ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ ΒΡΑΔΥ (3ο)

+ Μητροπ. Πρ. Φλωρίνης, Αυγουστίνου Καντιώτου

Ἡ σημασία τοῦ καταστροφικοῦ θαύματος

«…Καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ» (Ματθ. 21,19)

Απόψε, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ πρώτη ἀκολουθία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Ἀπ᾿ ὅλα ὅσα ἀκούσαμε ἂς προσέξουμε ἕνα σημεῖο, ἕνα περίεργο θαῦμα, ποὺ διηγεῖται τὸ εὐαγγέλιο.

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἔκανε θαύματα μεγάλα καὶ ἀναρίθμητα. Ὅπως λέει στὸ τέλος τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου ὁ εὐαγγελιστής· ἂν καθόταν κανεὶς νὰ ἐξιστορήσῃ ἕνα πρὸς ἕνα τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ, νομίζω δὲν θὰ χωροῦσε ὁ κόσμος τὰ βιβλία ποὺ θὰ γράφονταν· «οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία» (Ἰω. 21,25).

Τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς εἶνε ἐκδηλώσεις τῆς ἀγάπης καὶ εὐεργεσίας του. Ὅσο ἔμεινε πάνω στὴ γῆ, δὲν ἔκανε κακό. Ἐνῷ μποροῦσε, δὲν ἔδειξε τὴν τιμωρητικὴ δύναμί του σὲ κανένα, οὔτε στοὺς Γαδαρηνοὺς οὔτε στοὺς Σαμαρεῖτες ὅταν τὸν ἔδιωξαν (βλ. Ματθ. 8,34 – 9,1. Λουκ. 9,54-56). Ὁ Κύριος εἶνε ἀγάπη καὶ «μακροθυμία ἄφατος», ὅπως λέει ὁ ὕμνος (Μ. Δευτ. δοξ. αἴν.). Μὴ λησμονοῦμε ὅμως ὅτι ὁ Χριστὸς ἐκτὸς ἀπὸ ἀγάπη εἶνε καὶ δικαιοσύνη. Γι᾽ αὐτό, μέσα στὰ τόσα εὐεργετικὰ θαύματα ἔκανε καὶ δύο θαύματα καταστροφῆς. Καταστροφῆς ὄχι πάλι ἀνθρώπων, ἀλλὰ ζῴων καὶ ἀψύχων πλασμάτων. Τὴ μία φορὰ κατέστρεψε ἕνα κοπάδι χοίρων, γιὰ νὰ τιμωρήσῃ τὴν παρανομία καὶ τὴν πλεονεξία τῶν φιλαργύρων Γαδαρηνῶν. Καὶ τὴν ἄλλη ἔκανε αὐτὸ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα στὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Σὰν σήμερα ὁ Χριστὸς ἔμεινε ὅλη τὴν ἡμέρα στὰ Ἰεροσόλυμα, ἀλλ᾽ ὅταν βράδιασε βγῆκε ἔξω, σ᾽ ἕνα μικρὸ χωριὸ ποὺ λέγεται Βηθανία, σὲ μιὰ φιλικὴ οἰκογένεια. Ἐκεῖ πέρασε τὶς βραδιὲς τῆς Κυριακῆς, τῆς Μεγάλης Δευτέρας, Μεγάλης Τρίτης καὶ Μεγάλης Τετάρτης. Ἀφοῦ διανυκτέρευσε ἐκεῖ, πρωὶ – πρωὶ ξεκίνησε πάλι γιὰ τὰ Ἰεροσόλυμα. Στὸ δρόμο ὁ Κύριος πείνασε. Μὰ δὲν εἶνε περίεργο νὰ πεινᾷ ἐκεῖνος ποὺ ἔφτειαξε τὰ δέντρα μὲ τοὺς καρπούς, ἐκεῖνος ποὺ ἔβρεξε στὴν ἔρημο μάννα καὶ ἔθρεψε ὁλόκληρο λαό, ἐκεῖνος ποὺ πολλαπλασίασε τὰ ψωμιὰ καὶ ἔθρεψε πεντακισχιλίους ἄνδρες ἐκτὸς «γυναικῶν καὶ παιδίων» (Ματθ. 14,21); Ναί. Ὅπως πάλι περίεργο εἶνε ὅτι πάνω στὸ σταυρὸ δίψασε – ποιός; αὐτὸς ποὺ ἔφτειαξε τὶς πηγές, τὶς λίμνες καὶ τὶς θάλασσες. Σήμερα πεινᾷ, καὶ μεθαύριο τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ θὰ τὸν ἀκούσουμε νὰ λέῃ «Διψῶ» (Ἰω. 19,28). Ἀλλὰ κάτω ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὴ δίψα αὐτὴ πρέπει νὰ δοῦμε κάτι ἄλλο· πεινάει τὴ σωτηρία μας, διψάει τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου.

