ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ’ ΛΟΥΚΑ (4ο)

+ Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτου

Ἡ μυστικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν Χριστὸ

Μόλις, ἀγαπητοί μου, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶχε ἐπιστρέψει διωγμένος ἀπὸ τὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, καὶ σπεύδει σὲ νέο καθῆκον. Διαρκὴς εὐεργεσία ἡ ζωή του.

Ἡ μονάκριβη κόρη τοῦ ἀρχισυναγώγου τῆς Καπερναοὺμ Ἰαείρου εἶνε στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου. Ὁ δυστυχισμένος πατέρας πέφτει στὰ πόδια του καὶ παρακαλεῖ, καὶ ὁ μοναδικὸς Ἰατρὸς καλεῖται ἐπειγόντως. Ὁ Χριστὸς βαδίζει πρὸς νέο θρίαμβο κατὰ τοῦ θανάτου. Χιλιάδες τὸν ἀκολουθοῦν. Πολλοὶ βέβαια γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία του.

Οἱ περισσότεροι ὅμως ἀπὸ περιέργεια, γιὰ νὰ δοῦν νέα θαύματά του. Ἐκεῖνος μέσα στὸν περίεργο ἐκεῖνο κόσμο προχωρεῖ. Ξαφνικὰ σταματᾷ καὶ ἀπευθύνει τὸ ἐρώτημα «Τίς ὁ ἁψάμενός μου;», ποιός μὲ ἄγγιξε; (Λουκ. 8,45). – Περίεργο, Διδάσκαλε, λέει ὁ Πέτρος· μέσα σὲ τέτοιο συνωστισμὸ ρωτᾷς ποιός σὲ ἄγγιξε;

Ὁ Χριστὸς ὅμως ἐπιμένει· –«Κάποιος μὲ ἄγγιξε. Διότι ἐγὼ αἰσθάνθηκα μία δύναμι νὰ βγαίνῃ ἀπὸ μένα».

 – Κύριε! ἀκούγεται μιὰ τρεμάμενη φωνή (ὅλοι στρέφουν τὰ  βλέμματα· μιλάει μία γυναίκα)· ἐγὼ ἤμουν ἐκείνη ποὺ σὲ ἄγγιξε. Ζοῦσα ἕνα δρᾶμα. Δώδεκα χρόνια ἔπασχα ἀπὸ ἀσθένεια ἀνίατη. Ξώδεψα ὁλόκληρη περιουσία στοὺς γιατρούς, καὶ ἡ κατάστασι χειροτέρευε. Ὅταν ὅμως ἄκουσα γιὰ σένα, εἶπα μέσα μου· Ὁ Χριστὸς μόνο θὰ μὲ θεραπεύσῃ! Μὲ τὴν πίστι αὐτὴ ἦρθα. Σὲ ἔβλεπα ἀπὸ μακριά. Δὲν ἤμουν ἄξια νὰ σ᾽ ἀντικρύσω κατὰ πρόσωπο. Εἶπα· Ἂς μ᾽ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς ν᾽ἀγγίξω τὸ κράσπεδο τοῦ ἐνδύματός του! Ἔτσι σὲ πλησίασα. Καὶ μόλις σὲ ἄγγιξα, ἀμέσως θεραπεύθηκα. Κύριε, θὰ σὲ δοξάζω καὶ θὰ σὲ ὑμνῶ εἰς τοὺς αἰῶνας! Ἔτσι εἶπε ἡ γυναίκα, καὶ ὡς ἀμοιβὴ τῆς δημοσίας αὐτῆς ἐξομολογήσεως πῆρε τὴν εὐλογία· «Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην»

Ἔχε θάρρος, κόρη μου, ἡ  πίστι σου σ᾽ ἔχει σώσει· βάδιζε μὲ εἰρήνη (ἔ.ἀ. 8,48). Ἡ πίστι τῆς Βερονίκης (αὐτὸ κατὰ μία παράδοσι ἦταν τὸ ὄνομα τῆς γυναίκας) διαλαλεῖται ἔκτοτε παντοῦ. Καὶ ἡ θαυματουργὸς ἐπαφή της μὲ τὸ πανακήρατο σῶμα τοῦ Κυρίου μᾶς δίνει ἀφορμὴ νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴ μυστικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ Χριστό, τὴν ὁποία κ᾽ἐμεῖς σήμερα μποροῦμε νὰ πετύχουμε.

Ὁ Κύριος, ἀγαπητοί μου, βρίσκεται παντοῦ. Καμμία ἔρημος, κανένας βυθός, καμμία σπηλιὰ δὲν μποροῦν νὰ ἐμποδίσουν τὴν παρουσία του. Κι ἀπὸ τὴ φυλακὴ ὁ Ἰωσήφ, κι ἀπὸ τὴν κοπριὰ ὁ Ἰώβ, κι ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους ὁ Ἰωνᾶς, κι ἀπὸ τὸ φλογισμένο καμίνι οἱ Τρεῖς Παῖδες, κι ἀπὸ τὸ λάκκο τῶν λεόντων ὁ Δανιήλ, εὕρισκαν τρόπο νὰ ἐπικοινωνοῦν μαζί του.

Ἀλήθεια, «ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον» (Ψαλμ. 102,22). Ἀλλ᾿ἐὰν ὑπάρχῃ ἕνας τόπος, ὅπου ἡ παρουσία του γίνεται περισσότερο αἰσθητή, αὐτὸς εἶνε ὁ ναός.

Καὶ πῶς ὄχι; Ἐκεῖνος δὲν εἶπε, ὅτι ὅπου θὰ εἶνε δύο ἢ τρεῖς συναγμένοι στὸ δικό του ὄνομα, θὰ εἶνε κι αὐτὸς ἀνάμεσά τους; (βλ. Ματθ. 18,20). Ἄλλως τε ὅ,τι βλέπουμε καὶ ἀκοῦμε μέσα στὸν χριστιανικὸ ναό, προδιαθέτει τὴν ψυχὴ νὰ συναντήσῃ τὸν Κύριο. Ὁ Ἐσταυρωμένος μὲ ἁπλωμένα τὰ χέρια, ἡ ἁγία τράπεζα ποὺ εἰκονίζει τὸ φρικτὸ Γολγοθᾶ καὶ τὸν πανάγιο Τάφο, οἱ εἰκόνες, οἱ πολυέλεοι, οἱ λαμπάδες, τὸ λιβάνι, τὰ τροπάρια καὶ οἱ ὕμνοι, οἱ ἀδελφοὶ ποὺ συμπροσεύχονται, ὅλα δημιουργοῦν μία ἀτμόσφαιρα, μέσα στὴν ὁποία ἡ ψυχὴ μπορεῖ ν᾿ ἀποκτήσῃ φτερά, ν᾿ ἀπογειωθῇ, ν᾿ ἀνεβῇ σὲ ὕψη, νὰ πλησιάσῃ τοὺς οὐρανούς, νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Κύριο τῆς δόξης.

Ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Κύριο! Αὐτὸς εἶνε ὁ σκοπὸς τῶν συνάξεων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ δυστυχῶς, πόσο λίγοι τὸν ἐπιτυγχάνουν! Μέσα σὲ 100 καὶ 1.000 ἐκκλησιαζομένους πόσοι ἆραγε πλησιάζουν τὸν Κύριο, αἰσθάνονται τὴν παρουσία του καὶ μποροῦν στὸ τέλος τῆς θείας Λειτουργίας νὰ ποῦν «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον…»;

Εἶνε ἀλήθεια ὅτι τὶς μεγάλες ἑορτὲς τὰ πλήθη κατακλύζουν τοὺς ναούς. Ἀλλ᾽ἀπὸ περιέργεια μᾶλλον παρὰ ἀπὸ εὐλάβεια. Μοιάζουν μὲ κῦμα ποὺ πλημμυρίζει τὴν παραλία κι ὅταν ἀποσύρεται ἀφήνει πίσω του φύκια, χαλίκια, εὐτελῆ κογχύλια. Ἔτσι μικρὰ καὶ ἀσήμαντα εἶνε ἐκεῖνα ποὺ ἀφήνει σήμερα ὁ ἐκκλησιασμός . Γιατί;

Διότι δὲν γίνεται ὅπως ἁρμόζει στὸ μεγαλεῖο τῆς Θεότητος ποὺ καλούμεθα νὰ λατρεύσουμε. Δὲν ὑπάρχει ἐπίγνωσις, δὲν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ (βλ. Β΄ Κορ. 7,1 κ.ἀ.). Παρατηρῆστε πῶς μπαίνουν καὶ πῶς στέκονται στὸ ναὸ οἱ πολλοί. Τὸ βλέμμα τους πλανᾶται ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη ὣς τὴν ἄλλη. Περιεργάζονται τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα. Ὁ παπᾶς, ὁ ψάλτης, ὁ νεωκόρος, ὁ διπλανός, ἐκεῖνος ὁ κύριος, ἐκείνη ἡ κυρία…, ὅλα γίνονται ἀντικείμενο  παρατηρήσεως, κριτικῆς, σὰ νὰ βρίσκωνται σὲ καμμιὰ κοσμικὴ συγκέντρωσι. «Σοφία· ὀρθοί»! προτρέπει ἡ Ἐκκλησία, ἀλλ᾽ ὁ νοῦς εἶνε ἀλλοῦ. Ἂν στὸ  τέλος ρωτήσετε, ποιός ἀπόστολος ἢ εὐαγγέλιο διαβάστηκε, δὲ θυμοῦνται.

Γιατί ἐκκλησιάστηκαν δὲν ξέρουν. Φοβερὴ ἄγνοια τῆς «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» λατρείας (Ἰω. 4,24). Ἐκκλησιάζονται τυπικά. Σὰν τὸν ἄψυχο δίσκο τοῦ πικ-ὰπ, ἔτσι σήμερα ψάλτες, ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, μηχανικά, ἀπαγγέλλουν τὶς προσευχές, τὴ Δοξολογία, τὸ «Πάτερ ἡμῶν», τὸ «Πιστεύω». Ποιό τὸ ὄφελος; Μένουν μακριὰ ἀπὸ τὴν εὐεργετικὴ ἀκτινοβολία ποὺ ἐκπέμπει ἡ θυσία τοῦ Γολγοθᾶ. Δὲν πιάνουν καμμιά ἐπαφὴ μὲ τὸν σωτῆρα Χριστό. Μαῦροι μπαίνουν, μαῦροι βγαίνουν ἀπὸ τὸ ναό.

Γιὰ νὰ θερμανθῇ ἡ καρδιὰ καὶ νὰ γίνῃ μία οὐσιαστικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ Χριστό, χρειάζεται ἀγώνας , ὅπως ἔκανε ἡ αἱμορροοῦσα. Ὁ Χριστὸς ἦταν περικυκλωμένος ἀπὸ κόσμο, κι αὐτὴ κατώρθωσε μὲ ἐπίμονη προσπάθεια νὰ τὸν πλησιάσῃ. Αὐτὸ κάνε κ᾽ ἐσύ, ἀδελφέ. Τὴν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας, ποὺ ὁ Κύριος εἶνε παρών, ὄχλος πολὺς θὰ σὲ κυκλώσῃ (μάταιες σκέψεις, κοσμικὲς φροντίδες, μέριμνες βιοτικές), γιὰ νὰ ματαιώσουν τὴ συνάντησί σου μαζί του. Ἀλλὰ ἐσὺ πές τους αὐστηρά· «Σκέψεις τοῦ κόσμου, τὴν ὥρα αὐτὴ ἐξαφανιστῆτε! Ἂς πάψῃ κάθε ψίθυρος τοῦ κόσμου, ν᾽ ἀκούσω τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου». Ὅπως ψάλλει ὡραῖα ἡ Ἐκκλησία μας, «Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία, καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου, καὶ μηδὲν γήϊνον ἐν ἑαυτῇ λογιζέσθω…» (χερουβ. Μ. Σαββ.).

Προσηλωθῆτε στὴ θεία λειτουργία. Τὸ θεωρεῖτε εὔκολο; Προσπαθῆστε μιὰ Κυριακὴ νὰ παρακολουθήσετε τὴ θεία λειτουργία ἀπ᾿τὴν ἀρχὴ ὣς τό τέλος, καὶ θὰ δῆτε πόσες φορὲς ἡ διάνοια θὰ λοξοδρομήσῃ καὶ θὰ λιποτακτήσῃ ἀπὸ τὴν ἱερὰ θεωρία. Πόσο ἀδύνατος ὁ ἄνθρωπος! Ἀγώνας νὰ προσηλώσουμε τὴ σκέψι, ἀλλὰ ἀγώνας καὶ γιὰ νὰ πλησιάσουμε μὲ εὐλάβεια. Διότι ποιός εἶνε ὁ Κύριος ; Εἶνε ὁ Ἅγιος, ὁ Βασιλεὺς τῶν ἁγίων, ποὺ ἐμπρὸς στὴ λάμψι τῆς δόξης του τὰ Σεραφὶμ καὶ τὰ Χερουβὶμ καλύπτουν τὰ πρόσωπά τους λέγοντας· «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου» (Ἠσ. 6,3. θ. Λειτ.).

