ΑΓΙΟΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ Ο ΠΛΑΚΙΔΑΣ 20-9-2021

Αγιος Ευσταθιος

Ένας Στρατηγός Άγιος

Στό θέατρο, ἀγαπητοί μου, στό θέατρο τῶν ἡρώων καί τῶν μαρτύρων τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐμφανίζεται τώρα ἕνας ἅγιος, πού προέρχεται ἀπό τό στρατό, γιά νά ἀποδειχθῆ ὅτι καί στρατιῶτες ἀκόμα καί ἀξιωματικοί μποροῦν νά ἁγιάσουν καί νά γίνουν μέτοχοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ὁ ἅγιος πού θά προβάλουμε στήν ὁμιλία αὐτή εἶνε ὁ ἅγιος Εὐστάθιος ὁ Πλακίδας, πού τήν ἱερή του μνήμη γιορτάζει ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία στίς 20 Σεπτεμβρίου.

Ὁ ἅγιος Εὐστάθιος γεννήθηκε στήν πρωτεύουσα τοῦ κόσμου, τή Ρώμη, τό τέλος τοῦ πρώτου αἰῶνος μετά Χριστόν. Νέος κατετάγη στό ρωμαϊκό στρατό καί χάρι στίς ἱκανότητές του ἔφθασε μέχρι τό βαθμό τοῦ στρατηγοῦ καί διακρίθηκε σέ πολλές μάχες. Ἦταν ἔγγαμος. Εἶχε ἐκλεκτή γυναίκα, τήν Τατιανή, καί δύο παιδιά. Δόξες, πλούτη καί μεγαλεῖα ἦταν στό σπίτι του. ‘Αλλά τί νά τά κάνη κανείς ὅλα αὐτά, ὅταν λείπη ἡ πίστις στό Χριστό; Καί ὁ στρατηγός Πλακίδας, ὅπως λεγόταν πρίν νά βαπτισθῆ, ὡς πρός τή θρησκεία ἦταν εἰδωλολάτρης ὁ ἴδιος καί ἡ οἰκογένειά του καί ζοῦσαν μέσ’ στό φοβερό σκοτάδι τῆς πλάνης. ‘Αλλ’ ὁ Πλακίδας δέν ἔμεινε σ’ ὅλη του τή ζωή στήν πλάνη. Πίστεψε στό Χριστό. Πώς;

Μιά μέρα ὁ Πλακίδας εἶχε βγῆ στό δάσος γιά κυνήγι. Ἐκεῖ πού κυνηγοῦσε παρουσιάστηκε μπροστά του ἕνα μεγάλο ὄμορφο ἐλάφι, πού τόν κοίταζε στά μάτια. Προσπάθησε νά τό πλησίαση καί νά τό πιάση ζωντανό. Ἄν καί τό κυνηγοῦσε καβάλλα στ’ ἄλογό του, δέν μποροῦσε νά τό πλησιάση. Καί κάποια στιγμή τό ἐλάφι πήδηξε ἕνα γκρεμό καί βρέθηκε στό ἀπέναντι μέρος. Τό ἄλογο τοῦ Πλακίδα ἦταν ἀδύνατο πιά νά προχωρήση. Ξαφνικά ὁ Πλακίδας βλέπει ἀνάμεσα στά κέρατα τοῦ ἐλαφιοῦ ἕνα σταυρό, πού ἔλαμπε σάν τόν ἥλιο, καί ἄκουσε φωνή: – Γιατί, Πλακίδα, μέ καταδιώκεις; Ἐγώ εἶμαι ὁ Χριστός. Καί ἐπειδή ἔχεις καλή διάθεσι, γι’ αὐτό ἐμφανίζομαι μπροστά σου, γιά νά σέ συλλάβω στά δίχτυα τῆς φιλανθρωπίας μου. Πρέπει νά γνωρίσης τήν ἀλήθεια καί νά πάψης νά λατρεύης τά εἴδωλα, τά κουφά καί ἀναίσθητα…

Ὕστερα ἀπ’ τό ὅραμα αὐτό ὁ Πλακίδας πίστεψε, βαπτίσθηκε καί ὠνομάστηκε Εὐστάθιος. Μαζί του βαπτίσθηκαν ἡ σύζυγός του καί τά παιδιά του. Ἡ Τατιανή ὠνομάσθηκε Θεοπίστη καί τά παιδιά του ‘Αγάπιος καί Θεόπιστος. Ἦταν πιά μιά χριστιανική οἰκογένεια. Ἄκουσε δέ καί φωνή ἀπό τόν οὐρανό, πού τόν προειδοποιοῦσε, ὅτι πολλές θλίψεις θά δοκιμάση, ἀλλά ὁ Κύριος θά τόν δοξάση.

Δέν πέρασε πολύς καιρός καί νά οἱ θλίψεις καί οἱ πειρασμοί ἦρθαν ὁ ἕνας πάνω στόν ἄλλο. Νομίζει κανείς πώς διαβάζει Ἰώβ διαβάζοντας τή ζωή τοῦ Εὐσταθίου. Πρῶτος πειρασμός: οἱ ὑπηρέτες του προσβλήθηκαν ξαφνικά ἀπό ἀρρώστια καί πέθαναν ὅλοι. Δεύτερος πειρασμός: Τά ἄλογα καί τά ζῶα του ψόφησαν ὅλα. Τρίτος πειρασμός: Κλέφτες μπῆκαν στό ἀρχοντικό του ὅταν ἐκεῖνος ἔλειπε κι ἔκλεψαν ὅλα τά ὐπάρχοντά του. Καί ἐνῶ πρῶτα ἦταν ὁ πιό εὐκατάστατος, ἔγινε φτωχός καί ἀξιοδάκρυτος.

Σ’ αὐτή τήν κατάστασι πού ἦρθαν ἡ Θεοπίστη τοῦ εἶπε: – Τί καθόμαστε πιά στόν τόπο αὐτό καί εἴμαστε τό ὄνειδος τοῦ κόσμου; Νά φύγουμε, νά πᾶμε σ’ ἄλλο μέρος, γιά νά μή μᾶς γνωρίζουν… Ὁ ἅγιος δέχτηκε καί ξεκίνησαν νά πᾶνε μακριά, στά Ἱεροσόλυμα. ‘Αλλά στό ταξίδι νέοι πειρασμοί τόν βρῆκαν. Ἡ γυναίκα του ἔπεσε αἰχμάλωτη σέ βαρβαρικά χέρια. Τά δύο παιδιά του, ἐνῶ μέ μεγάλη προσπάθεια τά πέρασε ἀπό ἕναν ὁρμητικό ποταμό, μόλις βγῆκαν στήν ξηρά τό ἕνα τό ἅρπαξε ἕνας λύκος καί τ’ ἄλλο ἕνα λιοντάρι, καί ἐξαφανίστηκαν.

