυρώθηκες ἐσύ. Ἔτσι ἔκλεισε τὰ μάτια στὸ μάταιο κόσμο. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τιμᾶται καὶ στὸ οἰκουμενικὸ πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ καὶ στὴ Ῥωσία· παντοῦ ἑορτάζεται.

Τί μᾶς διδάσκει; Πολλὰ πράγματα. Ἕνα ἐγὼ θέλω νὰ ἐντυπώσω στὴ διάνοιά σας. Πίστεψε ὁ Ἀνδρέας. Καὶ αὐτὸ ποὺ πίστεψε δὲν τὸ κράτησε μυστικὸ μέσ᾿ στὴν καρδιά του. Τὸ κήρυξε, τὸ μετέδωσε, προσπάθησε νὰ τὸ μάθουν κι ἄλλοι. Ἔδειξε πνευματικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς ἄλλους. Θυμοῦμαι ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς πατριῶτες μου νὰ λένε τὸ ἑξῆς. Κατὰ τὴ Μικρασιατικὴ ἐκστρατεία (1919-1922), ὅταν οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες πέρασαν τὸ Σαγγάριο ποταμὸ καὶ τὴν Ἁλμυρὰ Ἔρημο κ᾿ ἔφτασαν ἔξω ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα, τοὺς ταλαιπωροῦσε ἡ δίψα. Δὲν ὑπῆρχε νερό. Περπατοῦσαν περπατοῦσαν, ἀλλὰ νερὸ πουθενά. Τότε κάποιος φαντάρος ἀνακάλυψε μιὰ πηγή. Ἀμέσως τότε ἔτρεξε καὶ εἰδοποίησε ὅλους, γιὰ νὰ ἔρθουν νὰ πιοῦν καὶ νὰ δροσιστοῦν.

Ὅπως λοιπὸν ὁ διψασμένος στὴν ἔρημο, ὅταν βρῇ νερό, εἰδοποιεῖ τοὺς ἄλλους, ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Ἀνδρέας μέσα στὸν τότε διψασμένο κόσμο. Βρῆκε πηγή, βρῆκε θησαυρό! Γιατὶ ὄντως θησαυρὸς καὶ πηγή, ποὺ ῥέει ἀενάως ῥήματα ζωῆς, εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν. Ὅποιος βρῆκε τὸ Χριστό, εἶνε εὐτυχής, κι ἂς εἶνε ὁ πιὸ φτωχὸς ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Βρῆκες τὸ Χριστό, τὸν πιστεύεις, τὸν ἔχεις μέσ᾿ στὴν καρδιά σου; Πλοῦτο καὶ θησαυρὸ ἔχεις! Ἂν δὲν ἔχης τὸ Χριστό, καὶ τὰ ἑκατομμύρια τοῦ Ὠνάση νὰ ἔχῃς, καὶ πάνω σὲ θρόνους καὶ μεγαλεῖα νὰ βρίσκεσαι, δυστυχισμένος εἶσαι. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἀνδρέας φώναξε στὸν ἀδερφό του τὸν Πέτρο· «Εὑρήκαμεν» (Ἰω. 1,42), βρήκαμε τὸ θησαυρό, βρήκαμε τὸ Χριστό!

Καὶ ὄχι μόνο τὸν Πέτρο, ἀλλὰ καὶ ἄλλους κάλεσε. Καὶ τοὺς πρώτους Ἕλληνες ὡδήγησε στὸ Χριστό (βλ. ἔ.ἀ. 12,20-23), καὶ ὅλο τὸν κόσμο ἔκανε νὰ πιστεύουν στὸ Χριστό. Ἕνας αὐτός, χιλιάδες κόσμο ἔφερε στὴν πίστι. Ἀπὸ ψαρᾶς τῆς λίμνης ἔγινε «ἁλιεὺς ἀνθρώπων» (Ματθ. 4,19) ὁ ἀγράμματος αὐτὸς ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ μας. Πρέπει κ᾿ ἐμεῖς νὰ τὸν μιμηθοῦμε. Ἔχουμε ἕνα μεγάλο ἁμάρτημα. Ποιό; Δὲν μιλᾶμε γιὰ τὸ Χριστό. Πιστεύεις στὸ Χριστό; Ἂν πιστεύῃς, μίλα γι᾿ αὐτόν. Εἶνε μεγάλη ἡ ἐνοχή μας.

Ἔχεις γλῶσσα; Μεγάλο προνόμιο. Γλῶσσα ἔχουν καὶ τὰ ζῷα, μὰ δὲ μιλᾶνε, διότι δὲν ἔχουν μυαλό. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει καὶ μυαλὸ καὶ γλῶσσα. Τοῦ ᾿δωσε γλῶσσα ὁ Θεὸς γιὰ ἕνα μεγάλο σκοπό. Σοῦ ᾿δωσε γλῶσσα, ὄχι γιὰ νὰ λὲς ψέματα ἢ νὰ ὁρκίζεσαι ἢ νὰ συκοφαντῇς ἢ νὰ κουτσομπολεύῃς ἢ νὰ βλαστημᾷς. Σοῦ ᾿δωσε γλῶσσα, γιὰ νὰ μιλᾷς στοὺς ἄλλους γι᾿ αὐτόν. Λοιπόν, ἔχεις γλῶσσα; μίλα γιὰ τὸ Χριστό.

Εἶσαι πατέρας; εἶσαι μάνα; Μάζεψε τὰ παιδιά σου καὶ μίλησέ τους γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Καὶ νά ᾿σαι βέβαιος, τὰ λόγια σου τὸ παιδὶ θὰ τὰ θυμᾶται. Ἐγὼ γέρασα, καὶ θυμοῦμαι τὴν ἀγράμματη γιαγιά μου. Χρυσᾶ λόγια μοῦ ᾿λεγε. Πανεπιστήμιο πῆγα, πολλοὺς ἄκουσα, βιβλία διάβασα. Πολλὰ τὰ ξεχνῶ· τὰ λόγια τῆς γιαγιᾶς μου τὰ θυμᾶμαι, καὶ συγκινοῦμαι. Ἡ καλύτερη δασκάλα εἶνε ἡ μάνα καὶ ἡ γιαγιά· ὅσο ἀξίζει αὐτή, δὲν ἀξίζουν ἑκατὸ δασκάλοι. Αὐτὸ συνέβη καὶ στὴ Ῥωσία τὰ χρόνια τῆς ἀθεΐας. Ἐκεῖ, τὴν ἔλλειψι κηρύγματος καὶ διδασκαλίας στὶς ἐκκλησίες ἀναπλήρωσε στὸ σπίτι ἡ Ῥωσίδα γιαγιά! Αὐτὴ μέσ᾿ στὸ σπίτι δασκάλα, ἱεροκήρυκας, δεσπότης, τὰ πάντα. Ἔτσι ὑπάρχει ζωντανὸς χριστιανισμὸς μέσα στὸ Ῥωσικὸ λαό· ἀπὸ μία γιαγιά!

