Κάτι πρέπει να γίνει

Σέ λίγες μέρες γιορτάζουμε τήν κορυφαία γιορτή τῆς Πίστεώς μας, τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας.

Τό πῶς γιορτάζεται στήν πατρίδα μας εἶναι γνωστό. Ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν ἑλλήνων, ὀρθοδόξων χριστιανῶν μόλις ἀκούσει τό «Χριστός Ἀνέστη», ἐγκαταλείπει τήν ἐκκλησία, γυρίζει σπίτι, καί τό ρίχνει στό φαγοπότι! «Παρασύρονται» ἀπό αὐτό ἀκόμα καί χριστιανοί πού ἐκκλησιάζονται τακτικά!

Σέ πολλές περιοχές τῆς πατρίδος μας, συμβαίνει καί τό ἑξῆς: Ἡ Λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως γίνεται μέ σκανδαλώδη γρήγορο, ταχύτατο τρόπο, κάτι πού δέν γίνεται οὔτε σέ μιά ἁπλῆ καθημερινή Θ. Λειτουργία!

Δηλαδή, χάρη τῆς κοιλίας «σκοτώνεται»-περιφρονεῖται ἡ λαμπρή Λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως! Καί αὐτό γίνεται μόνο στήν πατρίδα μας!

Μοῦ ἔλεγε μιά κυρία ἀπό τή Ρουμανία: «Φέτος (2012), ἡ Λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως τέλειωσε κατά τίς πέντε τό πρωί!

Καί ἤμασταν ὅλοι ὄρθιοι, γιατί στίς ἐκκλησίες μας δέν ὑπάρχουν καθίσματα». Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καί στήν Ρωσσία, καί στήν Οὐκρανία, καί στή Σερβία.

Ὄχι βέβαια ὅτι αὐτοί οἱ χριστιανοί εἶναι ἀπό «σίδερο», καί ἐμεῖς ἀπό «ζάχαρη», ἁπλά ἔχουν βάλει καλά στό μυαλό τους, πώς θά πρέπει νά κοπιάσουν μέ τήν καρδιά τους γιά νά ἀπολαύσουν τήν κορυφαία μας γιορτή, τή γιορτή τῆς Ἀναστάσεως.

Τό ἐρώτημα εἶναι: Μπορεῖ νά ἀλλάξει αὐτό τό θλιβερό, πού γίνεται στήν πατρίδα μας στήν πιό λαμπρή μέρα τῆς Ὀρθοδοξίας μας; Δύσκολο, γιατί «ἡ συνήθεια εἶναι δεύτερη φύση».

Τουλάχιστον ὅμως, ἐμεῖς, ὡς Ποιμένες, θά πρέπει νά κάνουμε κάτι, ὥστε νά μήν εἴμαστε σ’ αὐτό συνένοχοι· νά κάνουμε κάποια οἰκονομία, μήπως καί περιορίσουμε, ὅσο τό δυνατόν, τήν ἐφάμαρτη αὐτή κατάσταση.

Διαφορετικά θά λογοδοτήσουμε στόν Κύριο γιά τήν ἀδράνειά μας ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος.

Ἴσως μία λύση θά ἦταν ἡ τελετή τῆς Ἀναστάσεως ἀντί νά ἀρχίζει στίς δώδεκα τά μεσάνυκτα, νά ἀρχίζει νωρίτερα, π.χ. στίς δέκα τό βράδυ.

Ἄλλωστε αὐτό δέν εἶναι θέμα «δογματικό», πού νά μήν μπορεῖ νά ἀλλάξει. Καί βέβαια μπορεῖ νά ἀλλάξει, καί γιά τούς πρόσθετους λόγους.

1ον. Ἡ τελετή τῆς Ἀναστάσεως γίνεται κατά τίς 12 τά μεσάνυκτα, ἀλλά μέ τήν καινούργια ὥρα. Ἐνῶ μέ τήν παλιά, στίς ἕνδεκα τό βράδυ. Καί ἄν γίνει μιά ὥρα πιό νωρίτερα (10 μ.μ.) «χάθηκε» ἡ Ὀρθοδοξία; Κάτι πού ἤδη γίνεται στήν ὕπαιθρο.

Ἱερεῖς πού ἔχουν δυό -τρία χωριά, στό ἕνα κάνουν «Ἀνάσταση» στίς δέκα, στό ἄλλο στίς ἕνδεκα, στό ἄλλο στίς δώδεκα, χωρίς κανένας νά διαμαρτύρεται ὅτι μέ αὐτό πού γίνεται ἀλλοιώνεται τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως.

