Ἐκλογές Ἀρχιερέων

20180726_101802-Medium

ὑπό Ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος κάνοντας λόγο γιά τά προσόντα τοῦ ὑποψηφίου Ποιμένος, δέν ἀρκεῖται στήν εὐλάβεια, ἀλλά καί σέ κάτι ἄλλο: Στή σύνεση τοῦ ὑποψηφίου, νά μήν εἶναι δηλαδή ἀφελής, ἀγαθός. Γράφει: «Ἄν ἕνας ὑποψήφιος ἔχει μέν εὐλάβεια, ἀλλά δέν ἔχει σύνεση, κρίνεται ἀκατάλληλος! (…). Ὁ Ποιμένας πρέπει νά εἶναι νηφάλιος, καί διορατικός, καί τετραπέρατος, γιατί δέν ζεῖ μόνο γιά τόν ἑαυτόν του, ἀλλά καί γιά τό λαό» (Περί Ἱερωσύνης Γ΄, 12. P.G. 48:648, 652).

Τί νά τόν κάνεις τόν ὁδηγό ἐνός λεωφορείου, πού ἔχει μέν εὐλάβεια, ἀλλά, πελαγώνει καί δέν ξέρει ποῦ νά στρίψει τό τιμόνι;! Τί νά τόν κάνεις τόν χειροῦργο ἰατρό, πού εἶναι μέν εὐλαβής, ἀλλά μπερδεύει τό χειρουργεῖο μέ τή νεκροψία;!

Καί τί νά τήν κάνεις τήν εὐλάβεια τοῦ Ποιμένα, ὅταν εἶναι ἀφελής, καί συνεχῶς πέφτει σέ γκάφες καί γίνεται περίγελως πάντων;! Ὅταν μέ τίς ἐμμονές του, τίς ἀγκυλώσεις του, τίς ψυχώσεις του, τίς προκαταλήψεις του, βασανίζει τό ποίμνιο, πού τρέχει κοντά νά βρεῖ γαλήνη στήν ψυχή του; Ὅταν γίνεται αἰτία, ἀπό τίς ἀδιακρισίες του, νά βλασφημεῖται τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς ἀπίστους καί λοιπούς; (Ρωμ. 2:24). Καί μάλιστα σέ ἐποχή ἀμφισβητήσεως τῶν πάντων;!

Μέ τίς ἐκλογές Ἀρχιερέων ἡ Ἐκκλησία δίνει τίς ἐξετάσεις της ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Καί, ὅμως, λέει καί πάλι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (σχολιάζοντας τά τῆς ἐποχῆς του), «οἱ Ἐπίσκοποι ἐνεργοῦν μέ τέτοιο τρόπο, λές καί τό ποίμνιο εἶναι ντουβάρια…! Ἀκοῦς, λοιπόν, νά λένε: Ἄς κάνουμε Ἐπίσκοπο τόν δεῖνα, γιατί κατάγεται ἀπό μεγάλο τζάκι. Ἄς κάνουμε τόν δεῖνα, γιατί εἶναι πλούσιος, καί δέν θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό τά ἔσοδα τῆς Ἐκκλησίας γιά νά ζήσει Ἄς κάνουμε τόν δεῖνα, πού μόλις γύρισε ἀπό τή σχισματική Ἐκκλησία. Ὁ ἕνας προτιμᾶ τό φίλο του, ὁ ἄλλος τόν συγγενῆ του, ὁ ἄλλος τόν κόλακα! Κανένας δέν δίδει σημασία στόν κατάλληλο!» (Λόγος Γ΄, περί Ἱερωσύνης, 15 P.G. 48,652).

Ὀδυνηρό! Καμία κίνηση γιά νά ἐκλέξουν τόν κατάλληλο! Καμμία…! Ὄχι, ἐπειδή δέν μποροῦσαν, ἀλλά, γιατί δέν ἤθελαν! Ἄν ἤθελαν, θά τό ἔκαναν! Μέ ἀποτέλεσμα «οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας νά καταστρέφουν τήν Ἐκκλησία πολύ χειρότερα ἀπό ὅτι θά τήν κατέστρεφαν οἱ ἐχθροί της!» ( Αὐτόθι).

Καί γιατί δέν ἤθελαν νά ἐκλέξουν τούς κατάλληλους; Δέν ἀγαποῦσαν, δέν πονοῦσαν τήν Ἐκκλησία, πού ὑπηρετοῦσαν! Ἀγαποῦσαν τά προσωπικά τους συμφέροντα, καί αὐτά προωθοῦσαν μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας, (ἱεροσυλία…!), καί καμάρωναν γιά τήν ἐπιτυχία τους…! Μπορεῖ τό στόμα τους νά ἔλεγε «ἐκλέξαμε τόν κατάλληλο, δόξα Σοι ὁ Θεός!», ὅμως ἡ συνείδηση τί ἔλεγε;!

Ἀλήθεια, γιατί οἱ ἐπιχειρηματίες δέν προσλαμβάνουν τόν ὁποιονδήποτε στήν ἐπιχείρησή τους; Ὅποια ἐπιχείρηση καί ἄν ἔχουν; Γιατί κοσκινίζουν τούς ὑποψηφίους; Γιατί ψάχνουν, ἀναζητοῦν τόν καλύτερο; Γιατί δέν βάζουν οὔτε τό παιδί τους σέ καίρια θέση, ἄν τό κρίνουν, ὅτι ὑστερεῖ σέ κάτι;! Γιατί; Ἀγαποῦν τήν ἐπιχείρησή τους! Τήν πονᾶνε! Καί θέλουν νά στέκεται στό ὕψος της, ἀλλά, καί νά ἔχει μέλλον…! Καί ἡ ἐπιχείριση τούς ἀνήκει, εἶναι ἰδιοκτησία τους, ἄρα ἔχουν κάθε δικαίωμα νά κάνουν, ὅ,τι θέλουν, ἀκόμα καί νά τήν κλείσουν…!

Ὅμως, ἡ Ἐκκλησία ἀνήκει στό Χριστό, πού τήν ἀπέκτησε μέ τό Αἷμα Του. Καί οἱ ἔχοντες ἐξουσία εἶναι ἁπλῶς διαχειριστές αὐτῆς τῆς ξένης περιουσίας, καί, θέλοντας καί μή, θά κληθοῦν νά αἰτιολογήσουν τίς ἐπιλογές τους, ἀλλά ἐδῶ ὁ Δικαστής «οὐ μυκτηρίζεται» (Γαλ. 6:7), οὐ κολακεύεται, οὐ δωροδοκεῖται, αὐτός κρατάει τή ράβδο……

Πηγή: Αναστασιος (27/09/2021)

 

ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ 26-9-2021

Αγιος Ιωαννης

Ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη

«Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν» (Α΄ Ἰωαν. 4,8,16)

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καὶ εὐαγγελιστής, ὁ «ἠγαπημένος» μαθητὴς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἑορτάζει, ἀγαπητοί μου, τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο· στὶς 8 Μαΐου, στὶς 30 Ἰουνίου μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους, καὶ σήμερα 26 Σεπτεμβρίου. Σήμερα ἡ ἁγία ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὸ θάνατό του. – Τὸ θάνατο ἑορτάζουμε;…

Ναί· ἀλλὰ δὲν λέγεται θάνατος. Σήμερα, ἂν πιάσετε τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ὁ θάνατος ὀνομάζεται «μετάστασις». Ὅπως κάθε ἄνθρωπος, ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ἔχουν ἀρχὴ καὶ τέλος. Ἦταν νέος, ὁ πιὸ νέος μέσα στὴν ὁμάδα τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ὅταν ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Ἔπειτα γέρασε· ἔφτασε τὰ 100-105 χρόνια, ἄσπρισαν τὰ μαλλιά του. Καὶ σὰν σήμερα κοιμήθηκε· ἄγγελοι πῆραν τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν οὐρανό. Τὴν κοίμησι λοιπὸν καὶ μετάστασί του ἑορτάζουμε.

Ὁ θάνατος γιὰ ὅποιον δὲν πιστεύει εἶνε τὸ πιὸ τρομερό. Μὰ ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστὸ μὲ τὴν καρδιά του δὲν τὸν φοβᾶται. Εἶνε ἁπλῶς ἕνα ἐπεισόδιο στὴ ζωή, μία πόρτα ποὺ ἀνοίγει γιὰ νὰ φύγῃ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο καὶ νὰ πάῃ σ᾿ ἕναν ἄλλο κόσμο.