Τέτοιο αἴσθημα εὐλαβείας εἶχε καὶ ἡ αἱμορροοῦσα. Καὶ μὲ τέτοια συναίσθησι ἀναξιότητος πρέπει νὰ πηγαίνουμε κ᾽ ἐμεῖς στὸ ναὸ νὰ λατρεύσουμε τὴν ἁγία Τριάδα. Στοὺς ταπεινοὺς ἐκχύνει τὸ ἔλεός του ὁ Θεός. Κι ἂν οἱ ἁμαρτίες μας εἶνε πολλὲς καὶ μεγάλες κι ὁ Ἑωσφόρος ζητάῃ νὰ μᾶς ἀπογοητεύσῃ, νὰ τοῦ λέμε· «Σατανᾶ, ὕπαγε ὀ πίσω μου! (πρβλ. Ματθ. 16,23) ὑπάρχει καὶ γιὰ μένα χάρις! Θὰ μὲ δεχθῇ ὁ Φιλάνθρωπος ὅπως δέχθηκε τὴν αἱμορροοῦσα». Ὁ ἄπιστος δὲν ἔχει χέρι ν᾽ἀγγίζῃ τὸν Κύριο, ὁ πιστὸς ἔχει. Χέρι εἶνε ἡ πίστις ἡ ἀκράδαντος ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ σωτήρας καὶ λυτρωτής. Ψυχὲς ἁμαρτωλές, τί διστάζετε; Μιμηθῆτε τὴν αἱμορροοῦσα. Ἁπλῶστε κ᾽ἐσεῖς τὸ χέρι τῆς πίστεως καὶ ἀγγίξτε τὸν Κύριο. Καὶ μόλις ἔλθετε σὲ ἐπαφὴ μαζί του, ὤ τί εὐλογία, τι μεταβολή! Ἡ αἱμορραγία θὰ σταματήσῃ, οἱ πληγὲς θὰ κλείσουν. Νέο αἷμα θὰ κυκλοφορήσῃ στὴν ὕπαρξί μας, ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο μᾶς προσκαλεῖ ὁ Κύριος λέγοντας· «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου…» (Ματθ. 26,27-28). Αὐτὰ τὰ θαυμάσια ἀποτελέσματα φέρνει ἡ ἐπαφὴ τῆς ψυχῆς μὲ τὸν σωτῆρα Χριστό. Ὅποιος τὴν δοκιμάσῃ, μπορεῖ καὶ ἐξ ἰδίας πείρας πλέον νὰ λέῃ στοὺς ἄλλους· «Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος» (Ψαλμ. 33,9).

Κύριε! ὑπακούοντας στὴ διαταγή σου κήρυξα καὶ πάλι. Ἀλλὰ ποιά ἀπήχησι εἶχαν τὰ λόγια αὐτὰ δὲν γνωρίζω. Νὰ ἔφεραν ἆραγε πιὸ κοντά σου καμμιὰ καρδιά; νὰ σὲ πλησίασε κάποιος καὶ νὰ σὲ ἄγγιξε; Ἐὰν πάντως ἔστω καὶ μία ψυχὴ πονεμένη ἀποφασίσῃ νὰ σὲ πλησιάσῃ σὰν τὴν αἱμορροοῦσα, αὐτὸ θὰ εἶνε μεγάλη ἀμοιβὴ γι᾿ αὐτὸν ποὺ γράφει τὶς γραμμὲς αὐτές. Ναί, Κύριε! κάνε οἱ καμπάνες τῆς ἄνω Ἰερουσαλὴμ νὰ κρούωνται χαρμόσυνα γιὰ τὴν σωτηρία αὐτήν. Διότι κατὰ τὸ ἀψευδές σου στόμα «χαρὰ  γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. 15,10)

ΕΝΑ ΕΘΝΟΣ, ΜΙΑ ΨΥΧΗ

π. Δημητρίου Μπόκου

Με απροκάλυπτο θαυμασμό στάθηκε ο κόσμος ολόκληρος μπρος στη μικρή Ελλάδα, που το 1940 νίκησε την πανίσχυρη Ιταλία και αντιστάθηκε ηρωικά, χωρίς πνεύμα ηττοπάθειας, χωρίς σύμπλεγμα κατωτερότητας, ως ίσος προς ίσον, ακόμα και προς τη θεωρούμενη ως τότε αήττητη Γερμανία. Ο άθλος της αποτέλεσε απρόσμενη έκπληξη, ευχάριστη για τους μεν, δυσάρεστη για τους δε. Όλοι όμως, εχθροί και φίλοι, στάθηκαν μπροστά της προσοχή και απέδωσαν τα εύσημα στον μικρό λαό που επέδειξε σθένος γίγαντα. Στο εξής οι ήρωες θα είχαν ως πρότυπο τους Έλληνες, όπως ειπώθηκε προσφυώς (Ουίνστον Τσώρτσιλ).

Πολλοί παράγοντες, θείοι και ανθρώπινοι, συνέβαλαν στην επιτέλεση του θαύματος του 40. Θα επικεντρωθούμε σε έναν. Στην ομοψυχία. Δεν πολέμησε μόνο ο στρατός μας στα βουνά της χιονοσκέπαστης Ηπείρου. Όλο το έθνος συστρατεύθηκε. Κάθε ηλικία, από την πιο μικρή ως την πιο μεγάλη, έδωσε δυναμικά το «παρών». Ο καθένας στο πόστο του. Ανάλογα με τη δύναμή του και την ειδικότητά του. Ο καθένας συνεισέφερε στον κοινό αγώνα κατά το χάρισμά του. Οι πολλοί έγιναν ένας. Ένα σώμα με πολλά μέλη, συντονισμένα στην απόλυτη λειτουργική αρμονία. Δεν σκεφτόταν και δεν ενεργούσε κανένας κατά το δικό του θέλημα. Ξεχάστηκε το εγώ, παραμερίστηκε. Ήρθε στο προσκήνιο η αξία του «εμείς» του ήρωα Μακρυγιάννη. Κατανοήθηκε πλήρως πως αν η πατρίδα πηγαίνει στο σύνολό της καλά, είναι όφελος για όλους. Αν η πατρίδα χάνεται, τί νόημα έχει να ευημερούν μερικοί; Η γενική δυστυχία θα παρασύρει και κάθε ιδιωτική ευημερία. Ενώ σε μια πατρίδα που ευτυχεί, λέγει ο αρχαίος Περικλής, ακόμα κι αν κάποιος δυστυχήσει, «πολλώ μάλλον διασώζεται» (Θουκυδίδου Ιστορίαι, 2, 60, 2-4).

Έτσι, ο άμαχος πληθυσμός, αποχαιρετώντας με πόνο, αλλά και ενθουσιασμό τα μάχιμα παιδιά του που ξεκινούσαν τραγουδώντας για το μέτωπο, στρώθηκε αμέσως στη δουλειά. Πολέμησε κι αυτός με κάθε τρόπο στα μετόπισθεν. Οι Ελληνίδες της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας σήκωσαν, με ατσάλι ψυχή, στους αδύνατους ώμους τους το βαρύτατο έργο του εφοδιασμού. Βρέθηκαν κι αυτές στην πρώτη σχεδόν γραμμή, δίπλα στον μαχόμενο στρατιώτη, δίνοντάς του πνοή ζωής, ανάσα απ’ την ανάσα τους, σ’ έναν δίχως ανάπαυλα πόλεμο.

