ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Θεραπεία παραλύτου τῆς Καπερναούμ

(Μαρ. 2:1-12 & Ματ. 9:1-8, Λουκ. 5:17-56)

Κόπος γιά Χριστό

ὑπό ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Ὁ Χριστός δίδασκε στήν Καπερναούμ σέ ἕνα σπίτι. Τό σπίτι εἶχε γεμίσει ἀπό κόσμο. Τέσσερις ἄνθρωποι ἔφεραν σηκωτό, πάνω σέ κρεβάτι ἕναν παράλυτο (συγγενῆ τους) γιά νά τόν κάνει καλά ὁ Χριστός. Πῶς ὅμως νά ἔμπαιναν μέσα στό σπίτι; Ἀδύνατο! Ὅμως ἔψαξαν καί βρῆκαν λύση: Θά ἀνέβαιναν πάνω στή στέγη, θά ἄνοιγαν ἕνα «κομμάτι», καί ἀπό ἐκεῖ θά κατέβαζαν τόν παράλυτο ἄνθρωπό τους μέσα στό σπίτι. Καί ἔστησαν γι’ αὐτό ὁλόκληρη ἐπιχείρηση.

Πρῶτον: Βρῆκαν τόν ἰδιοκτήτη τοῦ σπιτιοῦ καί ζήτησαν τήν ἀδειά του. Βρῆκαν καί τά ἐργαλεῖα πού χρειάζονταν νά κάνουν τή δουλειά τους πριόνι, σκάλα, σχοινιά κ.λ.π. Δεύτερο: Ἀνέβηκαν στή στέγη καί ἄνοιξαν μιά μεγάλη ὀπή γιά νά χωρέσει ἕνα ὁλόκληρο κρεβάτι! Τρίτο: Ἔδεσαν τό κρεβάτι μέ τριχές, καί σιγά-σιγά τό ἀνέβαζαν, τραβώντάς του πρός τή στέγη! Τέταρτο: Πέρασαν τό κρεβάτι μέσα ἀπό τήν ὀπή καί σιγά-σιγά τό κατέβασαν κάτω, μπροστά στό Χριστό! Φαντάζεστε, νά βλέπαμε μπροστά μας αὐτό τό σκηνικό· τούς τέσσερις συγγενεῖς νά ἀνεβάζουν τόν παράλυτο σιγά-σιγά πάνω στή στέγη καί ἀπό ἐκεῖ σιγά-σιγά νά τόν κατεβάζουν κάτω μέσα στό σπίτι καί νά τόν παρουσιάζουν ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ!

Ἐρώτημα: Καί γιατί δέν περίμεναν νά τελειώσει ὁ Χριστός τό κήρυγμα, νά φύγει ὁ κόσμος, καί ἔτσι νά φέρουν μέ ἄνεση τόν παράλυτο στό Χριστό; Γιατί δηλαδή προτίμησαν νά ὑποστοῦν ὅλη αὐτή τήν ταλαιπωρία; Ἦταν τόσο βιαστικοί; Ἀπάντηση: Ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ (ὑπενθυμίζουμε) διαρκοῦσε πολλές ὧρες! Μερικές φορές καί ὅλη τήν ἡμέρα (Ματ. 14:15) ἤ ἀκόμα καί ἐπί τρεῖς συνεχόμενες ἡμέρες! (Ματ. 15:32). Θά ἔπρεπε λοιπόν νά περιμένουν ἀπέξω ἐπί ὧρες, μπορεῖ καί μιά ὁλόκληρη ἡμέρα!

Ὁ Χριστός μπορεῖ νά ἦταν μέσα στό σπίτι, ὅμως σάν Θεός ἔβλεπε ὅλη αὐτή τήν προσπάθεια πού ἔκαναν ἀπέξω οἱ συγγενεῖς τοῦ παραλύτου. Μπορεῖ καί κάποιοι νά Τοῦ εἶπαν, «αὐτό καί αὐτό γίνεται ἀπέξω». Καί ἐνῶ θά μποροῦσε νά δώσει ἐντολή νά ἀνοίξουν διάδρομο, καί νά Τοῦ φέρουν τόν παράλυτο ἤ νά βγεῖ ἀπέξω ἀπό μόνος Του καί νά τόν θεραπεύσει ἤ καί χωρίς νά βγεῖ ἔξω, θά μποροῦσε ἀπό ἐκεῖ μέσα πού ἦταν, νά τόν κάνει καλά. Ὅμως δέν ἔκανε τίποτε ἀπό αὐτά, ἀλλά συνέχισε «ἀμέριμνος» τό κήρυγμά Του! Γιατί ἄραγε; Γιά νά φανεῖ ἡ πίστη τῶν συγγενῶν τοῦ παραλύτου! «Ὅταν εἶδε ὁ Ἰησοῦς τήν πίστη τους, εἶπε στόν παράλυτο», σημειώνει ὁ Μᾶρκος (Μαρ. 2:5). Πῶς καί ποῦ θά φαινόταν ἡ πίστη τους, ἄν δέν ἔκαναν αὐτή τήν προσπάθεια; Καί πῶς ὁ Χριστός θά ἔκανε καλά τόν ἄνθρωπό τους, ἄν δέν κοπίαζαν γι’αὐτό; [1]

Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι ὁ Χριστός θέλει νά κοπιάζουμε πρός χάρη Του, γιά νά ἔχει «δικαίωμα» νά μᾶς ἀνταμείψει. Χωρίς κόπο, δέν ὑπάρχει ἀνταμοιβή. Ὅταν ὅλη μέρα κάθεσαι, δέν μπορεῖς νά ζητᾶς νά σέ πληρώνουν, ἐπειδή κάθεσαι! Κάτι τέτοιο εἶναι παράλογο! Εἶναι ἐξίσου παράλογο νά ζητᾶς ἀμοιβή ἀπό τόν πλουσιότατο Χριστό, ὅταν στή ζωή σου δέν κάνεις τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά τρῶς νά κοιμᾶσαι καί νά ἀπολαμβάνεις ὅλες τίς ἐφάμαρτες χαρές τοῦ κόσμου αὐτοῦ!