Δυὸ τάφους θ᾿ ἀλλάξουμε. Ὁ πρῶτος εἶνε ἡ κοιλιὰ τῆς μάνας μας. Σὰν τάφος μοιάζει. Ἐκεῖ τὸ ἔμβρυο μένει κλεισμένο ἐννιὰ μῆνες, μέσα σὲ αἵματα καὶ ἀκαθαρσίες, καὶ μετὰ βγαίνει ἔξω. Ὁ ἄλλος τάφος εἶνε τὸ χῶμα τῆς γῆς. Ἐκεῖ θὰ μείνουμε πλέον ὄχι ἐννιὰ μῆνες, ἀλλὰ χρόνια. Ὅπως βγήκαμε ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάνας μας καὶ εἴδαμε τὸν ἥλιο, ἔτσι θὰ βγοῦμε καὶ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς γῆς ἔνδοξοι καὶ ὡραῖοι. Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας· ὅτι ὅποιος πιστεύει στὸ Χριστό, «κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται» (Ἰω. 11,26).

Ναί· ἀλλὰ γιὰ νὰ δοῦμε τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν παράδεισο, ὅπου εἶνε ὁ ἅγιος Ἰωάννης, πρέπει νὰ ζήσουμε κ᾿ ἐμεῖς ὅπως ἐκεῖνος. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἀγαποῦσε τὸ Θεό. Ὅλο περὶ ἀγάπης μιλοῦσε. Ἂν διαβάσουμε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς τρεῖς καθολικὲς Ἐπιστολές του, θὰ δοῦμε, ὅτι μιὰ λέξι ποὺ συχνὰ ἀναφέρει εἶνε ἡ ἀγάπη. Καὶ ἔδωσε τὸν πιὸ ὡραῖο ὁρισμὸ ὅταν εἶπε· «Ὁ Θεὸς ἀγάπη, ἐστί» (Α΄ Ἰω. 4,8,16). Ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη. Τό ᾿χουμε καταλάβει αὐτό, ἀγαπητοί μου; Θὰ προσπαθήσω μὲ ἁπλᾶ λόγια νὰ σᾶς τὸ ἐξηγήσω.

Ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ἀγάπη, ὄχι ἀπὸ ἀνάγκη. Κι ὅταν τὸν δημιούργησε, δὲν τὸν ἔρριξε σ᾿ ἕνα ξερονήσι ἢ σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ τόσα ἀστέρια ὅπου ἐπικρατεῖ νέκρα. Τὸν ἔβαλε ἐδῶ στὴ Γῆ, σ᾿ αὐτὸ τὸν πλανήτη, ὅπου ὑπάρχουν ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ ποὺ χρειάζεται γιὰ νὰ ζήσῃ. Διότι μόνο ἐδῶ, τὸ τονίζω, ὑπάρχουν ὅλα τὰ ὡραῖα καὶ χρήσιμα πράγματα· ἐδῶ πνέει ἀεράκι ποὺ γεμίζει τὰ πνευμόνια σου· ἐδῶ τρέχουν νερὰ κρυστάλλινα· ἐδῶ φυτρώνει χορτάρι, βλάστησι, δέντρα μὲ καρπούς· ἐδῶ ὑπάρχουν ποταμοί, λίμνες, θάλασσες· ἐδῶ ὑπάρχουν ζῷα στὴν ξηρὰ καὶ ψάρια στὰ νερά. Στὸ φεγγάρι δὲν φυσάει ἀέρας. Οἱ ἀστροναῦτες, ποὺ πῆγαν ἐκεῖ, ἦταν ἐφωδιασμένοι μὲ μπουκάλες ὀξυγόνο, ὅπως βάζουν οἱ γιατροὶ στοὺς ἀρρώστους. Στὴ σελήνη δὲν ὑπάρχει τίποτα· οὔτε μῆλο, οὔτε ἀχλάδι, οὔτε σταφύλι, οὔτε ντομάτα, οὔτε πουλάκι, οὔτε ἀρνάκι, οὔτε ποτάμι, οὔτε θάλασσα, οὔτε ψάρια… Ἐρημιά. Ὅλα τὰ ὡραῖα τὰ ἔκανε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ᾿ ἂν μὲ ρωτήσετε, ποιό ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο καὶ πιὸ σπουδαῖο, εἶνε κάτι ἄλλο, ποὺ δυστυχῶς δὲν τὸ σκεπτόμαστε. Ποιό εἶν᾿ αὐτό; Ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐνδιαφέρθηκε νὰ μᾶς δώσῃ μόνο ἀγαθά, ἀλλὰ μᾶς ἔδωσε ἀκόμα καὶ τὸν ἑαυτό του! Πῶς, ἀγαπητά μου ἀδέρφια, νὰ σᾶς τὸ πῶ αὐτὸ γιὰ νὰ τὸ αἰσθανθῆτε; Ἂς μιλήσω παραβολικά.

Ἦταν, λέει, κάποτε ἕνας βασιλιᾶς ποὺ ἀγαποῦσε τοὺς ὑπηκόους του. Κ᾿ ἐπειδὴ δὲν ἔφτανε στ᾿ αὐτιά του ἡ ἀλήθεια, θέλησε νὰ δῇ ἀπὸ κοντὰ τὸν πόνο τους. Ἀλλὰ πῶς; Σκέφτηκε τὸ ἑξῆς. Πέταξε ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τὸ στέμμα, ἔβγαλε τὰ βασιλικὰ ροῦχα, τὰ σπαθιὰ καὶ τὰ παράσημα, φόρεσε ροῦχα ζητιάνου, καὶ ξυπόλητος μ᾿ ἕνα ῥαβδὶ ἄρχισε νὰ περιοδεύῃ τὸ βασίλειό του. Ποιός νὰ φανταστῇ, ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔμπαινε στὰ σπίτια καὶ τὶς καλύβες κ᾿ ἔπαιρνε στὴν ἀγκαλιά του τὰ ὀρφανὰ καὶ μιλοῦσε μὲ τὶς χῆρες καὶ σπόγγιζε τὰ δάκρυά τους, ποιός νὰ φανταστῇ, ὅτι αὐτὸς ὁ κουρελιάρης εἶνε ὁ βασιλιᾶς; Κανείς δὲν τὸν γνώριζε.

Ἔ, αὐτὸ ἔκανε ὁ Χριστός. Μὴ μιλᾶτε γιὰ βασιλιᾶδες τοῦ κόσμου· αὐτοὶ εἶνε ἕνα μηδὲν μπροστὰ στὸ Χριστό. Αὐτὸς εἶνε ὁ ἀφέντης καὶ βασιλεὺς τοῦ κόσμου, ὁ βασιλεὺς τῶν ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων· καὶ ἔκρυψε τὴ θεότητά του, κατέβηκε ἐδῶ στὴ Γῆ, περπάτησε ξυπόλητος καὶ ἔμεινε γυμνὸς πάνω στὸ σταυρό. Πόσοι ἀναγνώρισαν, ὅτι πίσω ἀπὸ τὸ φτωχὸ Ναζωραῖο ἦταν αὐτός ὁ Θεός; Κατέβηκε λοιπὸν ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς δῇ, νὰ μᾶς διδάξῃ τὰ ὡραιότερα λόγια, νὰ κάνῃ τὰ μεγαλύτερα θαύματα· κατέβηκε νὰ χύσῃ τὸ τίμιο αἷμα του, καὶ εἶπε· «Λάβετε φάγετε…» (Ματθ. 26,26. Μᾶρκ. 14,22. Α΄ Κορ. 11,24), «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (Ματθ. 26,27). Ὅταν λοιπὸν κοινωνᾷς –ἂν πιστεύης– ἑνώνεσαι μὲ τὸ Θεό· ἂν δὲν πιστεύῃς, ποτέ σου νὰ μὴν πατήσῃς στὴν ἐκκλησιά. «Ὅσοι πιστοί…» (θ. Λειτ.). Μπῆκες στὴν ἐκκλησιά; – μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ λεφτά, γιὰ διαμάντια καὶ χρυσάφια, μὴ μοῦ μιλᾶτε γιὰ τὸν κόσμο. Ἕνα πρᾶγμα νὰ λέτε· νὰ μᾶς ἀξιώνῃ ὁ Θεὸς ν᾿ ἀνοίγουμε τὸ στόμα καὶ νὰ παίρνουμε μέσα μας τὸν θεῖο μαργαρίτη. Γιατὶ εἶνε μαργαρίτης! Ὅσο ἀξίζει ἕνα ψίχουλο, δὲν ἀξίζει ὅλο τὸ σύμπαν.