«Ἐπείνασε» λοιπὸν ὁ Χριστός (Ματθ. 21,18). Καί, καθὼς βάδιζε, εἶδε στὸ δρόμο μιὰ συκιὰ γεμάτη φύλλα. Πλησίασε, ἅπλωσε τὰ ἅγιά του χέρια, ἔψαξε ἀνάμεσα στὰ φύλλα, ἀλλὰ δὲ βρῆκε οὔτε ἕνα καρπό. Καὶ τότε ἀπὸ τὰ ἅγιά του χείλη, ἀπ᾽ τὰ ὁποῖα δὲν βγῆκε ποτὲ λόγος πικρός, βγῆκε μιὰ κατάρα· «Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα», λέει· ποτέ πιὰ ἀπὸ σένα νὰ μὴ βγῇ καρπός (Ματθ. 21,19). Κι ἀμέσως τὰ φύλλα ἄρχισαν νὰ κιτρινίζουν καὶ νὰ πέφτουν. Σὲ λίγο τὸ δέντρο ἔμεινε γυμνὸ καὶ ξεράθηκε «ἐκ ῥιζῶν», ἀπ᾽ τὶς ῥίζες του, ὅπως λέει ὁ ἄλλος εὐαγγελιστής, ὁ Μᾶρκος (Μᾶρκ. 11,20). Καὶ «οἱ μαθηταὶ ἐθαύμασαν λέγοντες· Πῶς παραχρῆμα (=ἀμέσως, αὐτοστιγμεί) ἐξηράνθη ἡ συκῆ;» (Ματθ. 21,20).

Οἱ ἄπιστοι λένε· Μὰ γιατί ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ νὰ πέσῃ σ᾽ ἕνα δέντρο; τί ἔφταιξε αὐτὸ γιὰ νὰ τὸ καταστρέψῃ;… Ἀλλὰ τὸ δέντρο αὐτὸ εἶνε ἕνα σύμβολο, ἕνα δίδαγμα, ἕνας ἔλεγχος, ποὺ πρέπει νὰ τὸν αἰσθανθοῦμε ὅλοι. Τί σημασία ἔχει ἡ καταστροφὴ τῆς συκιᾶς;

Ἡ ξηρανθεῖσα συκῆ, ἀγαπητοί μου, μᾶς θυμίζει ἕνα ἀρχέγονο τραγικὸ γεγονός, ὑπενθυμίζει τὴν πτῶσι τῶν πρωτοπλάστων στὸν παράδεισο. Τότε, μετὰ τὸ ἁμάρτημά τους, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα αἰσθάνθηκαν ὅτι εἶνε γυμνοὶ ἀπὸ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, ἔνιωσαν τὴν ἀνάγκη νὰ καλυφθοῦν, καὶ σκεπάστηκαν μὲ φύλλα συκιᾶς. Ὡρισμένοι ἑρμηνευταὶ λένε ὅτι τὸ δέντρο ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου τὸν καρπὸ ἔφαγαν, ἦταν συκιά. Ἡ ξηρανθεῖσα συκῆ λοιπὸν μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν κατάρα ἐκείνη, ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στὸν παράδεισο· «ἐπικατάρατος ἡ γῆ», ὅτι ἡ γῆ θὰ εἶνε ἐπικατάρατος, θὰ βγάζῃ ἀγκάθια καὶ τριβόλια, καὶ «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου» (Γέν. 3,17-19). Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη, ἐπὶ πέντε χιλιάδες χρόνια, πάνω στὴν ἀνθρωπότητα ἁπλωνόταν μιὰ κατάρα γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ τὶς παραβάσεις της. Τώρα ὅμως ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ πάθους του θὰ καταργήσῃ τὴν κατάρα. Δύο δένδρα ὑπάρχουν. Τὸ ἕνα εἶνε τὸ δέντρο τῆς κατάρας μὲ τὴν θανατηφόρο σκιά, κάτω ἀπ᾽ τὸ ὁποῖο κάθησαν ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα – μὴν κοιμηθῆτε κάτω ἀπ᾽ αὐτό. Καὶ τὸ ἄλλο εἶνε τὸ δέντρο τῆς εὐλογίας, δηλαδὴ ὁ τίμιος σταυρός. Ὅσο κατηραμένο ἦταν τὸ δέντρο ἐκεῖνο, τόσο εὐλογημένο εἶνε τὸ δέντρο τοῦ σταυροῦ. Φύγετε, ἀδελφοί, ἀπ᾽ τὸ δέντρο τῆς κατάρας κ᾽ ἐλᾶτε ὅλοι κάτω ἀπ᾽ τὸ δέντρο τῆς εὐλογίας. Διὰ τοῦ τιμίου σταυροῦ ὁ Χριστὸς κατήργησε τὴν κατάρα.