Ὁ Χριστός μπορεῖ νά εἶναι φιλάνθρωπος, ἀλλά εἶναι καί δίκαιος! Δέν σέ ἀνταμείβει, ἄν δέν κάνεις κάτι πρός χάρη Του. Τούς ἁγίους μάρτυρες τούς ἔβλεπε πού ὑπέφεραν πρός χάρη Του, τούς ἔβλεπε πού φυλακίζονταν, τούς ἔβλεπε πού τούς ξέσχιζαν μέ κοφτερά μαχαίρια, τό αἷμα πού ἔτρεχε ποτάμι καί ἄλλα ἐξίσου φοβερά, παρόλο αὐτό τούς ἄφηνε νά ἀγωνίζονται καί νά βασανίζονται…! Ἀπό φιλανθρωπία· γιά τό δικό τους καί μόνο γιά τό δικό τους καλό· γιά νά στεφανωθοῦν σάν ἀθλητές μέ ἄφθαρτα, ἀμάραντα στεφάνια! Πῶς θά στεφανώνονταν, ἄν δέν ἀγωνίζονταν; Πῶς θά ἀπολάμβαναν αἰώνια καί ἄφθαρτα ἀγαθά, ἄν δέν πονοῦσαν ἐπί γῆς;

Οἱ συγγενεῖς τοῦ παραλύτου, κοπιάζοντας πρός χάρη του, δέν κέρδισαν μόνο τήν ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου τους, ἀλλά κέρδισαν καί κάτι ἄλλο: Αὔξησαν τήν πίστη τους! Ὅλο αὐτό πού ἔκαναν γιά τόν συγγενῆ τους, τό ἔκαναν ἔχοντας τό εἶναι τους στραμμένο στό Χριστό· πῶς νά Τόν πλησιάσουν· πῶς νά φέρουν κοντά Του τόν ἄνθρωπό τους. Καί ἡ καρδιά τους γέμιζε εὐλογία, ὁ ἱδρῶτας τους γινόταν «ἁγιασμός», ὁ κόπος τους γινόταν θυμίαμα εὔοσμο καί ἔπαιρναν δύναμη! Μπορεῖ τό σῶμα τους νά ἦταν ἔξω ἀπό τό σπίτι, ὅμως ἡ ψυχή τους ἦταν «κολλημένη» στό Χριστό, πού ἦταν μέσα στό σπίτι! Γι’αὐτό καί ἡ πίστη τους στό Χριστό ἔγινε ἀκόμα πιό μεγάλη!

Πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι χωρίς κόπο, χωρίς ἀγώνα γιά τό Χριστό, ἡ πίστη μας δέν μεγαλώνει, δέν θερμαίνεται, ἀλλά ἀδυνατίζει, παγώνει, ὥσπου ἀπονεκρώνεται τελείως. Πίστη χωρίς ἔργα εἶναι νεκρή. (Ἰακ. 2:20). Καί μέ νεκρή πίστη (ἐξ αἰτίας πνευματικῆς ὀκνηρίας), ὁ ἄνθρωπος ποτέ δέν θά μάθει τί σημαίνει Χριστός! «Ὁ ἄνθρωπος δέν δύναται ποτέ νά αἰσθανθεῖ τήν θείαν χάρη, ἐν ὅσω βρίσκεται ατήν ἀνάπαυση καί στήν εὐτυχία», λέει ἀπό τήν πεῖρα του ὁ Ἀββᾶς ὁ Ἰσαάκ ὁ Σῦρος (Λόγος ΙΘ΄). Γι’αὐτό ὅλοι οἱ ἅγιοι ἀπέφευγαν τήν ἄνεση σάν κόλαση! Γιατί ἔβλεπαν ἀπό τήν πεῖρα τους ὅτι αὐτό πού τούς ἑνώνει μέ τόν Χριστό, εἶναι ἡ στέρηση, ὁ πόνος, ὁ ἀγώνας, ἐνῶ τό ἀντίθετο (ἡ ἀνάπαυση) τούς ἀπομάκρυνε ἀπό τόν Χριστό. (Πράγματα ἀκατανόητα γιά μᾶς, πού ἀγαπᾶμε τήν ἄνετη ζωή!).

Τώρα εἶναι περίοδος Μ. Τεσσαρακοστῆς. Ἄρα περίοδος ἐντόνου πνευματικοῦ ἀγώνα, γιά νά ἔρθουμε πιό κοντά στό Χριστό. Ἄς ἀγωνισθοῦμε ἐκ καρδίας, γιά νά πετύχουμε.

[1] «Σήκω!» , εἶπε ὁ Ὅσιος Σισώης σέ ἕνα νεκρό παιδί, πού «προσκυνοῦσε» τά πόδια του, χωρίς ὅμως ὁ Ὅσιος νά ξέρει, ὅτι τό παιδί ἦταν νεκρό! Καί τό παιδί ἀναστήθηκε…! Χάρη στήν πίστη τοῦ πατέρα του, πού τό ἄφησε νεκρό στά πόδια τοῦ Ὁσίου καί ἔφυγε, ὄντας σίγουρος ὅτι ὁ Ὅσιος θά ἔκανε τό θαῦμα! (Περισσότερα: Γεροντικό ἀββᾶ Σισώη, ιη΄). Ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε καί μέ τούς συγγενεῖς τοῦ παραλύτου· χάρη στήν πίστη τους, ἔγινε τό θαῦμα! (Μαρ. 2:5). Τόσο φιλάνθρωπος εἶναι ὁ Κύριος !

Μέ ἀφορμή τήν ἀπεργία πεῖνας τοῦ Δ. Κουφοντίνα

ὑπό Ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Τά ἔνστικτα, πεῖνα, δῖψα, ὕπνος, ἔχουν ὡς σκοπό τήν ἐπιβίωσή μας. Π.χ. πεινᾶμε, γιά νά τρῶμε, καί τρῶμε γιά νά ζοῦμε, καί ὄχι ζοῦμε γιά νά τρῶμε. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τά ἔνστικτα τῆς δίψας καί τοῦ ὕπνου. Ἄν μείνουμε ἄνυδροι καί ἄυπνοι, θά καταρρεύσουμε καί θά ἀποθάνουμε. Καί γι αὐτό, τά συγκεκριμένα ἔνστικτα ζητοῦν ἐντόνως καί καθημερινῶς τήν ἱκανοποίησή τους. «Γνωρίζουν», ὅτι ἄν δέν ἱκανοποιηθοῦν, θά ἐπέλθει θάνατος.

 Π.χ. στήν περίοδο τῆς γερμανικῆς κατοχῆς (1941-44) μιά ἐλιά (ἕναν καρπό) τόν ἔκοβαν στή μέση γιά νά φάει καί ὁ ἄλλος! Ἔκαναν καί τοῦτο τό ἀνήκουστο: Ἔτρωγαν σταφίδες, ἀφόδευαν στά χωράφια, πήγαιναν μετά στά κόπρανα, καί ἔπαιρναν πάλι τίς σταφίδες (!) , τίς ἔπλεναν (!) καί τίς ἔτρωγαν….! (Μοῦ τό διηγήθηκαν οἱ ἴδιοι!). Ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅτι οἱ Μεσολογγῖτες ἔτρωγαν γάτες, σκυλιά, ποντίκια, ὅ,τι ἔβρισκαν μπροστά τους. Τόσο δυνατό εἶναι τό ἔνστικτο τῆς πεῖνας!