Οι εχθροί ήταν πολλοί στα άγρια πολεμικά μέτωπα, μα χειρότερος απ’ όλους αποδείχτηκε το κρύο. Ολόκληρη η Ελλάδα βάλθηκε τότε να ζεστάνει τον παγωμένο φαντάρο. Μικρά κορίτσια, αλλά και αιωνόβιες γιαγιές, ρίχτηκαν στον αγώνα «της φανέλλας του στρατιώτη». Χιλιάδες δέματα με μάλλινα πλεχτά, συνοδευμένα με τις προσευχές όλου του έθνους, έφτασαν στη γραμμή του πυρός, ζέσταναν τις ψυχές των παιδιών που πολεμούσαν στα χιόνια. Ο λαός είχε γίνει μια μεγάλη ζεστὴ οικογένεια. Το ’νιωθε ο έρημος στρατιώτης και παρηγοριόταν.

Γράφει ένας τραυματίας από το μέτωπο για τον στρατό των μετόπισθεν:

«Καλή μου μανούλα, …όταν νιώθουμε ότι πίσω μας υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που φροντίζει…, όταν βλέπουμε ότι τα αισθήματα της αλληλεγγύης πλημμυρίζουν τις καρδιές όλου του Ελληνισμού, η ψυχή μας γεμίζει συγκίνηση και ορκιζόμαστε, ότι δεν θα αφήσουμε ποτέ εχθρικό ποδάρι να μολύνει την ένδοξη γη μας. Αψηφούμε τα χιόνια και τις παγωνιές. Αγνοούμε τους κόπους και τις κακουχίες. Γινόμαστε τρομεροί και ικανοί να επιτελέσουμε και τους δυσκολότερους άθλους». Ποιος μπορεί να νικήσει το έθνος που έχει τέτοια ψυχή;

Καλή ευλογημένη εβδομάδα! Καλό μήνα!

«Αντιύλη». Ι. Ν. Αγ. Βασιλείου, Πρέβεζα

Τηλ. 26820 23075/25861/6980 898 504. E-mail: antiyli.gr@gmail.com

ΑΓΙΑΣ ΣΚΕΠΗΣ (3ο)

+ Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτου

Ἡ σκέπη τοῦ γένους μας

ορτάζουμε ἀγαπητοί μου, τὴν θεομητορικὴ ἑορτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης, ποὺ συνδέεται μὲ τὰ ἄμφια τῆς Παναγίας.

Τί θὰ πῇ ἄμφιο; Περιβολή, ἐνδυμασία, ῥοῦχο. Ἄμφια λέμε αὐτὰ ποὺ φοροῦν οἱ κληρικοὶ ὅταν λειτουργοῦν. Ἔτσι ἄμφια λέγονται καὶ τὰ ῥοῦχα ποὺ φοροῦσε ἡ Παναγία.

– Ἄ, θὰ μᾶς ποῦν οἱ ἰεχωβῖτες καὶ ἄλλοι αἱρετικοί, ἐσεῖς τὰ ῥοῦχα τῆς Παναγίας λατρεύετε; αὐτὰ θεοποιεῖτε;

Ὄχι, ἀγαπητοί μου. Ἐμεῖς ἕνα Θεὸ λατρεύουμε καὶ προσκυνοῦμε, τὸν ἐν Τριάδι Θεό. Ἀλλὰ τὸ ν᾿ἀποδίδουμε μιὰ ἰδιαίτερη τιμὴ στὴν ἱερὰ περιβολὴ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, αὐτὸ δὲν εἶνε ἔξω ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν ἱερὰ παράδοσι.

Διαβάζουμε στὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι μιὰ γυναίκα ποὺ ἔπασχε ἀπὸ αἱμορραγία, ἄγγιξε τὸ ἄκρο τοῦ ἐνδύματος τοῦ Χριστοῦ, κι ἀμέσως θεραπεύθηκε (βλ. Μᾶρκ. 5,25-34). Στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων βλέπουμε, ὅτι τὰ μαντήλια, τὰ λεγόμενα «σουδάρια ἢ σιμικίνθια», τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἔκαναν καλὰ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἔβγαζαν δαιμόνια (βλ. Πράξ. 19, 12). Ἀλλὰ καὶ ἡ σκιὰ ἀκόμη τῶν ἀποστόλων, ἡ σκιὰ τοῦ Πέτρου, ὅπου ἔπεφτε θεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς (βλ. Πράξ. 5,15).

Στηριζόμενοι ἔτσι στὴν ἁγία Γραφὴ λέμε στοὺς αἱρετικούς, ὅτι ὄχι μόνο τὰ λείψανα τῶν ἁγίων θαυματουργοῦν, ἀλλὰ καὶ τὰ ἱερὰ ἄμφιά τους, πολὺ δὲ περισσότερο ἡ ἱερὰ ἐνδυμασία τῆς Παναγίας μας θαυματουργεῖ.

Σήμερα λοιπὸν εἶνε ἡ ἑορτὴ τῶν ἀμφίων τῆς Θεοτόκου. Ἑορτάζουμε τὸ μαφόριον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ποιό λέγεται μαφόριο; Ἡ μανδήλα, ποὺ φοροῦσε ἡ Παναγία, ὅπως τὴ βλέπετε στὴν εἰκόνα. Οἱ φράγκοι ζωγραφίζουν τὴν Παναγία χωρὶς μανδήλα. Ἀλλὰ σ᾿ ἐμᾶς τοὺς ὀρθοδόξους, σύμφωνα μὲ τὴν ἱερὰ παράδοσι, ἡ Παναγία ζωγραφίζεται πάντοτε μὲ μαντήλα. Τὸ μαντήλι στὴ βυζαντινὴ γλῶσσα ὀνομάζεται μαφόριο.

Πόσο συγκινοῦμαι, ἀγαπητοί μου, ὅταν πηγαίνω σὲ χωριὰ καὶ βλέπω ἀκόμη μερικὲς γυναῖκες νὰ φορᾶνε μαντήλα! Ὅταν βλέπω γυναῖκα νὰ φορᾷ μαντήλα στὸ κεφάλι, νομίζω ὅτι βλέπω τὴν Παναγία. Μιὰ γυναίκα, ποὺ φορᾷ τὸ μαφόριο τὸ ἱερό, εἶνε μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἐλάχιστες εἶνε σήμερα οἱ γυναῖκες αὐτές. Στὸν αἰῶνα τῆς μόδας καὶ τοῦ ἐκφυλισμοῦ, κρατοῦν ἀκόμα τὴν ἱερὰ παράδοσι. Καὶ αὐτὲς ποὺ φοροῦν στὸ κεφάλι τὴ μαντήλα μοιάζουν, ἐξωτερικῶς τοὐλάχιστον, μὲ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο.