Ἀλλὰ ἡ ἐπικρατέστερη ἑρμηνεία στοὺς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας εἶνε, ὅτι ἡ ξηρανθεῖσα συκῆ, ὅπως ἀκοῦμε καὶ στὴ σημερινὴ ἀκολουθία, εἶνε σύμβολο τῆς Ἑβραϊκῆς συναγωγῆς, τῆς Ἰουδαϊκῆς φυλῆς, τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους. Ἀποδοκιμάζεται καὶ ἐγκαταλείπεται ὁ παλαιὸς Ἰσραὴλ καὶ ἐγκαινιάζεται ὁ νέος Ἰσραήλ, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἔθνη εἶνε γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπησε καὶ εὐλόγησε τὸ Ἰουδαϊκὸ ἔθνος· τὸ φύτευσε καὶ τὸ περιποιήθηκε. Ἐν τούτοις αὐτὸ δὲν ἀπέδωσε καρπούς. Γι᾿ αὐτὸ ἦρθε ἡ ὥρα ποὺ τὸ ἔθνος αὐτὸ ὑπέστη τιμωρία, τὴν ὁποία παρατηροῦμε μὲ λύπη διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Ἐκεῖνο ποὺ φώναξαν οἱ Ἰουδαῖοι τὴ Μεγάλη Παρασκευή, «Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν» (Ματθ. 27,25), ἐπέσυρε πάνω τους τὴν κατάρα καὶ αὐτὴ τοὺς ἀκολουθεῖ μέχρι τῶν ἡμερῶν μας.

Ἡ ξηρανθεῖσα συκῆ ὅμως δὲν συμβολίζει μόνο τὴν Ἰουδαϊκὴ φυλή· εἶνε σύμβολο καὶ κάθε ἔθνους, χριστιανικοῦ ἔθνους, τὸ ὁποῖο, ἐὰν καταπατῇ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, θ᾽ ἀποδοκιμασθῇ. Τέτοιο ἔθνος εἶνε καὶ τὸ δικό μας. Καὶ εἶνε γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπησε καὶ εὐλόγησε τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος· τὸ μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία. Ὅπως εἶνε πάλι γεγονὸς ὅτι καὶ τὸ ἔθνος αὐτὸ προσέφερε πολλὰ στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν Χριστιανισμὸ καὶ στὴν ἀνθρωπότητα· ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸ ἔθνος βγῆκαν ἅγιοι, μάρτυρες καὶ ἥρωες, διδάσκαλοι, πατέρες καὶ ἱεραπόστολοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν πράγματι δέντρο καρποφόρο ἡ Ἑλλάς. Ἀλλὰ σήμερα εἶνε; Φοβοῦμαι ὅτι γίναμε πλέον ἔθνος ἁμαρτωλὸ καὶ ἀσεβές, καὶ ὑπάρχει φόβος μεγάλης τιμωρίας. Ὑπενθυμίζω μόνο τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφή, ὅπου ὁ Κύριος μᾶς ἐξήρανε μερικῶς, ὄχι συνολικῶς. Γιὰ σκεφθῆτε· ἐκεῖ ποὺ ἦταν τριάντα μητροπόλεις, τέσσερις χιλιάδες ἐκκλησίες, σαράντα μοναστήρια καὶ χτυποῦσαν καμπάνες, τώρα τὸ δέντρο ἐκεῖνο ἐξηράνθη, δὲν ὑπάρχει πλέον ἱερεύς, δὲν ὑπάρχει καλόγηρος, δὲν ἠχοῦν σήμαντρα. Εἴθε νὰ σωφρονισθοῦμε καὶ νὰ μετανοήσουμε ὅλοι, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, γιὰ νὰ μὴν ἀκούσουμε κ᾽ ἐμεῖς ὅπως ἡ ξηρανθεῖσα συκῆ «Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα».