Εἶσαι δάσκαλος; Μίλα στὰ παιδιὰ γιὰ τὸ Χριστό. Μὴ διδάσκεις ἐσὺ ὅπως οἱ ἄλλοι. Γιατὶ τώρα γέμισαν τὰ σχολεῖα ἀθέους δασκάλους. Πᾶνε τὰ παιδιὰ νὰ μάθουν γράμματα καὶ ἀλήθειες, κ᾿ οἱ περισσότεροι δάσκαλοι διδάσκουν ψέματα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἀπὸ τὸν οὐρακοτάγκο καὶ τὴ μαϊμοῦ. Δίδασκε σὺ γιὰ τὸ Θεό!

Εἶσαι ἀξιωματικός; Μίλα στοὺς στρατιῶτες σου γιὰ τὸ Χριστό· ὅπως ὁ Πλαστήρας, κοντὰ στὴν Ἄγκυρα, τοὺς καλοῦσε κάθε βράδυ καὶ μιλοῦσε γιὰ τὸ Χριστό. Μίλα γιὰ τὸ Χριστό!

Εἶσαι ἱερεύς; Ὤ τότε ἡ γλῶσσα σου ἂς γίνῃ κιθάρα. Μέρα – νύχτα μὲ δάκρυα νὰ μιλᾷς γιὰ τὸ Χριστό. Ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν κληρικῶν μας ἐλάχιστοι μιλοῦν γιὰ τὸ Χριστό· οἱ ἄλλοι τίποτα. Ἄ, ἔτσι; Ἀφοῦ λοιπὸν δὲ μιλᾷς ἐσύ, μιλάει ὁ χιλιαστής, μιλάει ὁ μασόνος, μιλάει ὁ ἄθεος, μιλοῦν αὐτοί· πριόνι ἡ γλῶσσα τους…

Ἀγαπητοί μου! Ἂς δείξουμε ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς ψυχές. Ὅλοι νὰ μιλοῦμε γιὰ τὸ Χριστό. Καὶ θὰ μιλοῦμε, ἐὰν πιστεύουμε σ᾿ αὐτόν. Τὸ εἴπαμε, τὸ ἐπαναλαμβάνουμε· κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσῃ παρὰ μόνο ὁ Χριστός. Τὰ ἄλλα; Χαλίκια εἶνε, σκουπίδια εἶνε. Ἕνας εἶνε ὁ Σωτὴρ τῶν ψυχῶν, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ’ ΛΟΥΚΑ (2ο)

Τοῦ πλουσίου ἄρχοντα

(Λουκ. 18:18-27)

Ο Πλουσιος Αρχοντας

«Φιλαργυρία εἶναι ρίζα ὅλων τῶν κακῶν» (Α΄Τιμ. 6:10)

Ὁ πλούσιος ἄρχοντας κόλλησε στά πλούτη του. Οὔτε ἡ ἀγαθότητα τοῦ Χριστοῦ στάθηκε ἱκανή νά τόν ξεκολλήσει! Σκεφθεῖτε πόσο πολύ εἶχε κολλήσει! Ὅμως αὐτό τό κόλλημα στήν ὕλη, εἶναι καταστροφή γιά τήν ψυχή· μπορεῖ νά τήν ὁδηγήσει μακρυά ἀπό τό Θεό! «Γράψε τή λέξη Θεός σέ ἕνα χαρτί», εἶπε ἕνας ἱερέας σέ ἕναν πλούσιο. Τήν ἔγραψε. «Βάλε τώρα πάνω σέ αὐτή λέξη ἕνα εὐρώ». Τό ἔβαλε. «Βλέπεις, ὅτι τό εὐρώ σκέπασε τή λέξη Θεός! Ἔτσι γίνεται καί μέ σένα: Τά χρήματά σου σέ κάνουν νά μήν βλέπεις τό Θεό!», τοῦ ἐξήγησε ὁ ἱερέας. «Τό δέσιμο, ἡ προσκόλληση τοῦ ἀνθρώπου στήν περιουσία του, στά ἀγαθά του, (λέει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Μπριαντσιανίνωφ) εὔκολα μεταβάλλεται σέ πάθος, πού ἀποτελεῖ μιά μορφή σιωπηλῆς ἄρνησης (!) τοῦ Χριστοῦ (!), πού συντελεῖται μέσα στά βάθη τῆς καρδιᾶς του, ἔστω καί ἄν τό στόμα δίνει περίτρανες ὁμολογίες πίστεως καί ἀφοσίωσης στό Χριστό καί κηρύττει μέ ζῆλο τοῦ Εὐαγγέλιό Του». « Ἡ φιλαργυρία εἶναι ρίζα ὅλων τῶν κακῶν» (Α΄Τιμ. 6:10). «Θλιβερό» ντοκουμέντο:

Ὁ Σαπώρ (+389) Βασιλιάς τῶν Περσῶν κήρυξε διωγμό κατά τῶν χριστιανῶν. Στό διάστημα τῆς βασιλείας του (339-389) ἔσφαξε 193.000 χριστιανούς! Τό ἐπιτελεῖο του εἶχε βάλει στή μαύρη λίστα καί ἕναν πλούσιο ἱερέα, τόν π. Παῦλο πού εἶχε πολύ χρυσάφι. Καί αὐτός ἀπό τό φόβο του κρύφθηκε σέ ἕνα βουνό, παίρνοντας μαζί του καί τό χρυσάφι. Στό ἴδιο βουνό εἶχαν καταφύγει καί πέντε μοναχές. Ὁ π. Παῦλος ἔγινε ὁ Πνευματικός τους Πατέρας. Κάθε μέρα τίς δίδασκε, τίς συμβούλευε ὅτι πρέπει γιά τό Χριστό νά τά δίνουμε ὅλα ἀκόμα καί τή ζωή μας. (Στά λόγια εἴμαστε ὅλοι πρῶτοι, ἐνῶ στά ἔργα δέν εἴμαστε οὔτε τελευταῖοι!).