Τώρα δυστυχῶς μαντήλα δὲν ὑπάρχει. Φύσηξε ἄνεμος σφοδρός, ἄνεμος ἀπιστίας καὶ ἀθεΐας, καὶ ἡ μαντήλα ἔφυγε ἀπὸ τὰ κεφάλια τῶν γυναικῶν. Κι ὄχι μόνο ἡ μαντήλα ἔφυγε, ἀλλὰ κόψανε καὶ τὰ μαλλιά τους, ἔβγαλαν τὰ ῥοῦχα τους καὶ σχεδὸν γυμνὲς περπατοῦν στὸ δρόμο. Ἄλλες δὲ ἀκόμα πέταξαν τὰ γυναικεῖα ῥοῦχα, φόρεσαν ἀνδρικά, πρὸς ἐξευτελισμὸν τῆς γυναικείας ἀξιοπρεπείας. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέει· Ὅταν θὰ δῆτε τὶς γυναῖκες νὰ γυρίζουν γυμνὲς στὸ δρόμο, τότε πλησιάζει τὸ τέλος τοῦ κόσμου.

Γιατί ἑορτάζουμε τὴ μανδήλα τῆς Θεοτόκου; Τί ἔκανε αὐτὴ ἡ μανδήλα καὶ τὴν ἑορτάζουμε;  Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε. Ἕνα θαῦμα, ποὺ ἔκανε ἡ Παναγία μας διὰ τοῦ μαφορίου της, θὰ σᾶς διηγηθῶ καὶ τελειώνω τὸν λόγο.

Εἶνε ἱστορικὸ γεγονός. Ἔγινε ἐπὶ αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, τὸν 9ο αἰῶνα. Ἔγινε στὴν Πόλι. Ζοῦσε ἐκεῖ τότε ἕνας ἀσκητής, ἕνας ὑπέροχος ἄνθρωπος. Ὠνομαζόταν Ἀνδρέας. Ἀλλὰ ὁ κόσμος τοῦ ἔβγαλε παρατσούκλι καὶ τὸν ὠνόμαζε σαλό. Ἦταν γνωστὸς στὴν Πόλι ὡς Ἀνδρέας ὁ σαλός. Σαλὸς σημαίνει μωρός, ἀνισόρροπος. Μὰ ἦταν ὁ Ἀνδρέας σαλός; Ὄχι. Εἶχε τὰ μυαλά του τετρακόσια. Ἦταν λογικὸς ἄνθρωπος. Τότε γιατί τὸν λέγανε σαλό; Γιατὶ ὁ κόσμος, ὅταν δῇ ἕναν ἄνθρωπο, ἄνδρα ἢ γυναῖκα, νὰ ἐκτελῇ μὲ ἀκρίβεια τὰ πνευματικά του καθήκοντα, τὸν ὀνομάζει τρελλό.

Ἔτσι ὠνόμαζαν καὶ τὸν Ἀνδρέα. Καὶ ὅμως αὐτός, ποὺ δὲν τοῦ ἔδιναν σημασία, αὐτὸς τώρα ἔσωσε τὴν Πόλι! Γιατὶ ὅσο ἀξίζει ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, δὲν ἀξίζει ὁ κόσμος ὅλος.

Τί ἔκανε ὁ Ἀνδρέας; Ἡ Κωνσταντινούπολι πολιωρκήθηκε ἀπὸ ἀγαρηνούς. Κινδύνευε νὰ πέσῃ στὰ χέρια τους. Καὶ οἱ μὲν στρατιῶτες ἀγωνίζονταν στὰ τείχη, τὰ δὲ γυναικόπαιδα μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἦταν στὸν περίφημο ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, κ᾿ ἐκεῖ προσεύχονταν. Μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Ἀνδρέας ὁ σαλός.

Καὶ τότε τί εἶδε; Κατὰ τὰ μεσάνυχτα, 1 ἡ ὥρα, ἔλαμψε ὁ οὐρανὸς τῆς Ἐκκλησίας. Φάνηκε ἡ Παναγία. Δεξιά της εἶχε τὸν τίμιο Πρόδρομο, καὶ ἀριστερὰ τὸν Ἰωάννη τὸν εὐαγγελιστή. Καὶ κατέβαινε καὶ κατέβαινε, μαζὶ μὲ ἕνα πλῆθος ἀγγέλων. Καὶ μόλις ἔφτασε κάτω στὴν Πόλι, γονάτισε καὶ ἔκανε τὴν προσευχή της. Μετὰ πῆρε τὸ μαφόριό της, τὸ μανδήλι της, καὶ τὸ ἅπλωσε πάνω ἀπὸ τὴν Πόλι.

Ποιός εἶδε τὸ ὅραμα; Τὸ εἶδε ἕνας ποὺ εἶχε τηλεόρασι· τηλεόρασι ὄχι τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸς ἦταν ὁ Ἀνδρέας, ποὺ τὸν ὠνομάζανε σαλό. Κι ὅταν τὸ εἶδε εἶπε· Χριστιανοί, μὴ φοβᾶστε· θὰ νικήσουμε!

Καὶ πράγματι νίκησαν. Νίκησαν χάρις στὸ μαφόριο τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἁπλώθηκε σὰν νεφέλη φωτεινή.

Αὐτό, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ ἱστορικὸ τοῦ θαύματος. Δὲν εἶνε ψέμα, δὲν εἶνε παραμύθι.

Ἀπὸ τότε πέρασαν ἕνδεκα αἰῶνες.

«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…», λένε μερικοὶ εἰρωνικά.

Ὄχι. Δὲν εἶνε μόνο «τῷ καιρῷ ἐκείνῳ». Καὶ χθὲς καὶ σήμερα καὶ αὔριο καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων ἡ θρησκεία τοῦ Ναζωραίου εἶνε ἡ μόνη δύναμις στὸν κόσμο.

Θέλετε ἀπόδειξι; Ὕστερα ἀπὸ 1.100 χρόνια περίπου, μιὰ ἄλλη νύχτα, στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1940, τὸ θαῦμα ἐπαναλήφθηκε.

Ὅπως τότε ἐπιτέθηκαν ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ οἱ ἀγαρηνοί, ἔτσι τώρα ἀπὸ τὴ δύσι, ἕνας ἄλλος λαός, λεγόμενος χριστιανικός, ἀπειλοῦσε τὴν Ἑλλάδα. Καὶ ὅμως ἡ Ἑλλὰς ἔκανε τὸ θαῦμα· ὄχι μόνο ἀπέκλεισε τὸν βάρβαρο εἰσβολέα ἐπάνω στὴν Ἤπειρο, ἀλλὰ καὶ νίκησε καὶ μπῆκε στὶς πόλεις τῆς Βορείου Ἠπείρου.