Γι᾿ αὐτό, ἀδελφοί μου, μιὰ εὐχὴ σᾶς δίνω· νὰ μὴν πεθάνετε ἀμετανόητοι καὶ ἀκοινώνητοι, νὰ μὴν κλείσετε τὰ μάτια χωρὶς τὸ μέγα ἐφόδιο, ἀλλ᾿ ὅταν πλησιάζῃ ἡ τελευταία ὥρα, ν᾿ ἀξιωθῆτε νὰ κοινωνήσετε. Ἕνας ἅγιος ἀνθρωπάκος στὴ Φλώρινα, κατάλαβε πὼς θὰ πεθάνῃ. Τὸν ἀγαποῦσαν τὰ παιδιά του. –Νὰ σὲ πᾶμε γιὰ γιατρὸ στὴν Ἑλβετία, νὰ σὲ πᾶμε στὸ Λονδῖνο… –Ὄχι, παιδιά μου· φέρτε τὸν παπᾶ νὰ κοινωνήσω τὸ Χριστό· ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ γιατρός, τὸ φάρμακο, τὰ πάντα!… Κι ὅταν κοινώνησε καὶ ἔβαλε τὸν μαργαρίτη στὴν καρδιά του, εἶπε· –Ἂς πεθάνω πιά, δὲν θέλω τίποτ᾿ ἄλλο…

Ἐμεῖς τί πρέπει νὰ κάνουμε, ἀγαπητοί μου; Μέσα ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας νὰ λέμε «εὐχαριστῶ». Ἡ κοττούλα, μόλις πιῇ νερό, ὑψώνει τὸ κεφάλι, σὰν νὰ λέῃ στὸ Θεό· Σ᾿ εὐχαριστῶ. Τὸ σκυλί, τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, κ᾿ ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσῃ, κουνάει τὴν οὐρά του, σὰν νὰ σοῦ λέῃ· Ἀφέντη, σ᾿ εὐχαριστῶ. Τὰ ζῷα λοιπὸν λένε εὐχαριστῶ· ἐσὺ λὲς «Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστῶ»; Τίποτα. Ἀχάριστε ἄνθρωπε! Κι ὄχι μόνο «εὐχαριστῶ» δὲν ἀκούει ὁ Χριστός, ἀλλὰ καὶ βλαστήμιες· τὴ μπουκιὰ ἔχει στὸ στόμα καὶ τὸ Θεὸ βλαστημάει τὸ κτηνάριον!… Ἐγὼ λέω, ὅτι ὅλα τὰ κακὰ ποὺ μᾶς συνέβησαν προέρχονται ἀπὸ αὐτὴ τὴ μεγάλη ἁμαρτία.

Ἤμουν μικρὸ παιδάκι στὸ χωριό μου, ποὺ τότε εἶχε πολλοὺς κατοίκους, 3.000 ἀνθρώπους – τώρα πιὰ δὲν ἔχει οὔτε 400. Οἱ γονεῖς μας κι ὅλοι οἱ μεγαλύτεροι εἶχαν πάει στὸν πόλεμο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Πολέμησαν μὲ ἀνδρεία, ἔφτασαν μέχρι τὴν Ἄγκυρα. Ἀλλὰ μετά, καταστροφή! Ἀπ᾿ τοὺς 200 ποὺ εἶχαν φύγει ἀπὸ τὸ χωριό μας, μόνο 30 ἐπέστρεψαν. Δυστυχία… Κλαίγαμε, ὅλο τὸ χωριὸ θρηνοῦσε γιὰ τοὺς σκοτωμένους καὶ τοὺς αἰχμαλώτους· μιὰ βδομάδα δὲν φάγαμε, ψωμὶ δὲν βάλαμε στὸ στόμα. Κάθισαν ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ οἱ στρατιῶτες μὲ τὰ κουρελιασμένα ῥοῦχα τους, ξυπόλητοι, μὲ τὰ πόδια τους πρισμένα, τὰ μάτια κόκκινα, κλαμένοι. Καὶ ρωτοῦσαν οἱ γέροι· –Ρὲ παιδιά, πῶς τὸ πάθαμε; γιατί αὐτὴ ἡ συμφορά; Ὁ ἕνας ἔλεγε· –Φταῖνε οἱ Ῥῶσοι. Ὁ ἄλλος ἔλεγε· –Φταῖνε οἱ Ἄγγλοι. Ἄλλοι ἔλεγαν· –Φταῖνε οἱ Ἰταλοί… Ἕνας λοχίας, ποὺ πολεμώντας ἔφτασε ὣς τὴν Ἄγκυρα κ᾿ εἶχε ἀριστεῖα ἀνδρείας, λέει· –Παιδιά, δὲν φταῖνε οὔτε οἱ ῾Ρῶσοι οὔτε οἱ Γάλλοι οὔτε οἱ Ἄγγλοι…. Ἐμεῖς φταῖμε· ἀπ᾽ τὴν ὥρα ποὺ πατήσαμε στὴ Σμύρνη μέχρι ποὺ φτάσαμε στὴν Ἄγκυρα, βλαστημούσαμε τὸ Θεὸ καὶ τὴν Παναγιά! Μᾶς ἔφαγαν οἱ βλαστήμιες…

Στὴν πραγματικότητα μᾶς ἄξιζαν ἀκόμη μεγαλύτερες τιμωρίες. Ἂν ἤθελε ὁ Θεός, ἔλεγε στὸν ἥλιο «Φύγε μακριά, νὰ γίνῃ ἡ Γῆ κρύσταλλο» ἢ «Ζύγωσε στὴ Γῆ, νὰ τὴν κάνῃς κάρβουνο». Μᾶς ἀνέχεται ἡ ἄπειρη ἀγάπη του. Κανείς δὲν μᾶς ἀγαπάει ὅπως ὁ Χριστός. Γι᾿ αὐτό, ἀδελφοί μου, νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἐξαλειφθῇ ἡ βλαστήμια, καὶ μέρα – νύχτα νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ δοξάζουμε τὸ Θεό, ποὺ εἶνε ἀγάπη, ἀγάπη μεγάλη καὶ ἀπέραντη. Δόξα στὸ Θεό· δόξα στὴν ἁγία Τριάδα, στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱὸ καὶ στὸ ἅγιο Πνεῦμα, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη

ΟΣΙΑΣ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ 25-9-2021

Αγια Ευφροσυνη

Ο βίος της αγίας Ευφροσύνης είναι θαυμαστός και ο τρόπος της ζωής της ασυνήθιστος. Αποτελεί υπόδειγμα πνευματικής ανδρείας, αγνείας και σωφροσύνης.

Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια τον 5ο αιώνα μ. Χ. Ήταν μοναχοκόρη και πολύ πλούσια. Ο υλικός πλούτος, ευτυχώς, δεν κατόρθωσε να της σκληρύνη την ψυχή, ώστε να γίνη φίλαυτη και φιλάργυρη, όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές, αλλά ήταν και παρέμεινε φιλάνθρωπη και ελεήμων. Οι γονείς της, άνθρωποι φιλόθεοι και φιλάνθρωποι, κατάφεραν να της μεταδώσουν τον αληθινό πλούτο της καρδιάς, δηλαδή να της εμπνεύσουν την αγάπη προς τον Θεό και τούς ανθρώπους.