 Καί ἐδῶ εἶναι τό «μυστήριο». Ὁ γνωστός Δ. Κουφοντίνας κατάφερε καί ἔμενε νηστικός δυό ὁλόκληρους μῆνες!Ἔφθασε μέχρι τό θάνατο, προκειμένου νά πετύχει τό στόχο του, καί τί στόχο; Νά ἀλλάξει φυλακή…! Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί τί κόπο, τί ἀγώνα κάνουμε προκειμένου νά πετύχουμε τούς πνευματικούς μας στόχους;! Ἄφεση ἁμαρτιῶν, μετοχή στά Μυστήρια καί τά σχετικά;

 Χωρίς νά ἔχουμε πρόβλημα ὑγείας, δηλαδή χωρίς νά ὑπάρχει λόγος, δέν «ἀντέχουμε» νά μείνουμε νηστικοί οὔτε μία μέρα, οὔτε τώρα τή Μ. Τεσσαρακοστή, ἄς εἶναι Καθαρά Δευτέρα, ἄς γίνεται τό ἀπόγευμα Προηγιασμένη, ἄς εἶναι Μεγάλη Παρασκευή, ἄς εἶναι Μ. Σάββατο, πρέπει κάτι νά φᾶμε…!

 Ὁ Δ. Κουφοντίνας δέν εἶχε σιδερένιο σῶμα (ἄλλωστε δέν ὑπάρχουν σιδερένια σώματα), ἀλλά στό συγκεκριμένο θέμα εἶχε σιδερένια θέληση. Εἶπε στόν ἑαυτόν του, «δέν θά φάω, ἄν δέν πετύχω τόν στόχο μου», καί ἔτσι κυριάρχησε στό «ἀκατανίκητο» ἔνστικτο τῆς πεῖνας. Βέβαια αὐτή ἡ πεῖνα, ὅσο ἐπώδυνη καί ἄν ἦταν, δέν ἔχει σχέση μέ τή νηστεία τῶν χριστιανῶν μας, γιατί οἱ χριστιανοί νηστεύουν στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί γιά τό Χριστό. 

 Τό οὐσιῶδες εἶναι ἐδῶ, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν θέλει, καθυποτάσσει τά ἔνστικτά του, καί γίνεται κύριός τους (αὐτό σημαίνει «κύριος»). Πολλοί, ἰδιαίτερα στήν ἐποχή μας, ἀπό τή μιά μεριά, ἔχουν γίνει «κλωτσοσκούφι» τῶν παθῶν τους, προπαντός τῆς κοιλίας τους καί τῶν ὑποκάτω τῆς κοιλίας, καί ἀπό τήν ἄλλη, τό παίζουν λεβέντες, παλικάρια…!

«Πῶς τά καταφέρνετε καί κάνετε τέτοια ἅλματα;» , ρώτησε ἕνας δημοσιογράφος ἕναν ἀνάπηρο ἀθλητή, πού ἀγωνίσθηκε στούς παραολυμπιακούς ἀγῶνες. (Ἀθήνα 2004). «Ἡ ἀναπηρία δέν βρίσκεται στό σῶμα, ἀλλά στό μυαλό», ἀπάντησε ὁ ἀθλητής ἐξ οὗ καί ἡ σοφία μας παροιμία «γιά ὅσα τραβάει τό κορμί, φταίει τό κεφάλι», ἀπάντησε ὁ ἀθλητής. Καλή Μ. Τεσσαρακοστή!

Αναστάσιος (22-03-2021)

 

«Ἀλληλούϊα» Β΄ Στάσις τῶν Χαιρετισμῶν

 

Δὲν θέλω νὰ σᾶς κουράσω. Ἂν ἔχετε λίγη ὑπομονή, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἀκολουθίας θὰ ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο. Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, δύο εἴδη μνημείων τέχνης· μνημεῖα ὕλης καὶ μνημεῖα πνεύματος. Μνημεῖα ὑλικῆς συνθέσεως δημιουργοῦν σπουδαῖοι καλλιτέχνες, γλύπτες, ἀρχιτέκτονες κ.λπ.. Τέτοιο ἀπαράμιλλο μνημεῖο τέχνης εἶνε π.χ. ὁ Παρθενών, ποὺ ἔρχονται καὶ θαυμάζουν πλῆθος ξένοι ἐπάνω στὸν «ἱερὸ βράχο», ὅπως λένε, τῆς Ἀκροπόλεως. Ἐγὼ δὲν τὸν λέω «ἱερό», γιατὶ εἶνε εἰδωλολατρικός· ἐγὼ θὰ ἐπιθυμοῦσα ἐπάνω στὴν Ἀκρόπολι –νὰ πῶ κάτι τολμηρό;–, νὰ χτίσουμε τὸ ναὸ τοῦ ἐλευθερωτοῦ μας Σωτῆρος Χριστοῦ! Ἐν πάσῃ περιπτώσει ὁ Παρθενὼν εἶνε ἕνα μνημεῖο μοναδικό. Ἀλλ᾽ ἐγὼ δὲν θαυμάζω τόσο αὐτὸ ὅσο θαυμάζω ἕνα ἄλλο μνημεῖο τέχνης, μνημεῖο λόγου, ποὺ θὰ μείνῃ ἀκατάλυτο. Ὁ Παρθενὼν δὲν ἀποκλείεται μὲ ἕνα σεισμὸ –ποὺ ὁπωσδήποτε θὰ γίνῃ καὶ ἐδῶ καὶ στὸν κόσμο ὁλόκληρο κατὰ τὰς Γραφὰς καὶ τὴν Ἀποκάλυψι– νὰ καταστραφῇ. Τὰ ὑλικὰ μνημεῖα τὰ φθείρει ὁ πανδαμάτωρ χρόνος καὶ ἄλλοι παράγοντες (φωτιὰ κ.λπ.), ἐνῷ τὸ μνημεῖο τοῦ λόγου ποὺ θαυμάζω μένει ἀκατάλυτο.

Ποιό εἶνε τὸ μνημεῖο αὐτό, τὸ καλλιτέχνημα τοῦ πνεύματος; Εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, ποὺ γιὰ μένα ἔχει ἀξία μεγαλύτερη ἀπ᾽ ὅ,τι ἔχει ὁ Παρθενὼν τῆς Ἀκροπόλεως. Ἂν μετρήσετε στὴν Ἀκρόπολι τοὺς κίονας (=τὶς κολῶνες) τοῦ Παρθενῶνος, εἶνε 46. Ὅπως λοιπὸν ὁ Παρθενὼν ἔχει 46 κολῶνες, ἔτσι καὶ τὸ μνημεῖο αὐτοῦ τοῦ λόγου ἔχει κολῶνες· ὁ ἄγνωστος καλλιτέχνης, ποὺ συνέθεσε τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο, τὸν στερέωσε ἐπάνω σὲ 24 κολῶνες, ποὺ ἐδῶ ὀνομάζονται οἶκοι καὶ ἀντιστοιχοῦν μὲ τὰ 24 γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου. «Ἄγγελος πρωτοστάτης…» ὁ πρῶτος οἶκος, κι ὁ τελευταῖος «Ὦ πανύμνητε μῆτερ…». Στὴν κορυφὴ κάθε κολώνας τοῦ Παρθενῶνος –γιὰ νὰ συνεχίσουμε τὴν παρομοίωσι– ὑπάρχει τὸ λεγόμενο κιονόκρανο, τὸ κράνος – καπέλλο ἂς ποῦμε ποὺ σκεπάζει τὸν κίονα. Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖ οἱ κίονες ἔχουν τὰ κιονόκρανά τους, ἔτσι ἐδῶ κάθε οἶκος ἀπολήγει ἂς ποῦμε σὲ κιονόκρανο, ποὺ εἶνε ἕνα ὡραῖο ἐφύμνιον (ἀκριβέστερα λέγεται ἀνακλαστόν) σὲ δύο μορφές·«Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε» καὶ «Ἀλληλούϊα».

