Στήν Ἐκκλησία μας τά πάντα πρέπει νά γίνονται μέ τάξη, γιατί ἀκριβῶς πρόκειται γιά Ἐκκλησία. Καί ἡ ψαλμωδία εἶναι βασικό στοιχεῖο τῆς λατρείας μας.
Θά πρέπει λοιπόν νά γίνεται «μήτε βοαῖς ἀτάκτοις κεχρῆσθαι, καὶ τὴν φύσιν πρὸς κραυγὴν ἐκβιάζεσθαι, ἀλλά μετὰ πολλῆς προσοχῆς καὶ κατανύξεως» (ΟΕ΄ τῆς Πενθέκτης).
Γι’ αὐτό καί ὁ Ἱερέας παρακαλεῖ τόν Κύριο, «δός ἡμῖν χάριν καί δύναμιν, ἵνα καταξιωθῶμεν ψάλλειν σοι συνετῶς» (Εὐχή ΣΤ΄ Ὄρθρου). Ὅμως, δέν ψάλλουμε «συνετῶς».
Καί στήν ἐποχή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ὑπῆρχαν ψάλτες πού ἔψελναν μέ τρόπο, πού ταίριαζε σέ κέντρα διασκεδάσεως.
Καί ὁ Ἅγιος τούς καυτηρίαζε: «Ὑπάρχουν μερικοί πού λαμβάνουν τά λόγια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σάν κοινά· τά ἀπαγγέλουν μέ ἄγριες φωνές· κουνώντας ὁλόκληρο τό σῶμα τους· λές καί τρελλάθηκαν! Πράγματα τελείως ξένα γιά τήν Ἐκκλησία μας! Ἄθλιε καί ταλαίπωρε! Ἐπρεπε νά ἀναπέμπεις τήν ἀγγελική δοξολογία μέ φόβο καί τρόμο! Καί νά ζητεῖς ἀπό τον Κτίστη συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν σου! Σύ ὅμως μιμεῖσαι τούς μίμους καί τούς τραγουδιστές! «Χορεύεις» πάνω στό ψαλτήρι…! Εἶναι λοιπόν προσευχή αὐτό πού κάνεις;». (P.G. 56: 99).
Θά θυμοῦνται οἱ παλαιότεροι, πώς τό ψαλτήρι, στασίδι στίς ἐκκλησιές δέν κατεῖχε θέση ξεχωριστή.
Στά στασίδια πού ὑπῆρχαν γύρω -γύρω, στόν ἐσωτερικό τοῖχο τοῦ Ναοῦ, γιά νά κάθονται οἱ ἡλικιωμένοι (οἱ ἄλλοι στέκονταν ὄρθιοι), ἔβαζαν μπροστά ἕνα «ἀναλόγιο».
Καί αὐτό ἦταν τό ψαλτήρι. Οἱ ψάλτες δηλαδή στέκονταν στό ἴδιο ἐπίπεδο, πού στεκόταν καί τό ἐκκλησίασμα. Αὐτό τούς βοηθοῦσε, ὥστε νά ψέλνουν ταπεινά, γιατί, κατά τούς Ἁγίους Πατέρες, ἡ ψυχή συμμορφώνεται μέ τή στάση τοῦ σώματος.
Ὅμως, σήμερα τό ψαλτήρι βρίσκεται σέ ξεχωριστή θέση, στό σολέα τοῦ Ναοῦ· σέ ὑψωμένο βάθρο, καί στή μέση ἕνα ἀκόμα σκαλοπάτι γιά νά ἀνεβαίνει ὁ (πρωτο) ψάλτης ἀκόμα πιό ψηλά!
Ἐνίοτε στέκεται καί πιό ψηλά καί ἀπό τό Δεσπότη πού στέκεται στό θρόνο! Σκεφθεῖτε τόν πειρασμό…!
Ὅμως, ὅπως ἔλεγε καί ὁ Ὅσιος Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης, «ὅταν ὁ ψάλτης δέν ψέλνει ταπεινά καί μέ συναίσθηση, σέ διώχνει ἀπό τήν Ἐκκλησία». (Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, σελ. 439). Συνέχεια