Ποιμένας και Ποιμενάρχης

Εις μνήμην Μελετίου Αρχιερέως (+ 21.6.2012)

Ὁ Ἱερέας ἔχει ὡς κύρια ἀπασχόληση τήν πνευματική καλλιέργεια τῆς ἐνορίας του, ἐνῶ ὁ Ἐπίσκοπος τήν πνευματική καλλιέργεια τῶν Ἱερέων του, ἐξ οὗ καί Ποιμενάρχης.

Ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χριστόδουλος ἀνέβηκε στόν Ἀρχιεπισκοπικό θρόνο (1998) ἔστειλε ἐπιστολή στούς ἐν ἐνεργείᾳ Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιά νά τοῦ προτείνουν θέματα, πού θά μποροῦσε, ὡς Ἀρχιεπίσκοπος, νά προωθήσει.

Ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Μελέτιος (ὡς μοῦ ἀνέφερε ὁ ἴδιος) πρότεινε τρία θέματα: Τή μισθολογική ἀναβάθμιση τῶν Ἱερέων, τήν ἐπιμόρφωση τους, καί τή ρύθμιση τοῦ παλαιομεριολογιτικοῦ ζητήματος.

Δηλαδή, τά δύο ἀπό τρία θέματα ἀφοροῦσαν τούς Ἱερεῖς.

Tήν κοινωνία δέν τήν ἀλλάζουν τά διάφορα ἄψυχα, ἐκκλησιαστικά κοινωφελῆ «Ἱδρύματα», ἀλλά οἱ καλοί Ποιμένες.

Τό «σεισμό» πού προκαλεῖ στίς συνειδήσεις τοῦ κόσμου ὁ εἰς τύπον Χριστοῦ Ποιμένας, δέν τον προκαλεῖ τό κοινωνικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο σπουδαῖο καί ἄν εἶναι αὐτό…!

Ὁ ἀοίδιμος Μελέτιος αὐτό τό εἶχε «φιλοσοφήσει», καί τό εἶχε κάνει πράξη.

Σέ μιά συνέντευξη πού ἔδωσε (2003) στόν κ. Stephen Lloyd-Morffeett, καθηγητή Πανεπιστημίου Καλλιφόρνιας, Η.Π.Α, καί στήν ἐρώτηση «τί θεωρεῖτε ὡς τή μεγαλύτερη ἐπιτυχία στήν ἐκκλησιαστική σας διακονία», ἀπάντησε: «τήν ἐξύψωση τοῦ κλήρου τῆς Μητροπόλεώς μας (ποτέ δέν ἔλεγε «Μητρόπολή μου») στίς συνειδήσεις ὅλου τοῦ λαοῦ τῆς περιοχῆς μας. Αὐτό ἔθεσα πρῶτο μου στόχο. Ἔχω τήν ἱκανοποίηση ὅτι ἐπευλογήθηκε σέ πολύ σημαντικό βαθμό».

Καί διασαφήνισε: «Ὅμως γιά τήν ἐπιτυχία αὐτή ὁ ἔπαινος δέν ἀνήκει στήν ταπεινότητά μου, ἀλλά στήν ἀγαθή γῆ τῶν καρδιῶν τῶν ἱερέων, πού ἔκαμε τόν σπόρο τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ νά φυτρώνει καί νά καρποφορεῖ. Ἄς ἔχει δόξα ὁ Θεός. Ὅ,τι καλό ἔγινε ἤ γίνεται στή Μητρόπολή μας ὀφείλεται στήν προθυμία τῶν Ἱερέων νά ἀκούουν καί νά ὑλοποιοῦν τίς ἐπιταγές τοῦ Εὐαγγελίου». Καί στήν ἐρώτηση «Τί θά συμβουλεύατε ἕνα νέο ἐπίσκοπο;», ἀπάντησε: «Θά τοῦ ἔλεγα νά ἀσχοληθεῖ, ὅσο πιό πολύ μπορεῖ, μέ τήν εἰς βάθος καλλιέργεια τοῦ κλήρου του. Τίποτε ἄλλο». (Μητροπολίτου Νικοπόλεως, Λογισμοί καί Ἀπολογισμοί, Ἀκρίτας, σελ. 41-44).

Ὅ,τι δήποτε (μεμπτό) ἄκουγε γιά τούς Ἱερεῖς του, τό ἐξέταζε, καί μέ τρόπο, χωρίς νά τούς πληγώνει, προσπαθοῦσε νά τούς διορθώσει. Προέτρεπε ἐπίσης ὅλους τούς Ἱερεῖς νά διαβάζουν πνευματικά βιβλία. Ἔλεγε: «Ὁ μοναχισμός καί ὁ κλῆρος ὅταν ἀποκόβονται ἀπό τή μελέτη, παθαίνουν καθίζηση!».