Καθένας ἀπὸ τοὺς 12 μονοὺς οἴκους ἐπιστεγάζεται – κλείνει μὲ τὸ «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε», καὶ καθένας ἀπὸ τοὺς 12 ζυγοὺς οἴκους κλείνει μὲ τὸ «Ἀλληλούϊα», ποὺ πέφτουν στὸ τέλος κάθε οἴκου σὰν μιὰ φωτοβολίδα. Τὸ «Ἀλληλούϊα», ποὺ ἀκούγεται ἀνὰ ζεῦγος οἴκων, θὰ μποροῦσε σὲ ἀρχιτεκτονικὴ γλῶσσα νὰ παρομοιασθῇ μὲ τὸ λεγόμενο ἐπιστήλιο · τί εἶνε τὸ ἐπιστήλιο; μία ὁριζοντία δοκὸς ποὺ ἐπικάθεται καὶ ἑνώνει δύο κίονες – κολῶνες. Ὥστε ἔχουμε 24 οἴκους – κολῶνες, 12 + 12 κιονόκρανα – ἐφύμνια, καὶ 12 ἐπιστήλια ζευγῶν. Ἐγὼ λοιπὸν τώρα ἀφήνω τὰ ἄλλα καὶ θ᾽ ἀσχοληθῶ μόνο μὲ τὸ ἐπιστήλιο «Ἀλληλούϊα».

Τί εἶνε, ἀγαπητοί μου, αὐτὸ τὸ «Ἀλληλούϊα» ποὺ ἀκοῦμε; τί σημαίνει; Δὲν εἶνε ἑλληνικὴ λέξις· εἶνε λέξις ἑβραϊκή. Στὰ ἑλληνικὰ σημαίνει «αἰνεῖτε τὸν Θεόν»· μᾶς προτρέπει δηλαδὴ ὁ ποιητὴς σὲ αἶνο, σὲ δοξολογία τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. Γιατί; Διότι μᾶς διηγεῖται κάτι πολὺ θαυμαστό. Ὑπάρχει ἀσφαλῶς μεγαλεῖο καὶ στὴ φύσι, στὸν ὁρατὸ κόσμο, γι᾽ αὐτὸ λέμε «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τῷ φῶς…»(Δοξολ.)· ἥλιος, σελήνη, ἄστρα, ἄνθη καὶ δέντρα τῆς γῆς, πέτρες καὶ βουνά, τὰ πάντα, αἰνεῖτε τὸν Κύριον (βλ. Ψαλμ. 148ος). Ἀλλὰ ὁ θαυμασμὸς ἐδῶ δὲν εἶνε γι᾽ αὐτό· ἔχει ἄλλο κίνητρο, πνευματικό. Ποιό; Ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου θαυμάζει τὸ μέγα μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Ἐκεῖνο ποὺ ἂν κ᾽ ἐσὺ δὲν τὸ θαυμάζῃς δὲν εἶσαι Χριστιανός. Ποιό δηλαδή· ὅτι ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς κατέβηκε στὴ γῆ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγινε υἱὸς ἀνθρώπου. Αὐτὸ ἐγκωμιάζει. Καὶ σὲ κάθε φάσι αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου σταματᾷ καὶ λέει ἔκθαμβος· «Ἀλληλούϊα».

Ἂς προσπαθήσουμε λοιπὸν νὰ δοῦμε τὰ «Ἀλληλούϊα» ποὺ βρίσκονται στὸ τέλος τῶν ζυγῶν οἴκων.

※ Τὸ πρῶτο «Ἀλληλούϊα» (στὸ ψηφίο Βῆτα) δὲν ἀκούγεται ἀπὸ τὴ γῆ ἀλλὰ ἔρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ποὺ κατέβηκε γιὰ νὰ φέρῃ στὴν Παρθένο τὸ «Χαῖρε», ἔκπληκτος ἐμπρὸς στὸ κάλλος τῆς ἀρετῆς της συστέλλει τὰ φτερά του καὶ δοξολογεῖ τὸν Κύριο, ποὺ εὐδόκησε νὰ φυτρώσῃ πάνω στὴν ἁμαρτωλὴ γῆ τέτοιο ῥόδο ἀμάραντο.

※ Κι ἀφοῦ ἡ θεία δύναμις ἐπισκίασε τὴν Παρθένο καὶ συνέλαβε τὸν Χριστό, αὐτοὶ ποὺ περίμεναν τὴν σωτηρία, βλέποντας ὅτι ὁ πόθος τους πραγματοποιήθηκε, ψάλλουν μὲ ἀγαλλίασι τὸ δεύτερο «Ἀλληλούϊα», δοξολογοῦν γιὰ τὴ λύτρωσι ποὺ ἦρθε (ψηφίο Δέλτα). Τέτοιοι ἦταν π.χ. οἱ ταπεινοὶ ποιμένες τῆς Βηθλεέμ. Ὦ θρησκεία μου, ποὺ δὲν ἄρχισες ἀπὸ τὰ παλάτια, ἀπὸ τοὺς μεγάλους καὶ τρανούς, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἀσήμους ποὺ ἄκουσαν τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»(Λουκ. 2,14) καὶ τὸν προσκύνησαν!

※ Τὸ τρίτο «Ἀλληλούϊα» τὸ λέει ὁ ἅγιος Ἰωσήφ (ψηφίο Ζῆτα). Ταλαιπωρήθηκε ἀπὸ λογισμοὺς ἀμφιβολίας γιὰ τὴν ἐγκυμοσύνη τῆς Μνηστῆς του· ὅταν ὅμως ἔμαθε ὅτι ἡ σύλληψις ἔγινε ἐκ Πνεύματος ἁγίου, τότε δόξασε ἐκ βάθους ψυχῆς τὸν Κύριο. Προηγουμένως τὸ ἴδιο ἅγιο Πνεῦμα εἶχε ἐμπνεύσει τὴν ἐξαδέλφη τῆς Παναγίας, τὴν Ἐλισάβετ, ν᾽ ἀντιληφθῇ ἀπὸ τὰ σκιρτήματα τοῦ ἐμβρύου της ὅτι αὐτὴ κυοφορεῖ τὸν Κύριο καὶ τὴν ὕμνησε.

※ Μετὰ τοὺς ταπεινοὺς ποιμένες νά τώρα καὶ οἱ σοφοὶ μάγοι. Ξεκίνησαν ἀπὸ τὰ πέρατα τοῦ κόσμου καὶ μὲ ὁδηγὸ τὸν ἀστέρα ἔφθασαν τὸν Ἄφθαστον, τοῦ προσέφεραν τὰ πολύτιμα δῶρα τους, καὶ μὲ χαρὰ φωνάζουν κι αὐτοὶ τὸ «Ἀλληλούϊα» (ψηφίο Θῆτα). Γιατὶ ἡ πίστι τοῦ Χριστοῦ ἀναπαύεται μὲν στοὺς βοσκούς, ἀλλὰ ἱκανοποιεῖ καὶ τὰ μεγαλύτερα πνεύματα καὶ τὶς ὑψηλότερες διάνοιες.

