Τὰ περὶ τοῦ Θεοῦ ἐρωτήματα

Γράφει ὁ κ. Ἀνδρέας Κεφαλληνιάδης, Δάσκαλος Γ΄ Ἀρσακείου – Τοσιτσείου Δημοτικοῦ Σχολείου Ἑκάλης

Πολλοὶ ἄνθρωποι ἰσχυριζόμενοι ὅτι θέλουν νὰ πιστέψουν, καταφεύγουν σὲ σαθρὰ εὐφυολογήματα ποὺ προδίδουν παχυλὴ ἄγνοια, ἂν ὄχι καὶ προκατάληψη. Ποῦ εἶναι ὁ Θεός; ἀναρωτιοῦνται. Δεῖξτε μας τὸ Θεό, γιὰ νὰ τὸν πιστέψουμε κι ἐμεῖς! Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν νοεῖται ὡς ὑλικὴ οὐσία, ποὺ μπορεῖ νὰ δεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος.

 «Πνεῦμα ὁ Θεὸς» (Ἰωάν. δ΄ 24) διακήρυξε ὁ Ἰησοῦς συνομιλώντας μὲ τὴ Σαμαρείτιδα. Καὶ τὸ πνεῦμα εἶναι ἀόρατο. «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε», δηλ. τὸν Θεό, ὅπως εἶναι, ὡς Πνεῦμα δηλαδή, δὲν εἶδε ποτὲ κανένας (Ἰωάν. Α΄ 18). Ἔπειτα, ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔβλεπε τὸ Θεό, δὲν θὰ χρειαζόταν τὴν πίστη, γιατί τότε θὰ εἶχε τὴ γνώση, δηλαδὴ τὴ βεβαιότητα. Ἀλλὰ σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση, ἡ ἐνάρετη ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου θὰ εἶχε μόνο σχετικὴ ἀξία, ἀφοῦ δὲν θὰ ἦταν ἀποτέλεσμα ἐλεύθερης ἐπιλογῆς, ἀλλὰ προϊὸν καταναγκασμοῦ. Μόνον ὅταν ὁ ἠθικὸς βίος στηρίζεται στὴν πίστη, ἀποκτᾶ ἀπόλυτη ἠθικὴ ἀξία. Μόνο ὅταν ἡ πίστη ἀποτελεῖ ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης βούλησης τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ ἀρετὴ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν Θωμᾶ μακάρισε ἐκείνους ποὺ ἐνῷ δὲν εἶδαν τὴ σωματικὴ παρουσία Του πάνω στὴ γῆ, θὰ πιστέψουν σ’ Αὐτὸν (Ἰωάν. κ΄ 29).

  Συναφὲς μὲ τὸ προηγούμενο εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς ἀφελὲς ἐρώτημα: «Ποιὸς ἔφτιαξε τὸ Θεό;». Ἀλλὰ ἡ αὐθυπαρξία τοῦ Θεοῦ, ἀνήκει ἐξ ὁρισμοῦ στὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ὑπάρχει πάντοτε ἀπὸ τὸν Ἑαυτό Του. Αἰτία τῆς προαιώνιας ὑπάρξεώς Του εἶναι Αὐτὸς ὁ Ἴδιος. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο αὐθύπαρκτος, εἶναι καὶ αἰώνιος. Αὐτὸ σημαίνει δὲν ἔχει οὔτε χρονικὴ ἀρχὴ οὔτε τέλος. Στὴν Ἁγία Γραφὴ ὀνομάζεται «Θεὸς αἰώνιος» (Ἡσαΐας μ΄ 28) ποὺ σημαίνει ὅτι ὑπῆρχε, ὑπάρχει καὶ θὰ ὑπάρχει γιὰ πάντα. Ἀκόμα καὶ ὁ φιλοσοφικὸς στοχασμὸς αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ βρεῖ ἕνα πρωταρχικὸ αἴτιο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ξεκίνησαν ὅλα. Κι αὐτὸ τὸ αἴτιο δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ὁ Θεός, ἀφοῦ μόνον Αὐτὸς βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὶς διαστάσεις τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου.

  Ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη μερίδα ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι πιεζόμενοι ἀπὸ τὸ ἔμφυτο θρησκευτικὸ συναίσθημα καὶ τὴν ἐσωτερικὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς τους, ἀποδέχονται τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ βρίσκουν πολὺ ταπεινὴ γι’ Αὐτὸν τὴν ἰδέα νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὰ ἐγκόσμια. Θεωροῦν τὸ Θεὸ ὡς μία ἀνώτερη δύναμη καὶ τίποτα περισσότερο. Ἀλλὰ εἶναι σαφὲς ὅτι μία τέτοια παραδοχὴ περὶ Θεοῦ, ποὺ Τὸν ἐξορίζει σὲ μία ἀπόμερη γωνιὰ τοῦ Σύμπαντος, δὲν συνάδει μὲ τὴν ἴδια τὴ λογική. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὸν κόσμο, τότε γιὰ ποιὸ λόγο τὸν κατασκεύασε; Ὁ Θεὸς κατὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη εἶναι Πατέρας. Καὶ ἐὰν ὁ ἐπίγειος πατέρας ποὺ εἶναι ἀτελής, δὲν ἐγκαταλείπει τὰ παιδιά του καὶ θυσιάζεται γι’ αὐτά, ὁ οὐράνιος Πατέρας ποὺ εἶναι τέλειος, πῶς θὰ τὰ ἐγκαταλείψει; Ὁ Κύριος σὲ μία ἀποστροφὴ τοῦ λόγου Του εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει ἀριθμήσει ἀκόμα καὶ τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας (Ματθ. ι΄ 29). Μᾶς δίδαξε ἀκόμα πῶς νὰ προσευχόμασθε (Ματθ. στ΄6 – 8). Ἀλλὰ τί νόημα θὰ εἶχε ἡ προσευχή, ἂν ὁ Θεὸς δὲν τὴν ἄκουγε; Ὁ Θεὸς ὄχι μόνο μᾶς ἀκούει, ἀλλὰ καὶ γνωρίζει πλήρως κάθε πτυχὴ τῆς ζωῆς μας καθὼς καὶ ὅλες μας τὶς ἀνάγκες. (Ματθ. στ΄ 25 – 33 ). Ὁ Θεὸς ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸν καθένα μας σὰν νὰ μὴ ὑπῆρχε ἄλλος ἄνθρωπος στὴ γῆ ἐκτὸς ἀπὸ ἐμᾶς. Δὲν εἶναι λοιπὸν ὁ Θεὸς χαμένος κάπου στὸ Διάστημα, ἀλλὰ ὁ προσωπικός μας Σωτήρας καὶ Λυτρωτής. Ἡ πίστη στὴ Θεία Πρόνοια ὁπλίζει τὸν πιστὸ μὲ ἀκαταμάχητη δύναμη, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὶς ποικίλες δυσκολίες τῆς ζωῆς, καθὼς ὁ πιστὸς δὲν πορεύεται μόνος του, ἀλλὰ ἔχει φίλο του τὸ Θεό. Οἱ ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας βιώνονται μυστικὰ ἀπὸ τὸν κάθε πιστὸ ἀλλὰ καὶ γίνονται ἰδιαίτερα φανερὲς στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων.

  Αὐτοὶ ποὺ ἀπὸ τὴ μία παραδέχονται τὸ Θεό, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀρνοῦνται τὴ δυνατότητα νὰ εἶναι παρὼν στὴ ζωή τους, μοιάζουν μὲ τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔβλεπαν τὰ θαύματά Του καὶ θαύμαζαν τὴ διδασκαλία Του, ἀλλὰ δὲν ἤθελαν νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν, ἐπειδὴ τὰ ἔργα τους ἦταν πονηρὰ (Ἰωάν. γ΄19).

Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος

Σχολιάστε