Σέ ηλικία δώδεκα ετών έμεινε ορφανή από μητέρα και ο πατέρας της έδειξε μεγαλύτερο ζήλο και επιμέλεια στην ανατροφή της. Όταν έγινε δεκαοκτώ ετών θέλησε να την παντρέψη με έναν νέο υψηλής κοινωνικής τάξης. Η Ευφροσύνη όμως είχε εκλέξει τον δρόμο της κατά Χριστόν παρθενίας και η απόφασή της ήταν σταθερή και αμετάκλητη. Γι’ αυτό κάποια ημέρα, αφού μοίρασε τα υπάρχοντά της στούς πτωχούς έφυγε κρυφά, και για να μή την ανακαλύψη ο πατέρας της και την υποχρεώση να επιστρέψη στον κόσμο και να παντρευτή παρά την θέλησή της, μεταμφιέστηκε και εγκαταβίωσε σε ανδρικό μοναστήρι με το όνομα Σμάραγδος. Έζησε στο ανδρικό μοναστήρι τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια χωρίς κανείς να καταλάβη το παραμικρό.

Στήν άσκηση και την αρετή ξεπέρασε κατά πολύ τούς συμμοναστάς της με αποτέλεσμα όλοι να θαυμάζουν τον θεάρεστο τρόπο ζωής του Σμάραγδου και αρκετοί να αγωνίζονται να τον μιμηθούν. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης θαυμάζοντας την αγγελομίμητη ζωή της, γράφει: “Ηδυνήθη να αστράψη μεταξύ των ανδρών με τάς αρετάς, καθώς και ο πολύτιμος λίθος σμάραγδος αστράπτει ανάμεσα εις τούς άλλους λίθους. Όντως σμάραγδος εφάνη η μακαρία αύτη Ευφροσύνη…”.

Οι γονείς πολλές φορές, ίσως από υπερβολική αγάπη, που σίγουρα δεν είναι τελείως απαλλαγμένη από την φιλαυτία, επιμένουν να επιβάλουν στα παιδιά τους τις δικές τους αποφάσεις, τις οποίες λαμβάνουν εκείνοι για λογαριασμό των παιδιών τους. Η δικαιολογημένη αντίδραση των παιδιών, κάποιες φορές μάλιστα δυναμική και με στοιχεία υπερβολής, δημιουργεί οικογενειακές συγκρούσεις με κοινωνικές προεκτάσεις. Η αληθινή αγάπη είναι συνδεδεμένη με την ελευθερία και το αντίθετο. Όπως αναφέρει συχνά ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Ιερόθεος και το γράφει και στα βιβλία του, η αγάπη χωρίς την ελευθερία είναι δικτατορία, αλλά και η ελευθερία χωρίς την αληθινή αγάπη είναι αναρχία.

Η αγία Ευφροσύνη δεν έπαψε να αγαπά αληθινά τον πατέρα της και να προσεύχεται γι’ αυτόν. Όταν κατάλαβε ότι πλησιάζει το τέλος της επίγειας ζωής της ζήτησε να τον συναντήση. Εν τώ μεταξύ είχε γίνει και αυτός μοναχός στο ίδιο μοναστήρι χωρίς να του περνά ποτέ από το μυαλό ότι θα συναντούσε εκεί την κόρη του. Κατά την συνάντηση αυτή μαθεύτηκε το μυστικό της και το πραγματικό της όνομα. Εδώ αξίζει να σημειωθή ότι ο Παφνούτιος, ο πατέρας της, είναι και αυτός άγιος και ότι πατέρας και κόρη γιορτάζουν την ίδια ημέρα.

Μέσα στο ανδρικό Μοναστήρι έκανε υπεράνθρωπον αγώνα για να ζήση κατά Χριστόν. Έπρεπε συνεχώς να προσποιήται, αλλά και να καταβάλη μεγάλους κόπους, ώστε να μήν υστερήση στην άσκηση και τις πνευματικές επιδόσεις από τούς συμμοναστάς της. Καί πραγματικά, όπως αναφέρει ο ιερός υμνογράφος, απέρριψε το χαύνον του θήλεος και απέκτησε ανδρικό, δηλαδή ανδρείο, φρόνημα. Έτσι μπόρεσε να ξεπεράση τις δυσκολίες, να νικήση τούς ποικίλους πειρασμούς και να ζήση “με την άφθαρτον αγνείαν και σωφροσύνην, την οποίαν κατακτούν φθαρτοί άνθρωποι διά καμάτων και ιδρώτων” (Άγιος Ιωάννης ο Σιναϊτης).

Πράγματι, η αγνότητα και η σωφροσύνη αποκτούνται με πολλούς κόπους και ιδρώτες. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναϊτης, στο θαυμάσιο βιβλίο του που ονομάζεται “Κλίμαξ”, αφιερώνει έναν λόγο στην αγνότητα και την σωφροσύνη, όπου μεταξύ των άλλων, αναφέρει: “Αγνεία σημαίνει απόκτηση της ασωμάτου φύσεως. Αγνεία σημαίνει ζηλευτός οίκος του Χριστού και επίγειος ουρανός της καρδιάς. Αγνεία σημαίνει υπερφυσική απάρνηση της ανθρωπίνης φύσεως, μία αληθινά παράδοξη άμιλλα σώματος θνητού και φθαρτού προς τούς ασωμάτους αγγέλους. Αγνός είναι εκείνος που με τον ένα έρωτα (τον θεϊκό), απέκρουσε τον άλλο έρωτα (τον σαρκικό), και έσβυσε το υλικό με το άϋλο πύρ. Σωφροσύνη σημαίνει γενική ονομασία όλων των αρετών. Σώφρων είναι εκείνος που και κατά τον ύπνο δεν αισθάνεται καμμία σαρκική κίνηση ή αλλοίωση της καταστάσεώς του. Σώφρων είναι εκείνος που απέκτησε τελεία αναισθησία ως προς την διαφορά του φύλου. Αυτός είναι ο κανών και ο όρος της τελείας και πανάγνου αγνείας, το να συμπεριφέρεται κανείς παρόμοια και προς τα έμψυχα και προς τα άψυχα σώματα, και προς τα λογικά και προς τα άλογα”.

Η αγία Ευφροσύνη μάς υπενθυμίζει, μεταξύ των άλλων, και το γεγονός ότι εάν κάποιος επιθυμή και θέλη πραγματικά να ζήση κατά Χριστόν, δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να μπορή να τον αποτρέψη. Σίγουρα, θα συναντήση πειρασμούς και δυσκολίες, θα έλθη, ίσως, αντιμέτωπος με πρόσωπα και καταστάσεις, εάν όμως αγαπά αληθινά την πνευματική ζωή, θα κάνη υπομονή και θα φθάση στον σκοπό του, διότι η αγάπη “πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει”, και μηχανεύεται απίθανους τρόπους για να εκφραστή.

Γιά να ζήση κανείς με αγνότητα και σωφροσύνη χρειάζεται ασφαλώς να καταβάλη μεγάλους κόπους και να χύση πολύ ιδρώτα. Οι Άγιοι με το φωτεινό παράδειγμά τους μάς βεβαιώνουν όμως ότι αυτή η ζωή, παρά τις δυσκολίες της, είναι υπέροχη. Καί κρύβει τέτοιες χαρές, που είναι εντελώς αδύνατο και να τις φανταστούν ακόμη οι “ψυχικοί άνθρωποι”.

Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Πηγή: www.parembasis.gr

ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΘΕΚΛΗΣ 24-9-2021

Αγια Θεκλα

Ἰσαπόστολος καὶ παρθενομάρτυς

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἑορτάζει ἡ παρθενομάρτυς ἁγία Θέκλα. Ἂς δοῦμε μὲ συντομία τὸν βίο της.