 Ὅμως κάποιος τούς «κάρφωσε» στόν Ὑπουργό. Καί αὐτός (ὁ Ὑπουργός) παρήγγειλε στόν π. Παῦλο νά κατέβει στό γραφεῖο του μέ τό χρυσάφι καί μέ τίς πέντε μοναχές. Ὁ Ὑπουργός τοῦ πῆρε τό χρυσάφι. «Ποῦ φταίω, καί μοῦ παίρνεις τό χρυσάφι;» διαμαρτυρήθηκε ὁ π. Παῦλος. «Ἄν προσκυνήσεις τόν ἥλιο, πάρε τό χρυσάφι σου, καί φύγε!», τοῦ ἀπάντησε ὁ Ὑπουργός, ὄνταςσίγουρος ὅτι ὁ π. Παῦλος δέν θά ὑπάκουε. Καί ὅμως ὁ π. Παῦλοςἀρνήθηκε τό Χριστό καί προσκύνησε τόν ἥλιο! Ὁ Ὑπουργός οὔτε τό χρυσάφι ἐπέστρεψε, οὔτε καί τόν ἄφησε νά φύγει. «Πεῖσε (τοῦ εἶπε) τίς καλογριές σου νά προσκυνήσουν καί αὐτές τόν ἥλιο. Ἄν καί αὐτό γίνει, πάρε τό χρυσάφι σου, πάρε καί τίς καλογριές καί πᾶτε ὅπου θέλετε!».

Ὁ π. Παῦλος ἔτρεξε στίς καλογριές, πού περίμεναν ἀπέξω καί πανικόβλητος τίς εἶπε: «Ὁ «Ὑπουργός μοῦ πῆρε τό χρυσάφι! Προσκύνησα τόν ἥλιο! Σᾶς συμβουλεύω νά κάμετε καί σεῖς τό ἴδιο. Ἀλλιῶς χάνω τό χρυσάφι!». Καί αὐτέςτόν ἔφτυσαν κατάμουτρα, γιατί δέν ἦταν πιά παπᾶς, ἀλλά ἀποστάτης. Ὁ Ὑπουργός ἔδωσε ἐντολή νά τίς χτυπήσουν. Καί αὐτές κάθε φορά πού ἔτρωγαν ξύλο, διεκήρυσσαν τήν πίστη τους στό Χριστό: «Ἐμεῖς μόνο τό Χριστό μας προσκυνοῦμε! Στή διαταγή τοῦ βασιλιά δέν ὑπακοῦμε. Κάνε ὅ,τι θές!»

 Ὁ Ὑπουργός ἔπρεπε νά πάρει τό χρυσάφι, καί «πόνταρε» στό Παῦλο. Τοῦ πρότεινε, λοιπόν, νά κόψει τά κεφάλια τῶν καλογριῶν μέ τά ἴδια του τά χέρια! Μέ τήν «ἐλπίδα» ὅτι ὁ Παῦλος δέν θά τό δεχόταν, καί ἔτσι θά τόν σκότωνε σάν ἀνυπάκουο καί στή συνέχεια θά τοῦ ‘παιρνε τό χρυσάφι. «Θά κάμω, ὅ,τι μοῦ εἰπεῖς», τοῦ ἀπάντησε! Πῆρε τό μαχαίρι καί προχώρησε στίς …καλογριές! Οἱ καλογριές ἔφριξαν! «Ταλαίπωρε! Ποῦ εἶναι αὐτά πού μᾶς ἔλεγες κάθε μέρα, ὅτι πρέπει νά τά δίνουμε ὅλα γιά τόν Χριστό, ἀκόμα καί νά πεθάνουμε;!». Καί ὁ Παῦλος ἄρχισε νά τίς κόβει τά κεφάλια…! Ἀπόρησε καί ὁ Ὑπουργός!. «Εἶσαι (τοῦ εἶπε) ὁ μοναδικός χριστιανός, πού ἔδειξες τέτοια ὑπακοή στίς ἐντολές τοῦ βασιλιά. Αὔριο κιόλας θά τό τοῦ ‘πῶ. Καί πιστεύω νά σέ τιμήσει δεόντως. Πρός τό παρόν μεῖνε γιά λίγο ἐδῶ».

 Καί τόν ἔστειλε νά μείνει σέ κάποιο κελλί, ὥσπου νά ξημερώσει ἡ «μεγάλη» μέρα, πού θά τόν τιμοῦσε ὁ Βασιλιάς. Μόλις νύκτωσε, ὁ Ὑπουργός ἔστειλε στά κρυφά τούς ἀστυνομικούς του, τοῦ πέρασαν ἕνα σχοινί στό λαιμό καί τόν κρέμασαν μέσα στό κελλί του. Καί κάνοντας (ὁ Ὑπουργός) τόν ἀνήξερο, πῆγε πρωί-πρωί μέ τήν παρέα του νά τόν ἐπισκεφθεῖ! «Αὐτοκτόνησε! Αὐτοκτόνησε!», ἔλεγε ὁ Ὑπουργός. (Καί βέβαια αὐτοκτόνησε· ὄχι σωματικά, ἀλλά ψυχικά!). «Πετάξτε τον ἔξω ἀπό τήν πόλη, νά τόν φᾶνε τά σκυλιά», διέταξε ὁ Ὑπουργός. Τόν πέταξαν στά χωράφια, τόν ἔφαγαν τό κοράκια καί ὁ «ὑπουργός» πῆρε τό πολυπόθητο χρυσάφι.    Ἕνας σοφός εἶπε: «Ἡ κακία ἀπό τήν ἀρετή ἀπέχει ἕνα χιλιοστόμετρο, ἐνῶ ἡ ἀρετή ἀπό τήν κακία ἀπέχει χιλιόμετρα!». Ἄς προσέχουμε λοιπόν!