Ἀλλὰ πρὶν τελειώσω, ἀδελφοί μου, θέλω νὰ πῶ ὅτι ἡ ξηρανθεῖσα αὐτὴ ἡ συκῆ εἶνε καὶ ἡ φωτογραφία μας· ἐμεῖς εἴμαστε ἡ ἄκαρπος συκῆ. Μὴ ἀπορεῖτε. Διότι ὅσα κάνουμε (οἱ προσευχές, τὰ βιβλία ποὺ διαβάζουμε, ὁ ἐκκλησιασμός, κι αὐτὴ ἀκόμα ἡ τυπικὴ συμμετοχὴ στὰ μυστήρια), ὅλα εἶνε φύλλα, ὡραῖα φύλλα. Ποῦ εἶνε ὅμως οἱ καρποὶ ποὺ ζητάει ὁ Χριστός;

Γέμισε ἡ Ἐκκλησία δέντρα ἄκαρπα. Χριστιανὸς σοῦ λέει ὁ ἄλλος, ἀλλὰ ζῇ ἀκόλαστα· Χριστιανός, ἀλλὰ ἐγκατέλειψε γυναῖκα καὶ παιδιά· Χριστιανός, ἀλλ᾽ εἶνε μέθυσος ἢ πλεονέκτης ἢ φιλάργυρος ἢ βλάστημος ἢ θυμώδης ἢ φθονερὸς ἢ γεμᾶτος κακία καὶ μῖσος… Γι᾽ αὐτὸ ὁ Κύριος εἶνε ἕτοιμος νὰ μᾶς πῇ· «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται»· κάθε δεντρὶ ποὺ δὲν κάνει καρπὸ καλὸ τὸ κόβουν καὶ τὸ ῥίχνουν στὴ φωτιά (Ματθ. 7,19). Ἡ λεμονιὰ κάνει λεμόνια, ἡ πορτοκαλιὰ πορτοκάλια, ἡ κερασιὰ κεράσια…· ἐμεῖς τί ἀποδίδουμε στὸ Θεό; Ποῦ ἡ ἀγάπη, ἡ πραότης, ἡ δικαιοσύνη, τὸ ἔλεος, τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν ἄλλο;… Εἴμαστε Χριστιανοὶ μὲ φύλλα μόνο, λείπει ὅμως ὁ καρπός. Καὶ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ἐκσπάσῃ πάνω μας ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Μᾶς κρατάει ἀκόμη ὡς δένδρα ὁ Χριστός.

Μᾶς κρατάει ἡ προσευχὴ τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων, ποὺ παρακαλοῦν γιὰ μᾶς καὶ λένε· Δῶσε, Κύριε, παράτασι καὶ προθεσμία στοὺς Χριστιανούς, «παράτεινον τὸ ἔλεός σου» (Ψαλμ. 35,11). Ἂς προσπαθήσουμε, ἀγαπητοί μου, νὰ γίνουμε δέντρα καρποφόρα, μὲ καρποὺς ἁγίους καὶ ἀρετές, γιὰ νὰ μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς μιὰ μέρα, ἀπὸ τὴ γῆ αὐτὴ νὰ φτάσουμε στὰ οὐράνια, κοντὰ στὸ Χριστό· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

Σχολιάστε