Ὅταν ὁ Εὐστάθιος εἶδε τό φοβερό αὐτό θέαμα, ἄρχισε νά στενοχωριέται καί νά λέη: – Θεέ μου, βοήθησέ με στή δύσκολη αὐτή στιγμή! Σύ, πού βοήθησες τον Ἰώβ, βοήθησε κι ἐμένα…
Μέ τήν προσευχή πού ἔκανε ὁ Εὐστάθιος ἀνακουφίσθηκε καί δυναμώθηκε στήν ἀπόφασί του νά μείνη σταθερός στήν πίστη μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του. Ἔτσι, γιά μιά ἀκόμη φορά, ἀκούστηκε ὁ λόγος του Ἰώβ: – Ὁ Κύριος μου τἄδωσε, ὁ Κύριος μοῦ τά πῆρε. «Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον».

Ὁ ἅγιος Εὐστάθιος, ἄγνωστος πιά στόν κόσμο καί ἐγκαταλελειμμένος, φτωχός καί ρακένδυτος, πῆγε κι ἔγινε φύλακας σ’ ἕνα ἀμπέλι.

Πέρασαν ἀπό τότε πολλά χρόνια. Ὁ Εὐστάθιος εἶχε σχεδόν ξεχαστή. ‘Αλλ’ ὅταν βάρβαροι χτύπησαν πάλι τή Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία καί τά ρωμαϊκά στρατεύματα νικιόταν, πολλοί πού θυμόνταν τόν ἡρωισμό τοῦ Πλακίδα εἶπαν στόν αὐτοκράτορα, ὅτι μόνο μέ στρατηγό Πλακίδα θά μπορέσουμε νά νικήσουμε. Ὁ αὐτοκράτορας δέχτηκε τήν πρότασί τους κι ἔστειλε νά ψάξουν νά τόν βροῦν καί νά τόν φέρουν μπροστά του. Δύο παλιοί φίλοι τοῦ Πλακίδα, ὁ Ἀντίοχος καί ὁ Ἀκάκιος, ψάχνοντας ἔφθασαν στήν πόλι Βηρυτό. Ὅταν τούς εἶδε ὁ Εὐστάθιος τούς γνώρισε. Ἀλλά ἐκεῖνοι ποῦ νά φαντασθοῦν, ὅτι κάτω ἀπό τή φτωχή ἐκείνη φορεσιά ἦταν ὁ κάποτε ἔνδοξος στρατηγός; Ὁ Εὐστάθιος τούς πλησίασε καί τούς παρακάλεσε νά μείνουν νά τούς φιλοξενήση. Εἶπαν στόν Εὐστάθιο τό σκοπό τους. Οἱ δύο φίλοι ἀπό ὡρισμένα σημάδια κατάλαβαν ὅτι ὁ στρατηγός πού ζητοῦσαν σ’ ὅλη τήν αὐτοκρατορία ἦταν αὐτός. Καί ὅταν πείσθηκαν, τον ρώτησαν:

– Σύ εἶσαι ὁ ἀρχιστράτηγος Πλακίδας; Ὁ Εὐστάθιος δέν μποροῦσε πιά νά κρύβεται καί φανέρωσε τήν ταυτότητά του, καί μέ δάκρυα ἔπεσε πάνω στούς φίλους του καί τούς κατασπαζόταν. Οἱ φίλοι του τόν ὡδήγησαν στ’ ἀνάκτορα. Ἔγινε δεκτός μέ μεγάλη τιμή. ‘Ανέλαβε πάλι τή στρατηγεία. Συγκρότησε ἀξιόμαχο στρατό καί βγῆκε στόν πόλεμο.

‘Ανάμεσα στούς στρατιῶτες πού ἦταν στό στράτευμά του ἦταν καί τά δύο παιδιά του, πού εἴδαμε νά ἁρπάζουν τά ἄγρια θηρία, καί θεωροῦνταν χαμένα, ἀλλά δέν εἶχαν χαθῆ. Βοσκοί εἶχαν κατορθώσει νά τά σώσουν καί ἀνατρέφονταν χωρίς νά γνωρίζουν τόν πατέρα. ‘Αλλά τώρα στό στρατό, ὕστερα ἀπό ἕνα συγκινητικό ἐπεισόδιο, πού δέν μποροῦμε ἐδῶ νά διηγηθοῦμε, ὁ Εὐστάθιος γνωρίστηκε μέ τά παιδιά του καί ἡ χαρά του ἦταν ἀπερίγραπτη. Ἀλλά καί ἡ γυναῖκα του ἡ Θεοπίστη, καί αὐτή εἶχε σωθῆ καί διαφυλαχθῆ ἀπό τούς βαρβάρους καί βρέθηκε καί ἀναγνωρίσθηκε ἀπό τόν ἄνδρα της.

Ἔτσι ὅλη ἡ οἱκογένεια, ὕστερα ἀπό τρομερές περιπέτειες, ξανασυγκροτήθηκε καί γνώρισε πάλι μέρες δόξης καί μεγαλείου. Καί ὅπως ὁ Ἰώβ ὕστερα ἀπό τίς πολλές δοκιμασίες του γνώρισε μέρες χαρᾶς καί εὐτυχίας, ἔτσι καί ὁ ἅγιος Εὐστάθιος. Ὁ Θεός εὐλόγησε τά ἔσχατα παρά τά πρῶτα.

Ἀλλ’ ὁ βασιλιάς Τραϊανός, πού ἐκτιμοῦσε καί ἀγαποῦσε τόν Εὐστάθιο, πέθανε. Νέος αυτοκράτορας ἀναδείχτηκε, ὁ Ἀδριανός. Αὐτός καταδίωξε τόν Εὐστάθιο. Ὁ Εὐστάθιος μαζί μέ τή γυναίκα καί τά παιδιά του πιάστηκε, καί ἐπειδή ὅλοι ὁμολόγησαν τήν πίστι τους στό Χριστό, καταδικάστηκαν σέ μαρτυρικό θάνατο. Τούς ἔρριξαν μέσα σ’ ἕνα χάλκινο κατασκεύασμα, πού εἶχε σχῆμα βοδιοῦ. Ἄναψαν φωτιά καί τούς ἔκαψαν.

Ἔτσι ὅλη ἡ οἱκογένεια μαρτύρησε.

Ἀξιωματικός ἦταν ὁ ἅγιος Εὐστάθιος. Ἀξιωματικός μέ μεγάλο βαθμό. Ἀλλ’ ἀξιωματικός πού πίστευε στό Χριστό, ζοῦσε χριστιανική ζωή καί ὁ Θεός τόν τίμησε καί τόν δόξασε. Εἴθε τό παράδειγμα τῆς πίστεως καί τῆς ὑπομονῆς τοῦ ἥρωος αὐτοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ νά μιμηθοῦν ὅλοι οἱ ἀξιωματικοί τῆς πατρίδος μας. Εἴθε ὅλοι νά γίνουν σύγχρονοι Εὐστάθιοι.

(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη

Από το βιβλίο: Άγιοι «Απ’ όλα τα επαγγέλματα»

Άγιος ο καιρός! άγιος ο θάνατος!

Μποζάς

Ο Άγιος Παΐσιος (+1994) έκανε λόγο για ένα μοναχό με καρδιά μικρού παιδιού. Αυτός ο μοναχός νομίζοντας πως η «Ανάληψη» ήταν κάποια αγία γυναίκα όπως π.χ. η Αγία Παρασκευή έλεγε στην προσευχή του: Αγία Ανάληψη! Να είχαμε σήμερα ένα ψαράκι! Και η «Αγία Ανάληψη» του έκανε τη χάρη και του έφερε μπροστά του ένα ψαράκι!