Γεννήθηκε τὸν πρῶτο μετὰ Χριστὸν αἰῶνα, στοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους. Πατρίδα της εἶνε τὸ Ἰκόνιο, ἀρχαία πόλις τοῦ ἑλληνισμοῦ. Ἡ Θέκλα ἦταν μιὰ κοπέλλα ὡραία, πλούσια, εὐγενής, μορφωμένη, καὶ εἶχε ἀρραβωνιαστῆ ἕναν πλούσιο νέο ποὺ τὸν λέγανε Θάμυρι. Στὸ Ἰκόνιο τότε ὅλοι ἦταν εἰδωλολάτρες· στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας ζοῦσαν. Ἀλλὰ ἦρθε κ᾿ ἐκεῖ τὸ φῶς. Ποιός τὸ ἔφερε; Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ πῆγε ἐκεῖ. Ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος δίδασκε τὰ αἰώνια λόγια τοῦ Ναζωραίου. Ὅτι ὑπάρχει Θεός, Θεὸς τρισυπόστατος· Πατήρ, Υἱός, καὶ ἅγιον Πνεῦμα. Ὅτι ὁ Χριστός, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, κατέβηκε στὴ Γῆ. Πῆρε σάρκα ἀπὸ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ γεννήθηκε, βαπτίσθηκε, πῆγε στὴν ἔρημο, πολέμησε τοὺς σατανᾶδες καὶ νίκησε. Δίδαξε τὰ ὡραῖα του λόγια, σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἡμέρα. Εἶνε ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας μας, «καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18). Δίδασκε, ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία συνεχίζεται τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει τὰ ἅγια μυστήρια. Πιστεύεις στὰ μυστήρια; καλῶς· ἂν δὲν πιστεύῃς, δὲν εἶσαι Χριστιανός. Ἕνα δὲ ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας εἶνε καὶ ὁ γάμος. Χωρὶς εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας ὁ γάμος δὲν εἶνε γάμος. Γιατὶ ἔτσι καὶ τὰ ζῷα «παντρεύονται»· εἶνε παγκόσμιος νόμος ἡ ἀναπαραγωγὴ στὴ φύσι. Κάνω ἐδῶ μιὰ παρένθεσι. Ἐγὼ ἀπεκάλεσα τὸν πολιτικὸ «γάμο» γαϊδουρόγαμο· καὶ γαϊδουρόγαμος εἶνε· γιατὶ εἶνε χωρὶς εὐλογία. Ὁ γάμος τῆς Ἐκκλησίας ἔχει εὐλογία. Δὲν πιστεύω κανεὶς ἀπὸ σᾶς νὰ ἔκανε πολιτικὸ «γάμο». Κανείς νὰ μὴν κάνῃ τέτοιο «γάμο». Ὁ τίμιος γάμος τῆς Ἐκκλησίας εἶνε «μυστήριον μέγα», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ἐφ. 5,32). Ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ κάτι ἀνώτερο ἀπὸ τὸ γάμο. Ποιό εἶνε; Προσέξατε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο; (βλ. Ματθ. 25,1-13). Τὸ θέμα του εἶνε μία λέξι. Ἀσήμι εἶνε ὁ γάμος, χρυσάφι καὶ διαμάντι εἶνε αὐτὸ τὸ ἄλλο, παραπάνω ἀπὸ τὸ γάμο. Ποιό εἶνε; Εἶνε ἡ παρθενία.

Ὤ ἡ παρθενία! μεγάλο, ἀνεκτίμητο πρᾶγμα. Ὁ νέος ἄνθρωπος, ἄντρας ἢ γυναίκα, ποὺ θέλει ν᾿ ἀφοσιωθῇ ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ στὸ Θεό, νὰ τὸν ὑπηρετήσῃ, νὰ τὸν ὑμνῇ, νὰ εἶνε τρόπον τινὰ ἕνας ἄγγελος ἐπίγειος, πρέπει νά ᾿νε παρθένος. Αὐτὰ καὶ ἄλλα δίδασκε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τὰ δίδασκε μὲ χάρι, ὄχι ὅπως ἐμεῖς. Ὅποιος ἄκουγε τὸν Παῦλο, νόμιζε ὅτι εἶνε ἄγγελος ποὺ κατέβηκε ἀπ᾿ τὰ οὐράνια· νόμιζε ὅτι ἀπὸ τὴ γλῶσσα του τρέχει μέλι γλυκύτατο· «ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου» (Ψαλμ. 118,103). Μέσα στὸ ἀκροατήριο τοῦ Παύλου ἦταν καὶ ἡ Θέκλα, ποὺ ἦταν ἀρραβωνιασμένη. Ὅταν ἄκουσε τὰ θεϊκά του λόγια, μέσα στὴν ψυχή της ἄναψε ὁ ἔρωτας γιὰ τὰ οὐράνια. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη πῆρε ἀπόφασι, ν᾿ ἀφοσιωθῇ στὸ Θεό, νὰ μείνῃ παρθένος· δὲν ἤθελε πλέον νὰ κάνῃ γάμο. Τό ᾽μαθε ὁ ἀρραβωνιαστικός της καὶ ἔκλαιγε μπροστά της. Τὴν πίεσε ἡ μάνα, ὁ πατέρας, τὰ πεθερικά, ὅλοι. Ἀλλὰ ἡ Θέκλα τίποτα. Ἐγὼ τὸ Χριστὸν ἀγαπῶ παραπάνω ἀπ᾿ ὅλους, ἔλεγε· καὶ ἤθελε νὰ μείνῃ παρθένος.

Γι᾿ αὐτὸ τὴ μίσησαν καὶ τὴν κατήγγειλαν στοὺς εἰδωλολάτρες. Τὴν ἔπιασαν καὶ τὴν ὡδήγησαν στὸ δικαστήριο. Τὴ ρωτᾶνε· –Πιστεύεις στὸ Χριστό; –Πιστεύω. Τὸν ἀγαπῶ πάνω ἀπ᾿ ὅλους καὶ ἀπ᾿ ὅλα. Εἶνε τὸ πιὸ ἀγαπητὸ πρόσωπο. Κι ὅποιος δὲν ἀγαπάει τὸ Χριστό, δὲν ἀξίζει νὰ ζῇ. –Δὲν τὸν ἀρνεῖσαι; λέει ὁ δικαστής· δὲν θὰ τὸν βλαστημήσῃς –Ὄχι, ποτέ! Τότε ἄρχισε τὸ μαρτύριο. Ἄναψαν φωτιὰ καὶ τὴν ἔβαλαν μέσα· δὲν κάηκε! (ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους· ἐμεῖς πιστεύουμε, ὅτι ἡ θρησκεία μας κάνει θαύματα). Τὴν ἔρριξαν σὲ πεινασμένα θηρία· δὲν τὴν ἔβλαψαν καθόλου. Μετὰ πῆρε τὸ ῥαβδί της, καὶ φεύγοντας ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ καὶ ἀπὸ πολιτεία σὲ πολιτεία, πήγαινε παντοῦ καὶ κήρυττε Ἰησοῦν Χριστὸν ἐσταυρωμένον καὶ ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν. Χιλιάδες ἄνθρωποι, ἄντρες γυναῖκες καὶ παιδιά, πίστεψαν ἀπὸ τὸ κήρυγμά της. Τέλος ἡ ἁγία Θέκλα μαρτύρησε. Καὶ σήμερα εἶνε μεταξὺ τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων τῆς πίστεώς μας. Στὶς 24 Σεπτεμβρίου ὥρισε ἡ Ἐκκλησία μας νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη της.

  • Τώρα ὅμως ἡ ἁγία Θέκλα εἶνε λυπημένη καὶ κλαίει. Γιατί; Γιατὶ εἶνε πλέον μόνη, ὁλομόναχη. Δὲν ἔχει συντροφιὰ στὸν αἰῶνα αὐτόν. Κλαίει, γιατὶ καμμιά τώρα γυναίκα δὲν θέλει νὰ μείνῃ παρθένος καὶ ν᾿ ἀφοσιωθῇ στὸ Θεό. Παντρειά θέλουν. Ἀπὸ τὶς τόσες κοπέλλες καμμιά δὲν συγκινεῖ ἡ παρθενία. Κι ἂν μέσα στὶς χιλιάδες παρουσιαστῇ κανένα κορίτσι καὶ πῇ, Θέλω νὰ μονάσω, θέλω νὰ γίνω καλόγρια, νὰ γίνω σὰν τὴν ἁγία Θέκλα καὶ τὶς ἄλλες ἅγιες παρθένες, ὤ τότε σηκώνεται θύελλα μέσα στὸ σπίτι καὶ ἀπειλοῦν. Δὲν εἶνε πολλὰ χρόνια ποὺ μιὰ κοπέλλα ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη –μία μέσα στὶς χιλιάδες–, ἔφυγε γιὰ τὸ μοναστήρι. Πῆγε ὁ πατέρας καὶ εἶπε· Θὰ βάλω βόμβα νὰ σᾶς τινάξω στὸν ἀέρα, ἂν δὲν μοῦ δώσετε τὸ κορίτσι… Κι αὐτὸς λέγεται Χριστιανός… Μπράβο! Ψεύτης εἶνε· δὲν ἔχει τίποτε ἱερὸ καὶ ὅσιο, ἐνῷ ἔπρεπε νὰ χαρῇ, ποὺ τὸ κορίτσι του ἀφιερώνεται στὸ Θεό. Δὲν φωνάζουν ὅμως, δὲν διαμαρτύρονται, δὲν πᾶνε ν᾿ ἀνατινάξουν μὲ βόμβες τὶς ντισκοτέκς. Ἐκεῖ δὲν πάει κανείς. Στὰ μοναστήρια εἶνε ἕτοιμοι νὰ πᾶνε νὰ τὰ τινάξουν στὸν ἀέρα, γιατὶ βρέθηκε μιὰ κοπέλλα νὰ πάῃ νὰ γίνῃ μοναχὴ καὶ ἀφιερωμένη στὸν Κύριο…
  • Ἀλλὰ τέλος πάντων θέλεις νὰ παντρευτῇς; Πολὺ καλά. Κ᾿ ἐσὺ ὅμως πάλι εἶσαι ὑποχρεωμένη μέχρι τὸ γάμο νὰ εἶσαι παρθένος, ὅπως λέει ἡ Ἐκκλησία μας. Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι πάνω στὰ ψηλὰ βουνά. Ὅπως εἶνε τὸ χιόνι ἄγγιχτο, κ᾿ ἐσὺ κοπέλλα μου νὰ εἶσαι ἄγγιχτη, χέρι μὴ βάλῃ ἐπάνω σου κανένας. Στὰ παλιὰ τὰ εὐλογημένα χρόνια ἀρραβωνιάζονταν καὶ ζοῦσαν ἐν παρθενίᾳ μέχρι τὸ γάμο. Καὶ στεφανώνονταν, ἀφοῦ νήστευαν· καὶ μετὰ ἐπὶ τρεῖς μέρες δὲν ἔσμιγαν. Ὦ γενεὰ τῶν προγόνων μας!… Τώρα; Κλαίω κι ἀναστενάζω. Διότι μόλις ἀρραβωνιαστοῦν, σμίγουν. Ἀλλὰ ὅσοι σμίγουν ἔτσι, ἁμαρτάνουν. –Μά, θὰ πῇς, εἶνε κακὸ τώρα αὐτό; Θέλετε νὰ δῆτε τί κακὸ εἶνε; Σᾶς λέω κάτι ἀπὸ τὴν πεῖρα μου. Ἦρθε κάποτε στὴ μητρόπολι μιὰ ὡραία κοπέλλα καὶ μοῦ λέει· –Θ᾿ αὐτοκτονήσω, θὰ πέσω στὸ ποτάμι τῆς Φλωρίνης νὰ πνιγῶ· δὲν θέλω νὰ ζῶ. –Γιατί, λέω, κοπέλλα μου; τί σοῦ συμβαίνει; –Τὸν ἄτιμο, τὸν παλιάνθρωπο, τὸ κτῆνος!… –Μὰ ποιός εἶν᾽ αὐτός; –Ὁ ἀρραβωνιαστικός μου, λέει. –Μπᾶ! Τί σοῦ ἔκανε; –Σύμφωνα μὲ τὸ ἔθιμο ποὺ ἔχουμε, σμίξαμε. Οἱ μανάδες καὶ οἱ πατεράδες μᾶς σμίξανε τὴν πρώτη μέρα τοῦ ἀρραβῶνος μας. Καὶ τώρα εἶμαι ἔγκυος πέντ᾿ – ἕξι μηνῶν. Ἀλλὰ ὁ ἄτιμος πῆρε ἀεροπλάνο κ᾿ ἔφυγε στὴν Αὐστραλία… Δὲν ἀκοῦμε τὴν Ἐκκλησία. Γι᾿ αὐτὸ κλαίει σήμερα ἡ ἁγία Θέκλα, κλαῖνε οἱ ἅγιες, γιατὶ φύγαμε ἀπὸ τὸ δρόμο ποὺ μὲ τὸ αἷμα τους χάραξαν. Κι ὄχι μόνο οἱ γυναῖκες. Καὶ οἱ ἄντρες. Αὐτοὶ εἶνε χειρότεροι. Ἄλλος καυχᾶται, ὅτι ἔχει πέντε γυναῖκες, ἄλλος ἕξι, ἄλλος δέκα. Ἄντε τώρα αὐτὸ τὸ κτῆνος νὰ κάνῃ γάμο. Γι᾿ αὐτό διαλύονται οἱ γάμοι. Μόνο παρθένος ἄντρας καὶ παρθένα γυναίκα δημιουργοῦν ἱερὸ καὶ ἀκατάλυτο δεσμό. Καὶ τότε, μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χωρίζει τὸ ἀντρόγυνο. Ποῦ ᾿ν᾿ τα τώρα αὐτά; Ἔρχεται ἡ συντέλεια τοῦ αἰῶνος, παιδιά. Γι᾿ αὐτὸ κλαίει ποὺ ἔμεινε μόνη ἡ ἁγία Θέκλα. Καὶ ποῦ εἶνε ἡ τιμή μας πρὸς αὐτήν; Ἔχετε ἀκούσει νὰ βαπτισθῇ κανένα κοριτσάκι μὲ τὸ ὄνομα Θέκλα; Μπράβο, τόσο τὴν τιμοῦμε. Τῆς γιαγιᾶς καὶ τοῦ παπποῦ τὰ ὀνόματα τὰ δίνουν σὲ παιδιά, ἀλλὰ τῆς ἁγίας Θέκλας;

Ταῦτα, ἀγαπητοί μου, εἶχα νὰ σᾶς πῶ. Τί ὑπολείπεται; Ὑπολείπεται νὰ μετανοήσουμε. Ἡ ἁγία Θέκλα μᾶς φωνάζει· Μετανοῆστε, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, ἔρχεται καταστροφή· δὲν θὰ μείνῃ τίποτα. Γιατὶ εἴμεθα μοιχοὶ καὶ πόρνοι, ὅλα τὰ ἐγκλήματα τὰ κάνουμε. Ἕνα λοιπὸν ὑπολείπεται· νὰ μετανοήσουμε, ὅπως ἡ Θέκλα, καὶ νὰ πιστέψουμε στὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ τότε θὰ ἔρθῃ ἡ εὐλογία, ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, σὲ ὅλο τὸν κόσμο· ἀμήν.

(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη

ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ 23-9-2021

Συλληψη Προδρομου

«Πολλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον…» (Γαλ. 4:27 – Ἠσ. 54:1)

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἑορτὴ καὶ ὁ ἀπόστολος σχετικός. Ἀπ᾽ ὅλο τὸ κείμενό του παρακαλῶ νὰ προσέξουμε τὸ τέλος, ποὺ ἐπαναλαμβάνει μία ἀρχαία προφητεία τοῦ Ἠσαΐα καὶ λέει· «Εὐφράνθητι, στεῖρα ἡ οὐ τίκτουσα…, ὅτι πολλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐρήμου μᾶλλον ἢ τῆς ἐχούσης τὸν ἄνδρα» (Γαλ.4,27-Ἠσ.54,1). Ἐδῶ ὑπαινίσσεται κάτι ποὺ τὸ λέει ἀλλοῦ σαφέστερα· «Εὐφράνθητι, ἔρημος διψῶσα, ἀγαλλιάσθω ἔρημος καὶ ἀνθήτω ὡς κρίνον» (Ἠσ. 35,1). Λέει δηλαδή, ὅτι ἕνας τόπος χέρσος θὰ γίνῃ περιβόλι. Ἐννοεῖ τὴν Ἐκκλησία· αὐτὴ εἶνε ἡ στεῖρα ποὺ ἔγινε μάνα μὲ πλῆθος παιδιά, ἡ ἔρημος ποὺ ἔγινε παράδεισος. Μὲ τὴν ἀφορμὴ ποὺ μᾶς δίνει ἡ λέξις ἔρημος θὰ ποῦμε μερικὲς σκέψεις.