ὑπό Ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

ΟΣΙΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΠΑΦΛΑΓΩΝΟΣ 26-11-2021

Αγιος Στυλιανος

«Ο όσιος Στυλιανός αγιάστηκε ήδη από τη μήτρα της μητέρας του και έγινε κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Έδωσε μάλιστα ό,τι περιουσία είχε στους πτωχούς και ακολούθησε τον μοναχικό βίο, ξεπερνώντας όλους στην επίπονη άσκηση και τη σκληραγωγία. Έπειτα πήγε στην έρημο, κι αφού βρήκε ένα σπήλαιο ως τόπο κατοικίας, δεχόταν τροφή από θείο άγγελο κι έγινε θεραπευτής ποικίλων ανιάτων παθών. Όταν κάποτε ο φθοροποιός θάνατος, προσβάλλοντας νεογνά, έκανε άτεκνες αυτές που είχαν γεννήσει, οι μητέρες επικαλούνταν το όνομα του αγίου και φτιάχνοντας το τίμιο εικόνισμά του ξαναγίνονταν και πάλι ικανές προς τεκνοποιία. Όταν πέθανε, το σώμα του κατατέθηκε στη χώρα των Παφλαγόνων, επιτελώντας πολλές ιάσεις και θαυματουργίες».

Ο όσιος Στυλιανός είναι γνωστός ως προστάτης, κυρίως, των παιδιών: των νηπίων, των βρεφών, των νεογνών. «Εξαιρέτως νεογνών και νηπίων και βρεφών προστάτης εδείχθης θερμότατος». Το ιδιαίτερο αυτό χάρισμά του ως προς τα παιδιά, όπως σημειώνει το συναξάρι του, δεν του δόθηκε αυθαίρετα. Ο ίδιος ο Θεός φανέρωσε τη θέλησή Του να θεραπεύονται τα παιδιά μέσω αυτού: η επίκληση του ονόματός του γινόταν ίαμα σ’ αυτά και στις μητέρες τους. «Ο Χριστός σε εμεγάλυνε, χάριτι πολλή, και θείοις θαύμασι, και νεογνών και νηπίων ακέστορα (=θεραπευτή, σωτήρα), Πάτερ, τω κόσμω σε έδειξε». Ποια η αιτία που πρέπει να εννοήσουμε για το χάρισμα αυτό; Γιατί κατεξοχήν αυτός να θεωρείται ο ευεργέτης των παιδιών; Η απάντηση μάλλον σχετίζεται με αυτό που κατά κόρον θίγει ο υμνογράφος της ακολουθίας του, εν προκειμένω ο μακαριστός γέροντας π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης: ότι αγιάστηκε ήδη από την κοιλιά της μητέρας του. «Θεώ από παιδός ανετέθη»∙ «ηγίασε, Πάτερ, σε ο Θεός μητρός εκ κοιλίας»∙ «αγιασθείς από μητρώας νηδύος». Και τούτο διότι ο Θεός προείδε, μέσα στα πλαίσια της παγγνωσίας Του, τη θετική προς Αυτόν στάση του, οπότε τον χαρίτωσε με πλούσια χαρίσματα και σημεία. «Απαλών εξ ονύχων σε ο Θεός προσελάβετο, προειδώς του βίου σου την χρηστότητα». Η από τόσο νωρίς κλήση του από τον Θεό μάλιστα κάνει τον υμνογράφο να τον παραλληλίζει με γιγάντια από το παρελθόν αναστήματα, που και αυτά είχαν κληθεί με αντίστοιχο τρόπο: τον προφήτη Σαμουήλ, τον προφήτη Ιερεμία, τον προφήτη και Πρόδρομο του Κυρίου, Ιωάννη τον Βαπτιστή («Σαμουήλ ως ένθεος», «ως ο κλεινός Ιερεμίας», «ώσπερ ο μέγας Βαπτιστής»).

Ο περιορισμός όμως των χαρισμάτων του μεγάλου Στυλιανού μόνο στον κόσμο των παιδιών θα ήταν μία συρρίκνωση μη αληθινή της θαυμαστής παρουσίας του στην Εκκλησία. Και τούτο διότι η Εκκλησία μας τον προβάλλει, πέρα από προστάτη των παιδιών, και ευρύτερα ως έναν από τους στύλους της, ως ένα από τα στηρίγματά της: «στύλος άσειστος της Εκκλησίας, Στυλιανέ, ανεδείχθης, μακάριε», κατά το γνωστό απολυτίκιό του. Χρειάζεται να το εξηγήσουμε. Η Εκκλησία μας βεβαίως στηρίζεται στον Κύριο Ιησού Χριστό, ο Οποίος αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της, γι’ αυτό και ως θεοΐδρυτη «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής», όμως ο ίδιος ο Χριστός θέλησε να μαρτυρείται στον κόσμο και να στερεώνονται οι άνθρωποι και μέσω των πιστών Του. Εκείνος ήταν που είπε ότι οι μαθητές Του θα αποτελούν τους μάρτυρές Του στον κόσμο όλο, όπως και ότι το όνομά Του θα βλασφημείται ή όχι εξαιτίας τους. Από την άποψη αυτή, ο πιστός που με συνέπεια ακολουθεί τον Κύριο, σαν τον όσιο Στυλιανό – «τω Χριστώ ηκολούθησας τελείω φρονήματι» – γίνεται και αυτός ένας στύλος της Εκκλησίας, κατά το θέλημα του ίδιου του Χριστού: οι άνθρωποι μπορούν να στηρίζονται επάνω του, βλέποντας σαν σε διαφάνεια την παρουσία Εκείνου.

Ποιο το κύριο γνώρισμα της αγιασμένης ζωής του, κατά τους ύμνους της Εκκλησίας μας; Ο άγιος Στυλιανός «αξίως διέπρεψε ηθών καθαρότητι και αγώσιν ιεροίς αρετών τελειότητος, ώσπερ άγγελος». (Διέπρεψε στην καθαρότητα των ηθών και στους ιερούς αγώνες για να αποκτήσει την τελειότητα των αρετών ως άγγελος). Κι αυτό θα πει ότι αυτό που χαρακτήριζε τη ζωή του, ώστε να ζήσει την αγάπη του Θεού, ήταν η εγκράτεια. Επανειλημμένως η ακολουθία του αναφέρει ότι υπήρξε «στήλη έμψυχος της εγκρατείας», «της εγκρατείας αληθής υποτύπωσις». Δεν είναι τυχαίο ότι προβάλλεται «ως άσαρκος», «φθαρτών την αίσθησιν ολικώς βδελυξάμενος», ζώντας σε ένα σπήλαιο και τρεφόμενος από άγγελο του Θεού. Μιλώντας όμως για εγκράτεια δεν πρέπει να την εννοήσουμε με έννοια αιρετική: ως αποχή των αισθητών από μίσος προς αυτά ή ως μία άρνηση γενικότερα προς τη ζωή. Η εγκράτεια, κατά την πίστη μας, είναι η απομάκρυνση από τη γοητεία που ασκεί ο κόσμος στον άνθρωπο μέσω των αισθήσεών του, διότι έχει προσανατολίσει εν αγάπη και θείω έρωτι τον νου και την καρδιά του προς τον Θεό. Η εγκράτεια δηλαδή είναι μία γενική αρετή, που χαρακτηρίζει όλη τη ζωή του ανθρώπου. «Ο πιστός πάντα εγκρατεύεται».

