Θεραπεία δύο Τυφλών
(Μτ. 9:27-34)
ὑπό ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη
Ἐπιμονή στήν προσευχή
Ὁ Κύριος γύριζε ἀπό τό σπίτι τοῦ Ἰαείρου (Μτ. 9:27), ὅπου εἶχε ἀναστήσει τήν νεκρή του κόρη (Μτ. 9:18-25) καί πήγαινε σέ ἄλλο σπίτι (πιθανόν στό σπίτι τῆς πεθερᾶς τοῦ Πέτρου ὅπου φιλοξενεῖτο). Καθ’ ὁδόν δυό τυφλοί Τοῦ φώναζαν: «Ἐλέησέ μας, Υἱέ Δαβίδ». Καί ὁ Χριστός συνέχισε τό δρόμο Του, χωρίς νά τούς δίδει σημασία. Οἱ τυφλοί Τόν ἀκολουθοῦσαν, ἐπιμένοντας, φωνάζοντας «ἐλέησέ μας!». Ὁ Χριστός καί πάλι «ἀδιάφορος», ὥσπου μπῆκε μέσα στό σπίτι. Μπῆκαν καί οἱ τυφλοί! Καί τώρα, ἐκεῖ μέσα στό σπίτι, ὁ Χριστός «ἀποφάσισε» νά τούς θεραπεύσει. Καί τούς θεράπευσε (Μτ. 9:27-30).
Καί σίγουρα διερωτώμαστε, γιατί ὁ ἀγαθός Χριστός δέν σταμάτησε πρός χάρη τους στό δρόμο, γιά νά τούς κάνει καλά, (ὅπως ἔκανε σέ μιά ἄλλη παρόμοια περίπτωση) (Λκ. 18:35-43), ἀλλά τούς «ἀνάγκασε» νά Τόν ἀκολουθήσουν μέχρι τό σπίτι. Καί ἦταν τυφλοί…!
Καί βέβαια ὁ Χριστός δέν τό ἔκανε οὔτε ἀπό ἀδιαφορία, οὔτε ἀπό σκληροκαρδία, οὔτε ἐπειδή ἦταν κουρασμένος καί βιαζόταν νά πάει τό συντομότερο στό σπίτι, ἀλλά ἤθελε νά μᾶς διδάξει: Ὅταν Τοῦ ζητᾶμε κάτι, θά πρέπει νά ἐπιμένουμε, ζητώντας! Οἱ δύο λοιπόν τυφλοί, πῆραν αὐτό πού ζητοῦσαν, ἐπειδή ἐπέμειναν ζητώντας καί παρακαλώντας τόν Κύριο. (Ἄν δέν ἐπέμειναν;!).
Κάτι ἀνάλογο ἔκανε ὁ Χριστός καί σέ ἕναν ἄλλο τυφλό, πού στεκόταν στήν εἴσοδο τῆς πόλεως Ἱεριχώ καί ζητοῦσε ἐλεημοσύνη (Λκ. 18:35-43). Φώναζε στό Χριστό, «Υἱέ τοῦ Δαβίδ, σπλαχνίσου με» (Λκ. 18:38). Ὁ Χριστός τόν ἄκουγε, ἀλλά δέν τοῦ ἀπαντοῦσε. Καί αὐτός συνέχιζε νά φωνάζει. Οἱ ὄχλοι πού συνόδευαν τόν Χριστό, ἔκαναν (στόν τυφλό) «σύσταση», νά πάψει νά φωνάζει, ἀλλά αὐτός συνέχιζε νά φωνάζει καί μάλιστα ἀκόμα πιό δυνατά (Λκ. 18:39). Μετά ἀπό τίς πολλές καί ἐπίμονες κραυγές του, ὁ Χριστός «ἀποφάσισε» νά Τόν ἀκούσει. Σταμάτησε λοιπόν μέσα στό δρόμο καί τοῦ ἔδωσε τό φῶς του (Λκ. 18:40-42). Τό ἴδιο «τέστ» ἔκανε καί στή Χαναναία· τήν ἄφησε νά φωνάζει καί πάλι καί πάλι, τήν «πρόσβαλε» καί ἀπό πάνω, καί παρόλα αὐτά συνέχιζε νά φωνάζει, ὥσπου ὁ Χριστός «ἀναγκάσθηκε» νά τῆς κάνει τή χάρη (Μτ. 15:21-28) «Ἄς γίνει αὐτό πού θέλεις», τῆς εἶπε. « Καί ἡ κόρη της ἔγινε καλά ἀπό τήν στιγμή ἐκείνη» (Μτ. 15:28).