※ Ἐν συνεχείᾳ βλέπουμε ἕναν ἀσπρομάλλη γέροντα ἑκατὸ ἐτῶν, τὸν δίκαιο Συμεών. Δέχεται στὴν ἀγκάλη του τὸν Υἱὸν τῆς Παρθένου, βεβαιώνεται ὅτι αὐτὸς εἶνε Θεὸς τέλειος, καὶ τότε λέει τὸ «Ἀλληλούϊα» (ψηφίο Μῦ). Στὸ γῆρας, ὅταν ὁ θάνατος φτερουγίζει σὰν ὄρνεο, ποιός ἄλλος μπορεῖ νὰ παρηγορήσῃ τὸν ἄνθρωπο; ἡ ἐπιστήμη, τὰ πλούτη, οἱ συντάξεις, τὰ παιδιά; Μόνο ὁ Κύριος, κανείς ἄλλος.

※ Τὰ ἑπόμενα ἕξι «Ἀλληλούϊα» δὲν λέγονται ἀπὸ μεμομωμένα πρόσωπα ἀλλὰ ἀπὸ τὸ σύνολο πλέον τῶν σῳζομένων ἀνθρώπων. Οἱ πιστοὶ ἑλκύονται πρὸς τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, ἀποσπῶνται – ξεκολλοῦν ἀπὸ τὴ γῆ, ὑψώνουν τὸ νοῦ στὸ Θεὸ καὶ τὸν ὑμνοῦν (ψηφίο Ξῦ).

※ Ὅλοι οἱ ἄγγελοι μένουν ἔκπληκτοι βλέποντας στὴ γῆ τὸν ἀπρόσιτο Θεὸ νὰ συναστρέφεται μαζί μας καὶ ν᾽ ἀκούῃ ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τὸν ὕμνο «Ἀλληλούϊα» (ψηφίο Πῖ).

※ Μὲ δική του ἀπόφασι ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου ἦρθε κοντά μας, ἔγινε ἄνθρωπος ὅμοιος μ᾽ ἐμᾶς, γιὰ νὰ μᾶς καλέσῃ ἔτσι κοντά του· γι᾽ αὐτό, σὰν Θεὸς ποὺ εἶνε, ἀκούει νὰ τοῦ λέμε θεϊκὸ ὕμνο, τὸ «Ἀλληλούϊα» (ψηφίο Σῖγμα).

※ Ὅσο ὅμως κι ἂν σὲ ὑμνοῦμε, ἅγιε Βασιλέα μας, μὲ τὰ «Ἀλληλούϊά» μας, πάντα θὰ ὑπολειπώμεθα· ποτέ δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ σ᾽ εὐχαριστήσουμε ὅπως σοῦ ἀξίζει (ψηφίο Ὕψιλον).

※ Δὲν ἀξίζαμε νὰ λάβουμε τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν μας, γι᾽ αὐτὸ τελικὰ μᾶς τὴν ἔδωσε χάρισμα· ἦρθε, πῆρε τὸ γραμμάτιο τοῦ χρέους μας καὶ τὸ ἔσχισε. Δικαίως λοιπὸν ἀκούει ἀπ᾽ ὅλους νὰ τοῦ λέμε τὸ «Ἀλληλούϊα» (ψηφίο Χῖ).

※ Στὸ τέλος τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου μὲ θαυμασμό, μὲ θάμβος ἀλλὰ καὶ μὲ υἱικὸ θάρρος ἀπευθυνόμαστε στὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τὴν παρακαλοῦμε νὰ δεχτῇ αὐτὸ τὸν ὕμνο, νὰ γλυτώσῃ ἀπὸ κάθε συμφορὰ καὶ νὰ λυτρώσῃ ἀπὸ τὴν κόλασι ἐμᾶς ποὺ τῆς φωνάζουμε τὸ «Ἀλληλούϊα» (ψηφίο Ὠμέγα).

※ Ὅλοι, ἀγαπητοί μου, λένε στὸν Κύριο τὸ «Ἀλληλούϊα» – «αἰνεῖτε τὸν Θεόν». Ἕνας μόνο δὲν τὸ λέει. Ποιός; Ὁ σατανᾶς. Γιατὶ ἂν πῇ ὁ σατανᾶς «Ἀλληλούϊα», θὰ γίνῃ ἄγγελος. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄνθρωποι – ὄργανα τοῦ σατανᾶ, ποὺ κι αὐτοὶ δὲν λένε τὸ «Ἀλληλούϊα». Καὶ τέτοιος ἦταν ὁ Ἡρῴδης, ποὺ ἔσφαξε τὰ νήπια τῆς Βηθλεὲμ καὶ βύθισε σὲ πένθος χιλιάδες μητέρες. Δὲν εἶχε καλὸ τέλος, γιατὶ δὲν θέλησε νὰ ἑνώσῃ τὴ φωνή του μὲ τῶν μάγων νὰ πῇ κι αὐτός τὸ «Ἀλληλούϊα» (ψηφίο Κάππα). Δυστυχῶς καὶ σήμερα, ἐνῷ μέσα στοὺς ναοὺς ἀκούγεται τὸ «Ἀλληλούϊα», ἔξω ἀκούγονται βλασφημίες τῶν θείων· τὰ «Ἀλληλούϊα» πνίγονται μέσα σὲ μιὰ θάλασσα βλασφημιῶν. Ἐὰν δὲν ξερριζωθῇ ἀπὸ τὸν τόπο μας ἡ βλασφημία, κάποιο μεγάλο κακὸ θὰ μᾶς βρῇ, σεισμὸς ἢ ἄλλη φιάλη τῆς Ἀποκαλύψεως. Ἐμεῖς μὲ καρδιὰ καὶ μὲ τὸ στόμα νὰ λέμε ὅλοι παντοῦ «Ἀλληλούϊα», «Ἀλληλούϊα», καὶ πάλι «Ἀλληλούϊα». Τῷ Χριστῷ, τῷ Σωτῆρι ἡμῶν, δόξα καὶ τιμὴ εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.