«Άγιος ο Θεός, άγιος ο καιρός! άγιος ο θάνατος! ιλέησον ημάς» έλεγε μια αγράμματη γερόντισσα από χωριό της Κορίνθου και άστραφτε το πρόσωπό της!

Ενώ κάποια άλλη απλοϊκή μανούλα είπε στον παπά του χωριού της: «Παπά μου, σου έφερα το παιδί μου να του διαβάσεις μια ευχή, γιατί δεν έχει όρεξη! Και του διάβασε την ευχή επί «ορύξει φρέατος» (άνοιγμα πηγαδιού)! Και στο παιδί «άνοιξε» η όρεξη!

Αληθινή χωριάτικη πίστη!

Πηγή: Αναστασιος (17/09/2021)

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΗ (2ο)

(Μαρ. 8:34-38. 9:1)

Σταυρος 2

Σωτήριο κάλεσμα!

Ρώτησαν ἕναν χριστιανό:

 -Τί σοῦ ἀρέσει πιό πολύ στήν Κ. Διαθήκη;

 -Τό θαῦμα πού ἔκανε ὁ Χριστός στό γάμο τῆς Κανά!

 -Γιατί;

 -Ἔ! Μοῦ ἀρέσει τό κρασί!

Ὁ χριστιανός αὐτός ἦταν εἰλικρινής. Σέ μᾶς, ἄν δέν μᾶς ἀρέσει αὐτό τό θαῦμα, θά μᾶς ἀρέσει κάποιο ἄλλο (παρόμοιο) θαῦμα· λ.χ. αὐτό πού μέ δυό ψάρια καί πέντε ψωμιά χόρτασαν 5.000 ἄνδρες (χωρίς τά γυναικόπαιδα). Ἔμεινε καί περίσσευμα! (Ματ.14:14-22).

Ὁ σύγχρονος τρόπος ζωῆς, ἡ τηλεόραση, οἱ προκλητικές διαφημίσεις καί τά σχετικά ἔχουν ἀλλάξει τήν ψυχολογία μας. Μᾶς ἔκαναν ὄχι μόνο νά μήν ποθοῦμε τήν στέρηση, τήν ἄσκηση, ἀλλά οὔτε καί νά ἀκοῦμε γι’ αὐτή! Ἔχουμε μάθει σέ ἕνα στύλ ζωῆς, τελείως διαφορετικό ἀπό αὐτό πού ὁ Χριστός μᾶς προτείνει! Γι’αὐτό τά λόγια τοῦ Χριστοῦ «στις θέλει ὀπίσω Μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι» (Μαρ.8:34), δέν ἠχοῦν εὐχάριστα στ’αὐτιά μας (ἄς εἶναι λόγια τοῦ Χριστοῦ!). Νά ἦταν τρόπος νά μήν τά ἀκούγαμε ποτέ! Κινδυνεύουμε λοιπόν καί ἐμεῖς οἱ παπάδες νά θεωρηθοῦμε ἐξωκοσμικοί, ὅταν ἀναφερόμαστε σέ αὐτά τά λόγια (καί ὄχι μόνο) τοῦ Χριστοῦ!

Ἀδερφοί! Ὁ Χριστός δέν μᾶς καλεῖ νά ἀκολουθήσουμε κάποιον τύραννο ἤ ἀλήτη ἤ ἐπικίνδυνο, ὥστε νά διστάζουμε ἤ νά φοβούμαστε νά τόν ἀκολουθήσουμε. Ἀλλά μᾶς καλεῖ νά ἀκολουθήσουμε αὐτόν τόν Ἴδιο τό Χριστό, πού μᾶς ἀγαπᾶ! Καί μᾶς λέει νά ἀπαρνηθοῦμε αὐτόν πού εἶναι ὄντως τύραννος, ἀλήτης καί ἐπικίνδυνος: Τόν ἁμαρτωλό μας ἑαυτό μας! Ἄν δέν τόν ἀπαρνηθοῦμε, θά μᾶς ὁδηγήσει στό πῦρ τῆς Κολάσεως!

Ἀπαρνούμενος λοιπόν τόν ἑαυτόν σου, ἀπαρνεῖσαι ἕνα μεγάλο βάρος πού σέ τυραννᾶ καί σέ βασανίζει: Τόν παλαιόν σου ἑαυτόν, μέ ὅλα του τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες του! Ὄντως βαρύ φορτίο! Καί ἀκολουθώντας τό Χριστό, σηκώνεις τόν «ζυγό» Του, πού εἶναι ἐλαφρός καί ὡραῖος! «Ἐλᾶτε (μᾶς λέει ὁ Ἴδιος) ὅλοι οἱ κουρασμένοι καί ψυχικά φορτισμένοι σέ Μένα. Καί ἐγώ θά σᾶς ἀναπαύσω. Ἀρχῖστε νά βαστάζετε στούς ὤμους σας τόν ζυγό Μου. Βάλτε στόχο σας, νά τό καταλάβετε, ὅτι εἶμαι πρᾶος καί ἔχω φρόνημα ταπεινό. Καί τότε θά βρεῖτε τήν ψυχική ἀνάπαυση πού ποθεῖτε. Καί μήν τό ξεχνᾶτε ποτέ: Ὁ ζυγός μου κάνει στόν ἄνθρωπο καλό. Τό φορτίο μου τόν ξαλαφρώνει!» (Ματ.11:28-30).

Ἀκολουθώντας τόν Χριστό καί ἀπαρνούμενος τόν παλαιόν (ἁμαρτωλό) σου ἑαυτόν, γίνεσαι ἄλλος ἄνθρωπος πού δέν ἔχει καμία σχέση μέ αὐτό πού εἶσαι τώρα· καμία σχέση μέ αὐτό τό μυαλό πού ἔχεις τώρα (ἄλλα, ἅγια πράγματα θά σκέφτεσαι) καμία σχέση μέ αὐτό τό στόμα πού ἔχεις τώρα (θά εὐωδιάζει ἀπό τά ἅγια λόγια πού θά λές) καμία σχέση μέ αὐτή τήν καρδιά πού ἔχεις τώρα (θά εἶναι γεμάτη ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ) καμία σχέση μέ αὐτές τίς πράξεις πού κάνεις τώρα, θά εἶναι ὅλες σύμφωνες μέ τό ἅγιο θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Βλέπετε λοιπόν, ὅτι ὁ Χριστός μέ τήν πρόσκλησή Του αὐτή, δέν μᾶς καλεῖ πρός καταστροφή, πρός καταδίκη ἀλλά μᾶς καλεῖ πρός τήν ἀληθινή ζωή, πρός ἀναγέννηση!

