Ἅγιοι καί Ἁγιοκατατάξεις

 

Εἶναι κάποιος (ἐκ φύσεως) πρᾶος, ἀφιλάργυρος, φιλεύσπλαγχνος. Γίνεται Ἱερέας, καί τά φυσικά χαρίσματά του, λόγῳ τῆς θέσεώς του, ἀποκτοῦν βαρύτητα. Ὁ κόσμος βλέποντας τήν πραότητά του, τήν ἀφιλαργυρία του, τήν εὐσπλαγχνία του, καί ἀκούγοντας τά ψυχωφέλιμα κηρύγματά του, τόν θεωρεῖ «Ἅγιο». Εἶναι ὄντως Ἅγιος;

Ἅγιος δέν εἶναι ὁ εὐσεβής χριστιανός, ἀλλά αὐτός πού ἔχει καθαρισθεῖ ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος, καί κατέστη δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί ὡς δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατέχει καί τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δηλαδή, δέν νοεῖται Ἅγιος, χωρίς Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως ἐπίσης δέν νοεῖται νά ἔχεις Ἅγιο Πνεῦμα, χωρίς νά κατέχεις τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τουλάχιστον τό προορατικό καί τό θαυματουργικό, γιατί κατά τόν Ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ὑπάρχουν καί ἄλλα, ἀνώτερα χαρίσματα (Λόγος ΚΣΤ΄,67).

«Εἶδα ἕνα γεροντάκι, μίλησα μέ αὐτό, ἀλλά δέν ἤξερα ὅτι αὐτός ἦταν ὁ π. Ἰάκωβος…!», εἶπε κάποιος πού πῆγε στό Μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαυίδ γιά νά συναντήσει προσωπικά τόν Ὅσιο Ἰάκωβο. Τί σημαίνει αὐτό;

Γιά νά καταλάβουμε ἄν ὁ ἄλλος εἶναι ὄντως Ἅγιος, θά πρέπει νά ἔχουμε γίνει καί ἐμεῖς Ἅγιοι, δοχεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διαφορετικά κινδυνεύουμε νά ἐκλάβουμε ὡς Ἅγιο ἕνα φαρισαῖο, πού μοιάζει σάν τόν ἀσβεστωμένο τάφο. Ἐξωτερικά ὡραῖος, καθαρός, ἐνῶ μέσα…! (Ματ. 23:27). Πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι οἱ κρίσεις τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων, ὅτι «ὁ δεῖνα εἶναι Ἅγιος», δέν εἶναι ἀξιόπιστες. Ἀξιόπιστες εἶναι μόνο οἱ κρίσεις τῶν Ἁγίων ἀνθρώπων. «Ὅποιοι (λέει ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος) ἔχουν καλή ὄσφρηση μποροῦν νά μυρισθοῦν, ἄν κάποιος ἔχει πάνω του ἀρώματα. Κάτι ἀνάλογο ἰσχύει καί μέ τά πνευματικά ἀρώματα. Ὅποιος ἔχει καθαρή ψυχή, μπορεῖ νά μυρισθεῖ τά (πνευματικά) ἀρώματα, χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔχει ὁ ἄλλος, τή στιγμή πού οἱ ἄλλοι γύρω του (!) δέν καταλαβαίνουν τίποτε…!». (Λόγος ΚΣΤ΄,53,68).

Ὁ Ὅσιος Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης, εἶχε τήν αἴσθηση ὅτι ὁ π. Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης, ἦταν ὄντως Ἅγιος (καί χάρισμα προορατικό εἶχε, καί θαύματα ἔκανε), ὅμως ἔλεγε: «Ἄν εἶναι νά γίνει Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄς περιμένουμε. Δέν πρέπει νά βιασθοῦμε. Ἄν ὁ Θεός θέλει, θά δείξει σημεῖα…!», ὥστε καί οἱ λίθοι κεκράξονται. Μήπως δέν εἶχε δίκιο;

Καί ἄν τυχόν μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἕνας (ὄντως) Ἅγιος ξεχασθεῖ ἀπό τόν κόσμο, ὁ Θεός θά βρεῖ τόν τρόπο, νά τόν ἀποκαλύψει καί νά τόν «ἐγκαθιδρύσει» ὡς Ἅγιο στήν Ἐκκλησία Του. Ὅπως ἔκανε μέ τόν Ἅγιο Νεκτάριο τόν Πενταπόλεως, προπαντός μέ τόν Ἅγιο μεγαλομάρτυρα Ἐφραίμ τῆς Νέας Μάκρης. 

Ἐν ἔτει 1426, μαρτύρησε φρικτά γιά τόν Χριστό, ἀλλά εἶχε ἐντελῶς ξεχασθεῖ ἀπό τόν κόσμο. Μπορεῖ νά τόν ξέχασε ὁ κόσμος, ἀλλά δέν τόν «ξέχασε» ὁ Θεός. Μετά ἀπό πεντακόσια(!) χρόνια (1950) τόν φανέρωσε στόν κόσμο, μέ τήν εὕρεση τοῦ ἀφθάρτου λειψάνου του, καί μέσα ἀπό τίς ἀπανωτές ἐμφανίσεις καί ἀπανωτά θαύματα του, ὥστε κανένας πιά νά μήν ἀμφιβάλει, ὅτι ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἕναν ὄντως Ἅγιο. Καί ἔτσι ἡ Ἁγιοκατάταξη του, ἦρθε ἀπό μόνη της, ὡς φυσικός καρπός. Μίλησε ὁ Θεός! Θά πρέπει, λοιπόν, νά ἔχουμε τρανταχτά ντοκουμέντα, γιά νά γίνει «Ἁγιοκατάταξη», καί ὄχι ἁπλές ἐνδείξεις.

Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Αναστάσιος (28-08-2020)

ΚΥΡΙΑΚΗ 23-8-2020 ΑΠΟΔΟΣΗ ΕΟΡΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

ΎΛΗ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑ «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία»

(Λουκ. 10,41-42)

Τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα εὐαγγέλια. Σ᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος δίνει ἀπάντησι σ᾿ ἕνα ἐρώτημα, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ὅλους ἀνεξαιρέτως. Τὸ ἐρώτημα εἶνε· Ὑπάρχει μόνο ὕλη, ἢ ὑπάρχει καὶ πνεῦμα; Καὶ ἂν ὑπάρχῃ καὶ πνεῦμα, τότε ποιό ἀπὸ τὰ δύο εἶνε ἀνώτερο καὶ ποιό θὰ προτιμοῦμε, τὴν ὕλη ἢ τὸ πνεῦμα; Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ δίνει ἀπάντησι τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Ἀλλὰ θὰ σᾶς παρακαλέσω, νὰ δώσετε προσοχή.

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς πῆγε στὴ Βηθανία σ᾿ ἕνα φτωχόσπιτο, ὅπου κατοικοῦσαν τρία πρόσωπα· ὁ Λάζαρος, ποὺ ἀργότερα θὰ τὸν ἀναστήσῃ ὁ Κύριος, ἡ Μάρθα ἡ ἀδελφή του, καὶ ἡ ἄλλη ἀδελφή του ἡ Μαρία. Ἡ χαρά, ποὺ δοκίμασαν ἦταν ἀπερίγραπτη. Καὶ ἡ μὲν Μάρθα νόμισε, ὅτι θὰ εὐχαριστήσῃ τὸν Κύριο ἂν ἑτοιμάσῃ ἕνα καλὸ τραπέζι. Γι᾿ αὐτὸ ἄφησε τὸ Χριστὸ καὶ πῆγε στὴν κουζῖνα. Ἡ Μαρία ὅμως, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ μπῆκε ὁ Χριστὸς μέσα στὸ σπίτι μέχρις ὅτου βγῆκε, δὲν ἀπομακρύνθηκε καθόλου ἀπὸ τὴ συντροφιά του. Σὰν σφουγγάρι ῥουφοῦσε ὅλα τὰ λόγια του, ποὺ δὲν ὑπάρχουν ἄλλα στὸν κόσμο· ὅπως παρηγορεῖ ὁ Χριστὸς δὲν σὲ παρηγορεῖ κανένας. Μόνο τὰ δικά του λόγια δίνουν φτεροῦγες καὶ ὑψώνουν τὸν ἄνθρωπο ψηλά, πολὺ ψηλά, γιὰ νὰ αἰσθανθῇ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι.

Ἡ Μάρθα κάποια στιγμὴ κουράστηκε μέσα στὴν κουζῖνα. Βγαίνει, ὅπως ἦταν ἀνασκουμπωμένη, καὶ λέει· «Κύριε, δὲν μὲ λυπᾶστε; Ἡ ἀδελφή μου μ᾿ ἄφησε μόνη. Δὲν τῆς λές, νὰ σηκωθῇ ἀπ᾽ τὸ κάθισμα καὶ νά ᾿ρθῃ μέσα στὴν κουζῖνα νὰ μὲ βοηθήσῃ;». Καὶ τότε ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὅλο ἀγάπη καὶ ξέρει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, ζύγισε τὴ Μάρθα, ζύγισε τὴ Μαρία, καὶ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ ἀκούσαμε· «Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία…» (Λουκ. 10,41-42). Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Εἶνε σὰν νὰ ἔλεγε· Μάρθα, στὸ φτωχικό σου δὲν ἦρθα γιὰ φαΐ. Ὅπως ἡ ἀδελφή σου ἀκούει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ἔτσι κι ἐσὺ νὰ ἔρθῃς ἐδῶ ν᾿ ἀκούσῃς. Ὅσο γιὰ τὸ φαγητό, μετὰ τὴ διδασκαλία κάτι θὰ βρεθῇ νὰ φᾶμε. Ἐδῶ ἦρθα νὰ δώσω τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ Μαρία «τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο» (Λουκ. 10,41-42)· διάλεξε τὸ καλύτερο, διάλεξε ὄχι τὴν ὕλη ἀλλὰ τὸ πνεῦμα. Νομίζω, ἀγαπητοί μου, ὅτι τὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ εἶνε ἡ φωτογραφία ὅλων μας.

Καὶ σήμερα βρίσκουμε ἀνάλογα παραδείγματα. Ἀπ᾿ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδι τί σκέπτονται οἱ ἄνθρωποι σήμερα; ἀγγέλους, ἀρχαγγέλους, τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν «ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι» τὴν οἰκουμένην ὅλην, αὐτὰ σκέπτονται; Ὁ κόσμος σήμερα ἔχει πέσει στὴν ὕλη. Ὅλοι, μὲ διαφόρους τρόπους, κυνηγοῦν τὸ χρῆμα. Πῶς τὰ ἑκατὸ νὰ τὰ κάνουν διακόσα, τὰ διακόσα νὰ τὰ κάνουν τετρακόσα… Συνεχῶς τρέχουν λαχανιασμένοι, σὰν τὸ σκύλο ποὺ ασθμαίνει (αγκομαχεί) μὲ τὴ γλῶσσα ἔξω.

Ένας διδακτικός μύθος λέει γιὰ κάποιον ἀρχαῖο βασιλέα, ὅτι δὲν κοίταζε ἄλλο παρὰ μόνο πῶς νὰ θησαυρίσῃ. Παρακαλοῦσε τοὺς θεοὺς νὰ τοῦ κάνουν τὴ χάρι, ὅ,τι πιάνει νὰ γίνεται χρυσάφι. Καὶ οἱ θεοί, λέει, ἄκουσαν τὴν προσευχή του· καὶ ἔπιανε πέτρες γίνονταν μάλαμα, ἔπιανε ξύλα γίνονταν μάλαμα, ἔπιανε ζῷα γίνονταν χρυσᾶ μοσχάρια, ἔπιανε λουλούδια γίνονταν κι αὐτὰ χρυσᾶ. Κάθισε στὸ τραπέζι νὰ φάῃ, ἔγιναν καὶ τὰ πιάτα καὶ τὸ φαῒ χρυσᾶ. Τέλος ἄγγιξε καὶ τὴν κόρη του καὶ ἔγινε κι αὐτὴ χρυσὸ ἄγαλμα. Τότε κατάλαβε, ὅτι ὑπάρχουν κι ἄλλα πράγματα ἀνώτερα ἀπὸ τὸ χρυσάφι. Ὑπάρχουν τὰ λουλούδια ποὺ μυρίζουν, τὰ ἀηδόνια ποὺ κελαϊδοῦν, ἡ γυναίκα ποὺ ἀγαπάει, τὰ παιδιὰ μὲ τὴ στοργὴ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τους. Ὑπάρχουν ἰδέες ἀθάνατες. Κατάλαβε, ὅτι τὸ χρυσάφι δὲν εἶνε θεός. Καὶ ἐν τέλει οἱ θεοὶ τὸν σπλαχνίστηκαν καὶ τὸν ἐπανέφεραν στὴν προηγουμένη κατάστασι.

Ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι λάτρεις τοῦ μπεζαχτᾶ, τῶν χρημάτων, τῶν δολλαρίων. Θεὸ ἔχουν ὄχι τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστό – ψέματα λένε· θεὸ ἔχουν τὸν χρυσό. Ἔπεσαν μὲ τὰ μοῦτρα ἄλλοι στὸ χρῆμα κι ἄλλοι στὴ σάρκα, στὸ βοῦρκο, ὅπως τὰ ἀκάθαρτα ζῷα. Ἔχουν σύνθημα «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν» (Ἠσ. 22,13-Α´ Κορ. 15,32)· γλέντι, χορός, διασκέδασι, θέατρο, κινηματογράφος, πάρτυ, κρουαζιέρες κ.λπ.. Καὶ οἱ νέοι μας; Ὤ οἱ νέοι μας! Τί τραγούδια ψάλλουν; Μιὰ νεότης, ποὺ πῆρε κάποτε τὶς κορυφὲς τοῦ Ὀλύμπου καὶ τῆς Πίνδου καὶ τὶς ἕνωσε μὲ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τώρα ποῦ ἔπεσε; Στὰ τυχερὰ παιχνίδια καὶ στὸν τεντυμποϊσμό. Θεός τους τὸ ποδόσφαιρο, ἡ μπάλλα. Ἂν τεντώσῃς τ᾽ αὐτί σου, θ᾿ ἀκούσῃς ἄλλος νὰ μιλάῃ γιὰ ἔρωτες, ἄλλος νὰ μιλάῃ γιὰ πιοτά, ἄλλος γιὰ χαρτοπαίγνια…

 Ἄχ, ἀδελφοί μου, ὁ κόσμος ἔφυγε πιὰ ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ περπατάει στὰ σοκάκια τοῦ διαβόλου. Σ᾿ ἕνα τέτοιο κόσμο λοιπόν, ποὺ εἶνε ἀπορροφημένος μόνο ἀπὸ τὶς ἡδονές, ἀπὸ τὶς διασκεδάσεις κι ἀπὸ τὸ ἄτιμο χρῆμα, ἀκούγεται σήμερα ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ λέει· «Μάρθα Μάρθα», κόσμε κόσμε, «μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία». Ὁ κόσμος σήμερα εἶνε δραστήριος στὸ νὰ φτειάχνῃ ῥόδες, βίδες, δορυφόρους, ὑλικὰ καὶ ἐπίγεια πράγματα· ἀλλὰ γιὰ τὰ πνευματικά, γιὰ τὴν καλυτέρευσι τοῦ ἠθικοῦ καὶ θρησκευτικοῦ του βίου, εἶνε ἀδρανὴς σὰν τὴ χελώνα. Ἀδιαφορεῖ. Ἔχει χρόνια νὰ πατήσῃ στὴν ἐκκλησία. Στὴν ἐκκλησία θὰ ᾿ρθῇ πιὰ νεκρός. Καὶ ἂν πῇς, Χριστιανέ μου, γιατί δὲν ἔρχεσαι νὰ ἐκτελέσῃς τὰ θρησκευτικά σου καθήκοντα; ἀμέσως στερεότυπη ἡ ἀπάντησι· «Δὲν ἔχω καιρό». Ἀπὸ τὶς 24 ὧρες τοῦ ἡμερονυκτίου, ἐσὺ μάνα, ἐσὺ παιδί, δὲν μπορεῖς νὰ κόψῃς δέκα λεπτὰ γιὰ νὰ δοξάσῃς τὸ Δημιουργό σου; Ἐσὺ κοπέλλα μου, ποὺ τρῶς ὧρες ὁλόκληρες μπροστὰ στὸν καθρέφτη γιὰ νὰ θαυμάζῃς τὸ εἴδωλό σου τὸ φθαρτό, γιὰ νὰ περιποιῆσαι τὰ μαλλιά σου, τὰ νύχια σου, τὸ κορμί σου ποὺ θὰ σαπίσῃ μέσα στὴ μαύρη γῆ, δὲν σοῦ περισσεύουν δέκα λεπτά, ν᾿ ἀνοίξῃς τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ διαβάσῃς ἁγία Γραφή, βίους τῶν ἁγίων; Κι ἐσὺ ὁ ἄλλος;… Ἔχουμε καιρὸ νὰ ἀγρυπνοῦμε γιὰ διασκεδάσεις μέσ᾿ στὰ «μαντριὰ» τοῦ διαβόλου, μὰ στὴν ἐκκλησία σβήσανε τὰ ἅγια, οἱ καντῆλες, τὰ πάντα. Δὲν ὑπάρχουν πλέον ἱερὲς ἀγρυπνίες…

«Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία». Ἀδελφοί μου, τελείωσα. Κάποιο ἀνέκδοτο λέει τὸ ἑξῆς. Μιὰ μέρα σ᾿ ἕνα ὑπερωκεάνιο ταξίδευαν περίπου χίλιοι ἐπιβάτες. Ἦταν γαλήνη. Ἀλλὰ ἡ θάλασσα εἶνε ἄστατη. Σὲ λίγο τὰ κύματα σηκώθηκαν τόσο, ὥστε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα τὸ πλοῖο κινδύνευε νὰ καταποντισθῇ. Ὁ πλοίαρχος βλέποντας τὸν κίνδυνο διατάζει τὰ πάρουν ὅλοι τὰ σωσίβια καὶ νὰ κατεβοῦν στὶς βάρκες. Ὅλοι κατέβηκαν. Ἕνας μόνο δὲν ἐννοοῦσε ν᾿ ἀφήσῃ τὸ καράβι. Αὐτὸς τὴν ὥρα ἐκείνη πῆγε κι ἄνοιξε τὴ βαλίτσα καὶ μετροῦσε τὶς λίρες του. Καὶ μόνο αὐτό; Καθὼς τὸ πλοῖο ἔμεινε ἐγκαταλελειμμένο καὶ οἱ ἄνθρωποι ζητώντας νὰ σώσουν τὴ ζωή τους εἶχαν ἀφήσει πολύτιμα πράγματα, αὐτὸς προσπαθοῦσε νὰ μαζέψῃ κι ἄλλα. Σὰν τὸ κοράκι, ποὺ πέφτει στὸ ψοφίμι καὶ δὲν ἐννοεῖ νὰ τ᾿ ἀφήσῃ, ἔτσι κι αὐτὸς ἦταν ῥιγμένος στὸ χρυσίο καὶ τὸ ἀργύριο. Τοῦ φωνάζουν· κανένα ἐνδιαφέρον αὐτός. Ὥσπου στὸ τέλος, μὲ μιὰ ἀπότομη κλίσι, τὸ πλοῖο βυθίζεται καὶ παίρνει κι αὐτὸν στὸ βυθὸ μαζὶ μὲ τὰ χρήματα καὶ μὲ ὅλα του τὰ πολύτιμα! Καταλάβατε;

 Άλλο-Παραλλαγή:Το πλοίο βυθιζόταν και λέι ένας πλούσιος που βρισκόταν μέσα: Ευτυχώς που πήρα μόνο τα χρήματα για τα ναύλα μαζί μου!!! Ἔτσι εἶνε καὶ ἡ ζωή μας· θάλασσα εἶνε καὶ ταξιδεύουμε ὅλοι. Τελικὰ κανένας δὲν θὰ μείνῃ μέσα στὸ πλοῖο. Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα ἔρχεται τὸ τέλος. Κόσμε, βγῆτε ἔξω, κατεβῆτε στὴν σωτήριο λέμβο. Καὶ ποιά εἶνε ἡ σωτήριος λέμβος; Εἶνε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, εἶνε ἡ πίστι, εἶνε ἡ μετάνοια. Ὅσο ἔχουμε ἀκόμη καιρό, ἀδελφοί μου, ἂς σπεύσουμε. Πέρασαν τὰ χρονάκια τῆς ζωῆς μας. Σὲ πολλοὺς τὰ χιόνια κάθησαν στὰ μαλλιά. Ὁ κόσμος ἐτοῦτος περνᾷ. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2). Μηδέν τὰ πλούτη, μηδέν ἡ νεότης, μηδέν τὰ κάλλη… Ἕνα μένει, ἕνας μόνο ἀξίζει νὰ λατρεύεται, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.

Τὴ δίψα, ποὺ εἶχε ἡ Μαρία γιὰ τὸ Χριστό, νὰ ἔχουμε κι ἐμεῖς. Τὸν Χριστὸ νὰ ἀγαπήσουμε, καὶ αὐτὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἂς ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.

(†) Μακαριστού ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Καντιώτη Μητροπ. Φλωρίνης

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Παραβολή τοῦ ἀσπλάγχνου δούλου

(Ματ. 18:23-33)

ὑπό ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Συγχωρέστε, γιά νά συγχωρεθεῖτε

Ὁ Κύριος εἶχε ἤδη θεραπεύσει τόν δαιμονισμένο στούς πρόποδες τοῦ ὄρους Θαβώρ (Ματ. 17:14-23). Στή συνέχεια γύρισε μέ τούς μαθητές Του στήν Καπερναούμ (Ματ. 17:24)· στό σπίτι τῆς πεθερᾶς τοῦ Πέτρου· οἱ μαθητές, βρισκόμενοι τώρα ὅλοι μαζί μέσα στό σπίτι, συζητοῦσαν διάφορα θέματα. Ἔθιξαν καί τό θέμα τῆς συγχωρήσεως τοῦ πλησίον. Ὁ Πέτρος ἔχοντας ὑπόψη του τήν Ἰουδαϊκή παράδοση, πού ἔβαζε ὅριο στή συγχώρηση (μέχρι τρεῖς φορές μπορεῖς νά συγχωρέσεις τόν πλησίον σου) ρώτησε τό Χριστό: «Κύριε, πόσες φορές εἶμαι ὑποχρεωμένος, ἄν μοῦ κάμει κάτι ὁ ἀδερφός μου, νά τόν συγχωρέσω, μέχρι καί ἑπτά φορές;» (Ματ. 18:21). Ἔβαλε καί αὐτός (ὁ Πέτρος ) ἕνα ὅριο στή συγχώρηση. Ἔρχεται ὅμως ὁ Χριστός καί καταργεῖ κάθε ὅριο: «Ἡ δική Μου ἐντολή εἶναι ὄχι μόνο μέχρι ἑπτά φορές, ἀλλά μέχρι ἑβδομῆντα φορές τό ἑπτά (490!) (Ματ. 18:22). Καί ὁ Κύριος γιά νά μᾶς πείσει σέ αὐτό, (ὅτι θά πρέπει ἀσυζητητί νά συγχωροῦμε τόν πλησίον μας) εἶπε τήν παραβολή τοῦ «ἀσπλάγχνου δούλου» (Ματ. 18:23-33).

Ἦταν λοιπόν ἕνας Βασιλιάς πού ἀποφάσισε νά τακτοποιήσει τίς ἐκκρεμότητες (τά χρέη) πού εἶχαν μαζί του οἱ ὑπάλληλοί του. Τοῦ ἔφεραν ἕναν ὑπάλληλο πού τοῦ χρωστοῦσε δέκα χιλιάδες τάλαντα. (Γιά νά τό ἐξοφλοῦσε, ἔπρεπε νά δουλεύει 20 χρόνια συνεχῶς!). «Εἶστε ὑπό κράτηση!» τοῦ εἶπε ὁ Βασιλιάς. Καί διέταξε νά πουλήσουν τόν ἴδιο, τή γυναίκα του καί τά παιδιά του. Διέταξε ἐπίσης νά πουλήσουν καί ὅλη του τήν περιουσία, σπίτια, χωράφια, περιβόλια ὅ,τι εἶχε, γιά νά μαζευθοῦν τά χρήματα καί νά ἐξοφληθεῖ τό χρέος! Δέν θά ἔμεινε μόνο χωρίς σπίτι καί χωρίς χωράφια, (σάν τά πουλιά!) ἀλλά θά ἔμεινε καί χωρίς οἰκογένεια, χωρίς τή γυναίκα του καί τά παιδιά του. Βαριά τιμωρία! Ἔπεσε στά πόδια τοῦ Βασιλιά, τόν προσκύνησε καί τόν παρακάλεσε: «Κύριε, μακροθύμησε λίγο σέ μένα. Καί θά σοῦ τά ἐπιστρέψω ὅλα!» (Ματ. 18:26). Ὁ Βασιλιάς τόν λυπήθηκε καί τόν ἄφησε ἐλεύθερο, χαρίζοντάς του ὁλόκληρο τό δάνειο! (Λίγη ἀναβολή ζήτησε ἀπό τό βασιλιά, καί αὐτός τοῦ χάρισε ὁλόκληρο τό χρέος!).

Φεύγοντας ὅλος χαρά, συνάντησε στό δρόμο ἕναν συνάδελφό του πού τοῦ χρωστοῦσε ἑκατό δηνάρια (ἀντίστοιχο μέ ἕνα ἡμερομίσθιο). Ὅρμησε πάνω του, τόν ἔπιασε ἀπό τόν λαιμό καί τοῦ εἶπε: «Δός μου ἐδῶ καί τώρα αὐτά πού μοῦ χρωστᾶς!». Τόν ἔπνιγε…! Ὁ χρεώστης ἔπεσε στά πόδια καί τόν παρακαλοῦσε, «μακροθύμησε λίγο σέ μένα. Καί θά σοῦ τά ἐπιστρέψω!». Δέν δέχθηκε! Καί τόν ἔκλεισε στή φυλακή! Τό ἔμαθε ὁ Βασιλιάς. Τόν κάλεσε νά πάει στό «γραφεῖο» του. «Παλιάνθρωπε (τοῦ εἶπε) ἐγώ σοῦ χάρισα ὅλο τό τεράστιο χρέος σου, μόνο καί μόνο γιατί μέ παρακάλεσες! Γιατί δέν συμπόνεσες καί σύ τόν συνάνθρωπό σου;». Διέταξε νά τόν βασανίσουν σκληρά, ὥσπου νά ξοφλήσει ὁλόκληρο τό χρέος του! «Μέ τόν ἴδιο τρόπο (κατέληξε ὁ Κύριος) θά σᾶς φερθεῖ ὁ ἐπουράνιος Πατέρας Μου, ἄν δέν συγχωρεῖτε ὁ καθένας σας τόν ἀδελφό σας, γιά ὅσα σᾶς κάνει, μέσα ἀπό τήν καρδιά σας» (Ματ. 18:35).

Ἔτσι, μέ τήν παραβολή αὐτή εἶπε ὁ Κύριος «μοιάζει ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Ματ. 18:23). Ὁ Βασιλιάς εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ ὑπάλληλος (δοῦλος του) πού Τοῦ χρωστοῦσε τό τεράστιο αὐτό ποσό, εἴμαστε ἐμεῖς οἱ χριστιανοί. Τό ἀνεξόφλητο χρέος μας εἶναι τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας. Αὐτός πού χρωστοῦσε στόν ἄσπλαγχνο δοῦλο τό δηνάριο εἶναι ὁ πλησίον μας. Καί ὁ Χριστός εἶναι πρόθυμος, προθυμώτατος νά μᾶς διαγράψει τελείως τό ὑπέρογκο χρέος, πού ἔχουμε ἀπέναντί Του, ἀρκεῖ ἐμεῖς νά διαγράψουμε καί μάλιστα μέ προθυμία τό «μικροσκοπικό» χρέος πού μᾶς χρωστάει ὁ πλησίον! (Ματ. 18: 35).

Βέβαια, ἀποροῦμε γιατί τό δικό μας «χρέος» ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσο βαρύ καί ἀνεξόφλητο, ἐνῶ τό «χρέος» πού ἔχει ὁ πλησίον ἀπέναντί μας εἶναι τόσο ἐλάχιστο!

Πρῶτον: Ὁ Χριστός θυσιάσθηκε πρός χάρη μας. Πῶς θά «ξεχρεώσουμε» αὐτή τή θυσία πού ἔκανε γιά μᾶς; Καί νά θυσιασθοῦμε πρός χάρη Του καί πάλι θά εἴμαστε πάντα χρεωμένοι, γιατί ἄλλο τό (Ἅγιο) Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἄλλο τό δικό μας (ἁμαρτωλό) σῶμα.

Δεύτερον: Ἀκόμα καί οἱ καλές μας πράξεις εἶναι ἀπέναντί Του σάν ἕνα ἀκάθαρτο παλιόρουχο «ὡς ράκος ἀποκαθημένης!» (Ἡσ. 64:6). Πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι καί χιλιάδες καλές πράξεις νά κάνουμε καί πάλι δέν ξεχρεωνόμαστε! Καί ἄν οἱ καλές πράξεις εἶναι τόσο ἄχρηστες ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ἄς σκεφθοῦμε τί εἶναι οἱ ἁμαρτίες, πού κάνουμε μέ τά ἔργα, μέ τά λόγια καί μέ τή σκέψη μας! Καί ἐμεῖς ἁμαρτάνουμε καί μέ τά ἔργα μας καί μέ τά λόγια μας, καί μέ τίς σκέψεις μας! μας. Αὐτά «προσφέρουμε» στό Χριστό νυχθημερόν! (Συγκρίνονται μέ αὐτά πού μᾶς «προσφέρει» ὁ πλησίον;) Ἔρχεται, λοιπόν, ὁ ἀγαθός Κύριος καί μᾶς λέει: «Ἐγώ σοῦ «διαγράφω» ὅλο τό ἀνεξόφλητο χρέος πού ἔχεις ἀπέναντί Μου, ἀρκεῖ νά κάνεις τό ἴδιο στόν πλησίον σου!». Μέ αὐτήν τήν προϋπόθεση, ποιός χριστιανός δέν θά ἤθελε νά συγχωρέσει τόν πλησίον του καί μάλιστα μέσα ἀπό τήν καρδιά του; Ἔτσι «μέσα ἀπό τήν καρδιά μας» (Ματ. 18:35) θέλει ὁ Κύριος νά συγχωροῦμε τόν πλησίον μας. Μᾶς ζητεῖ δηλαδή τό αὐτονόητο!

 Ἄς σκεφθοῦμε πόσο ἀναίσθητοι θά πρέπει νά εἴμαστε, ὅταν δέν κάνουμε οὔτε αὐτό τό αὐτονόητο! Σῶσε μας Κύριε ἀπό τέτοια ἀναισθησία!

Ο ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑΣ ΣΤΗN ΕΥΡΥΤΑΝΙΑ

Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, μεταξύ τῶν ἄλλων, ἐπισκέφθηκε καί τό χωριό Γρανίτσα Εὐρυτανίας. Ἡ προγιαγιά τοῦ μακαριστοῦ π. Κω/νου Σκόνδρα (+2009, ἐτῶν 86), ἐφημερίου τοῦ χωριοῦ, ἦταν τότε μικρό κοριτσάκι. Καί θυμόταν μέχρι τά τελευταῖα της τό μεγάλό αὐτό γεγονός. (Βλ. Ἠλία Σκόνδρα, φιλολόγου, «Εκκλησιολόγος», 21-8-2010).

