ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ (4ο)

+ Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτη

ΤΙ ΟΦΕΛΟΣ ΕΧΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ                                                                                                 

«Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς» (Ἰω. 20,24)

ΚΥΡΙΑΚΗ εἶνε σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἡμέρα τοῦ Κυρίου, οἱ ἐκκλησίες ὅλες λειτουργοῦν καὶ καλοῦν τοὺς πιστοὺς στὸν ἐκκλησιασμό. Στὴν παλιὰ ἐποχή, ποὺ οἱ ἄνθρωποι πίστευαν στὸ Θεό, μόλις ἄκουγαν νὰ χτυπᾷ ἡ καμπάνα, τὰ πόδια τους ἔκαναν φτερὰ καὶ πήγαιναν ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Τώρα οἱ ἄνθρωποι, λὲς κι ἔχουν μολύβια στὰ πόδια τους, δὲν πατοῦν στὴν ἐκκλησία. Κι ὅταν τοὺς πῇς, Γιατί δὲν πᾶτε στὴν ἐκκλησία; σοῦ ἀπαντοῦν· –Καὶ τί ἔχουμε ἐμεῖς νὰ κερδίσουμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία; Σὲ τί θὰ ὠφεληθοῦμε;

Σ᾿ αὐτοὺς θ᾿ ἀπαντήσουμε τώρα. Θ᾿ ἀπαντήσω ὄχι ἐγώ, ἀλλὰ ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς, ποὺ ἑορτάζει σήμερα καὶ τὸ εὐαγγέλιο ποὺ διαβάσαμε μιλάει γι᾿ αὐτόν.

Τί ἔκανε ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς; Ἔκανε καὶ αὐτὸς τὴν ἁμαρτία ποὺ κάνουν οἱ περισσότεροι· ἀπουσίασε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὅταν εἶδε τὸ Χριστὸ νὰ τὸν καρφώνουν στὸ σταυρό, ἀπογοητεύτηκε. Εἶπε· Ἔσβησαν πιὰ οἱ ἐλπίδες μας σ᾿ αὐτόν…

Σκέφτηκε νὰ γυρίσῃ στὴν παλιά του δουλειά, στὸ ψάρεμα, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ψαρᾶδες. Οἱ ἄλλοι μαθηταὶ μαζεύτηκαν, γιὰ νὰ κάνουν τὴν προσευχή τους καὶ νὰ θυμηθοῦν τὸ Χριστό. Ἔτσι ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἔλειπαν δυό· ὁ Ἰούδας, ποὺ τὸν πρόδωσε, καὶ ὁ Θωμᾶς. Τότε ὅμως ἔγινε τὸ πιὸ καταπληκτικὸ γεγονός, τότε ἦρθε τὸ μεγάλο μήνυμα. Ἐνῷ οἱ μαθηταὶ ἦταν κλεισμένοι, ἐκεῖ κατὰ τὸ ἡλιοβασίλεμα, ξαφνικά, «τῶν θυρῶν κεκλεισμένων» (Ἰω. 20,19), μὲ κλειστὲς τὶς πόρτες καὶ τὰ παράθυρα, παρουσιάστηκε ὁ Χριστὸς μπροστά τους ὁλοζώντανος. Ἔμειναν κατάπληκτοι.

Καὶ ἡ πρώτη λέξι τοῦ Χριστοῦ ποιά ἦταν; «Εἰρήνη ὑμῖν», τοὺς εἶπε. Καὶ «ἐχάρησαν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον» (ἔ.ἀ. 20,20). Ὤ τί ἔχασε ὁ Θωμᾶς, ποὺ ἔλειπε τὴν ἡμέρα ἐκείνη! Πῆγαν καὶ τὸν βρῆκαν. Τὸν εἶδαν σκεπτικό, λυπημένο, καὶ τοῦ εἶπαν· –Θωμᾶ, τὰ ἔμαθες; Ἀνέστη ὁ Κύριος! Τὸν εἴδαμε. «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον» (ἔ.ἀ. 20,25).

 – Ὄχι, λέει ὁ Θωμᾶς. Ἐὰν δὲν βάλω τὸ δάκτυλο μόνος μου στὰ σημάδια τῶν πληγῶν του, ἐγὼ δὲν πιστεύω. Μετὰ 8 ἡμέρες νάτοι πάλι οἱ μαθηταί. Ἀλλ᾿ αὐτὴ τὴ φορὰ πρῶτος ἀνάμεσά τους ὁ Θωμᾶς. Ἀπουσίασε μιὰ φορά, ἀλλὰ τὴ δευτέρα φορὰ ἦταν ἐκεῖ. Καὶ ξαφνικὰ παρουσιάζεται πάλι ὁλοζώντανος ὁ Χριστός.

Θωμᾶ, ἔλα ἐδῶ, τοῦ λέει. Βάλε τὸ δάκτυλό σου στὶς πληγές μου. Ἔλα νὰ δῇς, ὅτι ἐγώ εἶμαι, ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Καὶ ὁ Θωμᾶς τολμᾷ νὰ πλησιάσῃ τὸ Χριστό. Τότε πείσθηκε πλέον. Ἔσκυψε, προσκύνησε καὶ εἶπε ἐκεῖνα τὰ ὡραῖα λόγια, ποὺ εὔχομαι, ἀγαπητοί μου, νὰ γίνουν καὶ δικά μας λόγια. Τί εἶπε· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» (ἔ.ἀ. 20,29). Σᾶς ἐρωτῶ. Τὴν πρώτη φορὰ δὲν πῆγε στὴ σύναξι, καὶ στερήθηκε τὴν παρουσία τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ. Ἐὰν καὶ τὴ δεύτερη φορὰ ἀπουσίαζε ἀπὸ τὴν ἱερὰ συγκέντρωσι, δὲν θὰ γινόταν ἄπιστος; Τί μᾶς διδάσκει αὐτό; Ὁ Θωμᾶς μᾶς λέει· Ἐγὼ ἔλειψα μιὰ φορὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, καὶ κόντεψα νὰ γίνω ἄπιστος· γι᾿ αὐτὸ κι ἐσεῖς οἱ Χριστιανοὶ νὰ μὴ λείπετε ποτέ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Θὰ πῆτε· Ὁ Θωμᾶς εἶδε τὸν ἴδιο τὸ Χριστό· ἐμεῖς ὅμως τί βλέπουμε ἐδῶ πέρα;…

Αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ θὰ σᾶς φανῇ ἀπίστευτο. Ἐμεῖς ἔχουμε μάτια ζῳώδη. Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔμπαιναν μέσα στὴν ἐκκλησιὰ καὶ ἔβλεπαν ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, ἔβλεπαν τὸ Χριστὸ μέσα στὸ ἅγιο δισκοπότηρο. Δὲν εἶνε ψέμα αὐτό. Τώρα τὰ μάτια τὰ δικά μας δὲν εἶνε μάτια ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων. Ὅταν λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Σπυρίδων, στὴν ἐκκλησία ἔβλεπαν ἀγγελούδια. «Ἀγγέλους», λέει τὸ ἀπολυτίκιό του, «ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργοῦντάς σοι, ἱερώτατε». Ἂν εἴχαμε μάτια ἀγγελικά, θὰ βλέπαμε ἐδῶ τὸ θαῦμα. Θὰ βλέπαμε ἐν μέσῳ ἡμῶν τὸν Χριστό.