Πῶς νίκησε; ποιοί ἦταν οἱ συντελεσταὶ τῆς νίκης; Πρῶτον ἡ ὁμόνοια τοῦ ἔθνους. Δεύτερον ἡ ἀνδρεία τῶν παιδιῶν μας. Τρίτον ἡ ἐπιτελικὴ μόρφωσις τῶν ἀξιωματικῶν μας. Τέταρτον ὁ ἔρωτας τῆς ἐλευθερίας, ποὺ φλόγιζε τὰ στήθη τῶν Ἑλλήνων. Πέμπτον καὶ κυριώτερον ἡ πίστις. Ὅσοι βρισκόμασταν μέσα στὸ λαὸ καὶ κοντὰ στὸ λαὸ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες, διαπιστώναμε καὶ μαρτυροῦμε, ὅτι ποτέ ὁ λαός μας δὲν ἐπίστευε τόσο ὅσο τότε.

Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἡ σκέπη τῆς Παναγίας προστάτευσε τὸ ἔθνος. Ὕστερα ἀπὸ τέτοια θαύματα, δὲν θά ᾿πρεπε ν᾿ἀγαποῦμε καὶ νὰ τιμοῦμε τὴν Παναγία μας; Δὲν ξέρω τί κάνουν ἀλλοῦ· ἐδῶ τοὐλάχιστον δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχῃ οὔτε ἕνας ἄπιστος, οὔτε σπόρος ἀπίστου.

Καὶ ὅμως· κανένα ἄλλο ἔθνος δὲν βλαστημάει τόσο τὴν Παναγία ὅσο τὴν βλαστημάει τὸ δικό μας ἔθνος.

Κάτω στὴν Ἀραπιά, ὅποιος βλαστημήσῃ τὸν Ἀλλάχ, τοῦ κόβουν τὴ γλῶσσα.  Ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα βλαστημοῦν τὴν Παναγία, τὴν σκέπη τοῦ γένους μας, καὶ οὐδείς ἐπεμβαίνει.

Κάποιος μεθυσμένος στὴν Ἀθήνα ἔγραψε στὸν τοῖχο μιὰ αἰσχρὴ κουβέντα γιὰ τὸν πρωθυπουργό. Τὸν πιάνουν, καὶ τὴν ἄλλη μέρα τὸν δικάζουν. Πόσο τὸν τιμώρησαν; Δυὸ χρόνια χωρὶς ἀναστολή. Μεγάλος, λοιπόν, ὁ πρωθυπουργός μας, μεγάλοι οἱ ὑπουργοί μας, μεγάλοι οἱ στρατηγοί μας, μεγάλοι οἱ ναύαρχοί μας, καὶ μικρὸς πολὺ μικρὸς ὁ Χριστὸς καὶ μικρὴ ἡ Παναγία

Θεέ μου Θεέ μου, πῶς μᾶς ἀνέχεσαι; Ὦ ἔθνος ἁμαρτωλό, ποὺ ἔκανες θεοὺς τοὺς ἀνθρώπους καὶ καταφρόνησες καὶ ἐκμηδένισες τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ!…

Ἀλλὰ νὰ εἶστε βέβαιοι, ἀδελφοί μου, ὅτι θὰ ἔρθῃ ἡμέρα ποὺ θὰ κάνουμε πατρίδα χριστιανική, πιστὴ καὶ ἀφωσιωμένη στὸ Θεό. Καὶ τότε δὲν θὰ ἔχουν θέσι ἐκεῖ ἄπιστα ὄντα, ποὺ βλαστημοῦν τὸ Θεό. Δὲν θὰ μᾶς κυβερνοῦν αἰωνίως οἱ μασόνοι· θὰ μᾶς κυβερνήσῃ ὁ Χριστός. Ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

Στὸν δρόμο τῶν ἡρώων

Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος – θεολόγος

       Γιὰ τὰ ἡρωϊκὰ κατορθώματα τῶν ἀγωνιστῶν μας στὸν πόλεμο τοῦ ’40 ἔχει χρησιμοποιηθῇ ὁ ὅρος ἐποποιΐα. Ὄχι ἀτυχῶς. Πῶς ἀλλοιῶς θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρίσῃ κανεὶς τὰ ἀνδραγαθήματα τῶν Ἑλλήνων στὸν ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο ἀλλὰ καὶ μετά, στὴν γερμανικὴ ἀντίσταση, παρὰ ὡς ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστά, ποὺ ξεπερνοῦν πράγματι τὴν σφαῖρα τῆς λογικῆς καὶ ἀγγίζουν τὰ ὅρια τοῦ θαύματος; Ἀλλὰ καὶ τί λόγια νὰ βρῆ κανείς, γιὰ νὰ περιγράψῃ τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τῶν ἀνδρῶν αὐτῶν ποὺ δὲν δείλιασαν οὔτε μπροστὰ σὲ πολυαριθμότερους οὔτε μπροστὰ σὲ ἀρτιώτερα ἐξοπλισμένους μαχητές!

     Ἄλλωστε, τό ᾿χει ἡ μοῖρα τῶν Ἑλλήνων, νά ᾿ναι πάντοτε «πολλὰ ὀλίγοι» καὶ νὰ ἀγωνίζωνται διαρκῶς, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα, γιὰ νὰ διαφυλάσσουν τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά των ἀπὸ τοὺς κάθε λογῆς εἰσβολεῖς καὶ δυνάστες. Δὲν τοὺς ἔλλειψαν ποτὲ οἱ ἀγῶνες, ἀλλὰ καὶ δὲν ἡττήθηκαν ποτέ, ὅσο ἀγωνίζονταν ἑνωμένοι, γιατί ἀναπλήρωναν τὴν ἀριθμητικὴ ὑστέρηση μὲ τὴν ὑπεροχὴ τῆς ψυχῆς, τὴν ἀδυναμία μὲ τὴν πίστη στὸ δίκαιο καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα καὶ τὴν ἐλευθερία.

     Πράγματι, οἱ Ἕλληνες, ποὺ εἶχαν συνυφασμένη τὴν πίστη στὸν Θεὸ μὲ τὴν ἀγάπη στὴν πατρίδα, λησμόνησαν πρὸς στιγμὴν τίς ἰδεολογικὲς καὶ ἄλλες ἀντιθέσεις των, συσπειρώθηκαν γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῶν ἰδανικῶν των καὶ ἀγωνίστηκαν μὲ ἀπαράμιλλο θάρρος καὶ ἀξιοθαύμαστη γενναιότητα, ὅπως ὡμολόγησαν ἀκόμη καὶ οἱ ἐχθροί των.

      Ἔτσι, ὑπὸ τὴν σκέπη τῆς Παναγίας, ποὺ ἐνίσχυε τοὺς ἀγῶνες καὶ τίς θυσίες τῶν παλληκαριῶν μας στὰ θρυλικὰ ἠπειρωτικὰ βουνά, καὶ μὲ τὴν ἀξιοθαύμαστη συμβολὴ τῶν ἀμάχων καὶ τὴν συνεργασία ὅλων, συντελέστηκε τὸ «θαῦμα τοῦ ’40» καὶ ἐπιτεύχθηκε, ἀπὸ τοὺς μικροὺς καὶ ἀνίσχυρους «νέστορες», ἡ πρώτη νίκη κατὰ τοῦ «λυαίου» φασισμοῦ, ἡ ὁποία ἦταν προϊὸν συνδυασμοῦ πολλῶν παραγόντων, ὅπως, κυρίως:  α) τῆς ὁμόφωνα ἐκπεφρασμένης, -διὰ στόματος, μάλιστα, ἑνὸς δικτάτορος, θελήσεως ἑνὸς μικροῦ ἀνυπεράσπιστου λαοῦ νὰ προβάλῃ ἀντίσταση ἀπέναντι σ᾿ ἕναν ἰταμὸ εἰσβολέα, β) τῆς ὑπερβάσεως, ὑπὸ τὴν ἀσύμμετρη αὐτὴν ἀπειλή, τῶν ἐπιμέρους ἀντιπαραθέσεων πρὸς ὄφελος τοῦ κοινοῦ συμφέροντος τῆς πατρίδος, καὶ γ) τοῦ συντονισμοῦ τῶν ἐνεργειῶν τῶν δυνάμεων ὑπερασπίσεως τῶν πατρώων ἐδαφῶν καὶ τῆς ὁμολογουμένως δύσκολης συνεργασίας των, χάρη στὴν ὁποία, πάντως, πραγματοποιήθηκαν οἱ πρῶτες νῖκες, ποὺ μὲ τὴν σειρά των ὡδήγησαν, ἐξ αἰτίας τῆς ἀνυψώσεως τοῦ ἠθικοῦ, στὶς ἑπόμενες μεγάλες ἐπιτυχίες.

     Ἔτσι, οἱ ἑνωμένοι καὶ ψυχωμένοι Ἕλληνες κατώρθωσαν νὰ ἀντιμετωπίσουν μὲ ἡρωϊσμὸ ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν τριπλῆ σκληρὴ κατοχή, Γερμανῶν, Ἰταλῶν καὶ Βουλγάρων, καὶ νὰ γράψουν καὶ τὸ ἔπος τῆς Ἐθνικῆς Ἀντιστάσεως. Πράγματι! Ὅσο ἀγωνίζονταν μὲ ὁμοψυχία, ἀνέβαιναν συνεχῶς τὰ σκαλοπάτια τῆς νίκης, μόλις ἐπέτρεψαν νὰ τοὺς καταλάβῃ ἡ διχόνοια, καταβαραθρώθηκαν καὶ πάλι.

     Ἐπειδή, λοιπόν, καὶ σήμερα, 83 χρόνια μετά, βρισκόμαστε καὶ πάλι ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες σὲ μιὰ πολὺ δύσκολη καμπὴ τῆς ἱστορίας μας, σὲ σύγχυση, διαπάλη καὶ γενικὴ διαφθορά, οἱ ἥρωές μας ξεπροβάλλουν ἀπὸ τὸ παρελθὸν ὁλοζώντανοι καὶ μᾶς δείχνουν καὶ πάλι τὸν δρόμο ποὺ χάσαμε﮲ τὸν δρόμο τῆς συνεργασίας, τῆς ὁμοψυχίας, τῆς ἀγωνιστικότητας καὶ τῆς θυσίας γιὰ τὰ ἰδεώδη τῆς πίστεως, τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἐλευθερίας, καλῶντας μας, συγχρόνως, νὰ συνεχίσωμε καὶ νὰ ὁλοκληρώσωμε τοὺς ἀνεκπλήρωτους ἀγῶνες των.

     Γιὰ νὰ τὸ πετύχωμε, ὅμως, αὐτὸ καὶ γιὰ νὰ σταθοῦμε καὶ πάλι ὀρθοί, ὅπως ἁρμόζει σὲ παιδιὰ ἡρώων, χρειάζεται, πάνω καὶ πρῶτα ἀπ’ ὅλα νὰ πιστέψωμε στὸν Θεὸ τῆς ἀγάπης, ποὺ ἔρχεται πάντοτε ἀρωγὸς στοὺς ἀδυνάτους καὶ στοὺς ἀδικημένους, στὴν συνέχεια νὰ ἀνασυνταχθοῦμε, ἐγκαταλείποντας ὁριστικὰ τὴν ῥαστώνη μας καὶ στηριζόμενοι πλέον ὄχι σὲ ξένες καὶ ἀλλότριες δυνάμεις ἀλλὰ στὶς δικές μας δυνάμεις, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὥστε, στὸ ἑξῆς, νὰ ἐργαστοῦμε -καὶ κυρίως νὰ συνεργαστοῦμε- γιὰ τὴν ἀποτίναξη τῶν νέων ζυγῶν καὶ τὴν ἀπόκρουση τῶν συνεχῶς αὐξανομένων δεινῶν.

   Ἐὰν δὲν ἀποκτήσωμε καὶ πάλι τὴν χαμένη μας πίστη στὸν Θεό, τὴν πίστη αὐτὴν ποὺ ἐνεψύχωνε τοὺς ἥρωες τοῦ ‘40 καὶ τοὺς ἐνεδυνάμωνε, ὥστε νὰ φωνάζουν «ἀέρα» καὶ νὰ ἀποκρούουν μὲ τίς ἰαχές των τὸν τρομερὸ ἐχθρό, ἐλπίδα γιὰ ἀνάσταση δὲν ἔχομε.

   Καιρὸς νὰ ἐμπιστευτοῦμε, ἐπὶ τέλους, τίς λιγοστές μας δυνάμεις στὸν Παντοδύναμο Θεὸ καὶ στὴν Παναγία Μητέρα Του καὶ νὰ τῆς ζητήσωμε νὰ μᾶς σκεπάζῃ μὲ τὴν χάρη της καὶ νὰ ἀναλάβῃ καὶ πάλι νὰ ὑπερασπιστῇ τὰ δίκαιά μας ἐνώπιον τοῦ Υἱοῦ της καὶ Θεοῦ μας. Ἀρκεῖ μόνον νὰ τὸ ζητήσωμε! Γένοιτο!

https://aktines.blogspot.com

ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

Απόσπασμα απομαγνητοφωνημένης ομιλίας  του μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου με θέμα:

«ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ ΕΙΣ ΤΗΝ 28ην ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ»

   [εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 27-10-1985]         [Β145]

      Αγαπητοί μου, η αγρυπνία που επιτελούμε απόψε, είναι στη μεγάλη εκείνη ευεργεσία του Θεού, που έδωσε τη νίκη και την ελευθερία στον ελληνικό μας Έθνος. Όλοι τότε νόμισαν ότι η Ελλάς θα πέθαινε, υποκύπτουσα στον κατακτητή. Εκείνη η μικρή Ελλάς των επτά εκατομμυρίων· ότι θα συνετρίβετο μπροστά σε έναν όγκο σαράντα εκατομμυρίων. Για να προστεθεί ύστερα από λίγους μήνες ένας άλλος όγκος άλλων σαράντα εκατομμυρίων, μπροστά στη μικρή μας Ελλάδα. Η Ελλάδα όμως δεν απέθανε. Ο Κύριος που ανέστησε την κόρη του Ιαείρου, Εκείνος είπε και δια την Ελλάδα: «Οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει»Δεν πέθανε, αλλά κοιμάταιΜόνος αγαπητοί μου, ο Χριστός είναι Εκείνος που όταν απλώνει το ζωογόνο χέρι Του, όλα τα σώζει και όλα τα ζωοποιεί. Τότε είμεθα εγγύς βαράθρου, εγγύς θανάτου. Κι όμως ο Κύριος, ο Θεός μάς έβγαλε από εκείνα τα βάραθρα της εθνικής αλλά και της πνευματικής μας απωλείας, παρά τους γέλωτας των αντιφρονούντων. Γελούσαν οι εχθροί. Κι έλεγαν: «Είναι δυνατόν;». Κι όμως δείξαμε στον κόσμον το θαύμα του Θεού και της Υπεραγίας Θεοτόκου.

   Ο Κύριος  «διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν», έδωσε την εντολή να φάει. Ποιος; Τότε η κόρη του Ιαείρου. Αλλά και η Ελλάς έπρεπε να φάει. Και το φαΐ που έπρεπε να φάει ήταν η τροφή του Ευαγγελίου, η τροφή των μυστηρίων της Εκκλησίας, με τα οποία έπρεπε να τραφεί και να ξαναζήσει η πατρίδα μας. Γι΄αυτό, αγαπητοί, όταν αποδίδομε τις ευχαριστίες μας στον Κύριον, Τον χρεώνομε -μην το ξεχνούμε- με νέες ευεργεσίες. Όταν Του λέμε το «ευχαριστώ» μας, μας δίνει καινούριες ευεργεσίες. Και όταν ζούμε τις εντολές Του, τότε έχομε αμέριστη τη δική Του την ευλογία.

    Τελευταία όμως η πατρίδα μας φέρεται ως αχάριστη, στους πολλούς της ανθρώπους, στους πολλούς της συμπατριώτες μας. Φέρεται ως αχάριστη. Αλλά και παραπαίουσαΔείχνει ότι αγνοεί τον Θεό. Ότι άλλοι παράγοντες συνετέλεσαν να κερδίσομε τότε τον πόλεμο. Και να ελευθερωθούμεΚαι μάλιστα, αν θέλετε, η Ελλάς, έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην Ιστορία, να αλλαχθεί η πορεία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Τα ξέρετε, δεν θα κάνω Ιστορία τώρα. Και αυτή η αλλαγή της πορείας του 2ου Παγκοσμίου πολέμου, που άλλαξε εντελώς τα πράγματα, οφείλεται στην Ελλάδα. Το «γιατί», αν διαβάσουμε την Ιστορία, εκεί το μαθαίνομε. Αλλά η Ελλάς όμως εξέχασε τον Θεό. Και παραπαίει. Και δεν ευχαριστεί τον Θεό. Αν Τον ευχαριστεί, ίσως ακόμα κάπως έτσι, μόνον τύποιςκάποιες γιορτές, που ίσως ίσως οι πολλοί δεν τις πιστεύουν. Και τις θεωρούν ενοχλητικές. Για τα μάτια ίσως των κάποιων, τις κάνουν τις γιορτές αυτές. Αλλά δεν είναι διατεθειμένοι να ευχαριστήσουν τον Θεό. Δεν είναι. Αυτό βεβαίως είναι ένα δυστύχημα. Γι΄αυτό θα πρέπει να ανανήψομε. Να μην μας τιμωρήσει ο Κύριος. Πρέπει να μετανοήσουμε. Πρέπει να ξαναγυρίσομε εις τον Κύριον. Για να δεχθούμε νέες ευεργεσίες. Διότι εκεί έχομε την ασφάλειά μας, και μόνον εκεί έχομε την ασφάλειά μας. Αν δεν θέλομε να χαθούμε σαν λαός, σαν έθνος. Αν πρέπει να μείνουμε, μόνον κοντά στον Κύριο θα μείνουμε. Όλα τ’ άλλα, οι εγγυήσεις και οι ασφάλειες Οργανισμών και Συμμαχιών πίπτουν εις το κενόν. Δεν έχουν καμία αξία και καμία σημασία. Θυμηθείτε, θυμηθείτε, ο Θεός δίνει εντολή δια των προφητών Του: «Δεν θα συμμαχήσετε ούτε με τους Σύρους, ούτε με τους Αιγυπτίους», είπε στους Εβραίους. «Εγώ είμαι ο σύμμαχός σας». Οι Εβραίοι όμως ορθολογίζοντες, είπαν: «Και τι θα κάνομε; Πρέπει να συμμαχήσομε και με τους γειτόνους μας προς Βορράν και με τους γειτόνους μας προς Νότον». Και την έπαθαν. Γιατί ακριβώς δεν πίστεψαν ότι η ασφάλειά των ήτο Αυτός ο Θεός.

      Είναι θέμα πίστεως. Απ’ την στιγμή που θα πιστέψομε ότι είναι αληθής ο Κύριος, τότε δεν έχομε παρά να εμπιστευθούμε στην αγάπη τη δική Του την εγγύηση  και την ασφάλεια και την ευημερία της πατρίδος μας. Αρκεί να είμαστε κοντά Του. Αρκεί να είμεθα κάτω από την ευλογία Του. Αρκεί να εφαρμόζομε τις εντολές Του. Καιρός λοιπόν αγαπητοί, καιρός να ανανήψομε, καιρός να μετανοήσουμε, καιρός να επιστρέψομε. Κι όπως λέγει σε έναν του λόγο ο απόστολος Πέτρος: «ὅπως ἂν ἔλθωσιν καιροὶ ἀναψύξεως ἀπὸ προσώπου τοῦ Κυρίου».

       Ψηφιοποίηση και ηλεκτρονική επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • Απομαγνητοφώνηση ομιλίας δια χειρός του αξιοτίμου κ. Αθανασίου Κ.
  • Ομιλία στην Κυριακή Ζ΄Λουκά (ευαγγελική περικοπή για την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου) που εκφωνήθηκε στις 27-10-1985, ηχητικό απόσπασμα από 23΄37’’ έως 30΄21’’.
  • http://www.arnion.gr