Φρόντιζε καί γιά τίς βιοτικές ἀνάγκες τῶν πτωχῶν Ἱερέων του, εἴτε ἀπό τά ἔσοδα τῆς Μητροπόλεως, εἴτε ἀπό τό μισθό του, εἴτε προτρέποντας τούς «κατέχοντας» νά βοηθήσουν τούς Ἱερεῖς του.

Ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ΝΘ’ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, στόν Ἐπίσκοπο πού δείχνει ἀμέλεια σ’αὐτό τό θέμα, ἐπιβάλλει τό βαρύτατο ἐπιτίμιο τῆς καθαιρέσεως «καθαιρείσθω, ὡς φονεύσας τόν ἀδερφόν του αὐτοῦ». Στήν ἄλλη ζωή θά ἔχουμε ἐκπλήξεις…!

Ἐπεδίωκε νά ἔχει ἐπικοινωνία μέ ὅλους τούς Ἱερεῖς του. Κάθε φορά πού συναντοῦσε τούς Ἱερεῖς του, τούς ἀγκάλιαζε καί τούς ἀσπαζόταν.

Θά ἦταν γύρω στο 1985, ὅταν τοῦ «Ἁγίου Γεωργίου» εἴχαμε συλλειτουργήσει στό χωριό Κορφοβούνι Ἄρτας.

Ἐπιστρέφοντας, εἶδε στό χωριό Ἀμμότοπος, ἀπέξω ἀπό τήν ἐκκλησία (δίπλα ἀπό τό δημόσιο δρόμο) τόν Ἱερέα τοῦ χωριοῦ, μέ ἄλλους συγχωριανούς του.

Κατέβηκε ἀπό τό αὐτοκίνητο, καί πῆγε στό προαύλιο τοῦ Ναοῦ, καί χαιρέτησε ἀσπαζόμενος τόν Ἱερέα, μπροστά στα ἔκπληκτα μάτια τῶν συγχωριανῶν του.

Ὁ Ἱερέας σκλαβώθηκε ἀπό τόν Δεσπότη του, ἀλλά και ὁ κόσμος εἶδε ἕναν Δεσπότη νά τιμᾶ τον Ἱερέα του, συνεργάτη του στό ἔργο τοῦ Χριστοῦ!

Θά ἦταν γύρω στό 1990, ὅταν βρισκόταν καθ’ ὁδόν γιά τή Θεσ/νίκη, γιά δουλειές τῆς Μητροπόλεως.

Τό ταξίδι γιά τή Θεσ/νίκη, διασχίζοντας τήν ἱστορική «Κατάρα», ἦταν κάπου 7-8 ὦρες. Φθάνοντας στή Θεσ/νίκη, τόν εἰδοποίησαν, ὅτι ὁ ἐφημέριος τῆς ἐνορίας Λούρου, ἀπεβίωσε.

Καί γύρισε στήν Πρέβεζα γιά νά παραστεῖ στήν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ Ἱερέα του! Μᾶς παραξενεύει;

Ποιός πατέρας δέν θά πήγαινε στήν κηδεία τοῦ παιδιοῦ του, ὅσο μακρυά καί ἄν ἦταν;

Καί ὁ Μελέτιος εἶχε τήν αἴσθηση ὅτι ἦταν πατέρας τῶν Ἱερέων του, καί ὄχι Στρατιωτικός Διοικητής.

Ὅταν ἔβλεπε τούς Ἱερεῖς νά ἔχουν μεταξύ τους ἀγάπη, τούς ὑπενθύμιζε τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, «ὁ κόσμος θά καταλάβει, ὅτι Σύ Μέ ἀπέστειλες, ἄν οἱ Μαθητές Μου (Ἱερεῖς, Ἀρχιερεῖς) ἔχουν ἀγάπη μεταξύ τους» (Ἰω. 17:20-21). (Τό ἔχουμε συνειδητοποιήσει;!).

Γι’αὐτό καί ἀοίδιμος Μελέτιος ἀπέφευγε νά ἔρχεται σέ δημόσια ἀντιπαράθεση μέ Ἱερεῖς καί Ἀρχιερεῖς.

Ὅταν ἕνας ἐν ἐνεργείᾳ Μητροπολίτης τοῦ ἔκανε δημόσια (μέσα ἀπό τόν «τύπο») σκληρή κριτική γιά τό θέμα τῶν μεταφράσεων, ὁ ἀοίδιμος τοῦ ἔστειλε «προσωπική ἐπιστολή!».

Μακάρι σ’αὐτό (καί ὄχι μόνο) νά τόν μιμηθοῦν καί ἄλλοι. Αἰωνία του ἡ μνήμη.

Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Romfea.gr (21-06-2020)

Δάσκαλοι Ὀρθοδοξίας

«Αὐτό εἶπε ὁ Παϊσιος γιά τόν Οἰκουμενισμό», λένε μερικοί, καί τό κάνουν «σημαία». Καί ἐπειδή τό εἶπε ὁ Ὅσιος Παϊσιος εἶναι δόγμα ἀδιαπραγμάτευτο; Καί ὁ Πορφύριος (ὁ Μπαραϊκτάρης) ἦταν Ὅσιος, ὅμως διαφωνοῦσε μέ τόν Ὅσιο Παϊσιο. Π.χ. ἄλλη ἄποψη εἶχε ὁ πρῶτος γιά τό «666» (τό θεωροῦσε ἀσήμαντο), καί ἄλλη ὁ δεύτερος. Μάλιστα, ὁ δεύτερος (Παϊσιος) ἐξέδωσε καί εἰδικό φυλλάδιο, γιά νά ἐνημερώσει τό κοινό.  Λοιπόν; Σέ ποιόν ἀπό τούς δύο μίλησε τό Ἅγιο Πνεῦμα;

Μπορεῖ νά εἶχαν Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν «κατέλαβε» τή θέση τοῦ μυαλοῦ τους. Δούλευε τό μυαλό τους, ἀλλά ὅποτε ἔκρινε τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἔκανε τίς «ἐπεμβάσεις» Του. Δηλαδή, «δούλευε» καί ἡ προσωπική τους κρίση, μάλιστα πιό πολύ «δούλευε» ἡ προσωπική τους κρίση, παρά τό Ἅγιο Πνεῦμα!   Οὔτε οἱ Δώδεκα Ἀπόστολοι «κινοῦντο» πάντα ἐξ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά καί ἐξ ἰδίας κρίσεως.

Ὁ Μ. Βασίλειος χρησιμοποιεῖ ἕνα ὡραῖο παράδειγμα: Εἶναι κάποιος ξυλουργός. Τό ἐπάγγελμα δέν τό ἐξασκεῖ ὅλο τό εἰκοσιτετράωρο, παρά μόνο ὅταν ἐργάζεται. Τόν ὑπόλοιπο καιρό ξέρει μέν τή τέχνη, ἀλλά δέν τήν ἀσκεῖ. Κάτι ἀνάλογο ἴσχυε καί μέ τούς Δώδεκα Ἀποστόλους. Εἶχαν Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά δέν «κινοῦντο» πάντα ἐξ Ἁγίου Πνεύματος, πάρα μόνο ὅταν ὑπῆρχε λόγος. (Περί Ἁγίου Πνεύματος, ΚΣΤ’, 61 P.G.32,180).

Οἱ Δώδεκα Ἀπόστολοι, μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπό ἄσοφοι ἔγιναν σοφοί. Ὅμως, αὐτό ἔγινε μιά φορά, καί δέν ξαναγίνεται, γιατί μιά φορά παραδόθηκε ἡ πίστη. Μπορεῖ, λοιπόν οἱ Ὅσιοι Παϊσιος, Πορφύριος (καί ὄχι μόνο), νά εἶχαν Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά αὐτό τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν τούς δίδαξε οὔτε θεολογία, οὔτε δογματική, οὔτε ἐκκλησιαστική ἱστορία. Μέ τίς γνώσεις πού εἶχαν, μέ αὐτές ἔμειναν.  Π.χ. ὁ Μ. Ἀντώνιος ἦταν μεγάλος Ὅσιος. Ὅμως, ἀγράμματος ἦταν, ἀγράμματος παρέμενε. Γι’αὐτό δέν εἶχε τίς ἀπαραίτητες θεολογικές γνώσεις γιά νά νά ἀντιμετωπίσει τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, πού κυριαρχοῦσε στήν ἐποχή του. Ὅσοι τόν ρωτοῦσαν, τούς ἔστελνε στόν Μ. Ἀθανάσιο, πού εἶχε γνώσεις θεολογικές.

Τά ἀνωτέρω μᾶς λένε, ὅτι Δάσκαλοι Ὀρθοδοξίας δέν εἶναι οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος ὁ Μέγας, Παχώμιος ὁ Μέγας, Σισώης ὁ Μέγας κ.λ.π., ἀλλά οἱ ἐγγράμματοι Ἅγιοι, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Μ. Βασίλειος, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κ.λ.π. Ὅμως, οὔτε καί αὐτοί κατεῖχαν τό ἀλάθητο, γιατί τό ἀλάθητο τό κατέχει μόνο ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ὁ στύλος καί τό ἑδραίωμα (θεμέλιο) τῆς ἀληθείας (Α΄ Τιμ. 3:15).

Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Αναστάσιος (03-06-2020)