(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη

 

25η Μαρτίου 2021

Ἡ πίστι τῶν ἡρώων τοῦ ᾽21

Ποιό θέμα πρέπει νὰ θίξουμε σήμερα, ἀγαπητοί μου; Θέμα ποὺ μᾶς ἑλκύει εἶνε ἡ ἑορτὴ τῆς 25ης Μαρτίου. Διπλῆ ἑορτή, θρησκευτικὴ καὶ ἐθνική· ἡ λύτρωσις τῆς ἀνθρωπότητος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἡ λύτρωσις τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὴ δουλεία καὶ τὴν τυραννία. Σήμερα ὑπάρχει τάσις νὰ σβήσουμε τὸ παρελθὸν καὶ τὶς ἑορτές μας, καὶ στὴ θέσι τους νὰ βάλουμε κοσμικὲς ἑορτὲς (λ.χ. τῆς φράουλας, τῶν ἀνθέων, τοῦ κρασιοῦ, κ.ἄ.), ὅπως ἐπίσης ἡ συνήθεια νὰ ἑορτάζουν ὄχι τὴν ὀνομαστικὴ ἑορτή, ποὺ τιμᾶται ὁ ἅγιος, ἀλλὰ τὴν ἡμέρα τῶν γενεθλίων. «Κάτω τὸ παρελθόν!» λένε. Ἀλλ᾿ αὐτὸ εἶνε λάθος. Ἀπολαμβάνουμε τὸ παρελθόν, καὶ πρέπει νὰ εἴμαστε συνέχεια καὶ ὄχι καταστροφὴ τοῦ παρελθόντος.

Α΄. Μεγάλο πλῆγμα γιὰ μᾶς, ἀγαπητοί μου, τὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς ἦταν τὸ παιδομάζωμα καὶ οἱ ἐξισλαμισμοί. Μετὰ τὸ Βυζάντιο οἱ λαοὶ ποὺ κατέκτησε ἡ Τουρκία ἦταν Χριστιανοί, καὶ ἀπὸ τὸν διωγμὸ ἀλλαξοπίστησαν. Στὴ Μικρὰ Ἀσία ἔμειναν μόνο 2 ἑκατομμύρια, ἀλλὰ κι αὐτοὶ τὸ 1922 ξερριζώθηκαν. Στὸν Πόντο καὶ ἀλλοῦ μέσα στὴν Τουρκία ἔμειναν μερικοὶ κρυπτοχριστιανοί. Ἕνα ἀντρόγυνο ἀπὸ αὐτοὺς ἦρθαν στὴ Φλώρινα ὡς τουρίστες, μοῦ ζήτησαν καὶ κρυφὰ τοὺς βάπτισα καὶ τοὺς στεφάνωσα. Τὸ 1821, μετὰ ἀπὸ ἀλλεπάλληλες ἀποτυχημένες ἐξεγέρσεις, ἐπὶ τέλους ἔγινε ἡ ἐπανάστασις. Ἐπὶ κεφαλῆς ὁ κλῆρος. Εἶνε μοναδικὴ ἐπανάστασις ὡς πρὸς τὰ κίνητρα. Ὁ σκοπός της ἦταν «νὰ λάμψῃ παντοῦ ὁ σταυρός», ὅπως ἔψαλλε ὁ ῾Ρήγας Φεραῖος. Αὐτὸ τὸ φρόνημα εἶχαν ἐκεῖνοι, κ᾿ ἐμεῖς ἐκεῖ πρέπει νὰ εἴμαστε προσανατολισμένοι. Κ᾿ ἐγὼ τὸ πιστεύω· θὰ ἐπανέλθουμε στὴν Πόλι, θὰ ξανασυνεχίσουμε τὴν διακοπεῖσα θεία λειτουργία. Ἂς προβάλουμε τώρα μορφὲς τῶν ἡρώων μας.

※ Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης ξεκίνησε στὸ Ἰάσιο τὴν ἐπανάστασι μὲ τὸ σύνθημα «Ἐν τούτῳ τῷ σημείῳ (μὲ τὸ σταυρὸ δηλαδή) νικῶμεν». Ἦταν ἀπὸ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια, ἀξιωματικὸς τοῦ τσάρου, μὲ κομμένο τὸ χέρι σὲ μάχη κατὰ τοῦ Ναπολέοντος. Μπῆκε στὸν ἀγῶνα γιὰ τὴν πατρίδα χωρὶς συμφέρον ὑλικό, θυσίασε τὰ πάντα, καὶ πέθανε μὲ τὸ «Πάτερ ἡμῶν…» στὰ χείλη. Ποῦ εἶνε αὐτοὶ ποὺ λένε, ὅτι οἰκονομικὰ ἦταν τὰ κίνητρα τῆς ἐπαναστάσεως;

※ Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ἦταν λοχαγὸς στὰ Ἑπτάνησα. Πίστευε στὸ Θεὸ ὅπως οἱ Μακκαβαῖοι. Ἔλεγε σοφὰ λόγια. •Πολιόρκησε τὴν Τριπολιτσὰ καὶ τὴν κατέκτησε. Ὅταν οἱ Ἕλληνες μπῆκαν μέσα, ἦταν ἡμέρα Παρασκευή, καὶ εἶπε· «Σήμερα θὰ νηστεύσουμε». Καὶ ἔκαναν δοξολογία μὲ νηστεία. •Ἄλλο γεγονός· ἦρθαν μέρες ποὺ τὸν ἄφησαν ὅλοι καὶ ἔμεινε μόνος. Τότε μπῆκε σὲ μιὰ ἐκκλησιά, ἄναψε κερὶ καὶ προσευχήθηκε. Ὅταν βγῆκε ἔλαμπε ἀπὸ αἰσιοδοξία, καὶ εἶπε· «Ἡ Παναγία ὑπέγραψε τὴν ἐλευθερία τῆς πατρίδος καὶ δὲν παίρνει πίσω τὴν ὑπογραφή της». • Ἄλλο· μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσι μίλησε στὰ παιδιὰ τοῦ πρώτου καὶ μοναδικοῦ τότε γυμνασίου μὲ γυμνασιάρχη τὸν Γεννάδιο. Ὁ Γεννάδιος τὸν ζήτησε νὰ ἔρθῃ νὰ μιλήσῃ στὰ παιδιά. Καὶ ὁ Κολοκοτρώνης ἦρθε καὶ τοὺς εἶπε· «Παιδιά, ὅταν ἐμεῖς πιάσαμε τὰ ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπὲρ πίστεως καὶ ἔπειτα ὑπὲρ πατρίδος». Σήμερα τί θὰ ἔλεγε; Τὰ σημερινὰ παιδιά, οἱ τεντυμπόηδες, θὰ τοῦ πετοῦσαν γιαούρτια.

※ Κωνσταντῖνος Κανάρης. Φτωχαδάκι, ναυτικός, νιόπαντρος. Πίστευε στὸ Θεό. Ὅταν ἡ Χίος κοκκίνισε ἀπὸ τὸ αἶμα, δὲν τὸ ὑπέφερε. Εἶχε ψυχή. Μιὰ βαρκούλα εἶχε, ἀλλὰ πίστευε. Ἔκανε τὸ σταυρό του, πῆγε μὲ τὸ πυρπολικὸ καὶ τίναξε στὸν ἀέρα τὴ ναυαρχίδα. Ὅταν ἐπέστρεψε στὰ Ψαρά, πῆγε στὴν ἐκκλησιά. Ἔμενε στὴν Κυψέλη τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἐκκλησιαζόταν στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπου ὑπῆρχε τὸ στασίδι του σκεπασμένο μὲ τὴν ἑλληνικὴ σημαία. Ὅταν τὸ ρώτησαν πῶς ἔκανε τὸ κατόρθωμα, ἀπήντησε· «Ἐκείνη τὴ βραδιὰ εἶπα στον ἑαυτό μου· “Ἀπόψε, Κωσταντῆ, θὰ πεθάνῃς”».