Ἄλλωστε τό ἀποκορύφωμα τῆς γιορτῆς δέν εἶναι οὔτε ἡ τελετή τῆς Ἀναστάσεως, οὔτε ὁ Ὄρθρος, οὔτε ἡ Λειτουργία τῶν Κατηχουμένων, ἀλλά ἡ τέλεση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας, πού οὕτως ἤ ἄλλως γίνεται τά μεσάνυχτα. « Δέν ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στή γιορτή τῆς Ἀναστάσεως καί στή Θ. Εὐχαριστία.

Τό ἴδιο πρᾶγμα εἶναι. Δέν θά πρέπει λοιπόν νά βλέπουμε διαφορετικά τήν γιορτή τῆς Ἀναστασεως ἀπό τή Θ. Εὐχαριστία. Τό σῶμα πού ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν δέν εἶναι διαφορετικό ἀπό αὐτό πού αὐτό πού «προσφέρεται» κατά τήν Θ. Εὐχαριστία.

Εἶναι ἀκριβῶς τό ἴδιο».(Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁμιλία Ε΄ εἰς Α΄Τιμόθεον P.G. 62: 530). «Ἔσχο­μεν γάρ τοῦ θανάτου σου τήν μνήμην· εἴδομεν τῆς Ἀναστάσεώς σου τόν τύπον». (Λειτουργία Μ. Βασιλείου).

2ον. Ἡ μέρα, σύμφωνα μέ τό ἰουδαϊκο ἡμερολόγιο, ἄρχιζε ἀπό τό ἀπόγευμα. Ὁ Χριστός σταυρώθηκε κατά τίς δώδεκα τό μεσημέρι τῆς Παρασκευῆς καί ξεψύχησε κατά τίς τρεῖς. Ἔχουμε λοιπόν ἤδη μία μέρα. Ἀπό τήν Παρασκευή τό ἀπόγευμα μέχρι τό Σάββατο τό ἀπόγευμα, ἔχουμε ἄλλη μία μέρα, ὁπότε συμπληρώνονται δύο μέρες· καί ἀπό τό Σάββατο τό ἀπόγευμα μέχρι ξημερώματα Κυριακῆς, πού ἀναστήθηκε (ὁ Χριστός) ἔχουμε ἤδη τρεῖς μέρες. Κάνοντας λοιπόν τήν Ἀνάσταση τό Σάββατο βράδυ, ἔχουμε ἤδη εἰσέλθει στήν τρίτη μέρα, την Κυριακή, αὐτό σημαίνει «διαγενομένου τοῦ Σαββάτου», πού ἀκοῦμε ἀνήμερα τῆς Ἀναστάσεως (Μκ.16:1).

3ον. Ἡ παράδοση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θ. Εὐχαριστίας ἔγινε Μ. Πέμπτη βράδυ, καί ἐμεῖς τό γιορτάζουμε Μ. Πέμπτη πρωί. Ἡ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε Μ. Παρασκευή τό μεσημέρι, καί ἐμεῖς τή γιορτάζουμε Μ. Πέμπτη βράδυ. Ἡ Ἀποκαθήλωση καί ἡ Ταφή ἔγιναν Μ. Παρασκευή ἑσπέρας, καί ἐμεῖς τίς γιορτάζουμε Μ.Παρασκευή τό πρωί. Ὅπως ἐπίσης καί οἱ Ἀκολουθίες τοῦ ὄρθρου τῆς Μ. Ἑβδομάδες, ἀντί νά γίνονται τό πρωί, γίνονται τό βράδυ τῆς προηγούμενης μέρας, πρός διευκόλυνση τοῦ λαοῦ.

Ἀκόμα: Ἡ γιορτή (ὄρθρος, Λειτουργία) τῶν Χριστουγέννων ἐπιτελεῖτο ξημερώματα τῆς 25ης Δεκεμβρίου. Τελευταῖα ἀλλάζει καί αὐτό. Ἀρχίζουν τό βράδυ κατά τίς δέκα (24ης Δεκεμβρίου) καί τελειώνουν κατά τίς 12.30 τά μεσάνυχτα (25ης Δεκεμβρίου), γιατί αὐτό τό «ὡράριο» βολεύει τό σύγχρονο ἐκκλησίασμα.