Ὁ Κύριος γιά νά μᾶς κάνει νά ἐπιμένουμε στίς προσευχές μας (Λκ. 18:1) εἶπε τή γνωστή παραβολή τοῦ σκληρόκαρδου καί ἀθεόφοβου δικαστή πού ἱκανοποίησε τό αἴτημα τῆς χήρας, ἐπειδή καί μόνο τόν ἐνοχλοῦσε πάλιν καί πολλάκις (Λκ. 18:2-8). Ἄς τήν διαβάσουμε μέ προσοχή (γιατί εἶναι «παραβολή» πού ὁ Χριστός ἔφτιαξε εἰδικά γιά μᾶς): «Σέ κάποια πόλη ἦταν κάποιος δικαστής, πού Θεό δέν φοβόταν καί ἀνθρώπους δέν ντρεπόταν. Στήν πόλη ἐκείνη ἦταν ἐπίσης μιά χήρα, καί ἐρχόταν σ’αὐτόν καί τοῦ ἔλεγε: “Δός μου τό δίκαιό μου ἀπέναντι τοῦ ἀντιδίκου μου”. Γιά ἀρκετό δέ χρόνο ἀρνήθηκε. Ἀλλ΄ ὕστερα εἶπε μέσα του : “Ἄν καί τό Θεό δέν φοβοῦμαι, καί ἄνθρωπο δέν ντρέπομαι, ὅμως, ἐπειδή ἡ χήρα αὐτή μέ ἐνοχλεῖ, θά τῆς δώσω τό δίκαιο, γιά νά μήν ἔρχεται καί μοῦ βγάζη τήν ψυχή”». (Λκ. 18:2-5). Καί ὁ Κύριος στή συνέχεια τούς ὁδήγησε στό συμπέρασμα: «Ὁ δέ Θεός δέν θά δικαιώσει τούς ἐκλεκτούς Του, πού κραυγάζουν πρός Αὐτόν ἡμέρα καί νύχτα, καί τούς εὐσπλαγχνίζεται; Σᾶς βεβαιώνω, ὅτι γρήγορα θά τούς δικαιώσει!» (Λκ. 18:7-8).
Ἔχουμε τόσο λίγη ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, ὥστε ὅταν χρειασθεῖ νά προσευχηθοῦμε γιά κάποιο αἴτημά μας, προσευχόμαστε μέν δυό – τρεῖς φορές χαλαρά, (γιατί ἄν προσευχόμασταν μέ τήν καρδιά μας, δέν θά σταματούσαμε) καί μετά περιμένουμε νά ἱκανοποιήσει τό αἴτημά μας! Καί ἐπειδή δέν μᾶς τό ἱκανοποιεῖ, στρεφόμαστε ἐναντίον Του. Μᾶς θυμίζει τό ἑξῆς φαιδρό περιστατικό:
Ἕνας χωρικός ἀπό ὀρεινό, μικρό χωριό κατέβηκε στήν πόλη γιά νά πάει στό γιατρό. Ὁ γιατρός ἀφοῦ τόν ἐξέτασε, τοῦ εἶπε: · «Θά πρέπει νά κάνεις εἴκοσι μπάνια στή θάλασσα». «Εἶναι δύσκολο· γιατί δέν ἔχουμε θάλασσα στό χωριό μας. Θά πρέπει νά ἀφήσω τήν οἰκογένειά μου καί τίς δουλειές μου», τοῦ ἀπάντησε ὁ χωρικός. «Θά πρέπει νά τό κάνεις, ἀλλιῶς θά ἀποχαιρετήσεις γιά πάντα τό χωριό!», ἐπέμεινε ὁ γιατρός. Ὁ χωρικός ἀναγκάσθηκε νά πάει στή θάλασσα. Μπῆκε λοιπόν στή θάλασσα καί ἔκανε τό πρῶτο μπάνιο του. Μετά ἀπό λίγο ξαναμπῆκε καί ἔκανε τό δεύτερο κ.ο.κ., ὥσπου σέ περίπου μία ὥρα μπῆκε καί βγῆκε ἀπό τή θάλασσα εἴκοσι φορές, ὅσες εἶπε καί ὁ γιατρός! «Ἔκανα ἐπί τέλους τά εἴκοσι μπάνια»!», εἶπε μέ ἀνακούφιση καί ἔφυγε γρήγορα γιά τό χωριό του. Καί περίμενε νά πάει καλύτερα! Ὅμως ἡ ὑγεία του χειροτέρευε καί τά ἔβαλε μέ τό γιατρό, πού τοῦ ἔδωσε λάθος «συνταγή!».
Κάπως ἔτσι κάνουμε καί ἐμεῖς. Θέλουμε ἐδῶ καί τώρα, νά μᾶς ἀπαντήσει ὁ Θεός στό αἴτημά μας, καί νά ξεμπερδέψουμε τό ταχύτερο δυνατό ἀπό τήν προσευχή. Λάθος! Ἔ! Ἐπειδή εἶναι λάθος, γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός δέν ἀκούει μιά τέτοια (λάθος) προσευχή μας. Ἄν λοιπόν θέλουμε νά εἰσακούσει ὁ Κύριος τήν προσευχή μας, ἄς μιμηθοῦμε τούς δύο τυφλούς πού μᾶς περιέγραψε ὁ Ματθαῖος, πού ἐπέμειναν, φωνάζοντας στόν Κύριο «Υἱέ τοῦ Δαβίδ, σπλαχνίσου μας».