Που σημαίνει: δεν είναι δυνατόν να στραφεί κάποιος προς τον Θεό, αν ταυτοχρόνως δεν καταβάλλει προσπάθεια απεγκλωβισμού του από τον μαγνήτη των παθών. «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν». Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να είναι κανείς με τον Θεό, να ακολουθεί τα ίχνη του Χριστού, χωρίς να θέλει να νηστεύει. Η νηστεία, ως στοιχείο εγκράτειας, δηλώνει το πού έχει ρίξει ο πιστός το κέντρο βάρους της ψυχής του. Αδυναμία νηστείας – εννοείται χωρίς να υπάρχει ιατρικός λόγος – σημαίνει ότι η ψυχή είναι «δεμένη» με τα πράγματα του κόσμου τούτου και όχι με τον Χριστό. Έτσι η εγκράτεια κατανοείται πρωτίστως με θετική διάσταση. Για να χρησιμοποιήσουμε μία εικόνα: είναι σαν το ελατήριο εκείνο που συμπιεζόμενο, μπορεί να φαίνεται ότι μικραίνει, μαζεύει όμως τεράστια ενέργεια. Κι η ενέργεια αυτή μπορεί να δώσει μεγάλη ώθηση πετάγματος. Η εγκράτεια λοιπόν, ασκούμενη σωστά στην Εκκλησία, δίνει εκείνη την τεράστια ενέργεια, προκειμένου κανείς να «πετάξει», να ακολουθήσει δηλαδή τα χνάρια του Χριστού. Στην πραγματικότητα είναι το «απαρνησάσθω εαυτόν» που είπε ο Κύριος, για να γίνει κάποιος ακόλουθος και μαθητής Του. «Κατεπλάγησαν την σην ασκητικήν διαγωγήν οι ορώντες σε, σοφέ, άσαρκον βίον εν σαρκί πολιτευόμενον έρωτι τω αγίω» θα σημειώσει για τον άγιο Στυλιανό επί του θέματος ο υμνογράφος. Δηλαδή: Αυτοί που σε έβλεπαν, σοφέ, να ζεις από άγιο θεϊκό έρωτα άσαρκο βίο μέσα σε σάρκα, έμειναν έκπληκτοι για την ασκητική σου διαγωγή. Είθε, με τις πρεσβείες του οσίου μεγάλου Στυλιανού, η χάρη του Θεού να δώσει να ζούμε και εμείς με λίγη εγκράτεια, σ’ έναν κόσμο που ταλανίζεται μεν από όλων των ειδών τις κρίσεις, αλλά είναι βουτηγμένος κατά το πλείστον στις διάφορες εμπαθείς ηδονές.

Πηγή: http://kirigmata.blogspot.com/2012/12/26.html#ixzz7DFekfhsm

ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ. Αγιου Λουκά Κριμαίας του Ιατρού

Εισοδια της Θεοτοκου 2

…Μόνο από σας, μητέρες καί πατέρες, τα παιδιά σας μπορούν να μάθουν το νόμο του Θεού, τον όποιο δεν τους διδάσκουν στα σχολεία. Καί μόνο τότε θα μπορέσουν να τον μάθουν αν, εσείς οι ίδιοι, θα μελετάτε με προθυμία το νόμο αυτό στίς εκκλησίες του Θεού…

…Αν όλοι εμείς οι μεγάλοι πρέπει όλη τη ζωή μας να είμαστε στενά ενωμένοι με το Αληθινό Κλήμα, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό και να τρεφόμαστε με το ζωοποιό χυμό από τη Θεία Ρίζα, το ίδιο αυτό ισχύει καί για τα μικρότερα κλήματα του Αμπελιού, τα πιο μικρά πράσινα φύλλα καί τα μικρά τρυφερά άνθη, πού ανθίζουν στο άγιο Κλήμα. Αυτά τα άνθη, τα φύλλα καί τα μικρά κλήματα είναι τα παιδιά μας, τα όποια φροντίζουμε με τρυφερότητα, τα όποια αγαπάμε σαν την καρδιά μας.

Έχουν μεγάλο χρέος και ευθύνη ενώπιον του Θεού εκείνοι οι χριστιανοί, οι όποιοι δεν εκτελούν το ιερό καθήκον τους να προστατεύουν τα μικρά τους παιδιά, και όχι μόνο τα παιδιά αλλά καί τα βρέφη, από τους εχθρικούς άνεμους, οι όποιοι μπορούν να τα αποκόψουν από το Κλήμα του Χρίστου καί να τα πάνε πολύ μακριά καί να τα ρίξουν στη σκόνη καί στο βόρβορο, οπού θα τα πατήσουν με τα πόδια τους οι εχθροί της ανώτατης αλήθειας καί του αγαθού.

Ό Ιωακείμ καί ή Άννα, οί γονείς τής Ύπεραγίας Παρθένου Μαρίας, το είχαν καταλάβει πολύ καλά. Μόνο τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής της μικρής, ή οποία είχε εκλεχτεί από τον Θεό για να υπηρετήσει το μέγα μυστήριο της ενσάρκωσης του Υίού του Θεού, οί γονείς απολάμβαναν την χαρά της ζωής μαζί της καί της θερμής αγάπης της. Μόλις αύτη βγήκε από τη νηπιακή ηλικία την οδήγησαν στο Ναό της Ιερουσαλήμ καί την άφησαν εκεί, έμπιστεύοντας την αγωγή της στον ίδιο τον Θεό.

Όχι μόνο ό Ιωακείμ καί ή Άννα αφιέρωσαν τον καρπό του καθαρού τους γάμου στον Θεό αλλά καί πρίν καί μετά από αυτούς το ίδιο έκαναν οι αγίες καί σοφές μητέρες, τα ονόματα των οποίων εσείς οι σημερινές μητέρες πρέπει να τα θυμάστε. 

Ή αγία Άννα, ή οποία ήταν στείρα, προσευχήθηκε θερμώς στον Θεό, δίνοντας του τον όρκο να αφιερώσει σ’ Αυτόν το παιδί της, αν έλυνε την άτεκνία της καί θα της έδινε αγόρι. Ό Κύριος ακούσε την προσευχή της Άννας και αυτή έγινε μητέρα του μεγάλου προφήτη Σαμουήλ. Να θυμάστε οι μητέρες καί το όνομα της αγίας Μάρθας, της μητέρας του μεγάλου όσιου του Συμεών του Στυλίτου, τον όποιο, όπως και ή αγία Άννα τον Σαμουήλ, τον είχε αφιερώσει ή Μάρθα στον Θεό ακόμη πρίν γεννηθεί. Στήν πολύ νεαρή ηλικία ανέβηκε ό μέγας Συμεών στο στυλό και παρέμεινε εκεί μέχρι το θάνατο του σαν μία άσβηστη λαμπάδα ενώπιον του Θεού.
Να θυμάστε, ευσεβείς σημερινές μητέρες, πόσο μεγάλο καί ιερό ενώπιον του Θεού είναι το καθήκον σας να καλλιεργείτε στα παιδιά σας τον φόβο του Θεού καί να τα διαπαιδαγωγείτε στην αδιάσπαστη καί αδιάκοπη ενότητα με το Αληθινό Κλήμα, τον Κύριο μας Ίησοΰ Χριστό. Μόνο από σας, μητέρες καί πατέρες, τα παιδιά σας μπορούν να μάθουν το νόμο του Θεού, τον όποιο δεν τους διδάσκουν στα σχολεία. Καί μόνο τότε θα μπορέσουν να τον μάθουν αν, εσείς οι ίδιοι, θα μελετάτε με προθυμία το νόμο αυτό στίς εκκλησίες του Θεού, μαθαίνοντας τον από τους υπηρέτες του Θεού, τους ιερείς καί τους επισκόπους.

Να πηγαίνετε στους ιερούς ναούς τα παιδιά σας για να αναπνέουν, έστω καί για λίγο, τον αέρα του γεμάτου όχι μόνο με θυμίαμα αλλά καί μυστική χάρη των μεγάλων μυστηρίων, πού τελούνται σ’ αυτόν, καί τις προσευχές πολλών ανθρώπων.

Δώδεκα ολόκληρα χρόνια τρεφόταν μέσα στην ιερότητα του Ναού της Ιερουσαλήμ ή Ύπεραγία καί Αχραντος Παρθένος, ή «τιμιωτέρα των Χερουβείμ, καί ενδοξότερα άσυγκρίτως των Σεραφείμ». Οι παντοδύναμες ενώπιον του Θεού πρεσβείες Της να σας βοηθήσουν στο μεγάλο αυτό έργο της αγωγής των παιδιών σας. Αμήν.

Αγιου Λουκά Κριμαίας ”Λόγοι και Ομιλίες” Εκδ. ”Ορθόδοξη Κυψέλη”

ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 21-11-2021

Εισοδια της Θεοτοκου

Τὰ περιττὰ καὶ τὸ ἀναγκαῖο «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. 10:41-42)

Θὰ σᾶς παρακαλέσω, ἀγαπητοί μου, νὰ κάνετε ὑπομονὴ ν᾽ ἀκούσετε λίγα λόγια ἀπὸ ἕνα γέροντα ἐπίσκοπο σὲ πολὺ ἁπλῆ γλῶσσα, ἀλλ᾽ ἀπὸ μιὰ καρδιὰ ποὺ πιστεύει στὸ Θεό.

Ποιός ἑορτάζει; Δὲν ἑορτάζει ἕνας ἅγιος ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς ἢ ἕνας ἀσκητὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἢ ἕνας μάρτυρας καὶ ὁμολογητὴς τῆς πίστεώς μας, οὔτε ἕνας προφήτης ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, οὔτε ἕνας πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ἑορτάζουν ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι. Παραπάνω ἀπὸ ἀσκητάς, ὁμολογητάς, προφῆτες, ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους εἶνε ἕνα ἄλλο πρόσωπο. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα εἶνε ἡ Παναγία μας. Αὐτὴ εἶνε ἡ Παντάνασσα, ἡ Βασίλισσα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, αὐτὴ εἶνε ἡ γλυκειὰ μάνα μας.

Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ χιλιασταὶ καὶ οἱ προτεστάντες· ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι ἀγαποῦμε τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο ὡς μητέρα τοῦ κόσμου ὅλου, καὶ τὴν παρακαλοῦμε μέρα – νύχτα νὰ ἐλεήσῃ τὸ ἔθνος μας. Ἑορτάζει σήμερα ἡ Παναγία μας. Καὶ ὅπως ὅταν ἑορτάζει ἡ μάνα μας χαιρόμεθα καὶ εὐχόμεθα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς, ἔτσι σήμερα ποὺ ἑορτάζει ἡ Μάνα ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ ἰδιαιτέρως τῆς πονεμένης καὶ μαρτυρικῆς μας πατρίδος, ὑψώνουμε τὰ βλέμματα στὸν οὐρανὸ καὶ παρακαλοῦμε τὴν Παναγία μας, γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, νὰ κάνῃ τὸ θαῦμα στὸν ταλαίπωρο κόσμο καὶ ἰδιαιτέρα στὴν πατρίδα μας. Ἑορτάζει ἡ Παναγία μας. Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ λέγεται Εἰσόδια.

Τί θὰ πῇ Εἰσόδια; Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅταν ἡ Παναγία μας ἔγινε τριῶν ἐτῶν, ἡ μητέρα της ἡ ἁγία Ἄννα τὴν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι, τὴν πῆγε στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος, καὶ τὴν ἀφιέρωσε πιὰ στὸ Θεό. Ἐκεῖ λοιπόν, μέσα στὸ ἱερὸ κλίμα τῆς προσευχῆς, τῆς νηστείας, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς μελέτης τῶν Γραφῶν, τὸ ἄνθος αὐτὸ τὸ ὡραιότατο, τὸ κρίνο τοῦ οὐρανοῦ, μεγάλωσε, γιὰ νὰ γίνῃ ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἔμεινε ἐκεῖ δώδεκα περίπου χρόνια ἕως ὅτου μνηστεύθηκε τὸν δίκαιο Ἰωσήφ· καὶ τότε στὴ Ναζαρὲτ «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ Χαῖρε…» (Ἀκάθ. ὕμν. Α). Αὐτὸ εἶνε σύντομα τὸ ἱστορικὸ τῆς σημερινῆς ἡμέρας, ἡ εἴσοδος τῆς Παναγίας στὰ ἅγια τῶν ἁγίων. Ἐμεῖς τί διδασκόμεθα ἀπ᾽ ἐδῶ;