Ὁ καθηγητής Πανεπιστημίου τοῦ Βελιγραδίου, ἀρχιμ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς (+1979) ἀποδέχθηκε μέ τήν καρδιά του αὐτή τήν σωτήρια πρόσκληση τοῦ Χριστοῦ «ὅστις θέλει ὀπίσω Μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν»· ἀπαρνήθηκε τόν παλαιό του ἑαυτό, καί ἀκολούθησε τό Χριστό, καί ἔγινε ἄλλος, καινούργιος ἄνθρωπος, (τό 2010, ἀνακηρύχθηκε Ἅγιος ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας). Ἄς διαβάσουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό ἕνα κείμενό του, γιά νά ἰδοῦμε καί νά θαυμάσουμε ἀπό κοντά αὐτόν τόν καινούργιο ἄνθρωπο («ἔργο τέχνης» τοῦ Χριστοῦ!). Γράφει:

« Ἡ ζωή χωρίς Χριστό, ὁ θάνατος χωρίς Χριστό, ἡ ἀλήθεια χωρίς Χριστό, εἶναι μιά ἄκρα ἀνοησία, ἕνα ἀνυπόφορο μαρτύριο, μιά Κόλαση! Δέν θέλω οὔτε τή ζωή, οὔτε τό θάνατο χωρίς Ἐσένα, Γλυκύτατε Κύριε! Δέν θέλω οὔτε τήν ἀλήθεια, οὔτε τήν δικαιοσύνη, οὔτε τόν Παράδεισο, οὔτε τήν αἰωνιότητα. Ὄχι, ὄχι! Ἐσένα μόνο θέλω, Ἐσύ μόνο νά εἶσαι σέ ὅλα, καί ὑπεράνω ὅλων! Ἄν ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι ὁ Χριστός, δέν μοῦ χρειάζεται! Εἶναι γιά μένα σκέτη Κόλαση! Καί αὐτός ὁ Θεός, ἄν δέν εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι Κόλαση! Δέν θέλω οὔτε τήν ἀλήθεια χωρίς Χριστό, οὔτε τή δικαιοσύνη χωρίς Χριστό, οὔτε τήν ἀγάπη χωρίς Χριστό, οὔτε τό Θεό χωρίς Χριστό! Δέν θέλω κανένα ἀπό αὐτά καί μέ κανένα τρόπο! Θά δεχθῶ κάθε εἶδος θανάτου! Ἄς μέ θανατώσετε μέ ὅποιον τρόπον θέλετε! Χωρίς τό Χριστό, δέν θέλω τίποτε! Οὔτε τόν ἑαυτό μου, οὔτε καί αὐτόν τόν ἴδιο τόν Θεό, οὔτε κάτι ἄλλο μεταξύ τῶν δυό αὐτῶν. Δέν θέλω! Δέν θέλω! Δέν θέλω!»

Θά πρέπει νά τό συνειδητοποιήσουμε, ὅτι γιά νά νιώσουμε τό Χριστό σάν Φῶς καί σάν Ζωή, θά πρέπει νά Τόν ἀκολουθήσουμε. Ἀλλά γιά νά Τόν ἀκολουθήσουμε, θά πρέπει πρῶτα (ἐπαναλαμβάνουμε) νά σταυρώσουμε ἕναν «τύραννο», πού δέν μᾶς ἀφήνει νά Τόν ἀκολουθήσουμε. Τόν ἑαυτό μας· τά πάθη του καί τίς ἁμαρτωλές του ἐπιθυμίες! «Μᾶς ἀρέσουν οἱ βουνοκορφές, ἀλλά ὄχι καί οἱ ἀνηφοριές, πού ὁδηγοῦν στίς κορυφές» (Γκαῖτε).

Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ & ΤΩΝ 3 ΘΥΓΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ 17-9-2021

Αγια Σοφια

Μάνα μὲ τρεῖς κόρες

Ἡ Ἐκκλησία μας, ἀγαπητοί μου, ἔχει ὁρίσει ἑορτές. Τί εἶνε οἱ ἑορτές;  Πολλοὶ λένε, ὅτι αὐτὰ ποὺ λέει τὸ Εὐαγγέλιο δὲν γίνονται. Αὐτὸ δὲν εἶνε ἀλήθεια. Ἔχουμε στὴν Ἐκκλησία μας ὄχι ἕναν ἢ δύο μόνο ἀλλὰ μυριάδες ἀνθρώπους ποὺ τὰ ἐφάρμοσαν. Ἐφαρμόζεται λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιο· καὶ σὲ ὅλες τὶς ἐποχές, παλαιότερες καὶ νεώτερες, ἔχουν ἀναδειχθῆ καὶ ἀναδεικνύονται ἅγιοι. Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας κάθε μέρα προβάλλει καὶ ἕναν καὶ δύο καὶ περισσοτέρους ἁγίους. Τοὺς προβάλλει ὡς ὑποδείγματα. Ὅ,τι ἔκαναν ἐκεῖνοι, μπορεῖ νὰ τὸ κάνῃ ὁ κάθε Χριστιανός, σὲ ὁποιοδήποτε αἰῶνα καὶ ἂν ζῇ. Ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει τοὺς ἁγίους ὡς πρότυπα. Ὁ κάθε ἅγιος φωνάζει μὲ τὴ ζωή του τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 11,1). Διότι τὸ ἀπόλυτο πρότυπο ὅλων εἶνε ἕνα, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.

Οἱ τέσσερις ἅγιες ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα, ἡ ἁγία Σοφία καὶ οἱ τρεῖς θυγατέρες της, ἔζησαν στὴ Ῥώμη, σὲ μιὰ πολὺ διεφθαρμένη κοινωνία. Ἔτσι ἀπέδειξαν, ὅτι ὅταν ὑπάρχουν ἡ θέλησι τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ, τότε καὶ στὸν πιὸ διεφθαρμένο κόσμο νὰ ζῇς, μπορεῖς νὰ ζήσῃς χριστιανικά. Ἕνας Γάλλος συγγραφέας λέει· Μὴ ζητήσετε τὴν παρθενία μόνο στὰ βουνὰ καὶ στὰ ἀσκητήρια, γιατὶ ὑπάρχει καὶ μέσ᾿ στὴν κοινωνία· καὶ μέσα στὸ Παρίσι ἀσκεῖται ἡ παρθενία.

Καὶ ἀντιθέτως· ὅταν δὲν ἔχῃς τὴν καλὴ διάθεσι καὶ δὲν ζητᾷς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τότε καὶ στὴν πιὸ ἁγία κοινωνία νὰ ζῇς, θὰ καταστραφῇς. Ἀπόδειξις ὁ Ἰούδας. Τὸ περιβάλλον του ἦταν τὸ ἰδανικό· ὑπῆρχε περιβάλλον καλύτερο ἀπὸ τὸ περιβάλλον τῆς συνοδείας τοῦ Χριστοῦ; Καὶ ὅμως μέσα σ᾽ αὐτὸ ἀπωλέσθηκε. «Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον…» (τροπάρ. Μ. Πέμπτ).