Ὅλοι, ἀγαπητοί μου, ξέρουμε τί θὰ πῇ ἔρημος. Στὴν Ἀφρικὴ ὑπάρχουν ἀπέραντες ἐκτάσεις ποὺ δὲν ὑπάρχει νερό, δὲν φυτρώνει δέντρο, ἡ ζωὴ εἶνε ἀβίωτη. Κάποιοι, ποὺ τοὺς τσίμπησε ἡ ἀλογόμυγα τοῦ τουρισμοῦ, προχώρησαν μέσα στὴν ἔρημο, ἀλλὰ τὸ νερὸ ποὺ εἶχαν μαζί τους τελείωσε, δὲν πρόλαβαν νὰ ἐπιστρέψουν καὶ πέθαναν ἐκεῖ ἀπὸ τὴ δίψα. Γιὰ τέτοια ἔρημο ἆραγε μιλάει ὁ προφήτης; Ὄχι. Ὑπάρχει κάποια ἄλλη ἔρημος ποὺ πρέπει νὰ φοβηθοῦμε. Τὴ μία ἔρημο τὴ δημιουργεῖ ἡ ἔλλειψις νεροῦ καὶ ἡ ἀπουσία φυτικῆς ζωῆς· τὴν ἄλλη ἔρημο, γιὰ τὴν ὁποία θὰ μιλήσουμε, τὴ δημιουργεῖ ἡ ἔλλειψις ὄχι πλέον τοῦ νεροῦ ἀλλὰ ἑνὸς ἄλλου ζωτικοῦ στοιχείου τῆς ζωῆς. Ποιό εἶν᾽ αὐτό; Ἡ ἀγάπη. Ἀφαίρεσε τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὸ σπίτι, τὸ χωριό, τὴν κοινωνία, τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ ἡ ζωὴ εἶνε μαρτύριο. Ποιά ἀγάπη ὅμως; Ὄχι αὐτὴ τὴν ψεύτικη καὶ ἀπατηλὴ καὶ αἰσχρή, ἀλλὰ τὴν ἁγνὴ ἀγάπη ποὺ δίδαξε ὁ Χριστός, τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη εἶχαν ὅλοι οἱ ἅγιοι, ποὺ ζοῦσαν φτωχικὰ δουλεύοντας μὲ ἱδρῶτα κι ἀπὸ τὸν κόπο τους βοηθοῦσαν καὶ πιὸ φτωχούς. Γιατὶ πάντα ὁ καθένας ἔχει κ᾽ ἕναν ἄλλο ποὺ εἶνε φτωχότερος ἀπὸ αὐτόν. Τὴν ἀγάπη δὲν τὴ δείχνει μόνο ὅποιος ἔχει χρήματα· στὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε, ὅτι τέσσερις ἄνθρωποι πῆραν στὰ χέρια ἕνα παράλυτο, τὸν πῆγαν στὸ Χριστὸ κ᾽ ἐκεῖνος τὸν θεράπευσε (βλ. Ματθ. 9,1-8. Μᾶρκ. 2,1-12). Ὑπάρχει λοιπὸν ἀγάπη; ἡ ζωὴ γίνεται παράδεισος· δὲν ὑπάρχει ἀγάπη; ἡ ζωὴ εἶνε μία ἔρημος, μιὰ Σαχάρα, μία ψυχικὴ ἔρημος.

Θέλετε ἀποδείξεις; Βγῆτε ἀπ᾽ τὴν πόλι κι ἀνεβῆτε στὰ ψηλὰ βουνά, ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔφτασε ἀκόμα ὁ ψεύτικος πολιτισμὸς καὶ τὰ μικρόβια τῆς ἀπιστίας καὶ τῆς διαφθορᾶς. Ἐκεῖ ἔχει τὴν καλύβα του ἕνας τσοπᾶνος. Μπῆτε μέσα. Ἔχει γυναῖκα καὶ παιδιά, πολλὰ παιδιὰ μάλιστα. Ἔχει κατσικοπρόβατα καὶ τὰ βόσκει. Στὴν καλύβα δὲν ὑπάρχουν βέβαια ἔπιπλα πολυτελείας, κουζῖνες, ψυγεῖα, ῥαδιόφωνα, τάπητες. Δὲν ὑπάρχει ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα· μόνο ἕνα δᾳδί, ἕνα λυχνάρι, ἕνα κερί, μιὰ λάμπα. Ἀλλὰ τί τὰ θέ᾽ς; ὑπάρχει κάτι σπουδαιότερο ποὺ κάνει ὄμορφη τὴ ζωή τους, ἡ ἀγάπη. Κάθονται νὰ φᾶνε καὶ κάνουν τὸ σταυρό τους. Δὲν εἶνε παραμύθι αὐτό· ἐγώ, ποὺ γύρισα ἑπτακόσα χωριά, τὰ εἶδα αὐτὰ καὶ τὰ ἔζησα – ἂν καὶ τώρα αὐτὴ ἡ κατάρα, αὐτὴ ἡ λέπρα ποὺ ἐμόλυνε ἐδῶ τὸν κόσμο, φεύγει πρὸς τὰ πάνω καὶ θὰ μολύνῃ καὶ τὶς καλύβες. Κάθονται λοιπὸν καὶ τρῶνε τὸ ψωμάκι – τὴ μπομπότα, πίνουν τὸ νεράκι τους, κ᾽ ἐκεῖνο τὸ νεράκι γίνεται μέλι κ᾽ ἐκείνη ἡ μπομπότα βούτυρο καὶ γλύκυσμα. Ἔχουν τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ κ᾽ ἡ καλύβα τους εἶνε παράδεισος.

Φύγετε τώρα ἀπὸ τὰ ψηλὰ βουνὰ καὶ κατεβῆτε στὶς πολιτεῖες. Ἐδῶ ἔχουν λεφτά, μὰ ἡ ὑλικὴ εὐημερία σκλήρυνε τὶς καρδιές, ἔκανε τὴν κοινωνία νὰ ζῇ χωρὶς ἀγάπη. Βλέπετε πολυκατοικίες, μέγαρα, παλάτια, μὲ σαλόνια πολυτελείας, μὲ ἔπιπλα ἀπὸ τὴ Δανία, μὲ κάδρα καὶ πολυελέους, μὲ ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις. Τὰ ἔχουν ὅλα, μὰ εὐτυχισμένοι δὲν εἶνε. Τά ᾽χουν ὅλα, μὰ καλύτερα νὰ μὴν τὰ εἶχαν· δὲν ἔχουν τὸ σπουδαιότερο, τὸ τιμαλφέστερο, τὸ ζωτικὸ στοιχεῖο τῆς ζωῆς, τὸ ὀξυγόνο καὶ τὸν ἥλιο τῆς ψυχῆς· δὲν ἔχουν Χριστό, δὲν ἔχουν ἀγάπη. Κι ἀφοῦ δὲν ἔχουν Χριστό, τί νὰ τὰ κάνῃς τ᾽ ἄλλα; Τοὺς ἔχει φάει ἡ γκρίνια, κάνουν σὰν τ᾽ ἀγριοπερίστερα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ καθίσουν στὴ φωλιὰ χωρὶς νὰ μουρμουρίζουν. Τὰ ἀντρόγυνα μαλώνουν. Ὁ ἄντρας γυρίζει στὸ σπίτι καὶ τρέμει, γιατὶ τὸν περιμένει μιὰ γυναίκα μὲ ἰδιοτροπίες, μὲ γλῶσσα, μὲ πεῖσμα, μὲ κακία. Ἔμεινε γνωστὸ τὸ ῥητὸ «Κρεῖσσον οἰκεῖν ἐν γῇ ἐρήμῳ ἢ μετὰ γυναικὸς μαχίμου καὶ γλωσσώδους καὶ ὀργίλου»· καλύτερα νὰ ζῇς στὴν ἐρημιὰ παρὰ νὰ συγκατοικῇς μὲ μιὰ γυναῖκα ἐριστική, γλωσσοῦ καὶ εὐέξαπτη (Παρ. 21,19).

Ὅπως βέβαια καὶ τὸ ἀντίστροφο· προτιμότερο μιὰ γυναίκα νὰ κάθεται σὲ μιὰ καλύβα καὶ νά ᾽χῃ ἕναν ἄντρα ποὺ τὴν ἀγαπᾷ, παρὰ νὰ κάθεται σ᾽ ἕνα παλάτι καὶ νά ᾽χῃ σύζυγο ἕναν ἄπιστο ποὺ κάθε μέρα τὴ σταυρώνει πάνω στὸ σταυρὸ τῆς ἀτιμίας καὶ ἀνυποληψίας. Εἶνε ἀλήθεια αὐτά; Ἐρημιά, ἀδελφοί μου, μεγάλη ἐρημιά, κι ἂς πήχτωσαν οἱ δρόμοι ἀπὸ ἀνθρώπους. Ὅταν ἔδωσε ὁ Θεὸς κ᾽ ἐλευθερώθηκε ὁ τόπος –διαβάστε τὴν ἱστορία–, ἡ Ἀθήνα εἶχε 3.000 κατοίκους σὲ κάτι καλύβες κάτω ἀπ᾽ τὴν Ἀκρόπολι, ἀλλὰ μέσα στὶς καλύβες ἐκεῖνες κατοικοῦσαν ἅγιοι ἄνθρωποι. Πίστευαν, ἀνάβανε καντήλια, ζοῦσαν μὲ τὸ Θεό, ἀγαποῦσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Δὲν ξέρανε τὶς μόδες τῶν Παρισίων, τὴ διαφθορὰ τῆς Εὐρώπης. Τώρα γκρεμίσαμε τὶς καλύβες, χτίσαμε σπίτια – παλάτια, ἡ Ἀθήνα ἔγινε Σικάγο καὶ Νέα Ὑόρκη, μάζεψε ἑκατομμύρια κόσμο, μὰ βασιλεύει ἐρημιά, ψυχικὴ ἐρημιά! Ὁ καθένας ἀναστενάζει, νοσταλγεῖ τὴν ἁγνὴ ζωὴ τῆς ὑπαίθρου. Τί νὰ τοὺς κάνῃς τοὺς ἀνθρώπους; Ἄνθρωπος εἶνε αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀγάπη καὶ ψυχικὸ πολιτισμό, πού πιστεύει στὸ Θεό. Θά ᾽πρεπε νὰ ζῇ σήμερα ὁ ἀρχαῖος Διογένης, ν᾽ ἀνάψῃ τὸ φανάρι, νὰ γυρίζῃ παντοῦ καὶ νὰ φωνάζῃ «Ἄνθρωπον ζητῶ!», ἄνθρωπο μὲ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Δὲν ὑπάρχει, ἀγαπητοί μου· ἡ ἀνθρωπιὰ λιγόστεψε, σπανίζει, τελειώνει. Τί θὰ γίνῃ λοιπόν; Ἐμένα ρωτᾶτε; Γράμματα ξέρετε, ἀνοῖξτε τοὺς προφῆτες. Τί λένε οἱ προφῆτες; Ὅπως ἂν βγάλῃς τὸ ψάρι ἀπὸ τὴ θάλασσα σπαρταράει, ἔτσι κι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ζήσῃ ἔξω ἀπὸ τὸ Θεό.

Χωρὶς τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστι θὰ ἀγριέψῃ, θὰ ἀγριέψῃ πολύ. Θὰ ᾽ρθῇ μέρα ποὺ θὰ τρέμῃς γιὰ τὴ ζωή σου, γιὰ τὴν ἀσφάλεια τοῦ σπιτιοῦ σου καὶ τῆς οἰκογενείας σου. Ὁ ἄντρας θὰ φοβᾶται τὴ γυναῖκα του καὶ ἡ γυναίκα τὸν ἄντρα της. Ἡ κοινωνία θὰ γίνῃ ἕνα ἡφαίστειο ἕτοιμο νὰ τινάξῃ στὸν ἀέρα ὅλους, δεξιοὺς καὶ ἀριστερούς, μαύρους καὶ ἄσπρους καὶ ὅλων τῶν χρωμάτων, ἀφοῦ ἀφήσαμε καὶ μᾶς χρωμάτισε ὁ διάβολος μὲ τὸ πινέλλο τῆς κολάσεως. Ἄνθρωπος εἶσαι· γιατί δέχεσαι νὰ σὲ χρωματίζουν; νὰ σὲ λένε κόκκινο, νὰ σὲ λένε πράσινο, νὰ σὲ λένε τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ χρῶμα; Μᾶς μπογιάτισε ὁ διάβολος ὅλους καὶ διαίρεσε παιδιὰ μιᾶς κοινῆς πατρίδος, παιδιὰ ποὺ βγήκαμε ἀπὸ μία κολυμβήθρα, ποὺ κοινωνοῦμε ἀπὸ ἕνα δισκοπότηρο, παιδιὰ ποὺ ἔχουμε τὴν ἴδια γῆ καὶ τὸν ἴδιο οὐρανό, παιδιὰ ποὺ ἔχουμε τὴν ἴδια ἔνδοξη ἱστορία· μᾶς χώρισε κ᾽ εἴμαστε ἕτοιμοι σὰν θηρία νὰ φᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Θὰ μᾶς ἐλεήσῃ ὁ Θεός; Πῶς νὰ μᾶς ἐλεήσῃ, ἀφοῦ καταπατοῦμε τὸ νόμο του;

Τί νὰ μᾶς κάνῃ ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου; τί νὰ μᾶς κάνει; Προσευχὴ δὲν κάνουμε, νηστεία δὲν κρατοῦμε, ἐγκράτεια δὲν ἔχουμε, ἀγάπη δὲν δείχνουμε. Πραγματοποιεῖται ἡ προφητεία ποὺ ἔλεγε ὅτι «ἡ γῆ αὐτὴ ἐπλήσθη κτηνῶν τετραπόδων» (Βαρ. 3,32), γέμισε ἡ γῆ ἀπὸ τετράποδα, δηλαδὴ δίποδα ποὺ ζοῦν χειρότερα ἀπὸ τὰ τετράποδα. Ὁ ναὸς κατήντησε κρεοπωλεῖο, οἱ γυναῖκες μπαίνουν μέσα κ᾽ ἐπιδεικνύουν τὶς σάρκες τους ὅπως ὁ χασάπης ποὺ κρεμάει τὰ σφάγια στὰ τσιγγέλια. Δὲν φταῖνε αὐτές, φταῖμε ἐμεῖς ποὺ δὲν φρουροῦμε τὴν εἴσοδο. Τὸ μέλλον δὲν προμηνύεται καλό. Γιὰ τὶς πορνεῖες μας, τὶς μοιχεῖες μας, τὶς βλασφημίες μας, τὰ μίση καὶ τὶς ἔχθρες μας, τί θὰ γίνῃ; Τὸ λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας· «Θὰ ἐρημωθοῦν πόλεις» καὶ «θὰ μείνῃ ἡ γῆ ἔρημη» (Ἠσ. 6,11).

Καὶ ἡ ἱστορία βεβαιώνει, ὅτι πόλεις ἁμαρτωλὲς ὄντως καταστράφηκαν. Ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν μπορῶ πλέον νὰ ὑποφέρω. Ἂν δὲν εἶχα μιὰ ἀγάπη στὸ λαό, θὰ σηκωνόμουν νά ᾽φευγα, νὰ πάω στὸ Ἅγιο Ὄρος, νὰ τρυπώσω κάπου νὰ κλάψω τὶς ἁμαρτίες μου. Ἕνα καθῆκον ἱερὸ μὲ κρατάει ἐδῶ καὶ γίνομαι πικρὸς ἐλεγκτής, καὶ σᾶς καλῶ σὲ μετάνοια. «Θὰ ἐρημωθοῦν πόλεις», λέει ὁ Ἠσαΐας. Κι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς λέει ὅτι τόσο πολὺ θ᾽ ἀραιώσῃ ὁ κόσμος, ὥστε θὰ περπατᾷς χιλιόμετρα γιὰ νὰ βρῇς ἄνθρωπο. Ὦ Χριστέ, ὦ Παναγιά, ὦ ἅγιοι, ὦ παιδιὰ καὶ νήπια, κλάψτε, παρακαλέστε νὰ μὴν ἔρθῃ ἡ μέρα αὐτή. Ἂς ἐργασθοῦμε, ἂς δουλέψουμε, ἂς κηρύξουμε τὸ εὐαγγέλιο τῆς μετανοίας. Ὁ δὲ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἂς εἶνε μεθ᾽ ἡμῶν· ἀμήν.

(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη