Κύριος ἐν παντί!
7ος λόγος τοῦ σταυροῦ
«Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου» (Λουκ. 23,4)
«Καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα» (Ἰω. 19,30)
Μετά, ἀγαπητοί μου, μετὰ ἀπὸ πέντε περίπου ὡρῶν ἀγωνία καὶ πόνο ἐπάνω στὸ σταυρὸ ὁ μέγας Μάρτυς τοῦ Γολγοθᾶ ἐκπνέει. Σφραγίζει τὴν ἐπίγεια ζωή του μὲ τὴ θερμὴ προσευχὴ «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου» (Λουκ. 23,46), ποὺ ἀποτελεῖ τὸν ἕβδομο καὶ τελευταῖο λόγο του[1]. Ἐν συνεχείᾳ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα» (Ἰω. 19,30). Ἀρκετὰ νωρίτερα, προαναγγέλλοντας ἤρεμος καὶ ἀτάραχος τὸ πάθος ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνάστασί του, εἶχε πεῖ ἐπίσης· «Ἐγὼ τίθημι τὴν ψυχήν μου, ἵνα πάλιν λάβω αὐτήν. οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ᾽ ἐμοῦ, ἀλλ᾽ ἐγὼ τίθημι αὐτὴν ἀπ᾽ ἐμαυτοῦ· ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν, καὶ ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν» (Ἰω. 10,17-18). Τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ἀντικρύσαμε τὸν Κύριό μας νὰ ὑψώνεται γυμνὸς ἐπάνω στὸ ξύλο κι ἀκούσαμε νὰ λέῃ ἀπὸ ᾽κεῖ πάνω ἕναν – ἕνα τοὺς ἑπτὰ λόγους τοῦ σταυροῦ, τοὺς ὁποίους ἐξηγοῦμε. Ἀπὸ αὐτοὺς ὁ 1ος ἦταν φωνὴ ἀγάπης καὶ συγχωρήσεως «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23, 34) κι ὁ τελευταῖος εἶνε φωνὴ ἀφοσιώσεως στὸν Πατέρα «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου»[2]. Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ἐπρόφερε τὰ λόγια «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου», ἦταν ζωὴ πονεμένη, ζωὴ θλίψεως καὶ πόνου. Ὅπως τὸ ἀλεύρι ζυμώνεται μὲ τὸ νερό, ἔτσι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ εἶνε ζυμωμένη μὲ δάκρυ[3]. Ὁ Χριστὸς προσευχόταν συνεχῶς. Προσευχήθηκε κατὰ τὴ βάπτισί του. Προσευχήθηκε μόνος. Προσευχήθηκε ὅλη τὴ νύχτα. Προσευχήθηκε στὸ βουνό. Προσευχήθηκε στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Τέλος προσευχήθηκε πάνω στὸ σταυρό, καὶ μὲ προσευχὴ ἔκλεισε τὴν ἐπίγεια ζωή του λέγοντας τὰ λόγια αὐτά[4].
Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στὰ λόγια αὐτὰ παρατηροῦν ὅτι ὁ Κύριος ἐνεργεῖ ἐλευθέρως. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων κατηχεῖ· Λόγῳ τῆς ἁμαρτίας ἤμασταν ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ, κι ὁ Θεὸς εἶχε ὁρίσει ὅποιος ἁμαρτάνει νὰ πεθαίνῃ. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ γίνῃ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο· ὁ Θεὸς ἢ μένοντας συνεπὴς στὸ λόγο του νὰ μᾶς θανατώσῃ ὅλους, ἢ δείχνοντας φιλανθρωπία νὰ ἀναιρέσῃ τὴν ἀπόφασί του. Ἀλλὰ βλέπε τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ· τήρησε καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀπόφασί του τὴ συνέπεια, καὶ ὡς πρὸς τὴ φιλανθρωπία του τὴν ἐνέργεια. «Φορτώθηκε ὁ Χριστὸς τὶς ἁμαρτίες διὰ τῆς θυσίας τοῦ σώματός του ἐπάνω στὸ ξύλο τοῦ σταυροῦ, ὥστε μὲ τὸ θάνατό του, ἀφοῦ ἀπαλλαχθοῦμε ἀπὸ τὶς ἀνομίες, νὰ ζήσουμε μὲ ἁγιότητα» (Α΄ Πέτρ. 2,24). Δὲν ἦταν μικρὸς αὐτὸς ποὺ πέθαινε γιὰ τὴ σωτηρία μας· δὲν ἦταν ἕνα φυσικὸ πρόβατο, δὲν ἦταν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, δὲν ἦταν ἕνας ἀπεσταλμένος μόνο, ἀλλὰ ἦταν ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος. Δὲν ἦταν τόσο μεγάλη ἡ παρανομία τῶν ἁμαρτωλῶν, ὅση ἦταν ἡ ἁγιότης ἐκείνου ποὺ πέθαινε γιὰ τὴ σωτηρία τους· δὲν ἁμαρτήσαμε τόσο πολὺ ἐμεῖς, ὅσο ἄψογα ἔζησε ἐκεῖνος ποὺ θυσίασε τὴν ψυχή του γιὰ τὴ σωτηρία μας· ἐκεῖνος ποὺ τὴ θυσίασε τότε ποὺ ἤθελε καὶ πάλι τὴν πῆρε πίσω ὅταν ἤθελε. Καὶ θέλεις νὰ μάθῃς ὅτι δὲν παρέδωσε τὴ ζωή του σφαζόμενος μὲ τὴ βία, οὔτε παρέδωσε τὸ πνεῦμα του ἀκουσίως; Ὅταν ἀπευθυνόταν στὸν οὐράνιο Πατέρα του ἔλεγε· «Πατέρα μου, στὰ χέρια σου παραδίδω τὴν ψυχή μου» (Λουκ. 23,46)· τὴν παραδίδω γιὰ νὰ τὴν πάρω πάλι πίσω. «Κι ἀφοῦ εἶπε αὐτά, ἐξέπνευσε»· ὄχι ὅμως γιὰ πολὺ χρόνο, γιατὶ γρήγορα ἀναστήθηκε πάλι ἐκ νεκρῶν[5]. Ἡ Ἐκκλησία μας στὴ λατρεία της ψάλλει· «Φόβῳ σοι ὡς θεραπαινὶς ἡ τελευτὴ προσταχθεῖσα πρόσεισι, τῷ Δεσπότῃ τῆς ζωῆς· δι᾽ αὐτῆς βραβεύοντι ἡμῖν ἀτελεύτητον ζωὴν καὶ τὴν ἀνάστασιν»[6]. Δηλαδή· Ἡ θανή (=ὁ θάνατος), ὅταν ἔλαβε τὴν προσταγή σου, τότε σὰν μιὰ φοβισμένη ὑπηρέτρια πλησιάζει σ᾽ ἐσένα, τὸν Κύριο τῆς ζωῆς, ποὺ δι᾽ αὐτῆς (=τῆς θανατώσεώς σου) χαρίζεις σ᾽ ἐμᾶς τὴν ἀνάστασι καὶ τὴν ἀτέλειωτη ζωή. Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου λέει· Αὐτὸς ὁ λόγος (τὸ «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου») δὲν εἶνε λόγος ἀνθρώπου. Γιατὶ κανένας ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἐξουσία νὰ θυσιάσῃ τὴν ψυχή του, καὶ πάλι νὰ τὴν πάρῃ πίσω. Κι ὅταν μιλάῃ γιὰ ψυχή, δείχνει ὅτι αὐτὸς ἐνανθρώπησε πραγματικά, ὄχι κατὰ φαντασία[7]. Ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς ἐρωτᾷ· Σὲ ποιόν ἔδωσε τὴν ψυχή του; Στὸν Πατέρα. Διότι πεθαίνοντας φώναξε «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου». Μᾶς κατεῖχε ὅμως βέβαια ὄχι ὁ Πατὴρ ἀλλὰ ὁ διάβολος. Προσοχὴ λοιπὸν γιὰ νὰ λυθῇ ἡ ἀπορία. Κάθε λύτρο ποὺ καταβάλλεται, αὐτὸ μὲν πέφτει στὴν κυριότητα ἐκείνου ποὺ κρατάει κάποιους ὁμήρους, καὶ ἔτσι λυτρώνει ἀπὸ τὸ χέρι του τοὺς κρατουμένους· ἀλλὰ τὸ λύτρο ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸ Χριστό, ἐπειδὴ εἶνε ἐξαιρετικὰ ὑπερφυέστερο ἀπὸ κάθε ἄλλο λύτρο, λύτρωσε μὲν τοὺς κρατουμένους, αὐτὸ ὅμως δὲν ἔπεσε στὴν κυριότητα ἐκείνου ποὺ τοὺς κρατοῦσε ὁμήρους, διότι αὐτὸς δὲν μπόρεσε νὰ τὸ πάρῃ. Ὡς ψυχὴ δηλαδὴ τοῦ Υἱοῦ του, στὸν Πατέρα τὴν εἶχε δώσει ὁ Υἱός. Γι᾽ αὐτὸ καί, ἀφοῦ ἤδη τὸ λύτρο δόθηκε, μολονότι δὲν μπόρεσε ὁ τύραννος νὰ τὸ πάρῃ, οἱ κρατούμενοι ὅμηροι λυτρώθηκαν. Καὶ πῶς «ἔδωκε τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν»; (Ματθ. 20,28). Μὲ τὸ νὰ παραδώσῃ ἑκουσίως τὸν ἑαυτό του σὲ θάνατο χάριν τῆς ἐλευθερίας τῶν ἀνθρώπων. Πεθαίνοντας δηλαδὴ νίκησε τὸν τύραννο, μὲ ἰσχυρὸ πάτημα τὸ ὅτι αὐτὸς θανάτωσε τὸν ἀναμάρτητο. Γιατὶ ὁ θάνατος εἶνε ἐπιτίμιο ἁμαρτίας, καὶ μόνο ὁ Χριστὸς «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησε» (Ἠσ. 53,9 – Α΄ Πέτρ. 2,22)[8].
Τὸ «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμά μου» τὸ φώναξε μὲ φωνὴ δυνατή, γιὰ ν᾽ ἀκούσουν ὅλοι καὶ ὅλοι νὰ μάθουν ὅτι μέχρι τὴν τελευταία ὥρα πατέρα ὀνομάζει τὸ Θεό, καὶ σ᾽ αὐτὸν ἀναθέτει τὸ πᾶν, καὶ δὲν εἶνε ἀντίθεος. Κι ἀκόμη γιὰ νὰ μάθουμε ὅτι μὲ τὴν ἐξουσία του, ὅταν αὐτὸς τὸ θέλησε, τότε πεθαίνει. Γιατὶ ἀφοῦ εἶπε ὅτι «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμά μου», τότε πλέον ἐπέτρεψε στὸν θάνατο νὰ τὸν πλησιάση[9]. «Καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα» (Ἰω. 19,30). Ἐξέπνευσε ὄχι πρὶν γείρῃ τὸ κεφάλι, ὅπως συμβαίνει σ᾽ ἐμᾶς, ἀλλὰ ἀφοῦ ἔγειρε τὸ κεφάλι τότε ἐξέπνευσε, γιὰ νὰ μάθουμε ὅτι, ὅταν τὸ θέλησε, τότε πέθανε· ὅταν τελέσθηκαν ὅλα, τότε παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὰ χέρια τοῦ Πατέρα, ὅπως ἔγραψε ὁ Λουκᾶς[10].
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας συμπληρώνει· Οἱ ψυχὲς τῶν ἁγίων (φεύγοντας) θὰ τρέξουν στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ· αὐτὸ μᾶς προξένησε ὁ Σωτὴρ τῶν ὅλων καὶ Κύριος τὸν καιρὸ τοῦ τιμίου σταυροῦ μὲ τὸ νὰ πῇ «Πάτερ, εἰς χεῖράς σου παραθήσομαι τὸ πνεῦμά μου». Καὶ χάρισε στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων προσβάσιμο τὸν παράδεισο μὲ τὸ νὰ εἰσελάσῃ πρῶτος ὁ ἴδιος καὶ νὰ πῇ στὸ λῃστὴ ποὺ κρεμόταν μαζί του «Σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λουκ. 23,43). Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ μακάριος (διάκονος) Στέφανος λιθοβολούμενος ἔλεγε· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου» (Πράξ. 7,59). Γιατὶ δὲν πηγαίνουν πλέον οἱ ψυχὲς τῶν ἁγίων στὸν ᾅδη, ὅπως τῶν ἁμαρτωλῶν. Κι αὐτό, νομίζω, εἶνε αὐτὸ ποὺ λέει· «Πλὴν ὁ Θεὸς λυτρώσεται τὴν ψυχήν μου ἐκ χειρὸς ᾅδου ὅταν λαμβάνῃ με» (Ψαλμ. 48,16)[11]. Ἡ κάθε λέξι ἔχει τὴ σημασία της· τὸ «Πάτερ» σημαίνει ὅτι δὲν εἶνε ἀντίθεος ὅπως τὸν κατηγοροῦσαν, τὸ «εἰς χεῖράς σου» ὅτι οἱ ψυχὲς τῶν πιστῶν στὸ ἑξῆς δὲν πηγαίνουν στὸν ᾅδη ἀλλὰ στὸ Θεό, τὸ «παρατίθεμαι» ὅτι ἐνεργεῖ ἐλευθέρως καὶ χωρὶς καταναγκασμό, καὶ τὸ «πνεῦμά μου» σημαίνει ὅτι ἔχει ψυχή, ἔγινε ἄνθρωπος πραγματικὰ καὶ ὄχι φανταστικά.
Χριστιανέ, μπορεῖς ὅσο ζῇς νὰ λές· Οὐράνιε Πατέρα, συγχωρῶ τὸν κάθε ἐχθρό μου; Κι ὅταν κλείσῃς τὰ μάτια στὸ μάταιο τοῦτο κόσμο· «Πατέρα, δέξου τὴν ψυχή μου στὰ χέρια σου»;[12] Ἀδελφοί μου συναμαρτωλοί· ὅταν θὰ ἔρθῃ ἡ ὥρα τοῦ δικοῦ μας θανάτου καὶ κάποιος ξυλουργὸς θὰ κατασκευάζῃ τὸν σταυρὸ ποὺ θὰ στηθῇ στὸ μνῆμα μας, εὔχομαι ὁ καθένας μας νὰ εἶνε σὲ θέσι νὰ πῇ στὸ Θεὸ ὅπως ὁ ἐσταυρωμένος Λυτρωτής μας· «Τετέλεσται»! Κύριε, «εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου»[13]· ἀμήν.
[1] Πρὸς τὸν Γολγοθᾶν, Ὁ ἑκατόνταρχος [τοῦ 1949 ἢ 1950;], Ἀθῆναι 19894, σ. 173.
[2] Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία συνετάχθη πιθανῶς τὸ 1962. «Κυριακὴ» 1247/2013 [2006]
[3] Ι. Ναὸς Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης 11-4-1974 βράδυ. «Κυριακὴ» 1495/2009
[4] Ἕνα βλέμμα στὸ πανόραμα τῆς ἁγ. Γραφῆς Γ΄, Τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, σ. 34.
[5] ἅγ. Κύριλλος Ἰεροσολ., Κατήχ. ΙΔ΄, λγ΄. Migne 33,812-13.
[6] Παρακλητική, ἦχ. πλ. β΄, Κυριακή, Ἀναστάσ. κανὼν ᾠδὴ α΄.
[7] ἅγ. Ἐπιφάν. Κύπρ., Κατὰ αἱρέσ., βιβλ. Β΄, ξθ΄. Migne 42,277.
[8] Εὐθύμ. Ζιγαβην. Ἑρμ. κατὰ Ματθ. ΜΓ΄. Migne 129,545.
[9] Εὐθύμ. Ζιγαβην. Ἑρμ. κατὰ Ματθ. Migne 129,733.
[10] Εὐθύμ. Ζιγαβην. Ἑρμ. κατὰ Ἰωάν. Migne 129,1472.
[11] Κύριλ. Ἀλεξ., Ἐξήγ. εἰς Ψαλμ. ΜΗ΄. Migne 69,1072-73.
[12] Γραπτὴ ὁμιλία, ἡ ὁποία συνετάχθη πιθανῶς τὸ ἔτος 1962. «Κυριακὴ» 1247/2013 [2006].
[13] Ι. Ναὸς Κοιμήσεως Θεοτόκου Χρυσοσπηλαιωτίσσης Μ. Παρασκευὴ 23- 4-1965. Πρὸς τὸν Γολγοθᾶν, σ. 172 «Τετέλεσται». «Κυριακὴ» 1944/2009.