Ἡ ἁγία Σοφία καὶ οἱ τρεῖς θυγατέρες της ἔζησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Δομιτιανοῦ (51-96 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν ἀπὸ τοὺς πιὸ φοβεροὺς διῶκτες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ οἰκογένεια τῆς ἁγίας Σοφίας εἶχε μεγάλη δρᾶσι. Γι᾽ αὐτό, ὅταν ἦρθε ὁ διωγμός, ὡδηγήθηκαν μπροστὰ στὸν τύραννο. Καὶ παρ᾽ ὅλο ποὺ ἦταν γυναῖκες, δὲν δείλιασαν ἀλλὰ ὡμολόγησαν τὴν πίστι τους. Οἱ τρεῖς θυγατέρες τῆς ἁγίας Σοφίας ἔμειναν μέχρι τέλους πιστὲς στὸ Θεό. Δὲν ὑπολόγισαν τὶς ἀπειλὲς καὶ ἔτσι μαρτύρησαν. Καὶ ἦταν πολὺ νεαρές. Ἡ πρώτη, ἡ Πίστις, ἦταν 12 ἐτῶν. Ἡ δεύτερη, ἡ Ἐλπίς, ἦταν 10 ἐτῶν. Καὶ ἡ τρίτη, ἡ Ἀγάπη, ἦταν 9 ἐτῶν. Πάνω στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας τους μαρτύρησαν ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ μας. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἀπέθανε καὶ ἡ μητέρα τους.

Αὐτὲς ἑορτάζουμε. Καὶ μᾶς διδάσκουν μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ θυσία τους. Μᾶς διδάσκουν ὅμως καὶ μὲ τὰ ὀνόματά τους. Διότι ἡ χριστιανικὴ ζωὴ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τρεῖς μεγάλες ἀρετές· τὴν πίστι, τὴν ἐλπίδα, καὶ τὴν ἀγάπη.

  • Ἡ πίστις εἶνε ἀναγκαία. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε ἕνα ἔξοχο δημιούργημα μὲ πέντε αἰσθήσεις. Καὶ κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς μαρτυρεῖ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρώτη εἶνε ἡ ὅρασις, ἡ δευτέρα εἶνε ἡ ἀκοή, ἡ τρίτη ἡ ὄσφρησις, ἡ τετάρτη ἡ γεῦσις, καὶ ἡ πέμπτη ἡ ἁφή. Ἀλλὰ τὶς πέντε αὐτὲς αἰσθήσεις τὶς ἔχουν καὶ τὰ ζῷα. Καὶ μάλιστα ὡρισμένα ζῷα νικοῦν τὸν ἄνθρωπο ὡς πρὸς τὶς αἰσθήσεις. Λόγου χάριν ὡς πρὸς τὴν ὅρασι, ποιός βλέπει καλύτερα ἀπὸ τὸν ἀετό; Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει τόσο δυνατὴ ὅρασι, πολλοὶ μάλιστα ἀπὸ μᾶς ἔχουμε καὶ μυωπία καὶ βάζουμε γυαλιά· ὁ ἀετὸς δὲν ἔχει γυαλιά, κι ἀπὸ τὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ ποὺ εἶνε, βλέπει τὸ θήραμά του (ἀέτειον βλέμμα, λέμε). Ἐπίσης ὡς πρὸς τὴν ἀκοὴ καὶ τὴν ὄσφρησι· τὰ σκυλιὰ ἔχουν δυνατώτερη ἀκοὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Πόσο ἀκοῦνε τὰ σκυλιά! Φέρανε στὴν ἀστυνομία ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ 500 σκύλους γυμνασμένους, καὶ μ᾿ αὐτοὺς ἀνακαλύπτουν ἐγκλήματα ποὺ δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀνακαλύψῃ καὶ ὁ καλύτερος ἀστυνομικός. Ὑπάρχουν ἄλλα ζῷα ποὺ ὀσφραίνονται πολύ· οἱ γυπαετοὶ π.χ. ὀσφραίνονται ἀπὸ χιλιόμετρα μακριά. Ἐγὼ τὸ εἶδα αὐτὸ τὸ φαινόμενο καὶ ὁσάκις τὸ σκέπτομαι κλαίω· γιατὶ ἐπάνω στὰ ψηλὰ βουνά, ὅταν γίνονταν μάχες – γιγαντομαχίες γιὰ νὰ μείνῃ ἡ Ἑλλάδα ἐλεύθερη, ἔπεφταν κορμιὰ πολλά, σκοτώνονταν κ᾽ ἔμεναν ἄταφα μέσα σὲ χαράδες. Μετὰ προσπαθοῦσαν οἱ δικοί μας νὰ φτάσουν ὣς ἐκεῖ γιὰ νὰ τοὺς θάψουν, μὰ δὲν μποροῦσαν γιατὶ ἦταν βαθειά. Καὶ τότε –περίεργο πρᾶγμα, τὸ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου– ἦρθαν γῦπες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο κάτω κ᾽ ἔφαγαν τὶς σάρκες τους – μακάβριο πρᾶγμα. Εὐτυχῶς ὅμως ποὺ ὑπάρχουν καὶ οἱ γῦπες, αὐτοὶ οἱ «νεκροθάφτες τῆς ἐρήμου» ὅπως λένε. Ἀλλὰ ἐπανέρχομαι στὸ θέμα. Τὶς πέντε αὐτὲς αἰσθήσεις κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον τὶς ἔχει σὲ μεγάλο βαθμὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος. Καὶ κάθε μιὰ ἀπὸ αὐτὲς ἀποδεικνύει, ὅτι ὑπάρχει Θεός. Ὁ Σωκράτης ἰδίως ἀποδείκνυε τὴν ὕπαρξι τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ὅρασι. Τὸ μάτι τοῦ ἀνθρώπου εἶνε μία τέλεια φωτογραφικὴ μηχανή. Καὶ ὅπως δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ μιὰ φωτογραφικὴ μηχανὴ ὅτι παρουσιάστηκε μόνη της χωρὶς κάποιον τεχνίτη, ἔτσι δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι καὶ τὰ μάτια εἶνε τυχαῖα δημιουργήματα. Ἀλλ᾿ ἐγὼ θὰ ὑπενθυμίσω τώρα μιὰ ἄλλη ἀλήθεια. Παραπάνω ἀπὸ τὶς πέντε αὐτὲς αἰσθήσεις εἶνε μία ἄλλη αἴσθησις, ἡ ὁποία ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ ὅλες. Διότι μὲ τὶς πέντε αὐτὲς αἰσθήσεις λαμβάνομε γνῶσι τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ἐνῷ μὲ τὴν ἄλλη ἐκείνη αἴσθησι λαμβάνουμε γνῶσι καὶ τοῦ ὑπερφυσικοῦ κόσμου. Καὶ ἡ ἄλλη, ἡ λεγομένη ἕκτη αἴσθησις, εἶνε ἡ πίστις. Στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὕμνησε τὴν πίστι (βλ. Ἑβρ. κεφ. 11ο). Ἡ πίστις ἔκανε καὶ κάνει θαύματα μεγάλα. Καὶ ἀκοῦτε στὴν ἐκκλησία νὰ μνημονεύουμε πάντοτε «τῶν ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος» πεσόντων ἡρώων μας.
  • Ἡ δευτέρα ἀρετή, ποὺ μᾶς τὴν ὑπενθυμίζει τὸ ὄνομα τῆς ἄλλης κόρης, εἶνε ἡ ἐλπίδα. Ἐλπίδα – βεβαιότης ὅτι πέραν τοῦ ὑλικοῦ κόσμου ὑπάρχει ὁ ἀόρατος καὶ πνευματικὸς κόσμος.
  • Καὶ ἡ τρίτη κόρη μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν ἀγάπη, τῆς ὁποίας τὸν ὕμνο ἔπλεξε πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ στὸ 13ο κεφάλαιο. Τὸ κεφάλαιο αὐτὸ εἶνε σὰν ἕνα περιδέραιο μὲ δεκατέσσερις (14) πολύτιμες χάντρες, καὶ μαρτυρεῖ τὴν ἀξία τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη εἶνε ἡ ὡραιότερη λέξι τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ ὁ Κύριος εἶπε, ὅτι ἡ ἀγάπη εἶνε ἡ ἀνώτερη ἀρετή. Ἡ πρώτη ἐντολὴ εἶνε «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου…», καὶ ἡ δευτέρα εἶνε «Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Ἀπ᾽ αὐτὲς τὶς δυὸ κρέμονται ὅλοι οἱ νόμοι. Αὐτὸ μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος (βλ. Ματθ.22,37-40). Καὶ στὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέει ὅτι, ἀπὸ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἀρετές, ἐκείνη ποὺ θὰ μείνῃ αἰωνία εἶνε ἡ ἀγάπη. Διότι θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ αὐτὸ ποὺ πιστεύουμε καὶ αὐτὸ ποὺ ἐλπίζουμε θὰ τὸ βλέπουμε πλέον· καὶ τότε θὰ καταργηθῇ ἡ πίστις, θὰ καταργηθῇ καὶ ἡ ἐλπίδα. Ἀλλὰ ἡ ἀγάπη; Ἡ ἀγάπη θὰ μείνῃ αἰωνίως. Αὐτὴ θὰ εἶνε ὁ σύνδεσμος τῶν ψυχῶν στὸν παράδεισο, αὐτὴ θὰ κρατάῃ ἑνωμένες τὶς ψυχὲς καὶ ἔτσι θὰ ζοῦν αἰωνίως. Ὅπως τὸ σύμπαν ὁλόκληρο συνδέεται μὲ τὸ μυστηριώδη νόμο ποὺ λέγεται παγκόσμιος ἕλξις, ἔτσι καὶ οἱ ψυχὲς ἐκεῖνες θὰ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν παγκόσμια αὐτὴ ἕλξι, τὴν πανίσχυρη δύναμι τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μας.