Ὁρατὸς εἶνε ὁ Χριστός, ἀλλὰ μένει ἀόρατος σ᾿ ἐμᾶς, γιατὶ δεν ἔχομε «τελεβίζιον». Ὅπως αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει τελεβίζιον δὲν βλέπει τίποτε, ἔτσι κι ἐμεῖς δὲν ἔχουμε πνευματικὸ τελεβίζιον. Καὶ τὸ τελεβίζιον, μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖς νὰ δῇς τὸ Χριστό, εἶνε ἡ πίστι. Ποῦ θὰ βλέπῃς τὸ Χριστό; Στὴν ἐκκλησία. Στὴ Ῥωσία οἱ ἄθεοι κατεδίωκαν τὴν Ἐκκλησία. Ἀλλ᾿ ὅσοι ἦταν μέσα στὴν ἐκκλησία, ὅταν περνοῦσαν τὰ ἅγια, γονάτιζαν καὶ ἔκλαιγαν. Καὶ τὸ «Πιστεύω» καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» τὸ ἔλεγαν γονατιστοί. Γιατὶ πίστευαν στὸ Θεό. Τώρα ἐδῶ μπαίνουν στὴν ἐκκλησία σὰν νὰ μπαίνουν σ᾿ ἕνα καφενεῖο, σ᾿ ἕνα χοροδιδασκαλεῖο. Δὲν ξέρουν ποῦ πᾶνε. Ἐξέλιπε ἡ πίστις ἀπὸ τὴ σημερινὴ γενεὰ τῶν Ἑλλήνων. Λοιπόν, «ἑωράκαμεν τὸν Κύριον». Ἂν εἶσαι μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὰ λόγια ποὺ ἀκοῦς εἶνε λόγια τοῦ Χριστοῦ. Θέλεις καὶ κάτι ἄλλο περισσότερο; Βλέπεις τὴν ἁγία τράπεζα; Βλέπεις ἐπάνω κρασί; βλέπεις ψωμί; Τί γίνεται; Ἂν πιστεύῃς – «ὅσοι πιστοί» –, ἐκεῖνο τὸ ψιχουλάκι εἶνε ὁλόκληρος ὁ Χριστός, κι ἐκείνη ἡ σταλαγματιὰ εἶνε τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας! Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Λοιπὸν ἐδῶ στὸ ναὸ «ἑωράκαμεν τὸν Κύριον». Ὅπως οἱ μαθηταὶ ἦταν συγκεντρωμένοι καὶ τότε εἶπαν «ἑωράκαμεν τὸν Κύριον», ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς συγκεντρωμένοι ἐδῶ μέσα στὴν ἐκκλησία κάθε Κυριακὴ θὰ λέμε «ἑωράκαμεν τὸν Κύριον».

Βλέπουμε τὸν Κύριο. Τὸν βλέπουμε διὰ τῆς πίστεως, διὰ τῶν αἰσθήσεων, δι᾿ ὅλης τῆς ὑπάρξεώς μας. Μάλιστα! Εἶνε μεγάλο πρᾶγμα ἡ Ἐκκλησία. Θέλετε παραδείγματα;

  • Ξέρω ἄνθρωπο, ποὺ πῆρε μαχαίρι καὶ εἶχε σκοπὸ νὰ σφάξῃ ἄνθρωπο, νὰ κάνῃ ἔγκλημα. Ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκανε. Ποιός τὸν σταμάτησε; Ἄκουσε τὴν καμπάνα καὶ μπῆκε στὴν ἐκκλησία μὲ τὸ μαχαίρι, ὅπως ἦταν. Καὶ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ ἱεροκήρυκας, κατὰ θείαν οἰκονομία, μιλοῦσε καὶ ἑρμήνευε τὸν Δεκάλογο. Ἑρμήνευε τὸ «οὐ φονεύσεις» (Ἔξ. 20,15). Ἔλεγε, ὅτι δὲν πρέπει οὔτε μυρμήγκι νὰ πατᾶμε, ὄχι ἄνθρωπο νὰ σκοτώνουμε. Καὶ αὐτός, ὅταν βγῆκε ἔξω, ἦταν διαφορετικός. Μπῆκε φονιᾶς, βγῆκε ἅγιος. Πέταξε τὸ μαχαίρι στὸ ποτάμι καὶ δὲν σκότωσε. Μέσα στὴν ἐκκλησία ἄλλαξε. Μπῆκε λύκος, βγῆκε ἀρνί.
  • Ξέρω ἕναν ἄλλο, ποὺ ἦταν τελείως ἀπελπισμένος καὶ σκεπτόταν ν᾿ αὐτοκτονήσῃ. Περνοῦσε ἔξω ἀπὸ μιὰ ἐκκλησία καὶ μπῆκε μέσα. Τί συνέβη μέσα στὴν καρδιά του τὴν ὥρα ἐκείνη, κι ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἦταν χαρούμενος! Μπῆκε ἀπελπισμένος, βγῆκε χαρούμενος. Καὶ δὲν αὐτοκτόνησε.
  • Ξέρω στὴν Ἀθήνα μία χήρα μὲ 7 παιδιά, σὲ μιὰ φτωχοσυνοικία τοῦ Περιστερίου, ποὺ δουλεύει σκληρά. Καὶ τὴ ρώτησα· –Πῶς ὑπέφερες αὐτὸ τὸ μαρτύριο; Ἐσύ, μιὰ γυναίκα μόνη, νὰ σηκώνεσαι νύχτα καὶ νὰ πηγαίνῃς νὰ πλένῃς καὶ νὰ καθαρίζῃς μέχρι τὰ μεσάνυχτα; Ποιός σοῦ ἔδωσε τέτοια δύναμι, νὰ κρατηθῇς τίμια καὶ εἰλικρινής; 

– Ὁ Χριστὸς μοῦ δίνει τὴ δύναμι, μοῦ λέει.

– Καὶ ποῦ εἶνε, τῆς λέω, ὁ Χριστός;

– Ἄ, ἐγώ, μοῦ ἀπαντᾷ, κάθε πρωί, πρὶν πάω στὴ δουλειά μου, περνῶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, ἀνάβω τὸ κερί μου, γονατίζω στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τὸν παρακαλῶ, καὶ παίρνω δύναμι.

Μεγάλο πρᾶγμα ἡ Ἐκκλησία! Προφήτευσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅταν τὸν ρώτησαν πῶς θὰ καταλάβουν ὅτι ἦρθαν τὰ ἔσχατα χρόνια. Ἔκλαυσε καὶ εἶπε 10 σημάδια. Τὸ ἕνα σημάδι ποὺ εἶπε εἶνε αὐτό· Θὰ ἔρθουν χρόνια, ποὺ θ᾿ ἀδειάσουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ θὰ γεμίσουν οἱ φυλακές. Γίνεται αὐτὸ στὶς μέρες μας, ἀδελφοί μου. Κι ἀκόμα εἴμαστε στὴν ἀρχή. Ἡ Ἐκκλησία, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὸ μαντρί. Μπορεῖ τὸ πρόβατο τὴ νύχτα τοῦ χειμώνα, ποὺ χιονίζει ἔξω καὶ οὐρλιάζουν οἱ λύκοι, νὰ πῇ «Μαντρί, δὲν σὲ χρειάζομαι»;Ἂν δὲν μπῇ στὸ μαντρί, θὰ τὸ φάῃ ὁ λύκος. Μαντρὶ εἶνε ἡ Ἐκκλησία, τσομπάνος εἶνε ὁ Χριστός, πρόβατα εἴμαστε ἐμεῖς. Ὅσοι φύγουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, θὰ τοὺς φάῃ ὁ «λύκος», οἱ αἱρέσεις καὶ τὰ ποικίλα ἄλλα θηρία. Ἐδῶ λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ νὰ εἴμαστε. Νὰ μὴν ἀπουσιάζουμε κι ἐμεῖς ποτέ ἀπὸ τὴν ἱερὰ σύναξι, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε πάντοτε παρόντες, γιὰ νὰ ἐπαναλάβουμε κι ἐμεῖς· «Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον». Νὰ ποῦμε κι ἐμεῖς σὰν τὸ Θωμᾶ· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ (4ο)

Ἀρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου, Ἱεροκήρυκος Ἱ. Μ. Πατρῶν, Δρος Θεολογίας

Τὸ βαθύτερο νόημα τῆς Ἀναστάσεως

Ὅλα τὰ γεγονότα ποὺ ἁπαρτίζουν τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας δὲν θὰ εἶχαν καμμία ἀξία ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἠ Ἀνάσταση. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι αὐτὴ ποὺ τὰ καταξιώνει ὅλα, ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου. Καὶ τοῦτο διότι ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σήμανε καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο ὅπου εἶχε εἰσέλθη μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων.