※ Ἀνδρέας Μιαούλης. Ἦταν πιστὸς στὸ Θεό. Ἔφτειαξε ἕνα σταυρὸ καὶ κάλεσε ναῦτες καὶ καπεταναίους. Ὁ μητροπολίτης Ὕδρας Ἱερόθεος ἔκανε ἀντίγραφα τοῦ σταυροῦ ἐκείνου καὶ τὰ μοίραζε ὡς εὐλογία. Ἐπάνω ἔγραφε· «Ἰησοῦς Χριστὸς νικᾷ» – «Σταυροῦ τύπος ἐχθροῦ τρόμος» – «Σταυρὸς πιστῶν τὸ στήριγμα».

※ Τέλος ὁ ἁγιώτερος τῶν ἡρώων, ὁ ᾿Ιωάννης Μακρυγιάννης. Προσευχὴ ἔκανε, κομποσχοίνι κρατοῦσε. Ἐπὶ Ὄθωνος πῆγαν νὰ τὸν βγάλουν τρελλό. Ὅταν τά ᾽βαλε μὲ τὸν ᾿Ιμπραήμ, ἦρθε ἕνας Γάλλος ναύαρχος νὰ δῇ τὶς θέσεις μάχης καὶ τοῦ εἶπε ὁ ναύαρχος· –Εἶνε ἀδύνατες οἱ θέσεις σας. Ἐκεῖνος εἶπε· –Οἱ θέσεις εἶνε ἀδύνατες, ἀλλὰ μαζί μας ἔχουμε τὸ δυνατὸ Θεό. Στὴν Ἀθήνα ἔμενε στὴ συνοικία «Μακρυγιάννη». Ἐξωμολογεῖτο καὶ κοινωνοῦσε. Ἕνας ἀπὸ ᾽κείνους ποὺ εἶχαν πάει τότε στὸ Παρίσι κάθησε μιὰ μέρα στὸ τραπέζι τοῦ Μακρυγιάννη, κι αὐτὸς εἶπε στὸ παιδί του νὰ κάνῃ προσευχὴ γιὰ τὸ φαγητό. Ἐκεῖνος γέλασε εἰρωνικά, κι ὁ Μακρυγιάννης τοῦ εἶπε αὐστηρά· «Ἔξω ἀπ᾿ τὸ σπίτι μου!» καὶ τὸν ἔδιωξε. Μερικὰ σᾶς εἶπα· γιὰ τὰ ὑπόλοιπα ψάξτε, διαβάστε – μελετῆστε καὶ μόνοι σας.

Β΄. –Αὐτοί, θὰ πῆτε, ἦταν οἱ κορυφαῖοι· ὁ ὑπόλοιπος λαὸς δὲν ἦταν ἔτσι… Ὄχι, ἀγαπητοί μου· αὐτὰ πίστευε ὅλος ὁ λαός, πίσω ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς κορυφαίους ἦταν ὅλος ὁ Ἑλληνικὸς λαός. Ἀναφέρω δύο παραδείγματα.

※ Στὴ Χίο τὸ 1822 οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ ἔκαψαν τὰ πάντα, μάζεψαν τὰ γυναικόπαιδα, 30 χιλιάδες, στὴν παραλία. Πῆραν τὸν Ἐσταυρωμένο, τὸν ἔβαλαν κάτω στὴν ἀμμουδιὰ καὶ τοὺς εἶπαν· «Ὅποιος τὸν πατήσῃ καὶ τὸν φτύσῃ, θὰ ζήσῃ· ὅποιος δὲν τὸν πατήσῃ, θὰ πεθάνῃ». Οὔτε ἕνας δὲν τὸν πάτησε! ὅλοι μαρτύρησαν.

※ Ὑπῆρχε καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδος πολὺς ἑλληνισμός. Ζοῦσαν καὶ στὶς ᾿Ινδίες 450 Ἕλληνες. Αὐτοί, ὅταν ἔμαθαν ὅτι ἡ πατρίδα ἐπαναστάτησε, δὲν περίμεναν· ἔκαναν τὸ σταυρό τους καὶ ἦρθαν στὴν Ἑλλάδα, πολέμησαν καὶ σκοτώθηκαν ὅλοι! Καὶ μόνο τὸ παράδειγμα αὐτὸ δείχνει, ὅτι τὰ κίνητρα τοῦ ἀγῶνος δὲν ἦταν ὑλικὰ – οἰκονομικά, ὅπως εἶνε σήμερα. Ξέρετε τί σημαίνει αὐτό; Αὐτὴ τὴ στιγμὴ 100.000 Ἕλληνες φοιτηταὶ σπουδάζουν ἔξω· ἂν γίνῃ πόλεμος, πόσοι θὰ ἔρθουν στὴν Ἑλλάδα νὰ πολεμήσουν; Ἕνας πατέρας ἔγραφε στὸ γυιό του στὴν ᾿Ιταλία· «Γιῶργο, ἐδῶ ἀκούγεται ὅτι θὰ γίνῃ πόλεμος· μεῖνε αὐτοῦ…». Μιὰ σκιαγραφία σᾶς ἔδωσα. Ἐνῷ ἄλλοι λαοὶ δὲν λησμονοῦν τὴν ἱστορία τους, ἐδῶ μερικοὶ θέλουν νὰ τὴ σβήσουμε τώρα τὴν ἱστορία μας. Τὴ λησμονοῦμε. Καὶ μόνο τὴ λησμονοῦμε; Καὶ τὴ συκοφαντοῦμε· διαβάλλουν τοὺς ἥρωες καὶ λένε, ὅτι ἔκαναν τὴν ἐπανάστασι τοῦ ᾽21 ἀπὸ κίνητρα ταξικὰ – κοινωνικά – ἔτσι τὴν ἑρμηνεύουν. Γι᾽ αὐτοὺς λοιπὸν πρὶν τελειώσω θ᾽ ἀναφέρω καὶ τὰ ἑξῆς.