Γιατί λοιπόν νά μήν ἀλλάξει καί ἡ ὥρα τῆς Ἀναστάσιμης Ἀκολουθίας, ὥστε νά διευκολυνθοῦν οἱ χριστιανοί μας, καί νά παραμείνουν στήν ἐκκλησία, λαμπρύνοντας μέ τήν παρουσία τους τή μεγάλη αὐτή γιορτή; Ἀλλά, καί νά παρακολουθήσουν τή Λειτουργία χωρίς ἄγχος! Μέ εἰρήνη! Τόσες καί τόσες ἀλλαγές γίνονται στή λατρεία μας, καί μάλιστα μέ σκανδαλώδη ἄνεση, καί «κολλᾶμε» σ’ αὐτόν τόν «τύπο;».

Τόν λόγο ἀσφαλῶς, ἐπί τοῦ προκειμένου, τόν ἔχουν οἱ κατά τόπους Ἐπίσκοποι, προπαντός δέ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Romfea.gr (21-03-2017)

Μ. Τεσσαρακοστή, γονάτισμα και Θεία Λειτουργία

Κατά τή Μ. Τεσσαρακοστή στήν Ἐκκλησία μας τά πάντα εἶναι διαφορετικά. Οἱ ἀκολουθίες πολύωρες καὶ μὲ ποικίλα ἀναγνώσματα. Αὐστηρώτατη νηστεία. «Δεῖ πᾶσαν τὴν Τεσσαρακοστὴν νηστεύειν ξηροφαγοῦντας» (Ν΄ Λαοδικείας).

Τά καλύμματα τῆς Ἁγίας Τραπέζης, τά ἄμφια τῶν Ἱερέων εἶναι σέ μαῦρο χρῶμα. Ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ, τό ὀρθόδοξο, πένθιμο χρῶμα εἶναι τό «πορφυροῦν»· «πορφυρᾶ περιβλημένοι εἰσίν ὅ τε διάκονος καί ὁ ἱερεύς» (P.G. 155:652), γιατί πρόκειται γιά «χαροποιόν πένθος».

Τό «μαῦρο» εἰσήχθη κατ’ ἐπίδραση τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας. (Καί μόνο γι’ αὐτόν τόν λόγο θά πρέπει μερικοί νά τό ρίξουν στήν πυρά…!).

Καί ὁ λόγος πού ἡ Μ. Τεσσαρακοστή ἔχει τέτοιο κατανυκτικό χρῶμα, εἶναι, γιά νά ἀφυπνισθοῦμε· νά ἀναστήσουμε τόν νενεκρωμένο ἀπό τήν ἁμαρτία ἑαυτό μας, καί ἔτσι παράλληλα μέ τήν ἐκ νεκρῶν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ νά γιορτάσουμε καί τή δική μας νεκρανάσταση.

Οἱ Προηγιασμένες γίνονταν τό ἀπόγευμα, ἐπειδή οἱ πιστοί μέχρι τότε παρέμεναν νηστικοί καί ἄνυδροι.

Εἰσῆλθαν (οἱ Προηγιασμένες) μέ τό σκεπτικό: «Ἐφόσον διάγουμε τέτοια πνευματική περίοδο, μέ καθημερινή ξηροφαγία, μέ καθημερινές ἐκτενεῖς προσευχές καί γονυκλισίες κ.λ.π., γιατί νά μήν κοινωνοῦμε;».

Καί γίνονταν κάθε ἀπόγευμα, δηλαδή κάθε μέρα, γιατί κάθε μέρα ξηροφαγοῦσαν. Ὅταν ἡ ξηροφαγία περιορίσθηκε τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή, περιορίσθηκαν καί οἱ Προηγιασμένες σέ Τετάρτη καί Παρασκευή. Βλέπετε ἡ Θ. Κοινωνία εἶχε συνδυασθεῖ μέ ἔντονη πνευματική ζωή.

«Πάτερ, ἄν πιοῦμε τσάϊ Τρίτη ἀπόγευμα (!), κάνει νά κοινωνήσουμε Τετάρτη ἀπόγευμα (!) στήν Προηγιασμένη;», ρώτησαν (1998) ὑπερήλικες ἠπειρώτισσες τόν Ἱερέα τους.

Τέτοια εὐλάβεια «ἔτρεφαν» οἱ προγονοί μας πρός τό κορυφαῖο Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Καί σήμερα; «Οἱ χριστιανοί παλαιά εἶχαν πιό πολλή εὐλάβεια στό ἀντίδωρο, ἀπό ὅτι πολλοί μοναχοί σήμερα στήν Θ. Κοινωνία!», ἔλεγε μέ πόνο ὁ Ὅσιος Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης.

Ὅμως, γιατί ἐπιτελοῦσαν τίς Προηγιασμένες, καί ὄχι τήν Λειτουργία τῶν Πιστῶν; Ἡ ἐξήγηση, πού συνήθως δίδεται, εἶναι: «Ἡ Μ. Τεσσαρακοστή ἔχει πένθιμο χαρακτῆρα καί ἡ Λειτουργία πανηγυρικό, καί ἄρα δέν «ταιριάζουν».

Μά ἄν ἦταν ἔτσι, θά ἔπρεπε νά ἔχει ἀπαγορευθεῖ ἡ Θεία Κοινωνία (=τέλεση Προηγιασμένης).

Ὑπάρχει πιό μεγάλη πανήγυρη ἀπό τή συμμετοχή τοῦ πιστοῦ στά Ἄχραντα Μυστήρια; Ἄλλος λοιπόν εἶναι ὁ κύριος λόγος, πού στίς καθημερινές τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς δέν ἐπιτελοῦνται Θ. Λειτουργίες.

Οἱ χριστιανοί ἀνέκαθεν προσεύχονταν γονατιστοί (ὅπως κάνουν οἱ μουσουλμάνοι· ἀπό τούς χριστιανούς τό ἔμαθαν).

Καί προσεύχονταν γονατιστοί, γιά νά θυμοῦνται τίς ἁμαρτίες τους· τήν πτώση τους ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ, καί νά ταπεινώνονται.

«Γίνεται προσευ­χή στήν ἐκκλησία, καί «ἐπί τά γόνατα κείμενοι», νέοι καί γέροντες…». (Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος P.G. 60: 190).

Τό ἐρώτημα δέν εἶναι, ἄν οἱ χριστιανοί τήν Κυριακή γονατίζουν ἤ ὄχι, ἀλλά ἄν προσεύχονται γονατιστοί. Καί ἡ ἀπάντηση: «Ἑστῶτας ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ τάς εὐχάς ἀποδιδόναι τῷ Θεῷ» (Κ’τῆς Α΄).

Ὅμως, ἡ κατ’ ἐξοχήν ἀνάμνηση τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου γίνεται στή Λειτουργία τῶν Πιστῶν, γιατί σ’ αὐτή ἐπιτελεῖται τό μυστήριο τοῦ καθαγιασμοῦ, τῆς ἀναμνήσεως τοῦ ἀναστάντος Ἰησοῦ (Λκ. 22: 19).

«Δέν ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στή γιορτή τῆς Ἀναστάσεως καί στή Θ. Εὐχαριστία. Τό ἴδιο πρᾶγμα εἶναι». ( Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, P.G. 62: 530). Γι’ αὐτό ὅποια μέρα καί ἄν γινόταν ἡ Λειτουργία αὐτή, προσεύχονταν ὄρθιοι.

Δέν γονάτιζαν οὔτε στόν «καθαγιασμό»· «ὀρθοί πρός Κύριον μετά φόβου καί τρόμου ἑστῶτες», ἔλεγε ὁ Προεστώς κατά τήν ἱερή αὐτή στιγμή ( Διδαχές τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων P.G. 1:1092) .

Γι’ αὐτό καί στή Λειτουργία αὐτή δέν ὑπάρχει ἡ προτροπή «Σοφία. Ὀρθοί», ὅπως ὑπάρχει στή Λειτουργία τῶν Κατηχουμένων. Γι’ αὐτό, ὅσοι ἦσαν ὑπό ἐπιτίμιο, καί τήν παρακολουθοῦσαν, ἀποκαλοῦντο «συνιστάμενοι» (ΙΑ΄ τῆς Α΄)· ἐνῶ ὅσοι παρακολουθοῦσαν τή Λειτουργία τῶν Κατηχουμένων ἀποκαλοῦντο «ὑποπίπτοντες» (ΙΑ΄τῆς Α΄).

Γονάτιζαν μόνο γιά νά κοινωνήσουν. Καί προκειμένου νά εὐχαριστήσουν τόν Κύριο, ἔπρεπε νά σηκωθοῦν ὄρθιοι· «ὀρθοί οἱ μεταλαβόντες, ἀξίως εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ». Δέν ἐπιτρεπόταν μέσα σ’ αὐτό τό ἀναστάσιμο κλῖμα, νά εὐχαριστήσουν τόν Κύριο γονατιστοί!

Ἐπειδή ἡ Μ. Τεσσαρακοστή ἦταν περίοδος μετανοίας ( γι’αὐτό καί προσεύχονταν γονατιστοί), καί ἐπειδή στή Λειτουργία τῶν Πιστῶν ἀπαγορεύονταν νά προσεύχονται γονατιστοί, γι’αὐτό ἀπαγορεύθηκε ἡ τέλεση τῆς Λειτουργίας τῶν Πιστῶν στίς καθημερινές τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς.

Ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ: Εἶναι γνωστό ποῦ ὀφείλει τήν ὀνομασία του ὁ «Ἀκάθιστος Ὕμνος». Ὅμως, οἱ πιστοί καί νά ἤθελαν νά καθίσουν, δέν μποροῦσαν, γιατί στούς Ναούς δέν ὑπῆρχαν καθίσματα.

Ἁπλά, προσευχήθηκαν, χωρίς νά γονατίζουν, γιατί τό γονάτισμα σήμαινε πένθος, μετάνοια, συντριβή, πρᾶγμα πού δέν ταίριαζε μέ τήν πανηγυρική καί συγκεκριμένη ἐκείνη στιγμή.

Σήμερα τό γονάτισμα ἔχει σχεδόν ἐξαλειφθεῖ ἀπό τίς ἐκκλησίες· (πόσοι γονατίζουν στά «Σά ἐκ τῶν Σῶν;», πόσοι κατά τήν ἐξομολόγηση, ὅταν διαβάζεται ἡ συγχωρητική εὐχή;).

Μέ ἀποτέλεσμα νά μήν βιώνουμε, ὅσο θά ἔπρεπε, εἴτε τίς κατανυκτικές στιγμές τῆς λατρείας μας, εἴτε τίς ἀναστάσιμες ἡμέρες, ὅπως εἶναι ἡ Κυριακή μέρα.

Φαντασθεῖτε, ἀπό τήν Δευτέρα μέχρι τήν Παρασκευή νά προσεύχεστε στήν ἐκκλησία γονατιστοί, καί ἀπό τό Σάββατο ἑσπέρας μέχρι τήν Κυριακή ἑσπέρας, ὄρθιοι. Ἄλλα βιώματα…!

Ἐφόσον δέν γονατίζει τό σῶμα μας, τουλάχιστον, ἄς γονατίζει ἡ ψυχή μας, καί σίγουρα θά πάρουμε πολλά, γιατί «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν». (Ἰακ. 4:6).

Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

Romfea.gr (13-03-2017)

«Είδε χότζας το χαλβά…!»

xalvas-taxini-slider1

«Εἶδε ὁ χότζας τό χαλβᾶ, καί ξέχασε τό κοράνι», λέει μιά σοφή μας παροιμία. Δέν ἔφταιγε ὁ χαλβᾶς, πού ὁ χότζας ξέχασε τό κοράνι, ἀλλά ἡ κοιλιά του· ἡ ἀδυναμία του νά ἀντισταθεῖ στίς ἐπιθυμίες της.

Ἐφόσον ἔχουμε σῶμα, εἶναι φυσικό νά πεινᾶμε, καί νά θέλουμε νά φᾶμε, καί μάλιστα ὅ,τι τό καλύτερο.

Κανένας δέν θέλει νά τρώει τά πιό ἄνοστα φαγητά, οὔτε καί αὐτοί πού νηστεύουν.

«Εἶχα παρευρεθεῖ (μοῦ ἔλεγε ἕνας γιατρός) σέ ἰατρικό συνέδριο στήν Ἀθήνα. Ὅλοι οἱ γιατροί τόνιζαν στίς εἰσηγήσεις τους, πόσο ἐπικίνδυνο πρᾶγμα εἶναι γιά τήν ὑγεία, ἡ ὑπερκατανάλωση κρέατος. Ὅμως, τό μεσημέρι οἱ περισσότεροι στό «τραπέζι» ἔτρωγαν κρέας». Τέτοια «δύναμη» ἔχει ἡ κοιλιά.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος χαρακτηρίζει τήν κοιλιά «πονηρή δέσποινα» – πονηρή κυρία (λόγος 14, 1), καί «μαινάδα» – τρελή κυρία (λόγος 15,1), πού κυβερνᾶ τόν (ἐμπαθῆ) ἄνθρωπο.

Τίς τρελές ὀρέξεις της καλούμαστε, τώρα τή Μ. Τεσσαρακοστή, νά ἀντιμετωπίσουμε.

Θά τό καταφέρουμε; Ἡ ἀρετή μας φαίνεται στά δύσκολα, ὄχι στό εὔκολα. Συνέχεια