   «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας…». Ἐπάτησε καὶ θανάτωσε τὸν θάνατο ὁ Θεάνθρωπος Κύριος. Πῶς, ὅμως, πάτησε τὸν θάνατο καὶ γιατὶ οἱ ἄνθρωποι συνεχίζουν νὰ πεθαίνουν;

 Ἔλαβε πάνω στὸν Σταυρὸ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων καὶ τὶς θανάτωσε. Καὶ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἔχει πλέον τὴν δύναμη καὶ τὴν δυνατότητα νὰ μὴν εἰσέρχεται στὸν αἰώνιο θάνατο ποὺ ἐπιφέρει ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ νὰ μετέχῃ στὴν Ἀνάσταση. Αὐτὸ εἶναι τὸ βαθὺ νόημα τοῦ «θανάτῳ θάνατον πατήσας», ὅτι πάτησε καὶ νίκησε τὸν θάνατο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ὄχι τὸν βιολογικὸ θάνατο.

   Ἡ ἁμαρτία γεννᾶ τὸν θάνατο, διότι ὡς παρακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀποκόπτει ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι Αὐτὸς ὁ Θεός «ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. 11, 25). Ἀνάσταση εἶναι ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐπανένωση μὲ τὸν Θεάνθρωπο. Ὅταν ἀπομακρύνεται καὶ βγαίνει ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος, ἀνασταίνεται, ἵσταται, πλέον, ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρο τοῦ θανάτου.

   «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰωάν. 11, 25).

   Γι᾽ αὐτὸ πανηγυρίζουμε καὶ χαιρόμαστε γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Διότι ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἀνίστατο ἡ ἁμαρτία θὰ μᾶς ὁδηγοῦσε, ὁπωσδήποτε, στὸν αἰώνιο θάνατο καὶ δὲν θὰ μᾶς βοηθοῦσε οὔτε ἡ Γέννηση οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν ἐπίγειο παρουσία τοῦ Θεανθρώπου.

   Αὐτό, ὅμως, δὲν τὸ κατανοοῦμε καὶ πολλὲς φορὲς γλυκαινόμαστε καὶ ἐπιθυμοῦμε τὸν θάνατο. Ἀκούγεται λίγο παράξενο, ἀλλά, κάθε φορὰ ποὺ ὑποκύπτουμε στὴν ἁμαρτία καὶ δὲν ὑπακούομε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, δείχνουμε ὅτι ἀγαποῦμε καὶ ἐπιλέγουμε τὸν θάνατο. Προτιμοῦμε τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν αἰώνια Ἀνάσταση καὶ τὴν εἰσδοχή μας στὴν αἰώνια δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

   Δὲν εἶναι, λοιπόν, ἁπλὸ πρᾶγμα ἡ ἁμαρτία. Οὔτε εἶναι ἀστοχία, ὅπως διατείνονται πολλοί. Δὲν χάνει ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς τὸν στόχο του, ὁπότε μπορεῖ νὰ τὸν ἀντικαταστήσῃ μὲ κάποιον ἄλλο, ὅπως κήρυσσε ἡ Ἀρχαία Ἑλληνικὴ φιλοσοφία ποὺ ἐκλάμβανε τὴν ἁμαρτία ὡς ἀστοχία. Ἡ ἁμαρτία εἶναι παρακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ γεννάει τὸν θάνατο, ὅποια κι ἂν εἶναι αὐτή. Μόνον ὁ Θεάνθρωπος μὲ τὴν Ἀνάστασή Του μᾶς ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ ὑπερβοῦμε αὐτὸν τὸν θάνατο. Κατὰ τὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸν νέο Θεολόγο, ὅμως, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου πρέπει νὰ γίνῃ καὶ δική μας προσωπική, ἐσωτερικὴ Ἀνάσταση. «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι». Δὲν τὴν ἀκοῦμε δηλαδὴ ἁπλῶς ἢ πιστεύουμε ὅτι ἔγινε ἡ Ἀνάσταση, ἀλλὰ τὴν θεώμεθα, τὴν βλέπουμε. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τελεῖται ἡ Ἀνάσταση ἐντός μας. Θανατώνεται ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος μὲ τὰ πάθη, τὶς ἀδυναμίες καὶ ὅλες τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἀνασταίνεται ὁ καινός, ὁ νέος ἄνθρωπος.

   Γιὰ νὰ συμβῇ αὐτὸ χρειάζεται νὰ συντρέχουν δύο προϋποθέσεις: ἡ ὀρθὴ πίστη καὶ ἡ καθημερινὴ βίωσή της μὲ τὴν Μυστηριακὴ ζωή, τὴν προσευχή, τὴν μετάνοια καὶ τὸν ἐν γένει Ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ ἀσκητικὸ ἀγώνα. Ἔτσι θὰ συντελεσθῆ καὶ σὲ μᾶς ἡ θανάτωση τοῦ θανάτου τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ προσωπική μας ἀνάσταση.

   Αὐτὴ εἶναι ἡ βαθειὰ αἰτία τῆς χαρᾶς μας γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ χαρά, ὅμως, αὐτὴ πρέπει νὰ ὑπάρχῃ συνεχῶς στὴν ζωή μας. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ κάθε Κυριακή. Ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε Θεία Λειτουργία ἐπαναλαμβάνεται ἡ Ἀνάσταση, ὥστε νὰ μὴν τὴν λησμονοῦμε, θεωρώντας ὅτι συνέβη μόνον μία φορὰ καὶ ἔτσι νὰ τὴν ἑορτάζουμε ὡς ἁπλὸ ἱστορικὸ γεγονός.

   Τὸ πιστὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας πρέπει συνεχῶς νὰ βρίσκεται μέσα στὸν χῶρο τῆς ἀναστασίμου χαρᾶς, διότι ἔτσι θὰ μπορέση νὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὴν παρακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἁμαρτία καὶ ἄρα ἀπὸ τὸν αἰώνιο πνευματικὸ θάνατο.

https://aktines.blogspot.com

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ (3ο)

Του μακαριστού Στεργίου Σάκκου, Ομοτίμου Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ

Ορθοδοξία και Ανάστασις

Άγγελμα – παράγγελμα   

Η Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού είναι μία ιστορική αγγελία, το σπουδαιότερο άγγελμα που ακούστηκε στην ιστορία. Αναγγέλλει το μεγαλύτερο γεγονός που συνέβη στην ανθρωπότητα και συνδέεται με το πιο καίριο παράγγελμα που άκουσε ποτέ ο άνθρωπος, τη μετάνοια. Εδώ ακριβώς, στη μετάνοια, έγκειται η βίωση του μηνύματος της Ανάστασης από τον άνθρωπο σε προσωπικό επίπεδο. Διότι η μετάνοια, γεγονός αποκλειστικά και απόλυτα προσωπικό του πιστού, αποδεικνύει ότι αυτός αποδέχεται και προσυπογράφει το άγγελμα της Ανάστασης. Η πρακτική είναι μεγαλειώδης, καθότι μυστηριακή, αλλά και απλή, προσεγγίσιμη από τον καθένα· Μετανοώντας ο χριστιανός αφήνεται στη χάρη του Θεού, η οποία τον ανασταίνει από τα μνήματα των παθών και των κακών επιθυμιών. Και γίνεται αυτή η πνευματική ανάσταση του ανθρώπου μία ασάλευτη και αξιόπιστη μαρτυρία της ανάστασης του Χριστού. 