Αὐτὰ τὰ τρία ὀνόματα εἶχαν οἱ θυγατέρες τῆς ἁγίας Σοφίας ποὺ μαρτύρησαν γιὰ τὸ Χριστό. Νὰ παρακαλέσουμε τὸ Θεό, στὴν ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε, νὰ ἔχουμε τὶς τρεῖς αὐτὲς ἀρετές. Σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ ἔχω γράψει, στὸ βιβλίο «Σαλπίσματα», τελειώνω μ᾿ ἕνα στίχο γιὰ τὴν πίστι ποὺ τὸν ἔλεγαν οἱ πρόγονοί μας·

«Χριστέ, σὲ τοῦτα τ᾿ ἄπιστα κατηραμένα χρόνια, ποὺ δὲν πιστεύουν τίποτε οὔτε ἀγαποῦν κανένα, ἐγὼ πιστεύω κι ἀγαπῶ ὁλόψυχα Ἐσένα. Πιστεύω σὰν τὴ μάνα μου, πιστεύω σὰν παιδάκι, πίνω τ᾿ ἀθάνατο νερό, κι ἀφήνω τὸ φαρμάκι».

 Καὶ ἕνας ἄλλος στίχος λέει γιὰ τὴν ἐλπίδα·

«Κι ἂν δὲν μοῦ μείνῃ ἐντὸς τοῦ κόσμου ποῦ ν᾿ ἀκουμπήσω, νὰ σταθῶ, ἐκεῖ ψηλὰ εἶν᾿ ὁ Θεός μου· πῶς ἠμπορῶ ν’ ἀπελπισθῶ;».

Αὐτὲς τὶς ἀλήθειες μᾶς ὑπενθυμίζουν τὰ ὀνόματα τῶν σημερινῶν ἁγίων. Καὶ ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεό, νὰ μᾶς δώσῃ πίστι, τὴν πίστι τῶν ἡρώων· τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό· νὰ μᾶς δώσῃ καὶ τὴν ἀγάπη, ὥστε νὰ εἴμαστε συνδεδεμένοι ὅλοι σὰν ἀδέρφια. Καὶ στὸν αἰῶνα αὐτὸν νὰ διατηρήσουμε μέσα μας τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶνε ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Χριστός, διὰ πρεσβειῶν τῆς ἁγίας Σοφίας καὶ τῶν τριῶν θυγατέρων της, νὰ ἐλεήσῃ πάντας ἡμᾶς.

(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη

ΥΨΩΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ. ΤΡΙΤΗ 14-9-2021

Υψωσις Τιμιου Σταυρου

Ἡ τρίγλωσση ἐπιγραφὴ τοῦ σταυροῦ

«Ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον ὁ Πιλᾶτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ· ἦν δὲ γεγραμμένον· Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων· καὶ ἦν γεγραμμένον Ἑβραϊστί, Ἑλληνιστί, Ρωμαϊστί» (Ἰω. 19,19-20)

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Εἶνε σὰν τὴ Μεγάλη Παρασκευή, ποὺ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὸ Γολγοθᾶ. Ὅλα ὅσα ἀκοῦμε ἀπὸ χθὲς στὸν ἑσπερινὸ καὶ σήμερα, ἰδιαιτέρως τὸ εὐαγγέλιο, μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅ,τι ὑπέφερε τότε ἐκεῖ «ἀπὸ ὥρας ἕκτης», ποὺ «σκότος ἐγένετο ἐφ᾽ ὅλην τὴν γῆν, ἕως ὥρας ἐνάτης» (Λουκ. 23,44).

Θά ᾽πρεπε νὰ σιωπήσω. Ἀλλά, γιὰ νὰ μὴ σᾶς ἀφήσω πνευματικὰ νηστικούς, θὰ προσπαθήσω νὰ ψελλίσω λίγες λέξεις, ὡς σκώληξ ἁμαρτωλὸς ἕρπων πρὸ τῶν ποδῶν τοῦ Ἐσταυρωμένου, μὲ ἀφορμὴ μία λεπτομέρεια ποὺ ἀκούσαμε στὸ εὐαγγέλιο· ἡ δὲ λεπτομέρεια εἶνε ἡ ἐπιγραφή, ποὺ ἐτέθη στὴν κορυφὴ τοῦ σταυροῦ ἀπὸ τὸν Πόντιο Πιλᾶτο.