Ὁ Λάζαρος Κουντουριώτης, ὅταν ἄρχισε ὁ ἀγώνας, εἶχε μιὰ στέρνα γεμάτη χρυσᾶ νομίσματα, καὶ τὰ διέθεσε ὅλα γιὰ τὴν πατρίδα, ἔγινε φτωχός. Ἄλλοι εὐκατάστατοι στὴν Τριπολιτσὰ ἦταν ἡ οἰκογένεια Δεληγιάννη· εἶχαν ἀποθῆκες μὲ ὅλα τ᾽ ἀγαθά· ὅταν ἄρχισε ὁ ἀγώνας, ἄνοιξαν τὶς ἀποθῆκες τους, ἔδωσαν τὰ πάντα γιὰ τὸ γένος κ᾽ ἔμειναν φτωχοί. Ἂς ἐλευθερωθοῦμε, εἶπαν, καὶ τότε μ᾿ ἕνα μαχαίρι θὰ βγάζουμε λάχανα νὰ ζοῦμε. Ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης ὅταν κατέβηκε στὴν Πελοπόννησο, ὁ Κολοκοτρώνης τοῦ εἶπε· Πρίγκιπα, ἐδῶ δὲν ἔχουμε πολυτέλειες… Ἡ δὲ μάνα τοῦ Ὑψηλάντου ἔδωσε τὸ τσιφλίκι ποὺ εἶχαν ἔξω ἀπ᾽ τὸ Βουκουρέστι γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Ἐδῶ στὰ βράχια τῆς Ἑλλάδος συνετρίβη, ἀδελφοί μου, μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ ἡ οἰκονομικὴ θεωρία τοῦ Μάρξ.

Γ΄. Γίνεται προδοσία, ἀγαπητοί μου. Ἐνῷ τὸ χρέος μας εἶνε νὰ μείνουμε Ἕλληνες, αὐτοὶ ποὺ ἔρχονται ἀπ᾿ ἔξω λένε, πὼς θὰ μᾶς σώσουν οἱ συμμαχίες μὲ τὴ Δύσι· τὸ Ν.Α.Τ.Ο., ὁ Ο.Η.Ε., ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωσι κ.τ.λ.. Συντελεῖται προδοσία, γι᾿ αὐτὸ ἐπέρχονται τόσες ἀλλαγές· διαζύγια, μείωσις ἐκκλησιαστικῶν καὶ ἐθνικῶν ἑορτῶν, ἀπαξίωσι τοῦ ῥάσου σὲ ἐκπομπὲς τῶν κρατικῶν μέσων ἐνημερώσεως, πόλεμος κατὰ τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν ἀπὸ τὸ ὑπουργεῖο παιδείας… Τὸ ὄνειρό μας, σοῦ λένε, δὲν εἶνε ἡ Ἁγια-Σοφιά, εἶνε ἡ ὀμπρέλλα τῆς Εὐρώπης. Ἐμεῖς ἀγαποῦμε τὴν εἰρήνη, θέλουμε τὴν εἰρήνη, ἀλλὰ εἰρήνη μὲ ἀξιοπρέπεια. Νὰ μείνουμε Ἕλληνες ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Εἴδατε πῶς ἀνησυχεῖ κάποιος ὅταν χάσῃ τὴν ἀστυνομική του ταυτότητα; προσοχὴ λοιπὸν νὰ μὴ χάσουμε τὴν πνευματικὴ καὶ ἐθνική μας ταυτότητα. Ἀείμνηστοι ἄνδρες, ἱερὲς σκιές, ἀπὸ ἐκεῖ ψηλὰ ποὺ βρίσκεστε, παρηγορῆστε μας, ἐμψυχῶστε μας, δῶστε μας καὶ πάλι τὴν πατρίδα· νὰ γεννηθοῦν νέοι Διᾶκοι, Κανάρηδες, Μιαούληδες, Κολοκοτρώνηδες, Μακρυγιάννηδες, πρὸς δόξαν τοῦ εὐλογητοῦ μας ἔθνους· ἀμήν.

(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη

 

ΞΕΧΕΙΛΙΣΜΕΝΕΣ ΚΟΥΠΕΣ

Ένας πολυάσχολος άνθρωπος του καιρού μας, αποφάσισε κάποτε να επισκεφθεί έναν άγιο ερημίτη. Ήθελε να ηρεμήσει λίγο από το άγχος πού τον βασάνιζε. Και να ζητήσει τις συμβουλές του γέροντα.

Τον συνάντησε σε μια φτωχική καλύβα.

– Ευλογείτε, είπε χαιρετώντας τον ερημίτη.

Ξέρετε, έκανα πολύ δρόμο για να έλθω εδώ

– Κάθισε, τον διέκοψε ο γέροντας. Άσε με να σου βάλω λίγο τσάι.

– Τώρα διευθύνω μια μεγάλη επιχείρηση…, συνέχισε να περιαυτολογεί ο ξένος.

– Πιστεύω ότι το τσάι θα σας αρέσει πολύ, είπε ο ερημίτης, συνεχίζοντας να γεμίζει την κούπα του επισκέπτη του.

– Μα εσείς την ξεχειλίσατε, πάτερ, το τσάι χύνεται απ’ έξω! παρατήρησε ενοχλημένος ο ξένος

– Κι εσύ μοιάζεις μ’ αυτήν την ξεχειλισμένη κούπα! απάντησε τότε ο σοφός γέροντας.

Αν δεν αδειάσεις, ευλογημένε, έστω λίγα από αυτά πού κουβαλάς, πώς θα αφήσεις να στάξει μέσα σου κάτι από τα λίγα πράγματα πού ξέρω.

* * *

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει, μερικές φορές, όταν προσερχόμαστε στο Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως. Μοιάζουμε κι εμείς με τις ξεχειλισμένες κούπες, πού ανέφερε ο γέροντας.

Σίγουρα οι περισσότεροι δεν έχομε ούτε την μόρφωση ούτε τα πλούτη, πού είχε ο άνθρωπος της παραπάνω ιστορίας. Συνήθως, όμως, είμαστε

  • «ξεχειλισμένοι» από ανόητες δικαιολογίες για όσα κάναμε,
  • «παραφουσκωμένοι» από αυτοδικαίωση,
  • «πλούσιοι»  σε  κατηγορίες  για τους άλλους.

Έτσι, ΕΠΙΜΕΝΟΥΜΕ να αναφέρουμε ΜΟΝΟΝ, όσα είπαν και έκαναν οι άλλοι εις βάρος μας. Και συνειδητά παρασιωπούμε πόσο «λάδι στη φωτιά» ρίξαμε εμείς. Αρνούμαστε να δούμε το δικό μας φταίξιμο. Και μάλιστα την στιγμή, πού -συχνά- εμείς «κάναμε την αρχή».

Πώς λοιπόν περιμένομε, μέσα στην ξέχειλη από εγωισμό καρδιά μας, να στάξει το έλεος του Θεού; Πώς θέλομε συγχώρηση, όταν όλο τον χώρο της καρδιάς τον καταλαμβάνη το εγώ μας;

Ας αρχίσουμε επί τέλους να αδειάζουμε τις κούπες μας, αφήνοντας λίγο χώρο για τις ερωτήσεις:

  • Μήπως παραφουσκώνω τις δικαιολογίες μου;
  • Μήπως ο άλλος έχει περισσότερα ελαφρυντικά από μένα;
  • Μήπως έφταιξα «λίγο κι εγώ;»

Και τελικά – για να αδειάσουμε τελείως την «κούπα»:

• Μήπως όλη η φασαρία ξεκίνησε από μένα;

 
Αρχιμ. Β. Λ.
Από την ομιλία: «Η ευχή του Άγιου Έφραίμ του Σύρου» του Αλεξάνδρου Σμέμαν
ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 212, Μαρτ. 2001