    Τον θείο και σωτήριο συνδυασμό των δύο γεγονότων, της ανάστασης του Ιησού Χριστού και της προσωπικής ανάστασης του ανθρώπου που μετανοεί, εκφράζει και επαγγέλλεται στον κόσμο η Εκκλησία και συγκεκριμένα η Ορθόδοξη Εκκλησία. Και η μεν πραγμάτωση της μετάνοιας επαφίεται στον άνθρωπο, ενώ η αγγελία της ανάστασης είναι το ίδιο το περιεχόμενο της Ορθοδοξίας θεολογικά, ιστορικά αλλά και πρακτικά.

Το περιεχόμενο της Ορθοδοξίας  

Είναι χαρακτηριστικό ότι το χρυσόδετο άγιο Ευαγγέλιο, που βρίσκεται πάνω στην αγία Τράπεζα κάθε ορθοδόξου ναού, εικονίζει στη μία όψη του την σταύρωση του Ιησού και στην άλλη την ανάστασή του. Συμβολίζεται έτσι πολύ παραστατικά η θεμελιακή θεολογική αλήθεια της πίστης μας ότι ο σταυρός και η Ανάσταση αποτελούν ένα και το αυτό γεγονός.                                        

   Η δισχιλιετής πορεία της Ορθοδοξίας στην ιστορία είναι το πιο εύγλωττο υπόμνημα στην Ανάσταση, η συγκλονιστική λιτάνευση του αναστημένου Χριστού ανά τους αιώνες. Και μόνον η διατήρηση του ορθοδόξου δόγματος εν μέσω των παντοδαπών επιθέσεων που δέχθηκε αυτό από την ποικιλώνυμη αίρεση και την πολύμορφη πλάνη, απ΄ αρχής μέχρι σήμερα, επιβεβαιώνει περίτρανα την Ανάσταση.                    

  Αλλά και η πράξη της Ορθοδοξίας συμπλέκεται με την Ανάσταση, καθώς η Ορθοδοξία γίνεται το «φίλημα της ζωής» για τον πεπτωκότα άνθρωπο, για τη γηράσκουσα και φθίνουσα ανθρωπότητα. Ήδη μνημόνευσα τη μετάνοια, την οποία η Ορθοδοξία διασώζει στην αρχική μυστηριακή της βάση. Κρατώντας την αρχική παράδοση η Ορθοδοξία οδηγεί τον άνθρωπο στην υπέρβαση. Κι είναι ασφαλώς μία υπέρβαση η μετάνοια· ο πιστός αποδέχεται και ομολογεί την αμαρτία και την αθλιότητά του, αλλά και τη δύναμη της χάρης του Θεού, που τον λυτρώνει, αυτόν τον αμαρτωλό, τον ανακαινίζει, τον ανασταίνει και τον καθιστά παιδί αγαπημένο του Θεού, μέτοχο της επουράνιας βασιλείας.

Δια του σταυρού η χαρά  

   Είναι βέβαια οδυνηρό ν΄ αντικρύσεις κατάματα τον αμαρτωλό εαυτό σου, να ομολογήσεις την ενοχή σου. Είναι ένας σταυρός. Αλλά η Ορθόδοξη Εκκλησία συμφιλιώνει τον άνθρωπο με τον σταυρό, τον κάθε είδους σταυρό, δηλαδή τον πόνο, την ταπείνωση, την εκούσια στέρηση, την άσκηση. Φωτίζει το σταυρό με το φως της Ανάστασης. Το βίωμα και το μήνυμά της είναι· «ιδού γαρ ήλθε δια του σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω». Ο σταυροαναστάσιμος χαρακτήρας προσιδιάζει στην Ορθοδοξία. Αγνοείται από τις λεγόμενες χριστιανικές ομολογίες· τόσο από τις προτεσταντικές, που εν ονόματι της ελευθερίας έχουν καταλύσει τα μυστήρια και καταργήσει την ιερά παράδοση, όσο και από τον ομόλογό τους Παπισμό, που από την καθέδρα της αυθεντίας αλλοίωσε την ιερά παράδοση και νόθευσε τα μυστήρια. Και οι δύο παρατάξεις της Δύσης συμπλέοντας με το πνεύμα της άνεσης και του ευδαιμονισμού που χαρακτηρίζει την εποχή μας έχουν εξορίσει την άσκηση και το σταυρό από τη ζωή. Το αποτέλεσμα ήταν να αλλοτριωθούν και από την Ανάσταση. Η αλλοτρίωση αυτή είναι έκδηλη στη λατρεία και στις γιορτές τους. Η φαντασμαγορία και ο θόρυβος που χαρακτηρίζει τη γιορτή των Χριστουγέννων στη Δύση, με το παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο δένδρο και τα χρυσοστόλιστα λαμπιόνια, υποβοηθείται από το ανθρώπινο στοιχείο  και αυτό υπερτονίζει αγνοώντας παντελώς το μυστήριο της κενώσεως του Θεού. Το Πάσχα, όπου κυριαρχεί το εκούσιο Πάθος και η σταυροαναστάσιμη δόξα του Θεανθρώπου, στοιχεία καθαρά υπερβατικά, ελάχιστα υπολογίζονται από τους δυτικούς. Παρατηρείται βέβαια κάποια συναισθηματική κυρίως συγκίνηση τη Μεγάλη Παρασκευή αλλά μόνο αυτό, τίποτε περισσότερο. Παραμένει άγνωστο το μυστήριο, ανύπαρκτη η μέθεξη του πιστού σ΄ αυτό, απρόσιτη η χαρά και η δόξα της Ανάστασης.

Κέντρο η Ανάσταση

   Υστερεί σαφώς η λατρεία της Δύσης, καθώς οι προτεστάντες την απογυμνώνουν από τον μυστηριακό της χαρακτήρα και οι παπικοί την κατεβάζουν στο επίπεδο του φεστιβάλ. Αντίθετα η Ορθοδοξία, στη σωστή της – εννοείται – έκφραση, βιώνει τη λατρεία εν μυστηρίω, με κατάνυξη, δάκρυα, αλλά και αγαλλίαση. Έχει τη λογική, αέναη λατρεία, που σημαδεύεται από τη χαρμολύπη της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, κορυφώνεται στην ακολουθία των Σεπτών Παθών κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα, για να ολοκληρωθεί στο θρίαμβο της Ανάστασης. Και δεν σταματά εκεί. Η Ανάσταση απλώνεται σ΄ όλη τη Διακαινίσιμη Εβδομάδα, καταυγάζει το χαρμόσυνο Πεντηκοστάριο, συνέχει και διαποτίζει όλο τον ημερολογιακό κύκλο. Με την νηστεία της Τετάρτης, ημέρας της προδοσίας και παράδοσης του Κυρίου, και της Παρασκευής, ημέρας της σταύρωσής του, κοινωνούμε στον σταυρό και στα τίμια πάθη του, ενώ με την αναστάσιμη χαρά της Κυριακής μετέχουμε στην αγία του ανάσταση και την καταγγέλλουμε στον κόσμο. Και μόνο το όνομα της μέρας αυτής με τη μυστική έννοιά της ως η ημέρα του Κυρίου, που θα μπορούσε να ονομάζεται και Αναστάσιμη, ημέρα του αναστημένου Κυρίου, είναι μία κραυγαλέα μαρτυρία της Ανάστασης.                           

   Η Ορθοδοξία δεν είναι ένας κλάδος του χριστιανισμού. Είναι όλος ο Χριστιανισμός, διότι είναι όλη η Εκκλησία, ο ίδιος ο Χριστός αναστημένος και ζων εν μέσω ημών «εν ετέρα μορφή» (Μάρκ. 16: 12). Είναι κυρίως ο επιζών μάρτυρας της ανάστασης του Χριστού. Είναι η αγρυπνούσα και αναμένουσα νύμφη, η επισπεύδουσα τον ερχομό του Νυμφίου Χριστού, που νικητής του θανάτου βγήκε από τον τάφο και χάρισε στην Εκκλησία και δι΄ αυτής στον κόσμο όλο τη βεβαιότητα της Ανάστασης.

Ορθοδοξία = Ανάσταση

   Η ορθόδοξη θεία Λειτουργία κέντρο της έχει την αναίμακτη θυσία του Κυρίου, όπως εκείνος την παρέδωσε κατά το Μυστικό Δείπνο. Αυθεντικά το διατυπώνει ο απόστολος Παύλος στην Α΄ προς Κορινθίους Επιστολή (11: 23-26). Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο απόστολος, λίγο παρακάτω στην ίδια Επιστολή (15, 3), καταθέτοντας τη μαρτυρία τής ανάστασης του Κυρίου χρησιμοποιεί και εκεί τα ίδια ρήματα «παρέλαβον και παρέδωκα», με τα οποία αναφέρθηκε στο Μυστήριο. Υπογραμμίζει έτσι τον άρρηκτο δεσμό θείας λατρείας και Ανάστασης. Ο ίδιος δεσμός είναι εμφανής και στην αρχέγονη θεία λειτουργία που αποδίδεται στον αδελφόθεο Ιάκωβο και στην οποία ψάλλεται· «τον θάνατόν σου καταγγέλλομεν, Κύριε, και την ανάστασίν σου ομολογούμεν». Αλλά και τα συγγράμματα και οι λόγοι των πατέρων και ο υμνολογικός μας πλούτος, όλα πηγάζουν, εμπνέονται και τροφοδοτούνται από την Ανάσταση. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι στους εκκλησιαστικούς ύμνους μας κυριαρχεί ο λόγος για το φως. Και φως είναι ο ενανθρωπήσας Θεός, ο σταυρωθείς και αναστάς. Αυτός που σπάζοντας τα κλείθρα του άδη φώτισε το σκοτεινό μνήμα «θανάτω θάνατον πατήσας» και δια του αγίου Πνεύματος παραμένει ζωντανός και κυρίαρχος στην Εκκλησία.                              

   Μεταξύ Ορθοδοξίας και Ανάστασης υπάρχει όχι απλώς στενή και αδιάρρηκτη σχέση, αλλά ουσιαστική και απόλυτη ταύτιση. Ορθοδοξία είναι η ανάσταση του Κυρίου Ιησού Χριστού. Να γιατί είναι μοναδική, ανεπανάληπτη και ανυπέρβλητη στον κόσμο η Ορθοδοξία. Να γιατί μόνο αυτή μπορεί να ανασταίνει ψυχές από τα μνήματα των παθών και να τις οδηγεί  στη λύτρωση. Διότι είναι ο αυθεντικός και αδιάψευστος μάρτυρας της Ανάστασης του Κυρίου της Ιησού Χριστού, του Λυτρωτού μας.

https://aktines.blogspot.com

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΒΡΑΔΥ (2ο)

Πρωτοπρεσβύτερος Παναγιώτης Ρόδης

Ανάμεσα στα πολλά που μπορούμε να κάνουμε, αδελφοί μου, ιστάμενοι ενώπιον του Σταυρωμένου Χριστού, είναι να επιχειρήσουμε μια απογραφή των αμαρτημάτων που έκαναν οι άνθρωποι εναντίον του Κυρίου της δόξης, εναντίον του Χριστού.

Ας δούμε, αρχικά, την πιο απλή και πιο μικρή αμαρτία, φαινομενικά:

 Ο Πιλάτος! Ο Πιλάτος, ενώ είχε εξουσία να διαχειρισθή και να λύσει το πρόβλημα. Έπλυνε τα χέρια του και, είπε: «Νίπτω τας χείρας μου. Δεν φταίω εγώ. Ας το βρείτε εσείς ποιος φταίει». Προφανώς τα προβλήματα δεν λύνονται έτσι. Και μάλιστα αυτό της καταδίκης σε θάνατο ή της αθωώσεως ενός υποδίκου.

«Με λίγες πινελιές το Ευαγγέλιο σχεδιάζει την εικόνα ενός παθητικού Πιλάτου, του τρόμου του, της γραφειοκρατικής συνείδησής του, της δειλής άρνησής του να ακολουθήσει την συνείδησή του. Μήπως, όμως, δεν συμβαίνει στη ζωή μας και στη ζωή γύρω μας το ίδιο;

Δεν είναι συνεχώς μέσα μας παρών κάποιος Πιλάτος, που όταν έρθει η στιγμή να πούμε -ο καθένας μας- ένα αποφασιστικό όχι στο ψεύδος, στην αδικία, στο κακό και στο μίσος, ενδίδουμε στον πειρασμό να «νίψουμε τας χείρας μας».

Οι στρατιώτες, πάλι, όταν τους δόθηκε ο Χριστός από τον Πιλάτο, παρ’ ότι δεν είχε κριθεί ακόμα ως ένοχος, του φέρθηκαν σαν να ήταν γαϊδούρι. Δέχθηκε εμπτυσμούς, κολαφισμούς, ραπίσματα και μαστιγώσεις, από χέρια ανθρώπινα ο Βασιλέας και Κύριος της δόξης!

«Και οι στρατιώτες θα μπορούσαν να πουν υπερασπιζόμενοι τον εαυτό τους: εκτελέσαμε απλώς διαταγές, μας είπαν να ξεχωρίσουμε κάποιον ταραχοποιό που προκαλούσε αναστάτωση και αταξία, για ποιο πράγμα μιλάτε, λοιπόν;» .

Πίσω από τον Πιλάτο τους στρατιώτες, ήταν το πλήθος, εκείνοι που έξι μέρες πριν φώναζαν «Ωσαννά», καθώς υποδέχονταν θριαμβευτικά τον Χριστό κατά την είσοδό Του στα Ιεροσόλυμα, τώρα κραυγάζουν, «Σταύρωσον αυτόν!». Είχαν όμως και αυτοί μια εξήγηση: Δεν είναι οι ηγέτες τους, οι δάσκαλοι τους και οι κυβερνήτες τους, που είχαν κάνει τη φοβερή πράξη, να ’ρθουν σε επικοινωνία και να δωροδοκήσουν άνθρωπο -τον Ιούδα-, για να Τον πουλήσει, να Τον παραδώσει; οι ηγέτες που έλεγαν στο λαό πως ο άνθρωπος αυτός -ο Χριστός- ήταν ένας εγκληματίας που κατέλυσε τους νόμους και τις συνήθειες και γι΄ αυτό βάσει του νόμου -όλα τα ειδεχθή εγκλήματα της εξουσίας γίνονται πάντοτε βάσει του νόμου.

Πρέπει, λοιπόν, Αυτός να πεθάνει;…  Έτσι κάθε συμπαίκτης σ’ αυτό το τρομακτικό γεγονός είχε δίκιο «από την πλευρά του», όλοι δικαιώθηκαν. Όλοι μαζί, ΟΜΩΣ, δολοφόνησαν έναν άνθρωπο στον οποίον «ουδέν ευρέθη αίτιον». 

Όμως, όλοι αυτοί δεν ήξεραν τι έκαναν. Δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι ο Χριστός ήταν ο Κύριος της δόξης. Άρα, πόσο μεγαλύτερη βαρύτητα έχει η δική μας στάση, οι δικές μας αμαρτίες, εδώ και τόσους αιώνες, έχοντας επίγνωση της Αλήθειας του Χριστού.

Όσο το σκεφτόμαστε αυτό, βγαίνει αβίαστα από μέσα μας το ερώτημα: «Θεέ μου, πότε θα πάρεις τη ράβδο Σου, να ’ρθεις να επιβάλλεις την τάξη; Και ενώ εμείς διερωτόμαστε, για αυτό το θέμα μας μιλάει 600 χρόνια πριν τον Χριστό ο Προφήτης Ζαχαρίας. Λέει ο Θεός με το στόμα του προφήτη: «θα ’ρθει η ώρα που θα πάρω την ράβδο μου, την πιο γερή και θα κατεβώ κάτω και θα τα κάνω όλα ίσωμα. Ούτε τη διαθήκη μου θα σεβαστώ, ούτε κανέναν από εκείνους που δεν σεβάστηκαν την Διαθήκη μου. Οι μόνοι άνθρωποι που με αναπαύουν είναι ορισμένοι Χαναναίοι (ειδωλολάτρες την εποχή εκείνη), που ακούσανε το λόγο μου με φόβο. Γιατί αν στραφώ και ιδώ τι έκανε ο λαός μου, θα τους ρωτήσω: Πείτε μου επιτέλους, τι αξίζω για σας; Πέστε μου πόσο με εκτιμάτε; Και ο απάντησή τους θα είναι: ‘Τριάντα  αργύρια’! και θα τα πάρω αυτά τα τριάντα αργύρια και θα ειπώ: βάλτε τα στο χωνευτήρι να τα δούμε είναι αργύριά; Αξίζουν; Τι προσφέρετε; Πως αξίζω; Πόσο με εκτιμάτε; Και όχι σε κάποιο χωνευτήρι που δουλεύει η απατεωνιά, ο συμβιβασμός και η διαπλοκή, που άλλη είναι η αλήθεια και άλλη ξεφουρνίζετε. Βάλτε τα στο χωνευτήρι μέσα στο ναό» με τη συνείδηση ανοιχτή κάτω από τα μάτια του Θεού. (Ζαχ. 11, 10-13)

Αυτά τα, λόγια όφειλαν οι Εβραίοι, να τα γνώριζαν και να τα είχαν προσέξει. Αν είχε συμβεί αυτό δεν θα τον ‘’ρίχνανε’’ τον Ιούδα, όταν παζάρευαν μαζί του. Τον ρίξανε τον άνθρωπο! του δώσανε μια εξευτελιστική αμοιβή: Τριάντα αργύρια!

Την συνέχεια την ξέρουμε:

Όταν ο Ιούδας έμαθε ότι Χριστός καταδικάστηκε σε θάνατο, ελέγχθηκε από τη συνείδησή του. Και γύρισε και τους είπε: «Αμαρτία έκανα. Δεν τα θέλω. Πάρτε τα πίσω». Κι εκείνοι σήκωσαν τους ώμους τους και του είπαν: «Δεν μας παρατάς. Ξεφορτώσου μας. Κάνε καλά με τη συνείδησή σου». Η ανθρώπινη γαϊδουριά στο ζενίθ (=αποκορύφωμα)

Κι ο Ιούδας, απογοητευμένος από την αναισθησία που έδειξαν οι ομοϊδεάτες του, στην αδυναμία του και στη διόρθωση ή μάλλον στο σκυλομετανιωμά του, πήγε και έριξε τα αργύρια μέσα στον ναό.

Κι οι άρχοντες των Εβραίων με αλαζονική υποκρισία είπαν: «Δεν κάνει τώρα να τα βάλουμε στο παγκάρι για την Εκκλησία τέτοια χρήματα». Γι’  αυτό με τα χρήματα αυτά έφτιαξαν νεκροταφείο, για να θαπτουν τους ξένους. Να μην ανακατεύονται με αυτούς τους ίδιους, που ήταν… καθαροί (=δήθεν).

Τι έκανε αυτά τα χρήματα βρώμικα; Τρομάζουμε, αν το αναλογιστούμε. Τι τα έκανε βρώμικα; Η βρώμικη συνείδηση, που οδήγησε στη συναλλαγή και στην εκ των υστέρων αντιμετώπιση. Πόσες βρωμιές! και τι βρωμιές; Πως να εξεταστούν και να ερευνηθούν, αν αυτά τα πράγματα είναι καθαρά;

Όχι μέσα στο ναό, ΑΛΛΑ ούτε σε καταγώγιο του υποκόσμου δεν άντεχαν να ερευνηθούν αν είναι καθαρά. Θα μπορούσαμε να πούμε για αυτά: Η πιο βρώμικη πράξη που μπορεί να υπήρξε στους αιώνες, ήταν αυτή η συναλλαγή.

Αυτά και πολλά άλλα που σχετίζονται με το Πάθος του Χριστού μας καλούν να προβληματιστούμε για το ποια στάση οφείλουμε έναντι του Σταυρού του Χριστού και να αποφασίσουμε.

«Μετά το Σταυρό του Χριστού, αδελφοί μου, ακολουθεί ο δικός μας σταυρός, για τον οποίο είπε ο Χριστός: «οποίος θέλει να με ακολουθεί… να σηκώσει τον σταυρό του κάθε ημέρα και να με ακολουθεί». (Λκ 9,23). Αυτό σημαίνει πως η επιλογή που έχει να κάνει εκείνη τη νύχτα ο καθένας -ο Πιλάτος, οι στρατιώτες, οι αρχηγοί, το πλήθος και καθένας μέσα στο πλήθος- είναι μια επιλογή που τίθεται συνεχώς και σε καθημερινή βάση μπροστά μας. Εξωτερικά, η επιλογή έχει να κάνει με κάτι φαινομενικά ασήμαντο για μας ή δευτερεύον. Για τη συνείδησή, όμως, τίποτε δεν είναι πρώτο ή δεύτερο, αλλά το κάθε τί μετράται αν είναι αληθινό ή ψεύτικο, καλό ή κακό. Το να σηκώνεις, λοιπόν, το σταυρό σου καθημερινά, δεν είναι απλώς το να αντέχεις τα φορτία και τις μέριμνες της ζωής, αλλά πάνω από όλα το να ζεις αρμονικά με τη συνείδησή σου, το να ζεις μέσα στο φως της κρίσεως, της συνειδήσεως – μιας συνείδησης που καλλιεργείται και διαμορφώνεται κάτω από το Φως του Ευαγγελίου.

Ακόμα και σήμερα, με όλο τον κόσμο να κοιτάζει, ένας άνθρωπος ‘’άνευ αιτίας’’ μπορεί να συλλαμβάνεται, να βασανίζεται, να χτυπιέται, να φυλακίζεται ή να εξορίζεται. Κι όλα αυτά ‘’επί τη βάσει του νόμου’’ στο όνομα της υπακοής, της πειθαρχίας, της τάξεως, για το καλό όλων. Πόσοι Πιλάτοι δε νίπτουν τα χέρια τους, πόσοι στρατιώτες δεν σπεύδουν να εκτελέσουν τις διαταγές της στρατιωτικής ιεραρχίας (Ουκρανία, Παλαιστίνη ή και αλλού), πόσοι άνθρωποι δουλόπρεπα δεν τους χειροκροτούν, ή τουλάχιστον δεν κοιτάζουν σιωπηλά το κακό που θριαμβεύει;

Ας σκεφθούμε αδελφοί μου, τον Σταυρό ως επιλογή από την οποία κρέμονται τα πάντα στον κόσμο, που χωρίς αυτόν, όλο τον κόσμο γίνονται θρίαμβος του κακού και του σκότους. Ο Χριστός είπε: «εις κρίμα, εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον – εγώ ήρθα, δια να προκαλέσω κρίση σε τούτον τον κόσμο» (Ιω. 9,39).

Σ΄ αυτή την κρίση, μπροστά στο δικαστήριο της σταυρωμένης αγάπης, της αλήθειας και της καλοσύνης, δικάζεται ο καθένας μας.

Καλή Ανάσταση!

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, που εκφωνήθηκε στον Ιερό Αγίου Γεωργίου Λάγγουρα Πατρών, την Μεγάλη Παρασκευή  3-5-2024, κατά την Ακολουθία του Εσπερινού της Αποκαθηλώσεως.

https://anastasiosk.blogspot.com/2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ ΒΡΑΔΥ (3ο)

+ Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτου

Ἡ σημασία τοῦ καταστροφικοῦ θαύματος

«…Καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ» (Ματθ. 21,19)

Απόψε, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ πρώτη ἀκολουθία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Ἀπ᾿ ὅλα ὅσα ἀκούσαμε ἂς προσέξουμε ἕνα σημεῖο, ἕνα περίεργο θαῦμα, ποὺ διηγεῖται τὸ εὐαγγέλιο.

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἔκανε θαύματα μεγάλα καὶ ἀναρίθμητα. Ὅπως λέει στὸ τέλος τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου ὁ εὐαγγελιστής· ἂν καθόταν κανεὶς νὰ ἐξιστορήσῃ ἕνα πρὸς ἕνα τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ, νομίζω δὲν θὰ χωροῦσε ὁ κόσμος τὰ βιβλία ποὺ θὰ γράφονταν· «οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία» (Ἰω. 21,25).

Τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς εἶνε ἐκδηλώσεις τῆς ἀγάπης καὶ εὐεργεσίας του. Ὅσο ἔμεινε πάνω στὴ γῆ, δὲν ἔκανε κακό. Ἐνῷ μποροῦσε, δὲν ἔδειξε τὴν τιμωρητικὴ δύναμί του σὲ κανένα, οὔτε στοὺς Γαδαρηνοὺς οὔτε στοὺς Σαμαρεῖτες ὅταν τὸν ἔδιωξαν (βλ. Ματθ. 8,34 – 9,1. Λουκ. 9,54-56). Ὁ Κύριος εἶνε ἀγάπη καὶ «μακροθυμία ἄφατος», ὅπως λέει ὁ ὕμνος (Μ. Δευτ. δοξ. αἴν.). Μὴ λησμονοῦμε ὅμως ὅτι ὁ Χριστὸς ἐκτὸς ἀπὸ ἀγάπη εἶνε καὶ δικαιοσύνη. Γι᾽ αὐτό, μέσα στὰ τόσα εὐεργετικὰ θαύματα ἔκανε καὶ δύο θαύματα καταστροφῆς. Καταστροφῆς ὄχι πάλι ἀνθρώπων, ἀλλὰ ζῴων καὶ ἀψύχων πλασμάτων. Τὴ μία φορὰ κατέστρεψε ἕνα κοπάδι χοίρων, γιὰ νὰ τιμωρήσῃ τὴν παρανομία καὶ τὴν πλεονεξία τῶν φιλαργύρων Γαδαρηνῶν. Καὶ τὴν ἄλλη ἔκανε αὐτὸ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα στὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Σὰν σήμερα ὁ Χριστὸς ἔμεινε ὅλη τὴν ἡμέρα στὰ Ἰεροσόλυμα, ἀλλ᾽ ὅταν βράδιασε βγῆκε ἔξω, σ᾽ ἕνα μικρὸ χωριὸ ποὺ λέγεται Βηθανία, σὲ μιὰ φιλικὴ οἰκογένεια. Ἐκεῖ πέρασε τὶς βραδιὲς τῆς Κυριακῆς, τῆς Μεγάλης Δευτέρας, Μεγάλης Τρίτης καὶ Μεγάλης Τετάρτης. Ἀφοῦ διανυκτέρευσε ἐκεῖ, πρωὶ – πρωὶ ξεκίνησε πάλι γιὰ τὰ Ἰεροσόλυμα. Στὸ δρόμο ὁ Κύριος πείνασε. Μὰ δὲν εἶνε περίεργο νὰ πεινᾷ ἐκεῖνος ποὺ ἔφτειαξε τὰ δέντρα μὲ τοὺς καρπούς, ἐκεῖνος ποὺ ἔβρεξε στὴν ἔρημο μάννα καὶ ἔθρεψε ὁλόκληρο λαό, ἐκεῖνος ποὺ πολλαπλασίασε τὰ ψωμιὰ καὶ ἔθρεψε πεντακισχιλίους ἄνδρες ἐκτὸς «γυναικῶν καὶ παιδίων» (Ματθ. 14,21); Ναί. Ὅπως πάλι περίεργο εἶνε ὅτι πάνω στὸ σταυρὸ δίψασε – ποιός; αὐτὸς ποὺ ἔφτειαξε τὶς πηγές, τὶς λίμνες καὶ τὶς θάλασσες. Σήμερα πεινᾷ, καὶ μεθαύριο τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ θὰ τὸν ἀκούσουμε νὰ λέῃ «Διψῶ» (Ἰω. 19,28). Ἀλλὰ κάτω ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὴ δίψα αὐτὴ πρέπει νὰ δοῦμε κάτι ἄλλο· πεινάει τὴ σωτηρία μας, διψάει τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου.

«Ἐπείνασε» λοιπὸν ὁ Χριστός (Ματθ. 21,18). Καί, καθὼς βάδιζε, εἶδε στὸ δρόμο μιὰ συκιὰ γεμάτη φύλλα. Πλησίασε, ἅπλωσε τὰ ἅγιά του χέρια, ἔψαξε ἀνάμεσα στὰ φύλλα, ἀλλὰ δὲ βρῆκε οὔτε ἕνα καρπό. Καὶ τότε ἀπὸ τὰ ἅγιά του χείλη, ἀπ᾽ τὰ ὁποῖα δὲν βγῆκε ποτὲ λόγος πικρός, βγῆκε μιὰ κατάρα· «Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα», λέει· ποτέ πιὰ ἀπὸ σένα νὰ μὴ βγῇ καρπός (Ματθ. 21,19). Κι ἀμέσως τὰ φύλλα ἄρχισαν νὰ κιτρινίζουν καὶ νὰ πέφτουν. Σὲ λίγο τὸ δέντρο ἔμεινε γυμνὸ καὶ ξεράθηκε «ἐκ ῥιζῶν», ἀπ᾽ τὶς ῥίζες του, ὅπως λέει ὁ ἄλλος εὐαγγελιστής, ὁ Μᾶρκος (Μᾶρκ. 11,20). Καὶ «οἱ μαθηταὶ ἐθαύμασαν λέγοντες· Πῶς παραχρῆμα (=ἀμέσως, αὐτοστιγμεί) ἐξηράνθη ἡ συκῆ;» (Ματθ. 21,20).

Οἱ ἄπιστοι λένε· Μὰ γιατί ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ νὰ πέσῃ σ᾽ ἕνα δέντρο; τί ἔφταιξε αὐτὸ γιὰ νὰ τὸ καταστρέψῃ;… Ἀλλὰ τὸ δέντρο αὐτὸ εἶνε ἕνα σύμβολο, ἕνα δίδαγμα, ἕνας ἔλεγχος, ποὺ πρέπει νὰ τὸν αἰσθανθοῦμε ὅλοι. Τί σημασία ἔχει ἡ καταστροφὴ τῆς συκιᾶς;

Ἡ ξηρανθεῖσα συκῆ, ἀγαπητοί μου, μᾶς θυμίζει ἕνα ἀρχέγονο τραγικὸ γεγονός, ὑπενθυμίζει τὴν πτῶσι τῶν πρωτοπλάστων στὸν παράδεισο. Τότε, μετὰ τὸ ἁμάρτημά τους, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα αἰσθάνθηκαν ὅτι εἶνε γυμνοὶ ἀπὸ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, ἔνιωσαν τὴν ἀνάγκη νὰ καλυφθοῦν, καὶ σκεπάστηκαν μὲ φύλλα συκιᾶς. Ὡρισμένοι ἑρμηνευταὶ λένε ὅτι τὸ δέντρο ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου τὸν καρπὸ ἔφαγαν, ἦταν συκιά. Ἡ ξηρανθεῖσα συκῆ λοιπὸν μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν κατάρα ἐκείνη, ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στὸν παράδεισο· «ἐπικατάρατος ἡ γῆ», ὅτι ἡ γῆ θὰ εἶνε ἐπικατάρατος, θὰ βγάζῃ ἀγκάθια καὶ τριβόλια, καὶ «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου» (Γέν. 3,17-19). Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη, ἐπὶ πέντε χιλιάδες χρόνια, πάνω στὴν ἀνθρωπότητα ἁπλωνόταν μιὰ κατάρα γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ τὶς παραβάσεις της. Τώρα ὅμως ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ πάθους του θὰ καταργήσῃ τὴν κατάρα. Δύο δένδρα ὑπάρχουν. Τὸ ἕνα εἶνε τὸ δέντρο τῆς κατάρας μὲ τὴν θανατηφόρο σκιά, κάτω ἀπ᾽ τὸ ὁποῖο κάθησαν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα – μὴν κοιμηθῆτε κάτω ἀπ᾽ αὐτό. Καὶ τὸ ἄλλο εἶνε τὸ δέντρο τῆς εὐλογίας, δηλαδὴ ὁ τίμιος σταυρός. Ὅσο κατηραμένο ἦταν τὸ δέντρο ἐκεῖνο, τόσο εὐλογημένο εἶνε τὸ δέντρο τοῦ σταυροῦ. Φύγετε, ἀδελφοί, ἀπ᾽ τὸ δέντρο τῆς κατάρας κ᾽ ἐλᾶτε ὅλοι κάτω ἀπ᾽ τὸ δέντρο τῆς εὐλογίας. Διὰ τοῦ τιμίου σταυροῦ ὁ Χριστὸς κατήργησε τὴν κατάρα.

Ἀλλὰ ἡ ἐπικρατέστερη ἑρμηνεία στοὺς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας εἶνε, ὅτι ἡ ξηρανθεῖσα συκῆ, ὅπως ἀκοῦμε καὶ στὴ σημερινὴ ἀκολουθία, εἶνε σύμβολο τῆς Ἑβραϊκῆς συναγωγῆς, τῆς Ἰουδαϊκῆς φυλῆς, τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους. Ἀποδοκιμάζεται καὶ ἐγκαταλείπεται ὁ παλαιὸς Ἰσραὴλ καὶ ἐγκαινιάζεται ὁ νέος Ἰσραήλ, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἔθνη εἶνε γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπησε καὶ εὐλόγησε τὸ Ἰουδαϊκὸ ἔθνος· τὸ φύτευσε καὶ τὸ περιποιήθηκε. Ἐν τούτοις αὐτὸ δὲν ἀπέδωσε καρπούς. Γι᾿ αὐτὸ ἦρθε ἡ ὥρα ποὺ τὸ ἔθνος αὐτὸ ὑπέστη τιμωρία, τὴν ὁποία παρατηροῦμε μὲ λύπη διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Ἐκεῖνο ποὺ φώναξαν οἱ Ἰουδαῖοι τὴ Μεγάλη Παρασκευή, «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν» (Ματθ. 27,25), ἐπέσυρε πάνω τους τὴν κατάρα καὶ αὐτὴ τοὺς ἀκολουθεῖ μέχρι τῶν ἡμερῶν μας.

Ἡ ξηρανθεῖσα συκῆ ὅμως δὲν συμβολίζει μόνο τὴν Ἰουδαϊκὴ φυλή· εἶνε σύμβολο καὶ κάθε ἔθνους, χριστιανικοῦ ἔθνους, τὸ ὁποῖο, ἐὰν καταπατῇ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, θ᾽ ἀποδοκιμασθῇ. Τέτοιο ἔθνος εἶνε καὶ τὸ δικό μας. Καὶ εἶνε γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπησε καὶ εὐλόγησε τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος· τὸ μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία. Ὅπως εἶνε πάλι γεγονὸς ὅτι καὶ τὸ ἔθνος αὐτὸ προσέφερε πολλὰ στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν Χριστιανισμὸ καὶ στὴν ἀνθρωπότητα· ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος βγῆκαν ἅγιοι, μάρτυρες καὶ ἥρωες, διδάσκαλοι, πατέρες καὶ ἱεραπόστολοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν πράγματι δέντρο καρποφόρο ἡ Ἑλλάς. Ἀλλὰ σήμερα εἶνε; Φοβοῦμαι ὅτι γίναμε πλέον ἔθνος ἁμαρτωλὸ καὶ ἀσεβές, καὶ ὑπάρχει φόβος μεγάλης τιμωρίας. Ὑπενθυμίζω μόνο τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφή, ὅπου ὁ Κύριος μᾶς ἐξήρανε μερικῶς, ὄχι συνολικῶς. Γιὰ σκεφθῆτε· ἐκεῖ ποὺ ἦταν τριάντα μητροπόλεις, τέσσερις χιλιάδες ἐκκλησίες, σαράντα μοναστήρια καὶ χτυποῦσαν καμπάνες, τώρα τὸ δέντρο ἐκεῖνο ἐξηράνθη, δὲν ὑπάρχει πλέον ἱερεύς, δὲν ὑπάρχει καλόγηρος, δὲν ἠχοῦν σήμαντρα. Εἴθε νὰ σωφρονισθοῦμε καὶ νὰ μετανοήσουμε ὅλοι, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, γιὰ νὰ μὴν ἀκούσουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως ἡ ξηρανθεῖσα συκῆ «Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα».

Ἀλλὰ πρὶν τελειώσω, ἀδελφοί μου, θέλω νὰ πῶ ὅτι ἡ ξηρανθεῖσα αὐτὴ ἡ συκῆ εἶνε καὶ ἡ φωτογραφία μας· ἐμεῖς εἴμαστε ἡ ἄκαρπος συκῆ. Μὴ ἀπορεῖτε. Διότι ὅσα κάνουμε (οἱ προσευχές, τὰ βιβλία ποὺ διαβάζουμε, ὁ ἐκκλησιασμός, κι αὐτὴ ἀκόμα ἡ τυπικὴ συμμετοχὴ στὰ μυστήρια), ὅλα εἶνε φύλλα, ὡραῖα φύλλα. Ποῦ εἶνε ὅμως οἱ καρποὶ ποὺ ζητάει ὁ Χριστός;

Γέμισε ἡ Ἐκκλησία δέντρα ἄκαρπα. Χριστιανὸς σοῦ λέει ὁ ἄλλος, ἀλλὰ ζῇ ἀκόλαστα· Χριστιανός, ἀλλὰ ἐγκατέλειψε γυναῖκα καὶ παιδιά· Χριστιανός, ἀλλ᾽ εἶνε μέθυσος ἢ πλεονέκτης ἢ φιλάργυρος ἢ βλάστημος ἢ θυμώδης ἢ φθονερὸς ἢ γεμᾶτος κακία καὶ μῖσος… Γι᾽ αὐτὸ ὁ Κύριος εἶνε ἕτοιμος νὰ μᾶς πῇ· «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται»· κάθε δεντρὶ ποὺ δὲν κάνει καρπὸ καλὸ τὸ κόβουν καὶ τὸ ῥίχνουν στὴ φωτιά (Ματθ. 7,19). Ἡ λεμονιὰ κάνει λεμόνια, ἡ πορτοκαλιὰ πορτοκάλια, ἡ κερασιὰ κεράσια…· ἐμεῖς τί ἀποδίδουμε στὸ Θεό; Ποῦ ἡ ἀγάπη, ἡ πραότης, ἡ δικαιοσύνη, τὸ ἔλεος, τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἄλλο;… Εἴμαστε Χριστιανοὶ μὲ φύλλα μόνο, λείπει ὅμως ὁ καρπός. Καὶ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ἐκσπάσῃ πάνω μας ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Μᾶς κρατάει ἀκόμη ὡς δένδρα ὁ Χριστός.

Μᾶς κρατάει ἡ προσευχὴ τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων, ποὺ παρακαλοῦν γιὰ μᾶς καὶ λένε· Δῶσε, Κύριε, παράτασι καὶ προθεσμία στοὺς Χριστιανούς, «παράτεινον τὸ ἔλεός σου» (Ψαλμ. 35,11). Ἂς προσπαθήσουμε, ἀγαπητοί μου, νὰ γίνουμε δέντρα καρποφόρα, μὲ καρποὺς ἁγίους καὶ ἀρετές, γιὰ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς μιὰ μέρα, ἀπὸ τὴ γῆ αὐτὴ νὰ φτάσουμε στὰ οὐράνια, κοντὰ στὸ Χριστό· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.