Οἱ Ἑβραῖοι ὡς μέσον ἐκτελέσεως τῶν καταδίκων, σύμφωνα μὲ τὸ ἰουδαϊκὸ δίκαιο, εἶχαν τὸ λιθοβολισμό. Ὅταν κάποιος καταδικαζόταν εἰς θάνατον γιὰ ἕνα ἔγκλημα (φόνο, βλασφημία κ.λπ.), τότε ὅλη ἡ συναγωγή, ἄντρες – γυναῖκες, ἔχοντας μπροστὰ τὸν κατάδικο ἔβγαιναν ἔξω (γιὰ νὰ μὴ μολύνῃ τὴν πόλι τὸ αἷμα του)· κι ὅταν ἔφταναν στὸν ὡρισμένο τόπο, ἔπαιρναν ὅλοι λιθάρια στὰ χέρια καὶ τὰ ἔρριχναν πάνω του. Σὲ λίγο ὁ ἔνοχος ξεψυχοῦσε κάτω ἀπὸ ἕνα σωρὸ πέτρες, ποὺ ἔμενε ἐκεῖ γιὰ νὰ διδάσκῃ πῶς τιμωρεῖται τὸ ἔγκλημα. Καὶ οἱ πρῶτοι ποὺ τοῦ ἔρριχναν πέτρα ἦταν οἱ μάρτυρες τοῦ ἐγκλήματος. Ὑπῆρξε καὶ περίπτωσι ποὺ μάρτυρες τὴν τελευταία στιγμὴ δίστασαν νὰ ῥίξουν, ὡμολόγησαν ὅτι κατέθεσαν ψέμα, κι ὁ κατάδικος γλύτωσε.

Ὅταν ὅμως οἱ Ἑβραῖοι ἔγιναν ὑπόδουλοι καὶ οἱ ῥωμαϊκὲς λεγεῶνες κυριάρχησαν στὴν Ἰερουσαλήμ, τότε ἔχασαν καὶ τὸ δικαίωμα τῆς θανατώσεως· αὐτὸ τὸ εἶχε μόνο ὁ κατακτητής. Καὶ τὸ ῾Ρωμαϊκὸ κράτος ὡς μέσον ἐκτελέσεως μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶχε καὶ τὴ σταύρωσι. Ἦταν ἕνας βάρβαρος τρόπος θανατώσεως σὲ πολλοὺς λαοὺς τῆς ἀρχαιότητος γιὰ ἐγκληματίες (λιποτάκτες, δολοφόνους, προδότες κ.λπ.). Οἱ ῾Ρωμαῖοι δὲν τὸν χρησιμοποιοῦσαν πάντοτε, ἀλλὰ μόνο γιὰ σκλάβους καὶ δούλους. ῾Ρωμαῖος πολίτης δὲν ἐξετελεῖτο ποτέ διὰ σταυροῦ. Λένε ὅτι ἕνας δοῦλος, ὅταν εἶδε νὰ ξεψυχάῃ πάνω σὲ σταυρὸ ἕνας κατάδικος, εἶπε κλαίγοντας· Ἀλλοίμονο σ᾽ ἐμᾶς! μὲ σταυρὸ θανατώθηκε ὁ προπάππος μου, μὲ σταυρὸ ὁ παπποῦς μου, μὲ σταυρὸ ὁ πατέρας μου, κ᾽ ἐγὼ σὲ σταυρὸ θὰ ξεψυχήσω…

Ἡ σταύρωσι ἦταν τιμωρία γιὰ ἀποφώλια τέρατα, εἰδεχθεῖς ἐγκληματίες. Ἐθεωρεῖτο ἀτιμωτικὸς τρόπος θανατώσεως. Γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ μισοῦσαν τὸ Χριστό, φώναζαν μὲ μανία κάτω ἀπ᾽ τὸ πραιτώριο «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Ἰω. 19,6)· καὶ τέλος ὁ Πιλᾶτος ὑποχώρησε καὶ ὑπέγραψε τὴν ἀπόφασι τῆς ἐκτελέσεως.

Ἀλλὰ ἡ σταύρωσι εἶχε μιὰ ὡρισμένη διαδικασία· ἕνα ἀπὸ τὰ προβλεπόμενα ἦταν, νὰ γραφῇ σὲ μιὰ πινακίδα ἡ αἰτιολογία τοῦ θανάτου, ὅπως γίνεται καὶ σήμερα σὲ τέτοιες περιπτώσεις ἀπὸ εἰσαγγελεῖς δικαστηρίων καὶ γραμματεῖς στρατοδικείων. Τότε πάνω σὲ μιὰ ἄσπρη σανίδα ἀλειμμένη μὲ γύψο ἔγραφαν μὲ κόκκινα γράμματα τὸ λόγο τῆς καταδίκης, π.χ.· «αὐτὸς σκότωσε», ἢ «βίασε γυναῖκα», ἢ «βλαστήμησε», ἢ «εἶνε ἐμπρηστὴς» κ.λπ..

Ἔπρεπε λοιπὸν καὶ ὁ Πιλᾶτος νὰ δώσῃ τὴν πινακίδα ποὺ θὰ κρεμοῦσαν στὴν κορυφὴ τοῦ σταυροῦ πάνω ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τώρα νά τὸ πρόβλημά του· τί νὰ γράψῃ; Αὐτὸς ὁ κατάδικος δὲν εἶχε κάνει τίποτε κακό· ἦταν ὁ ἀθῳότερος ἄνθρωπος. Ὁ ἴδιος ὁ Πιλᾶτος μετὰ ἀπὸ ἔρευνα εἶπε· «Ἐγὼ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν» (ἔ.ἀ.)· σᾶς ἀκούω ὅλους, ἐρευνῶ, ἐξετάζω, μὰ δὲν βρίσκω ἐνοχή. Τί νὰ γράψω;

Ὦ Πιλᾶτε, τί νὰ γράψῃς; Γράψε αὐτὸ ποὺ εἶπες, αὐτὸ ποὺ σοῦ λέει ἡ συνείδησί σου· «Ἐγὼ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν». Ἢ γράψε αὐτὸ ποὺ θὰ πῇ ὁ αὐτόπτης μαθητής του, ὁ Πέτρος, ὅτι ὁ Ναζωραῖος «διῆλθεν εὐεργετῶν» (Πράξ. 10,38), πέρασε ἀπ᾽ τὴ γῆ σκορπώντας παντοῦ τὰ ῥόδα τῆς εὐσπλαχνίας του. Ὤ τὰ δικαστήρια! πόσες φορὲς στὶς ἀποφάσεις τους γράφονται πράγματα μακριὰ ἀπ᾽ τὴν ἀλήθεια… Ἐν τέλει ὁ Πιλᾶτος; Δὲν γράφει ὅ,τι ἀκριβῶς τοῦ λέει ἡ συνείδησί του, γράφει ὅμως κάτι ποὺ κι αὐτὸ δὲν στερεῖται νοήματος. Ζαλισμένος, κουρασμένος, ἀηδιασμένος ἀπὸ τὶς κραυγὲς καὶ ὅλη ἐκείνη τὴ θλιβερὴ διαδικασία, ὑπαγορεύει στὸν γραφέα του κι αὐτὸς γράφει πάνω στὴν πινακίδα σὲ τρεῖς γλῶσσες, Ἑβραϊκὰ – Ἑλληνικὰ – ῾Ρωμαϊκά· «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων» (Ἰω. 19,19). Αὐτὴν κρατοῦσε ὁ στρατιώτης ποὺ προπορευόταν τῆς πομπῆς κι ὅταν ἔφτασαν στὸν Κρανίου τόπον τὴν ἔβαλαν ἐπάνω στὸ σταυρό.

Εἶδαν τὴν πινακίδα οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων καὶ φρύαξαν· τὸ θεώρησαν προσβολή. Ἀκοῦς ἐκεῖ νὰ γράψῃ ὁ Πιλᾶτος, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ βασιλιᾶς μας!… Τρέχουν στὸν Πιλᾶτο καὶ τοῦ λένε· –Μὴ γράφεις ἔτσι, γράψε ὅτι ἐκεῖνος ἰσχυρίστηκε «Εἶμαι βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων». Αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως ὁ Πιλᾶτος, ποὺ εἶχε ἀπαυδίσει ἀπὸ τὶς πιέσεις τους, τοὺς ἀπέπεμψε, τοὺς ἔδιωξε λέγοντας· –Ὅ,τι ἔγραψα, ἔγραψα· «ὃ γέγραφα, γέγραφα»(ἔ.ἀ. 19,22)· ἔμεινε ἀνένδοτος.

Γιατί ἆραγε; Ἄλλοι λένε, ὅτι ἦταν μιὰ ἐκδήλωσι τοῦ ῥωμαϊκοῦ ἐγωισμοῦ, ποὺ τὴν ἡμέρα ἐκείνη εἶχε στραπατσαριστῆ. Ἐγὼ συμφωνώντας μὲ ἄλλους διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας λέω, ὅτι τὴν ἡμέρα ἐκείνη μία ἀκτίνα τοῦ θείου φωτὸς ἔλαμψε στὴ διάνοια τοῦ Πιλάτου καὶ καταλάβαινε, ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔγραψε δὲν ἦταν ψέμα, ἦταν μία πραγματικότης· καταλάβαινε, ὅτι αὐτὸς ὁ κατάδικος ἔχει ἕνα μεγαλεῖο βασιλικό. Ναί. Ἂς φώναζαν ἀπὸ κάτω οἱ Ἰουδαῖοι κι ἂς τὸν ἐνέπαιζαν οἱ δικοί του στρατιῶτες λέγοντας «Χαῖρε, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων» (Ματθ. 27,29. Μᾶρκ. 15,18. Ἰω. 19,3). Εἶνε βασιλεύς! Κι ἂν ἐμεῖς τὸ ἀρνηθοῦμε, καὶ οἱ πέτρες καὶ τὰ ἄστρα καὶ οἱ δαίμονες ἀκόμη μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, τὸν ἱερὸ ὑμνῳδὸ καὶ ἁγιογράφο θὰ φωνάξουν, ὅτι αὐτὸς εἶνε «ὁ Κύριος τῆς δόξης» (Α΄ Κορ. 2,8), «ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης Χριστός» (Παρακλητ. πλ. α΄, Σαβ. ἑσπ.).

Δύο λέξεις ἀκόμη, ἀγαπητοί μου, ἐπὶ τῆς ἐπιγραφῆς. Γιατί ἐγράφη σὲ τρεῖς γλῶσσες; Ὑπάρχει λόγος. Ἐγράφη στὰ Ἑβραϊκά, στὰ Ἑλληνικὰ καὶ στὰ ῾Ρωμαϊκά (βλ. Ἰω. 19,20. Λουκ. 23,38), διότι αὐτοὶ οἱ τρεῖς λαοί, Ἑβραῖοι Ἕλληνες καὶ ῾Ρωμαῖοι, ἀντιπροσώπευαν τὴν ἀνθρωπότητα ὡς φορεῖς ἑνὸς πολιτισμοῦ. Οἱ Ἑβραῖοι γνώριζαν τὸν μόνο Θεό, εἶχαν τὸ νόμο, τοὺς προφῆτες, τὴν ἀληθινὴ θρησκεία. Οἱ Ἕλληνες καλλιέργησαν τὰ γράμματα, τὶς ἐπιστῆμες καὶ τὶς τέχνες, δημιούργησαν ἐπιτεύγματα. Οἱ ῾Ρωμαῖοι καλλιέργησαν τὴν ἰδέα τοῦ δικαίου, ἐπέβαλαν τάξι, πειθαρχία, ὠργανωμένη πολιτεία.

Ἡ ἐπιγραφὴ ἦταν σὲ τρεῖς γλῶσσες, διότι λόγῳ τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους καὶ τοὺς Ρωμαίους κατακτητάς, ἦταν τότε στὰ Ἰεροσόλυμα καὶ πολλοὶ Ἕλληνες (βλ. Ἰω. 12,20). Ὅλοι αὐτοί, καθὼς περνοῦσαν ἀπὸ ᾽κεῖ, διάβασαν τὴν ἐπιγραφή, καθένας στὴ γλῶσσα του· ὅπως λίγο ἀργότερα, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ἄκουσαν, καθένας στὴ γλῶσσα του, «τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 2,11). Ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καλοπροαίρετοι, καὶ Ἑβραῖοι καὶ Ἕλληνες – ἐθνικοὶ καὶ ῾Ρωμαῖοι, πίστεψαν στὸ Χριστὸ καὶ ἀπετέλεσαν τὴν Ἐκκλησία, τὴν παγκόσμιο βασιλεία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πέρασαν ἀπὸ τότε δυὸ χιλιάδες χρόνια, μὰ ἡ δόξα τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀντὶ νὰ μειωθῇ ἐντείνεται. Στὸ διάστημα αὐτὸ ὄχι μόνο ἡ ἐπιγραφὴ τοῦ σταυροῦ ἀλλὰ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὁλόκληρη ἡ ἁγία Γραφὴ ἔχει μεταφραστῆ σὲ τόσες γλῶσσες ὅσες κανένα ἄλλο βιβλίο. Αὐτὸ εἶνε δόξα τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἡ πρωτότυπη ὅμως γλῶσσα καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μὲ τὴ μετάφρασι τῶν Ἑβδομήκοντα εἶνε ἡ Ἑλληνική. Καὶ αὐτὸ εἶνε μία δόξα τοῦ γένους μας. Συγκινούμεθα ἰδιαιτέρως σήμερα οἱ Ἕλληνες, διότι ἐπάνω στὴν ἐπιγραφὴ τοῦ σταυροῦ ἦταν καὶ ἡ δική μας γλῶσσα μας, ἡ γλῶσσα τῶν Ἑλλήνων, αὐτὴ ποὺ μπορεῖ νὰ ἐκφράσῃ τὰ λεπτότερα νοήματα καὶ τὶς λεπτότερες ἀποχρώσεις τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως. Αὐτὸ εἶνε πρὸς τιμήν μας, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἔλεγχόν μας. Διότι σᾶς ἐρωτῶ· διαβάζετε τὸ Εὐαγγέλιο – τὴν ἁγία Γραφή; Δυστυχῶς ὄχι μόνο δὲν τὸ μελετοῦμε, ἀλλὰ καὶ προκαλοῦμε τὸν Κύριο μὲ τὶς ἀσέβειές μας. Μιὰ φορὰ σταύρωσαν τὸ Χριστὸ οἱ Ἑβραῖοι, μὰ ἐμεῖς τὸν σταυρώνουμε καθημερινῶς· ντρεπόμαστε ἀκόμα καὶ νὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας.

Αὐτὰ εἶχα νὰ σᾶς ἐκφράσω σήμερα μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐπιγραφὴ στὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπισκόπου Φλωρίνης Αὐγουστῖνου Καντιώτη