Λοιπόν. Ὁ Ἅγιος ἔμεινε στό χωριό πέντε ἡμέρες. Καθώς μιλοῦσε στή λαοθάλασσα, ἐμφανίσθηκε ἕνας καλοντυμένος κύριος μέ χρυσά κουμπιά. Ὁ Ἅγιος τόν κοίταξε, καί μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διεῖδε, ὅτι τά κουμπιά ἦταν κλεμμένα. Τοῦ εἶπε: «Βγάλε τά κουμπιά, τύλιξέ τα σέ ἕνα μανδήλι, καί βάλτα στήν ἐσοχή, πίσω ἀπό τό ἱερό». Ὑπάκουσε! «Πήγαινε τώρα νά τά πάρεις», τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος. Πηγαίνοντας, ἔπαθε μεγάλο σόκ! «Δέν μπορῶ νά τά πάρω! Ἔγιναν φίδια ζωντανά!», εἶπε ἔντρομος στόν Ἅγιο. Καί ὁ Ἅγιος: «Ὅταν τά ἔκλεβες, δέν ἤξερες πώς εἶναι φίδια, πού θά σέ φᾶνε;». (Ἡ κλοπή, ἡ ἀδικία γίνονται φίδια στή ζωή μας). «Πήγαινε, καί φέρτα «καρφωμένα» στό μπαστούνι σου». Ὑπάκουσε καί πάλι! Ὁ Ἅγιος τά «σταύρωσε» καί τά φίδια ἔγιναν κουμπιά. «Πάρτα, καί νά τά δώσεις σέ ἐκεῖνον πού τά πῆρες», τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος.

Στή συνέχεια εἶπε στό ἀκροατήριο. «Λείπουν ἀπό τό χωριό δυό ψυχές· νά πᾶτε νά τίς φέρετε». (Δέν ὑπάρχει Ἅγιος χωρίς προορατικό). «Δέν λείπει κανένας. Ὅλο τό χωριό εἶναι ἐδῶ», τοῦ ἀπάντησαν. Ὁ Ἅγιος ἐπέμενε. «Πᾶτε σέ ἐκείνη τήν σπηλιά, καί θά βρεῖτε μέσα ἐκεῖ δυό ψυχές. Φέρτε τες ἐδῶ». Πῆγαν καί βρῆκαν μιά ἀνύπαντρη κοπέλα, πού μόλις εἶχε γεννήσει ἕνα παιδάκι! Καί ἀπό τή μεγάλη της ντροπή κρύφθηκε στή σπηλιά. (Τότε ἡ ἔλλειψη ντροπῆς θεωρεῖτο ξεπεσμός. «Δέν ντρέπεσαι;», ἔλεγαν. Σήμερα….).

Ὁ Ἅγιος σταύρωσε τό μωρό. «Ποιός εἶναι ὁ πατέρας σου;», ρώτησε ὁ Ἅγιος τό μωρό. Καί τό μωρό, δείχνοντας τόν πατέρα του, φώναξε δυνατά «αὐτός εἶναι ὁ πατέρας μου». «Παιδί μου, ὅταν θἄρθει ὁ καιρός σου, τότε νά ξαναμιλήσεις», εἶπε ὁ Ἅγιος στό μωρό, καί τό μωρό ὑπάκουσε! Ὁ Ἅγιος κάλεσε τόν πατέρα κοντά του, καί τόν συμβούλεψε νά παντρευθεῖ τήν κοπέλα.

Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὅπου περνοῦσε κα μιλοῦσε , γινόταν ξεσηκωμός! Ὄχι μόνο στό χωριό ὅπου μιλοῦσε (π.χ. στήν Γρανίτσα), ἀλλά καί σ’ ὅλα τά γύρω χωριά! Μικροί, μεγάλοι κατέφθαναν γιά νά τόν ἀκούσουν. Γι’αὐτό καί δέν μιλοῦσε στίς ἐκκλησίες, (δέν χωροῦσε ὁ κόσμος), ἀλλά ἔξω, στήν ὕπαιθρο, σέ πεδιάδες καί σέ βουνοπλαγιές. Ἔστηνε ἕνα σταυρό, καί ἄρχιζε τό κήρυγμα.

Ὅταν πήγαινε σ΄ἄλλο χωριό, τόν ἀκολουθοῦσαν κάπου 50 Ἱερεῖς, καί 3.000-5.000 ἁπλοί χριστιανοί! «Ἀκούγονταν τά ποδοβολητά, λές καί περνοῦσε ὁλόκληρος στρατός», λένε ἀκόμα στήν Ἤπειρο οἱ παπούδες στά ἐγγόνια τους. Σκεφθεῖτε πόσοι χιλιάδες χριστιανοί ἄκουγαν σέ κάθε «στάση» τό κήρυγμά του! Χάρη στό μεγάλο αὐτόν Ἅγιο ἡ ἁγία μας Πίστη, στά μαῦρα ἐκεῖνα χρόνια, κρατήθηκε ζωντανή. «Ἅγιε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν».

Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Αναστάσιος (21-08-2020)