Ἔχουμε κ᾽ ἐμεῖς εἰσόδια, ἀγαπητοί μου. Ὅσοι μ᾽ ἀκοῦτε, ὅλοι ἔχετε εἰσόδια. Ὅπως ἑορτάζουμε τὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ἔτσι καὶ ὅλοι, ἀπ᾽ τὸ μικρὸ παιδὶ μέχρι τὸ γέροντα, ἔχουμε τὰ εἰσόδιά μας, καὶ περιμένουμε τὰ ἐξόδια. Ποιά εἶνε τὰ εἰσόδια; Ἡ εἴσοδος στὴν παροῦσα ζωή, ἡ εὐλογημένη ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία οἱ γονεῖς μας μᾶς ἔφεραν στὸν κόσμο, ἡ ἡμέρα τῶν γενεθλίων μας. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ εἰσόδια αὐτὰ ὑπάρχουν καὶ ἄλλα ἀνώτερα, κι ἀλλοίμονο σὲ ὅποιον δὲν τὰ αἰσθάνεται. Εἶνε ἡ εἴσοδός μας στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴ ζωὴ τῆς χάριτος. Τὸ νὰ γεννηθῇς εἶνε σπουδαῖο, ἀλλὰ πολὺ μεγαλύτερο εἶνε ἄλλο· ἡ ἡμέρα τοῦ βαπτίσματος.

Ὅταν ἤμασταν βρέφη μᾶς πῆραν χέρια στοργικά, μᾶς πῆγαν στὴν ἐκκλησία καὶ μέσα στὸν Ἰορδάνη –διότι Ἰορδάνης εἶνε τὸ ἱερὸ βάπτισμα– «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» πήραμε ὄνομα χριστιανικὸ καὶ ἀπὸ παιδιὰ τοῦ Ἄλφα καὶ τοῦ Βῆτα γίναμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε λοιπὸν εἰσόδια φυσικὰ καὶ εἰσόδια πνευματικά. Γι᾽ αὐτὸ ἀπ᾽ τὴν ὥρα ποὺ γεννηθήκαμε καὶ βαπτιστήκαμε μέχρις ὅτου κλείσουμε τὰ μάτια στὸ μάταιο κόσμο, πρέπει κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ νὰ ζήσουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως ἡ Παναγία καὶ οἱ ἅγιοι· νὰ ζήσουμε μιὰ ζωὴ ἀφιερωμένη στὸ Θεό. Τί θὰ πῇ αὐτό; τί θὰ πῇ ἀφιέρωμα;

Ἔχεις στὸ σπίτι ἕνα ποτήρι χρυσὸ καὶ τὸ χρησιμοποιεῖς ὅπως θέλεις. Ἀλλ᾽ ἐὰν τὸ πάρῃς, τὸ πᾷς στὸ ναὸ καὶ τὸ δωρίσῃς γιὰ νὰ χρησιμοποιῆται στὴν ἁγία τράπεζα, τελείωσε· ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν μπορεῖ πιὰ κανεὶς νὰ τὸ μεταχειριστῇ διαφορετικά. Γιά φανταστῆτε, νὰ ᾽ρθῇ μέσα στὴν ἐκκλησία ἕνας ἄπιστος – ἄθεος, νὰ πάρῃ ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα τὸ δισκοπότηρο ποὺ κοινωνοῦμε τὰ φρικτὰ μυστήρια καὶ νὰ τὸ κάνῃ κρασοπότηρο· νὰ πάρῃ τὴν κολυμβήθρα καὶ νὰ τὴν κάνῃ κοινὸ σκεῦος, ὅπως ἔγινε στὴν Κύπρο τὸ 1974 μὲ τὴν ἐπιδρομὴ τοῦ Ἀττίλα – Θεέ μου, πόσο μᾶς τιμωρεῖς! Ἀνατριχιάζεις καὶ νὰ τ᾽ ἀκοῦς.

Ἔτσι εἶνε ἁμαρτία καὶ κάτι ἄλλο. Διότι ὑπάρχει καὶ κάτι ἀνώτερο ἀπὸ τὸ δισκοπότηρο· εἶνε ἡ ὕπαρξί μας, ὡς ψυχὴ καὶ ὡς σῶμα. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ βαπτίστηκες, δὲν ἔχεις πιὰ δικαίωμα νὰ διαθέτῃς τὸν ἑαυτό σου ὅπως θέλεις. Ποιός τὸ εἶπε; Δὲν μπορεῖς νὰ ζῇς κατὰ τὰ κέφια σου. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη τὰ μάτια σου, τὰ αὐτιά σου, τὰ χέρια σου, τὰ πόδια σου, ὁλόκληρος, εἶσαι ἱερὸ δισκοπότηρο, εἶσαι ἱερὸ κειμήλιο, ἀφιέρωμα, ναὸς τοῦ Θεοῦ· καὶ ἀλλοίμονο σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ θὰ φθείρῃ τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ (βλ. Α΄ Κορ. 3,17). Αὐτὸ θὰ πῇ ζωὴ ἀφιερωμένη στὸ Θεό. Ποιός ἔχει τέτοια ζωή; Σήμερα δυστυχῶς πρέπει κ᾽ ἐμεῖς νὰ πενθήσουμε καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸ Δαυΐδ· «Σῶσόν με, Κύριε, ὅτι ἐκλέλοιπεν ὅσιος»· «οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ψαλμ. 11,2· 13,1. ῾Ρωμ. 3,12). –Μὰ πολὺ ὑπερβολικὰ τὰ λές.

Δὲν βλέπεις ὅτι οἱ ἐκκλησίες γεμίζουν; Τόσοι ἐκκλησιάζονται, ἀκοῦνε λόγο Θεοῦ, κοινωνοῦν τὰ ἄχραντα μυστήρια. Πῶς λὲς «ἐκλέλοιπεν ὅσιος», «οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός»; Ἀπαντῶ. Εἴμαστε Χριστιανοὶ μέσα στὴν ἐκκλησία· μόλις βγοῦμε ἀπὸ τὴν πόρτα, τὰ λησμονοῦμε ὅλα, γινόμαστε ἀγνώριστοι, παύουμε νὰ ἔχουμε σχέσι μὲ τὸ Χριστό· παπᾶδες καὶ δεσποτάδες, λαὸς μικροὶ – μεγάλοι, ὅλοι μας ἔχουμε τὸ Χριστὸ στὸ στόμα ἀλλὰ τὸ διάβολο στὴν καρδιά. Εἴμαστε ὑποκριταὶ καὶ φαρισαῖοι. Ἀκόμη καὶ οἱ λεγόμενοι θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι μπλέξαμε σ᾿ ἕνα δίχτυ τοῦ διαβόλου· καὶ τὸ μεγάλο αὐτὸ δίχτυ εἶνε ὁ ψεύτικος πολιτισμὸς τοῦ αἰῶνος μας, ποὺ ὀνομάζεται καταναλωτικὴ κοινωνία· σύμφωνα μ᾽ αὐτήν, ὅποιος λαὸς ξοδεύει περισσότερα, αὐτὸς θεωρεῖται πιὸ προηγμένος.

Δὲν ζοῦμε πιὰ μιὰ ἁπλῆ ζωή. Χθὲς τὸ βράδυ ἄνοιξα κάποιο βιβλίο· διάβαζα τὴ νύχτα καὶ ἔκλαψα. Τὸ 1829 – 30, ποὺ ἐλευθερώθηκε ὁ τόπος μας, μόλις ποὺ εἶχε ἔρθει ὁ Καπποδίστριας καὶ ὑψώθηκε ἡ ἑλληνικὴ σημαία, τὸ Ναύπλιο εἶχε μόνο τέσσερις χιλιάδες, ἀλλὰ πραγματικοὺς Χριστιανούς. Γινόταν λοιπὸν ὁ γάμος δύο ὀρφανῶν· ὁ πατέρας τῆς νύφης εἶχε σκοτωθῆ στὸ Μανιάκι κι ὁ πατέρας τοῦ γαμπροῦ στὰ Δερβενάκια. Χαρὰ ἄδολη. Καὶ μέσ᾽ στὸ σπίτι τί; ἔπιπλα, καθρέφτες, πολυτέλεια; Τίποτα, οὔτε καρέκλα· μιὰ ψάθα, ψωμὶ κρίθινο, λίγες ἐλιές, καὶ ἀγάπη ἀπέραντη! Ὦ Ἑλλάδα!

Τώρα; Μᾶς ἔφαγε ὁ καταναλωτισμός. Γέμισε ὁ τόπος κέντρα, καταστήματα, ἔπιπλα, καθρέφτες, ῥαδιόφωνα, τηλεοράσεις…· πράγματα περιττά. Φύγαμε ἀπὸ τὶς λίγες πραγματικὲς ἀνάγκες καὶ πήγαμε στὰ περιττά. Στὴ γενεά μας, ποὺ πνίγεται στὸ ἄγχος τῶν περιττῶν καὶ ἀχρήστων πραγμάτων, ἁρμόζει νὰ λεχθῇ αὐτὸ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα στὸ εὐαγγέλιο· «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία» (Λουκ. 10,41). Σβῆστε τὸ «Μάρθα» καὶ γράψτε «κόσμε»· «Κόσμε κόσμε, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἑνὸς δέ ἐστι χρεία». Σβῆστε τὸ «Μάρθα» καὶ γράψτε «Ἑλλάς». «Ἑλλὰς Ἑλλάς, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἑνὸς δέ ἐστι χρεία». Σβῆστε τὸ «Μάρθα» καὶ γράψτε τὸν ἑαυτό σας· «Ψυχή μου ψυχή μου, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἑνὸς δέ ἐστι χρεία».

Ὁ χρόνος σπαταλᾶται σὲ διασκεδάσεις. Κάποτε τὰ νυχτερινὰ κέντρα ἦταν ἐλάχιστα. Τώρα, ὅπως πάνω στὴν κοπριὰ φυτρώνουν μανιτάρια, ἔτσι στὴ νέα Βαβυλῶνα φυτρώνουν χιλιάδες κέντρα διασκεδάσεως. Ἄλλος στὸ χαρτοπαίγνιο, ἄλλος στὴ μπάλλα, ἄλλος στὸν κινηματογράφο, ἄλλος στὴν τηλεόρασι. Χρόνος ὑπάρχει μόνο γιὰ τὸ διάβολο, γιὰ τὸ Χριστὸ τίποτα.

Ξέρετε πῶς μοιάζουμε; Κάποτε σὲ μιὰ πόλι τῆς Μακεδονίας εἶδα σ᾿ ἕνα κοττέτσι ἕναν ἀετό. Μοῦ φάνηκε σὰν μιὰ μεγάλη κόττα καὶ τρόμαξα· τόσο μεγάλη κόττα; Πλησιάζω, τί νὰ δῶ· ἦταν ἀετός. Στὸ κοττέτσι ἀετός; Τὸν εἶχαν πιάσει στὰ ψηλὰ βουνὰ τῆς Πίνδου, τοῦ ἔκοψαν τὶς μεγάλες φτεροῦγες, καὶ τὸν ἔκαναν ὄρνιθα! Καὶ στενοχωριόταν ὁ ἀετός. Ἡ Ἑλλὰς ἦταν ἀετὸς καὶ οἱ Ἕλληνες παιδιὰ τοῦ ἀετοῦ. Τώρα ἄπιστοι πολιτικοὶ τῆς ἔκοψαν τὰ φτερά· μασονία καὶ ἀπιστία ἔκαναν τὸν ἀετὸ τῆς Ἑλλάδος ἀξιολύπητο. Δὲν σᾶς λέω περισσότερα. Σταματῶ. Εἶστε Ἕλληνες; εἶστε Χριστιανοί; εἶστε πιστὰ τέκνα τῆς Ἐκκλησίας; Δὲν θ᾽ ἀφήσουμε τὴν Ἑλλάδα αὐτὴ νὰ γίνῃ οὔτε Δανία, οὔτε Νορβηγία, οὔτε Χόλλυγουντ. Θὰ μείνῃ Ἑλλάς, μὲ πίστι στὸ Θεό, μὲ οἰκογένεια, μὲ ὅλα τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια. «Ὅσοι πιστοί», κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ κοντὰ στὴν πατρίδα μας· μέχρι τέλους ἀφωσιωμένοι εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος· ἀμήν

(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη